Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Ακροβάτης στην άκρη του μυαλού σου (αναδημοσίευση)


 και Βασίλης Δημητριάδης 

Κοίταξες στην άκρη του κορμιού σου και σαν ακροβάτης έριξες το βλέμμα σου πάλι στον γκρεμό του.
«Πόσες σταγόνες αίμα είναι ένας άνθρωπος;» αναρωτήθηκες και βούτηξες στο κενό του μυαλού σου.
Άρχισες να πετάς με μαγικά φτερά και να σκορπίζεις μερικά από αυτά σε γνωστές και άγνωστες σκιές κάτω από σένα, σκιές που δεν σε κοιτούν....

Ένα ελαφρύ άγγιγμα στο μάγουλο τους και ξύπνησες μερικές από αυτές.
Σηκώθηκες ξανά και αναρωτήθηκες «πόσες σταγόνες νερό είναι μια σκιά;»
Ύστερα κοίταξες με έπαρση στην άκρη του μυαλού σου. Το ένιωσες μεγάλο, δυνατό, έτοιμο να ξεχυθεί από το περίβλημα του, εκεί που άλλα πλέουν και νομίζουν ότι αρμενίζουν μεσοπέλαγα.
Ύβρις, ίσως…

Άπλωσες το χέρι και άρπαξες μία σκιά. Την έφερες κοντά σου. Προσπάθησες να την γνωρίσεις, πήρε κι άλλη κι άλλη, μα ήταν όλες ίδιες.
Πέταξες ξανά με δυνατά φτερουγίσματα. Προσπάθησες να αναζητήσεις κάτι ανώτερο.
«Πόσες σταγόνες αμβροσία είναι ένας Θεός;» ψέλλισες βέβηλα πριν αρχίσεις να χάνεσαι μέσα του.
«Πόσες σταγόνες Θείο είναι ο Παράδεισος;» φώναξες υπεροπτικά και προσπάθησες να τον πιεις…

Τόσο κοντά στα πάντα κι όμως τόσο κοντά στο τίποτα. Μαύρες ηλιαχτίδες λούζουν τη σκέψη σου, μα δεν τις φοβάσαι. Θέλεις να μπλεχτείς μαζί τους σ’ έναν αέρινο χορό.

Πόσα ποτάμια άπειρου είναι το πνεύμα κι όμως τόσο ρηχό που σπας το νου σου…
Πόση ανούσια ουσία χυμένη σε γελοίες λέξεις, άξιες υπερβολής μιας βλακώδους προβολής επίδειξης.

Τόση, όσο να σε κάνει να κοιτάς μοναχός το σύμπαν που κρύβεις μέσα σου, χωρίς κανένα σύντροφο, την ώρα που σχοινοβατείς στο επόμενο βήμα, χωρίς να κρατιέσαι από κανένα χέρι, μόνος στην δική σου άβυσσο που έχεις μάθει να λατρεύεις…

Δεν υπάρχει μόνο Μανωλάδα... Το “ειδυλλιακό” περιβάλλον μιας ελληνικής πολυεθνικής



Καταγγελία εργαζομένων

Η εταιρία ALINDA-VELCO είναι ένας ελληνικός πολυεθνικός όμιλος, ο οποίος δραστηριοποιείται σε τομείς παραγωγής και εμπορίας πρώτων υλών για τη βιομηχανία τροφίμων και απορρυπαντικών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει εγκαταστάσεις σε Οινόφυτα Βοιωτίας, Ασπρόπυργο, Σπάτα, Ρουμανία. Απασχολεί περίπου 20 εργαζόμενους στην παραγωγή, κατά πλειοψηφία μετανάστες. 

Η δουλειά είναι βαριά και ανθυγιεινή: γυναίκες εργαζόμενες είναι αναγκασμένες να σηκώνουν πολύ μεγάλα βάρη (4 λίτρα το μπουκάλι, 16-18 κιλά το κιβώτιο, ενώ οι παλέτες που τυλίγονται έχουν βάρος 640 κιλά). 

Στους πακιστανούς εργαζόμενους, οι οποίοι κάνουν την πιο σκληρή εργασία, η αμοιβή είναι 19,5-22 ευρώ, ανάλογα με τα χρόνια εργασίας, ενώ σε όλους τους εργαζόμενους η εταιρεία χρωστάει δώρα, επιδόματα, υπερωρίες, συν τα Σάββατα όπου ναι μεν οι εργαζόμενοι δουλεύουν αλλά δεν φαίνονται πουθενά ως εργάσιμη μέρα.

Σε ρουμανικής καταγωγής εργαζόμενες, που απασχολούνται από το 2008 στην εταιρία και τώρα βρίσκονται σε δικαστική αντιδικία με αυτήν, χρωστάει μισθούς – υπερωρίες, τα εργάσιμα Σάββατα, επιδόματα γάμου, τέκνων, τριετίας, ενώ δεν τους έδινε αποδείξεις πληρωμής. Επίσης, δεν έχει επιδώσει η εταιρία στους εργαζόμενους τη σύμβαση εργασίας που έχουν υπογράψει. Επιδόματα χρωστάει και σε έλληνες εργαζόμενους.

Η εταιρία κατηγοριοποιεί τους εργαζόμενους τόσο μισθολογικά όσο και από άποψη συμπεριφοράς. Δύο οι κατηγορίες εργαζομένων: των μεταναστών και των ελλήνων. Τα μεροκάματα για τους πρώτους κυμαίνονται στα 22 ευρώ και για τους δεύτερους στα 27-28 ευρώ.

Από το Νοέμβρη του 2012 έχει γίνει καταγγελία για την εταιρεία από εργαζόμενους. Στις 23 Μάη του 2013 ήταν η πρώτη δίκη, η οποία αναβλήθηκε καθώς η δικηγόρος της εταιρίας επικαλέσθηκε ασθένεια. Η δεύτερη δίκη γίνεται στις 27 Ιούνη.

Εν τω μεταξύ, στις 20 Ιούνη η μία από τις δύο εργαζόμενες που έχουν καταγγείλει την εταιρία απολύθηκε. Στο τέλος της εργάσιμης μέρας καλέστηκε να υπογράψει την απόλυσή της και ότι δεν διεκδικεί αποζημίωση από την εταιρία, ενώ στο έντυπο της απόλυσης αναγραφόταν ότι η εταιρία έχει καταγγείλει την εργαζόμενη στην Επιθεώρηση Εργασίας για τη συμπεριφορά της, χωρίς να έχει ποτέ γνωστοποιηθεί σε αυτήν η σχετική καταγγελία.

