Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2014

Ανασφάλιστοι, αυτοί οι άγνωστοι

Φωτογραφία: Παναγιώτης Τζαμάρος/FosPhotos

της Αγγελικής Δημοπούλου από το tvxs.gr/node/146658

Η είδηση συγκλόνισε. Πριν από έξι ημέρες ένας ανασφάλιστος καρκινοπαθής έχασε τη ζωή του αναζητώντας νοσοκομείο να τον δεχτεί δωρεάν καθώς ο ίδιος αδυνατούσε να καλύψει το κόστος της νοσηλείας του. Το Κοινωνικό Ιατρείο του Ελληνικού που κατήγγειλε το περιστατικό αποκάλυψε ότι ακόμη εννέα ασθενείς για τους οποίους γίνεται εδώ και καιρό προσπάθεια να νοσηλευτούν σε δημόσιο νοσοκομείο με τη διαδικασία επείγοντος περιστατικού βρίσκονται σε κίνδυνο. Δυστυχώς δεν είναι οι μόνοι. Χιλιάδες ανασφάλιστοι πολίτες απευθύνονται στα ιατρεία αλληλεγγύης αδυνατώντας να πληρώσουν νοσήλια στα δημόσια νοσοκομεία αλλά και τα φάρμακα που χρειάζονται. Είναι αποκλεισμένοι από τη «Δημόσια Υγεία» την οποία έχουν για χρόνια πληρώσει. Το προφίλ, τα νούμερα, οι απώλειες, οι μαρτυρίες. 

Το τραγικό περιστατικό
Ο 66χρονος καρκινοπαθής που έχασε τη ζωή του μόλις την περασμένη εβδομάδα ήταν μακροχρόνια άνεργος και γι’ αυτό είχε απολέσει την ασφαλιστική του κάλυψη. Στο νοσοκομείο του ζητούσαν να πληρώσει τα νοσήλια πράγμα που εκείνος δεν είχε χρήματα να κάνει, φοβούμενος επιπλέον τη μετακύλιση του χρέους στην εφορία. Εξάλλου το κόστος νοσηλείας ενός καρκινοπαθούς είναι απαγορευτικό κι όχι μόνο για κάποιον μακροχρόνια άνεργο. 

«Για τους καρκινοπαθείς το κόστος των νοσηλίων είναι πάρα πολύ μεγάλο» εξηγεί στο tvxs.gr ο εθελοντής γιατρός στο Κοινωνικό Ιατρείο του Ελληνικού, Γιώργος Βήχας. «Κατά μέσο όρο είναι 7.000 με 8.000 ευρώ για τις χημειοθεραπείες. Αν συμπεριληφθούν και τα νοσήλια των εξετάσεων που θα χρειαστούν μέχρι να γίνει διάγνωση και τα έξοδα μιας χειρουργικής επέμβασης που πρέπει να προηγηθεί της χημειοθεραπείας το κόστος μπορεί να είναι ξεπεράσει τα 10.000 ευρώ».

Το προφίλ: Ανασφάλιστοι, αυτοί οι άγνωστοι
Ποιοι είναι οι πολίτες που απευθύνονται στα κοινωνικά ιατρεία; «Η μεγαλύτερη κατηγορία είναι οι ανασφάλιστοι μετά από μια μακροχρόνια ανεργία ή μετά από το κλείσιμο μιας επιχείρησης. Στη δεύτερη περίπτωση η ασφαλιστική κάλυψη χάνεται αυτόματα. Οι άνθρωποι αυτοί χρωστούν στο ταμείο τους και δεν έχουν περίοδο χάριτος, όπως στους ασφαλισμένους στο ΙΚΑ» τονίζει ο Γιώργος Βήχας. Σύμφωνα με τον ίδιο, μια επίσης μεγάλη κατηγορία είναι οι εργαζόμενοι σε καθεστώς μαύρης εργασίας που δεν έχουν ιατροφαρμακευτική κάλυψη.

Μια τρίτη κατηγορία είναι οι μετανάστες. Το ποσοστό τους όμως είναι μικρότερο από αυτό των Ελλήνων. «Η αναλογία είναι περίπου 70% Έλληνες και 30% μετανάστες» εξηγεί ο κ. Βήχας και προσθέτει ότι τώρα τελευταία έχει προστεθεί ακόμη μια κατηγορία πολιτών που ζητούν βοήθεια από τα κοινωνικά ιατρεία. Πρόκειται για πολίτες που έχουν ασφαλιστική κάλυψη. Είτε εργάζονται, είτε είναι συνταξιούχοι. Ωστόσο, είναι τόσο χαμηλός ο μισθός ή τόσο χαμηλή η σύνταξή τους που δεν μπορούν να αγοράσουν τα φάρμακά τους γιατί δεν μπορούν να καταβάλλουν το ποσοστό συμμετοχής στις συνταγές. Η κατηγορία αυτή αυξάνεται ραγδαία το τελευταίο 4μηνο, ενώ το «χαράτσι» του ενός ευρώ ανά συνταγή φαρμάκων δεν θα βοηθήσει.

«Eίμαι 69 χρονών. Είμαι 51 χρόνια στο επάγγελμα του μεταφορέα αλλά τον τελευταίο καιρό δεν πάει καλά η δουλειά. Χρωστάω και δεν έχω ασφάλεια. Ούτε σύνταξη μπορώ να πάρω. Εδώ στο ιατρείο μας βοήθησαν. Μέχρι που με έστειλαν κι έκανα επέμβαση γιατί ανακαλύψαμε πως έχω ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μεσολάβησε ο κ. Βήχας και με έστειλε στο λαϊκό. Έπρεπε να είχε γίνει νωρίτερα η επέμβαση αλλά δεν είχα ασφάλεια. Και τα φάρμακα μας τα δίνουν από ‘δω» περιγράφει ασθενής του Κοινωνικού Ιατρείου Ελληνικού.

Ιλιγγιώδης ο αριθμός των ανασφάλιστων 
«Σε πανελλήνιο επίπεδο σύμφωνα με τις επίσημες παραδοχές του προέδρου του ΕΟΠΥΥ οι ανασφάλιστοι πρέπει να ξεπερνούν τα 3,5 εκατομμύρια. Σύμφωνα με τις δικές μας εκτιμήσεις πρέπει να είναι κοντά στα 4 εκατομμύρια και να τα ξεπερνούν και λίγο» τονίζει ο Γιώργος Βήχας.

Πράγματι στις 19 Σεπτεμβρίου 2013 κατά το 12ο ετήσιο συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου «Healthworld», ο πρόεδρος του ΕΟΠΥΥ, Δημήτρης Κοντός, παραδέχτηκε ότι 3,068 εκατομμύρια ασφαλισμένοι του οργανισμού έχουν απολέσει την ασφαλιστική τους ικανότητα, ενώ άλλοι 3,3 εκατ. ασφαλισμένοι, μεταξύ των οποίων έμποροι που έχουν κλείσει τα μαγαζιά τους, οικοδόμοι αλλά και άλλες κατηγορίες εργαζομένων, δεν έχουν κανένα ασφαλιστικό δικαίωμα. Το αστρονομικό νούμερο αφορά και τις οικογένειές τους που υφίστανται τις συνέπειες της ανεργίας.

Παράλληλα τα στοιχεία του ΣΕΠΕ τον Ιούλιο του 2013 έδειξαν κατακόρυφη αύξηση της αδήλωτης εργασίας: από 25% το 2010 και 30% το 2011, η αδήλωτη εργασία έφθασε στα 38,2% το 2012 και 38,4% το πρώτο εξάμηνο του 2013. Τα στοιχεία αυτά μάλιστα είναι ενδεικτικά αφού οι έλεγχοι γίνονται στοχευμένοι σε χώρους για τους οποίους υπάρχουν πληροφορίες ή καταγγελίες.

Επείγον περιστατικό
Το Κοινωνικό Ιατρείο Ελληνικού έχει δεχτεί μέχρι στιγμής περίπου 250 με 300 περιστατικά ασθενών που χρειάστηκαν νοσηλεία. Από αυτά τα άτομα οι 120 ήταν καρκινοπαθείς όπου έπρεπε να κάνουν χημειοθεραπεία. «Το 80% των καρκινοπαθών ήρθε στο ιατρείο πέντε και έξι μήνες μετά την αρχική διάγνωση με μεγάλη καθυστέρηση. Δέκα ασθενείς έχασαν τη ζωή τους επειδή δεν είχαν έγκυρη πρόσβαση στη θεραπεία τους» λέει στο tvxs.gr, ο εθελοντής γιατρός Γιώργος Βήχας.

Όπως σημειώνει ο κ. Βήχας υπάρχουν κι άλλα περιστατικό που χρίζουν νοσηλείας. «Η πρώτη κατηγορία είναι οι ανασφάλιστοι που δεν έχουν κάποιο οξύ πρόβλημα αλλά υποφέρουν από κάτι που μπορεί να καταλήξει σε μια πολύ επείγουσα κατάσταση αν αφεθεί. Η δεύτερη κατηγορία είναι οι άνθρωποι που έχουν ένα σοβαρό πρόβλημα με την έννοια του επείγοντος. Και η τρίτη κατηγορία είναι άνθρωποι που πρέπει για σοβαρό ή μη λόγο να κάνουν χειρουργική επέμβαση και είναι ασφαλισμένοι με βιβλιάριο πρόνοιας».

Κατηγορία Πολίτες με Βιβλιάριο Πρόνοιας
Στις πρώτες δυο κατηγορίες οι ασθενείς θα πρέπει να καλύψουν τα νοσήλιά τους. Κι αν δεν τα καλύψουν το χρέος θα μετακυλιστεί στις εφορίες με τις γνωστές συνέπειες. Η τρίτη κατηγορία που είναι οι πολίτες με βιβλιάριο πρόνοιας που χρίζουν χειρουργικής επέμβασης. Με πρόσφατη εγκύκλιο του υπ. Υγείας, Άδωνι Γεωργιάδη επιβάλλεται η εξής διαδικασία: Πρέπει ο θεράπων γιατρός που κρίνει ότι πρέπει να γίνει η επέμβαση να στείλει ένα χαρτί στο συντονιστή γιατρό της κλινικής, αυτός με τη σειρά του να το μεταβιβάσει στον διευθυντή του νοσοκομείου και αυτός στον υπουργό υγείας ζητώντας έγκριση για τη νοσηλεία του ασθενή.

Με καρκίνο στο περίμενε...
«Μου περιέγραψαν το περιστατικό μιας γυναίκας που νοσηλευόταν 20 ημέρες στον Άγιο Σάββα με καρκίνο στο μαστό και περίμενε την έγκριση που δεν ερχόταν με τον κίνδυνο αυτός ο καρκίνος να εξαπλωθεί. Όταν επικοινώνησα με το γραφείο του υπουργού πριν από 15 ημέρες μου είπαν ότι η εγκύκλιος ορίζει ότι μετά τον υπ. Υγείας θα πρέπει να υπάρξει και τελική υπογραφή από το ΚΕΣΥ. Η πλήρης παράνοια. Στο μεταξύ ο άνθρωπος πεθαίνει» τονίζει ο Γιώργος Βήχας και καταλήγει: «Έχουμε μαρτυρίες ότι έχει καθυστερήσει και ένα και ενάμιση μήνα αυτή η διαδικασία. Σημειώνεται ότι η εγκύκλιος αυτή δεν διαχωρίζει τα επείγοντα από τα μη περιστατικά. Γι’ όλα είναι το ίδιο. Αντιλαμβάνεστε τι μπορεί να συμβεί σε ένα μήνα. Αυτή είναι η πραγματικότητα για τους ανασφάλιστους και τους ασθενείς με βιβλιάρια πρόνοιας».

«Είμαι 55 χρονών και είμαι άνεργος. Δεν μπορώ να βρω δουλειά. Πριν από 3 μήνες πονούσαν τα δόντια μου. Ο οδοντίατρος με έστειλε στο νοσοκομείο. Με είδε ωριλά και με έστειλε σε γναθοχειρουργό. Αυτός διέγνωσε καρκίνο. Και στο λεμφαδένα Πήγα στον Ευαγγελισμό με είδε ο διευθυντής και μου αφαίρεσε ένα δόντι. Μου έγραψε τις εξετάσεις. Ήμουν ανασφάλιστος και δεν με δεχόταν κανείς. Έκανα τις εξετάσεις μέσω του Κοινωνικού Ιατρείου. Η θεραπεία περιλαμβάνει τη χημειοθεραπεία και την ακτινοθεραπεία. Με τη βοήθεια του Κοινωνικού Ιατρείου με δέχτηκε η Σωτηρία και έχω κάνει δυο χημειοθεραπείες αλλά η θεραπεία είναι μισή. Ο γιατρός με έστειλε με χαρτιά στον Άγιο Σάββα. Μου λένε: Δεν δεχόμαστε ανασφάλιστους. Τελικά μου λένε να πάω την άλλη Τρίτη, μετά την άλλη Πέμπτη, μετά πάλι την άλλη Τρίτη. Πηγαίνω και με αφήνουν να περιμένω. Πήγα στις 10.00 και περίμενα μέχρι τις 14.30. Τελικά μου είπαν ότι δεν θυμόμουν καλά και θα μου τηλεφωνούσαν στο σπίτι. Το είπα στο γιατρό. Μου είπε ότι πρέπει να κάνω οπωσδήποτε ακτινοθεραπεία» λέει στο tvxs.gr, ο Μανώλης Αλντιφιράκης

Στη Θεσσαλονίκη...
Το Κοινωνικό Ιατρείο Αλληλεγγύης Θεσσαλονίκης έχουν επισκεφτεί τα δύο χρόνια λειτουργίας του 10.000 ασθενείς. Το πρώτο χρόνο λειτουργίας η αναλογία Ελλήνων και μεταναστών ανασφάλιστων ασθενών που επισκέπτονταν το ιατρείο ήταν 45% προς 55% ενώ τον δεύτερο το ποσοστό των Ελλήνων ανασφάλιστων ασθενών ανήλθε στο 70% και το ποσοστό των μεταναστών στο 30%. Περίπου 15 με 20 ραντεβού κλείνονται καθημερινά σε κάθε τμήμα: οδοντιατρείο, παθολογικό, ψυχιατρικό, ορθοπεδικό, παιδολογικό και νευρολογικό.

