το βρήκαμε στο http://odofragma-skas.blogspot.gr/
Η Άννα Αχμάτοβα στέκει στον 20ο αιώνα χώρια από όλους τους άλλους ποιητές της Ρωσίας, όπως στεκόταν ένα αιώνα πριν από αυτήν, τον 19ο και ο Αλέξανδρος Πούσκιν.
Υπήρχαν και άλλοι πολύ μεγάλοι ποιητές συνομήλικοί και συνάδελφοί της, όπως πρώτος και καλύτερος ο πρώτος συζυγός της Νικολάι Γκουμιλιόφ, όπως ο Αλέξανδρος Μπλοκ, τον οποίον, όπως και τον Πούσκιν αποκαλούσαν «Ήλιο της ρωσικής ποίησης», όπως ο Όσιπ Μάντελσταμ, ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, ο Μπορίς Πάστερνακ...
Αλλά η Αχμάτοβα ήταν μια και μοναδική. Πέρα από το διαχωρισμό των ποιητών σε άνδρες και γυναίκες, πέρα από τις σχολές που αντιπροσώπευαν. Πέρα από την ηλικία και τον ρόλο που έπαιζαν στις ποιητικές συντεχνίες της εποχής. Στεκόταν πάνω από τις σχολές, πάνω από την κοινωνία, πάνω από την εποχή της.Η ποίησή της είναι διαχρονική, εκτός τόπου και χρόνου.
Το μυστικό της ποίησής της, κρύβεται στο γεγονός, ότι ήταν απολύτως κατανοητή, οι στίχοι της απευθύνονταν εξίσου σε διανοούμενους και πλύστρες, σε ανθρώπους καλής κοινωνίας και στο περιθώριο. Απλοί, με καθημερινές μεταφορές και καθημερινά επίθετα, σαν ενδοφλέβιο φάρμακο, που δρά άμεσα και αποτελεσματικά.
Χωρίς τον πολιτιστικό πλούτο και τις μυθολογικές αναφορές του Μάντελσταμ. Χωρίς τους εξωτισμούς του Νικολάι Γκουμιλιόφ, χωρίς τους εκλεπτισμούς του Μιχαήλ Κουζμίν. Τα ονόματα δεν επιλέχθηκαν τυχαία – όλοι τους ήταν συνάδελφοι, φίλοι, όλοι θαμώνες του καλλιτεχνικού υπογείου «Αδέσπωτος σκύλος» στην Αγία Πετρούπολη, όπου μαζευόταν όλη η μποέμ κοινωνία της ρωσικής τότε πρωτεύουσας.
Η Αχμάτοβα θα μπορούσε να είχε φύγει από τη Ρωσία, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι καλλιτέχνες με το ξέσπασμα της κόκκινης τρομοκρατίας μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά δεν έφυγε. Την απόφασή της η ίδια η ποιήτρια εξήγησε πολύ απλά, όπως μιλούσε και έγραφε πάντα, ακόμα το 1928 στον βιογράφο της, Πάβελ Λουκνίτσκι:
«Υπάρχουν δύο εκδοχές, είπε τότε: είτε όλοι έφυγαν, είτε όλοι έμειναν.
Εκδοχή πρώτη.. Όλοι έφυγαν. Δεν υπάρχει Ερμιτάζ, οι πίνακες του Ρέμπραντ αντικαθιστούν τα τραπεζομάντηλα και τα χαλάκια, γιατί δεν υπάρχει κανείς να εξηγήσει τι αντιπροσωπεύουν. Τα Χειμερινά Ανάκτορα ένας σωρός από στάχτες, εκεί μένουν οι άστεγοι. Απόλυτο χάος. Οι ξένοι δεν θα επέμβαιναν - θα περίμεναν, πιστεύοντας ότι βρέθηκαν μπροστά στη Νέα Αμερική, την οποία θα ανακαλύψουν και θα τεμαχίσουν.
Εκδοχή δεύτερη. Κανείς δεν έφυγε. Θα υπήρχε η κοινή γνώμη, που σήμερα δεν υπάρχει γιατί έμειναν λίγοι. Διαφορετικά, θα υποχρεούνταν να την υπολογίζουν. Όσοι έφυγαν, έσωσαν τη ζωή τους. Ίσως και την περιουσία τους, αλλά εγκλημάτησαν απέναντι στη Ρωσία... Αν δεν έφευγαν οι περισσότεροι καθηγητές, το επίπεδο εκπαίδευσης της νεολαίας θα ήταν υψηλότερο και οι νέοι θα μπορούσαν να διαδεχθούν τους παλιούς...».
Το 1961 η Αχμάτοβα θα γράψει:
«Ούτε κάτω από τους ξένους ουρανούς,
Ούτε κάτω από την προστασία των ξένων φτερών,
Ήμουν με τον λαό μου,
Όπου δυστυχώς ήταν ο λαός μου».
Δεν μετάνιωσε ποτέ γι΄αυτή την απόφαση, παρόλο που την πλήρωσε ακριβά. Η ίδια δεν εκτελέστηκε, όπως ο Νικολάι Γκουμιλιόφ,δεν φυλακίστηκε και δεν πέθανε στο στρατόπεδο της Σιβηρίας, όπως ο Όσιπ Μάντελσταμ, δεν υποχρεώθηκε στην μετανάστευση όπως ο νεώτερος της φίλος και συνάδελφος Ιώσηφ Μπρόντσκι. Όμως ο μοναδικός της γιος, Λεφ Γκουμιλιόφ πέρασε δέκα χρόνια στις φυλακές και στα στρατόπεδα την περίοδο 1930-1950, ο τρίτος της άνδρας, ο ιστορικός τέχνης Νικολάι Πούνιν, φυλακίστηκε τρεις φορές τη δεκαετία του ΄30 και πέθανε τελικά στο στρατόπεδο εργασίας εκτείνοντας την ποινή του.