Να σημειωθεί ότι η πλειοψηφία των εργαζομένων, κυρίως των γυναικών, αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας, έχουν αναπνευστικά προβλήματα και χρήζουν φυσιοθεραπείας.

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Δύσηχοι τόποι (αναδημοσίευση)


Απρόθυμα  ανασύρονται οι λέξεις από τη θύμηση, τρομαγμένες λέξεις από των καιρών την έπαρση. Λέξεις αυτόχειρες, ρημαγμένες σε τόπους άνυδρους και σε στόματα υβριστών. Βασανιστικά υπακούουν στη σκέψη, αρνούνται να καθίσουν στο χαρτί, κι' άλλοτε πάλι αρνούνται την υπαρξή τους. 

Λέξεις που ήταν φωτιά, ταμένες να μην πεθάνουν ποτέ. Λέξεις που γεννήθηκαν και στέργιωσαν καρτερώντας τον ερχομό ενός ονείρου, λέξεις που γιγαντώθηκαν στης σιωπής τ' αγνάντεμα, που αιχμαλώτισαν πανύψηλα βουνά και αποστάγματα διαδρομών.


Λέξεις που αναμετρήθηκαν σκληρά με το είναι τους, που ζυγιάστηκαν στων καιρών το πέρασμα, πάντα ακέριες και κρυστάλλινες. Λέξεις περιπλανώμενες και ρομαντικές, από λουλούδι σε λουλούδι ρουφώντας το νέκταρ της ζωής. Λέξεις που τάχθηκαν πάνω από τη βιοτή για να την κάνουν ομορφότερη, να την ανεβάσουν στον ουρανό. Λέξεις που φτιάχτηκαν γι' αυτούς που σιωπούν, σαν ένα πλεόνασμα πλούτου στη σοδειά της ομορφιάς τους.


Σ' άλλους καιρούς γιομάτοι οι δρόμοι και οι αυλές από την διακριτική παρουσία τους, ζωντάνευαν σε νύχτες σιωπηλές, χαρίζονταν σαν πρωϊνή δροσιά στο θώπευμα της ψυχής- μαρτυρία ανυπαρξίας του ανέφικτου-.


Δύσηχες πια οι λέξεις: παγιδευμένες σε πανώ, μπροσούρες και στόματα υβριστών, κτήμα από δικαίωμα χρησικτησίας, δολώματα σε βυθούς σκοτεινούς, αναλώνονται στο συνωστισμό της ανάγκης και της επιβίωσης. Λέξεις που δεν ξεσκουριάζουν τον χρόνο, που ο αντίλαλός τους σβήνει παραδίπλα, που δεν ταξιδεύουν να βρούν ορίζοντες.

Λέξεις οργισμένες, που ητήθηκαν από την επιβίωση, χαμήλωσαν στο χώμα, αφήνοντας ορφανή την ψυχή, βορά θανατερών παραισθήσεων, λαλιές ευκαιρίας και σημαίες πρόστυχες.

Λέξεις ξύλινες, απορφανεμένες από ρίζες και κλαριά, σταφιδιασμένες από τον κάματο της δολιότητας. Λέξεις που το άκουσμά τους γίνεται μαχαιριά στην ψυχή, που διαχέουν ύπουλα τον φόβο, λέξεις μήτρα ανείπωτης βαρβαρότητας.

*****

Δεν ζούν πια οι λέξεις μου, δεν τραγουδούν και δεν χορεύουν.

Θωπεύει η ματιά μου εικόνες από τα μικρά και ασήμαντα όπου ακόμη ανθίζουν, γλιστρώντας από τη βαρβαρότητα της εξαφάνισης του ακατανόητου και του περιττού. Και μες στις εικόνες αυτές την αλήθεια αντικρύζω να θριαμβεύει. Και γίνεται πιο οδυνηρή η ήττα των λέξεων, η ήττα μου. Ζυγιάζω τις εικόνες τούτες τις ταπεινές και τη δική μου. Χαμένος από καιρό στην ασημαντότητα του υπάρχω, ξεγλιστρώντας από την αθωότητα των ταπεινών εικόνων, είμαι ένας από αυτούς που με πληγώνουν, θύτης ψυχών και λέξεων. Το μαρτυρεί με δισταγμό τ' ανθισμένο τσετσέκι, της μέλισσας το βουητό, της πεταλούδας τ' ανέμελο της αθωότητας πέταγμα, η περσινή ντοματιά που πάλεψε τον χειμώνα κι' έμεινε όρθια. Το μαρτυρούν κι' η αγάπη όσων ανταμείβει το μάτωμά μου.


Τα όνειρά μου παραχώρησαν τη θέση τους σ' εφιάλτες ανεκπλήρωτων υποσχέσεων, γραμμένη από φόβους και αναστολές η σύμβαση της ζωής μου. Κάνω πως αντιμάχομαι με τις κουρελιασμένες μου λέξεις. Μα οι μνήμες -διάφανες σαν την πάχνη- επιστρέφουν να μου θυμίσουν πως ντρέπονται για την ήττα μου, πως δεν παραδίνονται σε τούτο το αγκύλωμα, στην άρνηση της θυσίας. 

Τι γυρεύω σε τούτη την ερημιά, σ' αυτούς τους δύσηχους τόπους, με τους αγριεμένους καιρούς γιατί μονοιάζω ;


*****

Να αποκοιμηθώ θέλω, κλείνοντας βαριά τα βλέφαρα, σφραγίζοντας τα από το σκοτάδι μ' ένα εκτυφλωτικό όνειρο: Να φύγω πίσω στον καιρό, μακρυά σε τόπους π' αλάργιασεν ο θάνατος, κλέβοντας μια λέξη, μια λεξούλα τόση δά, κλέβοντάς την από μια βάναυση κυριότητα. Να φύγω, διαβαίνοντας τα σύνορα της ζωής και του θανάτου, με μόνη μου αποσκευή μιαν απροσδιόριστη ελπίδα και τούτη τη λεξούλα. Και μαζί να περπατήσουμε ξυπόλητοι και γυμνοί, σε χνάρια π' άφηκαν καιροί φωτισμένοι, να ματώσουν τα πόδια, να λιχνέψει το κορμί, να παλινοστήσουν μέσα από την αχλύ των παραμυθιών οι μνήμες οι δίκαιες. Και τούτη η λεξούλα να μ' αγαπήσει, να νοιώσει περήφανη για την απαγωγή της, να γίνει κόρη μου και νεράϊδα σιωπηλή σαν τη σκιά μου.

