Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Μάγοι (αναδημοσίευση)


Σε κάθε γωνιά αυτού του κόσμου
υπάρχουν πάντα εκείνοι 
που εγώ τους λέω μάγους. 
Μάγοι, λοιπόν, για μένα είναι όσοι αναπνέουν, 
όχι απλά για να ζουν, 
αλλά όσοι κάνουνε ζωή την κάθε τους ανάσα. 

Είναι αυτοί που, 
μετά από κάθε αντάμωμα, 
νοιώθουν και εκείνα που δεν είπατε και εκείνα που δεν ζήσατε παρέα. 
Είναι εκείνοι 
που απαιτούν από το σύμπαν 
να δώσει λίγο από το άπειρό του στους απελπισμένους. .....

Είναι εκείνοι 
που δείχνουν το δρόμο στο νερό, 
εκείνοι που αφηγούνται τις ιστορίες μας στα δέντρα. 
Είναι εκείνοι 
που αντέχουν ν’ αντικρίζουν όσα μισούν και άδολα να τα νοιάζονται. 
Είναι εκείνοι 
που σέβονται ό,τι πάλεψε, ό,τι ονειρεύτηκε και ό,τι λάτρεψε ο άνθρωπος.
 Είναι εκείνοι 
που ησυχάζουν, μόνο, όταν τα παιδιά γελάνε. 
Είναι όλοι αυτοί 
που μοιράζονται τις θύμισες 
και όλοι αυτοί που γίνονται η έμπνευση ή η αρχή. 
Είναι αυτοί 
που αναγνωρίζουν και ξετρυπώνουν τα όμορφα από παντού. 
Είναι αυτοί 
που κάποτε μπορεί ν’ αρνηθήκαμε, να χλευάσαμε, να φοβηθήκαμε, 
να βιαστήκαμε να μιλήσουμε γι’ αυτούς... 
Σειρά μας… 
Μάγοι να γίνουμε και μεις... 

Βίκυ Δερμάνη ΛΥΧΝΟΣ ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ

μουσική
Skellig by Loreena McKennitt

Εκ-ποίηση ψυχών (αναδημοσίευση)



Tου ΓΙΩΡΓΟΥ Χ.ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ 

Πόνος, δυστυχία, θάνατος. Μία 90χρονη γυναίκα στην Άρτα καίγεται ζωντανή απ’ το μαγκάλι της. Φυσάει στις στοές, όπου βρίσκουν καταφύγιο οι ανέστιες ψυχές. Κι όμως «…με τα δάκρυά σου/θα φτιάξω φτερά» αναφωνεί ο ποιητής και ο φίλος από τις όχθες του Σηκουάνα μας δίνει κουράγιο, επιμένοντας πως «Η ποίηση θα σώσει τον κόσμο»! Παραβλέπει, όμως, ότι σήμερα εκλείπουν οι ποιητές που ξεσήκωναν τα κύτταρα και ανέτρεπαν τα καθεστώτα, καταγγέλλοντας «κάθε κενότητα (που) αναπαύεται ανώδυνα σε κατακτημένες αποσκευές»....

Τώρα, Τίποτα. Ούτε πάθη ούτε αδυσώπητα λεπίδια του πόθου ούτε αγάπες αλήτισσες. Τίποτα. Δεν υπάρχει ποίηση πια, μόνο η εκ-ποίηση από το ΤΑΙΠΕΔ της περιουσίας και της ταυτότητάς μας. Αλλά εκεί που περιμένεις πως το «τίποτα» θα ισοπεδώσει ανθρώπους και ψυχές, αίφνης «από’ να τίποτα γίνεται ο παράδεισος», στήνεται η γιορτή της αναγέννησης του ανθρώπου και ο φίλος αληθεύει. 

Γιατί οι άνθρωποι ξαναζούν «απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε μια θέση στη ζωή των άλλων» και η δυστυχία γίνεται ελαφρύτερη όταν μοιράζεται. Δύο ποτήρια μπρούσκο και το τραγούδι παροξύνει το χάος, ανακατεύει τη λάσπη του βυθού και μέσω των επαναδομημένων συναισθημάτων ανασυνθέτει τον κόσμο. Η ποίηση, έτσι, γίνεται βίωμα, επιβίωση και τρόπος ζωής. 

Όμως στη νεοπλατωνική εποχή μας οι ποιητές εξορίζονται από τους πειθαρχικούς μηχανισμούς των στρατιωτικοποιημένων νεοφιλελεύθερων κοινωνιών της αέναης κρίσης και της διαρκούς έκτακτης ανάγκης! Αντί για την ποίηση, κυριαρχεί η «εκποίηση», η θηλιά που αποκαλείται «ανάσα» και τα ψέματα που είναι κρυμμένα στις γενικεύσεις, στις συνδηλώσεις των λέξεων, εκεί όπου η καταλήστευση των ανθρώπινων ζωών παρουσιάζεται σαν σωτηρία. Παντού ψέματα αναμεμιγμένα με τρομοκρατικό φόβο, το φόβο της χρεοκοπίας, την ανασφάλεια και τη διαλυτική λειτουργία του κοινωνικού αυτοματισμού. Πιο απάνθρωπος, εντέλει, κι από τον μισό μισθό, τη μισή σύνταξη, τη μισή αποζημίωση και τη μισή ζωή είναι ο εμπαιγμός των άνεργων νέων, των γυναικών και των γερόντων! Γιατί δεν είναι μόνο τα χρήματα που αφαιρούνται. Πάνω απ’ όλα αφαιρούν την αξιοπρέπεια, την ανθρώπινη υπόσταση καθώς η ανέχεια αποανθρωποποιεί. 

Κι όμως, από μια σπίθα, από ένα ίχνος-μνήμης, από ένα τίποτα ξαναφτιάχνεται ο παράδεισος, όπου οι ψυχές ξανασυναντιώνται δημιουργώντας μία ισχυρή εκρηκτική ύλη. Αυτός ο εκρηκτικός μηχανισμός εξουδετερώνεται μέσω της τεχνητής, της ακίνδυνης δικτύωσης(της επιφανειακής ομαδοποίησης) σε σεξουαλικές, εθνοτικές, ποδοσφαιρικές, μουσικές, ενδυματολογικές και άλλες «φυλές». Αυτή η πολιτική και κοινωνική πολυδιάσπαση επιδιώκει την εξουδετέρωση της ισχύος της ποιητικής, οραματικής συνάντησης των «κάτω», της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Γι’ αυτό ακόμα και η μορφή της πατριωτικής οικειοποίησης του καταναλωτισμού, όπως στο «αμερικανικό όνειρο», έχει καταστεί μια τεράστια, εθνική κατάθλιψη. 

Απαιτείται, συνεπώς, η διαμόρφωση μιας νέας αξιακής πρότασης, μιας νέας διευρυμένης οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οικολογίας που θα λαμβάνει υπόψη της τόσο το χρόνο και τα όρια της φύσης όσο και τη βελτιστοποίηση της ποιότητας των συνθηκών ζωής του ανθρώπου, δηλαδή, μία ποιοτική και όχι ποσοτική ανάπτυξη, μία ανάπτυξη που θα προοιωνίζεται τον «παράδεισο» όλων και όχι μόνο των λίγων!

Εμένα οι φίλοι μου… (αναδημοσίευση)



Πάνος Μουχτερός Κακώς Κείμενα

Εμένα οι φίλοι μου...
...είναι διαφορετικοί μετά την κρίση. Τα γέλια, οι χειρονομίες, τα βλέμματα, οι αγκαλιές, όλα αλλάξανε, λιγοστέψανε, κρυφτήκανε σε ένα θλιβερό καβούκι ανασφάλειας. Εκείνο το χαρακτηριστικό χτύπημα στην πλάτη που έδειχνε μια εξ αρχής ανάγκη να αισθανθείς τον άλλο, χάθηκε κι αυτό.

Στη θέση του μπήκε η ελεγχόμενη απόσταση, σαν την ελεγχόμενη χρεοκοπία...
Λες και κουβαλάμε όλοι ένα νέο είδος αρρώστιας που μας αποτρέπει από το να πλησιάζουμε τους υπόλοιπους ανθρώπους, μήπως και κολλήσουμε κανένα μικρόβιο. Είναι σα να φοράμε εκείνες τις μάσκες με τις οποίες κυκλοφορούνε οι κάτοικοι περιοχής που έχει υποστεί πυρηνική καταστροφή. Μάσκες. Πολλές μάσκες.

Η μάσκα του φόβου, η μάσκα της υποκρισίας, η μάσκα του πόνου, όλοι φορέσαμε κι από μια διαφορετική και βγήκαμε να ξεφαντώσουμε σε τούτο το καρναβάλι της τρέλας, ενώ κανείς δεν μπορεί να δει τα χαρακτηριστικά του άλλου καθαρά. 

Εμένα οι φίλοι μου...
...φύγανε για τα ξένα. Αφήσανε τη χώρα τούτη καθώς βουλιάζει σαν καράβι πολυτελείας που στην πορεία αποδείχθηκε σάπιο και σαθρό. Φύγανε, όχι γιατί το θελήσανε, αλλά γιατί σπρωχτήκανε με το στανιό στα βαγόνια της ξενιτιάς, αφήνοντας πίσω μανάδες να στέλνουν πάλι γράμματα. Αφήσανε όμως και τους φίλους τους πίσω. Και η ξενιτιά είναι διπλή όταν ξεριζώνεσαι από τη γη των φίλων. Τι να σου κάνουν τα ρομποτικά ταχυδρομεία, τα άψυχα προσωπάκια σε οθόνες από σκονισμένους υπολογιστές, σε σχέσεις "εξ αποστάσεως", που ποτέ δεν καλύπτουν τις άμεσες στιγμές σου, εκείνες που θέλεις να ξεσπάσεις, εκείνες που επειγόντως έχεις ανάγκη να βρεις κάποιον και να μιλήσεις. Και χτυπιέσαι και καταριέσαι τη χώρα σου γιατί σου πήρε το μισθό, τη δουλειά, την αξιοπρέπεια, αλλά περισσότερο σε πονά που σου πήρε και τα πρόσωπα εκείνα που μπορούσες να εμπιστευτείς και να ανοιχτείς και να φανερώσεις τα εσώψυχά σου. 

