Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Γυναίκες...(για την τιμή και τη μνήμη)

της Λευκής Μολφέση*

Υπάρχουν γυναίκες που φοράνε
την ομορφιά τους σαν πένθος,
γυναίκες φωτεινές και σκιασμένες, 
διπλά δρεπάνια της αψίδας,
με το παιδί ασάλευτο στα 
σταυρωμένα χέρια.

Άλλες είναι χάρτινες, στοιχειά νηπιαγωγείων,
άλλες πάλι, ζωγραφιές με κιμωλία,
όρθια τα μαλλιά και μεγάλη μαύρη τσάντα.

Υπάρχουν γυναίκες ακροκέραμα
ανάμεσα στις άλλες,
γυναίκες με το μακρύ λαιμό, 
το χείλος της κανάτας,

άλλες που είναι ωδικά πτηνά 
κι άλλες που είναι χήνες.

Υπάρχουν γυναίκες που τις
φωνάζει ο φονιάς
να βγάλουν τον θάνατο περίπατο
μες στ' αραιό το δάσος.

Υπάρχουν γυναίκες που τις 
φωνάζει το παιδί Μαμά
και αυτές δεν απαντάνε...

Υπάρχουν γυναίκες που κάθε
τρίχα της κεφαλής τους
είναι κι ένας όρκος.
Είναι εκείνες που σέβονται το όνομα τους.

Κι οι άλλες που το εξευτελίζουν,
εκείνες που με τα χρόνια βαραίνουν,
κι οι άλλες που ξεφτίζουν,
εκείνες που στέκουν στο κήπο
ρόδινες σαν τη μυγδαλιά,
εκείνες που άγρια χόρτα γεμίζουν,
εκείνες που χάνουν το φως τους,
εκείνες που απ' τον καημό λυγίζουν,
εκείνες που κλωτσάει ο θάνατος
από μικρά παιδιά.

Εκείνες που κλείνουν μια
τελευταία φορά το παράθυρο
και καθαρίζουν μια τελευταία φορά το σπίτι
και ταΐζουν τον σκύλο μια τελευταία φορά
και μας αφήνουν δίχως να πούνε λέξη,
έτσι σκληρά και μαγικά,
σαν το κερί που κρατάς στο χέρι 
και σου σβήνει.

ποίημα από την ανθολόγηση Ερωτικό Λεξικό της Ελλάδας του Ζ. Λακαριέρ.

*Η Λευκή Μολφέση (1953-2005) γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Παρίσι. Πέρασε αρκετά χρόνια στις Βρυξέλλες και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου μοίραζε τη ζωή της ανάμεσα στην πόλη και την Αίγινα.

Κόρη του γλύπτη Ιάσονα Μολφέση και ανιψιά του πολιτικού Λεωνίδα Κύρκου, ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στους λογοτεχνικούς κύκλους,

Ο Ζακ Λακαριέρ αφιέρωσε ειδικό λήμμα σ' αυτή, στο "Ερωτικό λεξικό της Ελλάδας", γράφοντας ότι "τα πεζά της έχουν ένα ιδιαίτερο, εντελώς προσωπικό αφηγηματικό σχήμα, απείθαρχο στους συνήθεις κανόνες του είδους".

Έγραψε ποίηση και πρόζα. Βιβλία της εκδόθηκαν στα γαλλικά και τα ελληνικά. Στα γράμματα εμφανίστηκε με την ποιητική συλλογή "Croisiere sur le Styx" (Άγρα 1987), ενώ στο ελληνικό κοινό έγινε γνωστή με το αφήγημα "Γυάλινα σύνορα" (Εξάντας 1996), μια ανάπλαση του μύθου της Ελλάδας με "ξεναγό" την Καλή Κύρκου.

Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει, επίσης, άλλα δύο βιβλία της: το παιδικό "Ο Αγγελύκος και οι δύο του αδελφές" (Περίπλους, 2002) και η συλλογή διηγημάτων "H μέρα που λέγεται σήμερα" (Μελάνι, 2003), βιβλίο που μπήκε στον τελικό κατάλογο (short list) υποψηφιότητας για τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2004.

Μετέφρασε προς τα γαλλικά αρκετά ελληνικά κείμενα, ανάμεσά τους τα "Φτερά μπεκάτσας" του Θανάση Βαλτινού, ποιήματα του Γιώργου Βέλτσου, κ.ά."Έφυγε" αναπάντεχα σε τροχαίο δυστύχημα, τέτοιες μέρες το 2005, 

σημ: ένα χρόνο πριν είχε αναρτηθεί και πάλι το ποίημα αυτό. Φέτος συνοδεύεται από ένα μικρό βιογραφικό της Λευκής Μολφέση, μιας και τέτοιες μέρες ήταν που έφυγε από κοντά μας.

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

[μικρό αφιέρωμα στην] Άννα Αχμάτοβα: το βράδυ


το βρήκαμε στο http://odofragma-skas.blogspot.gr/

Η Άννα Αχμάτοβα στέκει στον 20ο αιώνα χώρια από όλους τους άλλους ποιητές της Ρωσίας, όπως στεκόταν ένα αιώνα πριν από αυτήν, τον 19ο και ο Αλέξανδρος Πούσκιν.

Υπήρχαν και άλλοι πολύ μεγάλοι ποιητές συνομήλικοί και συνάδελφοί της, όπως πρώτος και καλύτερος ο πρώτος συζυγός της Νικολάι Γκουμιλιόφ, όπως ο Αλέξανδρος Μπλοκ, τον οποίον, όπως και τον Πούσκιν αποκαλούσαν «Ήλιο της ρωσικής ποίησης», όπως ο Όσιπ Μάντελσταμ, ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, ο Μπορίς Πάστερνακ...

Αλλά η Αχμάτοβα ήταν μια και μοναδική. Πέρα από το διαχωρισμό των ποιητών σε άνδρες και γυναίκες, πέρα από τις σχολές που αντιπροσώπευαν. Πέρα από την ηλικία και τον ρόλο που έπαιζαν στις ποιητικές συντεχνίες της εποχής. Στεκόταν πάνω από τις σχολές, πάνω από την κοινωνία, πάνω από την εποχή της.Η ποίησή της είναι διαχρονική, εκτός τόπου και χρόνου. 

Το μυστικό της ποίησής της, κρύβεται στο γεγονός, ότι ήταν απολύτως κατανοητή, οι στίχοι της απευθύνονταν εξίσου σε διανοούμενους και πλύστρες, σε ανθρώπους καλής κοινωνίας και στο περιθώριο. Απλοί, με καθημερινές μεταφορές και καθημερινά επίθετα, σαν ενδοφλέβιο φάρμακο, που δρά άμεσα και αποτελεσματικά.

