Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

5/02 (αναδημοσίευση)


Κοιτάζω χαμηλά όταν μιλάω για αγάπη,
γιατί δεν ξέρω,
αν είναι σωστό να αγαπάω
όπως εγώ το νιώθω και το έχω μάθει.
Σκύβω το κεφάλι,
σε όλους όσους προσπαθούν να αγαπάνε
και δίνονται ολόκληροι
σε αυτή τη τεράστια προσπάθεια
να μείνουν ζωντανοί.

Κατεβάζω το βλέμμα όταν είμαι δίπλα σου,
γιατί είσαι ολόκληρος η ύστατη προσπάθεια
να νιώσω ζωντανή
να νιώσω ότι μπορώ και ξέρω
να είμαι σωστή
για εσένα, για εμάς.
Κοιτάζω μακριά όταν σου μιλάω,
γιατί ντρέπομαι να σε κοιτάξω στα μάτια.
Μιλάω συνέχεια όμως
και δακρύζω συνέχεια.
 
Όλα ξέρω να τα πω,
αλλά αυτή η ανάγκη μου για βοήθεια,
βγαίνει μόνο υγρή από μέσα μου
σαν ποτάμι
και τους παρασέρνει όλους.
Είδες, δεν ξέρω πώς γίνεται,
να είσαι χείμαρρος,
αλλά να μην είσαι επικίνδυνος.
Τουλάχιστον προσπαθώ, έτσι δεν είναι;

Σου απλώνω τα χέρια,
θέλω να σου δείξω,
ότι είναι όλα δύσκολα όταν παλεύεις
με τον εαυτό σου.
Σου απλώνω τα χέρια,
με ένα περίστροφο
και ξέρω πως ίσως σκοτωθούμε και οι δύο
αλλά μη φοβάσαι
έτσι πέθαινα κι εγώ μέρα με τη μέρα,
στην ιδέα και μόνο ότι το κρατάω.
Αν νικήσεις την ιδέα
κερδίζεις τη ζωή.

Σου κλείνω τα μάτια,
να μην δεις ότι κι εγώ,
να μην δεις τους ανθρώπους να πονάνε,
να μην δεις τις πληγωμένες αγάπες,
να μην δεις τα δάκρυα που ίσως χυθούν και σήμερα,
να μην δεις το άγχος,
τον πόνο,
τη φτώχεια τον ανθρώπων.


Σου κλείνω τα μάτια,
για να νομίζεις ότι τον αλλάξαμε κιολας τον κόσμο.
Αλλά εγώ δεν τα κλείνω ποτέ.
Δεν κοιμάμαι ποτέ.
Γιατί ακόμα δεν έχω προλάβει
και πρέπει να κάνω κάτι
απλά για να πω πως έζησα.
Μόνο για να έχω κάτι χειροπιαστό
που να επιβεβαιώνει πως δεν παρασιτούσα,
πως βοήθησα,
τα επόμενα μάτια να κλείνουν από μόνα τους,
να κοιμούνται ήσυχα,
να ξέρουν πως τα αγάπησα.
 
Σε καρφώνω με το βλέμμα,
όταν ο κόμπος έχει φτάσει στο λαιμό.
Για να μοιραστούμε λίγο από το άγχος
του «δεν πάει άλλο».
 
Παίρνω αργά- αργά τα χέρια μου,
από τα μάτια σου,
για να μην σε τρομάξω.
Και βαδίζω ελαφριά,
σαν τη γάτα
που δεν θέλει να την καταλάβουν.
Ένα βήμα τη φορά.
 
Γιατί πρέπει και να προσέχω,
να ζω και αύριο
να είμαι καλά
για να μάθω να σε αγαπάω καλύτερα.

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Ο ρόλος του Έρωτα και της Λογοτεχνίας στην Ιστορία (αναδημοσίευση)




Στις 7 Φεβρουαρίου 1944 και ώρα 12 το μεσημέρι, σμήνος βρετανικών βομβαρδιστικών αεροσκαφών πέρασαν πάνω από το λιμάνι της Χίου και βομβάρδισαν το σουηδικό πλοίο Wiril, το οποίο βρίσκόταν στην υπηρεσία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και εκφόρτωνε σιτάρι και άλλα τρόφιμα για τον βασανισμένο από την πείνα της Κατοχής λαό του νησιού.

Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης αυτής των συμμάχων σκοτώθηκαν 18 άνθρωποι, οι περισσότεροι εργάτες που ξεφόρτωναν τα σακιά από το πλοίο, αλλά και ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής Χίου Βαστερχάουζερ και ο Σουηδός αντιπρόσωπος του Διεθνούς Κομιτάτου του Ερυθρού Σταυρού Νιλς Νίλσεν, ο οποίος είχε αυτοπροσώπως μεριμνήσει για την άφιξη του πλοίου στη Χίο.

Η τραγική αυτή επιχείρηση των βρετανικών δυνάμεων δεν αιτιολογήθηκε, ούτε διαλευκάνθηκε ποτέ. Ποτέ δεν κατατέθηκε στην Ιστορία ο λόγος για τον οποίον έλαβε χώρα. Ποτέ δεν ανακοινώθηκε κάτι επ’ αυτής, αν ήταν μια λανθασμένη ενέργεια, αν ήταν εσκεμμένη, αν υπήρξαν ανακριβείς πληροφορίες περί του φορτίου και του ρόλου του πλοίου στο λιμάνι της Χίου. Παρόλες τις φήμες και τις εικασίες των ερευνητών, το ιστορικό αυτό έγκλημα πολέμου παραμένει ακόμη ανεξιχνίαστο.

Εδώ έρχεται λοιπόν η λογοτεχνία και επιτελεί κάποιες φορές και ρόλο επεξήγησης και διαλεύκανσης της Ιστορίας. Αφού δεν ανέλαβε κανείς την ευθύνη του παράλογου βομβαρδισμού, την αναλαμβάνει εξολοκλήρου ο Κωσταντής Χάψας, ο ήρωας του Ήλιος με δόντια. Δεν είναι όμως αυτό το σημαντικό της υπόθεσης, αλλά το ότι μέσα από την λογοτεχνική εξιστόρηση προσωπικών και κοινωνικών συμβάντων της ιστορικής εκείνης περιόδου, ο Κωσταντής προσεγγίζει την καρδιά του ζητήματος και φτάνει στο να εξηγήσει το γιατί έγινε το κακό. Διότι πολλές φορές η Ιστορία δεν μπορεί να βασιστεί πια μονάχα επί γραπτών πηγών και ξύλινων ιστορικών ντοκουμέντων. Η Ιστορία δημιουργείται από ανθρώπους, που έχουν συναισθήματα και αυτά τα συναισθήματα καθόριζουν την πορεία Της. Η λογοτεχνία μπήκε λοιπόν σφήνα στην ιστορική έρευνα και έδωσε την απάντηση. Ο Νιλς ήταν ερωτευμένος με την Θάλεια, είχαν μάλιστα προγραμματίσει να κάνουν και τον γάμο τους επί του Wiril, μόλις τελείωνε η εκφόρτωση των σιτηρών στο λιμάνι της Χίου και έτσι, από την λαχτάρα του να τη δει και να την παντρευτεί, καθόσον ήταν μακριά της, επιβιβασμένος στο Wiril και γυρνούσε τα νησιά για να εκφορτώνει τρόφιμα, έφερε το βαπόρι δυο μέρες νωρίτερα στη Χίο, γεγονός το οποίο λησμόνησε να γνωστοποιήσει στους συμμάχους. Αυτά φυσικά δεν αναγράφονται σε καμία επίσημη ιστορική πηγή αλλά είναι αποδείξεις που προέκυψαν από το ψυχανέμισμα της ατμόσφαιρας των ημερών εκείνων, ισχύουν όμως απόλυτα και καθιστούν την τέχνη του λόγου πολύτιμο και καθοριστικό παράγοντα ιστορικής μελέτης.

