από το Από Κοινού
σημείωση του blog:
Πρόκειται για ένα πολύτιμο κείμενο για την αυτάρκεια των πληθυσμών και την ισορροπία της φύσης πριν αυτή βληθεί από την επίθεση της κερδοσκοπικής ανάπτυξης.
Σημείωση του Από Κοινού
(Mε αφορμή την εκδήλωση που ετοιμάζει η συλλογικότητα του Απο κοινού για το παρελθόν,τις ρίζες,τις παραδόσεις και τις ταυτότητες στις 19 Μαρτίου 2016 στα Τρίκαλα στις 8:30 το βράδυ στη Μουσική Σκηνή Μανδραγόρας με τον καθηγητή κοινωνικής λαογραφίας Βασίλη Νιτσιάκο ανεβάζουμε ενα παλιότερο κείμενο του Αλέκου Ζούκα)
Θα αναρωτιούνται, όπως είναι φυσικό, οι νεότεροι, δηλαδή όλοι όσοι μεγάλωσαν μέσα σ” ένα καθεστώς επάρκειας ή, στην καλύτερη περίπτωση, ευμάρειας για το ποιος ήταν άραγε αυτός ο πλούτος σε προϊόντα, διατροφικά ή άλλα, που χάθηκε και κάτω από ποιες συγκεκριμένες συνθήκες; Ή, πιο συγκεκριμένα, ήταν τόσο απαραίτητα όλα αυτά τα προϊόντα που η εξαφάνισή τους από τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου να προβάλλεται σήμερα ως πλήγμα στην ισορροπημένη ζωή και υγιεινή διατροφή του; Η απάντηση στο τελευταίο αυτό ερώτημα είναι προφανής. Στη φύση δεν περισσεύει τίποτα, απαραίτητα για την διατροφή του ανθρώπου μπορεί να μην είναι τα λαθούρια, αλλά σίγουρα σε κάποια άλλη βιολογική αλυσίδα είχαν το ρόλος τους. Με την σταδιακή τους εξαφάνιση φτωχαίνει η βιοποικιλότητα ενός τόπου κι οπωσδήποτε θα εμφανισθούν οι συνέπειές της.
Ίσως ακόμα να σκέφτονται κάποιοι με μια δόση εφησυχασμού πως τελικά η εξέλιξη είναι αυτή που ρυθμίζει αυτού του είδους τις απώλειες και πως αυτό είναι μια εντελώς φυσιολογική διαδικασία, που ονομάζεται και Φυσική Επιλογή. Θα συμφωνούσα, πράγματι, με την τελευταία άποψη αν αυτό συνέβαινε σε ένα καθεστώς πλήρους ελευθερίας, αν δηλαδή η επιλογή ήταν αποτέλεσμα μιας απρόσκοπτης φυσικής διαδικασίας κι όχι της εντατικής ανθρώπινης παρέμβασης. Δυστυχώς όμως όπως θα φανεί στη συνέχεια δεν υπήρξε καμιά ελεύθερη επιλογή, αντιθέτως, ο χάρτης της σύγχρονης ελληνικής παραγωγής και ο κατάλογος των διατροφικών προϊόντων, διαμορφώθηκαν ως αποτέλεσμα της μεθοδικής αλλοίωσης της παραγωγικής φυσιογνωμίας της χώρας.
Ωστόσο δεν ήταν μόνον η παραγωγική φυσιογνωμία της χώρας που αλλοιώθηκε στους δύο περίπου αιώνες ύπαρξης του ελληνικού κράτους. Ή, καλύτερα, κι αυτή ακολούθησε με τη σειρά της ολόκληρο τον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό προσανατολισμό των ελληνικών κυβερνήσεων. Ο προσανατολισμός αυτός, από την δημιουργία του ελληνικού κράτους, και για ολόκληρο τον 19ο αιώνα μέχρι και τα μέσα του εικοστού, ήταν πρωτίστως πολιτικός, στραμμένος ακλόνητα προς την δύση, κυρίως Αγγλία και Γαλλία, και σπανιότερα Ρωσία[1]. Υπήρξαν βέβαια και ορισμένες περιπτώσεις που η προσήλωση αυτή είχε καθαρά ιδιοτελή κίνητρα ενώ κατά τα τέλη του 20ου αι. διαμορφώνεται ο οικονομικός και μιλιταριστικός της χαρακτήρας. Επιπροσθέτως ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός των δυνάμεων αυτών μεταφέρονταν και στο εσωτερικό της χώρας με συνέπεια οι εγχώριες κομματικές αντιπαλότητες να παίρνουν ενίοτε διαστάσεις πολεμικής ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που οδήγησαν τη χώρα σε εθνικές περιπέτειες.
