του Σπύρου Μαρκέτου
Νυρεμβέργη
Εμπειρία, θεωρία και στρατηγική της νίκης
Τρεις μήνες αφότου αποκαλύφθηκε, στις εκλογές του Μαίου, η κλιμάκωση της φασιστικής απειλής, κι ενώ η ακροδεξιά χούντα που μας κυβερνά τροφοδοτεί συστηματικά τον ρατσισμό για να φορτώσει στους μετανάστες τα κρίματα των τραπεζιτών, εμφανίζονται σοβαρές ενδείξεις ότι η κοινωνία αφυπνίζεται. Δεν είναι περίεργο ότι έρχονται από τη βάση μάλλον παρά από την κορυφή.
Οι διεργασίες φαίνεται να έχουν προχωρήσει ιδίως σε μέρη όπου σχηματίστηκαν Αντιφασιστικά Μέτωπα, όπως η Καβάλα, το Ρέθυμνο και η Κορινθία. Αν τις δούμε σε ιστορική προοπτική θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε προσπάθειες να φτιαχτούν τοπικά ‘ενιαία μέτωπα’, σε αντιδιαστολή προς τα ευρύτερα ‘λαϊκά μέτωπα’, τα οποία περιλαμβάνουν και μη αριστερές δυνάμεις, και γι’ αυτόν το λόγο συχνά ανακόπτουν τις ριζοσπαστικές διαθέσεις της βάσης.
Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι τα ενιαία μέτωπα αποτελούν απαραίτητο στοιχείο της στρατηγικής με την οποία αντιμετωπίζεται ο φασισμός, και μάλιστα ότι χρειάζεται ακόμη ευρύτερη μαζική κινητοποίηση ενάντια στη μαζική κινητοποίηση που επιδιώκουν οι ναζί, των απόκληρων, αλλά σε αντιδραστική βάση. Θα διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο να φτιαχτούν σε κάθε πλατεία και γειτονιά, μέσα στο άγριο φθινόπωρο που μας έρχεται, λαϊκές κουζίνες, τις οποίες ως τώρα κυρίως οι αναρχικοί οργανώνουν, λαϊκά ιατρεία και ομάδες νομικής συνδρομής. Αλλά όλα αυτά δεν αρκούν, χρειάζεται οπωσδήποτε και η δημιουργία αντιφασιστικών ομάδων βάσης, οι οποίες θα ματαιώσουν το σχέδιο των μαχαιροβγαλτών να κερδίσουν το δρόμο. Και τέτοιες ομάδες δεν μπορούν να δημιουργηθούν παρά μόνο με τη συνεργασία όλων των τάσεων που δραστηριοποιούνται στον αντιφασιστικό αγώνα. Ο δρόμος θέλει συντονισμένη δράση, όχι ιδεολογική καθαρότητα.
Απαιτείται πρώτα πρώτα λοιπόν οι ήδη οργανωμένες αντιφασιστικές δυνάμεις να συνεννοηθούν χωρίς χρονοτριβή για συντονισμό της δράσης σε τοπικό όσο και κεντρικό επίπεδο. Προφανώς υπάρχουν διαφορές απόψεων ή και στρατηγικής, αλλά πιο σημαντικά είναι τα πάμπολλά σημεία επαφής, και η κοινή ανάγκη είναι πλέον επιτακτική. Είναι απαραίτητο σε όλα τα μέρη οι δυνάμεις του αντιφασισμού να συνεργαστούν στο πλαίσιο των τοπικών κινήσεων, και να μη μένουν διάσπαρτες. Και επίσης είναι αυτονόητο ότι, για παράδειγμα, στις συγκεντρώσεις της Κίνησης Ενωμένοι Ενάντια στον Ρατσισμό και τη Φασιστική Απειλή πρέπει πάντοτε να καλείται να μιλήσει κόσμος από την Κίνηση Απελάστε τον Ρατσισμό, και το αντίστροφο.