Μια φορά μου τηλεφώνησε ένας ιστορικός εξ Αθηνών και μου είπε ότι έχει κάνει επί χρόνια μεγάλη έρευνα σε ελληνικά, σουηδικά, γερμανικά και βρετανικά αρχεία, περιοδικά, εφημερίδες και βιβλία σχετικά με τον βομβαρδισμό του Wiril και ότι διάβασε το Ήλιος με δόντια και κατέληξε στο ότι αυτή ακριβώς η αιτιολογία που περιγράφεται λογοτεχνικά, αυτή είναι η πιο πιθανή να ισχύει. Ο έρωτας του Νιλς με τη Θάλεια προκάλεσαν το ολοκαύτωμα. Τον ευχαρίστησα τον άνθρωπο που μπήκε στον κόπο να με ενημερώσει για το συμπέρασμα της ερευνητικής του εργασίας και δέχτηκα να του την παρουσιάσω, όπως με παρακάλεσε, όταν σε λίγο καιρό θα την κυκλοφορούσε σε βιβλίο. Βγήκε λοιπόν το βιβλίο του, μου το έστειλαν να το διαβάσω για να προετοιμάω την παρουσίαση, το διάβασα όλο από την αρχή ως το τέλος, διάβασα και τις παραπομπές, διάβασα και την εκτεταμένη βιβλιογραφία, εφημεριδογραφία, περιοδικογραφία, πουθενά ούτε μισή αναφορά στο Ήλιος με δόντια. Σαν να μην υπήρξε ποτέ το βιβλίο μου, σαν να μην είχε χρησιμοποιήσει ποτέ ο άνθρωπος αυτός το λογοτεχνικό μου έργο και το ιστορικό συμπέρασμα της λογοτεχνίας στην έρευνά του.

Τότε κατάλαβα ότι η λογοτεχνία είναι γραφή και είναι μεγαλόψυχη, ενώ η ιστορία είναι καταγραφή και είναι μικρόψυχη. Η λογοτεχνία γράφεται από ανθρώπους με ανοιχτή την ψυχή τους στον άνθρωπο, που βιώνουν τον πόνο των ανθρώπων οι οποίοι δημιουργούν την ιστορία της ζωής, ενώ η ιστορία καταγράφεται από ανθρώπους που δεν την βιώνουν αλλά την κοιτούν με μάτι ξύλινο και με ψυχή θεόκληστη, πάντοτε από κάποια μελλοντική αποστειρωμένη από την ανθρωπίλα των αισθημάτων θέση δήθεν ισχύος.

Λάθος είναι ο φόβος του λάθους (αναδημοσίευση)



Το ανώτατο σημείο στην Τέχνη είναι το λάθος. Γιατί το λάθος είναι το ρήγμα (ή και το όρυγμα) σε όσα ήξερες μέχρι τώρα. Θα ήταν μάταιο να αναφέρουμε τον μακροσκελέστατο κατάλογο εκείνων που έγιναν γίγαντες στο διηνεκές της Ιστορίας Της Τέχνης (και της ανθρωπότητας επομένως), κάνοντας λάθος, αρνούμενοι δηλαδή την καθεστώσα άποψη περί της αισθητικής ορθότητας. Θα μπορούσαμε έτσι, να ισχυριστούμε βάσιμα ότι η Ιστορία της Τέχνης είναι η Ιστορία λαθών που αποκάλυψαν καινούργιες θεάσεις, καινούργιες βαθύνσεις, καινούργιους τρόπους του κόσμου επισωρεύοντας ταυτοχρόνως καινούργιες εικόνες και γραφές στο βαρύ παλίμψηστο του χρόνου. Από τη μια δηλαδή να αποκαλύπτεις τις διαδοχικές επιστρώσεις των λαθών, όπου η κάθε μια είναι ένας ολόκληρος συγκλονιστικός αιών (υπό την έννοια της στιγμιαίας αιωνιότητας και όχι της χρονομετρικής τακτοποίησης) και από την άλλη να συμπεραίνεις και να προχωράς με όλο το βαρύ φορτίο σου, δηλαδή όλη τη βαριά συν-κίνηση στην γενναιότητα του επόμενου βήματος και πιθανώς στη γενναιότητα ενός επόμενου λάθους. Αλλιώς δεν γίνεται και δεν έγινε. 
Έτσι προχώρησε το πράγμα. Έτσι προχώρησε, προχωράει και θα προχωράει η εποποιία της ανθρωπότητας προς τη Γνώση. Το ανώτατο σημείο σ’ αυτή την πορεία είναι το λάθος. Ακόμα και το άγριο. Γιατί στο τέλος εκείνο που αποστραγγίζεται από το λάθος – δηλαδή από το ενεργειακό κατάλοιπο της κίνησης – είναι το συμπέρασμα. Το ασταθές παρόν της σκέψης που χρησιμεύει μόνο ως τόπος θεωρητικής κολάσεως (επειδή κολάζει την ακινησία) και σε παρακινεί στο επόμενο βήμα.

Λοιπόν, λάθος είναι ο φόβος του λάθους. Γιατί ο φόβος του λάθους μας κάνει αγάλματα. Και τότε δεν θα έχουμε να δώσουμε τίποτα σ’ αυτόν που μας τείνει χείρα βοηθείας. Δηλαδή δεν θα έχουμε να προσφέρουμε στο συμπέρασμα που θα υπερκεράσει τα καθέκαστα δεδομένα.

Ο φόβος του λάθους συνεπώς, συνιστά απόρριψη. Όχι μόνο του άλλου. Ταυτοχρόνως συνιστά και μουμιοποίηση του εαυτού σου επειδή δεν μπορείς να δεχτείς την οδύνη του άλλου. Αυτό είναι το λάθος: το απορρίπτειν. Την κίνηση. Το λάθος. Τη γνώση. Θέλω να πω, ότι εν τέλει ο φόβος του λάθους είναι απόρριψη προόδου. Είναι το α-σθενές στήθος που αδυνατεί να αρθεί στο ύψος των λαθών του. Γιατί βέβαια τα λάθη είναι αντανάκλαση προσπαθειών. Ανάλογα με την ποιότητα της προσπάθειας είναι και η ποιότητα του λάθους.

Με άλλα λόγια: δεν είναι εύκολο πράγμα το λάθος. Εύκολο είναι το αλάνθαστο για μία και μόνη λεπτομέρεια: επειδή το αλάνθαστο δεν υπάρχει. Δεν υπήρξε ποτέ. Αλάνθαστος είναι μονάχα ο θάνατος. Κι αυτό εξ όσων γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.

Είναι λοιπόν, βαθύ πράγμα το λάθος. Είναι το νεύμα της ύπαρξης προς το άλλο σκοτεινό Εγώ της. Το λάθος είναι η μεθυστική συνθήκη που εκτινάσσει της παραβατική (προς τις καθολικές «θεότητες») σκέψη. Το λάθος πυροβολεί. Κυρίως αυτόν που το κάνει. Το θήραμα διαφεύγει. Το λάθος δηλαδή, οργανώνει το παρηγορητικόν Είναι: την πραγματικότητα.