Όμως η ελληνική ύπαιθρος ήταν αυτή που ιστορικά δοκιμάστηκε σκληρά. Μετά το αποτυχημένο Κίνημα των Ορλωφικών του 1770 γνώρισε την ανελέητη βιαιότητα των Οθωμανών, μεγάλες κωμοπόλεις που ανθούσαν από το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων καταστράφηκαν, αγροτικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, παραδόθηκαν στη λεηλασία, με λίγα λόγια η ύπαιθρος στα χρόνια εκείνα γνώρισε τη μεγαλύτερη καταστροφή, από την επικράτηση των Οθωμανών τον 15ο αι. Ωστόσο μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας είχαν ανασυνταχθεί, όπως φαίνεται από τις αναφορές διαφόρων περιηγητών και ιδιαίτερα στις εκθέσεις του Γάλλου προξένου Felix Beaujour[2], ενώ δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις των προϊόντων που κατείχαν αξιοσημείωτη θέση στο εξαγωγικό εμπόριο και στην ευρωπαϊκή αγορά.
Οι περίφημες κάπες της Ζαγοράς που κατασκευάζονταν με γιδόμαλλο, που έφτανε στο Χορευτό με καΐκια από την περιοχή της Λειβαδιάς, κι αυτές των Καλαρυτών, διακινούνταν στην Ευρώπη αλλά και στους Έλληνες και Αλβανούς κτηνοτρόφους (μακριές μέχρι τον αστράγαλο) και κοντές (τα λεγόμενα κοντοκάπια) για τους ναυτικούς του Αιγαίου και της Αδριατικής. Τα υφαντουργεία του Τιρνάβου, προμήθευαν τον Οθωμανικό στρατό με τόνους τσόχες, αμπάδες, σερβέτες, και άλλα υφάσματα, ο Συνεταιρισμός των Αμπελακίων έβαφε και διακινούσε τα μεταξωτά νήματα σ” ολόκληρη την Ευρώπη ενώ οι εξαγωγές των μαλλιών και δερμάτων είχαν φθάσει στο απόγειό τους.
Η εξαιρετική, για την εποχή, επεξεργασία κάποιων προϊόντων καθώς και οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιήθηκαν προκάλεσαν την περιέργεια των Ευρωπαίων που «προσπάθησαν να βρουν το «μυστικό» της βαφής των νημάτων. Έστελναν δήθεν περιηγητές, που δεν ήταν παρά εμπορικοί κατάσκοποι, στα Αμπελάκια, στον Τύρναβο και αλλού κι έμαθαν τον τρόπο βαφής. Ο Beaujour τον περιγράφει με ακρίβεια χημικού. Προμηθεύτηκαν σπόρους ριζαριού, τους μετέφεραν στη Γαλλία, κυρίως στη Μασσαλία και στο Παρίσι, ακριβοπλήρωσαν Αμπελακιώτες τεχνίτες και τους πήραν στη Γαλλία. Με το ριζάρι της Γαλλίας, με τους Έλληνες τεχνίτες και με την επίβλεψη του διάσημου Λαβουαζιέ (Lavoiser), πατέρα της χημείας, προσπάθησαν να επιτύχουν καλές βαφές. Γίνονταν όλα σχολαστικά, με συνεχείς επαναλήψεις. Το αποτέλεσμα πάντα ήταν απογοητευτικό. Άλλο χρώμα έδινε το παραγόμενο στην Θεσσαλία ριζάρι με τον ήλιο και το νερό της Ελλάδας και άλλο στην Γαλλία χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις. Ο Λαβουαζιέ και οι άλλοι πρωτοπόροι της χημείας παράτησαν τελικά την προσπάθεια με τα χρωστικά φυτά και στράφηκαν στις χημικές βαφές. Και ανακάλυψαν τα χρώματα ανιλίνης». [3]
Ωστόσο η πανώλη των αρχών του 19ου αιώνα ανέκοψε αποφασιστικά αυτή την πορεία την οποία ανακοπή ολοκλήρωσαν τα επαναστατικά γεγονότα του 1821 και οι, εξ αυτών, συχνές εκστρατείες των στρατευμάτων της Πύλης. Κάθε εκστρατευτική προπαρασκευή σήμαινε για τους κτηνοτρόφους και γεωργούς της υπαίθρου βαρύτατες απώλειες που κοντά σ” αυτές θα πρέπει να υπολογιστεί και η τροφοδοσία -οικειοθελώς ή παρά τη θέλησή τους- των ελληνικών επαναστατικών σωμάτων.
Στην σύντομη πρωθυπουργία του ο Καποδίστριας (1828 – 1831) συνειδητοποίησε την ανάγκη ανασυγκρότησης της κατεστραμμένης αγροτικής οικονομίας και μεταξύ των άλλων μέτρων μετακάλεσε από τη Γαλλία τον Γρηγόριο Παλαιολόγο φιλόλογο και κυρίως γεωπόνο, μέλος της Κηποκομικής και της Γεωργικής Εταιρείας στο Παρίσι, ο οποίος έφτασε στην Ελλάδα με χρήματα, μηχανήματα και σπόρους για να βοηθήσει την ελληνική γεωργία. Εδώ ανέλαβε την διεύθυνση των Εθνικών Κτημάτων και του Προτύπου Αγροκηπίου της Τίρυνθας. Η δολοφονία όμως του Καποδίστρια απομάκρυνε με σκαιό τρόπο τον Παλαιολόγο από τις θέσεις του και το αγροκήπιο ερήμωσε. Ωστόσο οι ιδέες του για την αγροτική ανασυγκρότηση της χώρας, μπολιασμένες με τις ιδέες του Σαιντ Σιμόν που είχαν -με προτροπή του Κοραή- αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους, πρώτα στο Πανεπιστήμιο, άρχισαν να κυκλοφορούν και στους αγροτικούς πληθυσμούς κυρίως μέσα από διαλέξεις, επαφές και αρθρογραφία, στο περιοδικό Αθηνά, που συνέχιζε ο Παλαιολόγος και μετά την απομάκρυνσή του.