Το 1957 στον πρόλογό της για το Ρέκβιεμ, η Αχμάτοβα θα γράψει:
«Στα φρικαλέα χρόνια του Εζόφ (1936-1938) πέρασα 17 μήνες στις ουρές των φυλακών στο Λένινγκραντ. Μια μέρα κάποιος με αναγνώρισε. Και τότε μια γυναίκα, που στεκόταν πίσω μου, με μπλε χείλη, η οποία μέχρι τότε δεν έχει ξανακούσει το ονομά μου, βγήκε από την χαρακτηριστική για όλους μας καταληψία, και με ρώτησε στ’ αφτί (όλοι μας μιλούσαμε ψιθυριστά εκεί): «Θα μπορούσατε να το περιγράψετε όλο αυτό;» Κι εγώ απάντησα: «Ναι, θα μπορούσα.». Και τότε ένα χαμόγελο γλίστρησε στη μάσκα, που κάποτε ήταν το προσωπό της»...
Στην ίδια περίοδο αναφέρεται κι ένα άλλο μικρό εκτενές ποίημά της Τα Θρύψαλα:
«Στερημένη ύδωρ και γη,
χωρισμένη απ’ τον μοναχογιό μου,
στο ικρίωμα, στη σιγή,
στέκομαι όπως στην αίθουσα του θρόνου.
Εφτά χιλιάδες χιλιόμετρα και τρία...
Που ν’ ακουστεί η φωνή
Στο σκοτάδι της αβάσταχτης δίνης
στου πολικού αγέρα βοή.
Αγρίεψες εκεί, στον Άδη,
Πρώτος μου, τελευταίος, μονάκριβος.
Και πάνω απ’ τον τάφο μου,
Στο Λενινγκράδι,
Αδιάφορη στέκει η Άνοιξη.
Να που σ’ έφτασε η φιλονικία,
Στου Ενισέι τις όχθες,
Για σας είναι κίνδυνος και αλητεία
Για μενά – μονάχα γιος μου.
Και κάποιοι με διέταξαν:
«Μίλα!Θυμήσου τα πάντα!»
Λέον Φιλίπε. Ανάκριση.
Σε πόσους μίλησες άραγε,
Και σε ποιον τα είπες, πικρή,
Ότι σαπίζει ο γιος σου στα κάτεργα,
Ότι η Μούσα σου είναι νεκρή;
Από όλους πιο ένοχη είμαι
Από επιζώντες και μη
Και στο τρελάδικο να κυλιέμαι
Για μενα μεγάλη τιμή.
Και σε γάντζο ζεστό, ματωμένο
Το τομάρι μου θα κρεμαστεί,
Για να βλέπουν οι άπιστοι ξένοι,
Και να γελούν οι αστοί.
Θα γράψουν οι εφημερίδες
Για το χάρισμα μου ανθοφόρο,
ότι σαν ποιήτρια ήμουν σπουδαία,
αλλά ήρθε η δεκατη τρίτη μου ώρα...»
Όπως όλα τα μεγάλα ποιήματα η Αχμάτοβα γράφει τα Θρύψαλα επί 20 ολόκληρα χρόνια από τη δεκαετία του ΄30 έως το 1958. Έτσι στο θρήνο της χωράνε, εκτός από τον γιο της, και ο Όσιπ Μάντελσταμ, που χάθηκε στη Σιβηρία το 1938, και ο Νικολάι Πούνιν και τόσοι και τόσοι άλλοι. Η Αχμάτοβα, σαν χειρουργός, θα κουβαλάει σε όλη της τη ζωή το δικό της νεκροταφείο...
Θα μπορούσε να είχε σωπάσει όπως τόσοι και τόσοι ποιητές και συγγραφείς ή να συμμορφωθεί . Είτε να γίνει αλκοολικιά, όπως οι περισσότεροι. Δεν σώπασε όμως, ούτε συμμορφώθηκε, αλλά ούτε και τα έριξε στο πιοτό.
Θα μπορούσε να αυτοκτονήσει. Αλλά ούτε αυτό έκανε, έχοντας το θάρρος να περάσει όλη της τη ζωή «στο ικρίωμα».
Γιατί δεν ήταν μονάχα η μοναδική δυνατή γυναικεία φωνή της ρωσικής ποίησης, ήταν η ίδια η ψυχή της ή το σημαντικότερο – η συνείδησή της. Ήταν μέτρο αντοχής της ρωσικής κοινωνίας, μέτρο του θάρρους της.
Στο ποίημα Άννα Αχμάτοβα, γραμμένο το 1914 ο Όσιπ Μάντελσταμ παρομοιάζει την ποιήτρια με την διάσημη εβραιογαλλίδα ηθοποιό Ελίζα Ρασέλ, την ασύγκριτη ερμηνεύτρια του ρόλου της Φαίδρας στο γαλλικό κλασσικό θέατρο της δεκαετίας ΄30-΄40 του 19ου αιώνα. Η Ρασέλ θριάμβευσε στην Φαίδρα του Ρακίνα στην ηλικία των 22 ετών. Το 1914 η Αχμάτοβα ήταν μόλις 25.
Έτος1914. Ορόσημο για πολλούς Ρώσους ποιητές του Αργυρού αιώνα, ο οποίος ανέτειλε τις δεκαετίες ΄80-΄90 του 19ου αιώνα και έδυσε βιαίως το 1921, με τις πρώτες εκτελέσεις από τη συντεχνία τους. Έτος του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, που τους χώρισε σε πατριώτες-ειρηνιστές και πατριώτες-πολεμιστές.
Για την Αχμάτοβα ήταν η τελευταία χρονιά του πρώτου και πραγματικού της – όσο ήταν δυνατόν, τουλάχιστον - έγγαμου βίου, με «κούνιες παιδικές», με 18μηνίτικο γιο, σπίτι και σύζυγο. Το 1914 ο Νικολάι Γκουμιλιόφ θα φύγει εθελοντής στον πόλεμο, και το 1918 θα πάρουν διζύγιο. Άλλο σπιτικό και με άλλον άνδρα η Αχμάτοβα δε θα στήσει, παρά τους δυο ακόμα γάμους – έναν αληθινό και έναν ανεπίσημο.