Να δραπετεύσω από τους δύσηχους τόπους ποθώ. Για να υπάρξει Ζωή που να χωρέσει σε μια λέξη, σε μια γουλιά κρασί, σ' ένα ποτήρι δροσερό νερό, σ' ένα τραγούδι. Θάρθεις μαζί μου ;


Είπα θα φύγω, Τώρα.
Μ' ό,τι να' ναι,
τον σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο,
στην τσέπη μου έναν Οδηγό,
τη φωτογραφκή μου μηχανή στο χέρι.
Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου
θα πάω να βρώ ποιός είμαι.
Τί δίνω, τί μου δίνουν,
κια περισσεύει τ' άδικο,
Χρυσέ ζωής αγέρα.
Ο Μικρός Ναυτίλος, Οδυσσέας Ελύτης


από εApenanti

"Αύριο δεν θα κλαίει κανείς"


Γλιστρώντας πάνω στη σκουριά του χρόνου
Ψωμί και Τριαντάφυλλα ο δρόμος που θα πάρεις.




για νάβρει το ερώτημα δικαίωση στο Αύριο 


Κι' αν σου ζητήσουν τη Ζωή σου όλη
κράτησε τα τριαντάφυλλα



 
 Για "να μην κλαίει κανείς αύριο"

Από τη διαδήλωση των εργαζομένων της ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ στην ΕΡΤ

Μισό χάπι, μισή ζωή (αναδημοσίευση)

από εφημερίδα ΠΡΙΝ
της Μαριάννας Τζιαντζή 

Με μακάβριο τρόπο, το θρυλικό «ολίγον έγκυος» επανέρχεται: ολίγον ζωντανοί, ολίγον ετοιμοθάνατοι. Ένας στους πέντε πάσχοντες από χρόνιο νόσημα κόβει το χάπι του στη μέση για να κάνει οικονομία, σύμφωνα με μια έρευνα για τις ιδιωτικές φαρμακευτικές δαπάνες που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα στα Νέα. Η είδηση δεν μας ξαφνιάζει. Λίγες μέρες νωρίτερα, σε μια εκπομπή της υπό κατάληψη ΕΡΤ, ένας καρδιολόγος από το Αττικό Νοσοκομείο έλεγε ότι πολλοί ασθενείς τον παρακαλούν: «Γιατρέ, κόψε κάτι!» εννοώντας να τους γράψει λιγότερα φάρμακα γιατί δεν έχουν να πληρώσουν τη συμμετοχή στην αγορά τους....

Εδώ δεν μας παρηγορεί η σκέψη ότι υπάρχουν και χειρότερα, δηλαδή ότι πολλοί άνθρωποι δεν έχουν καμία πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Τουλάχιστον αυτοί που κόβουν το χάπι τους στη μέση είναι σε καλύτερη θέση από τους ανασφάλιστους. Όμως αυτό το μισό χάπι μοιάζει πιο θλιβερό από το «καθόλου χάπι». Ενώ θεωρητικά υπάρχουν οι δυνατότητες για θεραπεία, το ίδιο το χέρι του αρρώστου «κόβει κάτι».

Ο καρδιοπαθής που κόβει το χάπι του στη μέση δεν βρίσκεται στο τελευταίο σκαλί της εξαθλίωσης, όμως κατρακυλά προς τα κει. Δεν είναι ούτε ξεγραμμένος, ούτε θεραπευμένος. Ακροβατεί μες στην αβεβαιότητα: σήμερα ζεις, αύριο πεθαίνεις. Σαν τους φτωχούς της πόλης που αγοράζουν από καροτσάκια της οδού Αθηνάς κονσέρβες ψαριού χωρίς ημερομηνία λήξης και με απροσδιόριστη χώρα προέλευσης. Δεν στέκονται στην ουρά των συσσιτίων, δεν γίνονται αντικείμενο φιλανθρωπίας, η αξιοπρέπειά τους μένει αλώβητη. Θα χορτάσουν ξέροντας ότι θέτουν σε κίνδυνο την υγεία τους. 

Το κομμένο στη μέση χάπι είναι μια κίνηση απελπισίας, αλλά και τρεμάμενης, σχεδόν μυστικιστικής ελπίδας. Σου δίνει την ψευδαίσθηση ότι κάνεις κάτι, ότι αποφεύγεις το «δεν κάνω τίποτα», την πλήρη παραίτηση. Ποιος ξέρει, ίσως το μισό χάπι να κάνει τη δουλειά του, να καθυστερήσει αν όχι να εμποδίσει την πλήρη κατάρρευση. Με μακάβριο τρόπο, το θρυλικό «ολίγον έγκυος» επανέρχεται: ολίγον ζωντανοί, ολίγον πεθαμένοι.

Με μισό χάπι, με μισή ελπίδα μοιάζουν οι υποσχέσεις των κομμάτων εξουσίας. Μισή, μισερή ζωή μάς τάζουν. Μισός μισθός και σύνταξη μισή της μισής. Δεν θα γίνεις καλά, λένε στο λαό, δεν θα ξαναγυρίσεις εκεί που ήσουνα, δεν θα ζήσεις σαν άνθρωπος, αλλά μπορεί και να μην πεθάνεις σήμερα. Μπορεί εσένα να σε φάμε τελευταίο.

(ΠΡΙΝ, "Το τέλος της αγοράς", 30-6-2013)

ΚΙΜΠΙ, Ο μεγάλος θυμός (αναδημοσίευση)


από http://kibi-blog.blogspot.gr
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Eπενδυτής, 29/6/2013)

Οι Βραζιλιάνοι ξεσαλώνουν με σάμπα. Οι Αιγύπτιοι χορεύουν raqsharqi (το γνωστό οριεντάλ). Οι Πορτογάλοι είναι καθολικοί, οι Τούρκοι μουσουλμάνοι. Οι Ισπανοί βρίζουν στα ισπανικά, οι Μαροκινοί στα αραβικά. Οι Ιταλοί γράφουν τις προκηρύξεις και τα πανό τους από αριστερά προς τα δεξιά. Οι Αλγερινοί αντίστροφα. Οι Σουηδοί πυρπολούν αυτοκίνητα. Οι Τυνήσιοι αυτοπυρπολούνται οι ίδιοι. Οι Έλληνες αυτοκτονούν μοναχικά. Οι Μεσανατολίτες ζώνονται με εκρηκτικά και παίρνουν καμπόσους μαζί τους....