Αυτό που προέχει όμως είναι να συνεννοηθούν οι ηγεσίες αυτών των κινήσεων με αντιφασίστες από τον αναρχικό χώρο και την υπόλοιπη αριστερά, ώστε να φτιαχτεί εγκαίρως ένα ενιαίο μέτωπο, ικανό ν’ ανταποκριθεί στις σημερινές προκλήσεις. Δικαιολογίες του τύπου "Οι μεν είναι στην Ανταρύα, οι δε στον Σύριζα, και οι άλλοι αναρχικοί", ή "τον αντιφασιστικό συντονισμό πρέπει να τον δούμε συγκεκριμένα την κάθε φορά", δείχνουν ελλειπέστατη κατανόηση των προβλημάτων. Ελπίζω ότι οι ηγεσίες των αντιφασιστικών κινήσεων δεν θα δώσουν και άλλο χρόνο απρόσκοπτης οργάνωσης στους κασιδιάρηδες και στο κράτος. Πρέπει να πρυτανεύσει επιτέλους η λογική της κοινής κινητοποίησης και νίκης, και όχι του "φυλάω το μαγαζάκι μου", που είδαμε σε ποιά χάλια οδήγησε το ΚΚΕ. Εδώ διδάσκει μάλιστα και η εμπειρία κινημάτων άλλων χωρών, ιδίως εκείνων που κατόρθωσαν πράγματι να νικήσουν τους φασίστες.
Η Βρετανία του 1970-1980, όπου το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ο θατσερισμός προκάλεσαν κοινωνική και πολιτική πόλωση, μας δίνει ένα τέτοιο παράδειγμα. Το ναζιστικό Εθνικό Μέτωπο (National Front) είχε πρακτικές, δυνάμεις και επιρροή ανάλογες της σημερινής Χρυσής Αυγής, και τροφοδοτούνταν από μια πολύ ευρύτερη δεξαμενή της ρατσιστικής ακροδεξιάς που είχαν στήσει ηγετικά στελέχη των Συντηρητικών, όπως ο Ήνοχ Πάουελ. Το συνέτριψε όμως η Αντιναζιστική Συμμαχία (Anti-Nazi League, ANL), μια μετωπική οργάνωση της αριστεράς, φτιαγμένη με πρωτοβουλία του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (Socialist Workers Party, SWP), η οποία έκανε εξαιρετική δουλειά στα γήπεδα, στους δρόμους και στη νεολαία και οργάνωσε κινήματα που άφησαν τη σφραγίδα τους στην εποχή, όπως το Rock Against Racism. Eύλογα υποστηρίζεται ότι χωρίς την ANL η Βρετανία θα είχε τον δικό της Λεπέν πολύ πριν τη Γαλλία.
Η Αντιφασιστική Δράση (Anti-Fascist Action, AFA) συνέχισε τη δεκαετία του 1980 το έργο της ANL. Οργάνωνε στους δρόμους επιχειρήσεις με στρατιωτική πειθαρχία, αλλά καθοδηγούνταν από μια ανοιχτή κεντρική επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν πολλές ομάδες της αριστεράς και των αναρχικών. Στους αγώνες της εστιάζει το εκπληκτικό Τσακίζοντας τους φασίστες,του Σην Μπέρτσαλ (Sean Birchall, Beating theFascists. The Untold Story of Anti-Fascist Action, Freedom Press, Λονδίνο 2010), γραμμένο από αναρχική σκοπιά. Αξίζει να διαβαστεί, δίπλα σε μερικά άλλα βιβλία τα οποία δίνουν μια σύγχρονη κατανόηση του τι είναι ο φασισμός και πώς νικιέται.
