Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Η γη ξέρει να περιμένει-Eduardo Galeano


Το 2009 η Τουρκία έδωσε πίσω στον Ναζίμ Χικμέτ την ιθαγένειά που του είχε αφαιρέσει, αναγνωρίζοντας επιτέλους ότι ο πιο αγαπητός και μισητός ποιητής στη χώρα ήταν Τούρκος.

Ο ίδιος δεν έτυχε να πληροφορηθεί τα καλά μαντάτα: είχε πεθάνει μισό αιώνα νωρίτερα, στην εξορία, όπου είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.

Η γη του τον περίμενε, παρότι τα βιβλία του ήταν απαγορευμένα, όπως άλλωστε και ο ίδιος. Ο εξόριστος ήθελε να επιστρέψει γιατί:

Μου απομένουν ακόμα να κάνω κάποια πράγματα. Συναντήθηκα με τα άστρα, αλλά δεν πρόφτασα:
-να τα μετρήσω. 
-Έβγαλα νερό από το πηγάδι, αλλά δεν πρόφτασα να το προσφέρω.

Δεν πρόφτασε να επιστρέψει.

Από το βιβλίο ''Οι μέρες αφηγούνται'' του Eduardo Galeano, εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ, Οκτώβριος 2012

Να γίνουμε "οι επικίνδυνοι"


Aπαγορεύομεν διότι... 
«είναι δυνατόν να δημιουργηθεί σοβαρός κίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια!», διότι «σύμφωνα με τις εξαγγελίες των διοργανωτών και τις πληροφορίες των υπηρεσιών επιδιώκουν να εκφράσουν την αντίθεσή τους» στην ελληνική προεδρία και τέλος διότι ο «κίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αλλιώς, λόγω της εκτιμώμενης συμμετοχής μεγάλου αριθμού πολιτών σε αυτές»!

...μάλιστα διαθέτομεν και έτοιμο κατηγορητήριο δια όσους συλληφθούν προσερχόμενοι εις το σημείον της συγκεντρώσεως.

Αντίσταση κατά της Αρχής
Επικίνδυνες σωματικές βλάβες
Απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση
Κατοχή, μεταφορά και χρήση εκρηκτικών
Εμπρησμός από πρόθεση
Προκληση υλικών βλαβών εις τρίτους
Συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση
Συμμετοχή και παρότρυνση σε έκνομες ενέργειες
Παράβαση του νόμου 3772/2009 (κουκουλονόμος)Παράβαση του άρθρου 170 του Ποινικού Κώδικα (αδίκημα της στάσης), κ.α.


και επειδή δικάζονται προθέσεις με υποθέσεις φασίζουσας λογικής εγώ θα πάω στη διαδήλωση.


Εκδήλωση: «Αντίσταση στην Παγκόσμια Βιομηχανία Σπόρων - Έλεγχος Σπόρων = Έλεγχος Τροφής»


Έλεγχος Σπόρων = Έλεγχος Τροφής

Η νέα χρονιά μας βρίσκει μπροστά σε μια σημαντική εκδήλωση-ανοικτή συζήτηση, που αφορά τους σπόρους και τον έλεγχο της τροφής μας. Με τη συμμετοχή των: Αυτοδιαχειριζόμενος Αγρός στο Ελληνικό, Βοτανικός Κήπος Πετρούπολης, Πελίτι, Δρυάδες, Ο Κήπος της Αφθονίας, ΒΙΟ.ΖΩ, Εναλλακτική Δράση για Ποιότητα Ζωής και του Συλλόγου Βιοκαλλιεργητών Αγορών Αττικής διοργανώνεται ανοικτή συζήτηση με τίτλο: 

«Αντίσταση στην Παγκόσμια Βιομηχανία Σπόρων - Έλεγχος Σπόρων = Έλεγχος Τροφής»

Η εκδήλωση θα φιλοξενηθεί στο Πολιτιστικό Κέντρο Ελληνικού (πρ. Αμερικάνικη Βάση, σταθμός Μετρό «Ελληνικό»), το Σάββατο 11 Ιανουαρίου, στις 18.00. 

Την εκδήλωση υποστηρίζουν ο Δήμος Ελληνικού-Αργυρούπολης και οι συλλογικότητες: «Υπόστεγο», «Βλαστός» και «Λαγούμι».

Στο πολύ ενδιαφέρον πρόγραμμα περιλαμβάνονται 8 εισηγήσεις σχετικές με το θέμα των σπόρων, ενώ θα προβληθεί και το ντοκιμαντέρ «Εν αρχή ην ο σπόρος».

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ

· Έναρξη Προβολή Ντοκιμαντέρ «Εν αρχή ην ο Σπόρος» , του Christophe Guyon, για την σημασία των παραδοσιακών σπόρων
· ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΖΟΜΕΝΟΣ ΑΓΡΟΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ «Η αξία του παραδοσιακού σπόρου»
· ΠΕΛΙΤΙ «Ευρωπαϊκή Νομοθεσία και Σπόροι»
· ΒΙΟ.ΖΩ «Οι φυσικοί σπόροι – Δύναμη για τον καταναλωτή»
· ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΒΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ ΑΤΤΙΚΗΣ «Βιοκαλλιέργεια και παραδοσιακοί σπόροι»
· ΔΡΥΑΔΕΣ «Το δίκτυο ‘Δρυάδες’ και η δράση του»
· ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΓΙΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ «Από τον σπόρο στην οικολογική συνείδηση. Η περιβαλλοντική δράση του 5ου Γυμνασίου Γλυφάδας»
· ΒΟΤΑΝΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ – Ομάδα ‘Γυάλινο’: «Τέσσερα χρόνια δράσης, ευαισθητοποίησης και διάδοσης των παραδοσιακών σπόρων ‘από τα κάτω’»
· Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΑΦΘΟΝΙΑΣ «Σπουδαία τα λάχανα…;! Μια ματιά στον συμπονετικό και αυτορρυθμιστικό κόσμο των φυτών»

Κλείσιμο: Μοίρασμα Παραδοσιακών Σπόρων

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Κώστα Λάμπου: Η Κομμούνα της Θεσσαλονίκης (1342-1350)

το βρήκαμε εδώ 

«Δεν έχει σημασία που ο πατριωτισμός είναι τόσο συχνά καταφύγιο για αχρείους. Η διαφωνία, η εξέγερση και ένας γενικός χαλασμός του κόσμου παραμένουν 
τα πραγματικά καθήκοντα των πατριωτών». Μπάρμπαρα Έρενράϊχ

Στο ύστερο Βυζάντιο παρατηρείται μια σταδιακή μετακίνηση της εξουσίας από τον αυτοκράτορα προς τους μεγαλοφεουδάρχες, οι οποίοι συνδύαζαν την υποστήριξή τους προς τον αυτοκράτορα με αντάλλαγμα την παραχώρηση μεγάλων εκτάσεων κρατικής γης, πράγμα που άλλαξε ριζικά τις σχέσεις ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης της γης, οπότε και “ο οικονομικός δεσμός κράτους και χωρικών αντικαθίσταται από το δεσμό γαιοκτήμονα και χωρικών”, με συνέπεια οι γαιοκτήμονες “να στερούν από τους φτωχούς ακόμα και τον Ήλιο”[3].

Το Βυζάντιο, δομημένο όπως είναι πάνω στον σκοταδισμό της λεγόμενης ορθοδοξίας, της πιο σκληρής δουλοπαροικίας ασιατικού τύπου[4] και της απόλυτης πνευματικής στειρότητας, σπαράσσεται από «βυζαντινά πραξικοπήματα», θρησκευτικές συγκρούσεις μεταξύ «ορθόδοξων» και αιρετικών, μεταξύ «ησυχαστών» και «ζηλωτών», μεταξύ αυτοκρατορικών και αντιαυτοκρατορικών. Σε τελική ανάλυση, σπαράσσεται από ασταμάτητες συγκρούσεις μεταξύ των ευγενών μεγαλογαιοκτημόνων και του εκκλησιαστικού ιερατείου που ασκούν την εξουσία από τη μια μεριά και των εξαθλιωμένων δουλοπάροικων της υπαίθρου και των ναυτικών, των εμπόρων και των τεχνιτών που αποδεκατίζονται από την πείνα, στην οποία τους καταδικάζει η τάξη των αριστοκρατών μεγαλογαιοκτημόνων από την άλλη.

Και, βέβαια, στο πλαίσιο αυτών των κοινωνικών συγκρούσεων λαβαίνουν χώρα και συγκρούσεις μεταξύ των αντίπαλων ομάδων για τη νομή της εξουσίας, αλλά αυτό, ως δευτερεύουσα αντίθεση, δεν αναιρεί την πρωταρχική κοινωνική αντίθεση μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων. Τα φορολογικά πλιάτσικα που τους επιβάλλει η κεντρική και η τοπική εξουσία, καθώς επίσης και οι ατέλειωτες πολεμικές και εμφυλιοπολεμικές περιπέτειες, οδηγούν, εδώ κι εκεί, τα φτωχά κοινωνικά στρώματα σε σπασμωδικές περιοδικές αγροτικές εξεγέρσεις, οι οποίες κατά κανόνα πνίγονται στο αίμα των εξεγερμένων. Από τον 13ο και τον 14ο αιώνα, όμως, οι συγκρούσεις αποκτούν έντονο κοινωνικό περιεχόμενο και η ιδέα “ότι η γη αποτελεί κοινό κτήμα και πρέπει να αφαιρεθεί από τους γαιοκτήμονες και την εκκλησία και να μοιραστεί στους αγρότες”[5] γίνεται αίτημα όλων των αγροτικών εξεγέρσεων.

Στις αρχές της δεκαετίας 1340 ο Ιωάννης Καντακουζηνός, που εποφθαλμιά τον αυτοκρατορικό θρόνο, συγκρούεται με την αυτοκρατορική φάρα των Παλαιολόγων. Η μερίδα του ιερατείου που έμεινε στην ιστορία γνωστή ως «Ησυχαστές»[6] συγκρούεται με τους «Ζηλωτές»[7], ένα λαϊκοθρησκευτικό κίνημα που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη μεγάλη πόλη του Βυζαντίου και τη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη των Βαλκανίων. Το Κίνημα των Ζηλωτών αντιμετώπιζε με καχυποψία τη συνεργασία του μεγάλου εξουσιαστικού ιερατείου με την αριστοκρατική φεουδαρχία και ζητούσε τον χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος. Η μεγάλη φτώχεια τόσο στις μεγάλες πόλεις όσο και στην ενδοχώρα του Βυζαντίου, σε συνδυασμό με τις ατέλειωτες βυζαντινές ίντριγκες και τις εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις μεταξύ φατριών του ιερατείου αλλά και μεταξύ των διεκδικητών του αυτοκρατορικού θρόνου, συνέβαλαν στη μετεξέλιξη των Ζηλωτών σε πλατύ κοινωνικό κίνημα. Αυτό το κίνημα “είχε μεγάλη απήχηση στο Δήμο”[8], όπως αποκαλούν όλες οι πηγές της εποχής τα φτωχά λαϊκά στρώματα, και έβαλε στόχο του την αλλαγή του κοινωνικού συστήματος του Βυζαντίου[9].