Εμένα οι φίλοι μου...
...δεν ανοίγονται πια. Καθώς μιλάς μαζί τους, βλέπεις ότι ο νους τους ταξιδεύει μακρυά, και κουνάνε συγκαταβατικά το κεφάλι, αλλά στην πραγματικότητα δεν λένε τίποτα και δεν ακούνε τίποτα από όσα τους λες. Προσποιούνται ότι συζητάνε, ενώ στην ουσία δε συνομιλούνε με κανέναν άλλο παρά μόνο με τον εαυτό τους. Και τους ρωτάς τις επόμενες ημέρες για εκείνο το γεγονός που σε είχε σακατέψει, που σε προβλημάτιζε, και εκείνοι δεν θυμούνται σχεδόν τίποτα. Και προσπαθείς να προσεγγίσεις την αγωνία τους, να βρεις τα κουμπιά εκείνα που θα ξεκλειδώσουν τις ταμπουρωμένες γωνιές τους, αλλά τότε κλείνονται ακόμα περισσότερο στις μύχιες σκέψεις τους. Είναι λες και δειλιάζουν να δείξουν τις πληγές τους, να τις βγάλουν στο φως, μήπως και θεωρηθούν κι εκείνοι ευάλωτοι, εύθραυστοι και πληγωμένοι. Όχι, δεν γουστάρουν καμία θεραπεία, γιατί, στην τελική, ποιος νομίζεις ότι είσαι εσύ που θα τους θεραπεύσεις; 

Εμένα οι φίλοι μου...
...δεν έχουν χρόνο για φιλίες. Στο λαχανητό της επιβίωσης, η φιλία κατήντησε περιττό περίσσευμα. Θυμίζει πια εκείνα τα παραπανίσια ψώνια που έριχνες στο καλάθι του σούπερ μάρκετ, εκείνες τις εποχές που τα συναισθήματα και τα πορτοφόλια ήταν παχυλά. Ναι εκείνα τα χαζά και άχρηστα που εσύ τα ψώνιζες σχεδόν ψυχαναγκαστικά για να έχεις την αίσθηση ότι ψωνίζεσαι πλήρως. Οι επαφές των ανθρώπων πλέον μικρύνανε, από καρότσι γίνανε καλάθι, χωράνε πολύ λιγότερους και για σύντομα χρονικά διαστήματα. Μετά τον ελεύθερο χρόνο, το χρόνο για πολιτισμό, για έρωτα, λιγόστεψε και ο χρόνος για τους φίλους. Εδώ δεν έχουμε πια χρόνο για να ασχοληθούμε με τον εαυτό μας, θα σπαταλήσουμε λεπτά και ώρες και δευτερόλεπτα σε ανούσιες φιλικές ενασχολήσεις; 

Εμένα οι φίλοι μου...
...συμπιέζονται ανάμεσα σε όνειρα και εφιάλτες. Από το πρώτο πρωινό τους ξύπνημα, κουβαλάνε ένας βάρος στην καρδιά, στα βλέφαρα, στην ψυχή τους. Βαραίνουν τα πόδια τους τα ίδια, πάνω στο στίβο του "υγιούς" ανταγωνισμού, των συγκρίσεων και των συγκρούσεων. Τι κατάφερες εσύ, τι δεν πρόλαβα εγώ, σε πόσα τετραγωνικά θέλεις να μετρηθούμε, εντάξει, πως κάνεις έτσι, ήταν ένα απλό πισωγύρισμα αυτό, άλλοι πεθαίνουνε για ένα κομμάτι ψωμί, δεν είναι δα και σπουδαίο που γύρισα πίσω στους γονείς μου, τι στο διάολο θέλεις πια και δήθεν ενδιαφέρεσαι για ΄μένα και με ψάχνεις συνεχώς για να πιούμε έναν γαμημένο αγχωτικό καφέ και να τα πούμε και να μου πεις ότι χάθηκα, ότι χάνεσαι, ότι έχουμε χαθεί. Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά. Και πετάνε.

Και χάνονται.

Κάτι θα ξαναγεννηθεί, αλλά θα διαφέρει απ’ ό,τι ξέρουμε (αναδημοσίευση)


Συνέντευξη της Ροσάνα Ροσάντα στον Μάρκο Μπερλίνγκουερ.
Δημοσιεύτηκε στις 18 Νοεμβρίου 2012, στην εφημερίδα «Pubblico».
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς
από  left.gr

Η Ροσάνα Ροσάντα ζει στο Παρίσι εδώ και πολλά χρόνια. Το σπίτι της βλέπει στο Σηκουάνα, στην Αριστερή Όχθη, φυσικά. Το κτίριο του 19ου αιώνα έχει μια ξεχωριστή αύρα. Στο διαμέρισμά της, μου λέει ότι υπήρχε το τυπογραφείο της Κολέτ. Σ’ αυτή την παρισινή γωνιά ήλθα να της πάρω συνέντευξη. Της εξήγησα ότι έχουμε έναν ιδιαίτερο χώρο αφήγησης στην εφημερίδα Pubblico, που εμείς ονομάζουμε what‘s left. Ήταν περίεργη να μάθει για μας και για τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα: «Τι εννοεί ως αριστερά ο διευθυντής σου;», με ρωτάει.  

Της απαντάω ότι νομίζω ότι απ’ αυτή την άποψη ο διευθυντής έμεινε κολλημένος στο πέρασμά του από τη Fgci (τη νεολαία του ΙΚΚ) στα μισά της δεκαετίας του ’80. Αυτό την εξέπληξε και νομίζω ότι τη διασκέδασε: «Όσο περνάει ο καιρός - μου είπε -βρίσκω όλο και πιο υπέροχο εκείνο το κόμμα, το ΙΚΚ, στο οποίο έκανα πολλή κριτική. Υπήρξε ένα μεγάλο οικοδόμημα».

Την κοιτάζω, για μια στιγμή. Θυμόμουν τη Ροσάντα στη λογοτεχνική εικονογραφία του Manifesto: την αυστηρή και σοβαρή διανοούμενη. Και αντίθετα τη βρίσκω γλυκομίλητη και περίεργη. Μιλάμε πολύ, τρεις ώρες. Ξεκινάμε από το ίντερνετ («Θα επιβιώσουν οι εφημερίδες με το διαδίκτυο;») για να καταλήξουμε στη Λατινική Αμερική («καταλαβαίνω ότι έκαναν σπουδαία πράγματα, αλλά εγώ δεν βλέπω αυτό το μοντέλο»). Στο τέλος, από δω το πάμε, από κει το πάμε, αντιλαμβάνομαι ότι μιλήσαμε κυρίως για ιστορία και για το 1900. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς με ένα «κορίτσι του περασμένου αιώνα», για να μείνουμε στην εικόνα την οποία επέλεξε να δώσει ως τίτλο της αυτοβιογραφίας της.

Σ’ αυτό το μεγάλο διάλογο αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν τρεις φάσεις που σημαδεύουν την αφήγησή της. Η πρώτη είναι η ένταξή της στον κομμουνισμό, στο ΙΚΚ. Είμαστε στο 1943, μετά την 23η Ιουλίου, στο Μιλάνο. (Στην ανάμνηση αυτή χαμογελάει). «Είχα ακούσει να λένε ότι ο Αντόνιο Μπάνφι (ΣτΜ κομμουνιστής φιλόσοφος, καθηγητής της Ροσάντα στο πανεπιστήμιο) ήταν κομμουνιστής. Και πήγα να τον ρωτήσω. «Αλήθεια;». Έτσι, σαν χαζή.

Κι αυτός;
Μου απάντησε: «Γιατί με ρωτάτε;». Μου έδωσε βιβλία να διαβάσω. Ξαναγύρισα μετά από μια εβδομάδα, του είπα: «Ωραία. Και αν κάποιος ήθελε να εφαρμόσει αυτές τις ιδέες;». (Μα αυτό που είναι σημαντικό σήμερα για τη Ροσάντα, είναι να εξηγήσει, πέρα απ’ αυτό το επεισόδιο, πόσο μπορούσε να ήταν εύκολη η ένταξη στον κομμουνισμό ενός κοριτσιού μιας αστικής «α-φασιστικής» οικογένειας).

Γιατί;
Επειδή η αστική κουλτούρα ήταν από το 1800 διαποτισμένη με προοδευτικές ιδέες και ιδέες ισότητας. Βλέπεις, ο πατέρας μου, για παράδειγμα, είχε διαμορφωθεί με γνώμονα τον Τολστόι, τον Ρούντολφ Στάινερ. Όταν κατάλαβε ότι είχα μπει στην Αντίσταση - επειδή η αστυνομία ήρθε να κάνει έρευνα στο σπίτι - με ρώτησε ανήσυχος: «Μα με ποιους πήγες;».

Κι εσύ του είπες την αλήθεια;
Όταν έμαθε ότι ήμουν με τους κομμουνιστές, μου είπε: «Πάλι καλά!». Η αστική τάξη μπορεί να ήταν και φασιστική. Μπορεί να ήταν και μετριοπαθής. Μπορεί να νόμιζε ότι η ανισότητα θα υπήρχε πάντα. Δεν υπήρχε όμως αυτή η ιδέα που συναντάμε σήμερα: η φτώχεια σαν ενοχή. Η ανισότητα σαν αξία.

Η δεύτερη πράξη αυτής της προσωπικής και συλλογικής ιστορίας λαμβάνει χώρα στη δεκαετία του ‘60. Μα η αφήγηση δεν αφορά την υπόθεση του Manifesto.