Δουλειά μας είναι να την ξαναφτιάξουμε. Αλλιώς. Με άλλα λάθη.

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

Πλέον x Πλέον = Επιπλέων (αναδημοσίευση)

από το Φαούδι

Δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος πλέον.

Πλέον συνήθισα στις συνεχόμενες "νέες" τραγωδίες στο Αιγαίο, στις λίστες θυμάτων και στους τραγικούς απολογισμούς. Στις μισοβυθισμένες βάρκες, στις εικόνες ανθρώπων τυλιγμένων σ' αλουμινόχαρτα, στα μπουλούκια των ταλαιπωρημένων που περιφέρονται στους δρόμους της πόλης, στους λόφους παπλωμάτων και πραγμάτων που κάνουν κατάληψη σε σκιερές κι απάγκιες γωνιές. Έτσι είναι πια.

Πλέον συνήθισα τους οικονομικούς όρους ως μονάδα μέτρησης σκοπιμότητας, απόδοσης, χρησιμότητας, αξίας, συμμόρφωσης, αλληλεγγύης, ανάπτυξης, προόδου, δικαίου. Η ίδια μονάδα μετρά τόσα πολλά και διαφορετικά (;) πράγματα. Έτσι είναι πια.

Πλέον συνήθισα τη θεϊκή δοξασία της τύχης. Ή για να είμαι πιο ακριβής, της τύχης ΜΟΥ. "Δόξα τω Θεώ" και "πάλι καλά" να λέω, επειδή γεννήθηκα στις συγκεκριμένες γεωγραφικές συντεταγμένες (και όχι λίγο δεξιότερα ή λίγο πιο κάτω), στους συγκεκριμένους γονείς. Επειδή βρήκα δουλειά, επειδή είμαι καλά και όχι άρρωστη. Έτσι είναι πια.

Πλέον συνήθισα τη γκρίνια. Των άλλων και τη δική μου.

Πλέον συνήθισα την αναγκαιότητα των περιορισμών, το δεδομένο των ελλείψεων στην υγεία, την παιδεία, την ελευθερία, τη χαρά, την ομορφιά, την αισθητική, την τέχνη, το διάλογο, την ελπίδα. Έτσι είναι πια.

Πλέον συνήθισα τις διαδηλώσεις, τα συνθήματα, τις πορείες, τους καπνούς, τους παραταγμένους και τις παρατάξεις, τα αρκτικόλεξα, τα πανό και τις αφίσες.

Πλέον συνήθισα τα ιδεολογικό ασυμβίβαστο της πραγματικότητας. Το διαχωρισμό της πράξης από την πρόθεση, την επιθυμία, τη θέληση. Ένας διαχωρισμός που καθίσταται θεμιτός από την ανάγκη. Έτσι είναι πια.

"Και πάλι καλά!" - να λέω;....

Αυτό είσαι: Θάνατος (αναδημοσίευση)


Στη μνήμη των θυμάτων των 62 πιο πλούσιων ανθρώπων της Γης, εις βάρος των υπολοίπων Ανθρώπων.

Να πλημμυρίζεις τη Γη με ποτάμια αίματος. Να κάνεις την έρημο Γκόμπι να μοιάζει με μικροχώραφο μπροστά στις απέραντες ερήμους των νεκροταφείων (που υποδιαιρούνται άλλοτε σε ατομικούς και συχνότατα σε ομαδικούς τάφους), ως αποτέλεσμα της φρενιασμένης σου λογικής που δεν συμπεραίνει ουδέν άλλο πάρα μονάχα το κέρδος. Να αντιλαμβάνεσαι το κέρδος με ακραίο παραλογισμό μιας ισχύος που οδηγεί στην καταστροφή τον πλανήτη. Να κατασκευάζεις κράτη και να αποσκευάζεις κράτη μαζί με το πολίτευμά τους. Να σκοτώνεις τον πολιτισμό. Να μετατρέπεις το νερό σε δηλητήριο και τον αέρα σε εμπόρευμα. Να κάνεις έναν κόκκο σταριού μεγαλύτερο από όλες τις ηπείρους για έναν άνθρωπο που πεινάει. Να κάνεις μια σταγόνα νερού πιο μεγάλη κι από μια Γη που κρέμεται από τα δάκρυά της. Να κατακαίς όλα τα θεμέλια, ακόμα και τα θεμέλια της απελπισίας. Να στομώνεις – με πνιγμένους – τα κύματα. Να σκοτώνεις εκατομμύρια παιδιά με πείνα, δίψα και αρρώστια. Να μην αποθηκεύεις το θρήνο που προκαλείς γιατί δεν χρειάζεται˙ χρειάζεται μονάχα ο πεταμένος θρήνος μαζί με το κορμί του. Ο ακατάσχετος, ο σπαταλημένος, ο ανεπίστροφος θρήνος μέσα στα νερά της Στυγός που τον καταπίνουν χωρίς καν το σημείωμα ενός άστρου. Να υπαγορεύεις τη ζωή. Να απαγορεύεις στο ανθρώπινο πλάσμα να νιώσει τον εαυτό του. Να οδηγείς τον Έρωτα στο ικρίωμα. Να διορίζεις δήμιους. Να κουβεντιάζεις για την τιμή – και την αξία – του αίματος. Να μην κρίνεσαι. Να είσαι, αλλιώς, πέραν του κακού και του καλού. Να είσαι ανελέητος. Να είσαι αθώος. Να είσαι μακριά, να είσαι ψηλά. Να είναι για σένα τα πάντα άγνωστα: η φιλοσοφία, η ποίηση, τα μαθηματικά, η υψηλή Τέχνη της Φυσικής, τα παγωμένα πόδια, τα απόπληκτα μάτια της τελικής οδύνης, οι σφαγμένες ζωές, ο πνιγμός, ο ρόγχος, μια λέξη που είναι όλες οι λέξεις όταν την λες στο παιδί που πνίγεται, στον εαυτό σου που χάνεται μέσα στην ίδια του τη λέξη, στο Θεό που σκεπάζεται για πάντα από το θάνατο που προκαλείς.

Να είσαι τυφλός, να είσαι κουφός, να είσαι άλαλος. Όχι εσύ. Η ψυχή σου. Να ονομάζεις χρήμα το θάνατο. Να ονομάζεις χρήμα την καταστροφή. Να ονομάζεις χρήμα τα σφαγμένα παιδιά. Να ονομάζεις χρήμα το ανεπίδοτο γάλα που τρέχει από τα βυζιά των σφαγμένων τους μανάδων. Να εμπορεύεσαι αυτό το γάλα. Να το μετατρέπεις χρηματιστηριακά σε μια κτηνώδη ανταλλακτική οικονομία: γάλα σφαγμένο, αντί πετρελαίου. Να εμπορεύεσαι αυτό το δίχως έλεος πετρέλαιο με τους χιλιάδες μισθοφόρους που φορούν κοστούμια παραλλαγής, βομβαρδιστικές γραβάτες F16 (μπορεί και να τις σχεδίασε ο Hugo Boss, ο ίδιος που σχεδίασε και τις στολές των Ες–Ες) και παπούτσια, αχ παπούτσια ερπυστριοφόρα καθως βγαίνουν από τις τράπεζες και τα χρηματιστήρια και λιώνουν τα αγαθά κορμιά σε όλες τις ηπείρους.