Στη μετεξέλιξη αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο η διδασκαλία και η πολιτική δραστηριότητα του ‘Βαρλαάμ από την Καλαβρία’[10], που εκείνη την περίοδο δίδασκε στη Θεσσαλονίκη και ασκούσε μεγάλη επιρροή στα φτωχά λαϊκά στρώματα αλλά και στη διανόηση της Θεσσαλονίκης, η οποία, Θεσσαλονίκη, την ίδια περίοδο, αριθμούσε πάνω από διακόσιες χιλιάδες πληθυσμό. Ιδιαίτερο ρόλο φαίνεται να έπαιξε η διαμάχη του Βαρλαάμ με τους Ησυχαστές και τον αρχιεπίσκοπο Γρηγόριο Παλαμά, υποτίθεται γύρω από ‘θεολογικά θέματα’, τα οποία στην ουσία ήταν αντικατοπτρισμός των οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων και αντιθέσεων.

Το 1341 στην Αδριανούπολη και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας και Θράκης σημειώθηκαν πολλές αγροτικές εξεγέρσεις και ταραχές εναντίον της τοπικής αριστοκρατίας, αλλά και της κεντρικής εξουσίας της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τον Οκτώβρη του 1341 ο Καντακουζηνός ανακηρύχθηκε από τον στρατό βασιλέας στο Διδυμότειχο και σε αντιπερισπασμό, τον Νοέμβριο, ο Ιωάννης Παλαιολόγος στέφθηκε αυτοκράτορας στην Πόλη από τον Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα. Στη συνέχεια ο Καντακουζηνός αμφισβητεί τον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο και έτσι ξέσπασε ο γνωστός στην ιστορία ως ‘2ος εμφύλιος πόλεμος της βυζαντινής αυτοκρατορίας’. Την άνοιξη του 1342 ο Ιωάννης Καντακουζηνός, ο κατ’ εξοχήν εκφραστής των συμφερόντων της αριστοκρατίας και των μεγαλογαιοκτημόνων, καταλαμβάνει με τη βοήθεια Σλάβων τη Θεσσαλονίκη με αποτέλεσμα την εξέγερση των Ζηλωτών, οι οποίοι θέλησαν να εκμεταλλευτούν την εμφύλια σύγκρουση των εξουσιαστικών φατριών του Βυζαντίου με στόχο την αυτονομία τους και την ανατροπή της φεουδαρχίας.

Οι Ζηλωτές καταλαμβάνουν την εξουσία και ανακηρύσσουν την «Ανεξάρτητη Δημοκρατία της Θεσσαλονίκης», απαιτώντας την αυτονομία της και το δικαίωμα άσκησης ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Ο αυτοκράτορας με τη σειρά του προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την αντίθεση των Ζηλωτών με τον Καντακουζηνό για να αποδυναμώσει τον Καντακουζηνό, αλλά και για να εξασθενήσουν και οι δυο αντίπαλοί του, τηρεί ουδετερότητα απέναντι στην εξέγερση των Ζηλωτών.

Το κίνημα των Ζηλωτών διέφερε από τα άλλα κινήματα τα αγροτικά ή τα θρησκευτικά, από το γεγονός πως αυτό είχε κοσμοθεωρητικές απόψεις και πολιτικές θέσεις που δεν περιορίζονταν στην προσωρινή ανακούφιση των κολλήγων, αλλά ξεπερνούσαν τους θεσμούς και τις δομές του βυζαντινού φεουδαρχικού συστήματος. Ο θεολόγος καθηγητής του πανεπιστημίου Αθήνας, Γεώργιος Μεταλληνός, γράφει[11] ότι το κίνημα των Ζηλωτών «ήταν καθαρά πολιτικοποιημένη παράταξη, με σαφή κοινωνικά κίνητρα και αιτήματα κατά των πλουσίων γαιοκτημόνων και υπέρ των πενομένων και καταπιεζομένων… Είναι, πράγματι, σαφές, παρά τη σύγχυση των πηγών, ότι οι Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης…συνδέονταν με τους ναυτικούς («παραθαλασσίους»), μια γνωστή συντεχνία… Η συνεργασία Ζηλωτών-ναυτών οφειλόταν προφανώς σε σύμπτωση συμφερόντων. Σε άλλες πόλεις στη συνεργασία αυτή συμμετείχαν και έμποροι… Οι Ζηλωτές ταυτίσθηκαν με το λαό και εξέφραζαν τα αιτήματα των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων, εν μέρει δε συνέπιπταν και με το στρατό.»[12].

Και συμπληρώνει πως «ο Λαός βρήκε την ευκαιρία να διαδηλώσει τα αντιαριστοκρατικά ή και αντιπλουτοκρατικά φρονήματά του λόγω της καταπιέσεως που υφίστατο και της οικονομικής του εξαθλιώσεως. Με τη στάση των Ζηλωτών συνδέθηκαν οραματισμοί για ριζική κοινωνική αλλαγή, οικονομική αναβάθμιση και κοινωνική αναδιάρθρωση. Πρόκειται, όπως βεβαιώνουν τα πράγματα, για έκρηξη πρωτοχριστιανικής κοινοκτημοσύνης ή έστω κοινοχρησίας, εναντίον της αυξάνουσας κοινωνικής ανισότητας και αδικίας, λόγω της συγκεντρώσεως γης και πλούτου στα χέρια των ολίγων»[13], για να καταλήξει: «Η στάση από τη Θεσσαλονίκη επεκτάθηκε και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας ως την Τραπεζούντα. Αυτό σημαίνει, ότι το κοινωνικό κλίμα της Θεσσαλονίκης ήταν καθολικότερο φαινόμενο. Και αυτό επιβεβαιώνεται από πολλές μαρτυρίες. Η αντίδραση επικεντρωνόταν στο πρόσωπο του Ι. Καντακουζηνού και την αριστοκρατία»[14].

Το ίδιο βεβαιώνει και ο καθηγητής της ιστορίας Κωνσταντίνος Χατζόπουλος: «Η εξέγερση απλώθηκε σε πολλές πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης (Αδριανούπολη, Φέρρες, Ηράκλεια κ.ά.) και είχε πολύ έντονο κοινωνικό χαρακτήρα. Ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη μεγάλη πόλη της αυτοκρατορίας και το σημαντικότερο οικονομικό κέντρο της Βαλκανικής, ο λαός με επικεφαλής τους Ζηλωτές κατάφερε να ανατρέψει τους ευγενείς και να πάρει την εξουσία στα χέρια του. Έτσι, για μια σχεδόν ολόκληρη δεκαετία (1341-1349) οι Ζηλωτές έθεσαν την πόλη κάτω από τον απόλυτο έλεγχό τους και επιχείρησαν να εισαγάγουν πρωτοποριακές για την εποχή τους πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις»[15].

Πριν δούμε όμως τι έκαναν στην πολιτική πράξη, ας δούμε σε συντομία μερικές από τις βασικές πολιτικές απόψεις τους, όπως αυτές διατυπώνονται σε πολλές πηγές, για να κατανοήσουμε τον χαρακτήρα και τη σημασία αυτού του κινήματος των Ζηλωτών[16]:

-Είχε μια αντιαριστοκρατική και αντιπλουτοκρατική πολιτική αντίληψη.

-Διεκδικούσε μεταρρυθμίσεις στη βυζαντινή αυτοκρατορία, στα πλαίσια των οποίων επεδίωκαν την πολιτική αυτονομία και την ανεξαρτησία τους απέναντι στην κεντρική εξουσία.

-Υποστήριζε την ανάγκη για την προώθηση της παιδείας, τη διδασκαλία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και όλης της αρχαιοελληνικής Γραμματείας και του νέου ευρωπαϊκού πνεύματος.

-Ήρθε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τον δογματισμό των Ησυχαστών του Γρηγορίου Παλαμά, που εξυμνούσαν τον μοναχισμό, το αυστηρό πνεύμα και την υποταγή στην εξουσία των γαιοκτημόνων και του αυτοκράτορα.

-Υπερασπίζονταν τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους πρόσφυγες που έφταναν από κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας μαζικά στη Θεσσαλονίκη για να γλυτώσουν από τις εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις και την πείνα.

-Επεξεργάστηκε πολιτικό πρόγραμμα με συγκεκριμένες πολιτικές θεσμικών, οικονομικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων και

-Οργάνωσε πολιτικό Λαϊκό Κόμμα.

Όμως στη δημόσια ζωή και στη διαχείριση της κοινωνίας εκείνο που καταξιώνει τις κοσμοθεωρίες, τις ιδεολογίες, τις πολιτικές διακηρύξεις και τα κομματικά προγράμματα είναι η συμφωνία των διακηρύξεων με τα έργα. Ας δούμε τώρα τι έκανε το Κίνημα των Ζηλωτών στην «Ανεξάρτητη Δημοκρατία της Θεσσαλονίκης» και κατ’ άλλους στη «Λαϊκή Δημοκρατία της Θεσσαλονίκης» ή στην «Κομμούνα της Θεσσαλονίκης»[17], σύμφωνα με τις πληροφορίες από διάφορες πηγές που αναφέρονται σε αυτό το κεφάλαιο της ιστορίας[18]:

Οι Ζηλωτές συγκέντρωσαν όλες τις εξουσίες στα χέρια τους, προχώρησαν στη συγκρότηση Επαναστατικής Επιτροπής και σε άμεση αναδιοργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης, της Δικαιοσύνης, του στρατού και της εκκλησίας και ταυτόχρονα:
-Κατάργησαν την παλιά νομοθεσία και το παλιό νομικό σύστημα και δημιούργησαν νέους διοικητικούς θεσμούς.
-Πήραν μέτρα για την πνευματική ελευθερία, την ελευθερία του Λόγου και την ανεξιθρησκία.
-Κατάργησαν όλα τα προνόμια, το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας και δήμευσαν τις περιουσίες και τον πλούτο των ευγενών.
-Καθιέρωσαν την άμεση εκλογή από τον Λαό όλων των αξιωματούχων στα κυβερνητικά αξιώματα, στη Δικαιοσύνη, ακόμα και στα θρησκευτικά αξιώματα.
-Δημοτικοποίησαν τον πλούτο της εκκλησίας και των μοναστηριών και διαχώρισαν την εκκλησία από το κράτος.
-Καθιέρωσαν καθεστώς ισονομίας και ισοπολιτείας, ώστε όλοι οι πολίτες να είναι ίσοι απέναντι στον νόμο.
-Απελευθέρωσαν τους δουλοπάροικους και έδωσαν ίσα δικαιώματα στους ξένους.
-Δημιούργησαν ένα πρωτοφανές για τα δεδομένα της εποχής καθεστώς που προέβλεπε την άμεση, διαρκή και ενεργητική λαϊκή συμμετοχή στη διακυβέρνηση της πόλης κατά τα πρότυπα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.
-Ανακήρυξαν επίτιμο Πρόεδρο της «Ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Θεσσαλονίκης» τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο ο οποίος είχε ταχθεί με το μέρος των επαναστατών.