Όταν το ζεις, δεν αντιλαμβάνεσαι το ιστορικό του βάρος. Εδώ και έξι χρόνια όλος ο κόσμος χορεύει, αγανακτεί, διαδηλώνει, εξεγείρεται, συγκρούεται με αστυνομίες και στρατούς. Σε πρωτοφανή μεγέθη, με απίστευτη ένταση. Αναρίθμητα πλήθη γεμίζουν τις πλατείες του κόσμου στις πιο διαφορετικές χώρες, με τις πιο διαφορετικές κουλτούρες, θρησκείες, καθεστώτα, επίπεδα ανάπτυξης. Εκτός από τον μεγάλο θυμό των ανθρώπων, είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τι συνδέει τους Βραζιλιάνους με τους Τούρκους διαδηλωτές σήμερα ή τι συνέδεε τους Αιγύπτιους και Τυνήσιους της Αραβικής άνοιξης με τους Ισπανούς Indignados ή τους Έλληνες Aγανακτισμένους.

Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα δυσκολευτούν να κατατάξουν το μεγάλο κύμα κοινωνικής αναταραχής που σαρώνει τον κόσμο από το 2008. Θα δυσκολευτούν να ορίσουν το σημείο εκκίνησής του – να ήταν άραγε ο ελληνικός «Δεκέμβρης 2008»; Αλλά τι κοινό υπήρχε ανάμεσα στον έφηβο Γρηγορόπουλο, που έπεσε νεκρός από σφαίρα αστυνομικού, και στον 27χρονο Τυνήσιο λαχανοπώλη Μπουαζίζι, που, δυο χρόνια μετά, διαμαρτυρήθηκε για την αστυνομική αυθαιρεσία αυτοπυρπολούμενος; Τι κοινό υπάρχει ανάμεσα στους Τούρκους διαδηλωτές που υπερασπίζονται την κοσμικότητα της κοινωνίας τους και στους Βραζιλιάνους πολίτες που ζητούν να διοχετευτεί στα δημόσια αγαθά μερίδιο από το πλεόνασμα της ανάπτυξης στη χώρα τους;

Εκ πρώτης όψεως δεν υπάρχει τίποτα κοινό. Εκτός από το γεγονός ότι ο μεγάλος θυμός της τελευταίας εξαετίας αποτελεί το δεύτερο «μακρύ κύμα» της μεταπολεμικής ιστορίας που σκάει στα βράχια της «νέας τάξης». Το προηγούμενο κύμα, η «μεγάλη έκρηξη» του 1968, διέκοψε απρόσμενα τη μεταπολεμική αμεριμνησία της ευημερίας. Ήταν ένα κύμα νεανικό, με τους Γάλλους βλαστούς μεσοαστικών οικογενειών να τραγουδούν τη Διεθνή και τους Γερμανούς νέους να πειραματίζονται με το αντάρτικο πόλεων. Ήταν, όμως, καθαρά υπόθεση της Δύσης και των ανεπτυγμένων οικονομιών της. Ένα χασμουρητό πλήξης που εξελίχθηκε σε ουρλιαχτό ηθικής αποδοκιμασίας.

Αλλά ποιο είναι το συνεκτικό στοιχείο του νέου μεγάλου θυμού που έχει βγάλει στον δρόμο, με παράδοξη μεταδοτικότητα και εντυπωσιακό ιστορικό συγχρονισμό, Έλληνες δημοσίους υπαλλήλους, Ισπανούς ανέργους, Γάλλους αποταμιευτές, Βραζιλιάνους μικροαστούς, πιστούς μουσουλμάνους της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής; Μην ακούσω: «Τα social media!». Το ότι το Facebook και το Twitter έχουν υποκαταστήσει επάξια στην κινητοποίηση των μαζών τις χειρόγραφες προκηρύξεις, τα φέιγ βολάν και τις άλλοτε πολυπληθείς συλλογικότητες δεν κάνει τη διαφορά. Το ερώτημα είναι αν υπάρχει κοινό κίνητρο.

Ένα ευδιάκριτο κίνητρο είναι η διάχυτη δυσφορία απέναντι στην εξουσία. Είτε αυτή έχει τη μορφή της ακραίας απολυταρχίας, είτε καλύπτεται κάτω από τον μανδύα της κοινοβουλευτικής νομιμότητας, η εξουσία αμφισβητείται μαζικά και στην ουσία της. Ο Ερντογάν έχει ευρεία λαϊκή υποστήριξη και το άστρο του ανέτειλε μέσα από σκληρή σύγκρουση με το κεμαλικό καθεστώς. Αλλά, από τη στιγμή που έγινε ο ίδιος καθεστώς, πέρασε στη γκρίζα ζώνη της αμφισβήτησης. Αυτό ισχύει και για τα αραβικά καθεστώτα που, τρία χρόνια από το πρώτο ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης, αδυνατούν να βρουν σημείο ισορροπίας. Ισχύει και για την πρώην αντάρτισσα Ντίλμα Ρούσεφ που δεν μπορεί να εξηγήσει πειστικά γιατί ο αναπτυξιακός άθλος της Βραζιλίας δεν έχει αγγίξει ούτε τις φαβέλες, αλλά ούτε τη νέα μεσαία τάξη της χώρας. Ισχύει πολλαπλάσια για τις ευρωπαϊκές ηγεσίες, οι οποίες με εξαιρετικό κυνισμό αδειάζουν τη δημοκρατία από το στοιχειώδες κοινωνικό της περιεχόμενο. Καθώς η Ευρώπη αποκτά τυπικά χαρακτηριστικά απολυταρχίας εντός της οποίας η πολιτική επιρροή των κοινωνιών σταδιακά εκμηδενίζεται, οι κοινωνίες θα κινούνται σταθερά μεταξύ δυσφορίας και έκρηξης.

Η μια πηγή, λοιπόν, του μεγάλου θυμού του ετερόκλητου πλήθους είναι ο αυξανόμενος αυταρχισμός και αμοραλισμός της εξουσίας. Παραμένει, ωστόσο, παράδοξο το γεγονός ότι αυτός ο θυμός εκδηλώνεται εξίσου μαζικά, αν και όχι το ίδιο αιματηρά, τόσο σε καθεστώτα τυπικά δημοκρατικά όσο και σε εκείνα που δεν κρατούν δημοκρατικά προσχήματα. 