Γιατί ομως ο Μάντελσταμ διέκρινε στο πρόσωπό της την Ρασέλ; Την Φαίδρα; Γιατί στην Αχμάτοβα ακόμα και τότε, στα 25 της, στα ευτυχέστερα προπολεμικά, προεπαναστατικά χρόνια του καλλιτεχνικού αναβρασμού στην Ευρώπη και στη Ρωσία, ταίριαζαν τα επίθετα όπως τραγική, κλασική, ο θρήνος από τότε της πήγαινε πολύ – επίσης κλασικός, συμπαντικός, αιώνιος και βαθύς θρήνος.
Στις φωτογραφίες η Αχμάτοβα παρουσιάζεται συνήθως μόνη της, σαν μοναχική αυτοκράτειρα, και σε κάποιες άλλες – απλά εκτοπίζει τον διπλανό της, ακόμα και κάποιον εξίσου διάσημο. Κατά κανόνα δεν υπάρχει πουθενά με δυο ή και περισσότερα άτομα, παρά μόνο στη σχεδόν μοναδική οικογενιακή φωτογραφία – με τον άνδρα και το παιδί της.
Ο Ανατόλι Νάϊμαν, νεαρός φίλος και συνοδοιπόρος της Αχμάτοβα στα γεράματά της, με τον οποίον η Αχμάτοβα στις αρχές της δεκαετίας του '60 μετέφραζε τα ποιήματα της Ρίτας Μπούμη-Παππά για να βγάλει το ψωμί της, έγραφε για την πρώτη τους συνάντηση:
«Έφευγα αποσβολωμένος, με την απορία, πως πέρασα μια ολόκληρη ώρα με έναν άνθρωπο, με τον οποίο δεν είχα τίποτα κοινό, αν και κάτι είπαμε μέσα σ’ αυτή την ώρα. Αλλά και κανείς άλλος στον κόσμο δεν θα μπορούσε να έχει τίποτα κοινό μαζί της».
Στο σπίτι εκείνο φοβόμουνα να ζήσω.
Και ούτε η ζεστή φωτιά στο τζάκι,
ούτε η κούνια του μικρού παιδιού μας
ούτε ότι ήμασταν ακόμα νέοι,
γεμάτοι σχέδια, δεν με βοηθούσε
ν’ απαλλαγώ από την αίσθηση του τρόμου.
Και έμαθα να τον κοροϊδεύω,
και άφηνα κανάτα με κρασί
και κόρα για εκείνον, που τη νύχτα
σαν το σκυλί γρατζούνιζε την πόρτα
ή έριχνε ματιές από τον φεγγίτη.
Και κάναμε προσπάθεια ν’ αγνοούμε,
τι γίνεται πίσω από τον καθρέφτη,
κάτω από ποιές βαριές και μαύρες μπότες
στενάζουνε συχνά τα σκαλοπάτια
εκλιπαρώντας να τα λυπηθούμε.
Παράξενα χαμογελούσες τότε.
«Ποιον κουβαλάνε πάλι μες στη νύχτα;»
Τώρα από κει, που ξέρουν όλα, πες μου:
Τί ήταν αυτό, που ζούσε πλάι μου;
Είναι το τρίτο μέρος των Βόρειων Ελεγειών, ενός μεγάλου φιλοσοφικού ποιήματος, το οποίο η Αχμάτοβα έγραφε μια ολόκληρη ζωή, επί τρεις δεκαετίες. Αυτό το κομμάτι γράφτηκε πρώτο, το 1921, τη χρονία εκτέλεσης του Νικολάι Γκουμιλιόφ, του θανάτου του Αλεξάνδρ Μπλοκ, του τέλους του Αργυρού Αιώνα. Εκεί ομολογεί και την απέραντη μοναξιά της, την παράξενη της φύση, που ευκολότερα συνάπτει σχέσεις με τις δυνάμεις «πίσω από τον καθρέφτη», παρά με πραγματικούς ανθρώπους.
Την έλεγαν μάγισσα, νεράϊδα. Ο Γάλλος ζωγράφος Αμαδέο Μοντιλιάνι ήταν σίγουρος, ότι η Αχμάτοβα ήταν προφήτισσα. Η Μαρίνα Τσβετάγιεβα την προειδοποιούσε τρομαγμένη: «Δε φοβάστε να τα γράφετε; Δεν ξέρετε, ότι τα ποιήματα πραγματοποιούνται ;» Τα ποιήματα της Αχμάτοβα όντως πραγματοποιούνταν...
Ή Άννα Ανδρέγιεβνα Γκόρενκο – γιατί αυτό είναι το πραγματικό όνομα της Αχμάτοβα – γεννήθηκε τη νύχτα της 23ης Ιουνίου του 1889 κοντά στην Οδησσό, «στη θάλασσα κοντά», όπως θα γράψει η ίδια, στην οικογένεια του αξιωματικού του Ρωσικού ναυτικού Αντρέι Γκόρενκο. Τη νύχτα αυτή ο ρωσικός λαός θεωρέι μαγική – τη νύχτα της γέννησης του Ιωάννη Βαπτιστή, του Ρώσου Ιβαν Κουπάλα, όταν τα βότανα και νερό αποκτούν μαγική δύναμη.
Γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου, όταν γιορτάζει η εικόνα της Θεοτόκου του Βλαντιμίρ, η θαυματουργή εικόνα, από τις σημαντικότερες της Ρωσικής Ορθοδοξίας, η οποία στις 23 Ιουνίου του 1472 έκανε το θαύμα της και γλίτωσε τη Μόσχα από τον Τάταρο χάνο Αχμάτ και τη Ρωσία – από το ταταρικό ζυγό. Η Αχμάτοβα, που αρεσκόταν να πιστεύει στη μακρινή της συγγένεια με τον θρυλικό Αχμάτ, έλεγε, ότι ρούφηξε όλη τη μαγεία εκείνης της νύχτας, τη λατρεία και του νερού και των βοτάνων και όλη την θέρμη του ήλιου. Αγαπούσε παράφορα τη θάλασσα και συναγωνιζόταν με τον πατέρα της στο κολύμπι. Την ίδια αγάπη για τη θάλασσα, το Νότο, τον ήλιο είχε και ο αδερφός της, ο Αντρέι Γκόρενκο, ο οποίος λάτρεψε την Ελλάδα, έζησε και πέθανε εδώ και αναπάυεται μαζί με τα δυο του παιδιά και τη γυναίκα του στο Πρώτο νεκροταφείο Αθηνών.