Ευτυχώς έχει μεταφραστεί στη γλώσσα μας μια ωραία μελέτη που συμπυκνώνει την εμπειρία της πρώτης φάσης του μεταπολεμικού αντιφασιστικού κινήματος στη Βρετανία, το Ποτέ ξανά, του ιστορικού Κόλιν Σπαρκς (Colin Sparks, Ποτέ ξανά, Κίνηση Απελάστε τον Ρατσισμό, Αθήνα 2011 [1980]). Ο Σπαρκς ήταν δραστήριο μέλος της AΝL, όπως άλλωστε και ο Ντέηβ Ρέντον, ένας άλλος πολύ καλός ιστορικός, του οποίου η μελέτη Όταν αγγίξαμε τον ουρανό: Η Αντιναζιστική Συμμαχία 1977-1981 επείγει να μεταφραστεί (David Renton, When We Touched the Sky: The Anti-Nazi League 1977-1981, New Clarion Press, Cheltenham 2006). Και φυσικά, ο κόσμος που ενδιαφέρεται ν’ αποκτήσει μια πιο θεωρητική και συνολική κατανόηση του φασισμού διαβάζει πρώτα πρώτα το συνθετικό έργο του μεγάλου ιστορικού Ρόμπερτ Πάξτον (Robert Paxton Η ανατομία του φασισμού, Κέδρος, Αθήνα 2006), δυστυχώς είναι εξαντλημένο, αλλά βρίσκεται σχετικά εύκολα σε μορφή .pdf στο διαδίκτυο.
Οι τρεις πυλώνες του αντιφασισμού
Το σύντομο και καλογραμμένο βιβλίο του Σπαρκς αναλύει εύληπτα και παραστατικά τέσσερεις μάχες της αριστεράς ενάντια στον φασισμό. Δύο που χάσαμε (Γερμανία και Ισπανία στη δεκαετία του 1930) και δύο που κερδίσαμε (Βρετανία στις δεκαετίες του 1930 και του 1970-1980). Εξετάζει στρατηγικές και προτείνει τακτικές. Ένα σημαντικό του πόρισμα είναι ότι η πάλη ενάντια στον φασισμό στηρίζεται σε τρεις πυλώνες, που πρέπει και οι τρεις να προσεχτούν εξίσου. Δεν μπορείς να παραμελήσεις κανέναν τους.
Ο πρώτος πυλώνας είναι η αντίκρουση της συνθηματολογίας των φασιστών. Η μάχη για το νού και την καρδιά του λαού, ο οποίος σε καιρούς κρίσης αποξενώνεται από το σύστημα, αλλά δεν στρέφεται αυτόματα στην αριστερά. Ο δεύτερος πυλώνας είναι η μαζική κινητοποίηση: στη μάχη ενάντια στη Χρυσή Αυγή πρέπει να κινητοποιηθούν όλοι οι διαθέσιμοι μαζικοί φορείς, από τα συνδικάτα και την τοπική αυτοδιοίκηση ως τους επιστημονικούς συλλόγους και τους συλλόγους γονέων και κηδεμόνων. Και ο τρίτος απαραίτητος πυλώνας είναι ο έλεγχος των δρόμων. Δεν υπάρχει ούτε ένα ιστορικό παράδειγμα στο οποίο να νίκησε η αριστερά τον φασισμό δίχως να οργανωθεί για να κατακτήσει, ενάντια σε φασίστες και δυνάμεις καταστολής, τον δημόσιο χώρο. Οι ναζί πρέπει να διωχτούν από τους δρόμους, και αυτό δεν γίνεται με προσευχές, αλλά με μάχιμη οργάνωση. Όλοι εκείνοι που φαντάζονται πως ο φασισμός αντιμετωπίζεται με εκδηλώσεις πολιτισμικού σνομπισμού ή με κηρύγματα περί μη βίας, ας θυμηθούν πόσο πολύ βοήθησαν παλαιότερα οι αντιλήψεις τους την άνοδο του Χίτλερ και του Μουσσολίνι, και πόσο καθοριστικά συνέβαλαν δυστυχώς στο ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Ιδανικός εκφραστής τους ήταν ο Τσάμπερλαιν, ο ανόητος βρετανός πρωθυπουργός που προώθησε την πολιτική του "κατευνασμού".