Η συγκολλητική ουσία του οικουμενικού μεγάλου θυμού είναι η βιαιότητα που συνοδεύει την τελευταία φάση καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Μια γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, που διασπείρει τη δράση της σε τρεις ηπείρους χρειάζεται σταθερούς όρους αναπαραγωγής και στη Φρανκφούρτη, όπου βρίσκεται το σχεδιαστικό της επιτελείο, και στη Σανγκάη όπου παράγει τα αυτοκίνητά της. Ένας διεθνής χρηματοπιστωτικός κολοσσός έχει ανάγκη την απρόσκοπτη κίνηση των κεφαλαίων του από τη Νέα Υόρκη, όπου επινοεί άπειρες οβιδιακές μεταμορφώσεις του χρήματος, μέχρι το Νέο Δελχί, όπου κακοπληρωμένοι Ινδοί των call centers λύνουν σε άψογα αγγλικά απορίες Ευρωπαίων αποταμιευτών. Το παγκόσμιο χρήμα σε όλες τις εκδοχές του -παραγωγικό,πιστωτικό ή εμπορικό, ακόμη και ψηφιακό- ενοποιεί τα θεσμικά και πολιτικά πλαίσια, απαιτεί και επιβάλλει όλο και πιο ομοιόμορφους όρους πίεσης στην εργασία, εκμετάλλευσης του κοινωνικού πλούτου, ιδιωτικοποίησης των δημοσίων αγαθών, παραπλάνησης ή καταπίεσης του πλήθους, είτε συναλλάσσεται με αιμοσταγείς χούντες είτε δρα σε άψογες δυτικές δημοκρατίες.

Το αποτέλεσμα, όμως, είναι ότι αυτή η μόνιμη πια διαπλοκή του παγκόσμιου χρήματος, με τις αυταρχικές ή φιλελεύθερες πολιτικές ελίτ των χωρών που αποικίζει, γίνεται και μόνιμη πηγή δυσφορίας και θυμού των κοινωνιών. Ούτε ο Ερντογάν μπορεί να χτίσει οθωμανικούς στρατώνες χωρίς «χριστιανικές» πιστώσεις ούτε η κινεζική ηγεσία μπορεί τιθασεύσει τον θηριώδη πληθυσμό της χωρίς γερμανικές επενδύσεις. Είναι υποχρεωμένοι να συνυπάρξουν -για πόσο, άραγε;- με δυσφορούσες ή θυμωμένες κοινωνίες, σταθερά καχύποπτες πια για το πώς η κυριαρχία του παγκόσμιου χρήματος απονεκρώνει τις δημοκρατίες όπου υπάρχουν και τις απομακρύνει όπου δεν έχουν ακόμη υπάρξει. Τη στιγμή ακριβώς που ο καπιταλισμός γίνεται πραγματικά παγκόσμιο σύστημα, προδίδει πόσο άβολα αισθάνεται με ό,τι έχει απομείνει από την κληρονομιά της Γαλλικής Επανάστασης.

Το πλήθος το διαισθάνεται αυτό. Μπορεί να μην αντιλαμβάνεται τον μηχανισμό του, αλλά το διαισθάνεται. Κι αυτό τρέφει τον μεγάλο του θυμό. Το πότε και σε ποιο σημείο του πλανήτη ο θυμός εκρήγνυται κάθε φορά, ανάγεται στο θρίλερ της ιστορίας. Η σημασία φωλιάζει στ’ ανύποπτα.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Όταν το πλήθος γίνεται υποκείμενο ηθικής ανυπακοής εναντίον ενός άδικου ή ανήθικου νόμου, τότε ο νόμος φθείρεται και παύει να υφίσταται κοινωνικά, αργότερα και τυπικά. Αλλά, όταν το πλήθος ενώνεται σε μια πολύμορφη και συντονισμένη δημοκρατική ανυπακοή και αντίσταση, μπορεί, μαζί με τους νόμους, να ανατρέψει και την κυβέρνηση που τους θέσπισε ή τους διαιωνίζει. Το διαπιστώσαμε ζωντανά στην Τυνησία και στην Αίγυπτο. Έπειτα στις πλατείες της Ισπανίας και της Ελλάδας. Η πολιτική ανυπακοή του πλήθους αποτελεί αυθεντική ηθική και δημοκρατία εν δράσει σε αντίθεση με την ανομία της εξουσίας. Είναι αυτό που φοβάται κάθε εξουσία.

Κώστα Δουζίνα,«Αντίσταση και φιλοσοφία στην κρίση. Πολιτική, ηθική και στάση Σύνταγμα»

Ένας ανώνυμος, ένας ακόμα. (αναδημοσίευση)


της Αννίτας Λουδάρου

Δεν με ξέρει κανείς. Δεν μου συμπαραστάθηκε ποτέ κανένας επώνυμος. Δεν φτιάχτηκαν για μένα στιχάκια με ομοιοκαταληξία. Δεν μου σφίξανε αδερφικά το χέρι , δεν με χτύπησαν στον ώμο με νόημα. Δεν πέσανε πάνω μου τα φώτα της δημοσιότητας, δεν με κοίταξε κανείς στα μάτια με κατανόηση. Δεν έγινα κατάληψη. Ένας ακόμα άνεργος είμαι του ιδιωτικού τομέα.

Μόλις τελείωσα τις σπουδές, έμαθα να βρίσκω δουλειά, ακόμα και εκεί που δεν υπήρχε μονιμότητα. Να στέλνω αριστογραμμένα βιογραφικά, να διεκδικώ. Έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου. Ήμουν συνεργάσιμος, φιλικός, γέλαγα με την καρδιά μου με τους συναδέλφους μου. Δεν πρόδωσα, δεν άπλωσα το χέρι ν΄αρπάξω. Βοήθησα και έδωσα.

Όταν μου χρωστούσαν τέσσερις μήνες μισθούς ζήτησα να πληρωθώ. Με ειρωνεύτηκαν που είχα το θάρρος να διαμαρτυρηθώ. Εδώ δεν μιλάς, δεν αντιστέκεσαι. Με απολύσανε. Με συνοπτικές διαδικασίες βρέθηκα με άλλους 1,200,000 άνεργους στον ΟΑΕΔ. Πες μου έχεις πάει κανένα πρωί έξω από τον ΟΑΕΔ ; Να δεις πόσα όνειρα και βιογραφικά λιώνουν στα βρώμικα σκαλιά του.

Ξέρω πως δεν θα μου δωθεί ο λόγος ποτέ. Ξέρω πως δεν θα βρεθώ σε κανένα παράθυρο και πως θα με γράφουν κάτω κάτω στα ονόματα των κομπάρσων μιας ιστορικής ταινίας, που άλλοι την έγραψαν , άλλοι την σκηνοθέτησαν, άλλοι πρωταγωνίστησαν, άλλοι την διήυθυναν και άλλοι την αποτέλειωσαν. Δεν θα γίνω γιγαντοοθόνη. Για μένα δημόσια συμπαράσταση δεν θα υπάρξει ποτέ. Σαν να είμαι ένα λάθος, ένας αποσιωπημένος αριθμός, ένα στατιστικό στοιχείο, του ιδιωτικού όμως τομέα. Αυτό το όμως, άργησα, αλλά το κατάλαβα.