Να διατάζεις. Να τρομάζεις. Να εγκλωβίζεις τους κυβερνώντες, να τους φυλακίζεις ισοβίως, να τους εγκιβωτίζεις μέσα σε σκληρότατους αριθμούς που καταπίνουν ο ένας τον άλλον. Να παραποιείς τους χάρτες. Να παραποιείς τη Γη. Να βομβαρδίζεις. Να μισείς. Να κοιμάσαι ήσυχος το μεσημέρι και ακόμη πιο ήσυχος το βράδυ. Να είσαι φιλάνθρωπος. Να πιστεύεις στην αγάπη του Θεού. Να κρύβεσαι μέσα στον Παράδεισο. Να είσαι ο τεράστιος μύθος μιας Κόλασης που παρέχει το συντακτικό (και η θρησκευόμενη γραμματική) ενός ακίνδυνου φόβου. Να τρυπάς το κορμί, να τρυπάς το μυαλό, να βασανίζεις. Να πληρώνεις τους δεσμοφύλακες, να πληρώνεις του δημίους, να πληρώνεις τους παραχαράκτες και τους κεκράκτες της Ιστορίας, να πληρώνεις τους λαφυραγωγούς των πτωμάτων. Να υποχρεώνεις τη μουσική να τρίζει και την ποίηση να ψευδίζει. Να είσαι κληρονόμος και κληροδότης της φρίκης. Να την ανανεώνεις. Να παίζεις με το φασισμό της φρίκης, το φασισμό της ευδίας, το φασισμό της χυδαιότητας, το φασισμό μιας πρωτοπορίας τάχα μου, που πατάει επί πτωμάτων, πλατσουρίζει μέσα στο αίμα των πτωμάτων και θεωρεί ότι αφήνει ίχνη (ταξικής) χορογραφίας προς το μέλλον.

Να νομοθετείς. Να είσαι η Τράπεζα. Να είσαι η Εκκλησία. Να είσαι το Λύκειο. Να είσαι ο απέραντος Ιχθύς που τρέφεται με χώμα. Να είσαι το μυστικό Σύμπαν. Να είσαι ο δήμιος. Να είσαι ο Ιερέας που κοινωνεί το θάνατο. Να είσαι ο θάνατος. Ο νεκρός θάνατος.

Αυτό είσαι.

Π. Καπετανόπουλος: Δικάζεται ένας άνθρωπος που δεν κοίταξε την πάρτη του

 
Για την αστυνομική σκευωρία που στήθηκε ενάντια στον αγωνιστή Πέτρο Καπετανόπουλο δείτε εδώ.

Κι' αν το βασικό μέρος του κατηγορητηρίου -«συνέργεια σε ληστεία»- που κατασκεύασαν οι ασφαλίτες θεωρήθηκε ανυπόστατο, με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ο Πέτρος Καπετανόπουλος ξανακάθεται στο σκαμνί του κατηγορουμένου στις 12 Φλεβάρη με αυτή την φορά να του αποδίδονται τα πλημμελήματα της «αντίστασης κατά της αρχής» και της «ψεδούς ανομοτί κατάθεσης».

Η πρώτη δικαστική νίκη που επιτεύχθηκε με το υπ. αριθμ. 805/2013 βούλευμα που εξέδωσε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, απόρροια και μιας μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής συμπαράστασης, πρέπει να ολοκληρωθεί με το να καταπέσει ολοκληρωτικά η αστυνομική σκευωρία στην προσεχή δίκη.

Το κίνημα αλληλεγγύης στο πρόσωπο του, που συσπειρώνεται στην "Πρωτοβουλία αλληλεγγύης στον Πέτρο Καπετανόπουλο" δίνει για μια ακόμα φορά το παρόν.

Την Κυριακή 7 Φέβάρη διοργανώνει ρεμπέτικο γλέντι στο Αυτόνομο στέκι (Ζ. Πηγής 95-97 & Ισαύρων) για να καλυφθούν τα δικαστικά έξοδα του αγωνιστή που υφίσταται την αστυνομική σκευωρία, ενώ απευθύνει κάλεσμα για συγκέντρωση συμπαράστασης την Παρασκευή 12 Φλεβάρη στις 10:00 το πρωί, στο κτίριο του Μονομελούς Εφετείου Αθήνας, Κυρίλλου Λουκάρεως κ Αλεξάνδρας.

Tα μεσάνυχτα του Σαββάτου της 21ης Ιουλίου 2012, ο Πέτρος Καπετανόπουλος ακούγοντας φωνές πολύ κοντά στο σπίτι του, κατεβαίνει για να δει τι συμβαίνει.
Βρίσκεται μπροστά στην ακόλουθη σκηνή: Αστυνομικοί της ομάδας ΔΙΑΣ ποδοπατούν νεαρό μετανάστη, ο οποίος είχε συλληφθεί νωρίτερα για απόπειρα κλοπής μιας τσάντας όπως ο ίδιος ομολόγησε.

Ο ΠΚ διαμαρτύρεται προς τους αστυνομικούς για τον εξευτελισμό και βασανισμό του μετανάστη. Συλλαμβάνεται και του προσάπτονται τρεις πλημμεληματικές κατηγορίες: «αντίσταση κατά της αρχής», «προσπάθεια ελευθέρωσης κρατουμένου» και «ψευδή ανωμοτί κατάθεση». Ο εισαγγελέας στον οποίο οδηγείται την επόμενη μαζί με τον μετανάστη με την αυτόφωρη διαδικασία προσθέτει και την κακουργηματική κατηγορία της «συνέργειας σε ληστεία».

Αμέσως δημιουργείται ένα πλατύ και πολύμορφο κίνημα αλληλεγγύης στον Πέτρο το οποίο διαδηλώνει το αυταπόδεικτο της αθωότητάς του και το ότι η δίωξή του και το καφκικό σκηνικό στο οποίο τίθεται η ζωή του είναι αποτέλεσμα αστυνομικής και εισαγγελικής αυθαιρεσίας.
 
Η δράση του κινήματος αλληλεγγύης, καθώς και το ανυπόστατο της κατηγορίας, έχουν ως αποτέλεσμα το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών να απαλλάξει τον ΠΚ από την κακουργηματική κατηγορία της «συνέργειας σε ληστεία». Η δίκη για τα πλημμελήματα ορίζεται για τις 12/02/2016.

Για μας η υπόθεση της δίωξης του ΠΚ έχει να κάνει τουλάχιστον με 3 επίπεδα:
Την αστυνομική και δικαστική βία και αυθαιρεσία απέναντι στην κοινωνία,
Τη ρατσιστική βία απέναντι σε μετανάστες και διαφορετικούς, και την προσπάθεια καταστολής, μέσω της ποινικοποίησης, οποιασδήποτε φωνής και πράξης διαμαρτυρίας ενάντια στην καταπάτηση ακόμα και στοιχειωδών δικαιωμάτων.