Δυστυχώς έχουμε και ανάμεσά μας πολλούς Τσάμπερλαιν. Ως πρόσφατα η αριστερά, με κύρια εξαίρεση την ΚΕΕΡΦΑ, εγκατέλειπε τους αναρχικούς μόνους τους στη μάχη των δρόμων. Οι ηγεσίες του Συνασπισμού και του ΚΚΕ εθελοτυφλούσαν μπροστά στο πρόβλημα του φασισμού, και δυστυχώς άφησαν, παρ’ όλες τις επίμονες εκκλήσεις μας, το φίδι να εκκολαφθεί στον Άγιο Παντελεήμονα και τώρα πια να σέρνεται σ’ όλη την Ελλάδα. Η τύφλωσή τους οφειλόταν εν μέρει στο ανεπαρκές θεωρητικό τους υπόβαθρο. Ως πρόσφατα δεν είχαν καμιά εποπτεία της κρίσης του ύστερου καπιταλισμού, πόσο μάλλον του φασισμού. Είχανε μείνει στον Πουλαντζά οι μεν, στον Δημητρώφ οι δε. Εν μέρει όμως οφειλόταν και στον πάγιο φόβο τους για τη μαζική κινητοποίηση, στην οποία ποτέ δεν πρωτοστάτησαν, παρ’ όλες τις πιέσεις που δέχονταν από την ίδια τους τη βάση, και την οποία στήριξαν μόνον όποτε έλπισαν ότι θα μπορούσαν να την μετριάσουν ή να την ελέγξουν. Αλλά ο ελληνικός λαός έχει πλέον μπεί αμετάκλητα σε τροχιά κινητοποίησης, και από εμάς εξαρτάται αν θα πάει αριστερά ή άκρα δεξιά.
Η ανεργία είναι πολιτική επιλογή
Δεν είναι όμως αυτό το μόνο πρόβλημα με τις αριστερές ηγεσίες. Εξίσου θλιβερό είναι ότι τους λείπουν η φαντασία και η τόλμη για ν’ αρθρώσουν ένα όραμα ικανό να κινητοποιήσει το λαό και να τον απομακρύνει από την ηλίθια, αλλά ωστόσο για πολλούς πειστική, ρητορεία της άκρας δεξιάς –“Διώξτε τους μετανάστες, τσακίστε την αριστερά, και τα προβλήματά σας λύθηκαν”. Ας δούμε, για παράδειγμα, ένα κομβικής σημασίας πρόβλημα, αυτό της ανεργίας. Οι άνεργοι επίσημα πλησιάζουν ήδη το ένα τέταρτο του εργατικού δυναμικού, αλλά στην πραγματικότητα το ξεπερνούν κατά πολύ, και θα παίξουν κρίσιμο ρόλο στην επερχόμενη σύγκρουση. Όπως και οι περισσότεροι απ’ όσους πλήττονται από τη μνημονιακή πολιτική, εγκαταλείποντας τα κυβερνητικά κόμματα πηγαίνουν είτε αριστερά είτε στη Χρυσή Αυγή. Οι αναλύσεις του Χριστόφορου Βερναρδάκη και άλλων έχουν τεκμηριώσει πως συνιστούν μια από τις τρεις κοινωνικές δεξαμενές από τις οποίες αντλούν κυρίως ψήφους οι μαχαιροβγάλτες, δίπλα στους εργοδότες και μικροϊδιοκτήτες, και το προσωπικό των σωμάτων ασφαλείας. Θα έπρεπε φυσικά να δίνουν δύναμη στην αριστερά, αλλά συχνά αδιαφορούν γι’ αυτήν, καθώς ο λόγος της λίγο τους αγγίζει. Τα όσα ψελλίζουν στο ζήτημα της ανεργίας ο Σύριζα και το ΚΚΕ δεν ενθουσιάζουν κανέναν.
Τι θα έλεγε μια αληθινή αριστερά για τους ανέργους, ώστε να μην τους αφήσει να γίνουν λεία των χρυσαυγιτών; Είναι πολύ απλό και πολύ δύσκολο μαζί. Σίγουρα, πάντως, όχι αυτά που λέει σήμερα. Θα έλεγε, κατά τη γνώμη μου, ότι μπορεί να λύσει και πράγματι θα λύσει άμεσα το πρόβλημα. Με έναν τρόπο όμως τον οποίο μάλλον δεν διανοούνται οι ηγεσίες της. Οι ίδιες που, για να γίνουμε λίγο κακοί, πρόπερσι θεωρούσαν την κρίση επικοινωνιακό κόλπο των καπιταλιστών, πέρισυ αρνούνταν να κάνουνε λόγο για το χρέος, και ως τώρα εξακολουθούν να θεωρούν καταστροφή τη δραχμή. Και ποτέ τους δεν πόνταραν στη μαζική κινητοποίηση, που είναι απαραίτητη για κάθε πραγματική αλλαγή.