«Φυσικά και υπάρχουν σοβαρά περιστατικά» περιγράφει στο tvxs.gr, o εθελοντής γιατρός του Κοινωνικού Ιατρείου Θεσσαλονίκης, Θοδωρής Ζδούκος. «Μια γυναίκα με ανεύρυσμα καταφέραμε μετά από πολύ κόπο να τη βάλουμε στο νοσοκομείο για να χειρουργηθεί. Αλλά είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος. Πέθανε πάνω στο χειρουργείο. Ήταν πολύ προχωρημένο το ανεύρυσμα. Εκείνη ήταν άνεργη και ανασφάλιστη δεν είχε να πληρώσει. Ήρθε σε εμάς καθυστερημένα. Ώσπου να γίνουν οι συνεννοήσεις και να βρούμε χειρουργό... Πρόκειται για κλασική περίπτωση ανθρώπου που χάθηκε επειδή ήταν ανασφάλιστος. Το επείγον περιστατικό το δέχονται στο νοσοκομείο αλλά πρόκειται για ασθενείς που πεθαίνουν εκείνη την ώρα. Περιτονίτιδα, έμφραγμα... Υπάρχει όμως αυτή η γκρίζα ζώνη. Ασθενείς που χρειάζονται νοσηλεία ή χειρουργείο και δεν γίνεται έγκαιρα. Όταν το περιστατικό πάει ως επείγον είναι πλέον πολύ αργά. Αν ένας καρκίνος γίνει τελικού σταδίου ο ασθενής πάει στο νοσοκομείο για να πεθάνει».

«Σήμερα ήρθε στο ιατρείο μια γυναίκα με επιθετικό καρκίνο του μαστού. Για να κάνει τη χημειοθεραπεία της απαιτούνται 22.000 ευρώ για το ετήσιο κόστος νοσηλείας. Θα τη στείλουμε τώρα στο νοσοκομείο αφού λένε ότι το αναλαμβάνουν. Αλλά μέχρι τώρα τους έδιωχναν. Ζητούν στους χρόνια πάσχοντες που μπορεί να εξελιχθούν σε επείγοντα περιστατικά να προπληρώσουν. Αυτό είναι το καθεστώς και είναι καθεστώς με εγκυκλίους ούτε καν με νόμο. Είναι εγκύκλιος Λοβέρδου που επανέφερε την εγκύκλιο Παπαδόπουλου του 1998. Κι αυτό σε συνδυασμό με τα κλειστά ενοποιημένα νοσήλια που επταπλασίασαν τις τιμές. Κάποτε έμπαινες στο νοσοκομείο και το ημερήσιο νοσήλιο ήταν 75 ευρώ. Τώρα πάει ανάλογα με τη διαγνωστική κατηγορία. Οπότε πολυτραυματίας 10.000 ευρώ, ανεύρυσμα αορτής 8.000 ευρώ, μπάι πας τριπλό 3.500 ευρώ. Αυτές είναι οι τιμές. Και σε περίπτωση επιπλοκής που χρειάζονται περισσότερες ημέρες νοσηλείας χρειάζονται και επιπλέον λεφτά» προσθέτει ο κ. Ζδούκος και καταλήγει: «Και υπάρχουν πάρα πολλά περιστατικά που δεν υποπέφτουν στην αντίληψη τη δική μας. Χάνονται στο δρόμο. Πεθαίνουν σπίτι τους. Μην μπερδεύουμε τους προσερχόμενους στα κοινωνικά ιατρεία με το πραγματικό πρόβλημα. Είναι η κορυφή του παγόβουνου».

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

in memoriam...


Ήλθε στο σχολείο μας στα μισά του χρόνου, κόντευε το Πάσχα. Μας φάνηκε τότε παράξενο, δεν συνηθίζονταν κείνα τα χρόνια και ειδικά στα σχολεία των χωριών να έρχεται στη μέση του χρόνου νέος μαθητής. Το εξήγησαν οι γονείς μας πως ήλθε πάνω στα φυτέματα, ξενοδούλι στις διακοπές του Πάσχα και του καλοκαιριού. Παιδικά χέρια στα χωράφια των άλλων, μιας και ο μπάρμπα Γιάννης δεν είχε στρέμμα δικό του. Συνηθιζόταν τότε πολλοί από το απέναντι νησί να έρχονται στην περιοχή να βρούν ένα μεροκάματο. 

Μετά μάθαμε: παιδί από πάμπτωχη οικογένεια, ήλθε να "φιλοξενηθεί" στην οικογένεια του θείου του, του μπάρμπα-Γιάννη. Αριστερός ο μπάρμπα-Γιάννης, σάπιος από το ξύλο της εθνικοφροσύνης και το αλκοόλ, με εφτά παιδιά στην πλάτη του κι' ένα το φιλοξενούμενο. 

Ο νέος συμμαθητής μας γράφτηκε στην τέταρτη τάξη. Ψηλό παιδί, ευγενικό, έξυπνο. Η υποδοχή του από τους χωριανούς συμμαθητές μα και τους μεγάλους αντίστοιχη με αυτήν με την οποία "έλουζαν" χρόνια τώρα τη νέα του οικογένεια. Μα το "αποπαίδι" γρήγορα κέρδισε τις καρδιές μας, μα και την καρδιά του διευθυντή του σχολείου μας. Η δικτατορία δεν είχε έλθει ακόμη. Και μπορούσε να πηγαίνει τ' απογεύματα στα σπίτια των συμμαθητών και να βοηθά τα "στουρνάρια" της αριθμητικής. 

Δεν έμεινε για πολύ στο μικρό μας σχολείο. Κάποιοι άλλοι συγγενείς, φρόντισαν και τον πήραν στην Πάτρα. Τον χάσαμε. Μα πιο πολύ τον έχασαν τα αδέλφια του και οι στερνοί του γονείς. Που, κάτι ο κατατρεγμός της νέας εξουσίας και η εξ' αυτού φτώχεια μα και η λύπη της οικογένειας για τον νέο αναγκαστικό ξεριζωμό του, έσπερναν θάνατο καθημερινά. Σκοτεινοί καιροί, ανεξιχνίαστες και ανομολόγητες διαδρομές. Τόσο που η οικογένεια ξεχάστηκε, σαν να σβήστηκε από τα κιτάπια του ληξιαρχείου. 

Αργότερα μάθαμε από τον διευθυντή του σχολείου μας, που έγινε κουμπάρος στην οικογένειά μου, πως ο πρώην συμμαθητής μου είναι ο καλύτερος μαθητής στην Πάτρα. Και αυτό είχε κατασταλλάξει μέσα μου: ο παιδικός μου φίλος είχε βρεί το αραξοβόλι του. 

Χρόνια μετά, λίγες μέρες μετά τον άδικο χαμό του, πήγα τη σακαράκα μου για σέρβις στον Τρύφωνα, συμμαθητής και φίλος κι' αυτός στο Δημοτικό. Κι' η Καλημέρα του με πάγωσε: Τον φάγανε τον Νίκο, οι μπάσταρδοι τον Νίκο βρήκαν να φάνε ; 

Ούτε αριστερός, ούτε ΠΑΣΟΚ ο Τρύφωνας. Έντιμος δεξιός θάλεγα. Είχα μάθει τα νέα για την δολοφονία ενός καθηγητή μαθηματικών στην Πάτρα. Ποτέ δεν πήγε το μυαλό μου σ' αυτόν. Ακόμη και όταν είδα τη φωτογραφία του. Μου θύμισε τότε ο Τρύφωνας όλη την κοινή μας ιστορία. Την ιστορία των δύο χρόνων που τον είχαμε συμμαθητή. Την αλητεία μας στα αμπέλια, τις βόλτες χειμωνιάτικα στη θάλασσα, τα σκαρφαλώματα στα ξένα δέντρα για τον επιούσιο, ακόμη και τα μικρά μας μεθύσια. Και έχοντας μάθει την ιστορία των αγώνων του και το σκηνικό της δολοφονίας του (εξήγησα και το γιατί παραιτήθηκε ο συντοπίτης μας υπουργός Παιδείας τότε) και των αγώνων του, βούρκωσα. 

Δεν ξαναπέρασα από τον δρόμο μπροστά από το σπίτι που έζησε για δυό χρόνια στο μικρό μας χωριό. Και όταν πηγαίνω στην θάλασσα, εκεί που στα σπλάχνα της άδειαζε το μικρό μας ποτάμι, απέναντι από το νησί του, αφήνω μερικά κρινάκια των αμμόλοφων. Γιατί εκεί, στο ξέπνοο του ποταμιού, ο Νίκος μας άνοιγε, παιδόπουλο 10 χρονών, την καρδιά του. Είχε βιαστεί να μιλήσει σαν σοφός άνδρας. Ίσως και νάξερε από τότε για το τραγικό του τέλος. 

…και τα παραμυθένια του λόγια, γιομάτα σοφία και ελπίδα, μας ταξίδευαν τότε πέρα από τον ωκεανό. Βλέπετε ; μας έλεγε ; Πέρα μακρυά είναι το Γιβραλτάρ και μετά ωκεανός. 

Και με ταξιδεύουν ακόμη τα παραμύθια του Νίκου Τεμπονέρα.

Καλή αντάμωση Νίκο, θα τα πούμε σταυς αμμόλοφους τ' ουρανού. 

Ο χαμός σου είθε να κρατά γιομάτες τις ζωές μας. Δικαίωση της δικής σου πορείας.

το κείμενο δημοσιεύθηκε πέρισυ στο μπλογκ αυτό την ίδια μέρα, σαν σήμερα. Δεν έχω τίποτ' άλλο να πώ για τον Νίκο.
θ.

Ο καλύτερος τρόπος να πεις κάτι, είναι να το κάνεις! (Ernesto Che Guevara)


Η παρακάτω ιστορική ομιλία εκφωνήθηκε από τον Τσε σε κουβανούς φοιτητές της Ιατρικής, στις 20 Αυγούστου 1960. Όλοι σχεδόν ξέρετε ότι ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου ως γιατρός πριν από αρκετά χρόνια. Όταν ξεκίνησα, όταν άρχισα να σπουδάζω ιατρική, οι περισσότερες από τις ιδέες που έχω σήμερα ως επαναστάτης απουσίαζαν από το οπλοστάσιο των ιδανικών μου. Ήθελα να πετύχω, όπως θέλουν όλοι.

Το όνειρο μου ήταν να γίνω διάσημος ερευνητής. Το όνειρο μου ήταν να δουλεύω ακούραστα για να πετύχω κάτι που θα μπορούσε πραγματικά να τεθεί στην υπηρεσία της ανθρωπότητας, αλλά, την ίδια στιγμή, θα αποτελούσε κι έναν προσωπικό θρίαμβο. Ήμουν, όπως όλοι μας, ένα παιδί του περιβάλλοντος μου. Μέσα από κάποιες ειδικές περιστάσεις, ίσως και εξαιτίας του χαρακτήρα μου επίσης, αφού πήρα το πτυχίο μου, άρχισα να ταξιδεύω στη Λατινική Αμερική και τη γνώρισα πολύ καλά. Με εξαίρεση την Αϊτή και τη Δομινικανή Δημοκρατία, επισκέφτηκα -με τον έναν ή τον άλλο τρόπο- όλες τις άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Έτσι όπως ταξίδευα, πρώτα ως φοιτητής και ύστερα ως γιατρός, άρχισα να έρχομαι σε στενή επαφή με τη φτώχεια, την πείνα, τις αρρώστιες, την αδυναμία να θεραπευτεί ένα παιδί από έλλειψη μέσων, με το μούδιασμα που προκαλούν η πείνα και οι τιμωρίες, ώσπου φτάνουμε σ’ ένα σημείο που φαντάζει ασήμαντο γεγονός να χάνει ένας γονιός το παιδί του, όπως συχνά συμβαίνει στις σκληρά δοκιμαζόμενες κοινωνικές τάξεις στην πατρίδα μας, τη Λατινική Αμερική. Κι άρχισα να βλέπω ότι υπήρχε κάτι που μου φαινόταν τότε σχεδόν εξίσου σημαντικό με την καριέρα μου ή με τη συμβολή μου στην ιατρική επιστήμη, και αυτό ήταν να βοηθήσω εκείνουςτους ανθρώπους.

Εξακολούθησα όμως να είμαι, όπως όλοι μας εξακολουθούμε να είμαστε, ένα παιδί τουπεριβάλλοντος μου και ήθελα να βοηθήσω εκείνους τους ανθρώπους με τις προσωπικές μου προσπάθειες. Είχα ήδη ταξιδέψει πολύ – βρισκόμουν τότε στη Γουατεμάλα, στη Γουατεμάλα του [δημοκρατικά εκλεγμένου Γιάκομπο] Άρμπενς – και είχα αρχίσει να κρατάω κάποιες σημειώσεις γιατη συμπεριφορά ενός επαναστάτη γιατρού. Άρχισα να εξετάζω τι χρειαζόμουν για να γίνω έναςεπαναστάτης γιατρός. Η επίθεση εξαπολύθηκε, ωστόσο: το πραξικόπημα [του 1954] οργανώθηκε από τη Γιουνάιτεντ Φρουιτ Κόμπανι, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, τον [διευθυντή της CIA] Φόστερ Ντάλες-στην πραγματικότητα, ήταν όλοι τους ένα και το αυτό – και το ανδρείκελο Καστίγιο Άρμας [με τον οποίο αντικατέστησαν τον Άρμπενς]. Η επίθεση ήταν πετυχημένη, δεδομένου ότι ο λαός δεν είχεφτάσει ακόμα στο επίπεδο ωριμότητας που έχει σήμερα ο λαός της Κούβας. Και μια ωραία μέρα εγώ,όπως πολλοί άλλοι, πήρα το δρόμο της εξορίας, ή πάντως το δρόμο της φυγής από τη Γουατεμάλα, αφού δεν ήταν αυτή η πατρίδα μου. Τότε συνειδητοποίησα κάτι βασικό: για να γίνω επαναστάτης γιατρός ή απλώς επαναστάτης, έπρεπε πρώτα να υπάρξει επανάσταση. Η μεμονωμένη προσπάθεια, η προσωπική προσπάθεια, η καθαρότητατων ιδανικών, η επιθυμία για θυσία μιας ολόκληρης ζωής στο πιο ευγενικό ιδανικό δε σημαίνουν τίποτα αν αυτή η προσπάθεια γίνεται μεμονωμένα, απόμερα, σε μια γωνιά της Λατινικής Αμερικής, απέναντι σε εχθρικές κυβερνήσεις και κοινωνικές συνθήκες που δεν επιτρέπουν την πρόοδο. Η επανάσταση έχει ανάγκη αυτό που γίνεται στην Κούβα: την κινητοποίηση ενός ολόκληρου λαού, που έχει μάθει να χρησιμοποιεί τα όπλα και να είναι ενωμένος στη μάχη, που ξέρει τι αξία έχει ένα όπλο και τι αξία έχει η ενότητα του λαού. Ερχόμαστε λοιπόν στην καρδιά του προβλήματος που έχουμε σήμερα μπροστά μας. Έχουμε ήδη το δικαίωμα και την υποχρέωση ακόμα να είμαστε, πρώτα απ’ όλα, επαναστάτες γιατροί, δηλαδή άτομα που θέτουν τις τεχνικές γνώσεις του επαγγέλματος τους στην υπηρεσία της επανάστασης και του λαού.