Χωρίς τον πολιτιστικό πλούτο και τις μυθολογικές αναφορές του Μάντελσταμ. Χωρίς τους εξωτισμούς του Νικολάι Γκουμιλιόφ, χωρίς τους εκλεπτισμούς του Μιχαήλ Κουζμίν. Τα ονόματα δεν επιλέχθηκαν τυχαία – όλοι τους ήταν συνάδελφοι, φίλοι, όλοι θαμώνες του καλλιτεχνικού υπογείου «Αδέσπωτος σκύλος» στην Αγία Πετρούπολη, όπου μαζευόταν όλη η μποέμ κοινωνία της ρωσικής τότε πρωτεύουσας.

Η Αχμάτοβα θα μπορούσε να είχε φύγει από τη Ρωσία, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι καλλιτέχνες με το ξέσπασμα της κόκκινης τρομοκρατίας μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά δεν έφυγε. Την απόφασή της η ίδια η ποιήτρια εξήγησε πολύ απλά, όπως μιλούσε και έγραφε πάντα, ακόμα το 1928 στον βιογράφο της, Πάβελ Λουκνίτσκι:

«Υπάρχουν δύο εκδοχές, είπε τότε: είτε όλοι έφυγαν, είτε όλοι έμειναν.
Εκδοχή πρώτη.. Όλοι έφυγαν. Δεν υπάρχει Ερμιτάζ, οι πίνακες του Ρέμπραντ αντικαθιστούν τα τραπεζομάντηλα και τα χαλάκια, γιατί δεν υπάρχει κανείς να εξηγήσει τι αντιπροσωπεύουν. Τα Χειμερινά Ανάκτορα ένας σωρός από στάχτες, εκεί μένουν οι άστεγοι. Απόλυτο χάος. Οι ξένοι δεν θα επέμβαιναν - θα περίμεναν, πιστεύοντας ότι βρέθηκαν μπροστά στη Νέα Αμερική, την οποία θα ανακαλύψουν και θα τεμαχίσουν.

Εκδοχή δεύτερη. Κανείς δεν έφυγε. Θα υπήρχε η κοινή γνώμη, που σήμερα δεν υπάρχει γιατί έμειναν λίγοι. Διαφορετικά, θα υποχρεούνταν να την υπολογίζουν. Όσοι έφυγαν, έσωσαν τη ζωή τους. Ίσως και την περιουσία τους, αλλά εγκλημάτησαν απέναντι στη Ρωσία... Αν δεν έφευγαν οι περισσότεροι καθηγητές, το επίπεδο εκπαίδευσης της νεολαίας θα ήταν υψηλότερο και οι νέοι θα μπορούσαν να διαδεχθούν τους παλιούς...».

Το 1961 η Αχμάτοβα θα γράψει:

«Ούτε κάτω από τους ξένους ουρανούς,
Ούτε κάτω από την προστασία των ξένων φτερών,
Ήμουν με τον λαό μου,
Όπου δυστυχώς ήταν ο λαός μου».

Δεν μετάνιωσε ποτέ γι΄αυτή την απόφαση, παρόλο που την πλήρωσε ακριβά. Η ίδια δεν εκτελέστηκε, όπως ο Νικολάι Γκουμιλιόφ,δεν φυλακίστηκε και δεν πέθανε στο στρατόπεδο της Σιβηρίας, όπως ο Όσιπ Μάντελσταμ, δεν υποχρεώθηκε στην μετανάστευση όπως ο νεώτερος της φίλος και συνάδελφος Ιώσηφ Μπρόντσκι. Όμως ο μοναδικός της γιος, Λεφ Γκουμιλιόφ πέρασε δέκα χρόνια στις φυλακές και στα στρατόπεδα την περίοδο 1930-1950, ο τρίτος της άνδρας, ο ιστορικός τέχνης Νικολάι Πούνιν, φυλακίστηκε τρεις φορές τη δεκαετία του ΄30 και πέθανε τελικά στο στρατόπεδο εργασίας εκτείνοντας την ποινή του.

Το 1957 στον πρόλογό της για το Ρέκβιεμ, η Αχμάτοβα θα γράψει:
«Στα φρικαλέα χρόνια του Εζόφ (1936-1938) πέρασα 17 μήνες στις ουρές των φυλακών στο Λένινγκραντ. Μια μέρα κάποιος με αναγνώρισε. Και τότε μια γυναίκα, που στεκόταν πίσω μου, με μπλε χείλη, η οποία μέχρι τότε δεν έχει ξανακούσει το ονομά μου, βγήκε από την χαρακτηριστική για όλους μας καταληψία, και με ρώτησε στ’ αφτί (όλοι μας μιλούσαμε ψιθυριστά εκεί): «Θα μπορούσατε να το περιγράψετε όλο αυτό;» Κι εγώ απάντησα: «Ναι, θα μπορούσα.». Και τότε ένα χαμόγελο γλίστρησε στη μάσκα, που κάποτε ήταν το προσωπό της»...
Στην ίδια περίοδο αναφέρεται κι ένα άλλο μικρό εκτενές ποίημά της Τα Θρύψαλα:

«Στερημένη ύδωρ και γη,
χωρισμένη απ’ τον μοναχογιό μου,
στο ικρίωμα, στη σιγή,
στέκομαι όπως στην αίθουσα του θρόνου.

Εφτά χιλιάδες χιλιόμετρα και τρία...
Που ν’ ακουστεί η φωνή
Στο σκοτάδι της αβάσταχτης δίνης
στου πολικού αγέρα βοή.
Αγρίεψες εκεί, στον Άδη,
Πρώτος μου, τελευταίος, μονάκριβος.
Και πάνω απ’ τον τάφο μου,
Στο Λενινγκράδι,
Αδιάφορη στέκει η Άνοιξη.
Να που σ’ έφτασε η φιλονικία,
Στου Ενισέι τις όχθες,
Για σας είναι κίνδυνος και αλητεία
Για μενά – μονάχα γιος μου.

Και κάποιοι με διέταξαν:
«Μίλα!Θυμήσου τα πάντα!»
Λέον Φιλίπε. Ανάκριση.
Σε πόσους μίλησες άραγε,
Και σε ποιον τα είπες, πικρή,
Ότι σαπίζει ο γιος σου στα κάτεργα,
Ότι η Μούσα σου είναι νεκρή;
Από όλους πιο ένοχη είμαι
Από επιζώντες και μη
Και στο τρελάδικο να κυλιέμαι
Για μενα μεγάλη τιμή.
Και σε γάντζο ζεστό, ματωμένο
Το τομάρι μου θα κρεμαστεί,
Για να βλέπουν οι άπιστοι ξένοι,
Και να γελούν οι αστοί.
Θα γράψουν οι εφημερίδες
Για το χάρισμα μου ανθοφόρο,
ότι σαν ποιήτρια ήμουν σπουδαία,
αλλά ήρθε η δεκατη τρίτη μου ώρα...»