Μια αληθινή αριστερή κυβέρνηση μπορεί και πρέπει να κάνει μισό εκατομμύριο προσλήψεις σε φορείς του δημοσίου για την κάλυψη άμεσων κοινωνικών αναγκών μέσα στον αμέσως ερχόμενο χρόνο, και άλλο μισό εκατομμύριο μέσα στον επόμενο, όταν θα έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες διοικητικές υποδομές. Ναι, μιλάμε σοβαρά για ένα εκατομμύριο προσλήψεις μέσα σε δυο χρόνια, ώστε να εξαφανιστεί η ανεργία. Οι ανάγκες υπάρχουν, όλος ο κόσμος συμφωνεί εδώ, χρειαζόμαστε απαραίτητα και επειγόντως νηπιαγωγούς, νοσοκόμους και κοινωνικές λειτουργούς, καθηγητές και γιατρούς, δασοφύλακες και καθαρίστριες, και κάθε λογής ανθρώπους ικανούς και πρόθυμους να προσφέρουν. Έτσι ώστε οι εργαζόμενοι στο δημόσιο από 670.000 σήμερα να γίνουν, σε πείσμα τραπεζιτών και νεοφιλελεύθερων, 1.670.000 σε δυο χρόνια. Λεφτά υπάρχουν;
Εδώ μια αληθινή αριστερά θα απαντούσε ότι φυσικά και λεφτά υπάρχουν, αλλά είτε αφήνονται στις τσέπες των πλούσιων είτε δίνονται στους τραπεζίτες και στους μαφιόζους που αρπάζουν τη δημόσια περιουσία. Η φορολόγηση του πλούτου, η κατάργηση των φοροαπαλλαγών του κεφαλαίου, και η κοινωνικοποίηση των τραπεζών, των υπηρεσιών κοινής ωφελείας και των στρατηγικών βιομηχανιών αρκούν για να χρηματοδοτήσουν την εξαφάνιση της ανεργίας. Συμπληρωματικά υπάρχει η λύση των ελλειμματικών προϋπολογισμών, στηριγμένων εν μέρει σε εσωτερικό δανεισμό κι εν μέρει στην έκδοση χρήματος, η οποία στις τρέχουσες συνθήκες υποαπασχόλησης του παραγωγικού δυναμικού μικρό μόνον κίνδυνο πληθωρισμού προκαλεί.
Αν ο κύριος όγκος των νεοπροσλαμβανόμεων παίρνει καθαρά χίλια ευρώ (ή μάλλον, αύριο, ισοδύναμες δραχμές) τον μήνα, που δυστυχώς σήμερα πλέον φαντάζουν ζηλευτός μισθός, τότε το συνολικό ετήσιο κόστος μιας θέσης εργασίας, μαζί με όλες τις ασφαλιστικές εισφορές, τους φόρους κλπ. είναι της τάξης των είκοσι χιλιάδων ευρώ (ή δραχμών). Το συνολικό ετήσιο κόστος της απασχόλησης μισού εκατομμύριου εργαζομένων είναι λοιπόν περίπου 10 δισεκατομμύρια. Η απασχόληση ενός εκατομμυρίου ανθρώπων, που εξαλείφει κυριολεκτικά την ανεργία, στοιχίζει 20 δις. Στην πραγματικότητα πολύ λιγότερα, γιατί μειώνει κατακόρυφα το κόστος των επιδομάτων, αναζωογονεί τα ταμεία, δημιουργεί πλήθος άλλες θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα και, σπρώχνοντας όλους τους μισθούς προς τα πάνω, βελτιώνει την ενεργό ζήτηση, η οποία αλυσιδωτά ενισχύει τα οικονομικά του κράτους.