Η Κομμούνα των Ζηλωτών αντιμετώπισε νικηφόρα πολλές επιδρομές του αυτοκρατορικού στρατού που επέδραμε κάθε τόσο, πότε με τη βοήθεια των Σλάβων και πότε με τη βοήθεια των Τούρκων, κατά της Θεσσαλονίκης και άντεξε εννιά ολόκληρα χρόνια, από το 1342 μέχρι το 1350. Επειδή όμως η ανεξάρτητη παρουσία της άλλαζε σταδιακά τις συνειδήσεις των κολλήγων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων της αυτοκρατορίας, οι δύο «συμβασιλείς» πια, Καντακουζηνός και Παλαιολόγος, τέθηκαν επικεφαλής μεγάλων δυνάμεων του αυτοκρατορικού στρατού συνεπικουρούμενου από σώμα είκοσι χιλιάδων ανδρών του τούρκικου στρατού και πολιόρκησαν τη Θεσσαλονίκη. Η άμυνα της Θεσσαλονίκης εξαντλήθηκε μετά από σκληρές μάχες, οπότε οι αυτοκρατορικές δυνάμεις κατάσφαξαν τον πληθυσμό και κατάστρεψαν την πόλη και την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης.

Είναι γνωστό πως τελικά την ιστορία δεν την γράφουν οι ιστοριογράφοι, αλλά οι νικητές που γράφουν ή σβήνουν τις πηγές και τα γεγονότα, όπως έκαναν ο Καντακουζηνός και ο μεγαλογαιοκτήμονας Γρηγοράς. Πολλοί προσπαθούν να υποβαθμίσουν ακόμα και να συκοφαντήσουν[19] το μεγάλο αυτό ιστορικό γεγονός και το πολύ σημαντικό, για τότε και για τώρα, κοινωνικό επίτευγμα. Προφανώς γιατί είχε ένα παλλαϊκό χαρακτήρα στον οποίο συμμετείχαν όλα τα λαϊκά στρώματα, ναυτεργάτες, αγρότες βιοτέχνες, έμποροι, διανοούμενοι, ακόμα και τμήματα του κλήρου και του αυτοκρατορικού στρατού, πράγμα που προσδίδει τεράστιο κοινωνικό βάθος στην Κομμούνα των Ζηλωτών, τροφοδότη των απελευθερωτικών οραμάτων της εργαζόμενης ανθρωπότητας για εφτακόσια χρόνια. Από αυτή την οπτική γωνία μπορούμε να πούμε πως η Κομμούνα της Θεσσαλονίκης δεν ηττήθηκε ποτέ.

Ηττήθηκε όμως για μια ακόμα φορά ο αγωνιζόμενος να αναγεννηθεί ελληνισμός, γιατί οι βυζαντινοί αυτοκράτορες και η τάξη των ‘ευγενών’ μεγαλογαιοκτημόνων έμαθαν στους Σλάβους και στους Τούρκους τον δρόμο προς την Ελλάδα και τον τρόπο να καταπνίγουν τα εθνικά και κοινωνικά απελευθερωτικά λαϊκά κινήματα και τις προοδευτικές ιδέες. Η μετέπειτα πορεία των πραγμάτων, ως διαμάχη μεταξύ «ενωτικών και ανθενωτικών», μεταξύ της ‘Τιάρας και του Σαρικίου’, όχι μόνο δεν γλύτωσε τους αυτοκράτορες και τους ευγενείς από το σπαθί του Μωάμεθ του Πορθητή, αλλά γύρισε και το τιμόνι της ιστορίας σε πορεία κατά του ελληνισμού, αλλά και κατά της αστικής μετεξέλιξης της περιοχής των Βαλκανίων και κατ’ επέκταση σε βάρος της Ευρώπης, της ανθρωπότητας και του πολιτισμού της. Οι ανάγκες και οι δυνατότητες της ανθρωπότητας, και κύρια της Ευρώπης, για μια ακόμα φορά αλλάζουν την πορεία της ιστορίας, στρέφοντας τη ρότα προς την Ινδία από τη Δύση για να καταλήξουν στην ανακάλυψη του πλούτου του Νέου Κόσμου, με αποτέλεσμα τη γενοκτονία των αυτόχθονων πληθυσμών και την καταστροφή των πολιτισμών της αμερικανικής ηπείρου.
————————————————————————————————————————— 
[1] Αφιέρωμα στα 670 χρόνια από την ανακήρυξη της Λαϊκής Κομμούνας της Θεσσαλονίκης.
[2] Απόσπασμα από το βιβλίο μου, Άμεση Δημοκρατία και Αταξική Κοινωνία. Η μεγάλη πορεία της ανθρωπότητας προς την κοινωνική ισότητα και τον Ουμανισμό, ΝΗΣΙΔΕΣ, Θεσσαλονίκη 2013.
[3] Τεμεκενίδης Γεώργιος Α., Η Επανάσταση των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη (1342-1349), Ζήτη, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 7 και 14.
[4] Η φεουδαρχία ασιατικού ή ανατολικού τύπου στηριζόταν στη συνεχή κατάκτηση εδαφών και στη συσσώρευση πλούτου μέσω της λεηλασίας και του κεφαλικού φόρου των υπηκόων, σε αντίθεση με τη φεουδαρχία δυτικού τύπου που στηριζόταν στην αγροτική παραγωγή.
[5] Τεμεκενίδης Γεώργιος Α., Η Επανάσταση των Ζηλωτών…, ό. π., σ. 14.
[6] «Οι Ησυχαστές απέρριπταν τις θεωρίες των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, κυρίως του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, σχετικά με τη δημιουργία του κόσμου και θεωρούσαν ως περιττή την μελέτη των έργων τους.», βλ. Χατζόπουλος Κωνσταντίνος, Επισκόπηση της Ιστορίας του Νέου ελληνισμού (1204-1821), εκδ. Εταιρείας Αξιοποίησης Περιουσίας Δ.Π.Θ.
[7] Τους είπαν Ζηλωτές, από την ονομασία των Ζηλωτών των πρωτοχριστιανικών χρόνων που οργάνωσαν επανάσταση εναντίον των Ρωμαίων. Οι Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης του 14ου αιώνα, κατά τον Θωμά Μαγίστρου, όπως μας πληροφορεί ο Κορδάτος, ήταν γνωστοί και ως «Φίλοι του Λαού». Βλ. Κορδάτος Γιάννης, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, ό. π., τόμ. 8ος, σ. 245-277. Βλ. επίσης Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμ. 10ος, σ. 60-61 και Εγκυκλοπαίδεια Υδρία, εκδ. Αξιωτέλη, Αθήνα 1987, τόμ. 5ος.
[8] Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να διαπιστώνει κανείς πως περισσότερα από 1800 χρόνια μετά την αθηναϊκή δημοκρατία, το κράτος του Δήμου, ένας άλλος Δήμος (με την ίδια ακριβώς έννοια και τον ίδιο ακριβώς όρο), αυτός της βυζαντινής Θεσσαλονίκης, επαναλαμβάνει το ίδιο «πείραμα» κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες. Κι επειδή η γλώσσα είναι κώδικας πολιτισμού, τότε αυτή η συνέχεια έχει τη σημασία της, βλ. σχετικά, Κορδάτος Γιάννης, Η Κομμούνα της Θεσσαλονίκης, Συλλογή, Αθήνα 2009, σ. 9 και 51 κ.ε.
[9] Βλ. Κορδάτος Γιάννης, Μεγάλη Ιστορία, ό. π. και Εγκυκλοπαίδεια Δομή, ό. π.
[10] Ο Βαρλαάμ (1290-1350) ήταν Έλληνας λόγιος από τη ‘Μεγάλη Ελλάδα’. Σπούδασε στη Ρώμη μαθηματικά, φιλοσοφία, αστρονομία και θεολογία. Διετέλεσε καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας και φιλοσοφίας στην Κάτω Ιταλία και υπήρξε δάσκαλος του μεγάλου ιταλού ουμανιστή ποιητή Πετράρχη. Κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα και έγινε καθηγητής στο εκεί πανεπιστήμιο, όπου ήρθε σε ρήξη με το ιερατείο των «Ησυχαστών» και τον αρχιεπίσκοπο Γρηγόριο Παλαμά. Αργότερα εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου και ίδρυσε δική του σχολή με πολλούς μαθητές. Ήταν ενθουσιώδης υποστηρικτής της αναβίωσης και της διδασκαλίας της πλατωνικής και αριστοτελικής φιλοσοφίας. Θεωρείται πρόδρομος του Ουμανισμού και του Διαφωτισμού. Βλ. Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμ. 4. Βλ. επίσης, Μεταλληνός Γεώργιος, Ησυχαστές και Ζηλωτές. Πνευματική ακμή και κοινωνική κρίση στον Βυζαντινό 14ο αιώνα. Ελληνισμός Μαχόμενος, εκδ. Τήνος, Αθήνα 1995.
[11] Σε αντίθεση με κάποιους που γράφουν για «τον οχλοκρατικό χαρακτήρα του κινήματος των Ζηλωτών», βλ. Κωτσιόπουλος Κωνσταντίνος, Το κίνημα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη 1342-1349. Ιστορική, θεολογική και κοινωνική διερεύνηση, Διδακτορική Διατριβή στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1995.
[12] Μεταλληνός Γεώργιος, Ησυχαστές και Ζηλωτές…, ό. π.
[13] Ό. π.
[14] Ό. π.
[15] Χατζόπουλος Κωνσταντίνος, Επισκόπηση της…, ό. π.
[16] «Ο Βαρλαάμ και οι οπαδοί του παρουσιάζονται συχνά ως ουμανιστές, πλατωνικοί και νομιναλιστές», Χατζόπουλος Κωνσταντίνος, Επισκόπηση της…, ό. π.
[17] Κορδάτος Γιάννης, Η Κομμούνα της Θεσσαλονίκης 1342-1349, ό. π., σ. 69 κ.ε. Βλ. επίσης Κορδάτος Γιάννης, Μεγάλη Ιστορία…, ό. π., και Εγκυκλοπαίδεια Υδρία, τόμ. 5ος, σ. 1435-1436.
[18] Τεμεκενίδης Γεώργιος Α., Η Επανάσταση των Ζηλωτών…, ό. π., σ. 48-50.
[19] «Ξοδεύουμε τα μοναστηριακά χρήματα για να φτιάξουμε τα χαλασμένα σπίτια των αγροτών και των φτωχών, για να τους στεγάσουμε, για να τους δώσουμε τα μέσα να καλλιεργήσουν τα χωράφια και τα αμπέλια τους και γενικά με τον ίδιο τρόπο να συντηρούμε εκείνους που αγωνίζονται με τα όπλα για να μη γίνουμε όλοι σκλάβοι… Τούτη η Πολιτεία στηρίζεται στην ισότητα και τη δικαιοσύνη και στην ευσέβεια… και επιζητεί σύμφωνα με τους νόμους που θεσπίσαμε να κρατάει όσα απόκτησε, καλύτερα και από την Πολιτεία του Πλάτωνα», απαντούσαν οι Ζηλωτές στους συκοφάντες τους, σύμφωνα με κάποιο χειρόγραφο που σώθηκε. Βλ. Κορδάτος Γιάννης, Μεγάλη Ιστορία…, ό. π., σ. 265 και 266.

