(Από τη στήλη, "Γράμματα στην κόρη μου", περιοδικό ΜΟΝΟ, 13/3/2012)
Αγαπημένη μου Βέρα,
Σου έχω καλά νέα και κακά νέα. Τα καλά νέα είναι ότι, επιτέλους, μπαίνει η Άνοιξη, κι αφήνουμε πίσω τον σκληρό χειμώνα του 2012. Κι ακόμη ότι εσύ έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου και καλά θα κάνεις να κλείσεις τ’ αυτιά σου στις σειρήνες της μοιρολατρίας και της ταπείνωσης. Να φαντάζεσαι και να απαιτείς ένα μέλλον όμορφο, να μετατρέψεις την αποτυχία της δικής μου γενιάς σε επιτυχία της δικής σου.
Τα κακά νέα είναι ότι η εκκίνησή σου γι’ αυτό το όμορφο μέλλον έχει πολλά βάρη. Κάθε παιδί της ηλικίας σου, ακόμη κι εκείνα που μόλις τώρα γεννιούνται, έχουν στην πλάτη τους ένα βάρος περίπου 38.500 ευρώ. Οφείλουν να υπάρξουν για να το ξεπληρώσουν. Λέγεται χρέος. Θα μου πεις, πώς είναι δυνατό να αποκτήσει κανείς ένα χωρίς καν να έχει κάνει την πρώτη του συναλλαγή. Και σε ποιους το οφείλει. Αυτό είναι εύκολο να απαντηθεί, το έχει ψυχανεμιστεί κάθε παιδί της ηλικίας σου που ακούει ότι «η πατρίδα οφείλει να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της έναντι των πιστωτών της», είτε είναι τράπεζες είτε κράτη που δανείζουν δανειζόμενα τα ίδια από άλλες τράπεζες, που κι αυτές με τη σειρά τους έχουν δανειστεί από άλλους. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στο επικίνδυνο συμπέρασμα ότι τελικά πατρίδα είναι οι ίδιες οι τράπεζες, κι ότι τα σύνορα που πρέπει να υπερασπιστούμε σε περίπτωση απειλής είναι τα τραπεζικά γκισέ, ότι τα όπλα που οφείλουμε να σηκώσουμε δεν είναι παρά η αγόγγυστη διάθεση χρόνου και χρήματος στα θησαυροφυλάκιά τους.
Να, λοιπόν, Βέρα μου, το καινούργιο άλμα στην ανθρώπινη εξέλιξη. Από τον homo habilis, στον homo erectus, στον homo sapiens, κι απ’ αυτόν στον homo sapiens sapiens, κι έπειτα στον homo faber για να καταλήξουμε στον homo debitor. Σε μπέρδεψα με τα λατινικά; Ωραία, το αποκαθιστώ: ικανός άνθρωπος, όρθιος άνθρωπος, σοφός άνθρωπος, σοφότατος άνθρωπος, δημιουργός άνθρωπος, οφειλέτης άνθρωπος. Θα αναρωτηθείς, Βέρα μου: πού πήγε η σοφία και η δημιουργικότητα του ανθρώπου, πού τις σπατάλησε ώστε να καταντήσει ένας χρεωμένος άνθρωπος; Η πρόχειρη απάντηση που μπορώ να σου δώσω είναι ότι από τότε που η σοφία και η δημιουργικότητα έγιναν εμπορεύματα και ανταλλάξιμες αξίες, από τότε που όλα τα προϊόντα της ανθρώπινης διάνοιας χρειάστηκε να αποσπαστούν από την αξία που έχουν για τον καθένα μας σαν μέσα επιβίωσης ή απόλαυσης και να χαθούν μέσα στην αφηρημένη αξία του χρήματος, οι άνθρωποι εκχώρησαν ένα μεγάλο μέρος της δύναμης και της σοφίας τους στους κατόχους του χρήματος.