3,5 χρόνια μετά, πολλά έχουν αλλάξει αλλά και τίποτα δεν άλλαξε:

Για μας που βιώνουμε την κρατική βία, την καταστολή σε κάθε εργατικό και κοινωνικό αγώνα, για μας που γνωρίζουμε τους βασανισμούς και την κακομεταχείριση μεταναστών και όχι μόνο, σε αστυνομικά τμήματα και κέντρα κράτησης, για μας που γνωρίζουμε πώς ποινικοποιείται η αλληλεγγύη στους πρόσφυγες που δολοφονούνται στα νερά του Αιγαίου, για μας που πιστεύουμε ότι η αδιαφορία και ο κοινωνικός κανιβαλισμός είναι αντίθετος με την ανθρωπιά αλλά και τα ταξικά μας συμφέροντα, για μας που το αυτονόητο της πράξης του ΠΚ ταυτίζεται με το αυτονόητο της αθωότητας του, η υπόθεσή του ξεπερνάει τα όρια της προσωπικής περιπέτειας, αφορά όλους όσους αγωνίζονται. Ο αγώνας ενάντια στο φασισμό, στην αυθαιρεσία της εξουσίας, στην καταστολή των συνειδήσεων είναι και δικός μας αγώνας. Είναι ένας πολιτικός και κοινωνικός αγώνας του καθένα μας.

Σας καλούμε την Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου στις 10:00 το πρωί, στο κτίριο του Μονομελούς Εφετείου Αθήνας, Κυρίλλου Λουκάρεως κ Αλεξάνδρας.

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΤΟΝ ΠΕΤΡΟ ΚΑΠΕΤΑΝΟΠΟΥΛΟ

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Η κατάθλιψη των αριθμών (αναδημοσίευση)

Ευγένιος Αρανίτσης


Ανάμεσα σε όλα τα θεάματα που κυριαρχούν στη σφαίρα του μεταμοντέρνου σύμπαντος, κανενός η πραγμάτευση δεν είναι πιο παραπειστική απ' ό,τι αυτή της κατάθλιψης. Όσο πλησιέστερα βρίσκονται οι άνθρωποι στη διαπίστωση πως η κατάθλιψη προσβάλλει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σχεδόν τους πάντες, κάτι που θα τους επέτρεπε να συμπεράνουν την ενοχή του συνολικού τρόπου ζωής της εποχής μας, τόσο πιο απόμακρος και τεχνητός καταλήγει ο χειρισμός των περίφημων «δεδομένων» που την αφορούν: εφόσον, σου λέει, διαγνώστηκες με κατάθλιψη, τι πιο παρήγορο απ' το να υπολογίζεις τον εαυτό σου σαν μια τυχαία μονάδα σ' ένα στατιστικό αποτέλεσμα! Σπεύδοντας κανείς στο ραντεβού με τους αριθμούς, αποφεύγει, παρεμπιπτόντως, και το ενδεχόμενο κάποιας υπερβολικά αγέρωχης δυσπιστίας απέναντι στην πανάκεια των φαρμάκων.

Ως επακόλουθο των παραπάνω, η αυταπάτη σύμφωνα με την οποία αιχμαλωτίζει κανείς τη σημασία του πράγματος, εφόσον συλλάβει τη στατιστική του συμπεριφορά, ποτέ δεν απόλαυσε τόσες τιμές, όσες με την τάχα επιστημονική εμβάθυνση στα στεγανά της συγκεκριμένης παθολογίας: αξιοποιώντας την αρωγή της στατιστικής, η επιστήμη περνάει στην αντεπίθεση, σαρώνοντας, πολύ αμερικανικά, όλες τις υποψίες περί βαθύτερων ιστορικών αιτιών, μαζί με τις ιδέες που εξαρτώνται από ένα τέτοιο σκανδαλώδες βάθος, οπότε εξελίσσεται με τη σειρά της σ' ένα πνευματικό σύμπτωμα της ίδιας εκείνης αρρώστιας στην οποία καλείται να παράσχει τις πρώτες βοήθειες. Δειγματοληπτικά μιλώντας, τέτοιο κρούσμα ήταν το ντοκιμαντέρ με τον πομπώδη τίτλο The Sad People Factory – Κατάθλιψη: H σιωπηλή επιδημία που πρόβαλλε η ΕΡΤ, προϊόν γερμανοϊαπωνικού κυρίως ενδιαφέροντος, όπου η προσοχή εστιάστηκε αποκλειστικά στους δείκτες, στα ποσοστά, στους συσχετισμούς, στις στατιστικές καμπύλες και στα ερωτηματολόγια, εν ολίγοις σε οτιδήποτε εκτός απ' την ουσία του ζητήματος. Για να μη μακρηγορώ, κανείς δεν έδειξε να γνωρίζει πως η κατάθλιψη αποτελούσε σήμερα την αλήθεια μας γιατί, απλούστατα, η αλήθεια ήταν καταθλιπτική.

Έτσι, ο Σεκάρ Σαξένα, διευθυντής του Τμήματος Ψυχικής Υγείας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ο Ούλριχ Χέγκερλ, διευθυντής του ψυχιατρικού τμήματος στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, ο δρ. Ζερόμ Γουέικφιλντ του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, ο δρ. Άλεν Φράνσες, πρόεδρος της ομάδας εργασίας DSM-IV και οι υπόλοιποι διαπρεπείς τιτλούχοι, όλοι υπαινίχθηκαν ή διακήρυξαν ανοιχτά τη βλακώδη πεποίθηση ότι η κατάθλιψη υπήρχε ανέκαθεν, με τη διαφορά ότι, τώρα, είχαν βελτιωθεί θεαματικά τα συστήματα διάγνωσης! Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Στιβς Ντεμαζέ, φιλόσοφος της Φυσικής, ισχυρίστηκε περίπου ότι η κατάθλιψη (δεν υφίσταται αλλά) είναι μόνο μια μεθόδευση, ώστε να νομιμοποιείται κανείς να ομολογεί ότι αισθάνεται θλίψη! Πάντως, το γιατί να είναι, αίφνης, απελπιστικά κατηφείς 400 εκατομμύρια πολίτες στις λεγόμενες προηγμένες δυτικές χώρες δεν φαίνεται να προβληματίζει τον σοφό καθηγητή.

Για να το πούμε χωρίς περιστροφές, εκείνο που σταθερά αποσιωπάται εδώ είναι ότι, προφανώς, κάτι τόσο δυσοίωνο όσο το «σύνδρομο της στάχτης», όπως ονόμασαν την έλλειψη ζωτικότητας που προσβάλλει τα μεσαία και ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων στις ΗΠΑ, ισοδυναμεί με τα σήματα της θανατηφόρου αδιαφορίας και εξάντλησης που στέλνει επίμονα η κοινωνία στον εαυτό της, ειδοποιώντας για την κατάρρευση των φυσικών και πολιτισμικών αντιστάσεων στην αλλοτρίωση και στη διαρκή αιμορραγία του νοήματος απ' τα πράγματα. 
Καταθλιπτικοί είμαστε λίγο-πολύ όλοι, με την έννοια ότι πάψαμε να αντιδρούμε σ' αυτό που συμβαίνει γύρω μας, και με το οποίο έχουμε πια αμετακλήτως εξοικειωθεί, συνθηκολογώντας με τις τρομώδεις αλήθειες και απογοητεύσεις του καταναλωτικού μηδενισμού και των προσποιήσεων που απλώνονται σαν ένας μόνιμος ίσκιος πάνω απ' τις φωτεινές σημασίες της ανθρώπινης περιπέτειας, σημασίες όπως ήταν η αγάπη, ο έρωτας, η ευσπλαχνία, η πρωτοτυπία ή ο λυρισμός.