Ο Παλαιολόγος υπήρξε ο άνθρωπος που πρώτος αυτός στη νεότερη Ελλάδα προσπάθησε να ανασυγκολλήσει τη χαμένη συνέχεια της γνώσης των αρχαίων γύρω από τα φυτά και τις ιδιότητές τους. Το Κεχρί (με το αλεύρι του εμπλούτιζαν το ψωμί), τα Κουκιά, ο Βίκος (πλούσια σε παραγωγή γάλακτος ζωοτροφή), ο Όροβος ή ρόβι (για την διατροφή των βοοειδών), το Φηγόπυρο ή μαυροσίταρο (όσπριο με το οποίο γίνονταν το κρίμνο ή ο χόνδρος δηλ. το ψιλό ή χονδρό πληγούρι), ο Θέρμος (ξεχασμένο και στα χρόνια του Παλαιολόγου όσπριο για ζωοτροφή που εμπλούτιζε με την καλλιέργειά του όπως και το κεχρί τα φτωχά εδάφη), [4] όπως και πολλά, ξαναήρθαν στην επιφάνεια σε σχέση και με τις ευρωπαϊκές επιδόσεις της καλλιέργειάς τους αλλά και σε σχέση με τις παρατηρήσεις των αρχαίων (Θεόφραστου, Διοσκουρίδη, Γαληνού και άλλων) για τη θρεπτική τους αξία και τις άλλες τους ιδιότητες. Με το ογκώδες δίτομο έργο του Γεωργική και Οικιακή Οικονομία 1833 – 1835, αλλά και με τις δεκάδες μονογραφίες του με πρακτικές οδηγίες και καλλιεργητικές συμβουλές, άφησε για τις επερχόμενες γενεές μια σπουδαία παρακαταθήκη γνώσεων που στο σύνολό τους παραμένουν, δυστυχώς, επίκαιρες. Η ελληνική ύπαιθρος συνέχισε να παραδέρνει έρμαιο, αυτή τη φορά, των ομοεθνών μεγάλων γαιοκτημόνων οι οποίοι διαδέχθηκαν, στην κυριότητα της γης, τους αποχωρήσαντες Οθωμανούς.
Η αρπαγή της γης με διάφορα νομικά τερτίπια και το καθεστώς της δουλοπαροικίας των ακτημόνων, ιδιαίτερα στη Θεσσαλία, θα συγκινήσει τον επαναστάτη και οραματιστή πολιτικό Αλέξανδρο Κουμουνδούρο (στο διάστημα 1865 – 1883 εξελέγη δέκα φορές πρωθυπουργός) που ξεκίνησε το μεγάλο μεταρρυθμιστικό του σχεδιασμό από τη Θεσσαλία, η οποία ελευθερώθηκε επί πρωθυπουργίας του και η οποία με κατάλληλες υποδομές (σιδηρόδρομος, εγγειοβελτιωτικά έργα), με την αποκατάσταση των ακτημόνων και με συνδυασμένη αγροτική – βιομηχανική ανάπτυξη, θα μπορούσε να ξελασπώσει τη βαλτωμένη οικονομία της χώρας και να χορτάσει τον εξαθλιωμένο της πληθυσμό.
Σ' αυτό το ελπιδοφόρο περιβάλλον, έρχεται από την Αμερική -όπου σπούδασε φυσικές και φυσικοϊστορικές επιστήμες ο Παναγιώτης Γεννάδιος, γιος του λόγιου και διδάσκαλου του γένους Γεωργίου Γεννάδιου. Η δράση του υπήρξε πολυσχιδής, όντας Επιθεωρητής Γεωργίας στο Υπ. Εσωτερικών, την περίοδο 1880 – 1894, γράφει, επιμελείται και εκδίδει το μηνιαίο περιοδικό «Ελληνική Γεωργία» για 12 χρόνια αδιαλείπτως [5]. Γύρω από το περιοδικό συγκεντρώνονται αρκετοί επιστήμονες γεωπόνοι, χημικοί, βοτανολόγοι και άλλοι. Αν σκεφτεί κανείς τα μέσα της εποχής και την ανάγκη περιγραφής των ασθενειών με εικόνες (εδώ γίνονταν με σκίτσα) η προσπάθεια του Γεννάδιου φαντάζει τιτάνια!