Σημείωση διαχειριστή: θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε και στο κίνημα των Βογομίλων του οποίου η ευρύτατη διάδοση στην περιοχή των Βαλκανίων ενθάρρυνε αλλά και επηρέασε το κίνημα των Ζηλωτών.

Αργύρης Χιόνης: Μια πέτρα που δεν είχε τίποτα να χάσει…


...μέχρι που ανακάλυψε έναν καινούργιο κόσμο και τον έχασε.
το βρήκαμε εδώ http://tokoskino.wordpress.com/
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ,
στη μέση ενός χωματόδρομου, τότε πού υπήρχανε ακόμα χωματόδρομοι, ζούσε μια πέτρα. Μάνα, πατέρα δεν γνώρισε κι ούτε ήξερε πότε γεννήθηκε. Οι πέτρες, όπως ξέρετε, ζούνε τόσα πολλά χρόνια, που ξεχνούν την ηλικία τους. Πολλές απ’ αυτές μάλιστα είναι τόσο αρχαίες όσο κι η πέτρινη εποχή, αν έχετε ακουστά. Μια πέτρα όμως, ακόμα κι αν είναι τόσο αρχαία, μπορεί να είναι ασήμαντη. Ή, για να το πω καλύτερα, όλες οι πέτρες είναι ασήμαντες, έκτος από εκείνες που γινήκανε αγάλματα ή ναοί ή από εκείνες που τις λεν λίθους, πολύτιμους και που τις κρύβουν μέσα σε κουτιά από σίδερο.

H δική μας πέτρα ήταν εντελώς ασήμαντη-δεν άξιζε ούτε για να την κλοτσήσει κανείς. Μικρή κι ασουλούπωτη, δεν ήταν ούτε στρογγυλή ούτε τετράγωνη ούτε μακρόστενη. Το χρώμα της, ξέθωρο γκρίζο, την έκανε ακόμα πιο ασήμαντη, γιατί κι ο δρόμος είχε το ίδιο χρώμα και με δυσκολία την ξεχώριζες. Η ασημαντότητα της αυτή είχε βέβαια και τα καλά της. Ένα απ’ αυτά το ‘παμε κιόλας: κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να την κλοτσήσει. Εν’ άλλο ήταν ότι κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε με τη βαριά του να την κομματιάσει ή να τη μεταφέρει έξω απ’ το δρόμο, γιατί, έτσι μικρή που ήτανε, τόπο δεν έπιανε κι ο δρόμος έμενε ελεύθερος.

Ζούσε, λοιπόν, ειρηνικά την πέτρινη ζωή της, που ήταν βέβαια λίγο μονότονη, αλλά αυτό κα θόλου δεν την ενοχλούσε, γιατί, αφού δεν ήξερε τί δεν είναι μονοτονία, δεν ήξερε ούτε τί είναι. Μια μέρα όμως έμαθε.

Εκείνη τη σημαδιακή, για τη ζωή της πέτρας, μέρα, εν’ αγόρι, που ήθελε να σκοτώσει ένα σπουργίτι ή να σπάσει κάποιο γλόμπο και δεν έβρισκε άλλη πέτρα, πιο κατάλληλη, τη μάζεψε απ’ το δρόμο, την έβαλε στη σφεντόνα του και την τίναξε στον αέρα, ψηλά και μακριά. Ευτυχώς, επειδή ήταν ατζαμής, δεν πέτυχε τον στόχο του, πέτυχε όμως, δίχως να το ξέρει, ν’ αλλάξει τη ζωή της πέτρας. Δίχως να το ξέρει, της έδειξε πως δεν ήταν πλασμένη μόνο για να σέρνεται στον δρόμο, μα πώς μπορούσε και να πετάξει, κι ακόμη πώς ο δρόμος δεν ήτανε ο κόσμος όλος αλλά μονάχα ένα μέρος του, και μάλιστα όχι το πιο ωραίο, γιατί η πέτρα, όταν τέλειωσε το πέταγμά της, βρέθηκε μέσα σ’ έναν κήπο.

Ο κήπος αυτός, τώρα, αν και δεν ήτανε καθόλου μαγεμένος, όπως συμβαίνει συνήθως με τους κήπους των παραμυθιών, ήταν χαρά των ματιών να τον βλέπεις. Και τί δεν ήταν φυτεμένο εκεί!

Κρεμμύδια και ντομάτες και φασολάκια πράσινα κι αγγούρια, αλλά και λουλούδια, πολλά λουλούδια και διάφορα, γαρίφαλα και τριαντάφυλλα (τριαντάφυλλα και εκατόφυλλα) και κρίνα και βιολέτες και ντάλιες και γεράνια, πολλά γεράνια. Άσε πια τα μυριστικά, βασιλικούς και δυόσμους κι αρμπαρόριζες και δεντρολιβανιές και μαντζουράνες. Μ’ άλλα λόγια, ό κήπος ήταν κήπος κι όχι ποδοσφαιρικό γήπεδο, όπως εκείνοι οι κήποι με το κουρεμένο σύρριζα γρασίδι.

Φανταστείτε τώρα το ξάφνιασμα της πετρούλας, πρώτα απ’ το ταξίδι της στον αέρα κι ύστερα απ’ τον καινούργιο αυτόν κόσμο, πού τόσο ξαφνικά ανακάλυψε. Όσο για το πέσιμο της, αυτό δεν είχε διόλου άσχημες συνέπειες, γιατί, όπως οι πέτρες δεν έχουν ούτε χέρια ούτε πόδια ούτε κεφάλι, δεν κινδυνεύουνε να σπάσουν τίποτε πέφτοντας στο χώμα, όταν μάλιστα αυτό είναι το αφράτο χώμα ενός κήπου.

Το μεγάλο ξάφνιασμα της κράτησε βέβαια πολύ λίγο, όσο βρισκότανε ακόμη στον αέρα, πάνω απ’ τον κήπο, γιατί μόνο από κει μπόρεσε να δει όλο το θαύμα πού απλωνόταν από κάτω της. Απ’ τη στιγμή πού βρέθηκε στο χώμα και μετά, μπορούσε να βλέπει μόνο ό,τι βρισκότανε πολύ κοντά της, δηλαδή μια ντοματιά, μια γαριφαλιά και δυο ρίζες βασιλικό. Σιγά σιγά όμως γνώρισε κι άλλα πράματα, σπουδαία, πού ποτέ πριν δεν είχε φανταστεί την ύπαρξη τους. Γνώρισε τις μέλισσες και το ατέλειωτο παιχνίδι τους μέ τον ήλιο και τα λουλούδια, τα μακριά κοκκινοσκούληκα, που βγάζαν πότε πότε το κεφάλι έξω απ’ τις τρύπες τους για να δουν πώς παν τα πράγματα στο φώς, τα μερμήγκια, πού σκαρφάλωναν πάνω της αγκομαχώντας, κουβαλώντας τεράστια ψίχουλα, κάτι περίεργα μυγιάγγιχτα ζουζούνια, πού, στο παραμικρό άγγιγμα, μαζεύονταν και γίνονταν μικρά σκληρά μπαλάκια…

Η πετρούλα πέρασ’ εκεί μιαν άνοιξη κι ένα καλοκαίρι, και στις αρχές του φθινοπώρου, με τα πρωτοβρόχια, ανακάλυψε με χαρμόσυνη ανατριχίλα, πού έφτανε ως τα βάθη της πέτρινης καρδίας της, ότι είχε αρχίσει ν’ αλλάζει χρώμα και, από γκρίζα κι αναιμική πού ήτανε, ν’ αποκτά μια πρασινωπή, όλο υγεία όψη. Ή χαρά της όμως αυτή δεν κράτησε πολύ. Ένα φθινοπωριάτικο απογευματάκι, από κείνα πού ή γλύκα τους μεθάει τα χρυσάνθεμα και τα κάνει να θέλουν ν’ αποχωριστούν τις ρίζες τους και να πετάξουνε στον ουρανό σαν χρυσορρόδινα συννεφάκια, ένα τέτοιο λοιπόν απογευματάκι, ενώ ήταν απορροφημένη απ’ τον αγώνα ενός μερμηγκιού πού προσπαθούσε να σηκώσει ένα σποράκι, ένιωσε μια δύναμη να τη σηκώνει σαν πούπουλο στον αέρα. Πριν καταλάβει καλά καλά τί της γινότανε, πριν ακούσει καν τον κηπουρό να μουρμουρίζει "μπα, μια πέτρα!", βρέθηκε να κάνει τη δεύτερη πτήση στη ζωή της και, περνώντας πάνω απ’ τη μάντρα του κήπου, να προσγειώνεται στο σκληρό γκρίζο δρόμο, απ’ τον όποιο νόμιζε πώς είχε φύγει πια για πάντα. Καταλαβαίνετε τώρα την απελπισία της” μετά από τόση ομορφιά πού είχε ζήσει, να ξαναβρεθεί στη μέση της ίδιας της παλιάς, μονότονης ασκήμιας…

Στην αρχή ήθελε να πεθάνει και προσευχόταν να περάσει από πάνω της ό τροχός κανενός οδοστρωτήρα και να την κάνει σκόνη. Αργότερα, όταν της πέρασε ή πρώτη, μεγάλη πίκρα, άρχισε να ονειρεύεται ότι θα ξαναπερνούσε από κει ό μικρός πρίγκιπας, ό πιτσιρίκος με τη σφεντόνα, κι ότι θα την ξαναπέταγε μες στον παράδεισο της.