Όπως όλα τα μεγάλα ποιήματα η Αχμάτοβα γράφει τα Θρύψαλα επί 20 ολόκληρα χρόνια από τη δεκαετία του ΄30 έως το 1958. Έτσι στο θρήνο της χωράνε, εκτός από τον γιο της, και ο Όσιπ Μάντελσταμ, που χάθηκε στη Σιβηρία το 1938, και ο Νικολάι Πούνιν και τόσοι και τόσοι άλλοι. Η Αχμάτοβα, σαν χειρουργός, θα κουβαλάει σε όλη της τη ζωή το δικό της νεκροταφείο...

Θα μπορούσε να είχε σωπάσει όπως τόσοι και τόσοι ποιητές και συγγραφείς ή να συμμορφωθεί . Είτε να γίνει αλκοολικιά, όπως οι περισσότεροι. Δεν σώπασε όμως, ούτε συμμορφώθηκε, αλλά ούτε και τα έριξε στο πιοτό.
Θα μπορούσε να αυτοκτονήσει. Αλλά ούτε αυτό έκανε, έχοντας το θάρρος να περάσει όλη της τη ζωή «στο ικρίωμα».
Γιατί δεν ήταν μονάχα η μοναδική δυνατή γυναικεία φωνή της ρωσικής ποίησης, ήταν η ίδια η ψυχή της ή το σημαντικότερο – η συνείδησή της. Ήταν μέτρο αντοχής της ρωσικής κοινωνίας, μέτρο του θάρρους της.

Στο ποίημα Άννα Αχμάτοβα, γραμμένο το 1914 ο Όσιπ Μάντελσταμ παρομοιάζει την ποιήτρια με την διάσημη εβραιογαλλίδα ηθοποιό Ελίζα Ρασέλ, την ασύγκριτη ερμηνεύτρια του ρόλου της Φαίδρας στο γαλλικό κλασσικό θέατρο της δεκαετίας ΄30-΄40 του 19ου αιώνα. Η Ρασέλ θριάμβευσε στην Φαίδρα του Ρακίνα στην ηλικία των 22 ετών. Το 1914 η Αχμάτοβα ήταν μόλις 25.
Έτος1914. Ορόσημο για πολλούς Ρώσους ποιητές του Αργυρού αιώνα, ο οποίος ανέτειλε τις δεκαετίες ΄80-΄90 του 19ου αιώνα και έδυσε βιαίως το 1921, με τις πρώτες εκτελέσεις από τη συντεχνία τους. Έτος του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, που τους χώρισε σε πατριώτες-ειρηνιστές και πατριώτες-πολεμιστές.

Για την Αχμάτοβα ήταν η τελευταία χρονιά του πρώτου και πραγματικού της – όσο ήταν δυνατόν, τουλάχιστον - έγγαμου βίου, με «κούνιες παιδικές», με 18μηνίτικο γιο, σπίτι και σύζυγο. Το 1914 ο Νικολάι Γκουμιλιόφ θα φύγει εθελοντής στον πόλεμο, και το 1918 θα πάρουν διζύγιο. Άλλο σπιτικό και με άλλον άνδρα η Αχμάτοβα δε θα στήσει, παρά τους δυο ακόμα γάμους – έναν αληθινό και έναν ανεπίσημο.
Γιατί ομως ο Μάντελσταμ διέκρινε στο πρόσωπό της την Ρασέλ; Την Φαίδρα; Γιατί στην Αχμάτοβα ακόμα και τότε, στα 25 της, στα ευτυχέστερα προπολεμικά, προεπαναστατικά χρόνια του καλλιτεχνικού αναβρασμού στην Ευρώπη και στη Ρωσία, ταίριαζαν τα επίθετα όπως τραγική, κλασική, ο θρήνος από τότε της πήγαινε πολύ – επίσης κλασικός, συμπαντικός, αιώνιος και βαθύς θρήνος.

Στις φωτογραφίες η Αχμάτοβα παρουσιάζεται συνήθως μόνη της, σαν μοναχική αυτοκράτειρα, και σε κάποιες άλλες – απλά εκτοπίζει τον διπλανό της, ακόμα και κάποιον εξίσου διάσημο. Κατά κανόνα δεν υπάρχει πουθενά με δυο ή και περισσότερα άτομα, παρά μόνο στη σχεδόν μοναδική οικογενιακή φωτογραφία – με τον άνδρα και το παιδί της.
Ο Ανατόλι Νάϊμαν, νεαρός φίλος και συνοδοιπόρος της Αχμάτοβα στα γεράματά της, με τον οποίον η Αχμάτοβα στις αρχές της δεκαετίας του '60 μετέφραζε τα ποιήματα της Ρίτας Μπούμη-Παππά για να βγάλει το ψωμί της, έγραφε για την πρώτη τους συνάντηση:
«Έφευγα αποσβολωμένος, με την απορία, πως πέρασα μια ολόκληρη ώρα με έναν άνθρωπο, με τον οποίο δεν είχα τίποτα κοινό, αν και κάτι είπαμε μέσα σ’ αυτή την ώρα. Αλλά και κανείς άλλος στον κόσμο δεν θα μπορούσε να έχει τίποτα κοινό μαζί της».

Στο σπίτι εκείνο φοβόμουνα να ζήσω.
Και ούτε η ζεστή φωτιά στο τζάκι,
ούτε η κούνια του μικρού παιδιού μας
ούτε ότι ήμασταν ακόμα νέοι,
γεμάτοι σχέδια, δεν με βοηθούσε
ν’ απαλλαγώ από την αίσθηση του τρόμου.
Και έμαθα να τον κοροϊδεύω,
και άφηνα κανάτα με κρασί
και κόρα για εκείνον, που τη νύχτα
σαν το σκυλί γρατζούνιζε την πόρτα
ή έριχνε ματιές από τον φεγγίτη.
Και κάναμε προσπάθεια ν’ αγνοούμε,
τι γίνεται πίσω από τον καθρέφτη,
κάτω από ποιές βαριές και μαύρες μπότες
στενάζουνε συχνά τα σκαλοπάτια
εκλιπαρώντας να τα λυπηθούμε.
Παράξενα χαμογελούσες τότε.
«Ποιον κουβαλάνε πάλι μες στη νύχτα;»
Τώρα από κει, που ξέρουν όλα, πες μου:
Τί ήταν αυτό, που ζούσε πλάι μου;

Είναι το τρίτο μέρος των Βόρειων Ελεγειών, ενός μεγάλου φιλοσοφικού ποιήματος, το οποίο η Αχμάτοβα έγραφε μια ολόκληρη ζωή, επί τρεις δεκαετίες. Αυτό το κομμάτι γράφτηκε πρώτο, το 1921, τη χρονία εκτέλεσης του Νικολάι Γκουμιλιόφ, του θανάτου του Αλεξάνδρ Μπλοκ, του τέλους του Αργυρού Αιώνα. Εκεί ομολογεί και την απέραντη μοναξιά της, την παράξενη της φύση, που ευκολότερα συνάπτει σχέσεις με τις δυνάμεις «πίσω από τον καθρέφτη», παρά με πραγματικούς ανθρώπους.