Διότι αυτό για το οποίο δεν μιλούν οι στατιστικές είναι όλες εκείνες οι λησμονημένες δυνατότητες, κάτω απ' τον αστερισμό των οποίων είχαμε κάποτε αγαπήσει τη θλίψη μας, την τρυφερή, ευαίσθητη, πνευματώδη και μυστικοπαθή θλίψη, τη θλίψη που νιώθαμε ενστικτωδώς στη διαπίστωση ότι ο χαρακτήρας των προσώπων και των καταστάσεων που συναντούσαμε στη ζωή μας ήταν πάντοτε αποχαιρετιστήριος – με δυο λόγια, τη σχεδόν απόκοσμη θλίψη των δειλινών του καλοκαιριού, αυτήν που εναντιωνόταν στην κατάθλιψη και που ακόμη σήμερα την περιμένουμε να επιστρέψει από τους θρύλους της παιδικής μας ηλικίας και να μεταμορφωθεί σε δίδαγμα.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Σέζαρ Βαγιέχο: Μάζες

Στο τέλος της μάχης,
ο στρατιώτης νεκρός, τον πλησίασε ένας
και τον ικέτευσε 
«Αχ, μην πεθάνεις σ’ αγαπώ τόσο!»
Αλλά, φευ, το πτώμα παρέμεινε νεκρό.


Άλλοι δυο τον πλησίασαν και πάλι τον ικέτευσαν:
«Μη μας εγκαταλείπεις! Θάρρος! Γύρισε στην ζωή!
Αλλά, φευ, το πτώμα παρέμεινε νεκρό.

Τότε τον πλησίασαν είκοσι, εκατό, χίλιοι, πεντακόσιες χιλιάδες,
όλοι μαζί να φωνάζουν: 
«Τόση αγάπη, και να μην έχεις εξουσία πάνω στον θάνατο!»
Αλλά, φευ, το πτώμα παρέμεινε νεκρό.

Μετά εκατομμύρια μαζεύτηκαν γύρω του,
όλοι μαζί να φωνάζουν: «Αδελφέ, σε παρακαλούμε, μείνε!»
Αλλά, φευ, το πτώμα παρέμεινε νεκρό.

Τότε όλοι οι άνθρωποι στη γη
τον πλησίασαν και τ’ ανοιχτά του μάτια γέμισαν δάκρυα:
σηκώθηκε αργά-αργά,
φίλησε τον πρώτο, και περπάτησε…
Σέζαρ Βαγιέχο: Μάζες

Η γραφή είναι να ουρλιάζεις βουβά (αναδημοσίευση)

Γιώργος X. Παπασωτηρίου

«Έριν, Έριν, ξεχασιάρα, πορνεύτηκες ξεδιάντροπη μπρος στα μάτια μου και με κατάντησες εμένα και τα λόγια μου μπαίγνιο μες στα παζάρια μ’ έκανες εμένα, τον κύριό σου, δούλο των δούλων και ρεντίκολο στο γιουσουρούμ... ξεφτίλα των σκυλιών... Ω, γύρνα, γύρνα πίσω Έριν, Μίλυ, μη, μη με λησμόνει μη, γυναίκα της Μίλητος. Μπρος στα μάτια μου γιατί, π’ ανάθεμα, πήγες μ’ εκείνον τον έμπορα της Αλόης; και μες στην άγρια νύχτα μ’ απαρνήθηκες μπρος σε Ινδούς και Ρωμαίους... Γιατί με πότισες φαρμακωμένο γάλα; ». Αυτό το κείμενο από τον Οδυσσέα του Τζαίημς Τζόυς επιβεβαιώνει τη διαπίστωση του Ρ. Μπαρτ ότι η λέξη αποτελείται από μια λεπτή χημική ουσία που προκαλεί τις πιο βίαιες αλλοιώσεις. Τις ίδιες «χημικές αντιδράσεις» προκαλεί και το κείμενο του Φουέντες: «…σταμάτησε το χρόνο, δώσε μου ένα μέλλον δώσε μου ένα δάκρυ, Τσιμπομπό, πιάσε το χάμογελό μου, κυνήγησε το πνεύμα μου... Σπάσε το ρυθμό και πίστεψέ με, ένωσε τα πνευμόνια μου, γέμισε τα φράγματα με χώμα και λουλούδια, μη με πουλάς για το φεγγάρι…».
Αλλά τι είναι η λογοτεχνία;
«Ο μόνος τρόπος για να υποφέρεις την ύπαρξη είναι να τη χάνεις μες στη λογοτεχνία όπως μέσα σ’ ένα συνεχές όργιο». Αυτή τη ρήση του Φλωμπέρ χρησιμοποιεί ο Μάριο Βάργκας Γιόσα για να αποδώσει την υπαρξιακή σχέση του με τη λογοτεχνία.

Για τον Κάφκα «Γράφω σημαίνει ανοίγω τον εαυτό μου σε υπέρτατο βαθμό... Γι’ αυτό δεν μπορείς ποτέ να είσαι αρκετά μονάχος όταν γράφεις...».
Η ηρωίδα του Παύλου Μάτεση, η Μυρτάλη, δραπετεύει σε μια άλλη πραγματικότητα, αυτή του φαντασιακού και της «ανύπαρκτης ύπαρξης» που είναι το ίδιο και περισσότερο υπαρκτή από τις «υπαρκτές υπάρξεις». Μόνο εκεί απαλλάσσεται κανείς από τα προβλήματα της ζωής και του θανάτου, μόνο εκεί μπορεί να περιδιαβαίνει στον «άπειρο χρόνο». «Η φαντασία είναι το υποκείμενο τονούμενο» λέει ο Γκαστόν Μπασελάρ. Η λογοτεχνία είναι μία καταφυγή στο φαντασιακό, λοιπόν, και η μέσω αυτού ανασύσταση του κόσμου και του Εγώ. Αυτός ο κόσμος προβάλλεται προς τα έξω, «εκδίδεται» και ισορροπεί τη φαντασιακή εμπειρία του συγγραφέα όταν γίνεται αποδεκτός, ή τον «τρελαίνει» όταν απορρίπτεται από την εκάστοτε «πραγματικότητα». 
Στην πρώτη περίπτωση, η επινόηση μιας αποδεκτής ταυτότητας –δηλαδή η «επιτυχία»- παύει την ανάγκη συνέχισης της γραφής: «Νόμιζα ότι ήθελα να γίνω ποιητής αλλά κατά βάθος ήθελα να γίνω ποίημα» λέει κάποιος. Για τον Τζων Κιτς ένας ποιητής σταματάει να γράφει, όταν αποκτήσει Εγώ, διότι ο ποιητής είναι ένα χαμαιλέοντας, «είναι τα πάντα και δεν είναι τίποτα: δεν έχει χαρακτήρα, απολαμβάνει το φως και τη σκιά...». Στη δεύτερη περίπτωση, όμως, όταν ο ιδεατός κόσμος του συγγραφέα δεν βρίσκει στοιχεία ανταπόκρισης, τότε η πραγματικότητα και το φαντασιακό συγχέονται, δημιουργώντας μια άλλη φυγή, αυτή του παραληρηματικού λόγου, που είναι ο λόγος όσων δεν αναγνωρίζονται από τους άλλους.