Κατά τη γνώμη μου αυτό ήταν απίστευτη βλακεία, καθώς έδωσαν συντριπτική εξουσία σε κάτι που από μόνο του ούτε τρώγεται, ούτε πίνεται, ούτε με οποιονδήποτε τρόπο μπορεί να ικανοποιήσει οποιαδήποτε ανάγκη ή επιθυμία. Φαντάσου έναν κόσμο έπειτα από μια απίστευτη φυσική καταστροφή που έχει αφανίσει κάθε τι εκτός από τους ανθρώπους, τις κατσαρίδες και το χρήμα. Τι πιστεύεις ότι θα έχει μεγαλύτερη αξία για τον άνθρωπο; Το χρήμα ή οι κατσαρίδες;
Ίσως, γι’αυτό, είναι χρήσιμο να ανατρέξουμε στη σοφία της ελληνικής γλώσσας- υποθέτω και κάθε άλλης αρχαίας γλώσσας που διασώζει την πρωταρχική αλήθεια των εννοιών. Το χρήμα, όπως και το χρέος, είναι παράγωγα του ρήματος χράομαι –χρώμαι, που σημαίνει χρησιμοποιώ κάτι, καρπούμαι, αλλά και υποφέρω, έχω σχέση οικειότητας, είμαι φίλος με κάποιον. Από το χρώμαι πάμε πρώτα στη χρεία, την ανάγκη, έπειτα στη χρήση, μετά στο χρήμα που πριν πάρει την έννοια του μέσου συναλλαγής, σημαίνει κάθε τι χρήσιμο για τον άνθρωπο, κάθε τι που μεταχειρίζεται, που έχει ανάγκη, που γίνεται πόρος ζωής. «Πάντων χρημάτων μέτρων άνθρωπος εστίν», έλεγε ο Πρωταγόρας, και δεν εννοούσε τα νομίσματα. Γι’ αυτό και το χρέος, πριν εμφανιστούν οι χρεάραπαγες, οι χρεαγωγοί, οι χρεοκοπίδες, οι χρηματιστές, οι χρηματοφθόροι, οι χρηματοφύλακες και οι χρηματολαίλαπες, πριν όλοι αυτοί γίνουν δυνάστες των απλών όρθιων, σοφών, σοφότατων, δημιουργικών ανθρώπων, το χρέος, λοιπόν, σήμαινε υποχρέωση, καθήκον, ποινή, σκοπό, πεπρωμένο και μόνον εσχάτως το οφειλόμενο δάνειο.
Πριν, λοιπόν, αποδεχθούμε την κατάσταση του homo debitor, του χρεωμένου ανθρώπου, σαν φυσική εξέλιξη του είδους μας, πριν αναλάβουμε το χρέος σαν βάρος που μας κληροδότησε η ίδια η φύση μας, ας ρωτήσουμε το χρήμα: ποιος σ’ έφτιαξε. Ας ρωτήσουμε τους κατόχους του: πού το βρήκατε; Κι αν τα ερωτήματα αυτά σου φαίνονται ηλίθια, ας προσθέσουμε το πιο καίριο: Μπορεί η ανθρωπότητα να ζήσει χωρίς χρήμα, άρα και χωρίς χρέος; Βεβαίως! Όπως το έκανε για χιλιάδες χρόνια, πριν ευτελίσει την ανθρώπινη σχέση σε σχέση δανειστή-οφειλέτη. Κι όπως, κατά κάποιο τρόπο, το κάνει και σήμερα κάθε άνθρωπος που καλλιεργεί τη γη, παράγει εργαλεία, κατασκευάζει ρομποτικά μηχανήματα, στέλνει διαστημόπλοια στο διάστημα, ανακαλύπτει καινούργια γνώση, φτιάχνει εκπληκτικά γκάτζετ επικοινωνίας, ζωγραφίζει, φιλοσοφεί, οραματίζεται το μέλλον. Μ’ αυτά τρέφεται, αναπαράγεται, διασκεδάζει, γίνεται ευφυέστερος και ευτυχής ο homo debitor, όταν του το επιτρέπουν οι πιστωτές του, οι επιδέξιοι δημιουργοί του χρήματος. Αυτοί, τι ακριβώς παράγουν εκτός από αέρα κοπανιστό;
Μήπως σε μπέρδεψα περισσότερο, Βέρα μου; Ο.Κ., θα προσφύγω στη γονεϊκή αυθεντία για να σου πω το συμπέρασμα: το μόνο φυσικό χρέος που έχει ο άνθρωπος από τη γέννησή του είναι ο θάνατος. Κανένα άλλο. Κι απ’ αυτό το χρέος πηγάζει η ανάγκη για μια ζωή συναρπαστική, αλλά χωρίς χρέος. Και χωρίς πιστωτές.
ΚΙΜΠΙ