Τι συνέβη σ’ εκείνα τα χρόνια;
Υπήρξε μια ανθρωπολογική μετάλλαξη. Ο Χομπσμπάουμ την αφηγείται ωραία. Όλα αλλάζουν. Υπάρχει η μεγάλη ανάπτυξη. Η μαζική κατανάλωση. Οι γυναίκες μπαίνουν στην αγορά εργασίας. Η μαζική φοίτηση των παιδιών στα σχολεία.
Αρχίζει η κριτική στα κόμματα. Αρχίζει εκείνη η απόκλιση μεταξύ κομμάτων, κινημάτων και κοινωνίας, που ίσως σήμερα να έφθασε το απώτερο σημείο της.
Ξεσπάνε τα κινήματα, πρώτα τα φοιτητικά, μετά τα εργατικά. Το ΙΚΚ και τα κόμματα δεν τα καταλαβαίνουν. Θυμάμαι ότι ήταν έκπληκτα απ’ αυτό το κύμα που διαμορφωνόταν έξω απ’ αυτά. Οι γηραιότεροι, άνθρωποι τύπου Σέκια και Τερατσίνι, σκέφτονταν: «Αν οι εργάτες κινήθηκαν χωρίς το ΙΚΚ, πρέπει να υπάρχει κάποιο λάθος».

Στην αυτοβιογραφία της, η οποία σταματά εδώ, στο 1969 -κι αυτό έχει τη σημασία του- η Ροσάντα, αναφερόμενη στην ομάδα του Manifesto, λέει: “Ελπίζαμε ότι θα ήμασταν μια γέφυρα ανάμεσα σ’ αυτές τις νέες ιδέες και στη σοφία της γέρικης αριστεράς: δε λειτούργησε”. 

Τέλος, ερχόμαστε στην τρίτη φάση: αναπόφευκτα, λαμβάνει χώρα στο τέλος της δεκαετίας του 80.

Τι ήταν για σένα το 1989;
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ λόγω εσωτερικής έκρηξης. Ίσως όμως να είναι πιο εκπληκτική η στροφή της Κίνας: ένα κομμουνιστικό κόμμα που γίνεται θιασώτης του καπιταλισμού. Αν μου το είχαν πει δέκα χρόνια νωρίτερα, δεν θα το είχα πιστέψει. Για την ιδέα της αριστεράς υπήρξε μια μοιραία μετάβαση.

Γιατί;
Γιατί -είτε μας άρεσε είτε όχι- μέχρι τότε υπήρχαν δύο στρατόπεδα, δύο κουλτούρες, δύο πραγματικότητες. Από εκείνο το σημείο, απομένει μόνο ένα. Και απομένει μόνο μια ερμηνεία που λέει: ο καπιταλισμός - ο κοινωνικός δαρβινισμός - είναι μια φυσική κατάσταση. Ο σοσιαλισμός, η ισότητα, είναι αυταπάτες. Είναι μια ουτοπία. Μια λέξη που σιχαίνομαι. Εκεί είναι που η προοδευτική κουλτούρα του 1800, κι εκείνη η σοσιαλιστική, αόριστη ιδέα, εξαφανίζεται. Και μαζί της, κατά κάποιον τρόπο, καταποντίζεται και η ίδια η ιδέα της αριστεράς. Γιατί για μένα αυτό είναι αριστερά. Μια ηθική της ισότητας. Αν θέλεις, πρόκειται για μια ιδέα που προέρχεται από τη γαλλική επανάσταση. Δεν είναι ένα ζήτημα οικονομικής τάξης, αλλά πολιτικό, ηθικό. Γιατί σε επίπεδο λειτουργίας και τα δύο συστήματα μπορούν να σταθούν όρθια. Αριστερά είναι αυτός ο αγώνας ενάντια στις αδικίες του κόσμου μέσα από μια ιδέα ιδιοκτησίας που τη διαχειρίζεσαι πολιτικά.

Eδώ ήθελες να καταλήξεις;
Ναι, γιατί αν το δεις έτσι, το ερώτημα από πού να ξαναρχίσει η αριστερά, είναι πολύ περίπλοκο.

Τι είναι αυτό που περιπλέκει την απάντηση;
Τι συνέβη; Τι δε λειτούργησε; Αυτά τα ερωτήματα πρέπει να απαντηθούν. Όχι τι έκανε μέχρι σήμερα η αριστερά, η οποία ξέφυγε απ’ αυτά τα ερωτήματα. Δεν το έκανε εκείνη η χίμαιρα, εκείνη η σούπα, εκείνος ο κένταυρος που σήμερα λέγεται Δημοκρατικό Κόμμα. Ούτε κι αυτοί που εξακολουθούν να αυτοαποκαλούνται κομμουνιστές. Υπάρχει όμως και μια δεύτερη ανθρωπολογική μετάλλαξη, που συμβαίνει στις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90. Εκείνη η γενιά μετά το 89, η οποία - «εξαιτίας και των συνεπειών της τεχνολογικής επανάστασης» - χάνει το νήμα της συνέχειας με το παρελθόν, «σαν η εμπειρία να παύει πια να είναι μεταδόσιμη».

Η Ροσάνα αναφέρεται σε δύο επεισόδια που εντυπώθηκαν στο μυαλό της.

Να ξεκινήσουμε από το πρώτο;
Το πρώτο είναι αυτό που συνέβη όταν ο Πιντόρ έγραψε ένα κύριο άρθρο τη δεκαετία του ‘90 για την έπαυλη του Μπερλουσκόνι με τα 16 μπάνια.

Γιατί το θεωρείς τόσο σημαντικό;
Για κείνον ήταν σαν να έλεγε: δεν μπορεί να είναι σωστός άνθρωπος. Μέσα σε τόσο πλούτο, υπήρχε κάτι λανθασμένο και ανήθικο. Θα το είχε γράψει και ο πατέρας μου. Κι όμως ήταν μια παταγώδης αποτυχία. Είχε ένα βουνό από αρνητικές κριτικές. Είχε συμβεί κάτι. Είχαν αλλάξει οι αξίες.

Και το δεύτερο επεισόδιο;
Είναι πιο πρόσφατο. Είχα πάει ταξίδι στην Ιταλία, παρουσίαζα το βιβλίο μου σε ένα πανεπιστήμιο. Μια νεαρή γυναίκα, μάλιστα και με μεταπτυχιακό, εργαζόταν εκεί ως γραμματέας με επισφαλή σχέση εργασίας.

Και τι συνέβη;
Ήταν ευγενική μαζί μου, αλλά μου είπε: «Εγώ απ’ αυτά που λέτε -ότι με τις σπουδές, με την ένταξη σε ένα κόμμα, σε ένα συνδικάτο, μπορεί να αλλάξει κάτι - δεν πιστεύω τίποτα».
Δυστυχώς δεν με εκπλήσσει...Αυτό το νέο κορίτσι αντιπροσωπεύει μια απελπισία που η γενιά μου δε γνώρισε. Σκέψου: ο πατέρας μου πτώχευσε στην κρίση του ‘29. Θυμάμαι που μας πήραν τα χαλιά. Πέσαμε σε μεγάλη στενότητα. Ζούσαμε σε δύο δωμάτια. Κι όμως εγώ θυμάμαι εκείνη τη σατανική περηφάνια να νιώθουμε διανοούμενοι. Αυτή τη σιγουριά που είχαμε εγώ και η αδελφή μου. Ότι σπουδάζοντας δεν θα είχαμε προβλήματα. Και δεν είχαμε. Σήμερα υπάρχει μια κατάσταση αθλιότητας, που συνδυάζεται με μεγαλύτερη γνώση. Όμως δεν υπάρχει πια πίστη ότι μπορεί να αλλάξει.

Τώρα όμως υπάρχει μια βαθιά, συστημική κρίση του καπιταλισμού.
Ναι, μπορώ να συμφωνήσω. Όμως η κρίση της αριστεράς μού φαίνεται ακόμη πιο σοβαρή.

Τι γνώμη έχεις γι’ αυτά τα αναδυόμενα φαινόμενα λαϊκισμού;
Μετά απ’ αυτό το κοινωνικό ρήγμα, που επήλθε έπειτα από την καταστροφή της αριστεράς, βγαίνουν οι λαϊκισμοί. Όσο είχαμε το ΙΚΚ και ένα δυνατό συνδικάτο, είχαμε μεταρρυθμίσεις και πρόοδο, για τη δουλειά και για τα πολιτικά δικαιώματα. Το ΙΚΚ παρήγαγε μεγάλες μεταρρυθμίσεις και από τη θέση της αντιπολίτευσης. Τώρα μπορεί να πήγαν στην κυβέρνηση, αλλά υπήρξε οπισθοχώρηση και απόκλιση στα εισοδήματα. Η αριστερά δεν υπάρχει πια. Γι’ αυτό βγαίνουν οι λαϊκισμοί.

Για τον Γκρίλο τι γνώμη έχεις;
Μου φαίνεται η κλασική δεξιά αντιπολιτική στάση.

Υπάρχει κάτι που να σου φάνηκε ενδιαφέρον, μετά από το ‘89;
Μόνο τα κινήματα.

Που εσένα δεν σε ενθουσιάζουν...
Τι αντιτάσσω στα κινήματα; Όχι τόσο τη λατρεία της εκλογικής αποτελεσματικότητας, που οδήγησε τα κόμματα σε μια βαθιά κρίση. Όμως θυσίασαν το πρόβλημα της αποτελεσματικότητας για χάρη του ζητήματος της συμμετοχής, που επίσης είναι σημαντικό. Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν καταλήγουν πουθενά. Δεν έχουν συνέχεια. Τρελαίνονται και μόνο να ακούσουν να τους μιλάς για οργάνωση.

Όμως δεν έχουν κάποιο δίκιο να κριτικάρουν τα κόμματα;
Ναι. Αλλά δεν έθεσαν το ζήτημα του πώς θα γίνουν αποτελεσματικά αποφεύγοντας τα κλουβιά των παραδοσιακών κομμάτων, για να ξαναδώσουν φωνή στο άτομο, στην πολυπλοκότητά του, στην τάση του για συμποσιακή ευθυμία. Μπορώ να κατανοήσω την κριτική που έκανε ο φεμινισμός. Είναι αλήθεια ότι εγώ μέχρι τη δεκαετία του ‘70 δεν έγραψα ποτέ κάτι αρχίζοντας με τη λέξη εγώ... Αναζητούσα την αντικειμενικότητα των πραγμάτων. Όμως υπάρχει και ο κόσμος. Το εγώ δεν μπορεί να είναι το μέτρο των πάντων.