Η Αχμάτοβα γεννήθηκε διαφορετική.
«Ποτέ μου δεν είχα χρόνια παιδικά,
φακίδες, αρκουδάκια ή κουκλίτσες,
καλούς μπαρμπάδες, θείτσες αγαθές,
αγαπημένες φίλες στα παιχνίδια...
Από την αρχή φαινόμουν στον εαυτό μου
σαν ξένο όνειρο, σαν παραμιλητό
ή αντανάκλαση σ’ έναν καθρέφτη,
χωρίς αιτία, όνομα και σάρκα...»
θα γράψει στις Βόρειες Ελεγείες το 1945, 56 χρονών πια, για τις απαρχές της ζωής της έως και το γάμο.
Η Αχμάτοβα άρχισε να γράφει ποιήματα στα 11 της χρόνια. «Απαρχής γνωριζα τα πάντα για την ποίηση», θα γράψει στη βιογραφία της το 1965, ένα χρόνο πριν το θάνατο. Ο Ανατόλι Νάϊμαν θα το επιβεβαιώσει: «Δεν μπορείς να πεις, ότι η Αχμάτοβα έγραφε ποιήματα. Απλά άνοιγε το τετράδιο και σημείωνε τις στροφές, που συντάχθηκαν από πριν στο μυαλό της».
Το 1912 βγαίνει από το τυπογραφείο η πρώτη της ποιητική συλλογή Το Βράδυ, η οποία την κάνει διάσημη στους απαιτητικούς ρωσικούς ποιητικούς κύκλους. Ο Νικολάι Γκουμιλιόφ, πού ήταν τρια χρόνια μεγαλύτερος της Αχμάτοβα και φίλος καρδιακός του αδεφού της Αντρέι, το 1910 ήταν ήδη καταξιωμένος ποιητής, και όταν για πρώτη φορά άκουσε τα δικά της ποιήματα, είπε: «Μήπως καλύτερα να χόρευες; Είσαι τόσο ευλύγιστη!» Έπεσε έξω, όταν δυο χρόνια αργότερα το ταλέντο της γυναίκας του επισκίασε το δικό του...
Το 1922 στο άρθρο Γράμμα για τη ρωσική ποίηση ο Μαντελστάμ θα ισχυριστεί, ότι «η Αχμάτοβα έφερε στη ρωσική λυρική ποίηση όλη την τεράστια πολυπλοκότητα και τον πλούτο του ρωσικού μυθιστορήματος του 19ου αώνα. Η Αχμάτοβα δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η Αννα Καρένινα του Τολστόι, αν δεν υπήρχε ο Τουργκένεφ και ο Ντοστογιέφσκι...Την ποιητική της φόρμα, οξύτατη και ιδιόμορφη, η Αχμάτοβα ανέπτυξε, ακολουθώντας την ψυχολογική πρόζα».
Σε μικρή ηλικία η Αχμάτοβα μετακόμισε με την οικογένειά της στο Τσάρσκογιε Σελό, έξω από την Αγία Πετρούπολη όπου βρίσκονταν τα θερινά τσαρικά ανάκτορα και τα καλύτερα στη Ρωσία εκπαιδευτικά ιδρύματα – τα Γυμνάσια αρρένων και θηλεών. Στο Κλασσικό Γυμνάσιο Αρρένων, που έφερε το όνομα του αυτοκράτορα Νικόλαου Α΄, σπούδαζαν ο Αντρέι Γκόρενκο και ο Νικολάι Γκουμιλιόφ, σπούδαζε και ο Νικολάι Πούνιν, ο τρίτος άνδρας της Αχμάτοβα, και πολλοί άλλοι μεγάλοι Ρώσοι ποιητές, επιστήμονες, αξιωματούχοι. Το Κλασικό Γυμνάσιο κληρονόμησε την αίγλη του άλλου μεγάλου εκπαιδευτικού ιδρύματος – του Αυτοκρατορικού Λυκείου του Τσάρσκογιε Σελό, όπου σπούδαζε ο Αλέξανδρος Πούσκιν και άλλοι σπουδαίοι άνδρες των αρχών του 19ου αιώνα. Εκεί, στον Βορρά άνθισε το ταλέντο και της Αχμάτοβα και γι’ αυτό την αποκαλούσαν Αστέρι του Βορρά και όχι του Νότου.
Υπάρχουν πολλά πορτραίτα της Αμχάτοβα, αλλά αν η ίδια ήταν τέχνη, θα ήταν αρχιτεκτονική – τα ποιήματά της θυμίζουν άρτια αρχιτεκτονικά αριστουργήματα – απλές κλασικές γραμμές, φόρμες, άριστα σμιλευμένα. Το ίδιο το πρόσωπό της είναι αρχιτεκτονικό και καλύτερα πλάθεται από τραχιά πέτρα παρά αναπαρίσταται με χρώματα. Γενικώς – η Αγία Πετρούπολη είναι η αρχιτεκτονική, και η Μόσχα –η ζωγραφική. Οι στίχοι του Πάστερνακ – είναι γραμμένα με πινέλο, βουτηγμένο σε χρώματα, της Αχμάτοβα και του Μάντελσταμ – δομημένοι σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες της αρχιτεκτονικής.
Η Αχμάτοβα χόρτασε τη δόξα στις δεκαετείς του '10 και του '20 του περασμένου αιώνα. Μέσα σε μόλις 5 χρόνια βγήκαν οι τρεις της συλλογές – μετά Το Βράδυ του 1912 και το Κομπολόϊ του 1914, δημοσιεύεται του 1917 η συλλογή της Λευκό σμήνος. Ο Μαγιακόφσκι από τους πρώτους θα παρατηρήσει την αρχιτεκτονικότητα της ποίησής της: «Οι στίχοι της Αχμάτοβα είναι μονόλιθος, θα αντέξουν τη δύναμη οποιασδήποτε φωνής χωρίς να ραγίσουν».