Επιστρέφουμε τώρα στα αρχικά ερωτήματα: Πώς δουλεύει κανείς αποτελεσματικά για την κοινωνική ευημερία; Πώς συμβιβάζει κανείς την ατομική προσπάθεια με τις ανάγκες της κοινωνίας; Πρέπει να ξαναφέρουμε στο νου μας πώς ήταν η ζωή του καθενός από εμάς, τι έκανε και τι πίστευε καθένας από εμάς, ως γιατρός ή λειτουργός της δημόσιας υγείας από άλλη θέση, πριν από την επανάσταση. Πρέπει να το κάνουμε με βαθύ κριτικό ενθουσιασμό. Θα συμπεράνουμε τότε ότι σχεδόν όλα όσα πιστεύαμε και νιώθαμε εκείνη την παλιά εποχή πρέπει να παραμεριστούν και ότι ένας νέοςτύπος ανθρώπου πρέπει να δημιουργηθεί. Αν ο καθένας από εμάς γίνει ο αρχιτέκτονας αυτού του νέου τύπου ανθρώπου για τον εαυτό του, τότε η δημιουργία αυτού του νέου τύπου ανθρώπου που θα αντιπροσωπεύει τη νέα Κούβα θα είναι πολύ ευκολότερη.

Είναι καλό για σας – τους παρόντες, τους κατοίκους της Αβάνας – να βάλετε καλά στο μυαλό σας αυτήν την ιδέα: ότι στην Κούβα γεννιέται ένας νέος τύπος ανθρώπου, που δεν μπορεί να εκτιμηθεί πλήρως στην πρωτεύουσα, αλλά μπορεί κανείς να τον δει σε κάθε άλλη γωνιά της χώρας. Όσοι από εσάς πήγατε στη Σιέρρα Μαέστρα στις 26 Ιουλίου θα είδατε κάτι πολύ σημαντικό… Θα είδατε παιδιά που από το ανάστημα τους φαίνονται οχτώ ή εννιά χρονών, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι σχεδόν όλα δεκατριών ή δεκατεσσάρων. Είναι τα γνήσια τέκνα της Σιέρρα Μαέστρα, τα γνήσια παιδιά της πείνας και της φτώχειας σε όλες τις μορφές της. Είναι τα πλάσματα του υποσιτισμού. Στη μικρή μας Κούβα, με τα τέσσερα ή πέντε τηλεοπτικά κανάλια, με τους εκατοντάδες ραδιοφωνικούς σταθμούς, με την πρόοδο της σύγχρονης επιστήμης, όταν ένα βράδυ εκείνα τα παιδιά έφτασαν στο σχολείο και είδαν για πρώτη φορά ηλεκτρικό φως, αναφώνησαν ότι τα αστέρια ήταν πολύ χαμηλά εκείνη τη νύχτα. Εκείνα τα παιδιά, τα οποία κάποιοι από εσάς θα είδατε, σπουδάζουν τώρα στα σχολεία, από τις πρώτες τάξεις μέχρι την επαγγελματική κατάρτιση, μέχρι την πολύδύσκολη επιστήμη της επανάστασης. Αυτό είναι το νέο είδος ανθρώπων που γεννιέται στην Κούβα. Γεννιούνται σε απομονωμένους τόπους, σε απόμερες περιοχές της Σιέρα Μαέστρα και επίσης στις κολεκτίβες και στους χώρους εργασίας. Όλα αυτά συνδέονται στενά με το θέμα της σημερινής μας συζήτησης: την ενσωμάτωση στοεπαναστατικό κίνημα των γιατρών και των άλλων εργαζομένων στον τομέα της υγείας. Γιατί το καθήκον της επανάστασης – το καθήκον της μόρφωσης και διατροφής των παιδιών, το καθήκον της εκπαίδευσης του στρατού, το καθήκον της διανομής της γης των παλιών απόντων γαιοκτημόνων σ’εκείνους που έχυναν τον ιδρώτα τους κάθε μέρα στην ίδια γη χωρίς να δρέπουν τους καρπούς της- είναι το σπουδαιότερο έργο κοινωνικής ιατρικής που έχει γίνει στην Κούβα.

Η μάχη κατά της αρρώστιας πρέπει να βασίζεται στην αρχή της δημιουργίας ενός γερού σώματος, όχι μέσω της περίτεχνης εργασίας ενός γιατρού πάνω σ’ έναν αδύναμο οργανισμό, αλλά δημιουργώντας ένα γερό σώμα μέσω της δουλειάς ολόκληρου του συνόλου, ιδιαίτερα ολόκληρου του κοινωνικούσυνόλου.Μια μέρα η ιατρική θα πρέπει να γίνει μια επιστήμη που θα προλαμβάνει τις ασθένειες, που θα προσανατολίζει το κοινό προς τις ιατρικές υποχρεώσεις του και η οποία θα χρειάζεται να παρεμβαίνει μόνο σε περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσες για να πραγματοποιήσει μια χειρουργική επέμβαση ή να αντιμετωπίσει κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο στη νέα κοινωνία που δημιουργούμε… Εκείνο που απαιτείται γι’ αυτό το οργανωτικό έργο, όπως και για όλα τα επαναστατικά έργα, είναι το άτομο. Η επανάσταση δεν τυποποιεί, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, τη συλλογική βούληση, τη συλλογική πρωτοβουλία. Το αντίθετο, απελευθερώνει τις ατομικές ικανότητες των ανθρώπων. Αυτό που πράγματι κάνει η επανάσταση είναι να κατευθύνει αυτή την ικανότητα. Αποστολή μας σήμερα είναι να προσανατολίσουμε το δημιουργικό ταλέντο όλων των επαγγελματιών του τομέα της υγείας προς το έργο της κοινωνικής ιατρικής. Βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής, και όχι μόνο εδώ στην Κούβα. Αντίθετα με όσα λέγονται καιπαρά τις ελπίδες κάποιων ανθρώπων, οι μορφές του καπιταλισμού που γνωρίσαμε, κάτω από τιςοποίες μεγαλώσαμε και υποφέραμε, νικιούνται σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Τα μονοπώλια νικιούνται. Η σοσιαλιστική επιστήμη σημειώνει κάθε μέρα νέους, σημαντικούς θριάμβους. Έχουμε την περηφάνια και το καθήκον να βρισκόμαστε στην πρωτοπορία ενός κινήματος απελευθέρωσης στη Λατινική Αμερική, το οποίο ξεκίνησε πριν από καιρό στις άλλες υποδουλωμένες ηπείρους της Αφρικής και της Ασίας. Αυτή η βαθιά κοινωνική αλλαγή απαιτεί επίσης πολύ βαθιές αλλαγές στη νοοτροπία των ανθρώπων.

Ο ατομικισμός ως τέτοιος, ως η μεμονωμένη δράση ενός προσώπου στο κοινωνικό περιβάλλον, πρέπει να εκλείψει στην Κούβα. Αύριο ο ατομικισμός θα πρέπει να είναι η σωστή χρησιμοποίηση όλων των ατόμων προς όφελος της κοινότητας. Αλλά, αν και όλα αυτά, όλα όσα λέω, γίνονται κατανοητά σήμερα, αν και όλοι είναι πρόθυμοι να σκεφτούν λίγο το παρόν, το παρελθόν και το πώς θα πρέπει να είναι το μέλλον, η αλλαγή του τρόπου σκέψης απαιτεί βαθιές εσωτερικές αλλαγές και συμβολή στην πραγματοποίηση βαθιών εξωτερικών αλλαγών, κυρίως κοινωνικών. Αυτές οι εξωτερικές αλλαγές πραγματοποιούνται στην Κούβα καθημερινά. Ένας τρόπος να μάθετε γι’αυτή την επανάσταση, να γνωρίζετε τις δυνάμεις που κρύβουν μέσα τους οι άνθρωποι, δυνάμεις που ήταν λανθάνουσες για τόσο καιρό, είναι να επισκεφτείτε όλη την Κούβα, να επισκεφτείτε τις κολεκτίβες και όλους τους χώρους δουλειάς που δημιουργούνται. Κι ένας τρόπος για να φτάσετεστην καρδιά του ιατρικού ζητήματος είναι όχι μόνο να γνωρίσετε, όχι μόνο να επισκεφτείτε αυτά ταμέρη, αλλά να γνωρίσετε και τους ανθρώπους που συνθέτουν αυτές τις κολεκτίβες και τα κέντρα εργασίας. Πηγαίνετε εκεί και μάθετε τι αρρώστιες έχουν, από τι πάσχουν, από πόση φτώχεια υπέφεραν σ’ όλη τους τη ζωή, φτώχεια που κληρονόμησαν από αιώνες καταπίεσης και απόλυτης υποταγής. Ο γιατρός, ο νοσοκόμος, θα φτάσουν τότε στην καρδιά της νέας δουλειάς τους, δηλαδή ως άτομα μέσα στις μάζες, άτομα μέσα στην κοινότητα. Ό,τι κι αν συμβαίνει στον κόσμο, μένοντας πάντα κοντά στον άρρωστο, γνωρίζοντας καλά την ψυχολογία του, εκπροσωπώντας εκείνους που έρχονται κοντά στον πόνο και τον ανακουφίζουν, ο γιατρός έχει πάντα πολύ σημαντικό έργο, ένα έργο μεγάλης ευθύνης στην κοινωνική ζωή. Πριν από λίγο καιρό, λίγους μήνες, συνέβη εδώ στην Αβάνα μια ομάδα φοιτητών που μόλις είχανπάρει το πτυχίο της ιατρικής να μη θέλουν να πάνε στην ύπαιθρο και ζητούσαν επιπλέον πληρωμή για να το κάνουν. Από την οπτική γωνία του παρελθόντος είναι περισσότερο από λογικό να συμβαίνειαυτό- έτσι τουλάχιστον μου φαίνεται και το καταλαβαίνω.

Θυμάμαι πως έτσι ήταν τα πράγματα, έτσι σκέφτονταν οι άνθρωποι πριν από μερικά χρόνια. Για ακόμα μια φορά είναι ο μονομάχος στην επανάσταση, ο μοναχικός πολεμιστης αυτός που θέλει να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον, καλύτερες συνθήκες, και να κερδίσει την αναγνώριση για αυτό που κάνει. Τι θα συνέβαινε όμως αν δεν ήταν αυτά τα άτομα – οι οικογένειες των οποίων στην πλειονότητα τους μπορούσαν να πληρώσουν για τις σπουδές τους – εκείνα που ολοκλήρωσαν τα μαθήματα τους και αρχίζουν τώρα να ασκούν το επάγγελμα τους; Τι θα συνέβαινε αν στη θέση τους ήταν διακόσιοι, τριακόσιοι χωρικοί αυτοί που θα ξεπρόβαλλαν – σαν από θαύμα, ας πούμε – από τις αίθουσες διαλέξεων του πανεπιστημίου; Αυτό που απλώς θα συνέβαινε είναι ότι αυτοί οι χωρικοί θα έτρεχαν αμέσως και με μεγάλο ενθουσιασμό να φροντίσουν τα αδέρφια τους. Θα ζητούσαν τις θέσεις με τη μεγαλύτερη ευθύνη και την περισσότερη δουλειά, για να δείξουν ότι τα χρόνια σπουδών δε σπαταλήθηκαν άσκοπα. Αυτό θα συμβεί σε έξι εφτά χρόνια, όταν οι νέοι φοιτητές, παιδιά της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, θα πάρουν τα πτυχία τους. Δεν πρέπει όμως να βλέπουμε το μέλλον μοιρολατρικά και να χωρίζουμε τους ανθρώπους σε παιδιά της εργατικής τάξης ή της αγροτιάς και σε αντεπαναστάτες. Αυτό είναι απλουστευτικό, δεν είναι αλήθεια, και τίποτα δε διαπαιδαγωγεί περισσότερο έναν έντιμο άνθρωπο από το να βιώσει την επανάσταση. Κανένας από εμάς, απ’ όσους φτάσαμε πρώτοι με το Granma, εγκατασταθήκαμε στη Σιέρα Μαέστρα και μάθαμε να σεβόμαστε τον αγρότη και τον εργάτη, ζώντας μαζί τους, κανένας από εμάς δεν ήταν εργάτης ή αγρότης στο παρελθόν. Φυσικά, υπήρχαν εκείνοι που είχε χρειαστεί να δουλέψουν, που είχαν γνωρίσει ορισμένες ανάγκες σαν παιδιά.

Την πείνα όμως, την αληθινή πείνα, κανείς μας δεν την είχε γνωρίσει και αρχίσαμε να μαθαίνουμε τι θα πει πείνα, προσωρινά, τα δύο χρόνια πάνω στη Σιέρρα Μαέστρα. Και τότε πολλά πράγματα έγιναν ξεκάθαρα… Μάθαμε ότι η ζωή ενός ανθρώπου αξίζει εκατομμύρια φορές περισσότερο απ’ όλη την περιουσία του πλουσιότερου ανθρώπου στη γη. Το μάθαμε εκεί εμείς, που δεν ήμαστε παιδιά της εργατικής τάξης ή της αγροτιάς. Γιατί λοιπόν να διαλαλήσουμε τώρα ότι είμαστε οι προνομιούχοι και ότι ο υπόλοιπος λαός της Κούβας δεν μπορεί κι αυτός να μάθει; Ναι, μπορούν, να μάθουν.Σήμερα μάλιστα η επανάσταση απαιτεί να μάθουν, απαιτεί να καταλάβουν καλά ότι η περηφάνια που πηγάζει από την εξυπηρέτηση του συνανθρώπου μας είναι πολύ σημαντικότερη από ένα καλό εισόδημα· ότι η ευγνωμοσύνη των ανθρώπων είναι μονιμότερη, διαρκεί πολύ περισσότερο απ’ όσο χρυσάφι μπορεί να συσσωρεύσει κάποιος. Κάθε γιατρός, στη σφαίρα της δραστηριότητας του, μπορεί και πρέπει να συγκεντρώσει αυτό τον πολύτιμο θησαυρό, την ευγνωμοσύνη των ανθρώπων. Πρέπει τότε να αρχίσουμε να διαγράφουμε τις παλιές αντιλήψεις μας και να ερχόμαστε όλο και πιο κοντά στο λαό με κριτικό πνεύμα. Όχι με τον τρόπο που τον πλησιάζαμε πριν, γιατί όλοι θα πείτε: «Όχι, εγώ είμαι φίλος του λαού. Μου αρέσει να μιλάω με εργάτες και αγρότες και τις Κυριακές πηγαίνω στο τάδε μέρος για να δω το τάδε πράγμα». Όλοι το έκαναν αυτό. Αλλά το έκαναν υπό τύπον ελεημοσύνης και αυτό που πρέπει να προωθήσουμε σήμερα είναι η αλληλεγγύη. Δεν πρέπει να πλησιάζουμε το λαό για να λέμε: «Να’ μαστε. Ερχόμαστε να σας ελεήσουμε με την παρουσία μας, να σας διδάξουμε την επιστήμη μας, να καταδείξουμε τα λάθη σας, την έλλειψη λεπτότητας και στοιχειώδους γνώσης που σας διακρίνει».