Την έλεγαν μάγισσα, νεράϊδα. Ο Γάλλος ζωγράφος Αμαδέο Μοντιλιάνι ήταν σίγουρος, ότι η Αχμάτοβα ήταν προφήτισσα. Η Μαρίνα Τσβετάγιεβα την προειδοποιούσε τρομαγμένη: «Δε φοβάστε να τα γράφετε; Δεν ξέρετε, ότι τα ποιήματα πραγματοποιούνται ;» Τα ποιήματα της Αχμάτοβα όντως πραγματοποιούνταν...

Ή Άννα Ανδρέγιεβνα Γκόρενκο – γιατί αυτό είναι το πραγματικό όνομα της Αχμάτοβα – γεννήθηκε τη νύχτα της 23ης Ιουνίου του 1889 κοντά στην Οδησσό, «στη θάλασσα κοντά», όπως θα γράψει η ίδια, στην οικογένεια του αξιωματικού του Ρωσικού ναυτικού Αντρέι Γκόρενκο. Τη νύχτα αυτή ο ρωσικός λαός θεωρέι μαγική – τη νύχτα της γέννησης του Ιωάννη Βαπτιστή, του Ρώσου Ιβαν Κουπάλα, όταν τα βότανα και νερό αποκτούν μαγική δύναμη.

Γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου, όταν γιορτάζει η εικόνα της Θεοτόκου του Βλαντιμίρ, η θαυματουργή εικόνα, από τις σημαντικότερες της Ρωσικής Ορθοδοξίας, η οποία στις 23 Ιουνίου του 1472 έκανε το θαύμα της και γλίτωσε τη Μόσχα από τον Τάταρο χάνο Αχμάτ και τη Ρωσία – από το ταταρικό ζυγό. Η Αχμάτοβα, που αρεσκόταν να πιστεύει στη μακρινή της συγγένεια με τον θρυλικό Αχμάτ, έλεγε, ότι ρούφηξε όλη τη μαγεία εκείνης της νύχτας, τη λατρεία και του νερού και των βοτάνων και όλη την θέρμη του ήλιου. Αγαπούσε παράφορα τη θάλασσα και συναγωνιζόταν με τον πατέρα της στο κολύμπι. Την ίδια αγάπη για τη θάλασσα, το Νότο, τον ήλιο είχε και ο αδερφός της, ο Αντρέι Γκόρενκο, ο οποίος λάτρεψε την Ελλάδα, έζησε και πέθανε εδώ και αναπάυεται μαζί με τα δυο του παιδιά και τη γυναίκα του στο Πρώτο νεκροταφείο Αθηνών.

Η Αχμάτοβα γεννήθηκε διαφορετική.

«Ποτέ μου δεν είχα χρόνια παιδικά,
φακίδες, αρκουδάκια ή κουκλίτσες,
καλούς μπαρμπάδες, θείτσες αγαθές,
αγαπημένες φίλες στα παιχνίδια...
Από την αρχή φαινόμουν στον εαυτό μου
σαν ξένο όνειρο, σαν παραμιλητό
ή αντανάκλαση σ’ έναν καθρέφτη,
χωρίς αιτία, όνομα και σάρκα...» 

θα γράψει στις Βόρειες Ελεγείες το 1945, 56 χρονών πια, για τις απαρχές της ζωής της έως και το γάμο.

Η Αχμάτοβα άρχισε να γράφει ποιήματα στα 11 της χρόνια. «Απαρχής γνωριζα τα πάντα για την ποίηση», θα γράψει στη βιογραφία της το 1965, ένα χρόνο πριν το θάνατο. Ο Ανατόλι Νάϊμαν θα το επιβεβαιώσει: «Δεν μπορείς να πεις, ότι η Αχμάτοβα έγραφε ποιήματα. Απλά άνοιγε το τετράδιο και σημείωνε τις στροφές, που συντάχθηκαν από πριν στο μυαλό της».

Το 1912 βγαίνει από το τυπογραφείο η πρώτη της ποιητική συλλογή Το Βράδυ, η οποία την κάνει διάσημη στους απαιτητικούς ρωσικούς ποιητικούς κύκλους. Ο Νικολάι Γκουμιλιόφ, πού ήταν τρια χρόνια μεγαλύτερος της Αχμάτοβα και φίλος καρδιακός του αδεφού της Αντρέι, το 1910 ήταν ήδη καταξιωμένος ποιητής, και όταν για πρώτη φορά άκουσε τα δικά της ποιήματα, είπε: «Μήπως καλύτερα να χόρευες; Είσαι τόσο ευλύγιστη!» Έπεσε έξω, όταν δυο χρόνια αργότερα το ταλέντο της γυναίκας του επισκίασε το δικό του...

Το 1922 στο άρθρο Γράμμα για τη ρωσική ποίηση ο Μαντελστάμ θα ισχυριστεί, ότι «η Αχμάτοβα έφερε στη ρωσική λυρική ποίηση όλη την τεράστια πολυπλοκότητα και τον πλούτο του ρωσικού μυθιστορήματος του 19ου αώνα. Η Αχμάτοβα δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η Αννα Καρένινα του Τολστόι, αν δεν υπήρχε ο Τουργκένεφ και ο Ντοστογιέφσκι...Την ποιητική της φόρμα, οξύτατη και ιδιόμορφη, η Αχμάτοβα ανέπτυξε, ακολουθώντας την ψυχολογική πρόζα».

Σε μικρή ηλικία η Αχμάτοβα μετακόμισε με την οικογένειά της στο Τσάρσκογιε Σελό, έξω από την Αγία Πετρούπολη όπου βρίσκονταν τα θερινά τσαρικά ανάκτορα και τα καλύτερα στη Ρωσία εκπαιδευτικά ιδρύματα – τα Γυμνάσια αρρένων και θηλεών. Στο Κλασσικό Γυμνάσιο Αρρένων, που έφερε το όνομα του αυτοκράτορα Νικόλαου Α΄, σπούδαζαν ο Αντρέι Γκόρενκο και ο Νικολάι Γκουμιλιόφ, σπούδαζε και ο Νικολάι Πούνιν, ο τρίτος άνδρας της Αχμάτοβα, και πολλοί άλλοι μεγάλοι Ρώσοι ποιητές, επιστήμονες, αξιωματούχοι. Το Κλασικό Γυμνάσιο κληρονόμησε την αίγλη του άλλου μεγάλου εκπαιδευτικού ιδρύματος – του Αυτοκρατορικού Λυκείου του Τσάρσκογιε Σελό, όπου σπούδαζε ο Αλέξανδρος Πούσκιν και άλλοι σπουδαίοι άνδρες των αρχών του 19ου αιώνα. Εκεί, στον Βορρά άνθισε το ταλέντο και της Αχμάτοβα και γι’ αυτό την αποκαλούσαν Αστέρι του Βορρά και όχι του Νότου.