Τα χρόνια όμως περνούσαν κι ό μικρός πρίγκιπας, πού στο μεταξύ έγινε ένας μεγάλος μπακάλης, ποτέ δεν ξαναπέρασε από κει. Η πέτρα, βέβαια, πού δεν ξέρει (κι ούτε θέλει να μάθει) από χρόνια, ηλικίες κι άλλα τέτοια, ποτέ δεν έπαψε, κι ούτε θα πάψει, να ονειρεύεται τον κήπο της, ακόμη και τώρα πού βρίσκεται θαμμένη κάτω από ένα παχύ στρώμα ασφάλτου κι ο παράδεισος της δόθηκε αντιπαροχή για πολυκατοικία.

Επιμύθιο I: Καλύτερα ν’ αποχτήσεις κάτι κι ας το χάσεις, παρά να μην αποχτήσεις ποτέ τίποτε.

Επιμύθιο II: Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες πού ονειρεύονται κήπους.

*Από το βιβλίο Αργυρης Χιόνης, Το οριζόντιο Ύψος, εκδ. Κίχλη 2009 (β΄εκδ)

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

La Grande Belezza di Dolce Vita (αναδημοσίευση)


από τον ΚΙΜΠΙ

 (Πεντάρφανο κείμενο Νο 3)
Πρωθυστερόγραφο: Τόσον καιρό δεν έχω αφήσει «ατάιστο» αυτό το μπλογκ. Δυο εβδομάδες παραπάει. Θα μού πεθάνει από ασιτία. Έστω κι ένα πεντάρφανο κείμενο το χρειάζεται. Τους λόγους της «ορφάνιας» τους εξήγησα στο πρώτο ορφανό κείμενο, αρχές Δεκέμβρη. Οι λόγοι παραμένουν, χάρη στην «ανάπτυξη που έρχεται» και στην επιχειρηματική ελίτ- αλήτ που ελέγχει τα ΜΜΕ της χώρας (ο Επενδυτής εκτός περιπτέρου, οι εργαζόμενοι απλήρωτα ζόμπι: ούτε άνεργοι, ούτε απολυμένοι, ούτε εργαζόμενοι. Άλλη ιστορία αυτό, θα εξηγηθεί άλλη φορά). Για το «ατάιστο» μπλογκ, λοιπόν: αναρωτήθηκα τι καλό μου συνέβη τις τελευταίες μέρες κι αξίζει μ’ αυτό ν’ αποχαιρετίσει κανείς το σιχτιρισμένο 2013 και να υποδεχτεί το χτικιάρικο 2014. Σκέφτηκα, σκέφτηκα και κατέληξα στον Σορεντίνο και στην «Τέλεια ομορφιά» του. Κι απ’ εκεί πρόκυψε το παρακάτω κείμενο.

******

Η Dolce Vita του Φελίνι πρωτοπροβλήθηκε τη χρονιά που γεννήθηκα. Εγώ την είδα πρώτη φορά με καθυστέρηση δεκαπέντε χρόνων, στην ακμή μιας εφηβείας που οι ορμόνες χτυπούσαν κατακέφαλα και η ανησυχία κατακούτελα. Την είδα από τότε κι άλλες φορές, αλλά η πρώτη φορά είναι πάντα πρώτη φορά: αξέχαστη. Θυμάμαι ξεκάθαρα λεπτομέρειες που είχαν μια περίεργη επίδραση στο συγκεχυμένο εφηβικό μου σύμπαν. Μα πιο πολύ θυμάμαι την τελευταία σκηνή. Ένα κοριτσίστικο πρόσωπο, καθαρό, αθώο, σαν αγγελούδι του Ραφαήλ ή του Μιχαήλ Άγγελου, με ένα χαμόγελο στα χείλη παρακολουθεί τον ήρωα της ταινίας Μαρτσέλο να απομακρύνεται, έπειτα από μια αποτυχημένη προσπάθεια να του θυμίσει, με παντομίμα και φωνές που τις παίρνει ο αέρας και τα κύματα της θάλασσας, την τυχαία συνάντηση και γνωριμία τους λίγες μέρες πριν, στην ταβέρνα του πατέρα της. Ο Μαρτσέλο αδυνατεί ή δεν θέλει να θυμηθεί, επιστρέφει στον στιλπνό και ματαιόδοξο κόσμο του, το κορίτσι του χαμογελά μ’ ένα μίγμα απογοήτευσης και συμπάθειας. Τέλος.

Αυτό το πλάνο της Dolce Vita ήταν ίσως το βασικό κίνητρο για να δω- με αρκετή καθυστέρηση- την ταινία του Σορεντίνο La Grande Bellezza. Είχα ήδη ακούσει και διαβάσει αρκετά για τον «διάλογο» της ταινίας με τον μακρινό πρόγονό της (η χρονική απόστασή τους αντιστοιχεί ακριβώς στην ηλικία μου, πράγμα αδιάφορο για οποιονδήποτε άλλο εκτός από μένα), κάτι που γίνεται εντελώς προφανές σε όποιον έχει συγκρατήσει στο μυαλό του το αδρό στόρι της ταινίας του Φελίνι. Ο δημοσιογράφος Μαρτσέλο του Φελίνι και ο δημοσιογράφος-συγγραφέας Τζεπ του Σορεντίνο μπορεί κανείς να πει ότι είναι πάνω κάτω το ίδιο πρόσωπο, με τις περίπου πέντε δεκαετίες που τους χωρίζουν και με την κυνική αυτογνωσία που έχει αποκτήσει ο δεύτερος, έχοντας πρωταγωνιστήσει για χρόνια στο ριάλιτι της παρακμής. Η διαφορά τους είναι ότι ο Τζεπ, ίσως σαν ηλικιωμένος Μαρτσέλο, έχοντας περιπλανηθεί για χρόνια ανάμεσα στα επιβλητικά ερείπια της Αιώνιας Πόλης, έχοντας δοκιμάσει όλες τις ηδονές που αυτή επιφυλάσσει για τους εκλεκτούς της ματαιόδοξης, κουρασμένης, κορεσμένης, ξεπεσμένης, αφελούς, αφασικής ελίτ, ανακαλύπτει την τέλεια ομορφιά που ανεπιτυχώς για χρόνια αναζητούσε επιστρέφοντας στο παρελθόν. Τη βρίσκει στο πρόσωπο μιας εικοσάχρονης, στο νεανικό της στήθος που του αποκαλύφθηκε , στο φιλί που δέχτηκαν τα χείλη του στα 18 του χρόνια, κάτω από ένα φάρο, στα βράχια μιας ακτής που ο Τζεπ εγκατέλειψε για την ατελή αιώνια ομορφιά της Ρώμης. Η Πάολα του Μαρτσέλο και η Ελίζα του Τζεπ είναι πάνω κάτω το ίδιο αισθητικό και ερωτικό αρχέτυπο, αλλά μόνο η γηραλέα ματιά του Τζεπ, ο θάνατος που έχει ήδη επέλθει (της Ελίζας) και αυτός που πλησιάζει (του Τζεπ, της αιώνιας πόλης, της Δύσης;) αποκαλύπτουν το παραγνωρισμένο μεγαλείο του.

Εισβάλλουμε σε ξένα νερά, κλέβουμε το μεροκάματο των κριτικών όσοι νιώθουμε την ανάγκη να γίνουμε «κριτικοί» μ’ αφορμή μια ταινία, αλλά η πρόθεση δεν είναι αυτή. Περισσότερο είναι η ανάγκη να μοιραστούμε την ειδική αισθητική και ιδεολογική επίδραση που έχει πάνω μας ένα καλλιτεχνικό έργο, πέρα από τους κώδικες της κριτικής. Παρακολουθώντας τις κάμερες του Σορεντίνο να κινούνται νωχελικά πάνω στα ογκώδη μνημεία της Ρώμης, να κυλούν στα ήρεμα νερά του Τίβερη, να τρυπώνουν στα «παλάτσα», στα μουσεία, στους μυστικούς κήπους των αγαλμάτων, στις πολυτελείς «ταράτσες» με θέα ο Κολοσσαίο, στα ολονύκτια πάρτι μιας αφρόκρεμας που αρνείται να αντιληφθεί ότι ο χρόνος της ευδαιμονίας της έχει προ πολλού παρέλθει, αναρωτιέσαι αν αυτό είναι ένας ύμνος ή ένα μνημόσυνο. Μνημόσυνο της Ρώμης, της Ιταλίας, της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και των διαδόχων της, ενδεχομένως ολόκληρου του δυτικού πολιτισμού του οποίου απαύγασμα υποτίθεται πως είναι η σημερινή Ευρώπη. Ο ναρκισισμός της ετερόκλητης ρωμαϊκής ελίτ, που στην ταινία του Σορεντίνο περιφέρεται σε μπερλουσκονικά πάρτι, σε ναούς του bottox και σε αυτοκρατορικά μνημεία, είναι ένας θανάσιμος ναρκισισμός. Τρεις θάνατοι οριοθετούν την ταινία: ο θάνατος της Ελίζας, του εφηβικού, ανολοκλήρωτου έρωτα του Τζεπ, η αυτοκτονία ενός νεαρού σχιζοφρενούς γόνου αριστοκρατικής οικογένειας, το τέλος μιας ώριμης στριπτιζέζ από κάποια ανίατη νόσο. Ούτε καν αυτοί οι θάνατοι μπορούν να λειτουργήσουν σαν ευεργετικό σοκ για να δώσουν ένα τέλος στην υπαρξιακή περιδίνηση του ήρωα της ταινίας. Παρά τα 53 χρόνια που μεσολάβησαν, ο Μαρτσέλο της Dolce Vita άλλαξε ελάχιστα. Τη θέση της αβάσταχτης ελαφρότητάς του πήρε απλώς ο αβάσταχτος κυνισμός του Τζεπ της Grande Belezza.