Και επομένως;
Εκτός των άλλων αυτή η εικόνα των κομμάτων είναι και λανθασμένη. Το ΙΚΚ ήταν μια μεγάλη μέδουσα που ανάπνεε μέσα στην κοινωνία. Το να είσαι μέσα σ’ εκείνο το μεγάλο σώμα - σ’ εκείνο το βαρύ κόμμα, όπως το αποκάλεσε ο Οκέτο - σε οδηγούσε στο να συναντηθείς με άλλους κόσμους, και να έχεις μια πιο αντικειμενική αντίληψη της κοινωνίας. Στα κινήματα υπάρχουν πολλοί ατομικισμοί ομάδων. Δεν δουλεύουν μαζί. Ο καθένας προχωράει μόνος του. Κοίτα: θα καταλήξω να γράψω ένα εγκώμιο στα κόμματα. Για να γίνω λίγο πιο αντιπαθητική.

Πώς σου φαίνεται η ιδέα που αυτή τη στιγμή επανέρχεται με ένταση, να καταργηθούν δηλαδή οι ηγετικές ομάδες;
Είναι αλήθεια ότι αυτή η ιδέα άρχισε το 1968 και επανεμφανίζεται, έπειτα από 45 χρόνια. Όλοι το ίδιο. Όμως στο τέλος, ενώ λες ότι όλοι είναι το ίδιο, σου ξεπετάγεται ο ηγέτης. Όπου έχεις κόμματα, έχεις ηγέτες. Όχι ομάδες, αλλά έναν μόνο άνθρωπο. Τουλάχιστον μέχρι σήμερα έτσι ήταν.

Λες για τον Γκρίλο;
Έχω στο νου μου και την ομάδα του Γκίνσμποργκ (ΣτΜ Άγγλος ιστορικός, που ζει στην Ιταλία και έχει αποκτήσει την ιταλική υπηκοότητα. Από το 1992 διδάσκει Ιστορία της Ευρώπης στο Τμήμα Φιλολογίας της Φλωρεντίας. Το 2012, μαζί με τον Μάρκο Ρεβέλι ίδρυσε το νέο πολιτικό υποκείμενο ALBA [Συμμαχία Εργασίας Κοινωφελών Αγαθών Περιβάλλοντος]). Ή τις γυναίκες στο Πέστουμ, που συναντήθηκαν πρόσφατα κατ’ αυτόν τον τρόπο. Καμία στο προεδρείο. Καμία εισήγηση. Καμία κορυφή. Τρία λεπτά η καθεμία.

Εσύ είσαι δύσπιστη;
Εκείνες ήταν ευχαριστημένες. Ένιωσαν τη συγκίνηση του να ανήκουν κάπου. Για να πω την αλήθεια, εμένα μου φαίνεται ένα μεγάλο μπουρδέλο. Όμως είναι αλήθεια ότι τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν οργανώσεις που είχαν δημιουργηθεί από μια ελίτ, και από πίσω υπήρχαν αναλφάβητες και αμόρφωτες μάζες. Σήμερα υπάρχει μαζική μόρφωση. Άρα υπάρχει ζήτημα: πώς μπορεί να οργανωθεί μια μορφωμένη μάζα.

Είπα σε μια νεαρή Ισπανίδα, μια αγανακτισμένη, ότι ερχόμουν να σου πάρω συνέντευξη. Τη ρώτησα ποια ερώτηση θα ήθελε να σου θέσει. Μου ζήτησε να ρωτήσω πώς μπορεί το 99% να νικήσει το 1%;
Γιατί το 99% της ανθρωπότητας ανέχεται το 1%; Επειδή χάθηκε η πρωτιά της πολιτικής πάνω στην οικονομία. Η πολιτική του Χίλια Εννιακόσια έφερε την πρωτιά της ισότητας. Η πολιτική έχασε την πρωτιά. Όμως προσοχή: την έχασε εξαιτίας μιας πολιτικής ήττας. Επειδή ηττήθηκε η ιδέα της ισότητας.

Τέλος πάντων, πού καταλήγουμε;
Κοίτα: ζούμε μια τραγική και ενδιαφέρουσα στιγμή. Σήμερα υπάρχει ένα μάξιμουμ απόκλισης μεταξύ κινημάτων και θεσμών. Τα κινήματα είναι ισχυρά, αλλά δεν ξεπερνούν το εμπόδιο των διαλυμένων θεσμών. Η Ιταλία είναι μάλλον η πιο άτυχη, μ’ όλο αυτό το κοινοβούλιο πιεσμένο πάνω στο Μόντι.

Είσαι απαισιόδοξη.
Ναι. Πιστεύω όμως ότι κάτι θα ξαναγεννηθεί. Κοίτα: ο μόνος λόγος που με λυπεί να πεθάνω, είναι γιατί δεν θα το δω. Γιατί, επιπλέον, αυτή τη φορά δεν θα συμβεί σε μια καθυστερημένη χώρα, όπως έγινε με την ΕΣΣΔ. Αυτή τη φορά -χάρη και στο internet και στην επανάσταση των επικοινωνιών - ο πρωταγωνιστής θα είναι μια μορφωμένη κοινωνία. Και θα είναι διαφορετικό.

σημείωση: οι χαρακτηρισμοί στο κείμενο έγιναν από τον διαχειριστή του ιστολογίου.

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Κοινωνική οικονομία: τόπος συνάντησης των αναγκών της επιβίωσης με την ανάκτηση της αξιοπρέπειας (αναδημοσίευση)


του Γιώργου Λιερού
Δημοσιεύτηκε στο 9ο τεύχος της εργατικής εφημερίδας Δράση 

Η ανάδυση της Κοινωνικής Οικονομίας ακολούθησε σχεδόν άμεσα τη γένεση της οικονομίας της αγοράς. Δεν επρόκειτο παρά για την αυτοοργάνωση της νεαρής εργατικής τάξης· την αυτοοργάνωση για την κοινωνική ασφάλεια, τη μόρφωση αλλά και για τη συνεταιριστική ανάληψη παραγωγικών δραστηριοτήτων. Όχι μόνο για την επιβεβαίωση μέσα στο ζοφερό κοινωνικό τοπίο της Βιομηχανικής Επανάστασης αλλά προπάντων για την αξιοπρέπεια. Η Κοινωνική Οικονομία απετέλεσε ίσως την πρώτη μορφή με την οποία εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο το σύγχρονο εργατικό κίνημα· ευθύς εξαρχής είχε μια προνομιακή σχέση με τους λεγόμενους ουτοπιστές σοσιαλιστές (στην Αγγλία, το κίνημα του Όουεν προηγήθηκε από εκείνο των Χαρτιστών, ενός πιο πολιτικοποιημένου εργατικού κινήματος, το οποίο διεκδικούσε το καθολικό εκλογικό δικαίωμα).

Απ’ όλον αυτόν τον θεσμικό πλούτο τον οποίο δημιούργησε μέσα σ’ έναν αιώνα το εργατικό κίνημα, συγκροτήθηκε το κράτος πρόνοιας. Το τελευταίο αμφισβητήθηκε από τα αριστερά, από τα κινήματα νεολαίας της δεκαετίας του 1960, αλλά αποδομήθηκε από τα δεξιά, από τον επελαύνοντα νεοφιλελευθερισμό. Η αποδόμηση ξεκίνησε από τη Λατινική Αμερική και την Αγγλία και σήμερα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη στην ηπειρωτική Ευρώπη. Η σύγχρονη Κοινωνική Οικονομία έχει την καταγωγή της από τη μια στα κινήματα νεολαίας της δεκαετίας του 1960 και στα οικολογικά και εναλλακτικά κινήματα που τα διαδέχθηκαν, και από την άλλη στα αντινεοφιλελεύθερα κινήματα τα οποία εδώ και τρεις δεκαετίες συγκλονίζουν τη Λατινική Αμερική. Αυτά τα κινήματα πρωτοστάτησαν στους αγώνες εναντίον της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και αποτελούν μοναδικές εμπειρίες αυτοοργάνωσης των αποκάτω για την ανάληψη της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής.

Σε κάθε περίπτωση, η Κοινωνική Οικονομία, έρχεται να πάρει τη θέση του καταρρέοντος κράτους πρόνοιας και είναι το πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα σ’ ένα «εναλλακτικό επιχειρείν» και την αλληλέγγυα και συνεργατική οικονομία. Η Κοινωνική Οικονομία αποτελεί ένα σπουδαίο πεδίο ανάπτυξης και συγκρότησης, ένα πραγματικό πειραματικό εργαστήρι, για αγοραίους θεσμούς οι οποίοι έρχονται να υποκαταστήσουν τους πολιτειακούς και κρατικούς. Από την άλλη, ιδίως σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, βλέπε κοινωνικής κατάρρευσης, η Κοινωνική Οικονομία αποτελεί όχι μόνο πεδίο δοκιμασίας των αντικαπιταλιστικών προταγμάτων στην πράξη αλλά και την κύρια ή τη μόνη δυνατή απάντηση όσων από τους αποκάτω πετάγονται οριστικά εκτός απασχόλησης και εκτός κοινωνικής προστασίας· είναι ο τόπος στον οποίο συναντώνται οι ανάγκες της επιβίωσης με τα πιο ευγενικά οράματα και την ανάκτηση της αξιοπρέπειας.

Η Κοινωνική Οικονομία είναι η μόνη διέξοδος στην απελπιστική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα μας (απελπιστική κατάσταση που δεν έχει να κάνει μόνο με τη φτώχεια και την εξαθλίωση). Χωρίς να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους πολλές εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, χωρίς την ατομική πρωτοβουλία, την προσωπική ευθύνη του καθενός χωριστά απ’ αυτούς, δεν μπορεί να επιτελεστεί το τιτάνιο έργο της από την αρχή ανασυγκρότησης της οικονομίας, της ανοικοδόμησης της χώρας, της ανασύστασης της κοινωνίας. Εδώ που φτάσαμε δεν υπάρχει πλέον κάποιο πολιτικό σχέδιο που να μπορεί να υλοποιηθεί με διατάγματα από ένα κρατικό μηχανισμό (ακόμη κι αν ο μηχανισμός αυτός θα ήταν ο γερμανικός και όχι ο ελληνικός). Όχι βέβαια ότι στερούνται σημασίας οι πολιτικοί αγώνες και προπάντων η εξέγερση και η μετωπική αναμέτρηση με το κράτος. Δημιουργούν τον δημόσιο χώρο που εμπεριέχει αυτές τις δομές και τις κάνει κόσμο· προϋποθέτουν αλλά και μας χρειάζονται επίσης για να διευκολύνουν να αναδείξουν τη δημιουργικότητα του πλήθους των ανθρώπων στο μοριακό επίπεδο.