Υπάρχουν πολλά πορτραίτα της Αμχάτοβα, αλλά αν η ίδια ήταν τέχνη, θα ήταν αρχιτεκτονική – τα ποιήματά της θυμίζουν άρτια αρχιτεκτονικά αριστουργήματα – απλές κλασικές γραμμές, φόρμες, άριστα σμιλευμένα. Το ίδιο το πρόσωπό της είναι αρχιτεκτονικό και καλύτερα πλάθεται από τραχιά πέτρα παρά αναπαρίσταται με χρώματα. Γενικώς – η Αγία Πετρούπολη είναι η αρχιτεκτονική, και η Μόσχα –η ζωγραφική. Οι στίχοι του Πάστερνακ – είναι γραμμένα με πινέλο, βουτηγμένο σε χρώματα, της Αχμάτοβα και του Μάντελσταμ – δομημένοι σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες της αρχιτεκτονικής.

Η Αχμάτοβα χόρτασε τη δόξα στις δεκαετείς του '10 και του '20 του περασμένου αιώνα. Μέσα σε μόλις 5 χρόνια βγήκαν οι τρεις της συλλογές – μετά Το Βράδυ του 1912 και το Κομπολόϊ του 1914, δημοσιεύεται του 1917 η συλλογή της Λευκό σμήνος. Ο Μαγιακόφσκι από τους πρώτους θα παρατηρήσει την αρχιτεκτονικότητα της ποίησής της: «Οι στίχοι της Αχμάτοβα είναι μονόλιθος, θα αντέξουν τη δύναμη οποιασδήποτε φωνής χωρίς να ραγίσουν».

Όμως μετά το χωρισμό με τον Γκουμιλιόφ και το ξέσπασμα της Επανάστασης, η Αχμάτοβα σιωπά. Ξεκινάνε τα χρόνια στέρησης, πείνας, άστεγης ζωής, αλλά και καινούργιου της γάμου – με τον αρχαιολόγο, ειδικό στις ανατολικές γλώσσες Βλαντίμιρ Σιλέϊκο. Και μόνο το 1921, όταν χωρίσει με τον Σιλέϊκο και συνδεθεί με τον Νικολάι Πούνιν, θα δημοσιεύει σχεδόν ταυτόχρονα δυο ποιητικές συλλογές : το 1921 – τη συλλογή «Πεντάνευρο» και το 1922 – την «Αννο Δομινι». Μετά – ξανά σιωπή. Αν κι αυτή τη φορά δεν «σώπασε» από μόνη της, την φύμωσαν: το 1924 τα ποιήματά της δημοσιεύονται για τελευταία φορά και από κει και πέρα απαγορεύονται ανεπισήμως.

Εδώ θα μπορούσε να τελειώσει και η ποιητική της διαδρομή και να ξεχαστεί το όνομά της, όπως εξάλλου στόχευαν εκείνοι στα χέρια των οποίων βρίσκονταν οι τύχες της σοβιετικής πια λογοτεχνίας.

Τώρα θα με ξεχάσουν,
Και τα βιβλία μου θα σαπίσουν στα ντουλάπια,
Και δε θα ονομάσουν με το όνομα της Αχμάτοβα
Μήτε οδό, μηήτε ποιητική ρίμα», 
- έγραψε η ίδια.

Θα μπορούσε να συμβεί και έτσι. Την ίδια δεν την πείραξαν, αλλά γύρω από αυτήν δημιουργήθηκε ένα απόλυτο κενό. Την αποκάλεσαν και επίσημα «εσωτερική μετανάστρια» και ήταν ίσως η κοσμικότερη ετικέττα από όσες της κολλούαν τότε.

Αν για τον Μάντελσταμ η Αχμάτοβα ήταν η Ρασέλ, η Φαίδρα, για τον Στάλιν ήταν «ημιμοναχή, ημιαμαρτωλή». Και αυτό όχι επειδή ο Στάλιν δεν ήταν ικανός να εκτιμήσει τη δύναμη της ποίησής της, αλλά ακριβώς για τον αντίθετο λόγο. Το 1939 στη δεξίωση προς τιμή των συγγραφέων, στους οποίους απονεμήθηκε το βραβείο Στάλιν, ο Στάλιν ρώτησε: «Πού είναι η Αχμάτοβα; Γιατί δεν γράφει τίποτα;» Αυτή η φράση ήταν αρκετή για να την αναζητήσουν οι εκδοτικοί οίκοι και τα περιοδικά - τα ποιήματά της.

Ο χρόνος δεν λειτουργεί πάντα υπέρ των Μεγάλων. Η Αχμάτοβα φοβόταν την υστεροφημία, φοβόταν μη παραμορφωθεί η εικόνα της στις αναμνήσεις και τα απομνημονεύματα των φίλων και των εχθρών, μια και είχε μπόλικους και από τους μεν και από τους δε.
Στην εποχή μας συνηθίζεται να σκαλίζουν τα άπλυτα ανεξαιρέτως όλων χωρίς να υπολογίζεται η τεράστια πληγή που συχνά δέχεται η κουλτούρα. Υπάρχουν πρόσωπα, που δεν πρέπει να τ’ αγγίζει κανείς, η «άπλετη αλήθεια» μόνο ζημιά θα επιφέρει, και ιδιαίτερα, όταν αυτή την «αλήθεια» ξεθαύουν άνθρωποι ασυγκρίτως μικρότερου μεγέθους από αυτό του ατόμου, με την ζωή του οποίου καταπιάνονται.

Η Αχμάτοβα δεν κατάφερε να αποτελέσει εξαίρεση. Τον Ιούλιο του 2007 βγήκε το βιβλίο της Ταμάρα Κατάγιεβα με τίτλο «Αντι-Αχμάτοβα», το οποίο έγινε αμέσως μπεστσέλερ. Οι ψυχικά υγείς άνθρωποι στη Ρωσία έμειναν στήλη άλατος, οι άλλοι, που τρέφονται με σκάνδαλα – έτρεξαν να φρεσκάρουν τη μνήμη τους, αγοράζοντας ό, τι γραφόταν για την Αχμάτοβα και από την Αχμάτοβα. Και όμως αυτό ακριβώς το σκανδαλοθηρικό βιβλίο επιβεβαίωσε για μια φορά την αληθινή της δόξα: ποιός θα νιαζόταν για τα άπλυτα μιας κάποτε διάσημης, αλλά νυν αδιάφορης ποιήτριας; Το βιβλίο κυριολεκτικά έκοψε τη Ρωσία στα δυο.