Τι θέλει να πει ο ποιητής; Δεν ξέρω αν ο Σορεντίνο ήθελε να μιλήσει απλώς για τη Ρώμη, την Ιταλία, τον Φελίνι, την παρακμή της ιθύνουσας τάξης στη χώρα του, την υποκρισία της διανόησης, την κρίση του γήρατος. Εγώ «διαβάζω» κι έναν πικρόχολο, καλαίσθητο, μακρύ αποχαιρετισμό σε όλη τη Δύση, σε όλη τη σύγχρονη Ευρώπη που στην πραγματικότητα γεννήθηκε εκεί, στις όχθες του Τιβερη, όχι στη σκιά της σκιά της Ακρόπολης όπως κάποιοι θέλουν να πιστεύουν. Η Ευρώπη είναι ο τελευταίος απόγονος μιας αυτοκρατορίας και το μνημείο που της ταιριάζει είναι το Κολοσσαίο, αυτό που βρίσκεται αντίκρυ στην ταράτσα του Τζεπ και υπενθυμίζει πως οι μακρινοί πρόγονοι των καλεσμένων του στα ολονύκτια πάρτι διασκέδαζαν με τις θανατηφόρες συγκρούσεις μονομάχων ή με τους κατασπαρασσόμενους από θηρία μελλοθάνατους. Η Ευρώπη μοστράρει τα επιβλητικά ρωμαϊκά και αυτοκρατορικά μνημεία της, τους περίτεχνους καθεδρικούς της, τα αρχιτεκτονικά της επιτεύγματα, τους εικαστικούς θησαυρούς της, τις κορυφώσεις της πνευματικής της παραγωγής και προσπαθεί με επιλεκτική μνήμη να κρύψει κάτω από το χαλί τα σκουπίδια της ιστορίας της: ποταμούς αίματος, γενοκτονίες, ανθρωπιστικά εγκλήματα, εθνικοί ανταγωνισμοί. Προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατηθεί στην κορυφή του κόσμου, υποδύεται ότι βρίσκεται στην ακμή της, κρύβει με τη νοσταλγία του λαμπερού παρελθόντος της το σκοτεινό της μέλλον. «Χαλαρώστε και απολαύστε το τέλος», είναι κατά κάποιο τρόπο το κυνικό μήνυμα του πρωταγωνιστή της Dolce Vita του 2013. Αυτός τουλάχιστον το έχει καταλάβει. Τα κωθώνια που οδηγούν το τρένο της Ευρώπης έχουν πάρει πρέφα τίποτα; Όχι. Πιάνονται ο ένας πίσω από τον άλλο και χοροπηδάνε σε μπιντάτους ρυθμούς με άψογο μπερλουσκονικό στυλ «μπούγκα- μπούγκα».

Η Ευρώπη μοιάζει με τα «τρενάκια» στα πάρτι του Τζεπ Καπαρντέλα, με θέα το Κολοσσαίο. «Δεν είναι ωραία τα τρενάκια που κάνουμε στα πάρτι μας; Είναι τα πιο ωραία τρενάκια του κόσμου γιατί δεν φτάνουν σε κανένα σταθμό».

Λίγη σκουριά στο απελπισμένο στόμα μου (αναδημοσίευση)



Παρκάρισα δίπλα στο κολυμβητήριο. Μυρωδιά από χλώριο με μια ιδέα φυκιάδας από το Σαρωνικό. Εκεί ακριβώς που φυλάγαμε σκοπιά κάποτε, στην πύλη της Ναυτικών Δοκίμων.
«Θυμάσαι ρε μαλάκα;»
«Θυμάμαι»
«Θυμάσαι εκείνο το βράδυ που έσερνα το χέρι μου κόντρα στον αδρό τοίχο μέχρι να ματώσει;»
«Θυμάμαι»
Ο ναύτης, που τώρα είχε βάρδια, σε τίποτα δεν θύμιζε τις προσωπογραφίες του Τσαρούχη. Ούτε καν εμάς. Ήταν ξινός και ασουλούπωτος μέσα στο φαρδύ παντελόνι και τον επενδύτη, παλιάτσος με το ζόρι.

Έβαλα κρασί στα ποτήρια και τον χτύπησα στην πλάτη, με το λιγδωμένο χέρι μου. Πριν καθάριζα τηγανητές γαρίδες.
«Στην υγεία σου. Το άξιζες ρε. Σου γάμησα και το ακριβό πουκάμισο.»
Γελάσαμε. Ο Αχιλλέας κι εγώ. Από το δημοτικό μαζί. Όταν ακόμα στις γειτονιές παίζαμε στη μέση του δρόμου ξεχτένιστοι, τάπες, μήλα και κυνηγητό. Ύστερα, μια ζωή παρέα. Πάντα μαζί. Έστριβα τη γωνία και με ρωτούσαν που είναι. Ήταν πιο κάτω, στο περίπτερο κι αγόραζε τσιγάρα, κρυφά. Αυτός πιο γρήγορος σε όλα, πιο συνεπής. Εγώ μια ιδέα κωλοπαιδαράς. Ή έτσι με βόλευε να πιστεύουν.

Από το βάθος του στενού δρόμου, εκείνου που η μπουγάδα του ενός χαιρετάει τις κιλότες της αντροχωρίστρας απέναντι, λες κι είμαστε στη Νάπολη, ή έτσι ακριβώς, ακουγόταν η Μοσχολιού. Τραγουδούσε τα Δειλινά. Καθώς έπλενα τα χέρια μου, στάθηκα παγωμένος για λίγο στον χτύπο του ρολογιού, πίστεψα ότι τον χάνω. Εγώ εδώ, εκείνος ένα τσικ πιο ψηλά. Σαν το καλοκαίρι που γυρίσαμε από το ναυτικό. Η Ελένη με το άσπρο φουστάνι. Ένα τίναγμα στο παρθένο καστανόξανθο μαλλί της και τον μάγκωσε για πάντα. Αχ, Ελένη.

Εκείνος παντρεμένος, εγώ στη γύρα. Ποτά, ξενύχτια, κωλόμπαρα, γκόμενες.
«Συμμαζέψου ρε μαλάκα. Για τη μάνα σου. Βρες ένα καλό κορίτσι.»
Ποτέ δεν γούσταρα τα καλά κορίτσια. Πάταγα στα άκρα. Είτε πουτάνα, εντελώς, του σχοινιού και του παλουκιού, λαϊκιά και μοιραία ταυτόχρονα, να μη ξέρεις ποιος μπαινοβγαίνει σπίτι της, ή της αριστερής διανόησης, λίγο ξιπασμένη, λίγο στο κόμμα, λίγο αγώνας, λίγο μεταμοντέρνα τέχνη, λίγο είσαι πολύ ρηχός για μένα.

Στην εταιρεία είχα ακούσει, συχνά πυκνά, κάτι γλοιώδη ανθρωπάκια να ψιθυρίζουν στις γωνίες:
«Ο Αχιλλέας έβαλε πλάτη να έρθει»
Η αλήθεια είναι ότι μίλησε για μένα, όχι ότι μου έλειπε πτυχίο ή γλώσσες ή εμπειρία. Εγώ ήμουν και Βιολόγος, είχα και μια σχέση με το αντικείμενο. Αυτοί που με έθαβαν, δεν είχαν κανένα χαρτί στο χέρι. Κομπλεξικά υπαλληλάκια με μπόνους, ταξίδια σε συνέδρια και κάνα μουνί, όλο τουπέ, στα νοσοκομεία, να τους κουνιέται. Τώρα που ο Αχιλλέας έγινε προϊστάμενος, κανείς δεν τόλμαγε να σχολιάσει τη συνεργασία μας. Τη φιλία μας. Τα βλέμματα πέταγαν στιλέτα, αλλά η γλώσσα έγλειφε, κρύβοντας με επιμέλεια, τα δόντια που διοχετεύουν δηλητήριο, όπως στα σωληνόγλυφα φίδια.

Οι μέρες πριν τις γιορτές έτρεχαν κατοστάρι. Να πιάσουμε τους στόχους, να πιάσουμε όλους τους στόχους. Το βράδυ έξω από τα γραφεία της εταιρείας, έστριβα ένα τσιγάρο, κοίταγα τον ουρανό, το φεγγάρι είχε στεφάνι, χιονιάς, θυμόμουν τον ψαρά παππού μου. Κούμπωνα το παλτό και πίσω σπίτι, τα μάτια μου πιο θολά από ανακατεμένο βυθό, το πουλί μου πεθαμένο, εκεί ανάμεσα στα σκέλια, κουλουριασμένο αδιάφορα. Καμιά διάθεση να γλεντήσω την κούραση. Αντίλαλος που σου τρυπάει το τύμπανο η φωνή του:
«Να πιάσουμε τους στόχους»

Ούτε που πρόσεξα την αλλαγή στο βλέμμα του, τη ματιά του αφεντικού που μας έπαιρνε τα μέτρα, όπως ο νεκροθάφτης. Ούτε που άκουσα το αρχικό τρέμουλο στη φωνή, στις συναντήσεις της Δευτέρας, έχουμε μείνει πίσω στους στόχους, τα κεντρικά μας πιέζουν, δεν τρέχετε αρκετά, τρέχουμε τώρα. Ούτε που θυμάμαι, πότε η φωνή αυτή σκλήρυνε και ήχησε στην γενική βουβαμάρα σα μαστίγιο που σκίζει τη σιωπή, δεν θα ανεχτώ άλλο αυτή την αδράνεια, την έλλειψη κινητοποίησης, την έλλειψη πρωτοβουλίας, δεν έχετε φιλοδοξία μέσα σας, δεν έχετε αίμα να κυλάει στις φλέβες σας, δεν ξέρω αν σας αξίζει να βρίσκεστε εδώ, γαμώ την πολυεθνική μου μέσα. Χτύπησε το χέρι πάνω στο καρυδένιο, πανάκριβο, χειροποίητο τραπέζι απ’ το Σαρίδη, μέσα στο μαυσωλείο των εταιρικών συναντήσεων. Ένα κρυστάλλινο ποτήρι έσκασε με φόρα στο πάτωμα κι έγινε χίλια κομμάτια. Στο μαυσωλείο οι πεθαμένοι κατάπιαν την φωνή τους. Τα μάτια μου καρφώθηκαν στο πρόσωπό του. Μπροστά μου είχα έναν ξένο άνθρωπο. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Ανάσαινα το λιγοστό οξυγόνο, προσπαθώντας να νιώσω τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου. Έπεφτα και έπεφτα από το Έβερεστ τουλάχιστον, εκεί δεν είναι που το οξυγόνο είναι αραιό; Έπεφτα στο απροσδιόριστο κενό μιας γκρίζας απαρχής. Ο χαρταετός στον πίνακα του Βασιλείου που κεντράριζα, μήπως με συνεφέρει, είχε κοπεί και βυθιζόταν, σε ένα απεγνωσμένο μακροβούτι, εκεί, μπροστά στα μάτια μου.

Παραμονή Χριστουγέννων, χωρίς προσκλήσεις ιδιαίτερες, για φαγητό και χαρτί, σπίτι του. Ανάμεσα σε ‘κείνον και μένα μια ηχηρή ανοικειότητα. Πως πάγωνα τη συμπεριφορά μου όταν ήθελα να χωρίσω σε μια σχέση που πέρναγα γενικά καλά; E κάπως έτσι. Δυο τρεις κουβέντες τυπικές περί ανέμων και υδάτων. Μικρές παύσεις που σου σφίγγουν το στομάχι. Στο τρίτο ουίσκι, μου είπε στο αυτί:
«Τώρα που έχεις άδεια, να πούμε δυο λόγια, οι δυο μας, εκτός γραφείου, όπως παλιά»
«Παίδες, κουράστηκα, την κάνω» είπα απότομα.
«Κάτσε ρε, είσαι καλά, που πας, χαλάς το παιχνίδι»
«Κουράστηκα, σώνει, πάω για ύπνο. Εμείς οι δύο, αύριο, Χριστούγεννα ανήμερα. Ελενίτσα καληνύχτα και καλή μας τύχη.»
Σήκωσα το ποτήρι κι ήπια δυο, τρεις γουλιές μαζεμένα. Πέταξα τα χαρτιά πάνω στην τσόχα. Ήταν άσσος, ρήγας, ντάμα, βαλές, δέκα, κούπα.