Τον Κουμουνδούρο όμως ανατρέπει ο υπουργός του Χαρίλαος Τρικούπης με τη βοήθεια βουλευτών που εξυπηρετούσαν πρωτίστως τα συμφέροντα των μεγαλογαιοκτημόνων. Ο Τρικούπης θα διαχειριστεί το δάνειο των 5 εκ. φράγκων, που είχε συνάψει ο Κουμουνδούρος με τη Γαλλία, για τα εγγειοβελτιωτικά έργα στη Θεσσαλία, για ίδιο κομματικό όφελος. Τροποποιεί τη σύμβαση του σιδηροδρόμου και ορίζει πλάτος της γραμμής το ένα μέτρο (μετρική) κι όχι το διεθνές πλάτος του 1,44 μέτρα. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό για την Ελλάδα. Η μειονεκτική της θέση (τερματικός προορισμός) επέβαλε στη χώρα να πληρώνει παντού τις διελεύσεις των εμπορευμάτων της, από και προς την Ευρώπη, και να μην εισπράττει από κανέναν. Τώρα πληρώνει και την ενοικίαση των ξένων βαγονιών για τις μεταφορές της και την μεταφόρτωση τους στο μεθοριακό σταθμό του Πυργετού Λάρισας στα οθωμανικά τρένα. Η σκληρή του στάση στα συλλαλητήρια της εποχής, για την αποκατάσταση των ακτημόνων και ενάντια στις αυθαιρεσίες -με την ανοχή των αρχών- των τσιφλικάδων, εξανάγκασε το Δημοτικό Συμβούλιο της Λάρισας της εποχής, έπειτα από εισήγηση του Δήμαρχου Γαλάτη, να κηρυχθεί ο Τρικούπης πρόσωπο ανεπιθύμητο για τη Λάρισα και να μην ονομασθεί ποτέ οποιαδήποτε οδός ή μνημείο στο όνομά του. Αντίθετα το Άγαλμα του Κουμουνδούρου καθώς και το όνομά του τιμούν την πρώτη οδό της πόλης. Θεωρώ πως είναι ντροπή, αν όχι ανοησία, άνθρωποι που δηλώνουν ιστορικοί, και ιδιαίτερα Θεσσαλοί, να αναφέρονται στον Τρικούπη με το χαρακτηρισμό «υποδειγματικός ηγέτης» υπερεκτιμώντας τις πολιτικές του δεξιότητες και παραβλέποντας το γεγονός πως, η πολιτική τελικά, ακόμα και στην εξαιρετική περίπτωση, δεν είναι τίποτα παραπάνω από το μέσο, το «όχημα» δηλαδή που θα οδηγήσει τον άνθρωπο και την κοινωνία στην ευτυχία, και όχι αυτοσκοπός.
Εν μέσω κομματικών αλληλοσπαραγμών, μισαλλοδοξίας και αποτυχημένων πολέμων και κινημάτων, ο Παν. Γεννάδιος θα συνεχίσει το έργο του και θα ολοκληρώσει το περίφημο Φυτολογικό Λεξικό του, το 1914, με πάνω από δέκα χιλιάδες φυτά, με αναφορές στις ιδιότητές τους, στην καλλιέργειά τους, τις παθήσεις τους και την αντιμετώπισή τους [6]. Η φτώχεια, βέβαια, σε βαθμό εξαθλίωσης της υπαίθρου είχε ήδη συγκινήσει τους διανοούμενους και λογοτέχνες της εποχής. Αρκετοί αποτύπωσαν στο έργο τους τη δυστυχία που επικρατούσε στην ύπαιθρο, άλλοι συμπαρατάχθηκαν με το μέρος των δυστυχισμένων εκθειάζοντας τον Κοινοτικό τρόπο ζωής όμως κανένας δεν βρέθηκε με το μέρος του κομματικού κράτους και των καπιταλιστικών του οραμάτων με ελάχιστες βέβαια εξαιρέσεις αυτών που ενέδωσαν στις μεγαλοϊδεατικές προσδοκίες της εποχής. Αρκεί κανείς να ανατρέξει στο «Ζητιάνο» του Α. Καρκαβίτσα ή στον πρόλογο του Συνεταιρισμού της Κοινότητας Κοσκινά Καρδίτσας του 1908, που υπογράφει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης [7] προκειμένου να κατανοήσει τις συνθήκες που επικρατούν. Μέσα σ” ένα τέτοιο περιβάλλον εμφανίζονται οι Ντίνος Μαλούχος και Κων/νος Καραβίδας, κύριοι εκφραστές του Κοινοτισμού ως εναλλακτικού σχεδιασμού της οικονομικής και διοικητικής οργάνωσης του κράτους.
«Το καθεστώς Βενιζέλου, επισημαίνει ο Μαλούχος, μετά το 1909 άφησε ελεύθερο το πεδίο δράσης στα νέα ιδεολογικά ρεύματα που έρχονταν από την Ευρώπη, όπως οι κοινωνιολόγοι, οι σοσιαλιστές, οι κομμουνιστές. Οι θεωρίες αυτές, τελευταίες αναλαμπές του ευρωπαϊκού πολιτισμού, δεν ήταν δυνατόν να εφαρμοσθούν στην Ελλάδα, διότι η ελληνική πραγματικότητα ήταν πλατύτερη από τα σχήματα αυτά. Προσέκρουαν στην ψυχρή αδιαφορία των αγροτών, μικροεπαγγελματιών και άλλων λαϊκών τάξεων, δηλαδή της κοινωνικής πλειοψηφίας. Παρόμοια ξενόφερτη, εντελώς θεωρητική, χωρίς πρακτικά αποτελέσματα προσπάθεια ανασυγκρότησης, υπήρξε αυτή των κομμουνιστών. Προσπάθεια άγονη, τουλάχιστον για την μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, που αποτελείται από μικρονοικοκυραίους, αγρότες και επαγγελματίες, θεωρία που διδάσκει την πάλη του προλεταριάτου εναντίον των κεφαλαιούχων, την στιγμή που στην Ελλάδα το μεν προλεταριάτο είναι σχεδόν ανύπαρκτο, το δε κεφάλαιο διασκορπισμένο στα χέρια όλου σχεδόν του αγροτικού και μικροαστικού πληθυσμού» [8].