Μια «αλληλέγγυα και συνεργατική οικονομία», η οποία εκδηλώνει μια δυναμική υπέρβαση του καπιταλισμού, ξεχωρίζει πρώτα απ’ όλα γιατί ξεκινάει από σήμερα την κατάργηση της μισθωτής εργασίας, υιοθετώντας, προκρίνοντας, τη συνεργασία, το συνεταιρισμό των ελεύθερων παραγωγών, και επίσης γιατί συγκρούεται δραστικά με την εμπορευματοποίηση της γης και τις δραματικές συνέπειές της για τους ανθρώπους και τον πλανήτη. Η εμπορευματοποίηση της ικανότητας για εργασία και η εμπορευματοποίηση της γης όρισαν στις αρχές του 19ου αιώνα τη μετάβαση από τις εμπορευματικές οικονομίες του πρώιμου καπιταλισμού στην αυτορρυθμιζόμενη αγορά και τον σύγχρονο καπιταλισμό. Η αλληλέγγυα και συνεργατική οικονομία αμφισβητώντας τη μισθωτή εργασία και την εμπορευματοποίηση της γης συνυφαίνεται με τα δυο μεγάλα κινήματα της εποχής μας, το εργατικό και το οικολογικό.

Ωστόσο, για μια κοινωνία που είναι επικεντρωμένη στην οικονομία, δηλαδή στη συνεχή μεγέθυνση της παραγωγής, στο μόχθο και την εργασία (ή στην απαλλαγή απ’ αυτά), στην όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση «υλικού» πλούτου, στην ατομική καταξίωση μέσα από την κατοχή πραγμάτων, στην διαρκή αύξηση της κατανάλωσης κ.τ.λ., ο καπιταλισμός είναι ένα καλό, το καλύτερο, σύστημα (ακόμη κι αν κάνει κακό στους ανθρώπους και τη φύση). Η θέσμιση στην προοπτική μιας άλλης κοινωνίας συνάδει με την απώλεια της φαντασιακής, συμβολικής και υλικής πρωτοκαθεδρίας που απολαμβάνει η οικονομία στην καπιταλιστική κοινωνία, συμβαδίζει με την επανενσωμάτωσή της στην κοινωνία. Μόνο με αυτήν την προϋπόθεση μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά (επίσης και στο οικονομικό επίπεδο) οι συνεταιρισμοί και η αυτοδιαχείριση και να είναι οικονομικά βιώσιμες οι μελλοντικές δημοκρατικές πολιτείες.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων το βιβλίο του Γιώργου Λιερού Υπαρκτός καινούργιος κόσμος: Κοινωνική/Αλληλέγγυα και Συνεργατική Οικονομία

σημείωση: οι χαρακτηρισμοί στο κείμενο έγιναν από τον διαχειριστή του ιστολογίου

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Η αθλιότητα της φιλανθρωπίας (αναδημοσίευση)

από τον ΚΙΜΠΙ
http://kibi-blog.blogspot.gr
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής την 21/12/2012

Στη λέξη φιλανθρωπία υπάρχει μια βαθιά αντίφαση, στα όρια του οξύμωρου. Ο άνθρωπος είναι απλώς άνθρωπος, δεν μπορεί να είναι φιλάνθρωπος. Όπως ο λύκος δεν μπορεί να είναι φιλόλυκος, ούτε η κότα φιλόκοτα και ο σκύλος φιλόσκυλος. Ο σκύλος, ναι, μπορεί να είναι φιλάνθρωπος, ως το κατεξοχήν κατοικίδιο που έχει μια σχεδόν αυτοκαταστροφική προσκόλληση στο είδος μας. Η κότα δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ φιλάνθρωπη, αν είχε μια ελάχιστη επίγνωση του προορισμού της ως σούπας ή κοκκινιστής. Η γάτα, αν και εξίσου προσκολλημένη στον άνθρωπο και τα ενδιαιτήματά του, δεν είναι φιλάνθρωπη. Είναι απλώς φίλαυτη. Κι επειδή αγαπάει τον εαυτό της περισσότερο από οτιδήποτε άλλο- αν μπορεί να αποκληθεί αγάπη το ένστικτο αυτοσυντήρησης που έχει κάθε ον-, συμβιβάζεται με την αναγκαστική συνύπαρξή της με τον άνθρωπο. Είναι μια κατεξοχήν φιλόγατα που συνδέεται με μνημόνιο κατανόησης με τον άνθρωπο, αν υποθέσουμε ότι η βάση της συνύπαρξής της μ’ αυτόν είναι να πιάνει ποντίκια ή να προσφέρει το σώμα της στην ανθρώπινη ανάγκη για τρυφερότητα και χάδι.


Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι φιλάνθρωπος. Μπορεί να είναι φιλόζωος ή ζωόφιλος – ας μην μπλέξουμε με την αυθεντική έννοια των δυο ταυτόσημων λέξεων, ποια σημαίνει την αγάπη για τη ζωή και ποια για τα ζώα. Φιλάνθρωπος μπορεί να είναι μόνον ο άνθρωπος που θεωρεί πως μόνος αυτός -άντε, και μερικοί ακόμη φίλοι, συγγενείς, άτομα της τάξης του, της αισθητικής του, της ιδεολογίας του- έχει ξεφύγει από την κατάσταση του ζώου και αντιμετωπίζει τους άλλους του είδους του ως ζώα, που έχουν την ανάγκη της φιλανθρωπίας του (ή της ζωοφιλίας του) και του οφείλουν ευγνωμοσύνη γι’ αυτήν.

Ακόμη κι αν αποδεχθεί κανείς τη χριστιανική αντίληψη της φιλανθρωπίας, πρέπει να εκκινήσει από τη βάση της, που είναι η φιλαυτία. «Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν», λέει το ευαγγελικό πρόταγμα.

Αλλά αυτό προϋποθέτει, πρώτον, να αγαπάς τον εαυτό σου. Δεύτερον, να αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου σε μια κατάσταση ισότητας με τον πλησίον. Τρίτον, να νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε μια ενότητα με τον πλησίον. Δηλαδή, να αντιλαμβάνεσαι την ανθρώπινη φύση σου, έτσι όπως την αντιλαμβανόταν ο Hobbes στον «Λεβιάθαν» του: «Η φύση έχει κάνει σε τέτοιο βαθμό τους ανθρώπους ίσους ως προς τις ικανότητες του σώματος και του νου, ώστε (…) η διαφορά των ανθρώπων δεν είναι τόσο αξιοσημείωτη που να μπορεί κανείς να αξιώνει για τον εαυτό του οποιοδήποτε ωφέλημα το οποίο κάποιος άλλος να μη μπορεί εξίσου καλά να το αξιώσει».

Η φιλανθρωπία είναι η άλλη όψη της έκπτωσης από τη φυσική κατάσταση ισότητας. Πριν γίνουμε «φιλάνθρωποι», έχουμε αποδεχθεί το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι είναι κατώτεροι από μας, έχουν χάσει ωφελήματα που για μας είναι αυτονόητα ή φυσικά: το σπίτι τους, μια πατρίδα, ένα αξιοπρεπές εισόδημα, μια δουλειά. Έχουμε, δηλαδή, αποδεχθεί μια αφύσικη κατάσταση ανισότητας. Στην οποία μπορεί και να έχουμε συμβάλει. Με την απληστία μας, την ανοχή μας ή τη σιωπή μας.

Σιχαίνομαι τη φιλανθρωπία. Έστω κι αν σπάνια αντιστέκομαι στον πειρασμό ν’ αγοράσω ένα πακέτο χαρτομάντιλα από τα φανάρια, να υποστώ το καθάρισμα του παρμπρίζ του αυτοκινήτου ή να δώσω στο αποστεωμένο «τζάνκι» το ευρώ με το οποίο υποτίθεται θα αγοράσει τυρόπιτα και δεν θα τσοντάρει για την επόμενη δόση του. Εξαγοράζω τις τύψεις μου για το γεγονός ότι εγώ ακόμη είμαι «εντός», όταν τόσοι άλλοι είναι «εκτός», όπως οι χριστιανοί με τον οβολό τους θαρρούν ότι διαγράφουν μια από τις αμαρτίες τους και κερδίζουν ένα μέτρο στον μαραθώνιο προς τον παράδεισο. Είναι μια μορφή ψυχοθεραπείας. Διόλου αθώα και ανιδιοτελής, πρέπει να ομολογήσω.

Αλλά η οργανωμένη βιομηχανία φιλανθρωπίας, στην οποία συνωθούνται θύτες και θύματα, μου είναι απεχθής. Είναι μια κολοσσιαία απάτη. Ανοίγεις το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, την εφημερίδα κι είσαι μπροστά σε μια παρέλαση δημίων που περιθάλπουν τα θύματά τους λίγο πριν τα καρατομήσουν. Ή και έπειτα απ’ αυτό. Άλλος μαζεύει ρούχα, άλλος λεφτά, άλλος φάρμακα, άλλος τρόφιμα, αφού πρώτα έγδυσε, ξάφρισε, αρρώστησε και άφησε νηστικό τον αποδέκτη της αλληλεγγύης του. «Όλοι μαζί μπορούμε», «κανείς μόνος του στην κρίση». Γιατί δεν επεδείκνυαν προληπτικά την αλληλεγγύη τους, πριν η κρίση ξεβράσει τα θύματά της στο περιθώριο; Τι είπαν και τι έκαναν όταν περικόπτονταν οι μισθοί, όταν οι συντάξεις έπεφταν στα όρια της πείνας, όταν θερίζονταν τα προνοιακά επιδόματα, και μάλιστα με το ανάθεμα της επαίσχυντης εύνοιας σε «κηφήνες», όταν το ΕΣΥ και τα Ταμεία λεηλατούνταν, όταν η τρόικα πετσόκοβε το ανάπηρο κοινωνικό κράτος κι όταν η μνημονιακή ύφεση πλημμύριζε με λουκέτα και ανέργους τα οικονομικά ερείπια; Σε ποιο μέτρο κοινωνικής καταστροφής λένε «όχι» ακόμη και σήμερα οι πρωταθλητές της φιλανθρωπίας; Το αντίθετο ακριβώς συνέβη και συμβαίνει. Οι φανατικότεροι φιλάνθρωποι είναι οι κάτοχοι του μνημονιακού πρωταθλήματος. Αυτό θα μπορούσε λαϊκά να εκφραστεί και ως εξής: «Να σε κάψω, Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι». Ή «πρώτα μας χέζουν και μετά μας σκουπίζουν».