Η γραφή, εν τούτοις, παρέχει έναν τόπο για τη μεταβίβαση του συναισθήματος, μια δυνατότητα για τη μεταβολή της καταθλιπτικής εμπειρίας σε νέα σημεία και σε νέες ελπίδες. Αυτή η ιαματική ψυχοκάθαρση, όμως, έχει ως τίμημα την επένδυση στον κόσμο του τεχνήματος και του συμβόλου. Ο συγγραφέας ανακαλύπτει εκεί τον ατομικό ουτόπο του, τον παράδεισό του και πλέον «ζει για να γράφει». Όλα γύρω του, κάθε τι που υπάρχει στον πραγματικό κόσμο, γίνονται τα αντικείμενα-πηγές της έμπνευσης και του έργου του, δηλαδή του προσωπικού, συμβολικού του κόσμου. Η γραφή στην περίπτωση αυτή, ως μετουσίωση του συναισθήματος σε έργο και του θυμικού σε αισθητική εμπειρία, δεν αρκεί για να δώσει την αποφασιστική λύση. Τα σημεία των νέων ελπίδων και πάλι είναι αχάριστα. 
Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα δημιουργείται από την προϊούσα πνευματικοποίηση (τη διανοητικοποίηση σύμφωνα με τον Σέλλερ). Κάποτε η φαντασία ήταν άρρικτα συνδεδεμένη με την πραγματικότητα, όπως και το πνεύμα με το σώμα. Η διχοστασία τους και η συμβολικοποίηση της πρόσληψης του υπαρκτού κόσμου και των ανθρώπων, ως αντικειμένων νέων μυθιστορημάτων-κόσμων, οδηγεί στην εκτράχυνση των αισθήσεων, στην αναισθητοποίησή τους με συνέπεια η χαρά να γίνει εγκεφαλική, τα ίδια τα όργανα των αισθήσεων να γίνονται άτονα κι αδύναμα, ενώ το συμβολικό καταλαμβάνει όλο και περισσότερο τη θέση του υπαρκτού. Αυτή η οδός οδηγεί στη μεγαλομανία και ίσως τη μανιοκατάθλιψη. Διότι χάνονται τόσο οι πηγές του πραγματικού κόσμου όσο και τα μέσα-τρόποι απόλαυσης του φανταστικού κόσμου της λογοτεχνίας. Η ελπίδα γίνεται απελπισία, η ευφωνία αφωνία, το νόημα αποκτά τη ματαιότητά του και όλα γίνονται μονότονα. Γι’ αυτό, ακριβώς, ο Αρθούρος Ρεμπό σταμάτησε να γράφει κι έγινε έμπορος όπλων: «Προσπάθησα ν’ ανακαλύψω νέα άνθη, νέα άστρα, νέα σάρκα, νέες γλώσσες. Πίστεψα πως αποχτούσα υπερφυσικές δυνάμεις. Ε! Καλά! Πρέπει να θάψω τη φαντασία και τις θύμισές μου. Πάει περίπατο η ωραία δόξα του καλλιτέχνη και του λογοπλόκου». 
Είναι η στιγμή που ο Φρ. Κάφκα υπαινίσσεται ότι η λογοτεχνική ύλη είναι επί της ουσίας ανέφικτη, ο Αντρέ Ζιντ δημιουργεί έναν μυθιστορηματικό ήρωα που θέλει να συγγράψει αλλά αυτό δεν συμβαίνει ποτέ (Τέλματα) και ο Βαλερί μέσω του alter ego του, του κυρίου Τεστ, αρνείται τη γραφή και πετάει τη βιβλιοθήκη του από το παράθυρο. Η ίδια η λογοτεχνία γίνεται μάταιη και ο μόνος τρόπος σωτηρίας γίνεται η εκτέλεσή της –εξ ού και η αναγγελία του θανάτου της από αυτούς που την έχουν θανατώσει προ πολλού. 
Ένας άλλος τρόπος δολοφονίας της λογοτεχνίας είναι η καταφυγή στην εκχυδαϊσμένη και αγοραία έκφανσή της.
Σήμερα, βρισκόμαστε υπό την πλήρη κυριαρχία της «λογοτεχνίας του στομαχιού», της αναλώσιμης λογοτεχνίας, της αμμώδους και της γαργαλιστικά γαλακτώδους λογοτεχνίας τύπου «βίπερ Νόρα». Η τρομοκρατία της «λογοτεχνικής μόδας», όπως στην περίπτωση της «απάτης» του Nouveau Roman αλλά και της αγοράς όπου λογοτεχνία είναι ότι πουλάει εδώ και τώρα, είναι τρομερή. Δεν υπάρχει χώρος για τη διατύπωση διερωτήσεων. Γι’ αυτό, να γράφει κανείς, σήμερα, πέρα από την πεπατημένη σημαίνει «να ουρλιάζει βουβά», όπως έλεγε η Μ. Ντυράς.

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Η συμφιλίωση με τη φύση και τη φύση μας (αναδημοσίευση)



Κοιτάζω τα μάτια της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ και ερωτεύομαι το βλέμμα της, αυτή την αδιόρατη μελαγχολία της ομορφιάς. Κοιτάζω ένα εξώφυλλο (Μια ευλαβική ανάμνηση-Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ εξομολογείται στην Εύα Νικολαΐδου, εκδ. Ελληνικά Γράμματα). 

Σκέφτομαι ότι η ομορφιά δεν μπορεί να είναι μία αφαίρεση. Παύουμε να βλέπουμε την ομορφιά όταν αυτή γίνεται αφαίρεση. Αλλά τι είναι η αφαίρεση εν προκειμένω; Η απόσταση του ανθρώπου από τη φύση και τη φύση του. Αυτή η διχοστασία που κάνει την ανθρώπινη ψυχή πεδίο μάχης της φύσης, της φύσης μας και της άρνησής της. Βγήκαμε από τη φύση και βαλθήκαμε να την κυριεύσουμε. Στήσαμε τον εαυτό μας (τη φύση μας) απέναντι και επιχειρούμε να τον καταλάβουμε (να τον εννοήσουμε και να τον κυριεύσουμε). 

Αυτή η προσπάθεια έχει ενδυθεί το πρόσχημα του νοήματος της ζωής. Λες κι αν δεν κατακυριεύσουμε τον σιωπηλό (ενδεχομένως ζωώδη και φυσικό) εαυτό μας, θα ζούμε χωρίς νόημα και νήμα. Λες και το γεγονός ότι ζούμε δεν είναι ένα θαύμα έμπλεο αυτοτελούς νοήματος. Αυτά σκεφτόμουν καθώς «άκουγα» τη Γιουρσενάρ να λέει: «Θα πεθάνω… Δεν παραπονιέμαι για το πεπρωμένο αυτό που μοιράζομαι με τα λουλούδια, τα έντομα και τα’ αστέρια… Δεν παραπονιέμαι που τα πράγματα, τα όντα, οι καρδιές είναι όλα φθαρτά, αφού ένα μέρος της ομορφιάς ανήκει σ’ αυτή τη δυστυχία…». 