Όμως μετά το χωρισμό με τον Γκουμιλιόφ και το ξέσπασμα της Επανάστασης, η Αχμάτοβα σιωπά. Ξεκινάνε τα χρόνια στέρησης, πείνας, άστεγης ζωής, αλλά και καινούργιου της γάμου – με τον αρχαιολόγο, ειδικό στις ανατολικές γλώσσες Βλαντίμιρ Σιλέϊκο. Και μόνο το 1921, όταν χωρίσει με τον Σιλέϊκο και συνδεθεί με τον Νικολάι Πούνιν, θα δημοσιεύει σχεδόν ταυτόχρονα δυο ποιητικές συλλογές : το 1921 – τη συλλογή «Πεντάνευρο» και το 1922 – την «Αννο Δομινι». Μετά – ξανά σιωπή. Αν κι αυτή τη φορά δεν «σώπασε» από μόνη της, την φύμωσαν: το 1924 τα ποιήματά της δημοσιεύονται για τελευταία φορά και από κει και πέρα απαγορεύονται ανεπισήμως.
Εδώ θα μπορούσε να τελειώσει και η ποιητική της διαδρομή και να ξεχαστεί το όνομά της, όπως εξάλλου στόχευαν εκείνοι στα χέρια των οποίων βρίσκονταν οι τύχες της σοβιετικής πια λογοτεχνίας.
Τώρα θα με ξεχάσουν,
Και τα βιβλία μου θα σαπίσουν στα ντουλάπια,
Και δε θα ονομάσουν με το όνομα της Αχμάτοβα
Μήτε οδό, μηήτε ποιητική ρίμα»,
- έγραψε η ίδια.
Θα μπορούσε να συμβεί και έτσι. Την ίδια δεν την πείραξαν, αλλά γύρω από αυτήν δημιουργήθηκε ένα απόλυτο κενό. Την αποκάλεσαν και επίσημα «εσωτερική μετανάστρια» και ήταν ίσως η κοσμικότερη ετικέττα από όσες της κολλούαν τότε.
Αν για τον Μάντελσταμ η Αχμάτοβα ήταν η Ρασέλ, η Φαίδρα, για τον Στάλιν ήταν «ημιμοναχή, ημιαμαρτωλή». Και αυτό όχι επειδή ο Στάλιν δεν ήταν ικανός να εκτιμήσει τη δύναμη της ποίησής της, αλλά ακριβώς για τον αντίθετο λόγο. Το 1939 στη δεξίωση προς τιμή των συγγραφέων, στους οποίους απονεμήθηκε το βραβείο Στάλιν, ο Στάλιν ρώτησε: «Πού είναι η Αχμάτοβα; Γιατί δεν γράφει τίποτα;» Αυτή η φράση ήταν αρκετή για να την αναζητήσουν οι εκδοτικοί οίκοι και τα περιοδικά - τα ποιήματά της.
Ο χρόνος δεν λειτουργεί πάντα υπέρ των Μεγάλων. Η Αχμάτοβα φοβόταν την υστεροφημία, φοβόταν μη παραμορφωθεί η εικόνα της στις αναμνήσεις και τα απομνημονεύματα των φίλων και των εχθρών, μια και είχε μπόλικους και από τους μεν και από τους δε.
Στην εποχή μας συνηθίζεται να σκαλίζουν τα άπλυτα ανεξαιρέτως όλων χωρίς να υπολογίζεται η τεράστια πληγή που συχνά δέχεται η κουλτούρα. Υπάρχουν πρόσωπα, που δεν πρέπει να τ’ αγγίζει κανείς, η «άπλετη αλήθεια» μόνο ζημιά θα επιφέρει, και ιδιαίτερα, όταν αυτή την «αλήθεια» ξεθαύουν άνθρωποι ασυγκρίτως μικρότερου μεγέθους από αυτό του ατόμου, με την ζωή του οποίου καταπιάνονται.
Η Αχμάτοβα δεν κατάφερε να αποτελέσει εξαίρεση. Τον Ιούλιο του 2007 βγήκε το βιβλίο της Ταμάρα Κατάγιεβα με τίτλο «Αντι-Αχμάτοβα», το οποίο έγινε αμέσως μπεστσέλερ. Οι ψυχικά υγείς άνθρωποι στη Ρωσία έμειναν στήλη άλατος, οι άλλοι, που τρέφονται με σκάνδαλα – έτρεξαν να φρεσκάρουν τη μνήμη τους, αγοράζοντας ό, τι γραφόταν για την Αχμάτοβα και από την Αχμάτοβα. Και όμως αυτό ακριβώς το σκανδαλοθηρικό βιβλίο επιβεβαίωσε για μια φορά την αληθινή της δόξα: ποιός θα νιαζόταν για τα άπλυτα μιας κάποτε διάσημης, αλλά νυν αδιάφορης ποιήτριας; Το βιβλίο κυριολεκτικά έκοψε τη Ρωσία στα δυο.
«Το βιβλίο Αντι-Αχμάτοβα σπάει το μύθο της Αχμάτοβα, ο οποίος ολόκληρος στηρίζεται στην αιώνια ανάγκη των Ρώσων να δημιουργούν θρύλους και να τους προσκηνάνε χωρίς σκέψη...Όλοι γνωρίζουμε, πως η Αχμάτοβα διόρθωνε και χτένιζε συνέχεια τη βιογραφία της...Μόνο στο άδειο – σαν αποτέλεσμα της μετανάστευσης και των εκτελέσεων –χωράφι της Σοβιετικής Ρωσίας μπορούσε να οικοδομηθεί αυτό το κυκλώπειο μνημείο της «Βασίλισας της Ποίησης». Ολοκληρωτική και ντροπιαστική μπλόφα μιας ζωής..Ξεφυλλίζοντας αυτό το καταπληκτικό βιβλίο, αισθάνομαι βαθειά ανακούφιση. Κάποιος έπρεπε να πει τα πράγματα με το ονομά τους! Ο βασιλιάς είναι γυμνός!» - έγραφε ο Ίγκορ Σιντ ποιητής, δημοσιογράφος, κουλτουρολόγος ο οποίος γεννήθηκε τρια χρόνια μετά το θάνατο της ποιήτριας. Τρομερό; Και όμως αληθινό. Και όμως άλλη μια προσπάθεια (μετά από κείνη του Στάλιν) να μεταμορφώσουν την Ρασέλ σε «ηνιμοναχή, ημιαμαρτωλή» ναυάγησε ξανά. Παρ’ όλα αυτά το 2009 βγήκε το δεύτερο βιβλίο της Ταμάρα Κατάγιεβα- Ο άλλος Πάστερνακ, το οποίο και πάλι σημείωσε ρεκόρ πωλήσεων...Η μετωπική επίθεση των άλλων βιβλίων δεν είναι καθόλου ακίνδυνη και γραφική, γιζτί πέρα από την άλλη βιογραφία, γράφεται και άλλη λογοτεχνία και συνεπώς – εντελώς άλλη ιστορία...