Το σούρουπο στο λιμανάκι, μπροστά στο ξωκλήσι του Αη Νικόλα στην Ηλεκτρική, είχα σούρει τα βήματα μου, βήματα κατάδικου, όχι εορταστικά, βήματα που σκόνταψαν στις πέτρες τα δετά ιταλικά μποτάκια μου. Βήματα πικρά, που δεν ξεπλένει ούτε το ξερό κρύο, ούτε τα χίλια κινέζικα λαμπιόνια του βλαχοδήμαρχου, ούτε ο ήλιος που ξεπέφτει πίσω απ’ την Ψυττάλεια. Βήματα προς το ικρίωμα της ιστορίας, το τέλος της αθωότητας, το νυν τελεία και παύλα. Βήματα που το ένα αναιρεί το άλλο, σε σημείο να βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή που ξεκίνησες, που έφτασες στο ξύλινο παγκάκι, που καρφώθηκες στον τύπο που ψαρεύει, ψαρεύει μέσα στο ψοφόκρυο ο ψυχάκιας Χριστουγεννιάτικα στο βρωμολίμανο, να βλαστημάς την ώρα που δεν έστειλες ένα μήνυμα, άκυρο μαν τα λέμε άλλη μέρα, χρόνια πολλά, από ψυχής, ξέρεις αυτή τη μαύρη, μέσα βαθιά μέσα μου.

Έπειτα το μόνο που θυμάμαι είναι τα άδεια μάτια του, μάτια νεκρά, μάτια που σκότωσαν ό,τι είχαν από ευαισθησία για να πουν μερικές σάπιες από καιρό κουβέντες, αυτές που έπρεπε να ειπωθούν, μηχανικά, για λόγους περικοπών κάποιος θα έφευγε, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο δύσκολο ήταν, βασανίζομαι καιρό, διάλεξα εσένα, είμαστε φίλοι τόσα χρόνια, εσύ θα καταλάβεις, δεν θα μου κρατήσεις κακία, είσαι μόνος σου Πάτροκλε, δεν έχεις ανάγκη, είσαι δυνατός, θα τα καταφέρεις, πάντα τα κατάφερνες, πάντα ήσουν ο πιο μάγκας, θαυμάζω πως είσαι μόνος σου, τον τρόπο που στέκεσαι αγέρωχος, που ζεις τη ζωή σου, που είσαι ελεύθερος.

Τα άδεια μάτια του με κρατάνε ακίνητο να υπομένω μια γλώσσα που παραληρεί. Το μόνο που θυμάμαι, είναι τα χέρια μου στο λαιμό του. Η έκφραση στα μάτια ίδια. Το στόμα σωπαίνει πια. Τίποτα, τίποτα, πέρα από ένα γλάρο που κρώζει μίλια πέρα, δεν ακούγεται. Τα μάτια του νεκρά με κοιτάνε σα να μην είμαι εκεί. Δεν υπάρχω. Ξεσφίγγω τα χέρια και τρέχω μακριά, στο σκοτάδι μιας νύχτας μεταλλικής, χωρίς ελπίδα, λίγη σκουριά μόνο, η γεύση στο απελπισμένο στόμα μου.
Αχ, Ελένη.!

Εδώ Καλλιδρομίου (αναδημοσίευση)

της Αννίτας Λουδάρου

-Τι κάνεις;
-Εδώ μωρέ να...
Και μυστικά να ονειρεύεσαι την αναγγελία μιας πτήσης. Γράψε σ΄ένα χαρτί τι πράγματα θα στερηθείς αν φύγεις , διάβασε τα φωναχτά μέχρι να τα μάθεις απ΄έξω και προχώρα. Έπιανε στα φοιτητικά χρόνια Τότε που ψάχναμε γιατροσόφια για τους επιβεβλημένους χωρισμούς. 

Εδώ είμαστε ακόμα εδώ. Με πολλλούς κόμπους.
- Ρίξε μια ματιά πόσο έχουν τα νοίκια εκεί.
Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα στη ζωή, αλλού στρέφεις το βλέμμα και την πλώρη σου και αλλού σε πάνε τα κύματα και ο αέρας, γιατί από μόνος σου δεν θα διάλεγες ξέρες και ύφαλους, ρηχάδια και βράχια. Κι όμως κι αυτά πρέπει να τα ζήσεις.

Μια φορά να δεις κατάφατσα τα πραγματικά νούμερα των αυτοκτονιών, του αλκοολισμού, της κατάθλιψης, της ενδοοικογενειακής βίας μαζί με τα γόνατα σου κόβονται και τα φτερά. Τότε είναι που το εμπεδώνεις για τα καλά. Σε κάθε έναν που θα βοηθήσει η ελπίδα σου, θα αντιστοιχούν 1000 που δεν θα μάθεις ποτέ , τι περνούν πριν βγουν να ψάξουν στον κάδο. 

Αν πράγματι νοιάζεσαι για όποιον και οτιδήποτε πέρα από οριακό '' ακόμη εδώ'' σου. Από τα ''θα'' στα ''δεν'' ζωές γονατισμένες. Το ''εδώ'' έχει φιμωμένα στόματα, περιπαιγμένη λογική, κάποιοι που θα βρεθούν να δώσουν ένα ακόμα χειροκρότημα στον υπουργό. Και ας έχουν γίνει οι δρόμοι, βυθοί. Όσο περισσότερο τους περπατάς, τόσο ανοίγεις το στόμα, τόσο πνίγεσαι.

Είναι και οι φίλοι που εμμένουν με τις αιτιολογημένες τους αντιρρήσεις. ''Κοίτα μια λιακάδα Δεκέμβρη μήνα'', '' Δεν θα πεθάνουμε ποτέ ρε'.

Έχει περάσει καιρός τώρα από τότε που έπαψα να κλωτσάω πολύτιμες ξένες ψευδαισθήσεις. Τόσο θυμωμένη δεν είμαι. Άλλος τόσος καιρός από τότε που έπαψα να τις θεωρώ άξιο λόγου ανάχωμα, στη γενική κατρακύλα του πίνακα προς την οριστική καταστροφή του καμβά. Με ότι μουτζούρα θέλεις καλύπτονται οι λάθος αποχρώσεις. Αλλά ή θα μουτζουρώνεις ή θα ζωγραφίζεις.

Αν το σκεφθείς μια σύμπτωση έκανε τον τόπο σου να είναι τόπος σου. Αν το ξεγυμνώσεις από την σύμπτωση, είναι τόσο τόπος σου όσο και όπου υπάρχει χώμα και αέρας. Αν αδειάσεις από μελό και ψευδαισθήσεις μια χαρά χωράνε όλα σε κούτες και βαλίτσες. Όλα ;

Οι ιστορίες χρειάζονται πάντα ιστορίες για να σωθούν. Χωρίς ιστορία είσαι ξεγραμμένος. Όλα, οι χωρισμοί, τα τραγούδια που άκουσες, οι διακοπές που πήγες, τα χνάρια από τους ανθρώπους που συνάντησες, οι εποχές που έγιναν ξαφνικά άνω κάτω, δεν έχουν καμιά αξία αν δεν υπάρξουν ιστορίες που θα μιλήσουν ξανά γι΄αυτά. Που θα τα αφηγηθούν με το δικό τους τρόπο, ξαναγράφοντας με προσοχή τα σημαντικότερα μέρη τους.

-Τι σε κρατάει τελικά εδώ ;
-Όλα αυτά που αγωνίστηκα πολύ να με αγαπήσουν, αλλά δεν τους έφτασε το πολύ μου.
Κατηφορίζοντας την Καλλιδρομίου, ίσως και να είναι ακόμα ο πιο όμορφος δρόμος της Αθήνας, νοστάλγησα κάποιες μέρες που δεν είχε γεμίσει ο αέρας ανεπίδοτα βλέμματα, που δεν έτρεχες για το τίποτα,για τα ψίχουλα. Που τρίζαν τα φύλλα κάτω από τις σόλες τους Νοέμβρηδες. Κάποια στιγμή ίσως να τα ξαναζήσουμε.
Μάλλον όχι ξανά. Ζήσουμε σκέτα. Θα είναι αλλιώς. Και ωραία, σίγουρα. Εδώ.


Αναρτήθηκε

Ζαπατισμός και λατινοαμερικανικός κύκλος αγώνων

από εφημερίδα Δράση (http://efimeridadrasi.espiv.net)
του Ραούλ Ζιμπέκι
Μετάφραση: εργατική εφημερίδα Δράση
Πηγή του αγγλικού κειμένου: roarmag.org

Είκοσι χρόνια μετά την εξέγερση του 1994, το πρόταγμα αυτονομίας και οριζοντιότητας των Ζαπατίστας έχει φτάσει να καθορίζει έναν κύκλο αγώνων σε ολόκληρη την ήπειρο.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια από την εξέγερση των Ζαπατίστας την 1η Ιανουαρίου 1994, τα κοινωνικά κινήματα στη Λατινική Αμερική έχουν υπερασπιστεί έναν από τους πιο έντονους και εκτεταμένους κύκλους αγώνα στον κόσμο. Από το Καρακάσο (Caracazo) του 1989, εξεγέρσεις και κινητοποιήσεις έχουν περιλάβει ολόκληρη την περιοχή, απονομιμοποιώντας το νεοφιλελεύθερο μοντέλο και αναγνωρίζοντας τους από κάτω -οργανωμένους σε κινήματα- ως κεντρικούς παράγοντες της κοινωνικής αλλαγής.

Ο ζαπατισμός ήταν μέρος αυτού του κύματος στη δεκαετία του 1990 και σύντομα έγινε μία από τις αναπόφευκτες αναφορές της αντίστασης στη Λατινική Αμερική, ακόμη και μεταξύ εκείνων που δεν συμμερίζονται τις προτάσεις και τις μορφές δράσης τους.

Είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει μια πλήρης λίστα με το τι έχουν πραγματοποιήσει τα κινήματα σε αυτές τις δύο δεκαετίες. Μπορούμε μόνο να κάνουμε μια ανασκόπηση ορισμένων σημαντικών δράσεων: ο αγώνας των πικετέρο (piquetero) στην Αργεντινή (1997-2002), οι ιθαγενικές και λαϊκές εξεγέρσεις στον Ισημερινό, οι κινητοποιήσεις στο Περού που ανάγκασαν σε παραίτηση τον Φουχιμόρι (Fujimori), και ο Μάρτιος της Παραγουάης, το 1999, που οδήγησε τον Λίνο Οβιέδο (Lino Oviedo) στην εξορία μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα.