Πρέπει να τον πλησιάζουμε με ερευνητικό ζήλο και ταπεινό πνεύμα, για να μαθαίνουμε από αυτή τη μεγάλη πηγή σοφίας που είναι ο λαός. Συχνά συνειδητοποιούμε πόσο λανθασμένες ήταν κάποιες αντιλήψεις μας, οι οποίες είχαν γίνει κομμάτι του εαυτού μας και, αυτόματα, της συνείδησης μας. Κάθε τόσο έπρεπε να αλλάζουμε όλεςτις αντιλήψεις μας, όχι μόνο τις γενικές, κοινωνικές ή φιλοσοφικές αντιλήψεις, αλλά πότε πότε και τιςαντιλήψεις μας για την ιατρική. Θα δούμε ότι οι ασθένειες δε θεραπεύονται πάντα όπως θεραπεύεται μια αρρώστια στο νοσοκομείο μιας μεγάλης πόλης. Θα δούμε ότι ο γιατρός πρέπει να είναι και αγρότης, ότι πρέπει να μάθει να καλλιεργεί νέα τρόφιμα και, με το παράδειγμα του, να καλλιεργεί τηνεπιθυμία για κατανάλωση νέων τροφίμων, για διαφοροποίηση της διατροφικής δομής στην Κούβα -τόσο μικρής και τόσο φτωχής σε μια αγροτική χώρα που είναι εν δυνάμει η πλουσιότερη στη γη. Θα δούμε τότε ότι κάτω από αυτές τις περιστάσεις θα πρέπει να είμαστε και παιδαγωγοί, ότι θα πρέπει επίσης να είμαστε και πολιτικοί – ότι το πρώτο που θα πρέπει να κάνουμε δεν είναι να προσφέρουμε τη σοφία μας, αλλά να δείξουμε άτι είμαστε έτοιμοι να μάθουμε με το λαό, να φέρουμε σε πέρας αυτή τη σπουδαία και όμορφη κοινή εμπειρία – να χτίσουμε μια νέα Κούβα.

Έχουμε ήδη κάνει πολλά βήματα και η απόσταση από την 1η Ιανουαρίου 1959 μέχρισήμερα δεν μπορεί να μετρηθεί με συμβατικό τρόπο. Πριν από καιρό οι άνθρωποι καταλάβαιναν ότι εδώ είχε καταρρεύσει όχι μόνο ένας δικτάτορας, αλλά κι ένα σύστημα. Τώρα ο λαός πρέπει να μάθει ότι πάνω στα ερείπια ενός γκρεμισμένου συστήματος πρέπει να οικοδομήσουμε ένα νέο, το οποίο θα οδηγεί στην απόλυτη ευτυχία του λαού….Πειστήκαμε οριστικά ότι υπάρχει ένας κοινός εχθρός. Ξέρουμε ότι όλοι κοιτάζουν πίσω τους για να δουν μήπως τους ακούει κανείς, μήπως κρυφακούει κανείς από κάποια πρεσβεία και μεταδώσει όσα ακούει, πριν πουν ξεκάθαρα τη γνώμη τους κατά των μονοπωλίων, πριν πουν ξεκάθαρα: «Εχθρός μας και εχθρός ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής είναι η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που στηρίζει τα μονοπώλια». Αν όλοι ξέρουν ήδη ότι αυτός είναι ο εχθρός και αν έχουμε ως αφετηρία μας τη γνώση ότι όποιος παλεύει εναντίον αυτού του εχθρού έχει κάτι κοινό με εμάς, τότε προχωρούμε παρακάτω. Ποιοι είναι οι στόχοι μας εδώ στην Κούβα; Τι θέλουμε; Θέλουμε την ευτυχία του λαού ή όχι; Παλεύουμε για την απόλυτη οικονομική απελευθέρωση της Κούβας ή όχι; Δεν παλεύουμε για να είμαστε μια ελεύθερη χώρα ανάμεσα σε ελεύθερες χώρες, χωρίς να ανήκουμε σε κανένα στρατιωτικό συνασπισμό, χωρίς να πρέπει να συμβουλευόμαστε την πρεσβεία οποιασδήποτε μεγάλης δύναμης για κάθε απόφαση που παίρνουμε για εσωτερικά και διεθνή θέματα; Δε σκεφτόμαστε να ανακατανείμουμε τον πλούτο εκείνων που έχουν πάρα πολλά για να δώσουμε σ’ εκείνους που δεν έχουν τίποτα; Δε σκεφτόμαστε εδώ να προσφέρουμε δημιουργικό έργο, μια δυναμική καθημερινή πηγή ευτυχίας; Αν ναι, τότε έχουμε ήδη τους στόχους στους οποίους αναφερθήκαμε…

Σε καιρούς μεγάλου κίνδυνου, σε καιρούς μεγάλης έντασης και μεγάλης δημιουργίας, αυτό που έχει σημασία είναι ο μεγάλος εχθρός και οι μεγάλοι στόχοι. Αν συμφωνούμε, αν όλοι μας ξέρουμε ήδη πού πηγαίνουμε, τότε, ό,τι κι αν συμβεί, πρέπει να αρχίσουμε τη δουλειά μας. Σας έλεγα ότι για να είναι κανείς επαναστάτης πρέπει να υπάρχει επανάσταση. Την έχουμε ήδη. Κι ένας επαναστάτης πρέπει επίσης να γνωρίζει τους ανθρώπους με τους οποίους πρόκειται να δουλέψει .Πιστεύω ότι δε γνωρίζουμε ακόμα καλά ο ένας τον άλλο. Πιστεύω ότι έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας… [Ωστόσο] αν γνωρίζουμε τους στόχους, αν γνωρίζουμε τον εχθρό και αν γνωρίζουμε προς ποια κατεύθυνση πρέπει να κινηθούμε, τότε το μόνο που μας απομένει είναι να μάθουμε πόση απόσταση πρέπει να διανύουμε κάθε μέρα και να το κάνουμε. Κανένας δεν μπορεί να πει πόση είναι αυτή η απόσταση· η απόσταση αυτή είναι η προσωπική πορεία κάθε ανθρώπου – είναι αυτό που θακάνει κάθε μέρα, αυτό που θα κερδίζει από την προσωπική του εμπειρία και αυτό που θα δίνει απότον εαυτό του ασκώντας το επάγγελμα του, αφοσιωμένος στην ευημερία του λαού. Αν διαθέτουμε ήδη όλα τα στοιχεία για να βαδίσουμε προς το μέλλον, ας θυμηθούμε τη φράση του Χοσέ Μαρτί, την οποία πρέπει να εφαρμόζουμε διαρκώς: «Ο καλύτερος τρόπος να πεις κάτι είναι νατο κάνεις».
Ας βαδίσουμε λοιπόν προς το μέλλον της Κούβας.

Πηγή: Ημερολόγια Μοτοσικλέτας, Latinoamericana, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, 2004.

Η γη ξέρει να περιμένει-Eduardo Galeano


Το 2009 η Τουρκία έδωσε πίσω στον Ναζίμ Χικμέτ την ιθαγένειά που του είχε αφαιρέσει, αναγνωρίζοντας επιτέλους ότι ο πιο αγαπητός και μισητός ποιητής στη χώρα ήταν Τούρκος.

Ο ίδιος δεν έτυχε να πληροφορηθεί τα καλά μαντάτα: είχε πεθάνει μισό αιώνα νωρίτερα, στην εξορία, όπου είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.

Η γη του τον περίμενε, παρότι τα βιβλία του ήταν απαγορευμένα, όπως άλλωστε και ο ίδιος. Ο εξόριστος ήθελε να επιστρέψει γιατί:

Μου απομένουν ακόμα να κάνω κάποια πράγματα. Συναντήθηκα με τα άστρα, αλλά δεν πρόφτασα:
-να τα μετρήσω. 
-Έβγαλα νερό από το πηγάδι, αλλά δεν πρόφτασα να το προσφέρω.

Δεν πρόφτασε να επιστρέψει.

Από το βιβλίο ''Οι μέρες αφηγούνται'' του Eduardo Galeano, εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ, Οκτώβριος 2012

Να γίνουμε "οι επικίνδυνοι"


Aπαγορεύομεν διότι... 
«είναι δυνατόν να δημιουργηθεί σοβαρός κίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια!», διότι «σύμφωνα με τις εξαγγελίες των διοργανωτών και τις πληροφορίες των υπηρεσιών επιδιώκουν να εκφράσουν την αντίθεσή τους» στην ελληνική προεδρία και τέλος διότι ο «κίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αλλιώς, λόγω της εκτιμώμενης συμμετοχής μεγάλου αριθμού πολιτών σε αυτές»!

...μάλιστα διαθέτομεν και έτοιμο κατηγορητήριο δια όσους συλληφθούν προσερχόμενοι εις το σημείον της συγκεντρώσεως.

Αντίσταση κατά της Αρχής
Επικίνδυνες σωματικές βλάβες
Απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση
Κατοχή, μεταφορά και χρήση εκρηκτικών
Εμπρησμός από πρόθεση
Προκληση υλικών βλαβών εις τρίτους
Συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση
Συμμετοχή και παρότρυνση σε έκνομες ενέργειες
Παράβαση του νόμου 3772/2009 (κουκουλονόμος)Παράβαση του άρθρου 170 του Ποινικού Κώδικα (αδίκημα της στάσης), κ.α.


και επειδή δικάζονται προθέσεις με υποθέσεις φασίζουσας λογικής εγώ θα πάω στη διαδήλωση.


Εκδήλωση: «Αντίσταση στην Παγκόσμια Βιομηχανία Σπόρων - Έλεγχος Σπόρων = Έλεγχος Τροφής»


Έλεγχος Σπόρων = Έλεγχος Τροφής

Η νέα χρονιά μας βρίσκει μπροστά σε μια σημαντική εκδήλωση-ανοικτή συζήτηση, που αφορά τους σπόρους και τον έλεγχο της τροφής μας. Με τη συμμετοχή των: Αυτοδιαχειριζόμενος Αγρός στο Ελληνικό, Βοτανικός Κήπος Πετρούπολης, Πελίτι, Δρυάδες, Ο Κήπος της Αφθονίας, ΒΙΟ.ΖΩ, Εναλλακτική Δράση για Ποιότητα Ζωής και του Συλλόγου Βιοκαλλιεργητών Αγορών Αττικής διοργανώνεται ανοικτή συζήτηση με τίτλο: 

«Αντίσταση στην Παγκόσμια Βιομηχανία Σπόρων - Έλεγχος Σπόρων = Έλεγχος Τροφής»

Η εκδήλωση θα φιλοξενηθεί στο Πολιτιστικό Κέντρο Ελληνικού (πρ. Αμερικάνικη Βάση, σταθμός Μετρό «Ελληνικό»), το Σάββατο 11 Ιανουαρίου, στις 18.00. 

Την εκδήλωση υποστηρίζουν ο Δήμος Ελληνικού-Αργυρούπολης και οι συλλογικότητες: «Υπόστεγο», «Βλαστός» και «Λαγούμι».

Στο πολύ ενδιαφέρον πρόγραμμα περιλαμβάνονται 8 εισηγήσεις σχετικές με το θέμα των σπόρων, ενώ θα προβληθεί και το ντοκιμαντέρ «Εν αρχή ην ο σπόρος».

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ

· Έναρξη Προβολή Ντοκιμαντέρ «Εν αρχή ην ο Σπόρος» , του Christophe Guyon, για την σημασία των παραδοσιακών σπόρων
· ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΖΟΜΕΝΟΣ ΑΓΡΟΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ «Η αξία του παραδοσιακού σπόρου»
· ΠΕΛΙΤΙ «Ευρωπαϊκή Νομοθεσία και Σπόροι»
· ΒΙΟ.ΖΩ «Οι φυσικοί σπόροι – Δύναμη για τον καταναλωτή»
· ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΒΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ ΑΤΤΙΚΗΣ «Βιοκαλλιέργεια και παραδοσιακοί σπόροι»
· ΔΡΥΑΔΕΣ «Το δίκτυο ‘Δρυάδες’ και η δράση του»
· ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΓΙΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ «Από τον σπόρο στην οικολογική συνείδηση. Η περιβαλλοντική δράση του 5ου Γυμνασίου Γλυφάδας»
· ΒΟΤΑΝΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ – Ομάδα ‘Γυάλινο’: «Τέσσερα χρόνια δράσης, ευαισθητοποίησης και διάδοσης των παραδοσιακών σπόρων ‘από τα κάτω’»
· Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΑΦΘΟΝΙΑΣ «Σπουδαία τα λάχανα…;! Μια ματιά στον συμπονετικό και αυτορρυθμιστικό κόσμο των φυτών»

Κλείσιμο: Μοίρασμα Παραδοσιακών Σπόρων

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Κώστα Λάμπου: Η Κομμούνα της Θεσσαλονίκης (1342-1350)

το βρήκαμε εδώ 

«Δεν έχει σημασία που ο πατριωτισμός είναι τόσο συχνά καταφύγιο για αχρείους. Η διαφωνία, η εξέγερση και ένας γενικός χαλασμός του κόσμου παραμένουν 
τα πραγματικά καθήκοντα των πατριωτών». Μπάρμπαρα Έρενράϊχ

Στο ύστερο Βυζάντιο παρατηρείται μια σταδιακή μετακίνηση της εξουσίας από τον αυτοκράτορα προς τους μεγαλοφεουδάρχες, οι οποίοι συνδύαζαν την υποστήριξή τους προς τον αυτοκράτορα με αντάλλαγμα την παραχώρηση μεγάλων εκτάσεων κρατικής γης, πράγμα που άλλαξε ριζικά τις σχέσεις ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης της γης, οπότε και “ο οικονομικός δεσμός κράτους και χωρικών αντικαθίσταται από το δεσμό γαιοκτήμονα και χωρικών”, με συνέπεια οι γαιοκτήμονες “να στερούν από τους φτωχούς ακόμα και τον Ήλιο”[3].

Το Βυζάντιο, δομημένο όπως είναι πάνω στον σκοταδισμό της λεγόμενης ορθοδοξίας, της πιο σκληρής δουλοπαροικίας ασιατικού τύπου[4] και της απόλυτης πνευματικής στειρότητας, σπαράσσεται από «βυζαντινά πραξικοπήματα», θρησκευτικές συγκρούσεις μεταξύ «ορθόδοξων» και αιρετικών, μεταξύ «ησυχαστών» και «ζηλωτών», μεταξύ αυτοκρατορικών και αντιαυτοκρατορικών. Σε τελική ανάλυση, σπαράσσεται από ασταμάτητες συγκρούσεις μεταξύ των ευγενών μεγαλογαιοκτημόνων και του εκκλησιαστικού ιερατείου που ασκούν την εξουσία από τη μια μεριά και των εξαθλιωμένων δουλοπάροικων της υπαίθρου και των ναυτικών, των εμπόρων και των τεχνιτών που αποδεκατίζονται από την πείνα, στην οποία τους καταδικάζει η τάξη των αριστοκρατών μεγαλογαιοκτημόνων από την άλλη.