Η αλήθεια είναι, ότι η προσωπική ζωή των μεγάλων καλλιτεχνών δεν χωράει στα πλαίσια της κοινής ηθικής και κοινών κανόνων. Η Αχμάτοβα ποτέ δεν έπνιξε τη γυναικεία της φύση, και ακόμα και σε μεγάλη ηλικία ήταν ικανή να σαγηνεύει νέους άνδρες και να επιβάλλεται. Λίγες γυναίκες, αλλά και άνδρες μπορούσαν να ζήσουν πλάι της, να μοιραστούν το βάρος του ταλέντου, της σιωπής και των απαιτήσεών της. Επί δέκα πέντε χρόνια έζησε με τον Νικολάι Πούνιν, τον τελευταίο της άνδρα, τον οποίον δεν παντρέυτηκε ποτέ για το απλούστατο λόγο: εκείνος δεν χώρισε ποτέ, και ως ζευγάρι η Αχμάτοβα και ο Πούνιν ζούσαν στο σπίτι της οδού Φοντάνκα, όπου ζούσαν η γυναίκα και η κόρη του Πούνιν. Από το σπίτι της Φοντάνκα η Αχμάτοβα έφευγε στα τέλη της δεκαετίας του ΄30, προπολεμικά, για να συναντήσει τον Βλαντίμιρ Γκάρσιν, διάσημο παθολογοανατόμο, ο οποίος, όπως πίστευε θα γινόταν επιτέλους «κανονικός» σύζυγός της. Αλλά ούτε οι έρωτες ούτε οι χωρισμοί, ούτε και τα καπρίτσια πρέπει να γίνουν μέτρο κρίσης σε συνθήκες, όπου καθημερινά κρίνονταν όσοι ζούσαν τότε στη Σοβιετική Ένωση. Μέτρο κρίσης ήταν οι πολιτικές πράξεις του καθενός, και στην περίπτωση των άνθρώπων τέχνης - η στάση τους απέναντι στους συναδέλφους και στην εξουσία. Το ταλέντο δεν ήταν πάντα (ίσως και σπανίως) συνώνυμο της πολιτικής τόλμης, και η Αχμάτοβα είναι ένα από τα λίγα παραδείγματα μιας τέτοιας τόλμης. Δεν ξεχνούσε τους εχθρούς της, αλλά ούτε και τους φίλους της, δεν πρόδωσε ποτέ κανένα, ούτε ζωντανό, ούτε και νεκρό. Και δεν είναι τυχαίο, ότι κανένας από τους άνδρες της δεν έπαψε ποτέ να την αγαπά – και ως ποιήτρια, και ως γυναίκα.
Η Αχμάτοβα επέστρεψε στην ποίηση στο Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, με τα ποιήματα για τον πόλεμο και για κείνους που πολεμούσαν. Δεν το έκανε για να βγει ξανά στην «επιφάνεια», για να κερδίσει το δικαίωμα να διαβάζεται και να δημοσιεύεται, αλλά επειδή ήταν «εκεί, όπου δυχτυχώς ήταν ο λαός της»: μιλούσε και πάλι τη γλώσσα του λαού της, ακουμπώντας τις πιο κρυφές χορδές της ψυχής του. Δεν έγραφε άλλη ποίηση – ήταν πάντα η ίδια η Αχμάτοβα, που έλεγε ό, τι θα έλεγε εκείνη τη στιγμή ο καθένας για τον οποίον η ρωσική γλώσσα ήταν μητρική. Αν είχε φυσικά το χάρισμά της.
Η Αχμάτοβα δεν έζησε τον αποκλεισμό της πόλης της, του Λένινγκραντ, την έχουν φυγαδέψει στο νότο, στην Τασκένδη, γνωρίζοντας, ότι θα πέθαινε από τους πρώτους: δεν ήξερε να κάνει τίποτε άλλο από το να γράφει και να αγαπά – τους άνδρες και τους φίλους της. Όταν το 1944 η Αχμάτοβα επέστρεψε στο Λένινγκραντ, βρήκε μια εντελώς διαφορετική πόλη, μεταμορφωμένη για τρίτη φορά στη ζωή της. Βιαζόταν να επιστρέψει, πιστεύοντας, ότι θα έβρισκε εκεί την ευτυχία της, επέστρεφε σαν σχεδόν γυναίκα του Γκάρσιν, με την ελπίδα να έχει επιτέλους μια φυσιολογική οικογένεια και σπίτι. Μόλις όμως πρόλαβε να κατέβει από το τρένο, ο Γκάρσιν της ανακοίνωσε τον χωρισμό τους. Και τότε, ίσως για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή της, η Αχμάτοβα έχασε τη διαύγειά της, τη μαγική προφητική της δύναμη: ο Γκαρσιν δεν ήθελε να απαλλαγεί από την Αχμάτοβα, αλλά να την απαλλάξει από το βάρος να ζει με έναν θανάσιμα άρρωστο, ανήμπορο να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του συζύγου άνδρα. Ο Γκάρσιν, που έζησε όλες τις 872 μέρες αποκλεισμού του Λένινγκραντ με όλες τις ολέθριες συνέπειες για την σωματική και ψυχική υγεία του, έζησε άλλα 10 χρόνια, παντρεμένος με μια άλλη γυναίκα, η οποία εκτελούσε χρέη της νοσοκόμας του. Με την απόφασή του να χωρίσει την Αχμάτοβα, ο Γκάρσιν έσωσε την ίδια, την ποίησή της και...τον εαυτό του.