Κατά την επόμενη δεκαετία είχαμε την τρομερή αντίδραση του λαού της Βενεζουέλας στο δεξιό πραξικόπημα του 2002, τους τρεις “πολέμους” της Βολιβίας μεταξύ 2000 και 2005 (ένας για το νερό και δύο για το φυσικό αέριο) που διέγραψαν τη νεοφιλελεύθερη δεξιά από τον πολιτικό χάρτη, τον εντυπωσιακό αγώνα των Ινδιάνων του Αμαζονίου στο Περού, το 2009, την αντίσταση κοινοτήτων της Γουατεμάλας στην εξόρυξη, την κομμούνα της Οαχάκα, το 2006, καθώς και την κινητοποίηση των χωρικών της Παραγουάης, το 2002, ενάντια στην ιδιωτικοποίηση.

Τα τελευταία τρία χρόνια, ένα νέο στρώμα προστέθηκε που θα μπορούσε να υποδηλώσει ένα νέο κύκλο αγώνων, συμπεριλαμβανομένων της κινητοποίησης των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη Χιλή, της κοινοτικής αντίστασης στα ορυχεία Κόνγκα (Conga) στο βόρειο Περού, της αυξανόμενης αντίστασης στις εξορύξεις και στη Μοσάντο (Monsanto) στην Αργεντινή, της υπεράσπισης των εδαφών των αυτοχθόνων (Territorio Indígena y Parque Nacional Isiboro Sécure) στη Βολιβία, και της αντίστασης στο φράγμα Μπέλο Μόντε (Belo Monte) στη Βραζιλία.

Το 2013 είχαμε την αγροτική απεργία στην Κολομβία η οποία συνένωσε όλους τους αγροτικούς τομείς (γεωργούς, ιθαγενείς και εργάτες ζαχαροκάλαμου) ενάντια στη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και τις κινητοποιήσεις του Ιουνίου στη Βραζιλία ενάντια την άγρια απόσπαση εργασίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014 και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016 στο Ρίο ντε Τζανέιρο.

Αυτή η σειρά κινητοποιήσεων που έχουν βλαστήσει σε όλη τη Λατινική Αμερική τις τελευταίες δύο δεκαετίες δείχνει ότι τα κινήματα βάσης είναι ζωντανά σε ολόκληρη την περιοχή. Πολλά από αυτά είναι φορείς μιας νέας πολιτικής κουλτούρας και μια νέας μορφής πολιτικής οργάνωσης, οι οποίες αντανακλώνται με πολλούς τρόπους και είναι διαφορετικές από αυτό που ξέραμε τη δεκαετία του 1960 και του 1970.

Μερικά από τα κινήματα, από τους μαθητές της Χιλής και τις κοινότητες των Ζαπατίστας, έως τους Φύλακες των Λιμνών Κόνγκα (Conga), το κίνημα των οικιστών στη Βενεζουέλα και το κίνημα για ελεύθερη μετακίνηση (Movimento Livre Passe - MPT) στη Βραζιλία, εμφανίζουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά που αξίζει να σημειωθούν.

Το πρώτο είναι η μαζική και εξαιρετική συμμετοχή νέων και γυναικών. Ως ευάλωτα θύματα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, η παρουσία τους αναζωογονεί τους αντικαπιταλιστικούς αγώνες, επειδή μπορούν να συμμετάσχουν άμεσα στο κίνημα. Σε τελική ανάλυση, αυτοί είναι -όσοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν- που δίνουν στα κινήματα αδιάλλακτο ριζοσπαστικό χαρακτήρα.

Δεύτερον, μια μοναδική πολιτική κουλτούρα κερδίζει έδαφος, την οποία οι Ζαπατίστας έχουν συνοψίσει στην έκφραση “κυβερνούμε υπακούοντας” (mandar obedeciendo). Όσοι ενδιαφέρονται για τις λίμνες στο Περού -οι διάδοχοι των αγροτικών περιπολιών (rondas campesinas)- υπακούν στις κοινότητές τους. Οι νεαροί ακτιβιστές του MPL στη Βραζιλία παίρνουν αποφάσεις με συναίνεση, προκειμένου να αποφευχθεί η παγίωση μιας πλειοψηφίας, και απορρίπτουν ρητά τα “αυτοκίνητα με μεγάφωνο” που χρησιμοποιούν οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες για να ελέγξουν τις πορείες τους.

Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό αυτών των κινημάτων είναι το πρόταγμα της αυτονομίας και οριζοντιότητας, λέξεις που άρχισαν να χρησιμοποιούνται μόλις πριν 20 χρόνια, αλλά οι οποίες έχουν ήδη ενσωματωθεί πλήρως στην πολιτική γλώσσα όσων συμμετέχουν σε διάφορους αγώνες. Ακτιβιστές υποστηρίζουν την αυτονομία από το κράτος και τα πολιτικά κόμματα, καθώς και την οριζοντιότητα - τη συλλογική ηγεσία του κινήματος και όχι κάποιου ατόμου. Για παράδειγμα, τα μέλη της Συντονιστικής Συνέλευσης των Μαθητών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ACES, τα αρχικά της στα ισπανικά) της Χιλής λειτουργούν οριζόντια, με συλλογική ηγεσία και συνέλευση.

Το τέταρτο χαρακτηριστικό είναι η υπεροχή των ροών επί των δομών. Η οργάνωση προσαρμόζεται και υπάγεται στο κίνημα˙ δεν έχει παγώσει σε μια δομή που διέπει τη συλλογικότητα με τα δικά της ξεχωριστά συμφέροντα. Οι συλλογικότητες που αγωνίζονται είναι παρόμοιες με κοινότητες αντίστασης, στις οποίες όλοι μοιράζονται παρόμοιους κινδύνους και όπου ο καταμερισμός της εργασίας ρυθμίζεται σύμφωνα με τους στόχους που η ομάδα θέτει σε κάθε δεδομένη στιγμή.

Σε αυτό το νέο επίπεδο οργάνωσης, είναι δύσκολο να διακρίνεις ποιοι είναι οι ηγέτες - όχι επειδή δεν υπάρχουν ομιλητές και εκπρόσωποι, αλλά μάλλον επειδή η διαφορά μεταξύ ηγετών και οπαδών μειώνεται καθώς η συλλογική ηγεσία των κάτω αυξάνεται. Αυτή είναι ίσως μία από τις πιο σημαντικές πτυχές της νέας πολιτικής κουλτούρας που έχει επεκταθεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών.

Τέλος, ο ζαπατισμός είναι μια πολιτική και ηθική αναφορά – όχι τόσο δείχνοντας μια κατεύθυνση για αυτά τα κινήματα, αλλά μάλλον χρησιμεύοντας ως ένα παράδειγμα από το οποίο αντλούν έμπνευση. Πολλαπλοί διάλογοι λαμβάνουν χώρα μεταξύ των ποικίλων κινημάτων της Λατινικής Αμερικής, όχι με το ύφος των επίσημων και δομημένων συναντήσεων, αλλά ως άμεση ανταλλαγή γνώσεων και εμπειριών μεταξύ των δικτύων των ακτιβιστών: ακριβώς το είδος της ανταλλαγής που χρειαζόμαστε προκειμένου να ενισχυθεί ο αγώνας μας ενάντια το σύστημα.

Απορίες (αναδημοσίευση)





πηγή Αδέσποτος Σκύλος 

κείμενο: by antonis

Όσες απορίες μένουν μέσα μας αναπάντητες μας κόβουν τη θέα προς τη ζωή. Ένα δέντρο, ένα πουλί, ένας θάνατος, μια θεωρία δεν είναι πράγματα που φωλιάζουν στα κεφάλια μας. Δεν τα αισθανόμαστε μεσ’ το μυαλό μας παρά στον τόπο που τα συναντούμε. Στο φυσικό τους χώρο. Εκεί που έχουν εξουσία. Ένα φυλακισμένο πουλί αντικατοπτρίζει τον αρρωστημένο ψυχισμό του μερακλή δεσμοφύλακα. Μια γυναίκα αλυσοδεμένη στο νοικοκυριό της αντικατοπτρίζει τον προσβλητικό καταναγκασμό της μονογαμίας ενός κόσμου που στήθηκε στα κατακερματισμένα εγώ και στις πλάνες. Ένα δέντρο φυτρωμένο στα τσιμέντα της πόλης αντικατοπτρίζει τον αστικό όλεθρο. Όλες οι ανθρώπινες σχέσεις πλήττονται από μιαν αφόρητα επιτηδευμένη διαφάνεια αφού είναι καταδικασμένες να συνυπάρχουν. Ταπεινωμένη τυφλή μάζα μέσα στη στάνη της. Όλες οι μικρογραφίες των καταναγκασμών καθορίζουν τα μαζικά ένστιχτα. Δεν χρειάζονται ψυχολόγοι πλέον για να κατευθύνουν τη ζωώδη θολούρα των εξαθλιωμένων μαζών. Αναγνωρίζουν το κακό στα μάτια του ξένου και του διαφορετικού. Στα χείλη εκείνου που λαλεί αλλιώς. Ένας ολόκληρος πατικωμένος κόσμος στις πόλεις απ’ την καρποφορία του κεφαλαίου. Απ’ την ασύδοτη ανάπτυξη, απ’ την ξέφρενη παραγωγή, απ’ τη λαγνεία του κέρδους. Ένας εξωφρενικός μηχανισμός δυστυχίας και πλούτου. Μια προσήλωση στην από καιρό ποδοπατημένη ζωή, τόσο άκαμπτη και τόσο προγραμματική, που ευτελίζει την κατεξοχήν ανθρώπινη χρήση της νόησης. Που ακυρώνει κάθε υπαρξιακή συνθήκη πραγματώνοντας στην κοινωνία αυτήν και μόνο την εικόνα της βλακείας. Κάνοντας το μεμονωμένο άτομο να στέκεται χωρίς ελπίδα απέναντι στη ζοφερή μοίρα του, γκρινιάζοντας και υπομένοντας, κάνοντας διαχείριση του βιασμού του, κάθε ώρα και κάθε στιγμή, διαβάζοντας στον τύπο εξηγήσεις διεξοδικές με όλα τα ψευτοαίτια και τα ψευτοεπακόλουθά τους. Απόψεις κι αναλύσεις που δεν βοηθούν κανέναν ν’ αναγνωρίσει τις σκοτεινές δυνάμεις στις οποίες έχει γίνει υποτελής. Μονάχα τυφλή θέληση να περισωθεί το γόητρο της προσωπικής ύπαρξης. Ο καθένας μόνος του κι ο καθένας χώρια, ζωσμένος τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις του περιμένοντας εν μια νυκτί τους αντικατοπτρισμούς ενός ανθηρού μέλλοντος.




Πηγή:
http://dromos.wordpress.com/2012/10/11/%CE%B1%CF%80%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82/?relatedposts_exclude=4582