«Το βιβλίο Αντι-Αχμάτοβα σπάει το μύθο της Αχμάτοβα, ο οποίος ολόκληρος στηρίζεται στην αιώνια ανάγκη των Ρώσων να δημιουργούν θρύλους και να τους προσκηνάνε χωρίς σκέψη...Όλοι γνωρίζουμε, πως η Αχμάτοβα διόρθωνε και χτένιζε συνέχεια τη βιογραφία της...Μόνο στο άδειο – σαν αποτέλεσμα της μετανάστευσης και των εκτελέσεων –χωράφι της Σοβιετικής Ρωσίας μπορούσε να οικοδομηθεί αυτό το κυκλώπειο μνημείο της «Βασίλισας της Ποίησης». Ολοκληρωτική και ντροπιαστική μπλόφα μιας ζωής..Ξεφυλλίζοντας αυτό το καταπληκτικό βιβλίο, αισθάνομαι βαθειά ανακούφιση. Κάποιος έπρεπε να πει τα πράγματα με το ονομά τους! Ο βασιλιάς είναι γυμνός!» - έγραφε ο Ίγκορ Σιντ ποιητής, δημοσιογράφος, κουλτουρολόγος ο οποίος γεννήθηκε τρια χρόνια μετά το θάνατο της ποιήτριας. Τρομερό; Και όμως αληθινό. Και όμως άλλη μια προσπάθεια (μετά από κείνη του Στάλιν) να μεταμορφώσουν την Ρασέλ σε «ηνιμοναχή, ημιαμαρτωλή» ναυάγησε ξανά. Παρ’ όλα αυτά το 2009 βγήκε το δεύτερο βιβλίο της Ταμάρα Κατάγιεβα- Ο άλλος Πάστερνακ, το οποίο και πάλι σημείωσε ρεκόρ πωλήσεων...Η μετωπική επίθεση των άλλων βιβλίων δεν είναι καθόλου ακίνδυνη και γραφική, γιζτί πέρα από την άλλη βιογραφία, γράφεται και άλλη λογοτεχνία και συνεπώς – εντελώς άλλη ιστορία...

Η αλήθεια είναι, ότι η προσωπική ζωή των μεγάλων καλλιτεχνών δεν χωράει στα πλαίσια της κοινής ηθικής και κοινών κανόνων. Η Αχμάτοβα ποτέ δεν έπνιξε τη γυναικεία της φύση, και ακόμα και σε μεγάλη ηλικία ήταν ικανή να σαγηνεύει νέους άνδρες και να επιβάλλεται. Λίγες γυναίκες, αλλά και άνδρες μπορούσαν να ζήσουν πλάι της, να μοιραστούν το βάρος του ταλέντου, της σιωπής και των απαιτήσεών της. Επί δέκα πέντε χρόνια έζησε με τον Νικολάι Πούνιν, τον τελευταίο της άνδρα, τον οποίον δεν παντρέυτηκε ποτέ για το απλούστατο λόγο: εκείνος δεν χώρισε ποτέ, και ως ζευγάρι η Αχμάτοβα και ο Πούνιν ζούσαν στο σπίτι της οδού Φοντάνκα, όπου ζούσαν η γυναίκα και η κόρη του Πούνιν. Από το σπίτι της Φοντάνκα η Αχμάτοβα έφευγε στα τέλη της δεκαετίας του ΄30, προπολεμικά, για να συναντήσει τον Βλαντίμιρ Γκάρσιν, διάσημο παθολογοανατόμο, ο οποίος, όπως πίστευε θα γινόταν επιτέλους «κανονικός» σύζυγός της. Αλλά ούτε οι έρωτες ούτε οι χωρισμοί, ούτε και τα καπρίτσια πρέπει να γίνουν μέτρο κρίσης σε συνθήκες, όπου καθημερινά κρίνονταν όσοι ζούσαν τότε στη Σοβιετική Ένωση. Μέτρο κρίσης ήταν οι πολιτικές πράξεις του καθενός, και στην περίπτωση των άνθρώπων τέχνης - η στάση τους απέναντι στους συναδέλφους και στην εξουσία. Το ταλέντο δεν ήταν πάντα (ίσως και σπανίως) συνώνυμο της πολιτικής τόλμης, και η Αχμάτοβα είναι ένα από τα λίγα παραδείγματα μιας τέτοιας τόλμης. Δεν ξεχνούσε τους εχθρούς της, αλλά ούτε και τους φίλους της, δεν πρόδωσε ποτέ κανένα, ούτε ζωντανό, ούτε και νεκρό. Και δεν είναι τυχαίο, ότι κανένας από τους άνδρες της δεν έπαψε ποτέ να την αγαπά – και ως ποιήτρια, και ως γυναίκα.

Η Αχμάτοβα επέστρεψε στην ποίηση στο Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, με τα ποιήματα για τον πόλεμο και για κείνους που πολεμούσαν. Δεν το έκανε για να βγει ξανά στην «επιφάνεια», για να κερδίσει το δικαίωμα να διαβάζεται και να δημοσιεύεται, αλλά επειδή ήταν «εκεί, όπου δυχτυχώς ήταν ο λαός της»: μιλούσε και πάλι τη γλώσσα του λαού της, ακουμπώντας τις πιο κρυφές χορδές της ψυχής του. Δεν έγραφε άλλη ποίηση – ήταν πάντα η ίδια η Αχμάτοβα, που έλεγε ό, τι θα έλεγε εκείνη τη στιγμή ο καθένας για τον οποίον η ρωσική γλώσσα ήταν μητρική. Αν είχε φυσικά το χάρισμά της.

Η Αχμάτοβα δεν έζησε τον αποκλεισμό της πόλης της, του Λένινγκραντ, την έχουν φυγαδέψει στο νότο, στην Τασκένδη, γνωρίζοντας, ότι θα πέθαινε από τους πρώτους: δεν ήξερε να κάνει τίποτε άλλο από το να γράφει και να αγαπά – τους άνδρες και τους φίλους της. Όταν το 1944 η Αχμάτοβα επέστρεψε στο Λένινγκραντ, βρήκε μια εντελώς διαφορετική πόλη, μεταμορφωμένη για τρίτη φορά στη ζωή της. Βιαζόταν να επιστρέψει, πιστεύοντας, ότι θα έβρισκε εκεί την ευτυχία της, επέστρεφε σαν σχεδόν γυναίκα του Γκάρσιν, με την ελπίδα να έχει επιτέλους μια φυσιολογική οικογένεια και σπίτι. Μόλις όμως πρόλαβε να κατέβει από το τρένο, ο Γκάρσιν της ανακοίνωσε τον χωρισμό τους. Και τότε, ίσως για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή της, η Αχμάτοβα έχασε τη διαύγειά της, τη μαγική προφητική της δύναμη: ο Γκαρσιν δεν ήθελε να απαλλαγεί από την Αχμάτοβα, αλλά να την απαλλάξει από το βάρος να ζει με έναν θανάσιμα άρρωστο, ανήμπορο να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του συζύγου άνδρα. Ο Γκάρσιν, που έζησε όλες τις 872 μέρες αποκλεισμού του Λένινγκραντ με όλες τις ολέθριες συνέπειες για την σωματική και ψυχική υγεία του, έζησε άλλα 10 χρόνια, παντρεμένος με μια άλλη γυναίκα, η οποία εκτελούσε χρέη της νοσοκόμας του. Με την απόφασή του να χωρίσει την Αχμάτοβα, ο Γκάρσιν έσωσε την ίδια, την ποίησή της και...τον εαυτό του.