Τραγική ειρωνεία! Ήταν ο μοναδικός άνδρας, που, όπως πίστευε η Αχμάτοβα θα γινόταν ο τελευταίος έρωτας της ζωής της, το τελευταίο της απάγκιο.
Πρέπει να πούμε, ότι την Αχμάτοβα συνδέει με την Ελλάδα όχι μόνο ο τάφος του αδελφού της στο Πρώτο νεκροταφείο, αλλά και το όνομα Γκάρσιν. Εμμέσως μεν, αλλά συνδέει. Ο αδελφός του Βλαντιμίρ Γκάρσιν, ο Μιχαήλ Γκάρσιν ήταν προσωπικός γραμματέας της Βασίλισσας των Ελλήνων Όλγας, διευθυντής του Ρωσικού Νοσοκομείου στον Πειραιά. Αλλά είναι μια άλλη ιστορία...
Η Αχμάτοβα έμεινε οριστικά μόνη. Έπρεπε να ανασταίνεται, όπως ανασταινόταν και η αγαημένη της πόλη – από τα ερείπια.
Ηρεμος ο Ντον, γαλήνια κυλά
Κίτρινο φεγγάρι σε σπίτι γλιστρά.
Γλιστρά και φορά το σκουφί του λοξά
Το κίτρινο φεγγάρι κοιτά μια σκιά.
Αυτή η γυναίκα είν' άρρωστη βαριά
Την τρώει μεγάλη μοναξιά.
Στο μνήμα ο άντρας της κι ο γιος της φυλακή
Πες και για μένα μία προσευχή.
(σε μετάφραση του Γιάννη Αντιόχου, Ρέκβιεμ).
Τον αβάσταχτο πόνο απαλύνει η συνάντησή της με τον Ησαϊα Μπέρλιν, Άγγλο φιλόσοφο και μεταφραστηήτης ρωσικής λογοτεχνίας, που βρέθηκε το 1945 στο μεταπολεμικό Λένινγκραντ ως γραμματέας της Πρεσβείας της Μεγάλης Βρετανίας. Είναι μόλις 36 ετών, η Αχμάτοβα – 57. Αλλά η ανάσταση πραγματοποιήθηκε– και όχι μέσα στη γυναίκεία ψυχή, που πάλι φτερούγισε, αλλά κυρίως ώς ποιήτριας.
Στις 5 Φεβρουαρίου θα γράψει την τελευταία, την έκτη Βόρεια Ελεγεία:
«Τρεις εποχές έχουν οι αναμνήσεις.
Η πρώτη – σαν τη χτεσινή ημέρα.
Κάτω απ’ το θόλο της πετάει η ψυχή
Και στη σκιά της ευτυχεί το σώμα.
Υπάρχει γέλιο, δάκρυα κυλάνε
Και το μελάνι πάνω στο τραπέζι.
Και το φιλί σαν στην καρδιά σφραγίδα –
μοναδικό, αξέχαστο, στερνό. Μα
δεν κρατά πολύ αυτή η εποχή.
Αντί για θόλο – ένα άδειο σπίτι
Σε κάποια απομακρυσμένη επαρχία,
όπου το καλοκαίρι είναι καυτό,
και το χειμώμα τσουχτερό το κρύο,
παντού – αράχνες, στις γωνιές – οι σκόνες,
τα γράμματα ερωτικά σαπίζουν,
κρυφά αλλάζουν θέση τα ποτράιτα,
ο κόσμος έρχεται σαν στη κηδεία
και ύστερα τα χέρια σαπουνίζει
σκουπίζοντας από τα κουρασμένα μάτια
τα δάκρυα, βαριαναστενάζει...
Μα το ρολόι τρέχει, κι η άνοιξη
Γυρίζει πάλι, ο ουρανός ροδίζει,
Αλλάζουν τα ονόματα της πόλης
Και φεύγουν οι μάρτυρες των γεγονότων.
Δεν έχεις πια κανένα να θυμάσαι,
Να κλαις και να οδύρεσαι μαζί.
Σιγά-σιγά μας φεύγουν οι σκιές, που
Δεν καλούμε πια,
Και η επιστροφή τους τώρα μας τρομάζει.
Και μια ωράια πρωία παρατηρούμε,
Ότι ξεχάσαμε που βρίσκεται το σπίτι,
Μας πνίγει η οργή,ο πόνος, η ντροπή
Τρέχουμε εκεί, μα όλα έχουν αλλάξει
(όπως στα όνειρα οι άνθρωποι)
Οι τοίχοι, τα πράγματα, κανένας δεν μας ξέρει
Είμαστε ξένοι μες στους ξένους.
Βρεθήκαμε αλλού!...Ω Θέε μου!
Μόλις περάσουν οι πρώτες πίκρες
Κατανοούμε, ότι δεν χωράει
Το παρελθόν στα πλαίσια της ζωής μας.
Μας είναι τόσο ξένο, όσο
Και στον γείτονα στην πολυκατοικία,
και ότι δε θα αναγνωρίζαμε εκείνους,
που έχουν πεθάνει, κι εκείνοι, που μας
αποχωρίστηκαν, ζουν άνετα
και χωρίς εμάς. Και όλα καλώς βαδίζουν»...