Και, βέβαια, στο πλαίσιο αυτών των κοινωνικών συγκρούσεων λαβαίνουν χώρα και συγκρούσεις μεταξύ των αντίπαλων ομάδων για τη νομή της εξουσίας, αλλά αυτό, ως δευτερεύουσα αντίθεση, δεν αναιρεί την πρωταρχική κοινωνική αντίθεση μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων. Τα φορολογικά πλιάτσικα που τους επιβάλλει η κεντρική και η τοπική εξουσία, καθώς επίσης και οι ατέλειωτες πολεμικές και εμφυλιοπολεμικές περιπέτειες, οδηγούν, εδώ κι εκεί, τα φτωχά κοινωνικά στρώματα σε σπασμωδικές περιοδικές αγροτικές εξεγέρσεις, οι οποίες κατά κανόνα πνίγονται στο αίμα των εξεγερμένων. Από τον 13ο και τον 14ο αιώνα, όμως, οι συγκρούσεις αποκτούν έντονο κοινωνικό περιεχόμενο και η ιδέα “ότι η γη αποτελεί κοινό κτήμα και πρέπει να αφαιρεθεί από τους γαιοκτήμονες και την εκκλησία και να μοιραστεί στους αγρότες”[5] γίνεται αίτημα όλων των αγροτικών εξεγέρσεων.

Στις αρχές της δεκαετίας 1340 ο Ιωάννης Καντακουζηνός, που εποφθαλμιά τον αυτοκρατορικό θρόνο, συγκρούεται με την αυτοκρατορική φάρα των Παλαιολόγων. Η μερίδα του ιερατείου που έμεινε στην ιστορία γνωστή ως «Ησυχαστές»[6] συγκρούεται με τους «Ζηλωτές»[7], ένα λαϊκοθρησκευτικό κίνημα που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη μεγάλη πόλη του Βυζαντίου και τη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη των Βαλκανίων. Το Κίνημα των Ζηλωτών αντιμετώπιζε με καχυποψία τη συνεργασία του μεγάλου εξουσιαστικού ιερατείου με την αριστοκρατική φεουδαρχία και ζητούσε τον χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος. Η μεγάλη φτώχεια τόσο στις μεγάλες πόλεις όσο και στην ενδοχώρα του Βυζαντίου, σε συνδυασμό με τις ατέλειωτες βυζαντινές ίντριγκες και τις εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις μεταξύ φατριών του ιερατείου αλλά και μεταξύ των διεκδικητών του αυτοκρατορικού θρόνου, συνέβαλαν στη μετεξέλιξη των Ζηλωτών σε πλατύ κοινωνικό κίνημα. Αυτό το κίνημα “είχε μεγάλη απήχηση στο Δήμο”[8], όπως αποκαλούν όλες οι πηγές της εποχής τα φτωχά λαϊκά στρώματα, και έβαλε στόχο του την αλλαγή του κοινωνικού συστήματος του Βυζαντίου[9].

Στη μετεξέλιξη αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο η διδασκαλία και η πολιτική δραστηριότητα του ‘Βαρλαάμ από την Καλαβρία’[10], που εκείνη την περίοδο δίδασκε στη Θεσσαλονίκη και ασκούσε μεγάλη επιρροή στα φτωχά λαϊκά στρώματα αλλά και στη διανόηση της Θεσσαλονίκης, η οποία, Θεσσαλονίκη, την ίδια περίοδο, αριθμούσε πάνω από διακόσιες χιλιάδες πληθυσμό. Ιδιαίτερο ρόλο φαίνεται να έπαιξε η διαμάχη του Βαρλαάμ με τους Ησυχαστές και τον αρχιεπίσκοπο Γρηγόριο Παλαμά, υποτίθεται γύρω από ‘θεολογικά θέματα’, τα οποία στην ουσία ήταν αντικατοπτρισμός των οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων και αντιθέσεων.

Το 1341 στην Αδριανούπολη και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας και Θράκης σημειώθηκαν πολλές αγροτικές εξεγέρσεις και ταραχές εναντίον της τοπικής αριστοκρατίας, αλλά και της κεντρικής εξουσίας της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τον Οκτώβρη του 1341 ο Καντακουζηνός ανακηρύχθηκε από τον στρατό βασιλέας στο Διδυμότειχο και σε αντιπερισπασμό, τον Νοέμβριο, ο Ιωάννης Παλαιολόγος στέφθηκε αυτοκράτορας στην Πόλη από τον Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα. Στη συνέχεια ο Καντακουζηνός αμφισβητεί τον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο και έτσι ξέσπασε ο γνωστός στην ιστορία ως ‘2ος εμφύλιος πόλεμος της βυζαντινής αυτοκρατορίας’. Την άνοιξη του 1342 ο Ιωάννης Καντακουζηνός, ο κατ’ εξοχήν εκφραστής των συμφερόντων της αριστοκρατίας και των μεγαλογαιοκτημόνων, καταλαμβάνει με τη βοήθεια Σλάβων τη Θεσσαλονίκη με αποτέλεσμα την εξέγερση των Ζηλωτών, οι οποίοι θέλησαν να εκμεταλλευτούν την εμφύλια σύγκρουση των εξουσιαστικών φατριών του Βυζαντίου με στόχο την αυτονομία τους και την ανατροπή της φεουδαρχίας.

Οι Ζηλωτές καταλαμβάνουν την εξουσία και ανακηρύσσουν την «Ανεξάρτητη Δημοκρατία της Θεσσαλονίκης», απαιτώντας την αυτονομία της και το δικαίωμα άσκησης ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Ο αυτοκράτορας με τη σειρά του προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την αντίθεση των Ζηλωτών με τον Καντακουζηνό για να αποδυναμώσει τον Καντακουζηνό, αλλά και για να εξασθενήσουν και οι δυο αντίπαλοί του, τηρεί ουδετερότητα απέναντι στην εξέγερση των Ζηλωτών.

Το κίνημα των Ζηλωτών διέφερε από τα άλλα κινήματα τα αγροτικά ή τα θρησκευτικά, από το γεγονός πως αυτό είχε κοσμοθεωρητικές απόψεις και πολιτικές θέσεις που δεν περιορίζονταν στην προσωρινή ανακούφιση των κολλήγων, αλλά ξεπερνούσαν τους θεσμούς και τις δομές του βυζαντινού φεουδαρχικού συστήματος. Ο θεολόγος καθηγητής του πανεπιστημίου Αθήνας, Γεώργιος Μεταλληνός, γράφει[11] ότι το κίνημα των Ζηλωτών «ήταν καθαρά πολιτικοποιημένη παράταξη, με σαφή κοινωνικά κίνητρα και αιτήματα κατά των πλουσίων γαιοκτημόνων και υπέρ των πενομένων και καταπιεζομένων… Είναι, πράγματι, σαφές, παρά τη σύγχυση των πηγών, ότι οι Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης…συνδέονταν με τους ναυτικούς («παραθαλασσίους»), μια γνωστή συντεχνία… Η συνεργασία Ζηλωτών-ναυτών οφειλόταν προφανώς σε σύμπτωση συμφερόντων. Σε άλλες πόλεις στη συνεργασία αυτή συμμετείχαν και έμποροι… Οι Ζηλωτές ταυτίσθηκαν με το λαό και εξέφραζαν τα αιτήματα των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων, εν μέρει δε συνέπιπταν και με το στρατό.»[12].

Και συμπληρώνει πως «ο Λαός βρήκε την ευκαιρία να διαδηλώσει τα αντιαριστοκρατικά ή και αντιπλουτοκρατικά φρονήματά του λόγω της καταπιέσεως που υφίστατο και της οικονομικής του εξαθλιώσεως. Με τη στάση των Ζηλωτών συνδέθηκαν οραματισμοί για ριζική κοινωνική αλλαγή, οικονομική αναβάθμιση και κοινωνική αναδιάρθρωση. Πρόκειται, όπως βεβαιώνουν τα πράγματα, για έκρηξη πρωτοχριστιανικής κοινοκτημοσύνης ή έστω κοινοχρησίας, εναντίον της αυξάνουσας κοινωνικής ανισότητας και αδικίας, λόγω της συγκεντρώσεως γης και πλούτου στα χέρια των ολίγων»[13], για να καταλήξει: «Η στάση από τη Θεσσαλονίκη επεκτάθηκε και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας ως την Τραπεζούντα. Αυτό σημαίνει, ότι το κοινωνικό κλίμα της Θεσσαλονίκης ήταν καθολικότερο φαινόμενο. Και αυτό επιβεβαιώνεται από πολλές μαρτυρίες. Η αντίδραση επικεντρωνόταν στο πρόσωπο του Ι. Καντακουζηνού και την αριστοκρατία»[14].

Το ίδιο βεβαιώνει και ο καθηγητής της ιστορίας Κωνσταντίνος Χατζόπουλος: «Η εξέγερση απλώθηκε σε πολλές πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης (Αδριανούπολη, Φέρρες, Ηράκλεια κ.ά.) και είχε πολύ έντονο κοινωνικό χαρακτήρα. Ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη μεγάλη πόλη της αυτοκρατορίας και το σημαντικότερο οικονομικό κέντρο της Βαλκανικής, ο λαός με επικεφαλής τους Ζηλωτές κατάφερε να ανατρέψει τους ευγενείς και να πάρει την εξουσία στα χέρια του. Έτσι, για μια σχεδόν ολόκληρη δεκαετία (1341-1349) οι Ζηλωτές έθεσαν την πόλη κάτω από τον απόλυτο έλεγχό τους και επιχείρησαν να εισαγάγουν πρωτοποριακές για την εποχή τους πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις»[15].

Πριν δούμε όμως τι έκαναν στην πολιτική πράξη, ας δούμε σε συντομία μερικές από τις βασικές πολιτικές απόψεις τους, όπως αυτές διατυπώνονται σε πολλές πηγές, για να κατανοήσουμε τον χαρακτήρα και τη σημασία αυτού του κινήματος των Ζηλωτών[16]:

-Είχε μια αντιαριστοκρατική και αντιπλουτοκρατική πολιτική αντίληψη.

-Διεκδικούσε μεταρρυθμίσεις στη βυζαντινή αυτοκρατορία, στα πλαίσια των οποίων επεδίωκαν την πολιτική αυτονομία και την ανεξαρτησία τους απέναντι στην κεντρική εξουσία.

-Υποστήριζε την ανάγκη για την προώθηση της παιδείας, τη διδασκαλία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και όλης της αρχαιοελληνικής Γραμματείας και του νέου ευρωπαϊκού πνεύματος.

-Ήρθε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τον δογματισμό των Ησυχαστών του Γρηγορίου Παλαμά, που εξυμνούσαν τον μοναχισμό, το αυστηρό πνεύμα και την υποταγή στην εξουσία των γαιοκτημόνων και του αυτοκράτορα.

-Υπερασπίζονταν τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους πρόσφυγες που έφταναν από κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας μαζικά στη Θεσσαλονίκη για να γλυτώσουν από τις εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις και την πείνα.

-Επεξεργάστηκε πολιτικό πρόγραμμα με συγκεκριμένες πολιτικές θεσμικών, οικονομικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων και

-Οργάνωσε πολιτικό Λαϊκό Κόμμα.

Όμως στη δημόσια ζωή και στη διαχείριση της κοινωνίας εκείνο που καταξιώνει τις κοσμοθεωρίες, τις ιδεολογίες, τις πολιτικές διακηρύξεις και τα κομματικά προγράμματα είναι η συμφωνία των διακηρύξεων με τα έργα. Ας δούμε τώρα τι έκανε το Κίνημα των Ζηλωτών στην «Ανεξάρτητη Δημοκρατία της Θεσσαλονίκης» και κατ’ άλλους στη «Λαϊκή Δημοκρατία της Θεσσαλονίκης» ή στην «Κομμούνα της Θεσσαλονίκης»[17], σύμφωνα με τις πληροφορίες από διάφορες πηγές που αναφέρονται σε αυτό το κεφάλαιο της ιστορίας[18]:

Οι Ζηλωτές συγκέντρωσαν όλες τις εξουσίες στα χέρια τους, προχώρησαν στη συγκρότηση Επαναστατικής Επιτροπής και σε άμεση αναδιοργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης, της Δικαιοσύνης, του στρατού και της εκκλησίας και ταυτόχρονα:
-Κατάργησαν την παλιά νομοθεσία και το παλιό νομικό σύστημα και δημιούργησαν νέους διοικητικούς θεσμούς.
-Πήραν μέτρα για την πνευματική ελευθερία, την ελευθερία του Λόγου και την ανεξιθρησκία.
-Κατάργησαν όλα τα προνόμια, το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας και δήμευσαν τις περιουσίες και τον πλούτο των ευγενών.
-Καθιέρωσαν την άμεση εκλογή από τον Λαό όλων των αξιωματούχων στα κυβερνητικά αξιώματα, στη Δικαιοσύνη, ακόμα και στα θρησκευτικά αξιώματα.
-Δημοτικοποίησαν τον πλούτο της εκκλησίας και των μοναστηριών και διαχώρισαν την εκκλησία από το κράτος.
-Καθιέρωσαν καθεστώς ισονομίας και ισοπολιτείας, ώστε όλοι οι πολίτες να είναι ίσοι απέναντι στον νόμο.
-Απελευθέρωσαν τους δουλοπάροικους και έδωσαν ίσα δικαιώματα στους ξένους.
-Δημιούργησαν ένα πρωτοφανές για τα δεδομένα της εποχής καθεστώς που προέβλεπε την άμεση, διαρκή και ενεργητική λαϊκή συμμετοχή στη διακυβέρνηση της πόλης κατά τα πρότυπα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.
-Ανακήρυξαν επίτιμο Πρόεδρο της «Ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Θεσσαλονίκης» τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο ο οποίος είχε ταχθεί με το μέρος των επαναστατών.

Η Κομμούνα των Ζηλωτών αντιμετώπισε νικηφόρα πολλές επιδρομές του αυτοκρατορικού στρατού που επέδραμε κάθε τόσο, πότε με τη βοήθεια των Σλάβων και πότε με τη βοήθεια των Τούρκων, κατά της Θεσσαλονίκης και άντεξε εννιά ολόκληρα χρόνια, από το 1342 μέχρι το 1350. Επειδή όμως η ανεξάρτητη παρουσία της άλλαζε σταδιακά τις συνειδήσεις των κολλήγων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων της αυτοκρατορίας, οι δύο «συμβασιλείς» πια, Καντακουζηνός και Παλαιολόγος, τέθηκαν επικεφαλής μεγάλων δυνάμεων του αυτοκρατορικού στρατού συνεπικουρούμενου από σώμα είκοσι χιλιάδων ανδρών του τούρκικου στρατού και πολιόρκησαν τη Θεσσαλονίκη. Η άμυνα της Θεσσαλονίκης εξαντλήθηκε μετά από σκληρές μάχες, οπότε οι αυτοκρατορικές δυνάμεις κατάσφαξαν τον πληθυσμό και κατάστρεψαν την πόλη και την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης.