Με άλλα λόγια, η συνολική λύση αυτού που αναγνωρίζεται ως το βασικό κοινωνικό πρόβλημα σήμερα κοστίζει αρκετά λιγότερο από το ένα δέκατο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (επίσημα, 227 δις ευρώ το 2010), αλλά και από τους τόκους που πλήρωσε το δημόσιο στους τοκογλύφους το 2011 (17 δις). Λιγότερα απ’ όσα δίνει το δημόσιο για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους μέσα σ’ ένα τρίμηνο (κάπου 70 δις το χρόνο), και πολύ λιγότερα από το ένα δέκατο όσων δώσαμε από το 2008 στους χρεωκοπημένους τραπεζίτες (συνολικά 218 δις, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του αναλυτή Πάνου Παναγιώτου). Τέλος, θα κοστίσει λιγότερο από την αύξηση του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης που προκάλεσε μόνο μέσα στο 2011 η καταστροφική πολιτική των κομμάτων εξουσίας (19 δις) ή τη μείωση του εγχώριου προϊόντος τα τρία τελευταία χρόνια (20 δις), που προκλήθηκε από την ίδια πολιτική, και όχι πολύ παραπάνω από τα καθαρά ποσά που κάθε χρόνο στέλνουν οι ξένοι καπιταλιστές στο εξωτερικό (πάνω από 10 δις για τόκους, μερίσματα και κέρδη). Όλα αυτά πρέπει να τα φωνάξουμε δυνατά στα παπαγαλάκια του νεοφιλελευθερισμού, που από αύριο άλλωστε θα προσπαθούν να συνέλθουν από το κραχ του ευρώ.
Δεν υπάρχει αμεσότερος τρόπος από αυτόν για την αναδιανομή του προϊόντος προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων, ή για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Δεν πρόκειται για κανένα κομμουνιστικό μέτρο, ο Ρούζβελτ έκανε πολύ χειρότερα στις ΗΠΑ του 1930, αλλά σίγουρα αλλάζει τους κοινωνικούς συσχετισμούς ριζικά υπέρ της εργασίας. Η σημερινή μαζική ανεργία δεν είναι οικονομική αναγκαιότητα, είναι πολιτική επιλογή. Που γίνεται πολύ πιο εύκολη για τους κρατούντες από την αφωνία της σημερινής αριστεράς. Και με τη σειρά της διευκολύνει αφάνταστα το σχέδιό τους, να επιβάλουν τον κοινωνικό κανιβαλισμό, μέσω και της Χρυσής Αυγής.
Φυσικά, για να γίνουν όλα αυτά πρέπει να διώξουμε τους σημερινούς κυβερνώντες και ν’ ανατρέψουμε το πλέγμα εξουσίας. Αν δεν τα κάνουμε τώρα αυτά δεν θα τα κάνουμε ποτέ όσο ζούμε. Από μόνη της η απορρόφηση ενός εκατομμυρίου ανέργων είναι παλιός καλός κεϋνσιανισμός, όσο και αν φοβούνται ακόμη και να την φανταστούν οι οικονομικοί εγκέφαλοι της παλιάς αριστεράς. Αλλάζει βέβαια η σημασία της αν συνοδευτεί από τα γνωστά μέτρα που συνεχώς επαναλαμβάνουμε – διαγραφή του χρέους, έξοδο από το ευρώ, εθνικοποίηση των τραπεζών, έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων, εργατικό έλεγχο, και τα λοιπά. Αλλά και πάλι όλα αυτά δεν αρκούν. Η αλλαγή πορείας της χώρας χρειάζεται και να επικυρωθεί συμβολικά.
