από φιλικό μπλογκ
φωτογραφία δώρο από το μαμούφι
Τον έβλεπα, στην έρημο των πόλεων, στα ερείπια των χωριών,
να κόβει το ψωμί του σε κομμάτια
και να τα μοιράζει στους λίγους περαστικούς.
Με το νερό πούφερνε μαζί του να ξεδιψάει τους ξένους,
με τα λόγια του να παρηγορεί τους πονεμένους.
Και όταν το κρύο έσκιαζε τα σώματά τους,
να βγάζει ένα-ένα τα ρούχα του
και να σκεπάζει τους ενοίκους των δρόμων.
Και μετά πάλι, ξυπόλυτο να τρέχει από δώ και από κεί,
αλαφιασμένος, για να προλάβει το κακό.
Και όταν έπεφτε η νύχτα, πάλι,
άγγελος με τα φτερά του στο προσκεφάλι τους,
όνειρα γλυκά το νανούρισμά του,
φωτιά και θαλπωρή η ανάσα του.
Και μήτε γής τον όριζε, μήτε νόμοι τον κρατούσαν,
σαν έφτασαν οι γνωστικοί και τούπανε να φύγει
και μετά οι άγνωστοι, που με απειλές τον διώχναν
και μετά πάλι οι γνωστικοί που τούλεγαν..
πως ο κόσμος τούτος δεν θ' αλλάξει ποτέ !
Μα έμενε εκεί.
Στην έρημο των πόλεων, στα ερείπια των χωριών,
Στην έρημο των πόλεων, στα ερείπια των χωριών,
να σκάβει με τα χέρια του την άμμο.
Να βάλει τον σπόρο του δέντρου,
που θάδινε τον ίσκιο του στις πυρωμένες μέρες
που θάκανε τραγούδι τις οπλές του ανέμου.
Που θα πρόσφερε τα άνθη του στις μέλισσες,
τον καρπό του στους πεινασμένους,
τις αγκαλιές του να κουρνιάζουν τα πουλιά τη νύχτα
και τη μέρα να στήνουν το πανηγύρι τους.
Και ως που βρήκε το νοτισμένο χώμα έσκαψε
και φιλώντας το, παρακάλεσε τη γή να το κάνει παιδί της, το Δέντρο,
τη Δήμητρα να το προστατεύει,
την Περσεφόνη νάχει μια καλή κουβέντα γι'αυτό στα στοιχειά του κάτω κόσμου.
Και σαν πέρασαν οι καιροί και φάνηκαν τα πρώτα λουλούδια,
ήλθαν και προσκύνησαν οι διαβάτες,
τα πουλιά ήλθαν και τραγούδησαν,
ήλθαν και οι μέλισσες και ευχαρίστησαν για την προσφορά Του.
Και μετά στις καυτές ημέρες έφθασαν πολλοί,
να δροσιστούν στον ίσκιο του
και να γευθούν τους καρπούς του.
Τα πουλιά να εισπράξουν το μερίδιο που τους ανήκε
και μετά ξανά οι άνθρωποι να πάρουν τα ξύλα
για τα κρύα που θα 'ρχονταν.
Μα κανείς τους πιο μετά, για να σκάψει τη γή,
να δωρίσει τον ιδρώτα του στις ρίζες του.
Μόνος του και πάλι,
Και φάνηκαν ξανά οι γνωστικοί που τούλεγαν..
πως ο κόσμος τούτος δεν θ' αλλάξει ποτέ !
Και διάβαιναν τα χρόνια ώσπου η Περσεφόνη,
κάποιο φθινόπωρο αγκάλιασε τα κλαριά του,
και αρνήθηκε τον κάτω κόσμο,
κι' ήσαν τα πουλιά με το τραγούδι τους,
κι' αυτοί που αγάπησαν τούτο τον παράδεισο
κι' αυτός με τα όνειρά του που την κράτησαν κοντά τους.
Τα όνειρα που πλέκουν τα παραμύθια,
που φέρνουν τους ξεριζωμένους στα σπίτια τους,
τους νεκρούς πίσω στη γή τους,
Τη μάνα του, που την έβλεπε
να χαιρετά τη θάλασσα στο φώς των αστεριών.
Για νάχει η γή μια δικαίωση κι' ο πόνος μιαν ανταμοιβή
η ύπαρξη ένα λόγο και οι γνωστικοί μιαν απάντηση,
για το πως η αιωνιότητα γίνεται από σκοτάδι φώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.