Τραγική ειρωνεία! Ήταν ο μοναδικός άνδρας, που, όπως πίστευε η Αχμάτοβα θα γινόταν ο τελευταίος έρωτας της ζωής της, το τελευταίο της απάγκιο.
Πρέπει να πούμε, ότι την Αχμάτοβα συνδέει με την Ελλάδα όχι μόνο ο τάφος του αδελφού της στο Πρώτο νεκροταφείο, αλλά και το όνομα Γκάρσιν. Εμμέσως μεν, αλλά συνδέει. Ο αδελφός του Βλαντιμίρ Γκάρσιν, ο Μιχαήλ Γκάρσιν ήταν προσωπικός γραμματέας της Βασίλισσας των Ελλήνων Όλγας, διευθυντής του Ρωσικού Νοσοκομείου στον Πειραιά. Αλλά είναι μια άλλη ιστορία...
Η Αχμάτοβα έμεινε οριστικά μόνη. Έπρεπε να ανασταίνεται, όπως ανασταινόταν και η αγαημένη της πόλη – από τα ερείπια.

Ηρεμος ο Ντον, γαλήνια κυλά
Κίτρινο φεγγάρι σε σπίτι γλιστρά.
Γλιστρά και φορά το σκουφί του λοξά
Το κίτρινο φεγγάρι κοιτά μια σκιά.
Αυτή η γυναίκα είν' άρρωστη βαριά
Την τρώει μεγάλη μοναξιά.
Στο μνήμα ο άντρας της κι ο γιος της φυλακή
Πες και για μένα μία προσευχή. 
(σε μετάφραση του Γιάννη Αντιόχου, Ρέκβιεμ).

Τον αβάσταχτο πόνο απαλύνει η συνάντησή της με τον Ησαϊα Μπέρλιν, Άγγλο φιλόσοφο και μεταφραστηήτης ρωσικής λογοτεχνίας, που βρέθηκε το 1945 στο μεταπολεμικό Λένινγκραντ ως γραμματέας της Πρεσβείας της Μεγάλης Βρετανίας. Είναι μόλις 36 ετών, η Αχμάτοβα – 57. Αλλά η ανάσταση πραγματοποιήθηκε– και όχι μέσα στη γυναίκεία ψυχή, που πάλι φτερούγισε, αλλά κυρίως ώς ποιήτριας.

Στις 5 Φεβρουαρίου θα γράψει την τελευταία, την έκτη Βόρεια Ελεγεία:
«Τρεις εποχές έχουν οι αναμνήσεις.
Η πρώτη – σαν τη χτεσινή ημέρα.
Κάτω απ’ το θόλο της πετάει η ψυχή
Και στη σκιά της ευτυχεί το σώμα.
Υπάρχει γέλιο, δάκρυα κυλάνε
Και το μελάνι πάνω στο τραπέζι.
Και το φιλί σαν στην καρδιά σφραγίδα –
μοναδικό, αξέχαστο, στερνό. Μα
δεν κρατά πολύ αυτή η εποχή.
Αντί για θόλο – ένα άδειο σπίτι
Σε κάποια απομακρυσμένη επαρχία,
όπου το καλοκαίρι είναι καυτό,
και το χειμώμα τσουχτερό το κρύο,
παντού – αράχνες, στις γωνιές – οι σκόνες,
τα γράμματα ερωτικά σαπίζουν,
κρυφά αλλάζουν θέση τα ποτράιτα,
ο κόσμος έρχεται σαν στη κηδεία
και ύστερα τα χέρια σαπουνίζει
σκουπίζοντας από τα κουρασμένα μάτια
τα δάκρυα, βαριαναστενάζει...
Μα το ρολόι τρέχει, κι η άνοιξη
Γυρίζει πάλι, ο ουρανός ροδίζει,
Αλλάζουν τα ονόματα της πόλης
Και φεύγουν οι μάρτυρες των γεγονότων.
Δεν έχεις πια κανένα να θυμάσαι,
Να κλαις και να οδύρεσαι μαζί.
Σιγά-σιγά μας φεύγουν οι σκιές, που
Δεν καλούμε πια,
Και η επιστροφή τους τώρα μας τρομάζει.
Και μια ωράια πρωία παρατηρούμε,
Ότι ξεχάσαμε που βρίσκεται το σπίτι,
Μας πνίγει η οργή,ο πόνος, η ντροπή
Τρέχουμε εκεί, μα όλα έχουν αλλάξει
(όπως στα όνειρα οι άνθρωποι)
Οι τοίχοι, τα πράγματα, κανένας δεν μας ξέρει
Είμαστε ξένοι μες στους ξένους.
Βρεθήκαμε αλλού!...Ω Θέε μου!
Μόλις περάσουν οι πρώτες πίκρες
Κατανοούμε, ότι δεν χωράει
Το παρελθόν στα πλαίσια της ζωής μας.
Μας είναι τόσο ξένο, όσο
Και στον γείτονα στην πολυκατοικία,
και ότι δε θα αναγνωρίζαμε εκείνους,
που έχουν πεθάνει, κι εκείνοι, που μας
αποχωρίστηκαν, ζουν άνετα
και χωρίς εμάς. Και όλα καλώς βαδίζουν»...

Η Αχμάτοβα γελιόταν, πιστεύοντας, ότι το παρελθόν δεν χωρούσε πια στα πλαίσια της ζωής της. Το παρελθόν επέστρεψε με τον πλέον οδυνηρό τρόπο. Ένα χρόνο μετά από την επίσκεψη του Μπέρλιν και την αναχώρησή του από τη Ρωσία,το 1946, δημοσιοποιήθηκε η Απόφαση του Οργανωτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνστικού Κόμματος για τα περιοδικά «Ζβεζντά» («Αστέρι») και «Λένινγκραντ», στην οποία ασκούταν δριμύτερη κριτική της Άννα Αχμάτοβα και του σατυρικού πεζογράφου Μιχαήλ Ζόσσενκο. Από κείνη τη στιγμή και οι δυο τους ήταν καταδικασμένοι στη σιωπή και τη λήθη, διεγραμμένοι επιπλέον και από την Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων. Η εξόντωση δεν ήταν μόνο ηθική, αλλά και κυριολεκτική: εκτός από τη σιωπή, η ποιήτρια και ο συγγραφέας ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο από πείνα.