Σας ακούγεται χυδαίο; Όμως, δεν είναι πιο χυδαίο να απαιτούν την αναδιανομή της δυστυχίας των θυμάτων επειδή τους είναι αδιανόητη η αναδιανομή του πλούτου των θυτών; Δεν είναι πιο χυδαίο να απαιτούν να οικοδομηθεί στα ερείπια του κοινωνικού κράτους που οι ίδιοι κατεδάφισαν ένα εθελοντικό υποκατάστατό του; Δεν είναι πιο χυδαίο οι χρυσοδάκτυλοι της διαπλοκής και του πλιάτσικου στον κοινωνικό πλούτο να διαγκωνίζονται σε «μαραθώνιους της αλληλεγγύης»;

Η κοινωνία δεν χρειάζεται «ανιματέρ» του ανθρωπισμού, ούτε «σελέμπριτι» του πλούτου και της «γκλαμουριάς» για να αφυπνιστούν τα ανθρωπιστικά ανακλαστικά της. Χρειάζεται μηχανισμούς εξάλειψης της φτώχειας, της ανισότητας και της περιθωριοποίησης. Συζητάει κανείς γι’ αυτό; Όχι. Αλλά, όταν θεωρείται αδιανόητο να μείνει ανεξόφλητος ο ομολογιούχος -κατά κανόνα μέλος του πλουσιότερου 1% του παγκόσμιου πληθυσμού που ευθύνεται για την εξαθλίωση του φτωχότερου 30%- και αυτονόητο να «κουρευτεί» ο συνταξιούχος των 600 ευρώ, το αποτέλεσμα είναι θα είναι αυξάνονται επικίνδυνα οι επαίτες και αποδέκτες της φιλανθρωπίας. Κι είναι μάλλον απίθανο να εξαγοραστούν η επικινδυνότητα και η σιωπή τους με τα ψίχουλα της επαιτείας.

Αλλά η βιομηχανία της φιλανθρωπίας προτιμά ακριβώς αυτό: να καταστήσει τους ανθρώπους, ακόμη και τους φτωχότερους και δυστυχέστερους, συνενόχους της φτώχειας και της δυστυχίας τους. Να τους πείσει ότι οι αναξιοπαθούντες πλησίον τους είναι θύματα μιας «φυσικής ανισότητας», εξίσου ακατανίκητης με τις θεομηνίες ή τις φυσικές καταστροφές. Έτσι, δεν αγαπούν τον πλησίον τους ως σεαυτόν. Απλώς, τον οικτίρουν και τον απομακρύνουν σε απόσταση ασφαλείας. Τον αντιμετωπίζουν ως απειλή που πρέπει να εξευμενιστεί. Κατ’ ουσίαν τον μισούν γιατί υπάρχει, παρ’ ότι η εξαθλίωση του άλλου είναι προϋπόθεση της δικής τους -υπαρκτής ή φανταστικής- ευδαιμονίας, καθιστώντας τη φιλανθρωπία μια αυθεντική μισανθρωπία.

Να μια ακραία αλλά αυθεντική εκδοχή της μισάνθρωπης φιλανθρωπίας: ο Τζορτζ Σόρος, από τους πλουσιότερους και πιο αδίστακτους κερδοσκόπους στον κόσμο, άμεσα υπεύθυνος εκτεταμένων ανθρωπιστικών καταστροφών που προκάλεσε το παιχνίδι του με τα νομίσματα, τις μετοχές ή τα εμπορεύματα, είναι και «ιδιοκτήτης» ενός από τα μεγαλύτερα δίκτυα «φιλανθρωπίας» στον κόσμο. Αν κάθε χρόνο εκπονεί και κάποιου είδους ισολογισμό των αλληλοαναιρούμενων δράσεών του, με τη φιλοδοξία να ισοσκελίσει τα μεγέθη της καταστροφής και της σωτηρίας, υποθέτω ότι θα τρομάζει κι ο ίδιος με το τερατώδες έλλειμμα στο ισοζύγιο του οίκτου του.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

ΠΗΤΣΑΜ: Λαμβάνω την τιμή να συστηθώ: Ιερεμίας Ιωνάθαν Πήτσαμ, της Α. Ε. Πήτσαμ Κόμπανυ. Δουλειά της εταιρείας είναι να ξυπνά στους ανθρώπους τη λύπηση για τον άνθρωπο. Και το δηλώνω ξεκάθαρα… Η επιχείρηση πάει κατά διαόλου. Και σας το λέω εγώ, ο Ιερεμίας Πήτσαμ, που ελέγχω τα δύο τρίτα των ζητιάνων του Λονδίνου και κάτι ξέρω από ανθρώπινο οίκτο. Τι συγκινεί λοιπόν σήμερα τον άνθρωπο; Τίποτα. Γιατί και το πιο μαύρο χάλι, άντε και το συνηθίσει ο άλλος, δεν του λέει τίποτε. Κανένας δεν λυπάται κανέναν. Γίναμε αναίσθητοι και, μη σας κακοφανεί, γίναμε και γουρούνια. Βλέπεις στη γωνία έναν ωραίο γερό άνδρα με στρατιωτικό αμπέχονο και κομμένο το δεξί του χέρι, τρομάζεις, σαστίζεις, βγάζεις και του δίνεις τρία σελίνια. Τη δεύτερη φορά να σου πάλι ο κουλός στη γωνία του δρόμου, βγάζεις και του ακουμπάς δύο σελίνια. Άντε και βρεθεί ο κουλός μπροστά σου για τρίτη φορά, σου τη δίνει και τον καρφώνεις στον μπασκίνα της γειτονιάς. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ταμπέλες (πιάνει από το ράφι μια ταμπέλα και τη δείχνει στο κοινό). ΕΣΥ ΕΧΕΙΣ, ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΧΩ. Ωραία κουβέντα, ωραία ταμπέλα, τι να την κάνεις που ξέφτισε σε δύο βδομάδες. Άλλη ταμπέλα: ΑΓΑΠΑ ΜΕ, ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΕΣΥ. Καλό, ε; Δύσκολο να το πιάσεις, αλλά όμορφο. Δούλεψε πάνω από δύο μήνες, αλλά πάει κι αυτό, ξέφτισε… Τελειώνουνε κι οι όμορφες κουβέντες, τι νομίζεις; Ο κόσμος άλλαξε, θέλει καινούργια πράγματα.

Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Η όπερα της πεντάρας»

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Κατάληψη ή απελευθέρωση ;



Η κατάληψη δεν είναι μόνο πράξη αντίστασης
και θέληση ανατροπής.

είναι πρώτα απ' όλα δύναμη απελευθέρωσης
από τον εαυτό μας.

Τότε μόνο καμμία εξουσία δεν μπορεί να την  ακυρώσει.

υγ. 
  ή Απελευθέρωση ή Κατάληψη;
ας αντιστρέψουμε το ερώτημα.

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Σημειώσεις πριν το τέλος του κόσμου (αναδημοσίευση)

από τον ΚΙΜΠΙ
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Ἑπενδυτής", 15/12/2012)

Πόσα χρόνια το συζητάμε και κάνουμε πλάκα μ’ αυτό; Τρία, τέσσερα; Τουλάχιστον. Κι αν τελικά οι Μάγια αποδειχθεί ότι έχουν δίκιο; Ποιος βάζει το χέρι του στη φωτιά ότι το τέλος του κόσμου δεν θα είναι αύριο, σε μια βδομάδα ή σ’ έναν χρόνο. Επιστήμη νοείται για τα πράγματα που γνωρίζουμε καλά (επίσταμαι σημαίνει ακριβώς αυτό). Αλλά υπάρχουν και χίλια δυο πράγματα που δεν γνωρίζουμε, έτσι δεν είναι; 

Η NASA, που μας καθησυχάζει ότι ελέγχει ένα σημαντικό μέρος του σύμπαντος και πως δεν έχει παρατηρήσει κάτι περίεργο τελευταία, τι αξιοπιστίας υπηρεσία είναι; Εδώ μας διαβεβαιώνει εδώ και χρόνια ότι δεν έχει πέσει πάνω σε εξωγήινο, κι εμείς έχουμε πήξει στους εξωγήινους. Ζουν ήδη ανάμεσά μας. Μη μου πείτε ότι δεν τους έχετε αντιληφθεί. Άλλοι μασκαρεμένοι ως άστεγοι και επαίτες, άλλοι ως εξαθλιωμένοι μετανάστες, κι ένα σωρό που παριστάνουν τους ανέργους, κι εκείνοι που παίρνουν στα χέρια τον λογαριασμό της ΔΕΗ με το χαράτσι και τον διαβάζουν μ’ ένα μειδίαμα, λες και διαβάζουν ερωτική επιστολή, κι οι άλλοι που ο εργοδότης τους τούς ανακοινώνει την τρίτη περικοπή μισθού ή τους προαναγγέλλει την απόλυσή τους σε τρεις μήνες, λες κι είναι μισθωτοί με ημερομηνία λήξης, σαν τα γάλατα ή τα μακαρόνια, κι αυτοί απλώς επιστρέφουν στο πόστο τους και δουλεύουν σαν να μην τρέχει κάστανο, ε, δεν μπορεί, όλοι αυτοί δεν έχουν τίποτα το γήινο πάνω τους. Είναι σίγουρα εξωγήινοι. 