Είναι γνωστό πως τελικά την ιστορία δεν την γράφουν οι ιστοριογράφοι, αλλά οι νικητές που γράφουν ή σβήνουν τις πηγές και τα γεγονότα, όπως έκαναν ο Καντακουζηνός και ο μεγαλογαιοκτήμονας Γρηγοράς. Πολλοί προσπαθούν να υποβαθμίσουν ακόμα και να συκοφαντήσουν[19] το μεγάλο αυτό ιστορικό γεγονός και το πολύ σημαντικό, για τότε και για τώρα, κοινωνικό επίτευγμα. Προφανώς γιατί είχε ένα παλλαϊκό χαρακτήρα στον οποίο συμμετείχαν όλα τα λαϊκά στρώματα, ναυτεργάτες, αγρότες βιοτέχνες, έμποροι, διανοούμενοι, ακόμα και τμήματα του κλήρου και του αυτοκρατορικού στρατού, πράγμα που προσδίδει τεράστιο κοινωνικό βάθος στην Κομμούνα των Ζηλωτών, τροφοδότη των απελευθερωτικών οραμάτων της εργαζόμενης ανθρωπότητας για εφτακόσια χρόνια. Από αυτή την οπτική γωνία μπορούμε να πούμε πως η Κομμούνα της Θεσσαλονίκης δεν ηττήθηκε ποτέ.

Ηττήθηκε όμως για μια ακόμα φορά ο αγωνιζόμενος να αναγεννηθεί ελληνισμός, γιατί οι βυζαντινοί αυτοκράτορες και η τάξη των ‘ευγενών’ μεγαλογαιοκτημόνων έμαθαν στους Σλάβους και στους Τούρκους τον δρόμο προς την Ελλάδα και τον τρόπο να καταπνίγουν τα εθνικά και κοινωνικά απελευθερωτικά λαϊκά κινήματα και τις προοδευτικές ιδέες. Η μετέπειτα πορεία των πραγμάτων, ως διαμάχη μεταξύ «ενωτικών και ανθενωτικών», μεταξύ της ‘Τιάρας και του Σαρικίου’, όχι μόνο δεν γλύτωσε τους αυτοκράτορες και τους ευγενείς από το σπαθί του Μωάμεθ του Πορθητή, αλλά γύρισε και το τιμόνι της ιστορίας σε πορεία κατά του ελληνισμού, αλλά και κατά της αστικής μετεξέλιξης της περιοχής των Βαλκανίων και κατ’ επέκταση σε βάρος της Ευρώπης, της ανθρωπότητας και του πολιτισμού της. Οι ανάγκες και οι δυνατότητες της ανθρωπότητας, και κύρια της Ευρώπης, για μια ακόμα φορά αλλάζουν την πορεία της ιστορίας, στρέφοντας τη ρότα προς την Ινδία από τη Δύση για να καταλήξουν στην ανακάλυψη του πλούτου του Νέου Κόσμου, με αποτέλεσμα τη γενοκτονία των αυτόχθονων πληθυσμών και την καταστροφή των πολιτισμών της αμερικανικής ηπείρου.
————————————————————————————————————————— 
[1] Αφιέρωμα στα 670 χρόνια από την ανακήρυξη της Λαϊκής Κομμούνας της Θεσσαλονίκης.
[2] Απόσπασμα από το βιβλίο μου, Άμεση Δημοκρατία και Αταξική Κοινωνία. Η μεγάλη πορεία της ανθρωπότητας προς την κοινωνική ισότητα και τον Ουμανισμό, ΝΗΣΙΔΕΣ, Θεσσαλονίκη 2013.
[3] Τεμεκενίδης Γεώργιος Α., Η Επανάσταση των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη (1342-1349), Ζήτη, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 7 και 14.
[4] Η φεουδαρχία ασιατικού ή ανατολικού τύπου στηριζόταν στη συνεχή κατάκτηση εδαφών και στη συσσώρευση πλούτου μέσω της λεηλασίας και του κεφαλικού φόρου των υπηκόων, σε αντίθεση με τη φεουδαρχία δυτικού τύπου που στηριζόταν στην αγροτική παραγωγή.
[5] Τεμεκενίδης Γεώργιος Α., Η Επανάσταση των Ζηλωτών…, ό. π., σ. 14.
[6] «Οι Ησυχαστές απέρριπταν τις θεωρίες των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, κυρίως του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, σχετικά με τη δημιουργία του κόσμου και θεωρούσαν ως περιττή την μελέτη των έργων τους.», βλ. Χατζόπουλος Κωνσταντίνος, Επισκόπηση της Ιστορίας του Νέου ελληνισμού (1204-1821), εκδ. Εταιρείας Αξιοποίησης Περιουσίας Δ.Π.Θ.
[7] Τους είπαν Ζηλωτές, από την ονομασία των Ζηλωτών των πρωτοχριστιανικών χρόνων που οργάνωσαν επανάσταση εναντίον των Ρωμαίων. Οι Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης του 14ου αιώνα, κατά τον Θωμά Μαγίστρου, όπως μας πληροφορεί ο Κορδάτος, ήταν γνωστοί και ως «Φίλοι του Λαού». Βλ. Κορδάτος Γιάννης, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, ό. π., τόμ. 8ος, σ. 245-277. Βλ. επίσης Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμ. 10ος, σ. 60-61 και Εγκυκλοπαίδεια Υδρία, εκδ. Αξιωτέλη, Αθήνα 1987, τόμ. 5ος.
[8] Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να διαπιστώνει κανείς πως περισσότερα από 1800 χρόνια μετά την αθηναϊκή δημοκρατία, το κράτος του Δήμου, ένας άλλος Δήμος (με την ίδια ακριβώς έννοια και τον ίδιο ακριβώς όρο), αυτός της βυζαντινής Θεσσαλονίκης, επαναλαμβάνει το ίδιο «πείραμα» κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες. Κι επειδή η γλώσσα είναι κώδικας πολιτισμού, τότε αυτή η συνέχεια έχει τη σημασία της, βλ. σχετικά, Κορδάτος Γιάννης, Η Κομμούνα της Θεσσαλονίκης, Συλλογή, Αθήνα 2009, σ. 9 και 51 κ.ε.
[9] Βλ. Κορδάτος Γιάννης, Μεγάλη Ιστορία, ό. π. και Εγκυκλοπαίδεια Δομή, ό. π.
[10] Ο Βαρλαάμ (1290-1350) ήταν Έλληνας λόγιος από τη ‘Μεγάλη Ελλάδα’. Σπούδασε στη Ρώμη μαθηματικά, φιλοσοφία, αστρονομία και θεολογία. Διετέλεσε καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας και φιλοσοφίας στην Κάτω Ιταλία και υπήρξε δάσκαλος του μεγάλου ιταλού ουμανιστή ποιητή Πετράρχη. Κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα και έγινε καθηγητής στο εκεί πανεπιστήμιο, όπου ήρθε σε ρήξη με το ιερατείο των «Ησυχαστών» και τον αρχιεπίσκοπο Γρηγόριο Παλαμά. Αργότερα εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου και ίδρυσε δική του σχολή με πολλούς μαθητές. Ήταν ενθουσιώδης υποστηρικτής της αναβίωσης και της διδασκαλίας της πλατωνικής και αριστοτελικής φιλοσοφίας. Θεωρείται πρόδρομος του Ουμανισμού και του Διαφωτισμού. Βλ. Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμ. 4. Βλ. επίσης, Μεταλληνός Γεώργιος, Ησυχαστές και Ζηλωτές. Πνευματική ακμή και κοινωνική κρίση στον Βυζαντινό 14ο αιώνα. Ελληνισμός Μαχόμενος, εκδ. Τήνος, Αθήνα 1995.
[11] Σε αντίθεση με κάποιους που γράφουν για «τον οχλοκρατικό χαρακτήρα του κινήματος των Ζηλωτών», βλ. Κωτσιόπουλος Κωνσταντίνος, Το κίνημα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη 1342-1349. Ιστορική, θεολογική και κοινωνική διερεύνηση, Διδακτορική Διατριβή στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1995.
[12] Μεταλληνός Γεώργιος, Ησυχαστές και Ζηλωτές…, ό. π.
[13] Ό. π.
[14] Ό. π.
[15] Χατζόπουλος Κωνσταντίνος, Επισκόπηση της…, ό. π.
[16] «Ο Βαρλαάμ και οι οπαδοί του παρουσιάζονται συχνά ως ουμανιστές, πλατωνικοί και νομιναλιστές», Χατζόπουλος Κωνσταντίνος, Επισκόπηση της…, ό. π.
[17] Κορδάτος Γιάννης, Η Κομμούνα της Θεσσαλονίκης 1342-1349, ό. π., σ. 69 κ.ε. Βλ. επίσης Κορδάτος Γιάννης, Μεγάλη Ιστορία…, ό. π., και Εγκυκλοπαίδεια Υδρία, τόμ. 5ος, σ. 1435-1436.
[18] Τεμεκενίδης Γεώργιος Α., Η Επανάσταση των Ζηλωτών…, ό. π., σ. 48-50.
[19] «Ξοδεύουμε τα μοναστηριακά χρήματα για να φτιάξουμε τα χαλασμένα σπίτια των αγροτών και των φτωχών, για να τους στεγάσουμε, για να τους δώσουμε τα μέσα να καλλιεργήσουν τα χωράφια και τα αμπέλια τους και γενικά με τον ίδιο τρόπο να συντηρούμε εκείνους που αγωνίζονται με τα όπλα για να μη γίνουμε όλοι σκλάβοι… Τούτη η Πολιτεία στηρίζεται στην ισότητα και τη δικαιοσύνη και στην ευσέβεια… και επιζητεί σύμφωνα με τους νόμους που θεσπίσαμε να κρατάει όσα απόκτησε, καλύτερα και από την Πολιτεία του Πλάτωνα», απαντούσαν οι Ζηλωτές στους συκοφάντες τους, σύμφωνα με κάποιο χειρόγραφο που σώθηκε. Βλ. Κορδάτος Γιάννης, Μεγάλη Ιστορία…, ό. π., σ. 265 και 266.

Σημείωση διαχειριστή: θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε και στο κίνημα των Βογομίλων του οποίου η ευρύτατη διάδοση στην περιοχή των Βαλκανίων ενθάρρυνε αλλά και επηρέασε το κίνημα των Ζηλωτών.

Αργύρης Χιόνης: Μια πέτρα που δεν είχε τίποτα να χάσει…


...μέχρι που ανακάλυψε έναν καινούργιο κόσμο και τον έχασε.
το βρήκαμε εδώ http://tokoskino.wordpress.com/
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ,
στη μέση ενός χωματόδρομου, τότε πού υπήρχανε ακόμα χωματόδρομοι, ζούσε μια πέτρα. Μάνα, πατέρα δεν γνώρισε κι ούτε ήξερε πότε γεννήθηκε. Οι πέτρες, όπως ξέρετε, ζούνε τόσα πολλά χρόνια, που ξεχνούν την ηλικία τους. Πολλές απ’ αυτές μάλιστα είναι τόσο αρχαίες όσο κι η πέτρινη εποχή, αν έχετε ακουστά. Μια πέτρα όμως, ακόμα κι αν είναι τόσο αρχαία, μπορεί να είναι ασήμαντη. Ή, για να το πω καλύτερα, όλες οι πέτρες είναι ασήμαντες, έκτος από εκείνες που γινήκανε αγάλματα ή ναοί ή από εκείνες που τις λεν λίθους, πολύτιμους και που τις κρύβουν μέσα σε κουτιά από σίδερο.

H δική μας πέτρα ήταν εντελώς ασήμαντη-δεν άξιζε ούτε για να την κλοτσήσει κανείς. Μικρή κι ασουλούπωτη, δεν ήταν ούτε στρογγυλή ούτε τετράγωνη ούτε μακρόστενη. Το χρώμα της, ξέθωρο γκρίζο, την έκανε ακόμα πιο ασήμαντη, γιατί κι ο δρόμος είχε το ίδιο χρώμα και με δυσκολία την ξεχώριζες. Η ασημαντότητα της αυτή είχε βέβαια και τα καλά της. Ένα απ’ αυτά το ‘παμε κιόλας: κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να την κλοτσήσει. Εν’ άλλο ήταν ότι κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε με τη βαριά του να την κομματιάσει ή να τη μεταφέρει έξω απ’ το δρόμο, γιατί, έτσι μικρή που ήτανε, τόπο δεν έπιανε κι ο δρόμος έμενε ελεύθερος.

Ζούσε, λοιπόν, ειρηνικά την πέτρινη ζωή της, που ήταν βέβαια λίγο μονότονη, αλλά αυτό κα θόλου δεν την ενοχλούσε, γιατί, αφού δεν ήξερε τί δεν είναι μονοτονία, δεν ήξερε ούτε τί είναι. Μια μέρα όμως έμαθε.

Εκείνη τη σημαδιακή, για τη ζωή της πέτρας, μέρα, εν’ αγόρι, που ήθελε να σκοτώσει ένα σπουργίτι ή να σπάσει κάποιο γλόμπο και δεν έβρισκε άλλη πέτρα, πιο κατάλληλη, τη μάζεψε απ’ το δρόμο, την έβαλε στη σφεντόνα του και την τίναξε στον αέρα, ψηλά και μακριά. Ευτυχώς, επειδή ήταν ατζαμής, δεν πέτυχε τον στόχο του, πέτυχε όμως, δίχως να το ξέρει, ν’ αλλάξει τη ζωή της πέτρας. Δίχως να το ξέρει, της έδειξε πως δεν ήταν πλασμένη μόνο για να σέρνεται στον δρόμο, μα πώς μπορούσε και να πετάξει, κι ακόμη πώς ο δρόμος δεν ήτανε ο κόσμος όλος αλλά μονάχα ένα μέρος του, και μάλιστα όχι το πιο ωραίο, γιατί η πέτρα, όταν τέλειωσε το πέταγμά της, βρέθηκε μέσα σ’ έναν κήπο.

Ο κήπος αυτός, τώρα, αν και δεν ήτανε καθόλου μαγεμένος, όπως συμβαίνει συνήθως με τους κήπους των παραμυθιών, ήταν χαρά των ματιών να τον βλέπεις. Και τί δεν ήταν φυτεμένο εκεί!

Κρεμμύδια και ντομάτες και φασολάκια πράσινα κι αγγούρια, αλλά και λουλούδια, πολλά λουλούδια και διάφορα, γαρίφαλα και τριαντάφυλλα (τριαντάφυλλα και εκατόφυλλα) και κρίνα και βιολέτες και ντάλιες και γεράνια, πολλά γεράνια. Άσε πια τα μυριστικά, βασιλικούς και δυόσμους κι αρμπαρόριζες και δεντρολιβανιές και μαντζουράνες. Μ’ άλλα λόγια, ό κήπος ήταν κήπος κι όχι ποδοσφαιρικό γήπεδο, όπως εκείνοι οι κήποι με το κουρεμένο σύρριζα γρασίδι.