Θυμήθηκα τη γιαγιά μου την Αγγελική, που μου έδειχνε τα λουλούδια, λέγοντας «Δεν στενοχωριέμαι που θα φύγω. Λυπάμαι μόνο που δεν θα ξαναδώ αυτή την ομορφιά». Η γιαγιά μου ήταν αγράμματη αλλά είχε βγάλει το ίδιο συμπέρασμα με τη Γιουρσενάρ. Αλλά αφού τα πράγματα είναι τόσο απλά, τόσο φυσικά, γιατί τόση οδύνη, τόσος φόβος, τόση τρέλα; Τι είναι η τρέλα; Αναζητώ την απάντηση στην «Ιστορία της τρέλας στην κλασική εποχή» του Μισέλ Φουκώ (εκδόσεις Καλέντη). Η προσέγγιση του Φουκώ έχει ως αφετηρία την άποψη του Λακάν σύμφωνα με την οποία η τρέλα, «το παραλήρημα κάτι θέλει να πει». 

Τι όμως; Είναι η απελευθέρωση του έγκλειστου, του ζωώδους, που έχουμε απωθήσει, μέσω της γλώσσας; Είναι μία απάτη, ένα ξεγέλασμα του φύλακα, που είναι η ηθική του εκάστοτε πολιτισμού; Είναι η κλαγγή των όπλων αυτής της κολοσσιαίας εμφύλιας σύγκρουσης μεταξύ της ψυχής και του σώματος; Διαβάζω τις 733 σελίδες του κλασικού πια έργου του Φουκώ και καταλήγω ότι μπορεί κανείς να αντιστοιχίσει τα επικρατούντα είδη τρέλας στους ανθρώπους με την κρατούσα τρέλα του πολιτισμού μιας εποχής. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι η κυρίαρχη μορφή «τρέλας» σήμερα είναι η μανιοκατάθλιψη (διπολική διαταραχή ή όπως αλλιώς τη λένε) που αντιστοιχεί στην τρέλα του σημερινού πολιτισμού, που είναι ο «μανιακός καπιταλισμός», αυτό το «συμφέρον» των επιθυμιών που μας αλλοτριώνει. 

Αλλά όπως προείπαμε η βάση της «τρέλας» είναι η απόσπαση του ανθρώπου από τη φύση και τη φύση του. Να τι έγραφε ο άγνωστός μας στην Ελλάδα Κώστας Παπαϊωάννου (στο θαυμάσιο αφιέρωμα της Νέας Εστίας): «Από την Αναγέννηση και μετά, δεν μπορούμε πια να σκεφτούμε το σύμπαν ως ένα δομημένο και συνεκτικό όλον». Και συνεχίζει ο Παπαϊωάννου, λέγοντας πως «ο κόσμος των πραγμάτων και ο κόσμος του πνεύματος εμφανίζονται ως οι δύο πόλοι μιας πραγματικότητας… Το είναι της φύσης αποτελεί στο εξής αντικείμενο παράστασης, επιστημονικής γνώσης και τεχνικής εκμετάλλευσης. Το είναι του ανθρώπου τίθεται ως υποκείμενο απέναντι στον κόσμο ο οποίος γίνεται πλέον αντιληπτός ως ένα σύστημα αντικειμένων ουσιαστικά ξένο προς τον άνθρωπο, ‘’βουβό’’ σε ό,τι αφορά τον ύστατο προορισμό του. Μέχρι τότε… 

Η ύπαρξη μπορεί να συγκλονιζόταν από βαθύτατους φόβους, αλλά δεν ήταν προβληματική: ο άνθρωπος αναγνώριζε τη φυσική του θέση μέσα στην αμετακίνητη και αδιαμφισβήτητη ιεραρχία των όντων και των πραγμάτων». Ο άνθρωπος πλέον τίθεται πέρα και πάνω (ως επιθυμία) από τη φύση και σε λίγο και από τη φύση του (κλωνοποίηση, ρομποτ με συνείδηση κ.ά.). Η ανθρώπινη ιστορία στο εξής θα είναι μια ιστορία των επιθυμούμενων επιθυμιών, μια ιστορία κατάκτησης της φύσης (μέσω της επινόησης της «προόδου») και της επιθυμίας των άλλων. Η διάκριση των πραγμάτων και του πνεύματος, των δύο πόλων της πραγματικότητας, του υποκειμένου που είναι ο άνθρωπος και του αντικειμένου που είναι όλα τα άλλα καθώς επίσης και ο υφιστάμενος την κατάκτηση άνθρωπος, ο άνθρωπος ως άλλος, ως ξένος μέσα στον ίδιο μας τον εαυτό (Τζούλια Κρίστεβα). 

Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγαλύτεροι ρατσιστές είναι οι παλιοί μετανάστες, καθώς οι νέοι μετανάστες είναι αγχογόνα αντικείμενα, καθώς θυμίζουν στους «παλιούς» τον εαυτό τους. Μισούμε λοιπόν μέσω των άλλων τον ίδιο τον εαυτό μας. Γι’ αυτό ο ρατσισμός δεν είναι παρά μία εξωτερικευμένη, επιθετική «τρέλα». Αλλά η μεγάλη τραγωδία είναι πάντα η εσωτερική, η εμφύλια τραγωδία των σκεπτόμενων (όχι μόνο των διανοούμενων), αυτών που παίρνουν το ρίσκο να παίξουν το παιγνίδι του λόγου και της υποκειμενικής, της συνειδητής «τρέλας» (τύπου Δον Κιχώτη), διακινδυνεύοντας το πέρασμα στην απέναντι όχθη (τρέλα) είτε από τη σαγήνη της πρωτόγνωρης ελευθερίας είτε από ενοχή, όταν συναντώνται στιγμιαία η μέγιστη ενοχή με τη μέγιστη αθωότητα. 

Γι’ αυτό ο Φουκώ επαναπροτείνει τη συμφιλίωση με τη φύση και τη φύση μας, προτείνει την αντικατάσταση όλων των πίστεων με την πίστη στη φύση σύμφωνα με την οποία «Δεν θα γνωρίζεις τίποτε αν δεν έχεις γνωρίσει τα πάντα, και αν είσαι τόσο άτολμος που κομπιάζεις με τη φύση, αυτή θα σου ξεφύγει για πάντα». Όμως, ο Φουκώ δεν περιορίζεται στην απλή, την ειρηνική συμφιλίωση με τη φύση, όπως η Γιουρσενάρ, αλλά θεωρεί ότι τίποτα, καμία επιθυμία «δεν είναι παρά φύσιν» ούτε καν ο φόνος!, αφού ακόμη και αυτή την φονική επιθυμία «την έχει βάλει στον άνθρωπο η ίδια η φύση». Από εδώ θα προκύψει ο τρελός δολοφόνος στο «Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους», αυτό το τρομερό βλέμμα, που είναι η τρέλα κάτω από το προσωπείο, μια τρέλα που δαγκώνει πρόσωπα, που ροκανίζει καρδιές, ένα φοβερό βλέμμα προσηλωμένο στο τίποτα, μία τρέλα που καταργεί και τον άνθρωπο και τον κόσμο. 

Αν αυτός ο «τρελός» αντιστοιχεί στον πολιτισμό του θανάτου (Ρίφκιν), τότε είναι μία αλληγορία για την αυτονομημένη, δυτική στρατιωτική μηχανή που λειτουργώντας ανεξέλεγκτα μπορεί να σημάνει την κατάργηση των ανθρώπων, των πολιτισμών, του κόσμου. Ε, λοιπόν, δεν μπορούμε να δεχθούμε τη νιτσεϊκή, ή καλύτερα τη χομπσιανή «συμφιλίωση με τη φύση» του Φουκώ, αλλά την τρυφερή, την ερωτική συμφιλίωση της Γιουρσενάρ και γιατί όχι της γιαγιάς μου της Αγγελικής.