από omnia tv
Γράφει η Sylvia ....
Το φως αντιμέτωπο με τον σκοταδισμό, η παιδεία, η ελευθερία της σκέψης και του νου, αντιμέτωπη με τον μεσαίωνα.
Μικροαστικά σκουλήκια, καλοί νοικοκυραίοι και ευυπόληπτοι πολίτες με γραβάτες και σακάκια, κυράτσες στην πένα, εκπρόσωποι του «έντιμου» βίου, της έντιμης σαπίλας.
Αντιμέτωποι με ενα φωτεινό χαμόγελο, αντιμέτωποι με ένα φωτεινό βλέμμα....
Ειρωνικά γέλια, στραβά χαμόγελα. Ενα κουρελόχαρτο μπροστά στα γλειώδη πρόσωπα τους, ψιθύρισμα και ξεπουλημένες αποφάσεις, ένα νεύμα, μια γκριμάτσα και έτσι για την πλάκα ανεβοκατεβαίνουν τα χρόνια, που ορίζουν την ποινή του Τάσου.
Στην αιθουσα του δικαστηρίου σήμερα αλλά και σε όλη την διάρκεια της δίκης τόσο καιρό, η προσπάθεια ήταν το σκοτάδι να πνίξει το φως. Να πνίξει την ελευθερία του μυαλού, την αξιοπρέπεια, την ουσιαστική παιδεία, που σε κάνει άνθρωπο, που σου προσφέρει μια σκέψη και στάση ζωής, που τα ερπετά που σέρνονται για να πάρουν μια θέση αστικής εξουσίας, ποτέ δεν θα καταλάβουν.
Ειρωνίες και ξυνισμένα μούτρα, σαν βγαλμένα από εικόνες του μεσαίωνα, που έριχναν στην φωτιά όσους άγγιζαν την αλήθεια και την ελευθερία, γελάκια και στριμάδα για τα βιβλία του Τάσου, για τα κείμενά του. Μα πώς τα ερπετά, πώς τα γεμάτα άχυρο μυαλά να μπορέσουν να νιώσουν, να κατανοήσουν τα όσα γράφει; Και εκείνος εκεί με ένα αγέρωχο βλέμμα και στο τέλος με ένα χαμόγελο που φώτισε όλη την αίθουσα και έπνιξε τον σκοταδισμό τους.
Η εισαγγελέας πρότεινε να μην αναγνωριστεί ο πρότερος έντιμος βίος, ως ελαφρυντικό στην ποινή του Τάσου, γιατί όπως χαρακτηριστικά είπε δεν είχε έντιμο βίο. Γιατί; Γιατί δεν ήταν δημόσιος υπάλληλος, γιατί δεν είχε σταθερή εργασία, γιατί δεν δούλευε 9 με 5, γιατί δεν ήταν χαφιές, γιατί δεν κοίταζε την πάρτη του, γιατί τόλμησε να πει σε τι πιστεύει, γιατί δεν φορούσε ας πούμε, στολή αστυνομικού, που δεν πειράζει κι αν φυλάει τσίλιες για να πουλάνε οι μεγαλέμποροι ναρκωτικά, δεν πειράζει αν δολοφονεί εν ψυχρώ 15χρονα, πριν από αυτό είχε έντιμο βίο ο Χ αστυνομικός, γιατί φορούσε κλουβί.
Ακριβώς αυτό γιατί φορούσε κλουβί, και όσους φοράνε κλουβιά δεν τους φοβούνται Τάσο, δεν υπάρχει λόγος να τους φυλακίσουν, είναι ένα με την δική τους σαπίλα, είναι η επιβεβαίωση της θλιβερής τους ύπαρξης και η ασφάλεια της μίζερης ζωούλας τους και της θεσούλας τους. Το ελεύθερο πνεύμα τρομάζει, χαλάει την πιάτσα τους, αιώνες τα ανθρωπούδια αυτό φοβούνται, αυτό προσπαθούν να φυλακίσουν. Μα δεν φυλακίζεται και κείνο το χαμόγελο σου στο τέλος της δίκης θα μας στοιχειώσει όλους, εκείνο το βλέμμα σαν να ξερες, σα να περίμενες ότι η συγκεκριμένη έδρα, μετά από τόσο απροκάλυπτη προκατάληψη που έδειξε στην διαρκεια της δίκης, δεν υπάρχει περίπτωση να φτάσει όπως είχες πει ο ίδιος στην ιδανική έκφανση της δικαιοσύνης....
Τίποτα δεν έχει τελειώσει, τίποτα, το φως δεν θα σταματήσει να πολεμάει τον σκοταδισμό τους... «όσες κι αν χτίζουν φυλακές κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει...». Και το χαμόγελό σου σήμερα καρφί στις σάπιες ξεπουλημένες συνειδήσεις των δικαστικών και των αστυνομικών.
Το κλείσιμο αυτό του κειμένου ανήκει στον Τάσο, ανήκει σε ένα από τα υπέροχα ποιήματα που χει γράψει μέσα από το μπλογκ του http://astop.espivblogs.net/
"Μπετόν και σίδερο"
Η μυρωδιά του βουνού επιβάλλεται στο μπετό και το σίδερο
όταν βρέχει.
Η αναστάτωση που φέρνει η καταιγίδα δίνει ζωή στη φυλακή.
Ο αρχέγονος κίνδυνος την κάνει καταφύγιο.
Άλλες φορές η θλίψη παίζει άρπα με το θώρακά μου
σουβλίζει τους δακρυγόνους αδένες μου.
Τα 32 βήματα του προαυλισμού δεν χωράνε στη σκέψη μου.
Δεν χωράω στο προαύλιο. Δεν χωράω στη φυλακή.
Μια μάντρα ανθρώπων. Μάντρα παροπλισμένων παραβατών.
Και απ’ την άλλη:
Το ιερό δικαίωμα στην εργασία.
Του εργάτη να χτίζει μια φυλακή.
Του ηλεκτρολόγου να τοποθετεί συστήματα ασφαλείας.
Του αρχιτέκτονα να τη σχεδιάζει.
Του ανθρωποφύλακα.
Γαμώ τον πολιτισμό του Κεφαλαίου.
Μπετόν και σίδερο.
Οι κρατούμενοι σκληροί σαν το μπετόν και σαν το σίδερο.
Όχι σαν το διαμάντι.
Μακάριοι.
Μακάριοι όσοι φυλακίστηκαν. Κανείς δεν μπορεί να τους συλλάβει.
Μακάριοι όσοι τελεσιδίκησαν. Κανείς δεν μπορεί να τους καταδικάσει."
"10/11/2012