Αυτή είναι η πραγματικότητα μου, η δική μου και όλων αυτών που βρέθηκαν στην θέση μου και στην 1η του μήνα δεν έχουν πληρωθεί για αρκετούς προηγούμενους μήνες. Πάντα μου άρεσε να πατώ τα πόδια μου στην πραγματικότητα και να μην ονειροβατώ. Απο το πόσο γερά πατάς τα πόδια σου στην πραγματικότητα και το πόσο την αντέχεις, κρίνεται και όλη η αντίσταση σου στο κύμα της παραίτησης και της άρνησης στην ζωή που ακολουθεί αυτή την βία που έχει το όνομα ανεργία. Η ανεργία αποτυπώνει την ύπαρξη της στους αριθμούς και στα στοιχεία. Ο άνεργος στην ψυχή του.

Δεν το βάζω κάτω. Μπορεί γι΄αυτή την χώρα να είμαι αποπαίδι, δεν θα σταθώ όμως ούτε άδειος, ούτε γυμνός, να με πάρει το κύμα. Θα γίνω "μάνα'' του εαυτού μου. Θα με θρέψω. Τα όνειρα είναι δωρεάν. Συμπαραστέκομαι σε ΟΛΟΥΣ τους τίμιους, άνεργους ανθρώπους και σε κανέναν άλλο χαραμοφάη.

Δεν θα πάψω να νιώθω χρήσιμος, γιατί είμαι χρήσιμος, εδώ ή ακόμα και σ΄έναν εργοδότη κάπου στο εξωτερικό. Έχω σκέψη, ιδέες, ταλέντα. Δεν ήμουν ποτέ μονάχα η δουλειά μου.

Αρχίζω να καταλαβαίνω σιγά σιγά γιατί πάντα μου άρεσαν τα ανεξήγητα, τα ανείπωτα, τα άμορφα. Όλα όσα δεν χωράνε, όσα περισσεύουν, όσα κρύβουν μυστικά. Σαν το λευκό πανί που περιμένει να φυσήξει ο αέρας για να φουσκώσει και να ξεκινήσει. Και όπως πιστεύω στην ποίηση, στους άγραφους νόμους, πιστεύω και στην δύναμη της ψυχής. Αυτό είναι. Πιστεύω. 

Ζωγραφική Δημήτρης Αναστασίου.

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

Tα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές (αναδημοσίευση)



Tα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύ άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς και να ακριβολογώ τα μυστήρια όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο πράγμα ο έρωτας. Άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα. Άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι. Άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά.

Με καθαρούς τόνους, θέλω να πω, πως – αλίμονο – τους τόνους, τις αποχρώσεις και τις ανεπαίσθητες διαφορές των πραγμάτων της ζωής μας τις αντιλαμβάνονται όλο και λιγότεροι..

Τις νιώθουν μόνο αυτοί που δεν απομακρύνονται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφομοιωμένος μας μόχθος – έτσι καθώς δεν παύει να αναστρέφεται κάθε μέρα γεμάτος θάμπος για να μας ανταμείψει! Είναι τα όνειρα και οι ελπίδες που έχουμε εναποθέσει ο ένας στο βλέμμα του άλλου , τις ώρες της ατέρμονης σιωπής… και της αναμονής των ακουσμάτων μας.

Θέλουμε – δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας ατέλειωτης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο, που δίνουμε, για να μας αποδοθεί λευκό ή γαλαζο-πράσινο σαν της Αρτίμου τα διαυγή νερά, και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.

Ιπποκράτους 163: Η Vodafone νύχτα "φυτεύει" την ανάπτυξη



Σαν τους κλέφτες ! Από χθές τα χαράματα εργολάβος της Vodafone κουβάλησε τα οικοδομικά υλικά και όλο τον εξοπλισμό για να στηθεί κεραία υψηλής ισχύος στην ταράτσα πολυκατοικίας στην Οδό Ιπποκράτους 163-165 και Βατάτζη, στην Αθήνα.


Το έργο ξεκίνησε από μέρες πριν όταν η Vodafone νοίκιασε το δώμα της πολυκατοικίας που ανήκει στον γιατρό-γυναικολόγο Ζωγράφο Θεόδωρο έναντι ποσού 4.000 ΕΥΡΩ μηνιαίως σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων. Ο ίδιος ιδιοκτήτης κατέχει και ολόκληρο τον 5ο όροφο (κάτω από το δώμα) στην πολυκατοικία και το οποίο διαμέρισμα νοικιάζει.

Χθες το πρωί άρχισαν οι οικοδομικές εργασίες. Άρχισε να κτίζεται καμινάδα μεγάλων διαστάσεων, αφού πρώτα τρύπησαν την ταράτσα της πολυκατοικίας. Προφανώς μέσα στην καμινάδα θα φιλοξενηθεί η κεραία, πλην όμως η καμινάδα χτίστηκε στο κοινόχρηστο χώρο της πολυκατοικίας. Για να είμαστε ακριβείς η καμινάδα 'ηλθε έτοιμη και απλά "συναρμολογήθηκε".

Όταν οι ένοικοι της πολυκατοικίας αντιλήφθηκαν την παρανομία ανέβηκαν στην ταράτσα και σταμάτησαν το τσιμεντάρισμα της καμινάδας. Έτσι το έργο έμεινε ημιτελές. Οι κάτοικοι της πολυκατοικίας και της περιοχής κάλεσαν τις "αρμόδιες" αρχές και βρίσκονται στη διαδικασία προσφυγής κατά της αυθαιρεσίας της Vodafone αλλά και του αδίσταχτου γιατρού-εισοδηματία.

¨Έχει κληθεί από ώρες εισαγγελέας πλην όμως ακόμη να φανεί. Αντί αυτού ήλθε η Άμεση Δράση (100) και άρχισε να γράφει τα μηχανάκια που ήταν παρκαρισμένα στο πεζοδρόμιο της πολυκατοικίας.



Από το πρωί το είχαμε κοινοποιήσει σε συλλογικότητες της περιοχής mail που καλούσε στην αποψινή (27/6) συνέλευση στην είσοδο της πολυκατοικίας. Μέχρι αυτή την ώρα οι ένοικοι και οι κάτοικοι της περιοχής παραμένουν στην πολυκατοικία καλώντας ταυτόχρονα σε νέα συνέλευση αύριο Παρασκευή 28 Ιούνη στις 9 το βράδυ στο ίδιο μέρος.