Είναι η εποχή που αρθρώνονται οι πρώτες αμφισβητήσεις σχετικά με τον καπιταλιστικό προσανατολισμό της ανάπτυξης της χώρας, με κύριους εκπροσώπους τον Ντίνο Μαλούχο και τον Κωνσταντίνο Καραβίδα, κατ” αρχή στο περιοδικό «Κοινότης». Οι αμφισβητήσεις αυτές πολύ γρήγορα πήραν το χαρακτήρα πολεμικής και πάλι εις μάτην. Τόσο ο Μαλούχος, που πέθανε πολύ νέος μόλις 33 ετών, με την αρθρογραφία του, όσο και ο Καραβίδας με τις πολυετείς έρευνες πεδίου, σχετικά με την αγροτική παραγωγή -κύρια στην Μακεδονία- επισήμαναν την εγκληματική αδιαφορία της πολιτικής με την έννοια της κομματοκρατίας και την αναπηρία του κοινοβουλευτικού μοντέλου διακυβέρνησης. Πιστεύοντας ακράδαντα στην άμεση δημοκρατία και στον Συνεταιριστικό – Κοινοτικό τρόπο οργάνωσης της υπαίθρου, θα αναλύσουν διεξοδικά τα μοντέλα παραγωγής, κύρια τους Συνεταιρισμούς, για τους γεωργούς, και τα Τσελιγκάτα για τους κτηνοτρόφους.
Ο Καραβίδας στο μνημειώδες έργο του τα «Αγροτικά» [9] θα αναλύσει διεξοδικά την κατάσταση της υπαίθρου ενώ με εκατοντάδες αναφορές του θα προσπαθήσει να τραβήξει την προσοχή των κυβερνώντων πάνω στο πρόβλημα της οικονομικής και δημογραφικής κατάρρευσης της υπαίθρου. Το αρχικό βιβλίο, υπό μορφή ογκώδους έκθεσης μερικών χιλιάδων σελίδων, που παραδόθηκε το 1929 ιδιοχείρως στον Υπουργό Εξωτερικών της Κυβέρνησης Βενιζέλου, ο υπουργός (μάλλον ο Αλ. Καραπάνος) το έχασε!!! [9a] «Ο Κωνσταντίνος Καραβίδας ερεύνησε ενδελεχώς την νεοελληνική κοινότητα. Η σκέψη του μετατοπίστηκε από μια εξαντλητική και επιτυχή συλλογή πρωτογενούς υλικού στην ανάδειξη της κοινότητας σε μια «πραγματική ουτοπία» προορισμένη να συγκρουστεί στο χώρο της ιδεολογίας με άλλες «πραγματικές ουτοπίες». Ο Καραβίδας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κοινότητα όχι μόνο υπήρξε, αλλά διεκπεραίωνε λειτουργίες διοικητικές και παραγωγικές. Γηγενής αντικαπιταλιστικός θεσμός, δημιούργημα εν πολλοίς γεωοικονομικών παραγόντων, είναι αναγκαία σε κάθε στάδιο της τεχνικής εξέλιξης και κλειδί για την κατανόηση του νεοελληνισμού»[10].
Ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο εμφύλιος που ακολούθησε επέβαλαν άλλες προτεραιότητες και η ύπαιθρος για μια ακόμα φορά περιορίσθηκε στα απολύτως απαραίτητα. Ωστόσο οι διατροφικές ανάγκες της κατοχής και η φτώχεια ανάγκασαν το λαό ειδικά της υπαίθρου, για ένα μικρό δυστυχώς χρονικό διάστημα, να ξαναθυμηθεί μια πληθώρα πρακτικών και προϊόντων της φύσης όπως τα άγρια μπιζέλια, την μολόχα, διάφορα είδη κιχώριου (από την καβουρδισμένη και τριμμένη ρίζα του παράγονταν και ένα υποκατάστατο του καφέ), το πρωινό κατσαμάκι, τα σούρβα, διάφορες επίσης φυτικής προέλευσης βαφές: ριζάρι (Ερυθρόδανο), Λάπατο (αποξηραμένοι κόνδυλοι των ριζών έβγαζαν καφεκίτρινο χρώμα), καρύδι (το σαρκώδες περίβλημα του καρυδιού για βαφή), οι χλωρές φλούδες του μέλεγου ή μέλιου για την απολύμανση του νερού των πουλερικών κ.ο.κ. Σχεδόν κάθε αγροτικό νοικοκυριό ήταν και ένα μικρό εργαστήριο που συντηρούσε τα εργαλεία του, ύφαινε τα απαραίτητα στρωσίδια ή ρούχα, κατασκεύαζε τις αποθήκες και τους στάβλους του και επισκεύαζε τις ζημιές τους, με τους μπαχτσέδες του, τα οπωροφόρα του και τα λίγα οικόσιτα ζώα. Αντίστοιχα κάθε κτηνοτρόφος, ακόμα και οι νομάδες, είχε τον κήπο του δίπλα στα μαντριά του, έφτιαχνε τα τουλούμια του για το τυρί από δέρματα συνήθως κατσικιών, ξύλινες βαρέλες για νερό, οι γυναίκες ύφαιναν τα μαλλιά κ.ο.κ. Σήμερα οι εντατικές καλλιέργειες εξαφάνισαν την αυτάρκεια του αγροτικού νοικοκυριού και ένα από τα μεγάλα προβλήματα των κτηνοτρόφων είναι το … πετρέλαιο που χρειάζονται για να κάψουν τα μαλλιά των κοπαδιών.
