Η Ευρώπη είναι σύμφωνα με τον Χ. Μίλερ μια πουτάνα που έχει χαραγμένο στο πρόσωπό της όλη την «πάλη του πολιτισμού. Οι μεταναστεύσεις, τα μίση και οι διωγμοί, οι πόλεμοι…» συνέβησαν εδώ. Εδώ τα πρόσωπα «είναι συντεθειμένα… με όρους φυλής, χαρακτήρα, ιστορίας», με τους όρους της ακόπαστης σύγκρουσης «ανάμεσα στον άνθρωπο και την πραγματικότητα».
Ξανά, λοιπόν, οι πόλεμοι, οι μεταναστεύσεις, τα μίση και οι διωγμοί συγκρούονται με την ανθρωπιά και το πνεύμα της Αγάπης, που θάλλουν στα χωρικά ύδατα της τραγωδίας, σώζοντας ό,τι μπορούν απ’ τη ζωή και το αγαπητικό νόημά της, που κάποιοι της νιτσεϊκής αριστεράς περιφρονούν ως ίδιο των ντιλιτάντιδων!
Κι όμως, τους φράχτες τους γκρεμίζει το ρωμαλέο κίνημα της Αγάπης για τον Άλλον, τους γκρεμίζει η γυναίκα της Λέσβου που αγκάλιασε τον μικρό σύριο, τους γκρεμίζει η κοπέλα που ζέστανε στην αγκαλιά της το ξεπαγιασμένο βρέφος, δεν τους ρίχνει το μίσος και η μνησικακία, δεν τους ρίχνουν αυτοί που δεν γνωρίζουν τη «μεταφορική» λειτουργία των λέξεων, που λειτουργούν σαν πυροκροτητές στις ψυχές, διαρρηγνύοντας το ελεφαντιασμένο πετσί τους.
Τελικά, αυτοί που δεν αντιλαμβάνονται την ποίηση, αυτοί που αντιλαμβάνονται τη σύγκρουση μόνο με όρους αντιπαράθεσης «πολεμικών μηχανών» δεν αντιλαμβάνονται ούτε τις ανάγκες της ψυχής ούτε ότι «παίζουν στο γήπεδο του αντιπάλου». Και το λέω αυτό ανατρέχοντας στον αυστριακό συγγραφέα Τόμας Μπέρνχαρντ, ο οποίος στο βιβλίο του «Αφανισμός μια κατάρρευση» αναφέρει ότι στην Αυστρία κα στη Γερμανία μαζί με το πνευματικό παραμελείται και «το πραγματικά ποιητικό όσο τίποτε άλλο».
Γιατί εδώ οι άνθρωποι «έχουν χάσει το πρόσωπό τους» και προτείνουν έναν κόσμο χωρίς απόλαυση, χωρίς χαρά. Μόνο μίσος, μίσος παντού, μίσος για όλους και για όλα. Το μίσος της ουγγαρέζας που ρίχνει στο χώμα τον πατέρα που κρατάει το παιδί του στην αγκαλιά. Απέναντι σ' αυτό το μίσος, που βγαίνει από τα σκοτεινά δάση του Μέλανα Δρυμού εμείς –είναι αλήθεια όχι όλοι- προτείνουμε το ν’ «Αγαπάς βαθειά σαν Έλληνας που είσαι» του Χ. Μίλερ, προτείνουμε την αγάπη για τον Άλλον, τον όλο Άλλο και όχι μόνο τον «δικό μας», όπως συνιστούν οι φασίστες(γιατί κι αυτοί… αγαπούν! Αλλά μόνο τους δικούς τους).