Κι ακόμη πιο εξωγήινοι είναι οι ανεκδιήγητοι υπουργοί που παραμυθιάζονται με το success story που θα γίνει η Ελλάδα, που προαναγγέλλουν μέρα παρά μέρα το τέλος της αναμονής, την πλημμυρίδα ρευστότητας που θα αναζωογονήσει την αγορά μόλις πέσουν τα 34 δισ. ευρώ, τα λεφτά της ανακεφαλαιοποίησης που θα αναστήσουν τις ημιθανείς τράπεζες, τα κοινοτικά κονδύλια που ξεπαγώνουν για να φτάσουν στους πεθαμένους μικρομεσαίους. Πόσο πολύ πρέπει να ζεις στην εξωγήινη κοσμάρα σου για να μην αντιλαμβάνεσαι ότι το βαρέλι έχει διπλό και τριπλό και τετραπλό πάτο, κι εμείς δεν έχουμε φτάσει ούτε στον δεύτερο; Πόσο εξωγήινοι πρέπει να είναι για να μην καταλαβαίνουν ότι έρχεται το τέλος, ίσως όχι το τέλος του κόσμου, με την ημερολογιακή ακρίβεια που το υπολόγισαν οι Μάγια, αλλά το τέλος του κόσμου τους όπως τον ήξεραν, όπως τον φαντάζονταν, όπως τους βόλευε, όπως τους συνέφερε; 

Όλα τα πράγματα έχουν ημερομηνία λήξης. Δεν είναι πάντα αναγραφόμενη στη συσκευασία, αλλά υπάρχει, εικάζεται, αιωρείται στην ύπαρξή τους. Ακόμη και το ηλιακό μας σύστημα, η Γη ή το σύμπαν θα έχουν το τέλος τους. Είναι απίθανο να το υπολογίσουμε ποτέ, αλλά δεν έχει και τόση σημασία, όταν θα προκύψει θα είμαστε αλλού ή απλώς δεν θα είμαστε. Τα πάντα έχουν ημερομηνία λήξης: τα έμβια όντα, οι άνθρωποι, τα τρόφιμα, οι ηλεκτρικές συσκευές, οι σχέσεις, οι επιχειρηματικοί κύκλοι, οι κρίσεις, τα οικονομικά συστήματα, οι αυτοκρατορίες, οι κυβερνήσεις. Απλώς, το τέλος τους δεν είναι προσδιορισμένο, είναι τόσο τυχαίο και αναγκαίο όσο και η αρχή τους. 

Κι είναι καλύτερα που το τέλος είναι απροσδιόριστο. Δεν ξέρω τι θα έκανα αν ήξερα την ακριβή μέρα και ώρα θανάτου μου. Ακόμη κι αν είχα τη διαβεβαίωση ότι θα ζήσω όσο κι ο Μαθουσάλας -969 χρόνια του δίνει η Γένεσις-, δεν νομίζω ότι θα ζούσα ευτυχής μια κατάσταση αντίστροφης μέτρησης, σαν τους φαντάρους ή τους φυλακισμένους που κάποτε έσπαγαν τα δόντια της τσατσάρες – όταν υπήρχαν ακόμη τσατσάρες. Η απροσδιοριστία κάνει πιο υποφερτή αυτή τη συνωμοσία της φύσης εις βάρος μας που αποκαλείται ζωή. 

Το να γνωρίζω ότι το προσδόκιμο ζωής του μέσου νεοέλληνα, για παράδειγμα, είναι 75 χρόνια το αντέχω. Έχω τον φόβο ότι δεν θα το φτάσω, αλλά και την ελπίδα ότι θα το ξεπεράσω. Τελικά, όμως, το ισοζύγιο βγαίνει θετικό, γιατί η ανθρώπινη φύση γραπώνεται κι απ’ την παραμικρή υποψία αισιοδοξίας, υιοθετεί πάντα το καλύτερο σενάριο, γιατί έτσι τη βολεύει, αυτό την κρατάει στη μοναδική ευκαιρία που διαθέτει να διανύσει μια τροχιά -μικρή ή μεγάλη, σημαντική ή ασήμαντη, συμβατική ή συναρπαστική- πάνω στον πλανήτη της ματαιότητας. Οι περισσότεροι φυσιολογικοί άνθρωποι το κατέχουν αυτό, ειδάλλως δεν θα είχαν αυτοκτονήσει μόνο 3.000-4.000, αλλά τουλάχιστον οι μισοί από μας. Θα είχαμε γίνει η κοινωνία των αυτοχείρων. 

Αν υποθέσουμε, λοιπόν, ότι την ερχόμενη Παρασκευή δεν θα ζήσουμε το τέλος του κόσμου (το να το «ζήσουμε» είναι κομμάτι δύσκολο, πώς να «ζήσεις» τον «θάνατο»;), αν υποθέσουμε ότι οι Μάγια έπεσαν έξω ή απλώς βαρέθηκαν να μετρούν τους ηλιακούς κύκλους στον χωροχρόνο γιατί αντιλήφθηκαν ότι ακόμη και η ακμάζουσα αυτοκρατορία τους θα ζήσει τον θάνατό της, αν παραδεχθούμε ότι η τρόικα, οι κομισάριοι, η Λαγκάρντ, η Μέρκελ, ο Σόιμπλε δεν είναι μετενσαρκώσεις των Μάγια, πράκτορες απεσταλμένοι στο μέλλον για να πειραματιστούν στο δικό μας τέλος, των τέλος των νεοελλήνων, το τέλος των Νοτιοευρωπαίων, ίσως θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι είδους τέλος είναι αυτό που έτσι κι αλλιώς ζούμε. Έχουμε φάει στη μάπα προαναγγελίες πολλών «τελών» -του τέλους της Ιστορίας, του τέλους της πάλης των τάξεων, του τέλους της ιδεολογίας, του τέλους της μεταπολίτευσης-, όλες αποδείχτηκαν απατηλοί συναγερμοί. Αλλά αυτά τα συμπτώματα αποσύνθεσης του κοινωνικού σώματος, των θεσμών, του κράτους, των κομμάτων, των οικονομικών ελίτ, των βεβαιοτήτων που διαψεύδονται και των εγγυήσεων αναιρούνται, κάποιο τέλος, κάποιον μεγαλειώδη θάνατο μας προαναγγέλλουν. 

Ο φίλος μου ο Σπύρος, που τον θυμήθηκα έπειτα από χρόνια χάρη στον φίλο μου τον Πρόεδρο και του είπα και «χρόνια πολλά», μου έστειλε κάποια στοιχεία που μυρίζουν θανατίλα – κυριολεκτικά! Έχουμε και λέμε, λοιπόν: Βρετανοί ερευνητές μέτρησαν τη συσχέτιση των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων στις χώρες του ανύπαρκτου σοσιαλισμού με τη θνητότητα των ενήλικων ανδρών σε παραγωγική ηλικία. Και διαπίστωσαν αύξηση της θνησιμότητας 12,8% και μείωση του προσδόκιμου ζωής κατά δύο χρόνια στην πρώτη πενταετία της «μετάβασης». Αμερικανοί ερευνητές διαπίστωσαν μια θεαματική αύξηση έως και 71% στους θανάτους από εποχικές επιδημίες, τραυματισμούς και ατυχήματα, καθώς και μια αύξηση από 3,5% έως 13% των αυτοκτονιών στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, κατά την ίδια πρώτη πενταετία της «μετάβασης» (που αποδεικνύεται έτσι και μετάβαση στον θάνατο). Αμερικανοί επιστήμονες παρατήρησαν επίσης ότι από το 1990 μέχρι το 2008 – την εικοσαετία εδραίωσης των «ριγκανόμικς» και νεοφιλελεύθερης διάλυσης κάθε υποψίας κρατικής πρόνοιας, το προσδόκιμο επιβιώσεως των Αμερικανών αποφοίτων γυμνασίου και στοιχειώδους εκπαίδευσης με αντίστοιχη κατάταξη στην εργασιακή πυραμίδα, μειώθηκε κατά πέντε και τρία χρόνια, αντίστοιχα για άνδρες και γυναίκες. Αυτό ήταν μια εξέλιξη που δεν είχε παρατηρηθεί ούτε στη Μεγάλη Ύφεση. Και το ακόμη πιο «κουφό»: Γερμανοί ερευνητές μελέτησαν τα ανθρωπομετρικά δεδομένα του αμερικανικού πληθυσμού και διαπίστωσαν ότι οι Αμερικανοί … κονταίνουν και χοντραίνουν χάρη στο ανύπαρκτο σύστημα κοινωνικής προστασίας και δημόσιας υγείας, που με τόσο ζήλο θέλουν να μιμηθούν οι Ευρωπαίοι δόκτορες Φρανκενστάιν. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα οι Αμερικανοί ήταν ψηλότεροι κατά 3-9 πόντους και ελαφρύτεροι από τους Ευρωπαίους. Στον 20ό αιώνα αυτό το δεδομένο ανατράπηκε. Οι Αμερικανοί είναι κατά 3-7 πόντους πιο κοντοί από τους Σκανδιναβούς, τους Γερμανούς, τους Βρετανούς και τους Ολλανδούς και σαφώς πιο χοντροί. Και τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα όταν οι ερευνητές διαπιστώνουν ανάλογες αποκλίσεις ανάμεσα στους φτωχότερους, μαύρους, Λατίνους και με χαμηλή εκπαίδευση Αμερικανούς, σε σχέση με τους πλουσιότερους, λευκούς αποφοίτους πανεπιστημίων. 

Κάποτε κάναμε πλάκα με το ρητό «ο καπιταλισμός σας κάνει υγιείς». Ας το ξεχάσουμε ακόμη και ως πλάκα. Τα ύστερα του ύστερου καπιταλισμού μοιάζουν με τα ύστερα του κόσμου. Όταν ένας οικονομικός πολιτισμός παύει να υπόσχεται, έστω και με ασυνέπεια και ανισότητα, ευημερία, όταν παύει να τσουλάει στη γραμμή της «προόδου» και συνδέεται όλο και περισσότερο με παρακμή, φθορά και θάνατο, είναι σαν να μας προναγγέλλει το τέλος του. Ας είναι βαρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει. 