Πριν τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο ήδη η κτηνοτροφία είχε αρχίσει να συρρικνώνεται και από εξαγωγική δύναμη που ήταν στις αρχές του αιώνα άρχισε να μην καλύπτει τις ανάγκες του πληθυσμού. Αυτό που δεν κατόρθωσαν οι πολεμικές συγκρούσεις και η πολιτική αστάθεια του πρώτου κυρίως μισού του 20ου αιώνα το κατάφερε ο Δυτικός προσανατολισμός των κυβερνήσεων. Η Α. Χατζημιχάλη [11] στα 1955 θα καταγράψει 1.839 τσελιγκάτα (κοινοπρακτικές μορφές οργάνωσης της κτηνοτροφίας) τα οποία ανήκουν σε 7.620 οικογένειες και αριθμούν 1.403.875 κεφάλια ζώα. Η καταγραφή αυτή αφορούσε μόνον τους Σαρακατσαναίους νομάδες κτηνοτρόφους στις περιοχές της θερινής τους διαβίωσης στα βουνά της Πελοποννήσου, Ηπείρου, Μακεδονίας, Στερεάς, Θεσσαλίας και Θράκης. Στα 1983 ο συνολικός πληθυσμός των ζώων της μεταβατικής κτηνοτροφίας στην Ελλάδα μόλις που φθάνει τα 630.000 [12] ζώα σ’ ολόκληρη τη χώρα, ενώ δεν έμεινε ούτε ένα τσελιγκάτο! Η κατάρρευση υπήρξε ραγδαία…
Η εκτατική (κοπαδιάρικη) κτηνοτροφία αντικαταστάθηκε σταδιακά από τα βιομηχανικά εκτροφεία προβάτων και βοοειδών που κι αυτά σήμερα δεν καλύπτουν ούτε το 30% της εγχώριας κατανάλωσης κρέατος. Δεν χρειάζεται νομίζω ν” αναφερθώ στον διατροφικό εφιάλτη της Ευρώπης, τουλάχιστον αυτόν που ανακαλύπτει κατά καιρούς ο Τύπος (σκεφτείτε τι άλλο γίνεται που δεν το μαθαίνει ή το αποσιωπά) ούτε φαντάζομαι στην αναγνώριση των θεσσαλικών προϊόντων στην ιστορική τους πορεία. Κι αφού ούτε τα βιομηχανικά βουστάσια της Δανίας διαθέτουμε, ούτε ταΐζουμε τα ζώα ορυκτέλαια, ας προστατέψουμε τουλάχιστον τα υψηλής ποιότητας γεωργοκτηνοτροφικά μας προϊόντα και φυσικά ας στηρίξουμε (και στηριχτούμε) στην εκτατική μας κτηνοτροφία και στις μικρές εκτατικές καλλιέργειες που μπορούν να αποτελέσουν την μοναδική απάντηση στο σύγχρονο διατροφικό εφιάλτη. Η κάθοδος στο στίβο του παγκόσμιου ή και ευρωπαϊκού ανταγωνισμού, χωρίς την προστασία των προϊόντων και με κόστη παραγωγής πολλαπλάσια των ανταγωνιστών μας (λόγω ορυκτελαίων, οστεάλευρων κ.λ.π.), φαντάζει σαν απονενοημένο διάβημα.
Η Τοπική αυτοδιοίκηση ουσιαστικά μη ανθιστάμενη κι ακολουθώντας άκριτα τις επιλογές της κεντρικής εξουσίας, περιφρόνησε την παραγωγική φυσιογνωμία της περιοχής της και εγκατέλειψε το πρόβλημα στις δυνάμεις της αγοράς η παντοδυναμία της οποίας τείνει να υποκαταστήσει κάθε εθνικό σχεδιασμό σε οικονομικό επίπεδο. Αλλά και το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της ΤΑ περιόρισε τις βασικές της λειτουργίες αφού «ο νεοέλληνας νομοθέτης δεν αξιώθηκε να καταλάβει πως η κοινότητα δεν ήταν μόνο διοικητική περιφέρεια αλλά εστία αναπτύξεως και εφαρμογής των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην πιο συγκεκριμένη τους εκδήλωση» [13]. Οι ρυθμίσεις των αγροτικών χρεών, τόσο σε αγρότες όσο και σε συνεταιρισμούς, παρά το ότι επιβάρυναν τον Έλληνα φορολογούμενο, έχουν αποδειχθεί ετεροχρονισμένες και αναποτελεσματικές. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να βελτιώσουν πρόσκαιρα το χαρτοφυλάκιο της ΑΤΕ και να συγκαλύψουν τις ευθύνες των κυβερνήσεων και των διοικούντων τον αγροτοσυνεταιριστικό χώρο.