Η σημερινή Λαϊκή Συνέλευση, στην οποία πήραν μέρος πάνω από 200 κάτοικοι, είχε στόχο τη διαμαρτυρία για την τοποθέτηση μιας παράνομης και επιβλαβούς για την υγεία κεραίας κινητής τηλεφωνίας. Μαζεύτηκαν υπογραφές για την άμεση απομάκρυνση της κεραίας από την περιοχή. 

Συντάχθηκε κείμενο διαμαρτυρίας στο οποίο τονίζεται:«κινδυνεύει άμεσα η υγεία η δική μας και των παιδιών μας. Η περιοχή είναι πυκνοκατοικημένη και σε πολύ κοντινή απόσταση βρίσκονται βρεφονηπιακοί σταθμοί, σχολεία και φροντιστήρια». Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί κάθε ένδικο μέσο και να κατατεθούν ασφαλιστικά μέτρα, ώστε να σταματήσουν οι εργασίες κατασκευής της «καμινάδας».  

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Για την αντικατάσταση του μαύρου (αναδημοσίευση)


από ΤΑ ΚΑΚΩΣ ΚΕΙΜΕΝΑ (http://kakoskeimena.net)

Η ημέρα των ματωμένων λουλουδιών

Από μικρός λάτρευα εκείνη τη μοναδική αίσθηση που σου αφήνει το χάραμα. Τότε που πρωτοβγαίνει ο ήλιος, τότε που η ατμόσφαιρα δεν έχει ακόμα κατασταλάξει ανάμεσα στο ζεστό και το κρύο. Τότε που της αυγής το αεράκι χαϊδεύει απαλά τα βλέφαρά σου για να ξυπνήσεις οριστικά. Είναι τότε που η νύχτα μόλις έχει χαθεί και βλέπεις ακόμα απομεινάρια από το μαύρο της να θρυμματίζονται και να χάνονται μέσα στα ουράνια στόματα της πλάσης.

Είναι τότε που τα χρώματα σμίγουν και φτιάχνουν μια ιριδίζουσα βεντάλια και θαρρείς ότι χορεύουν μεταξύ τους και αλλάζουν διαρκώς στον ουρανό θέση, κρύβονται πίσω από σύννεφα και εμφανίζονται ξανά, απροειδοποίητα, λες και δίνουν τη δική τους παράσταση στον κόσμο που αγουροξυπνά. Είναι τότε που τα πλάσματα της φύσης βγάζουν τις καθαρότερες και δυνατότερες φωνές τους, τότε που το πέταγμά τους είναι το πιο τρανταχτό, έτσι όπως σχίζουν τους αιθέρες και σπάζουν την άθικτη μέχρι εκείνη την ώρα σιωπή. 

Είναι τότε που οι άνθρωποι χουζουρεύουν, κρύβονται κάτω απ’ τα σεντόνια κι αγκαλιάζονται και δίνουν φιλιά ζεστά, φιλιά γεμάτα από όνειρα, καθώς πιστεύουν ότι ακόμα ονειρεύονται στ’ αλήθεια και ότι ίσως τελικά η αλήθεια να μην είμαι μονάχα ένα όνειρο. Είναι τότε που ο ήλιος ξεγλιστράει μέσα απ’ τις γρίλιες και κάνει ζωγραφιές πάνω στις ημίγυμνες τις πλάτες, τότε που τα δάκτυλα σχηματίζουν στη σάρκα ονόματα και σχήματα που πρέπει να μαντέψεις, καθώς μπερδεύεις την αγάπη με την ανατριχίλα. Τότε που όταν λες ότι αγαπάς, σχεδόν ανατριχιάζεις.

Έτσι είναι και σήμερα, καθώς ατενίζω την πόλη από ψηλά. Ανέβηκα ως εδώ πάνω, στο υψηλότερο σημείο, σε μια δική μου ακρόπολη, για να νιώσω όσο εντονότερα μπορούσα όλο αυτό το συναίσθημα, να πάρω ανάσες βαθιές και να εισπνεύσω την ενέργεια ενός κόσμου που ξυπνάει ταυτοχρόνως. Υπολόγισα την ώρα, ώστε να προλάβω να είμαι εδώ την κατάλληλη χρονική στιγμή, ακριβώς πριν η μαγεία τούτη χαθεί και πετάξει μακριά σαν πουλάκι φοβισμένο. Πριν εισβάλλουν όλοι με μανία στην ορμή της καθημερινότητας και χάσουν τα ζωηρά τα χρώματά τους και φορέσουν στα μάγουλα πάλι εκείνο το τσιμεντένιο γκρι. Πριν γίνουν οι αγκαλιές αλαφιασμένα τροχοφόρα που εναλλάσσονται στο ίδιο τοπίο αμέτρητες φορές, τόσο που νομίζεις ότι αυτός ο πλανήτης κατοικείται από ρόδες, παρά από ανθρώπους. Πριν μετρήσω λαιμούς σφιγμένους με γραβάτες, που ώρες-ώρες μοιάζουν με κόμπους και θηλιές που έχουν μπει εκεί για να κρεμιούνται όλοι αυτοί που καθημερινά αυτοκτονούν χωρίς να το καταλαβαίνουν. Πριν δω την απογοήτευση στους ώμους εκείνους που ανεβοκατεβαίνουν συγκαταβατικά, στα χείλη που γελάνε με ανάποδη φορά, προς τα κάτω, στα βλέμματα τα στατικά, που δεν ανοιγοκλείνουν, τόσο που μπερδεύεσαι και λες ότι σε κοιτούν αλλά μπορεί και να μη σε βλέπουν. Πριν εμφανιστούν τα απλωμένα χέρια με τις αδειανές τις χούφτες να παρακαλάνε για μερικά ψίχουλα ζωής, καθώς κενά στομάχια συρρικνώνονται και συνεχώς μικραίνουν για να υπάρξουν με όλο και λιγότερα. Ήρθα πριν ρουτινιαστώ απ’ τη ρουτίνα.