Φανταστείτε τώρα το ξάφνιασμα της πετρούλας, πρώτα απ’ το ταξίδι της στον αέρα κι ύστερα απ’ τον καινούργιο αυτόν κόσμο, πού τόσο ξαφνικά ανακάλυψε. Όσο για το πέσιμο της, αυτό δεν είχε διόλου άσχημες συνέπειες, γιατί, όπως οι πέτρες δεν έχουν ούτε χέρια ούτε πόδια ούτε κεφάλι, δεν κινδυνεύουνε να σπάσουν τίποτε πέφτοντας στο χώμα, όταν μάλιστα αυτό είναι το αφράτο χώμα ενός κήπου.

Το μεγάλο ξάφνιασμα της κράτησε βέβαια πολύ λίγο, όσο βρισκότανε ακόμη στον αέρα, πάνω απ’ τον κήπο, γιατί μόνο από κει μπόρεσε να δει όλο το θαύμα πού απλωνόταν από κάτω της. Απ’ τη στιγμή πού βρέθηκε στο χώμα και μετά, μπορούσε να βλέπει μόνο ό,τι βρισκότανε πολύ κοντά της, δηλαδή μια ντοματιά, μια γαριφαλιά και δυο ρίζες βασιλικό. Σιγά σιγά όμως γνώρισε κι άλλα πράματα, σπουδαία, πού ποτέ πριν δεν είχε φανταστεί την ύπαρξη τους. Γνώρισε τις μέλισσες και το ατέλειωτο παιχνίδι τους μέ τον ήλιο και τα λουλούδια, τα μακριά κοκκινοσκούληκα, που βγάζαν πότε πότε το κεφάλι έξω απ’ τις τρύπες τους για να δουν πώς παν τα πράγματα στο φώς, τα μερμήγκια, πού σκαρφάλωναν πάνω της αγκομαχώντας, κουβαλώντας τεράστια ψίχουλα, κάτι περίεργα μυγιάγγιχτα ζουζούνια, πού, στο παραμικρό άγγιγμα, μαζεύονταν και γίνονταν μικρά σκληρά μπαλάκια…

Η πετρούλα πέρασ’ εκεί μιαν άνοιξη κι ένα καλοκαίρι, και στις αρχές του φθινοπώρου, με τα πρωτοβρόχια, ανακάλυψε με χαρμόσυνη ανατριχίλα, πού έφτανε ως τα βάθη της πέτρινης καρδίας της, ότι είχε αρχίσει ν’ αλλάζει χρώμα και, από γκρίζα κι αναιμική πού ήτανε, ν’ αποκτά μια πρασινωπή, όλο υγεία όψη. Ή χαρά της όμως αυτή δεν κράτησε πολύ. Ένα φθινοπωριάτικο απογευματάκι, από κείνα πού ή γλύκα τους μεθάει τα χρυσάνθεμα και τα κάνει να θέλουν ν’ αποχωριστούν τις ρίζες τους και να πετάξουνε στον ουρανό σαν χρυσορρόδινα συννεφάκια, ένα τέτοιο λοιπόν απογευματάκι, ενώ ήταν απορροφημένη απ’ τον αγώνα ενός μερμηγκιού πού προσπαθούσε να σηκώσει ένα σποράκι, ένιωσε μια δύναμη να τη σηκώνει σαν πούπουλο στον αέρα. Πριν καταλάβει καλά καλά τί της γινότανε, πριν ακούσει καν τον κηπουρό να μουρμουρίζει "μπα, μια πέτρα!", βρέθηκε να κάνει τη δεύτερη πτήση στη ζωή της και, περνώντας πάνω απ’ τη μάντρα του κήπου, να προσγειώνεται στο σκληρό γκρίζο δρόμο, απ’ τον όποιο νόμιζε πώς είχε φύγει πια για πάντα. Καταλαβαίνετε τώρα την απελπισία της” μετά από τόση ομορφιά πού είχε ζήσει, να ξαναβρεθεί στη μέση της ίδιας της παλιάς, μονότονης ασκήμιας…

Στην αρχή ήθελε να πεθάνει και προσευχόταν να περάσει από πάνω της ό τροχός κανενός οδοστρωτήρα και να την κάνει σκόνη. Αργότερα, όταν της πέρασε ή πρώτη, μεγάλη πίκρα, άρχισε να ονειρεύεται ότι θα ξαναπερνούσε από κει ό μικρός πρίγκιπας, ό πιτσιρίκος με τη σφεντόνα, κι ότι θα την ξαναπέταγε μες στον παράδεισο της.

Τα χρόνια όμως περνούσαν κι ό μικρός πρίγκιπας, πού στο μεταξύ έγινε ένας μεγάλος μπακάλης, ποτέ δεν ξαναπέρασε από κει. Η πέτρα, βέβαια, πού δεν ξέρει (κι ούτε θέλει να μάθει) από χρόνια, ηλικίες κι άλλα τέτοια, ποτέ δεν έπαψε, κι ούτε θα πάψει, να ονειρεύεται τον κήπο της, ακόμη και τώρα πού βρίσκεται θαμμένη κάτω από ένα παχύ στρώμα ασφάλτου κι ο παράδεισος της δόθηκε αντιπαροχή για πολυκατοικία.

Επιμύθιο I: Καλύτερα ν’ αποχτήσεις κάτι κι ας το χάσεις, παρά να μην αποχτήσεις ποτέ τίποτε.

Επιμύθιο II: Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες πού ονειρεύονται κήπους.

*Από το βιβλίο Αργυρης Χιόνης, Το οριζόντιο Ύψος, εκδ. Κίχλη 2009 (β΄εκδ)

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

La Grande Belezza di Dolce Vita (αναδημοσίευση)


από τον ΚΙΜΠΙ

 (Πεντάρφανο κείμενο Νο 3)
Πρωθυστερόγραφο: Τόσον καιρό δεν έχω αφήσει «ατάιστο» αυτό το μπλογκ. Δυο εβδομάδες παραπάει. Θα μού πεθάνει από ασιτία. Έστω κι ένα πεντάρφανο κείμενο το χρειάζεται. Τους λόγους της «ορφάνιας» τους εξήγησα στο πρώτο ορφανό κείμενο, αρχές Δεκέμβρη. Οι λόγοι παραμένουν, χάρη στην «ανάπτυξη που έρχεται» και στην επιχειρηματική ελίτ- αλήτ που ελέγχει τα ΜΜΕ της χώρας (ο Επενδυτής εκτός περιπτέρου, οι εργαζόμενοι απλήρωτα ζόμπι: ούτε άνεργοι, ούτε απολυμένοι, ούτε εργαζόμενοι. Άλλη ιστορία αυτό, θα εξηγηθεί άλλη φορά). Για το «ατάιστο» μπλογκ, λοιπόν: αναρωτήθηκα τι καλό μου συνέβη τις τελευταίες μέρες κι αξίζει μ’ αυτό ν’ αποχαιρετίσει κανείς το σιχτιρισμένο 2013 και να υποδεχτεί το χτικιάρικο 2014. Σκέφτηκα, σκέφτηκα και κατέληξα στον Σορεντίνο και στην «Τέλεια ομορφιά» του. Κι απ’ εκεί πρόκυψε το παρακάτω κείμενο.

******

Η Dolce Vita του Φελίνι πρωτοπροβλήθηκε τη χρονιά που γεννήθηκα. Εγώ την είδα πρώτη φορά με καθυστέρηση δεκαπέντε χρόνων, στην ακμή μιας εφηβείας που οι ορμόνες χτυπούσαν κατακέφαλα και η ανησυχία κατακούτελα. Την είδα από τότε κι άλλες φορές, αλλά η πρώτη φορά είναι πάντα πρώτη φορά: αξέχαστη. Θυμάμαι ξεκάθαρα λεπτομέρειες που είχαν μια περίεργη επίδραση στο συγκεχυμένο εφηβικό μου σύμπαν. Μα πιο πολύ θυμάμαι την τελευταία σκηνή. Ένα κοριτσίστικο πρόσωπο, καθαρό, αθώο, σαν αγγελούδι του Ραφαήλ ή του Μιχαήλ Άγγελου, με ένα χαμόγελο στα χείλη παρακολουθεί τον ήρωα της ταινίας Μαρτσέλο να απομακρύνεται, έπειτα από μια αποτυχημένη προσπάθεια να του θυμίσει, με παντομίμα και φωνές που τις παίρνει ο αέρας και τα κύματα της θάλασσας, την τυχαία συνάντηση και γνωριμία τους λίγες μέρες πριν, στην ταβέρνα του πατέρα της. Ο Μαρτσέλο αδυνατεί ή δεν θέλει να θυμηθεί, επιστρέφει στον στιλπνό και ματαιόδοξο κόσμο του, το κορίτσι του χαμογελά μ’ ένα μίγμα απογοήτευσης και συμπάθειας. Τέλος.

Αυτό το πλάνο της Dolce Vita ήταν ίσως το βασικό κίνητρο για να δω- με αρκετή καθυστέρηση- την ταινία του Σορεντίνο La Grande Bellezza. Είχα ήδη ακούσει και διαβάσει αρκετά για τον «διάλογο» της ταινίας με τον μακρινό πρόγονό της (η χρονική απόστασή τους αντιστοιχεί ακριβώς στην ηλικία μου, πράγμα αδιάφορο για οποιονδήποτε άλλο εκτός από μένα), κάτι που γίνεται εντελώς προφανές σε όποιον έχει συγκρατήσει στο μυαλό του το αδρό στόρι της ταινίας του Φελίνι. Ο δημοσιογράφος Μαρτσέλο του Φελίνι και ο δημοσιογράφος-συγγραφέας Τζεπ του Σορεντίνο μπορεί κανείς να πει ότι είναι πάνω κάτω το ίδιο πρόσωπο, με τις περίπου πέντε δεκαετίες που τους χωρίζουν και με την κυνική αυτογνωσία που έχει αποκτήσει ο δεύτερος, έχοντας πρωταγωνιστήσει για χρόνια στο ριάλιτι της παρακμής. Η διαφορά τους είναι ότι ο Τζεπ, ίσως σαν ηλικιωμένος Μαρτσέλο, έχοντας περιπλανηθεί για χρόνια ανάμεσα στα επιβλητικά ερείπια της Αιώνιας Πόλης, έχοντας δοκιμάσει όλες τις ηδονές που αυτή επιφυλάσσει για τους εκλεκτούς της ματαιόδοξης, κουρασμένης, κορεσμένης, ξεπεσμένης, αφελούς, αφασικής ελίτ, ανακαλύπτει την τέλεια ομορφιά που ανεπιτυχώς για χρόνια αναζητούσε επιστρέφοντας στο παρελθόν. Τη βρίσκει στο πρόσωπο μιας εικοσάχρονης, στο νεανικό της στήθος που του αποκαλύφθηκε , στο φιλί που δέχτηκαν τα χείλη του στα 18 του χρόνια, κάτω από ένα φάρο, στα βράχια μιας ακτής που ο Τζεπ εγκατέλειψε για την ατελή αιώνια ομορφιά της Ρώμης. Η Πάολα του Μαρτσέλο και η Ελίζα του Τζεπ είναι πάνω κάτω το ίδιο αισθητικό και ερωτικό αρχέτυπο, αλλά μόνο η γηραλέα ματιά του Τζεπ, ο θάνατος που έχει ήδη επέλθει (της Ελίζας) και αυτός που πλησιάζει (του Τζεπ, της αιώνιας πόλης, της Δύσης;) αποκαλύπτουν το παραγνωρισμένο μεγαλείο του.

Εισβάλλουμε σε ξένα νερά, κλέβουμε το μεροκάματο των κριτικών όσοι νιώθουμε την ανάγκη να γίνουμε «κριτικοί» μ’ αφορμή μια ταινία, αλλά η πρόθεση δεν είναι αυτή. Περισσότερο είναι η ανάγκη να μοιραστούμε την ειδική αισθητική και ιδεολογική επίδραση που έχει πάνω μας ένα καλλιτεχνικό έργο, πέρα από τους κώδικες της κριτικής. Παρακολουθώντας τις κάμερες του Σορεντίνο να κινούνται νωχελικά πάνω στα ογκώδη μνημεία της Ρώμης, να κυλούν στα ήρεμα νερά του Τίβερη, να τρυπώνουν στα «παλάτσα», στα μουσεία, στους μυστικούς κήπους των αγαλμάτων, στις πολυτελείς «ταράτσες» με θέα ο Κολοσσαίο, στα ολονύκτια πάρτι μιας αφρόκρεμας που αρνείται να αντιληφθεί ότι ο χρόνος της ευδαιμονίας της έχει προ πολλού παρέλθει, αναρωτιέσαι αν αυτό είναι ένας ύμνος ή ένα μνημόσυνο. Μνημόσυνο της Ρώμης, της Ιταλίας, της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και των διαδόχων της, ενδεχομένως ολόκληρου του δυτικού πολιτισμού του οποίου απαύγασμα υποτίθεται πως είναι η σημερινή Ευρώπη. Ο ναρκισισμός της ετερόκλητης ρωμαϊκής ελίτ, που στην ταινία του Σορεντίνο περιφέρεται σε μπερλουσκονικά πάρτι, σε ναούς του bottox και σε αυτοκρατορικά μνημεία, είναι ένας θανάσιμος ναρκισισμός. Τρεις θάνατοι οριοθετούν την ταινία: ο θάνατος της Ελίζας, του εφηβικού, ανολοκλήρωτου έρωτα του Τζεπ, η αυτοκτονία ενός νεαρού σχιζοφρενούς γόνου αριστοκρατικής οικογένειας, το τέλος μιας ώριμης στριπτιζέζ από κάποια ανίατη νόσο. Ούτε καν αυτοί οι θάνατοι μπορούν να λειτουργήσουν σαν ευεργετικό σοκ για να δώσουν ένα τέλος στην υπαρξιακή περιδίνηση του ήρωα της ταινίας. Παρά τα 53 χρόνια που μεσολάβησαν, ο Μαρτσέλο της Dolce Vita άλλαξε ελάχιστα. Τη θέση της αβάσταχτης ελαφρότητάς του πήρε απλώς ο αβάσταχτος κυνισμός του Τζεπ της Grande Belezza.