Ζούμε στην εποχή όπου η ποσότητα θριάμβευσε υπέρ της ποιότητας με τις ποικίλες ανησυχητικές προεκτάσεις αυτής της διαπίστωσης. Σε όλους τους τομείς της ζωής και ιδιαίτερα στον αγροτικό τομέα αθροίζουμε ποσότητες ενώ καθημερινά χάνουμε γενετικό υλικό. Στην αμπελουργία για παράδειγμα, δεκάδες παλιές ποικιλίες αμπελιών αντικαταστάθηκαν από σύγχρονες ευρωπαϊκές μεγαλύτερης απόδοσης. Ο Αγιορείτης Ευλόγιος Κουρίλας διερεύνησε στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. εκατοντάδες ποικιλίες γνωστές στους αρχαίους, με τα ιδιαίτερα ονόματα και ιδιότητές τους [14]. Από αυτές ελάχιστες υπάρχουν σήμερα και μόνο σε παλιούς αμπελώνες, μη εκμεταλλεύσιμους, στα νησιά ή στα ορεινά της χώρας. Αρκετές ποικιλίες ελληνικών βοοειδών εξαφανίστηκαν χάριν των κρεατοπαραγωγών μοσχαριών υψηλής απόδοσης Σαρολέ, Λιμουζίν και άλλων. Ο Μόκας κι ο Φασούλας στους Καλαρύτες με τα δόντια κυριολεκτικά κρατάνε αμιγή τα κοπάδια τους με τα βραχύσωμα Καλαρυτινά (τα λεγόμενα Μπούτσκα), πρόβατα με τεράστια πλεονεκτήματα έναντι των άλλων.
Αγαπητοί φίλοι δεν σας κρύβω ότι αντιμετωπίζω με μελαγχολία όλη αυτή την υπόθεση. Δεν ξέρω αν υπάρχει πλέον χρόνος προκειμένου να ανατραπεί αυτή η πορεία. Ωστόσο πιστεύω πως το μεγαλύτερο κέρδος από τους προβληματισμούς αυτούς και από όλα αυτά τα κινήματα είναι πως κάποιοι άνθρωποι συνειδητοποιούν καθημερινά πως υπήρχε -και υπάρχει- κι άλλος δρόμος από αυτόν που ακολουθήθηκε. Μια διαφορετική πορεία που απελευθερώνει τον άνθρωπο από οικονομικά, πολιτικά ή άλλου είδους δεσμά και τον μεταμορφώνει σε κυρίαρχο της προσωπικής και κοινωνικής του ιστορίας. Κι αυτό είναι μια ιστορική αλήθεια που θα δυναμώσει την πίστη όσων κουράστηκαν να σέρνονται πίσω από τα τερτίπια του κοινοβουλευτισμού δηλαδή τις υποσχέσεις, τα διλήμματα και τους εκβιασμούς.
Αρκετά όμως ως εδώ και ευχαριστώ για την υπομονή σας.
Παραπομπές
[1] «Αυτό το φαινόμενο οφείλεται, σύμφωνα με τον (Ντίνο σ.δ.) Μαλούχο, (α) στον υλικό και ψυχικό κάματο που προήλθε από την Επανάσταση, (β) στην τεχνική και υλική υπεροχή της Δύσης, (γ) στην έλλειψη ντόπιας ιθύνουσας τάξης, ικανής να αντιμετωπίσει τα μετεπαναστατικά προβλήματα, (δ) στον ρόλο των εξ Ευρώπης Ελλήνων πολιτικών, (ε) στην ευνοϊκή για την Ελλάδα παρέμβαση των δυτικών δυνάμεων». Μελετόπουλος Μελέτης, «Ο Ντίνος Μαλούχος και η επιθεώρηση «Κοινότης»», Περιοδικό Άρδην, τ. 44., όπου και σπουδαίες πληροφορίες για τις δυσχέρειες και την «τύχη» των ιδεών του Κοινοτισμού στην Ελλάδα.
[2] Felix Beaujour «Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδος στην Τουρκοκρατία» (1787-1797), εκδόσεις Τολίδη, Αθήνα 1974.
[3] Λάζαρος Αρσενίου «Η Θεσσαλία στην τουρκοκρατία», σελ. 76, Επικαιρότητα, Αθήνα 2010.
[4] Γρηγόριος Παλαιολόγος «Γεωργική και Οικιακή Οικονομία», τόμος 1ος, Ναύπλιο, εκ της Βασιλικής Τυπογραφίας, 1833 και τόμος 2ος, Αθήνα, ο.π. 1835.