Μα είναι λες και πάγωσε η στιγμή. Λες και δεν υπήρξε επόμενο δευτερόλεπτο στα κλάσματα του χρόνου, σαν κάποιος να αποφάσισε την παύση των κινήσεων, την αφαίρεση της βοής και της πολυκοσμίας, λες και όλοι εγκατέλειψαν τη γη και δεν έμεινε ξοπίσω της κανείς. Λες και δεν ξύπνησε κανένας και είναι ακόμα όλοι βαθιά κοιμισμένοι υπό την επήρεια του ισχυρότερου υπνωτικού. Τρέχω γρήγορα στο κέντρο των δρόμων, ανάμεσα σε φανάρια που έχουν μείνει σταθερά σε χρώμα κόκκινο, κυλιέμαι πάνω στην έρημη την πίσσα, ουρλιάζω δυνατά, σκίζω τα ρούχα μου αλλά κανένας δεν εμφανίζεται από πουθενά για να με σταματήσει. Κι είναι όλα τα μαγαζιά κλειστά, οι τράπεζες με δεμένα ακόμα τα υπερσύγχρονα λουκέτα, στους ουρανοξύστες δεν ήρθε καν ο θυρωρός, τα αυτοκίνητα είναι με τις πόρτες ανοιχτές και τα κλειδιά στα τιμόνια, τα τηλέφωνα δεν λειτουργούν και οι τηλεοράσεις δεν εκπέμπουν πια σήματα. Τα σχολειά δεν έχουν δασκάλες ούτε μαθητές ούτε μωρά παίζουν στις παιδικές χαρές και είναι όλες οι τζαμαρίες καλυμμένες με δισέλιδα από εφημερίδες του χθες. Οι υπηρεσίες όλες αδειανές, μόνο πρωτόκολλα και χαρτιά επείγοντα και σοβαρά βλέπεις να πηγαινοέρχονται στους έρημους διαδρόμους που κανονικά τώρα θα είχαν ατέλειωτες ουρές. Δεν γίνεται, δεν είναι δυνατόν, ούτε καμπάνες ηχούν στις εκκλησιές, ούτε πλοία διασχίζουν τα πελάγη, ούτε αεροπλάνα ακουμπάνε τις γραμμές των αεροδιαδρόμων. Ακόμα και ο πύργος ελέγχου δείχνει να μην έχει πια τον έλεγχο.

Όταν πρόκειται κάτι σπουδαίο να συμβεί, προηγείται μια παύση διαρκείας. Πριν από τη εντονότερη έκρηξη, πριν τη δυσκολότερη εκτόξευση, πριν τον ισχυρότερο σεισμό. Ακόμα και τα καλύτερα τραγούδια έχουν μέσα τους μια καλά μελετημένη παύση, για να πιστέψεις ότι το τραγούδι τέλειωσε και τότε να έρθει και να σε εκθέσει το ξέσπασμα που θα σκεπάσει το βιαστικό το χειροκρότημά σου με την αυξανόμενη ένταση που έκρυβε μέσα της η σύνθεση της έμπνευσης, μόνο και μόνο για το ρεφρέν που θα απογειώσει την αποκορύφωση όλης της δημιουργίας. 

Ζω το φαινόμενο αυτής της παύσης, ακριβώς πριν το ρεφρέν της ιστορίας. Από μακριά, διακρίνω ορδές να κατακλύζουν σαν κινούμενα ποτάμια τα στενά, με νέους και γέρους χιλιάδες που στόλισαν με λουλούδια και καρφιά τα σώματά τους. Μανάδες με νεογέννητα στα στήθη και τις αγκαλιές, ξυλουργοί που σπάσανε τα καθιστικά και πήραν τα ξύλα για λοστάρια, ναυτικοί που κουβαλούν στις πλάτες τους κόμπους χοντρούς από εκείνους που δένουν τα μεγαλύτερα καράβια, τραγουδιστές που τραγουδούν συνθήματα, τύπους κουστουμαρισμένους που λιώσανε τα σακάκια και κάνανε λαμπάδες τις γραβάτες. Νιώθω κύματα τις φωνές να εξαπλώνονται και να πλημμυρίζουν τον αέρα, ποδοβολητά συγχρονισμένα, ρυθμικά που το έδαφος ταρακουνάνε, τα δέντρα να έχουν πάρει την κλίση του κινούμενου πλήθους λες και το ακολουθούνε, λες και σηκώθηκαν από τη θέση τους δάση και βουνά για να φτάσει ο κόσμος εκεί που θέλει πιο κοντά. Μια φυσική επανάσταση με τη βοήθεια της φύσης.

Τρίβω τα μάτια, τσιμπιέμαι μήπως και είμαι στο κρεβάτι μου ακόμα, μήπως δεν βλέπω αυτό που υπάρχει αλλά αυτό που θέλω να υπάρχει, μήπως παρασύρθηκα από τις παραισθήσεις της αυγής και βλέπω οράματα που έμειναν στο πίσω μέρος του μυαλού μου, όπως τα κατάλοιπα των πρόσφατων ονείρων. Ο βαθύς πόνος στο σβέρκο από το λοστό ενός αστυνομικού με πείθει ότι τούτο το σκηνικό είναι πέρα για πέρα αληθινό. Κανένας δεν άνοιξε το μαγαζί του σήμερα. Κανένας δεν πήγε στη δουλειά του. Καμιά τράπεζα δεν έδωσε και δεν πήρε λεφτά. Κανένα καράβι δεν έδεσε ούτε σάλπαρε να φύγει. Η χώρα μοιάζει με κορμί που μέχρι χτες κινούταν μηχανικά κι αυτόματα αλλά τώρα δεν μπορεί να κάνει ούτε βήμα παραμικρό λες κι έχει παραλύσει. 

Δίχως να καταλάβω πως, γίνομαι κι εγώ ένα με τούτο τον ολόκληρο λαό που τώρα έχει συμπυκνωθεί σαν μια σφιγμένη δυνατή γροθιά και ενώνει τα χέρια με τα μπράτσα και τους αγκώνες και φτιάχνει τείχη ανθρώπινα και ορμάει με ορμή απέναντι σε φορτηγά και άρματα που ρίχνουνε νερά μήπως και σβήσουν τη φωτιά που βγαίνει μέσα από άπειρα στόματα και κατακαίει τα πάντα και ολοένα εξαπλώνεται και προχωρά μπροστά. Και πέφτουνε κορμιά ανάμεσα σε καπνούς και ουρλιαχτά, καθώς ο λαός νικά, σηκώνοντας τους ένστολους ψηλά, στη θάλασσα πετώντας τους βαθιά, ετούτη η αλλαγή πίσω δεν γυρνά, τη γη που του ανήκει αποκτά ξανά, την ώρα που νέοι φιλιούνται στο στόμα δυνατά με μια σημαία αγκαλιά. Την ώρα που μια σφαίρα με τρυπά και το αίμα μου λέξεις στον ουρανό σκορπά.

Μαύρο δεν υπάρχει πια.