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

… Πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί οι βασιλείς και οι ευγενείς (σ.σ.: των Μάγια) δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν και να λύσουν τα, όπως φαίνεται, προφανή προβλήματα που υπονόμευαν την κοινωνία τους. Φαίνεται ότι η προσοχή τους ήταν συγκεντρωμένη σε βραχυπρόθεσμες φροντίδες για τον πλουτισμό τους, στη διεξαγωγή πολέμων, την ανέγερση μνημείων, τον ανταγωνισμό μεταξύ τους, και την απόσπαση αρκετών τροφίμων από τους χωρικούς, προκειμένου να στηρίξουν όλες αυτές τις δραστηριότητες. Όπως οι περισσότεροι ηγέτες στην ιστορία, οι βασιλείς και οι ευγενείς των Μάγια δεν υπολόγιζαν τα μακροπρόθεσμα προβλήματα, στον βαθμό που τα αντιλαμβάνονταν. 

Jared Diamond, Κατάρρευση – Πώς οι κοινωνίες επιλέγουν να αποτύχουν ή να επιτύχουν.

Ένα γράμμα για όλους μας (αναδημοσίευση)


από τον Γιάννη Μακριδάκη

“‘What do you fear my lady?’
‘A cage. To stay behind bars until use and old age accept them and all chance of valor has gone beyond recall or desire.’”
“Τι φοβάσαι?
Ένα κλουβί, να μείνω πίσω από τα κάγκελα έως ότου η ηλικία και η χρήση τα καταστήσουν αποδεκτά και κάθε πιθανότητα ανδρείας και τιμής παρέλθει πέρα από επιθυμία και ανάμνηση.”
J.R.R. Tolkien


Ξέρω πως στην συγκυρία που ζούμε, η επιθυμία για τιμή και αξιοπρέπεια ίσως θεωρείται πολυτέλεια, αλλά μεγαλώνοντας,για μένα τουλάχιστον, αποτελεί τον βασικό παράγοντα θλίψης και αυτοκριτικής. Προερχόμενος από μια οικογένεια στην οποία επι τρεις γενιές οι εκπρόσωποί της παράτησαν τις “δουλίτσες” και τις οικογένειές τους για να ρισκάρουν την ζωή και σωματική τους ακεραιότητα στα πεδία των μαχών ( Βαλκανικοί, Πίνδος, Κύπρος), αισθάνομαι απίστευτη ντροπή που εγώ και η γενιά μου θα μείνουμε στην ιστορία αυτού του τόπου ως οι μεγαλύτεροι προσκυνημένοι που δέχθηκαν αμαχητί την παράδοση της εθνικής κυριαρχίας και αξιοπρέπειας από φόβο μην απολέσουμε ένα άκρως δουλικό και θολό επαγγελματικό μέλλον και αόριστες υποσχέσεις οικονομικής επιβράβευσης.

Μου είναι απίστευτα βαρύ το μέγεθος της δειλίας μου και παρ’όλο που είναι όχι δικαίωμα αλλά υποχρέωση (ιερή και αδιαμφησβήτητη) να αντισταθώ με όποιον τρόπο στην κατάλυση του συντάγματος και της δημοκρατίας που συντελείται ανεμπόδιστα στη χώρα, το μόνο που έχω να επιδείξω είναι μικροσυμπλοκές με τους πραιτωριανούς της εκτελεστικής εξουσίας. Σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτό αρκετό για να απoκαταστήσει την τιμή μιας γενιάς.

Πολύ φοβάμαι πως έχουμε αποδεχτεί πλέον τις αλυσίδες μας και “έχουμε ανταλλάξει έναν ρόλο κομπάρσου σε έναν πόλεμο για έναν πρωταγωνιστικό ρόλο σε ένα κλουβί” και αυτό είναι κάτι που ψυχολογικά με καταβάλλει κάθε μέρα και περισσότερο. Η εκρηκτική άνοδος του φασισμού και της μισαλλοδοξίας θα έπρεπε να ήταν αρκετή για να μας οδηγήσει σε συνειδητή και ολοκληρωτική “στάση πληρωμών και κάθε κοινωνικής – επαγγελματικής δραστηριότητας”.

Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω, ξέρω μόνο πως δεν μπορώ να το κάνω μόνος μου. Ήρθε, νομίζω, η ώρα για τις δικές μας μάχες για την δική μας επανάσταση, ήρθε η ώρα να ρισκάρουμε τα πάντα, αλλά χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον γι’αυτό.

Δεν θα νικήσουμε ως μονάδες αλλά θα θριαμβεύσουμε ως συνειδητοποιημένο σύνολο. Αν δεν το κάνουμε, η ιστορία αλλά και ο μελλοντικός εαυτός μας θα μας καταδικάσουν στον βαθύτερο κύκλο της κόλασης του Δάντη : στους προδότες.

Δεν θέλω δουλειά λεφτά και κοινωνική αναγνώριση, θέλω “αυτοί που πέρασαν με ολόισιο βλέμμα στου θανάτου το άλλο βασίλειο να μην μας θυμούνται σαν κούφιους ανθρώπους, σαν βαλσαμωμένους”.

Υ.Γ. Σας παρακαλώ κύριε Μακριδάκη να συνεχίσετε να προάγετε την αφύπνιση, δεν είναι νομίζω χαμένη υπόθεση. Μπορεί να αποτύχουμε, αλλά αν τα καταφέρουμε.. θα είναι κάτι για το οποίο θα δικαιούμαστε να είμαστε περήφανοι και να πάρουμε επάξια μια θέση δίπλα στους άξιους προγόνους μας.

Με τιμή
Β.Μ.

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Τού 'λεγαν πως ο κόσμος δεν θ' αλλάξει ποτέ...(αναδημοσίευση)

από φιλικό μπλογκ

φωτογραφία δώρο από το μαμούφι


Τον έβλεπα, στην έρημο των πόλεων, στα ερείπια των χωριών, 
να κόβει το ψωμί του σε κομμάτια 
και να τα μοιράζει στους λίγους περαστικούς.
Με το νερό πούφερνε μαζί του να ξεδιψάει τους ξένους,
με τα λόγια του να παρηγορεί τους πονεμένους.

Και όταν το κρύο έσκιαζε τα σώματά τους, 
να βγάζει ένα-ένα τα ρούχα του
και να σκεπάζει τους ενοίκους των δρόμων.
Και μετά πάλι, ξυπόλυτο να τρέχει από δώ και από κεί,
αλαφιασμένος, για να προλάβει το κακό.

Και όταν έπεφτε η νύχτα, πάλι, 
άγγελος με τα φτερά του στο προσκεφάλι τους,
όνειρα γλυκά το νανούρισμά του,
φωτιά και θαλπωρή η ανάσα του.

Και μήτε γής τον όριζε, μήτε νόμοι τον κρατούσαν,
σαν έφτασαν οι γνωστικοί και τούπανε να φύγει
και μετά οι άγνωστοι, που με απειλές τον διώχναν
και μετά πάλι οι γνωστικοί που τούλεγαν..
πως ο κόσμος τούτος δεν θ' αλλάξει ποτέ !

Μα έμενε εκεί.
Στην έρημο των πόλεων, στα ερείπια των χωριών,
να σκάβει με τα χέρια του την άμμο. 
Να βάλει τον σπόρο του δέντρου, 
που θάδινε τον ίσκιο του στις πυρωμένες μέρες
που θάκανε τραγούδι τις οπλές του ανέμου.

Που θα πρόσφερε τα άνθη του στις μέλισσες,
τον καρπό του στους πεινασμένους,
τις αγκαλιές του να κουρνιάζουν τα πουλιά τη νύχτα
και τη μέρα να στήνουν το πανηγύρι τους.

Και ως που βρήκε το νοτισμένο χώμα έσκαψε
και φιλώντας το, παρακάλεσε τη γή να το κάνει παιδί της, το Δέντρο,
τη Δήμητρα να το προστατεύει,
την Περσεφόνη νάχει μια καλή κουβέντα γι'αυτό στα στοιχειά του κάτω κόσμου.

Και σαν πέρασαν οι καιροί και φάνηκαν τα πρώτα λουλούδια,
ήλθαν και προσκύνησαν οι διαβάτες,
τα πουλιά ήλθαν και τραγούδησαν,
ήλθαν και οι μέλισσες και ευχαρίστησαν για την προσφορά Του.

Και μετά στις καυτές ημέρες έφθασαν πολλοί,
να δροσιστούν στον ίσκιο του
και να γευθούν τους καρπούς του.
Τα πουλιά να εισπράξουν το μερίδιο που τους ανήκε
και μετά ξανά οι άνθρωποι να πάρουν τα ξύλα 
για τα κρύα που θα 'ρχονταν.

Μα κανείς τους πιο μετά, για να σκάψει τη γή, 
να δωρίσει τον ιδρώτα του στις ρίζες του.
Μόνος του και πάλι, 
Και φάνηκαν ξανά οι γνωστικοί που τούλεγαν..
πως ο κόσμος τούτος δεν θ' αλλάξει ποτέ !

Και διάβαιναν τα χρόνια ώσπου η Περσεφόνη, 
κάποιο φθινόπωρο αγκάλιασε τα κλαριά του, 
και αρνήθηκε τον κάτω κόσμο,
κι' ήσαν τα πουλιά με το τραγούδι τους,
κι' αυτοί που αγάπησαν τούτο τον παράδεισο 
κι' αυτός με τα όνειρά του που την κράτησαν κοντά τους.

Τα όνειρα που πλέκουν τα παραμύθια,
που φέρνουν τους ξεριζωμένους στα σπίτια τους,
τους νεκρούς πίσω στη γή τους,
Τη μάνα του, που την έβλεπε
να χαιρετά τη θάλασσα στο φώς των αστεριών.

Για νάχει η γή μια δικαίωση κι' ο πόνος μιαν ανταμοιβή
η ύπαρξη ένα λόγο και οι γνωστικοί μιαν απάντηση,
για το πως η αιωνιότητα γίνεται από σκοτάδι φώς.