Τι θέλει να πει ο ποιητής; Δεν ξέρω αν ο Σορεντίνο ήθελε να μιλήσει απλώς για τη Ρώμη, την Ιταλία, τον Φελίνι, την παρακμή της ιθύνουσας τάξης στη χώρα του, την υποκρισία της διανόησης, την κρίση του γήρατος. Εγώ «διαβάζω» κι έναν πικρόχολο, καλαίσθητο, μακρύ αποχαιρετισμό σε όλη τη Δύση, σε όλη τη σύγχρονη Ευρώπη που στην πραγματικότητα γεννήθηκε εκεί, στις όχθες του Τιβερη, όχι στη σκιά της σκιά της Ακρόπολης όπως κάποιοι θέλουν να πιστεύουν. Η Ευρώπη είναι ο τελευταίος απόγονος μιας αυτοκρατορίας και το μνημείο που της ταιριάζει είναι το Κολοσσαίο, αυτό που βρίσκεται αντίκρυ στην ταράτσα του Τζεπ και υπενθυμίζει πως οι μακρινοί πρόγονοι των καλεσμένων του στα ολονύκτια πάρτι διασκέδαζαν με τις θανατηφόρες συγκρούσεις μονομάχων ή με τους κατασπαρασσόμενους από θηρία μελλοθάνατους. Η Ευρώπη μοστράρει τα επιβλητικά ρωμαϊκά και αυτοκρατορικά μνημεία της, τους περίτεχνους καθεδρικούς της, τα αρχιτεκτονικά της επιτεύγματα, τους εικαστικούς θησαυρούς της, τις κορυφώσεις της πνευματικής της παραγωγής και προσπαθεί με επιλεκτική μνήμη να κρύψει κάτω από το χαλί τα σκουπίδια της ιστορίας της: ποταμούς αίματος, γενοκτονίες, ανθρωπιστικά εγκλήματα, εθνικοί ανταγωνισμοί. Προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατηθεί στην κορυφή του κόσμου, υποδύεται ότι βρίσκεται στην ακμή της, κρύβει με τη νοσταλγία του λαμπερού παρελθόντος της το σκοτεινό της μέλλον. «Χαλαρώστε και απολαύστε το τέλος», είναι κατά κάποιο τρόπο το κυνικό μήνυμα του πρωταγωνιστή της Dolce Vita του 2013. Αυτός τουλάχιστον το έχει καταλάβει. Τα κωθώνια που οδηγούν το τρένο της Ευρώπης έχουν πάρει πρέφα τίποτα; Όχι. Πιάνονται ο ένας πίσω από τον άλλο και χοροπηδάνε σε μπιντάτους ρυθμούς με άψογο μπερλουσκονικό στυλ «μπούγκα- μπούγκα».

Η Ευρώπη μοιάζει με τα «τρενάκια» στα πάρτι του Τζεπ Καπαρντέλα, με θέα το Κολοσσαίο. «Δεν είναι ωραία τα τρενάκια που κάνουμε στα πάρτι μας; Είναι τα πιο ωραία τρενάκια του κόσμου γιατί δεν φτάνουν σε κανένα σταθμό».

Λίγη σκουριά στο απελπισμένο στόμα μου (αναδημοσίευση)



Παρκάρισα δίπλα στο κολυμβητήριο. Μυρωδιά από χλώριο με μια ιδέα φυκιάδας από το Σαρωνικό. Εκεί ακριβώς που φυλάγαμε σκοπιά κάποτε, στην πύλη της Ναυτικών Δοκίμων.
«Θυμάσαι ρε μαλάκα;»
«Θυμάμαι»
«Θυμάσαι εκείνο το βράδυ που έσερνα το χέρι μου κόντρα στον αδρό τοίχο μέχρι να ματώσει;»
«Θυμάμαι»
Ο ναύτης, που τώρα είχε βάρδια, σε τίποτα δεν θύμιζε τις προσωπογραφίες του Τσαρούχη. Ούτε καν εμάς. Ήταν ξινός και ασουλούπωτος μέσα στο φαρδύ παντελόνι και τον επενδύτη, παλιάτσος με το ζόρι.

Έβαλα κρασί στα ποτήρια και τον χτύπησα στην πλάτη, με το λιγδωμένο χέρι μου. Πριν καθάριζα τηγανητές γαρίδες.
«Στην υγεία σου. Το άξιζες ρε. Σου γάμησα και το ακριβό πουκάμισο.»
Γελάσαμε. Ο Αχιλλέας κι εγώ. Από το δημοτικό μαζί. Όταν ακόμα στις γειτονιές παίζαμε στη μέση του δρόμου ξεχτένιστοι, τάπες, μήλα και κυνηγητό. Ύστερα, μια ζωή παρέα. Πάντα μαζί. Έστριβα τη γωνία και με ρωτούσαν που είναι. Ήταν πιο κάτω, στο περίπτερο κι αγόραζε τσιγάρα, κρυφά. Αυτός πιο γρήγορος σε όλα, πιο συνεπής. Εγώ μια ιδέα κωλοπαιδαράς. Ή έτσι με βόλευε να πιστεύουν.

Από το βάθος του στενού δρόμου, εκείνου που η μπουγάδα του ενός χαιρετάει τις κιλότες της αντροχωρίστρας απέναντι, λες κι είμαστε στη Νάπολη, ή έτσι ακριβώς, ακουγόταν η Μοσχολιού. Τραγουδούσε τα Δειλινά. Καθώς έπλενα τα χέρια μου, στάθηκα παγωμένος για λίγο στον χτύπο του ρολογιού, πίστεψα ότι τον χάνω. Εγώ εδώ, εκείνος ένα τσικ πιο ψηλά. Σαν το καλοκαίρι που γυρίσαμε από το ναυτικό. Η Ελένη με το άσπρο φουστάνι. Ένα τίναγμα στο παρθένο καστανόξανθο μαλλί της και τον μάγκωσε για πάντα. Αχ, Ελένη.

Εκείνος παντρεμένος, εγώ στη γύρα. Ποτά, ξενύχτια, κωλόμπαρα, γκόμενες.
«Συμμαζέψου ρε μαλάκα. Για τη μάνα σου. Βρες ένα καλό κορίτσι.»
Ποτέ δεν γούσταρα τα καλά κορίτσια. Πάταγα στα άκρα. Είτε πουτάνα, εντελώς, του σχοινιού και του παλουκιού, λαϊκιά και μοιραία ταυτόχρονα, να μη ξέρεις ποιος μπαινοβγαίνει σπίτι της, ή της αριστερής διανόησης, λίγο ξιπασμένη, λίγο στο κόμμα, λίγο αγώνας, λίγο μεταμοντέρνα τέχνη, λίγο είσαι πολύ ρηχός για μένα.

Στην εταιρεία είχα ακούσει, συχνά πυκνά, κάτι γλοιώδη ανθρωπάκια να ψιθυρίζουν στις γωνίες:
«Ο Αχιλλέας έβαλε πλάτη να έρθει»
Η αλήθεια είναι ότι μίλησε για μένα, όχι ότι μου έλειπε πτυχίο ή γλώσσες ή εμπειρία. Εγώ ήμουν και Βιολόγος, είχα και μια σχέση με το αντικείμενο. Αυτοί που με έθαβαν, δεν είχαν κανένα χαρτί στο χέρι. Κομπλεξικά υπαλληλάκια με μπόνους, ταξίδια σε συνέδρια και κάνα μουνί, όλο τουπέ, στα νοσοκομεία, να τους κουνιέται. Τώρα που ο Αχιλλέας έγινε προϊστάμενος, κανείς δεν τόλμαγε να σχολιάσει τη συνεργασία μας. Τη φιλία μας. Τα βλέμματα πέταγαν στιλέτα, αλλά η γλώσσα έγλειφε, κρύβοντας με επιμέλεια, τα δόντια που διοχετεύουν δηλητήριο, όπως στα σωληνόγλυφα φίδια.

Οι μέρες πριν τις γιορτές έτρεχαν κατοστάρι. Να πιάσουμε τους στόχους, να πιάσουμε όλους τους στόχους. Το βράδυ έξω από τα γραφεία της εταιρείας, έστριβα ένα τσιγάρο, κοίταγα τον ουρανό, το φεγγάρι είχε στεφάνι, χιονιάς, θυμόμουν τον ψαρά παππού μου. Κούμπωνα το παλτό και πίσω σπίτι, τα μάτια μου πιο θολά από ανακατεμένο βυθό, το πουλί μου πεθαμένο, εκεί ανάμεσα στα σκέλια, κουλουριασμένο αδιάφορα. Καμιά διάθεση να γλεντήσω την κούραση. Αντίλαλος που σου τρυπάει το τύμπανο η φωνή του:
«Να πιάσουμε τους στόχους»

Ούτε που πρόσεξα την αλλαγή στο βλέμμα του, τη ματιά του αφεντικού που μας έπαιρνε τα μέτρα, όπως ο νεκροθάφτης. Ούτε που άκουσα το αρχικό τρέμουλο στη φωνή, στις συναντήσεις της Δευτέρας, έχουμε μείνει πίσω στους στόχους, τα κεντρικά μας πιέζουν, δεν τρέχετε αρκετά, τρέχουμε τώρα. Ούτε που θυμάμαι, πότε η φωνή αυτή σκλήρυνε και ήχησε στην γενική βουβαμάρα σα μαστίγιο που σκίζει τη σιωπή, δεν θα ανεχτώ άλλο αυτή την αδράνεια, την έλλειψη κινητοποίησης, την έλλειψη πρωτοβουλίας, δεν έχετε φιλοδοξία μέσα σας, δεν έχετε αίμα να κυλάει στις φλέβες σας, δεν ξέρω αν σας αξίζει να βρίσκεστε εδώ, γαμώ την πολυεθνική μου μέσα. Χτύπησε το χέρι πάνω στο καρυδένιο, πανάκριβο, χειροποίητο τραπέζι απ’ το Σαρίδη, μέσα στο μαυσωλείο των εταιρικών συναντήσεων. Ένα κρυστάλλινο ποτήρι έσκασε με φόρα στο πάτωμα κι έγινε χίλια κομμάτια. Στο μαυσωλείο οι πεθαμένοι κατάπιαν την φωνή τους. Τα μάτια μου καρφώθηκαν στο πρόσωπό του. Μπροστά μου είχα έναν ξένο άνθρωπο. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Ανάσαινα το λιγοστό οξυγόνο, προσπαθώντας να νιώσω τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου. Έπεφτα και έπεφτα από το Έβερεστ τουλάχιστον, εκεί δεν είναι που το οξυγόνο είναι αραιό; Έπεφτα στο απροσδιόριστο κενό μιας γκρίζας απαρχής. Ο χαρταετός στον πίνακα του Βασιλείου που κεντράριζα, μήπως με συνεφέρει, είχε κοπεί και βυθιζόταν, σε ένα απεγνωσμένο μακροβούτι, εκεί, μπροστά στα μάτια μου.

Παραμονή Χριστουγέννων, χωρίς προσκλήσεις ιδιαίτερες, για φαγητό και χαρτί, σπίτι του. Ανάμεσα σε ‘κείνον και μένα μια ηχηρή ανοικειότητα. Πως πάγωνα τη συμπεριφορά μου όταν ήθελα να χωρίσω σε μια σχέση που πέρναγα γενικά καλά; E κάπως έτσι. Δυο τρεις κουβέντες τυπικές περί ανέμων και υδάτων. Μικρές παύσεις που σου σφίγγουν το στομάχι. Στο τρίτο ουίσκι, μου είπε στο αυτί:
«Τώρα που έχεις άδεια, να πούμε δυο λόγια, οι δυο μας, εκτός γραφείου, όπως παλιά»
«Παίδες, κουράστηκα, την κάνω» είπα απότομα.
«Κάτσε ρε, είσαι καλά, που πας, χαλάς το παιχνίδι»
«Κουράστηκα, σώνει, πάω για ύπνο. Εμείς οι δύο, αύριο, Χριστούγεννα ανήμερα. Ελενίτσα καληνύχτα και καλή μας τύχη.»
Σήκωσα το ποτήρι κι ήπια δυο, τρεις γουλιές μαζεμένα. Πέταξα τα χαρτιά πάνω στην τσόχα. Ήταν άσσος, ρήγας, ντάμα, βαλές, δέκα, κούπα.

Το σούρουπο στο λιμανάκι, μπροστά στο ξωκλήσι του Αη Νικόλα στην Ηλεκτρική, είχα σούρει τα βήματα μου, βήματα κατάδικου, όχι εορταστικά, βήματα που σκόνταψαν στις πέτρες τα δετά ιταλικά μποτάκια μου. Βήματα πικρά, που δεν ξεπλένει ούτε το ξερό κρύο, ούτε τα χίλια κινέζικα λαμπιόνια του βλαχοδήμαρχου, ούτε ο ήλιος που ξεπέφτει πίσω απ’ την Ψυττάλεια. Βήματα προς το ικρίωμα της ιστορίας, το τέλος της αθωότητας, το νυν τελεία και παύλα. Βήματα που το ένα αναιρεί το άλλο, σε σημείο να βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή που ξεκίνησες, που έφτασες στο ξύλινο παγκάκι, που καρφώθηκες στον τύπο που ψαρεύει, ψαρεύει μέσα στο ψοφόκρυο ο ψυχάκιας Χριστουγεννιάτικα στο βρωμολίμανο, να βλαστημάς την ώρα που δεν έστειλες ένα μήνυμα, άκυρο μαν τα λέμε άλλη μέρα, χρόνια πολλά, από ψυχής, ξέρεις αυτή τη μαύρη, μέσα βαθιά μέσα μου.

Έπειτα το μόνο που θυμάμαι είναι τα άδεια μάτια του, μάτια νεκρά, μάτια που σκότωσαν ό,τι είχαν από ευαισθησία για να πουν μερικές σάπιες από καιρό κουβέντες, αυτές που έπρεπε να ειπωθούν, μηχανικά, για λόγους περικοπών κάποιος θα έφευγε, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο δύσκολο ήταν, βασανίζομαι καιρό, διάλεξα εσένα, είμαστε φίλοι τόσα χρόνια, εσύ θα καταλάβεις, δεν θα μου κρατήσεις κακία, είσαι μόνος σου Πάτροκλε, δεν έχεις ανάγκη, είσαι δυνατός, θα τα καταφέρεις, πάντα τα κατάφερνες, πάντα ήσουν ο πιο μάγκας, θαυμάζω πως είσαι μόνος σου, τον τρόπο που στέκεσαι αγέρωχος, που ζεις τη ζωή σου, που είσαι ελεύθερος.

Τα άδεια μάτια του με κρατάνε ακίνητο να υπομένω μια γλώσσα που παραληρεί. Το μόνο που θυμάμαι, είναι τα χέρια μου στο λαιμό του. Η έκφραση στα μάτια ίδια. Το στόμα σωπαίνει πια. Τίποτα, τίποτα, πέρα από ένα γλάρο που κρώζει μίλια πέρα, δεν ακούγεται. Τα μάτια του νεκρά με κοιτάνε σα να μην είμαι εκεί. Δεν υπάρχω. Ξεσφίγγω τα χέρια και τρέχω μακριά, στο σκοτάδι μιας νύχτας μεταλλικής, χωρίς ελπίδα, λίγη σκουριά μόνο, η γεύση στο απελπισμένο στόμα μου.
Αχ, Ελένη.!