Κάθαρση
Την προηγούμενη φορά, η ταφόπλακα του ναζισμού μπήκε στη Νυρεμβέργη. Στην ίδια πόλη που χρησιμοποιούσε ο Χίτλερ για επιδείξεις ισχύος των ναζιστών, εκεί όπου είχαν διακηρυχθεί οι ρατσιστικοί Νόμοι της Νυρεμβέργης, οι Σύμμαχοι που νίκησαν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δίκασαν απο το 1945 ως το 1949 παραπάνω από εκατό στελέχη του καθεστώτος. Εκτός από τους ηγέτες των Ναζί, πολλοί από τους οποίους στάλθηκαν στην αγχόνη, καταδικάστηκαν σε βαρειές ποινές ανώτατοι δικαστές, γιατροί, στρατιωτικοί, παρακρατικοί, προπαγανδιστές, και κάθε λογής παρατρεχάμενοι.
Με τις Αρχές της Νυρεμβέργης συμπεριλήφθηκαν στα εγκλήματα πολέμου, που τιμωρούνται από το διεθνές δίκαιο, η κακομεταχείριση ή η υπαγωγή σε καταναγκαστική εργασία πολιτών των κατεχόμενων χωρών, καθώς και η λεηλασία δημόσιας ή ιδωτικής περιουσίας. Οι φόνοι, οι εξανδραποδισμοί, οι απελάσεις και οι διώξεις με βάση πολιτικά, φυλετικά ή θρησκευτικά κριτήρια χαρκτηρίστηκαν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Κρίθηκε επίσης ότι οι διαταγές ανωτέρων δεν συνιστούν ελαφρυντικό. Οι αρχές αυτές βρίσκουν βέβαια εφαρμογή και στην ανθρωπιστική κρίση στην οποία οδηγήθηκαν η Ελλάδα και άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, και ίσως να μην αργήσει η ώρα που θα χρησιμοποιηθούν εναντίον όσων μας έφεραν στη σημερινή κατάσταση.
Όταν ανατραπεί το καθεστώς, με την ψήφο ή με λαϊκή εξέγερση, θα έρθει η ώρα της κάθαρσης. Πρώτα πρώτα θα λειτουργήσει η Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου, ώστε να μάθει ο ελληνικός λαός πώς και γιατί δημιουργήθηκε το χρέος που νομιμοποίησε την πτώχευση και την υποδούλωσή μας. Ώστε να τεκμηριωθεί πέρα από κάθε αμφιβολία πως το χρέος είναι απεχθές και ούτε πρέπει ούτε μπορεί να πληρωθεί, ιδίως στην κατάσταση ανάγκης στην οποία μας έριξαν οι κανιβαλικές επιλογές Τρόικας και κυβέρνησης. Αλλά τελικά μάλλον θα χρειαστεί, για να κλείσουμε το θλιβερό κεφάλαιο των μνημονίων και των αντιδημοκρατικών εκτροπών, και κάτι ανάλογο με τη Δίκη της Νυρεμβέργης. Ώστε να λογοδοτήσουν επιτέλους οι πολιτικοί υπεύθυνοι της καταστροφής, οι ηγέτες των νεοναζί υποτακτικών τους, οι τραπεζίτες και οι καπιταλιστές που τους χρηματοδοτούν, και οι τηλεπερσόνες που σπέρνουν κυνικά το μίσος για να διαιρέσουν το λαό. Μια Δίκη του Αγίου Παντελεήμονα ίσως;
Το καθεστώς είναι τρωτό, και η Χρυσή Αυγή, που ετοιμάζεται να σταθεί ανάμεσα στο λαό και στα ελικόπτερα, ακόμη περισσότερο. Αλλά αν δεν αντιμετωπιστεί συστηματικά κι εγκαίρως, μπορεί να γίνει επικίνδυνος εχθρός αύριο. Δεν πρόκειται να εξαφανιστεί από μόνη της, και δεν πρόκειται να νικηθεί αν δεν εργαστούμε σύντονα γι’ αυτόν το σκοπό. Ο χαμένος χρόνος πρέπει να κερδηθεί. Και η ιστορική μνήμη πρέπει ν’ αναζωογονηθεί όχι μόνον όσον αφορά τα θύματα και τα εγκλήματα, αλλά και όσον αφορά την τιμωρία.
Σημείωση: οι υπογραμμίσεις έγιναν από τον διαχειριστή του ιστολογίου