[5] «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ», «Σύγγραμμα κατά μήνα εκδιδόμενον, όργανον των συμφερόντων των απανταχού Ελλήνων κτηματιών, καλλιεργητών της γης και κτηνοτρόφων», υπό Π. Γενναδίου, έτος πρώτον, Αθήνα 1885.
[6] Π. Γ. Γενναδίου, «Φυτολογικόν Λεξικόν, περιλαμβάνον τα ονόματα, την ιθαγένειαν και τον βίον υπερδεκακισχιλίων φυτών, εν οις και τα λόγω χρησιμότητος ή κόσμου καλλιεργούμενα, των οποίων περιγράφονται και η ιστορία, η καλλιέργεια, τα προϊόντα και αι νόσοι», Αθήνα 1914.
[7] 1908, Αλεξάνδρος Παπαδιαμάντης, τόμος Ε’, επιμέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδόσεις Δόμος. «Το βιβλιάριον τούτο, το περιέχον το Καταστατικόν της νεωστί αποκαταστάσης Κοινότητος του μικρού χωρίου Κοσκινά της Καρδίτσης, μοι φαίνεται ως μία αίγλη φωτός, εν φαεινόν βήμα, εν εύηχον κήρυγμα προόδου, ευημερίας και αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων. Η αλλαγή εξουσίας και Κυβερνήσεως, και η φυσική εντεύθεν ανωμαλία, η ζύμωσις η εκ του κομματισμού προερχομένη, η ανεπάρκεια και αφροντισία των Ελληνικών Κυβερνήσεων, των λόγω μεν επαγγελλομένων εκάστοτε την λεγομένην αποκέντρωσιν, πράγματι δε εξασκουσών την συγκέντρωσιν μέχρις αποπνιγμού, και η γειτνίασις του συχνά πλημμυρούντος Παμίσου, όλα ταύτα συλλήβδην υπήρξαν αφορμή όπως μη διοικήται καλώς το χωρίον και φθίνη η Κοινότης. Χάρις τω Θεώ ανέτειλεν επ’ εσχάτων η ευεργέτις πρωτοβουλία νεαρών ευπαιδεύτων ανδρών, τέκνων του αυτού χωρίου, εις το πνεύμα των οποίων επήλθε φωτισμός και ευβουλία, προς άρσιν των κακών τούτων και το ανά χείρας βιβλιάριον δύναται να χρησιμεύση ως υπόδειγμα πώς πρέπει να διευθύνωνται εκασταχού αι κοινοτικαί περιουσίαι. Οι γεωργικοί πληθυσμοί της Θεσσαλίας και της Ελλάδος, οίτινες αποτελούσι την βάσιν της κοινωνίας, και πρέπει να σεμνύνωνται δι’ αυτό, ας λάβωσι διδάγματα και ας καρπωθώσιν ωφελήματα εκ του διαυγούς τούτου Καταστατικού, του περιποιούντος τιμήν εις εκείνους οίτινες το υιοθέτησαν και το κατήρτισαν, και, συν Θεώ αρωγώ, τάχ’ αύριον έσσετ’ άμεινον. Το μέλλον αναγκαίως θα είναι καλύτερον του παρελθόντος».
[8] Μελετόπουλος Μελέτης, ό. π.
[9] Κ. Δ. Καραβίδα «Αγροτικά», «Έρευνα επί της οικονομικής και κοινωνικής μορφολογίας εν Ελλάδι και εν ταις γειτονικαίς σλαυϊκαίς χώραις», Μελέτη Συγκριτική, Παράρτημα του ΣΤ» τεύχους του Γεωργικού Δελτίου, Αθήνα 1931.
[9a] Κ. Δ. Καραβίδα, ό π., σελ ιδ. Έτσι περιγράφει ο ίδιος την σημασία που έδωσε ο Υπουργός στην έκθεσή του: «Και η μεν παλαιοτέρα εκείνη έκθεσις, δυστυχώς ή ευτυχώς, απωλέσθη κατά τον ίδιον έτος το 1929, αν και ογκωδεστάτη, εις χείρας του κ. Υπουργού επί των Εξωτερικών -έτσι τουλάχιστον εδικαιολογήθη το πράγμα εκ των υστέρων».
[10] Σπύρος Κουτρούλης, «Ο κοινοτικός συνεργατισμός και ο Κ. Καραβίδας», Περιοδικό Άρδην τ. 44.
[11] Χατζημιχάλη Α.: «Σαρακατσάνοι», τ. Α., Αθήνα 1975.
[12] Ψυχογιός Δ., Παπαπέτρου Γιούλη: «ΟΙ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΝΟΜΑΔΩΝ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΩΝ», άρθρο στο «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ», Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα 1987.
[13] Νικόλαος Πανταζόπουλος «Κοινοτισμός και τοπική αυτοδιοίκηση», άρθρο στην εφ. MAKΕΔΟΝΙΑ, Κυριακή 07.11.2010.
[14] Ευλογίου Κουρίλα Λαυριώτου «Οι Αμπελώνες του Άθω» Θεσσαλονίκη 2001 (απόσπασμα από το έργο «Άθως, φως εν σκότει», Αθήνα 1935).