Η Αχμάτοβα γελιόταν, πιστεύοντας, ότι το παρελθόν δεν χωρούσε πια στα πλαίσια της ζωής της. Το παρελθόν επέστρεψε με τον πλέον οδυνηρό τρόπο. Ένα χρόνο μετά από την επίσκεψη του Μπέρλιν και την αναχώρησή του από τη Ρωσία,το 1946, δημοσιοποιήθηκε η Απόφαση του Οργανωτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνστικού Κόμματος για τα περιοδικά «Ζβεζντά» («Αστέρι») και «Λένινγκραντ», στην οποία ασκούταν δριμύτερη κριτική της Άννα Αχμάτοβα και του σατυρικού πεζογράφου Μιχαήλ Ζόσσενκο. Από κείνη τη στιγμή και οι δυο τους ήταν καταδικασμένοι στη σιωπή και τη λήθη, διεγραμμένοι επιπλέον και από την Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων. Η εξόντωση δεν ήταν μόνο ηθική, αλλά και κυριολεκτική: εκτός από τη σιωπή, η ποιήτρια και ο συγγραφέας ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο από πείνα.
Όσον αφορά την Αχμάτοβα η τιμωρία δεν περιορίστηκε μόνο στην απαγόρευση δημοσίευσης των ποιημάτων της. Τον Αύγουστο του 1949 συλλαμβάνεται ο Νικολάι Πούνιν, στο σπίτι του οποίου συνεχίζει να ζει, το Νοέμβριο – ο γιος της Λέφ Γκουμιλιόφ. Η Αχμάτοβα μπήκε σε ένα νέο κύκλο του Άδη του Δάντη. Ο Πούνιν θα πεθάνει στους πάγους της Σιβηρίας το 1953, ο γιος της θα επιστρέψει από το στρατόπεδο μόλις το 1956, μετά το 20ο Συνέδριο, όπου καταδικάστηκε η ειδωλολατρεία του Στάλιν...
Το Δεκέμβρη του 1949 η Αχμάτοβα αφιερώνει στον Στάλιν ένα κύκλο ποιημάτων, αλλά εκείνος δεν αποδέχεται τη θυσία της. Αυτά τα ποιήματα θα προσμετρηθούν από όλους εκείνους που λάτρεψαν το βιβλίο «Αντι -Αχματοβα».
«Κι έμαθα πώς συρρικνώνονται τα πρόσωπα
Πώς ο τρόμος ελλοχεύει κάτω από τις βλεφαρίδες
Και πώς η οδύνη γράφει με σφηνοειδείς χαρακτήρες
Τραχιές γραμμές τα μάγουλα,
Πώς κατάμαυρα ή ξανθά δαχτυλίδια τα μαλλιά
Μονομιάς καλύπτονται απ' ασημένια σκόνη,
Και σβήνει το χαμόγελό μου στα πειθήνιά μου χείλη
Κι ο φόβος, είναι νεκρικός, θροΐζει στο σβησμένο μου γελάκι.
Και για μένα δεν προσεύχομαι μοναχά,
Αλλά για όλους, αυτούς που στάθηκαν μαζί μου στη σειρά
Στη ζέστα του Ιούλη, στο ψύχος του χειμώνα
Κάτω από τον τόσο κόκκινο, τον τοίχο, κι αθώρητο ακόμα»
(στίχοι από το Ρέκβιεμ σε μετάφραση του Γιάννη Αντιόχου, οι οποίοι ξαναζωντάνεψαν μακάβρια 10 χρόνια αργότερα)
Επόμενη συλλογή των ποιημάτων της θα βγεί μόλις το 1958, όταν μετά το 20ο Συνέδριο θα αρχίζει να πνέει το φρέσκο αγεράκι της Άνοιξης του Χρουσέφ. Η χαραμάδα απ’ όπου στην σοβιετική κουλτούρα έμπαινε η δροσιά της ελευθερίας, δεν μεγάλωσε, η πόρτα δεν άνοιξε τελικά. Αλλά αυτή η στενή χαραμάδα κατάφερε να γίνει δίαυλος, μέσα από τον οποίον ξεκίνησε μια αμφίδρομη κίνηση των χειρογράφων, βιβλίων, ιδεών. Το ίδιο κιόλας έτος, το 1958 θα «σταυρωθεί» ο Μπορίς Πάστερνακ για το «Δόκτωρ Ζιβάγκο» και το Βραβείο Νόμπελ, το 1963 θ’ αρχίσει το κυνήγι του Ιωσήφ Μπρόντσκι , ο οποίος το 1964 θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί.
Το γεγονός είναι ότι η ζωή πρόλαβε ν΄αλλάξει. Η φήμη της Αχμάτοβα πέταξε εκτός των συνόρων της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1964 η Αχμάτοβα θα ταξιδέψη στη Ρώμη για να παραλάβει το Διεθνές βραβείο Αίτνα-Ταορμίνα και το 1965 , στην Οξφόρδη θα ντυθεί με τον μανδύα του επίτιμου δόκτωρα αυτού του Πανεπιστημίου. Εκεί, στην Οξφόρδη θα συναντήσει για πρώτη και την τελευταία φορά τον ανιψιό της Αντρέι, γιο του αυτόχειρα αδερφού της από την Αθήνα. Αλλά και αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Στην επιστροφή στο Λένινγκραντ η Αχμάτοβα θα αποχαιρετήσει το Παρίσι, τα νιάτα της, όλη της τη ζωή. Το 1965 βγήκε από το τυπογραφείο η τελευταία της ποιητική συλλογή «Η κούρσα του χρόνου», αλλά η κούρσα της δικής της ζωής ήδη πλησίασε στο τέρμα. Στις 5 Μαρτίου του 1966 η Αχμάτοβα πέθανε. Την ίδια μέρα, το 1953, πέθανε και ο Στάλιν. Σύμπτωση; Μπορεί, αλλά όλη η ζωή της Αχμάτοβα ήταν κεντημένη με συμπτώσεις.
Η κηδεία της αποτέλεσε συμπαντικό γεγονός. Ο Λεφ Γκουμιλιόφ μάζεψε πέτρες μαζί με τους φοιτητές του και έχτισε στον τάφο της μητέρας του έναν τοίχο - σύμβολο εκείνου του κόκκινου, κι αθώρητου ακόμα τοίχου».
Η Αχμάτοβα και νεκρή έμεινε πιστή στην υπόσχεση, που κάποτε έδωδε, «να περιγράψει όλα αυτά».
πηγή:http://tvxs.gr/news/paideia/anna-axmatoba-brady