Όσον αφορά την Αχμάτοβα η τιμωρία δεν περιορίστηκε μόνο στην απαγόρευση δημοσίευσης των ποιημάτων της. Τον Αύγουστο του 1949 συλλαμβάνεται ο Νικολάι Πούνιν, στο σπίτι του οποίου συνεχίζει να ζει, το Νοέμβριο – ο γιος της Λέφ Γκουμιλιόφ. Η Αχμάτοβα μπήκε σε ένα νέο κύκλο του Άδη του Δάντη. Ο Πούνιν θα πεθάνει στους πάγους της Σιβηρίας το 1953, ο γιος της θα επιστρέψει από το στρατόπεδο μόλις το 1956, μετά το 20ο Συνέδριο, όπου καταδικάστηκε η ειδωλολατρεία του Στάλιν...

Το Δεκέμβρη του 1949 η Αχμάτοβα αφιερώνει στον Στάλιν ένα κύκλο ποιημάτων, αλλά εκείνος δεν αποδέχεται τη θυσία της. Αυτά τα ποιήματα θα προσμετρηθούν από όλους εκείνους που λάτρεψαν το βιβλίο «Αντι -Αχματοβα».

«Κι έμαθα πώς συρρικνώνονται τα πρόσωπα
Πώς ο τρόμος ελλοχεύει κάτω από τις βλεφαρίδες
Και πώς η οδύνη γράφει με σφηνοειδείς χαρακτήρες
Τραχιές γραμμές τα μάγουλα,
Πώς κατάμαυρα ή ξανθά δαχτυλίδια τα μαλλιά
Μονομιάς καλύπτονται απ' ασημένια σκόνη,
Και σβήνει το χαμόγελό μου στα πειθήνιά μου χείλη
Κι ο φόβος, είναι νεκρικός, θροΐζει στο σβησμένο μου γελάκι.
Και για μένα δεν προσεύχομαι μοναχά,
Αλλά για όλους, αυτούς που στάθηκαν μαζί μου στη σειρά
Στη ζέστα του Ιούλη, στο ψύχος του χειμώνα
Κάτω από τον τόσο κόκκινο, τον τοίχο, κι αθώρητο ακόμα» 
(στίχοι από το Ρέκβιεμ σε μετάφραση του Γιάννη Αντιόχου, οι οποίοι ξαναζωντάνεψαν μακάβρια 10 χρόνια αργότερα)

Επόμενη συλλογή των ποιημάτων της θα βγεί μόλις το 1958, όταν μετά το 20ο Συνέδριο θα αρχίζει να πνέει το φρέσκο αγεράκι της Άνοιξης του Χρουσέφ. Η χαραμάδα απ’ όπου στην σοβιετική κουλτούρα έμπαινε η δροσιά της ελευθερίας, δεν μεγάλωσε, η πόρτα δεν άνοιξε τελικά. Αλλά αυτή η στενή χαραμάδα κατάφερε να γίνει δίαυλος, μέσα από τον οποίον ξεκίνησε μια αμφίδρομη κίνηση των χειρογράφων, βιβλίων, ιδεών. Το ίδιο κιόλας έτος, το 1958 θα «σταυρωθεί» ο Μπορίς Πάστερνακ για το «Δόκτωρ Ζιβάγκο» και το Βραβείο Νόμπελ, το 1963 θ’ αρχίσει το κυνήγι του Ιωσήφ Μπρόντσκι , ο οποίος το 1964 θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί.

Το γεγονός είναι ότι η ζωή πρόλαβε ν΄αλλάξει. Η φήμη της Αχμάτοβα πέταξε εκτός των συνόρων της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1964 η Αχμάτοβα θα ταξιδέψη στη Ρώμη για να παραλάβει το Διεθνές βραβείο Αίτνα-Ταορμίνα και το 1965 , στην Οξφόρδη θα ντυθεί με τον μανδύα του επίτιμου δόκτωρα αυτού του Πανεπιστημίου. Εκεί, στην Οξφόρδη θα συναντήσει για πρώτη και την τελευταία φορά τον ανιψιό της Αντρέι, γιο του αυτόχειρα αδερφού της από την Αθήνα. Αλλά και αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Στην επιστροφή στο Λένινγκραντ η Αχμάτοβα θα αποχαιρετήσει το Παρίσι, τα νιάτα της, όλη της τη ζωή. Το 1965 βγήκε από το τυπογραφείο η τελευταία της ποιητική συλλογή «Η κούρσα του χρόνου», αλλά η κούρσα της δικής της ζωής ήδη πλησίασε στο τέρμα. Στις 5 Μαρτίου του 1966 η Αχμάτοβα πέθανε. Την ίδια μέρα, το 1953, πέθανε και ο Στάλιν. Σύμπτωση; Μπορεί, αλλά όλη η ζωή της Αχμάτοβα ήταν κεντημένη με συμπτώσεις.

Η κηδεία της αποτέλεσε συμπαντικό γεγονός. Ο Λεφ Γκουμιλιόφ μάζεψε πέτρες μαζί με τους φοιτητές του και έχτισε στον τάφο της μητέρας του έναν τοίχο - σύμβολο εκείνου του κόκκινου, κι αθώρητου ακόμα τοίχου».

Η Αχμάτοβα και νεκρή έμεινε πιστή στην υπόσχεση, που κάποτε έδωδε, «να περιγράψει όλα αυτά».
πηγή:http://tvxs.gr/news/paideia/anna-axmatoba-brady

Η σκιά της σκιάς (αναδημοσίευση)


του Paco Ignacio Taibo II 


Εγώ δεν είμαι από 'δω.
Δεν είμαι απ’ αυτή τη γη όπου γεννήθηκα.
Και στη ζωή μαθαίνεις, μαθαίνει αυτός που θέλει να μάθει, ότι κανένας δεν είναι από κει που γεννήθηκε, από 'κει που τον μεγάλωσαν.
Ότι κανένας δεν είναι από πουθενά.

Μερικοί προσπαθούν να συντηρήσουν τις αυταπάτες και δημιουργούν νοσταλγίες, ιδιοκτησίες, ύμνους και σημαίες.

Ανήκουμε όλοι στους τόπους που δεν γνωρίσαμε.
Αν υπάρχει νοσταλγία, είναι για τα πράγματα που ποτέ δεν είδαμε, για τις γυναίκες που μαζί δεν κοιμηθήκαμε κι ούτε ονειρευτήκαμε και για τους φίλους που δεν αποκτήσαμε ακόμα, τα βιβλία που δεν διαβάσαμε, τα φαγητά που αχνίζουν στη χύτρα κι ακόμα δεν τα δοκιμάσαμε.
Αυτή είναι η αληθινή νοσταλγία, η μοναδική...

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Πλειστηριασμός σπιτιού ; Ούτε να το σκέφτεστε ! - Αποτροπή πλειστηριασμού σπιτιού άεργης στο ειρηνοδικείο Χαλανδρίου


Η μαζική παρουσία αλληλέγγυων πολιτών απέτρεψε πλειστηριασμό σπιτιού άεργης και ανήμπορης οικονομικά, αλλά και από άποψη υγείας, γυναίκας. Εκατοντάδες πολίτες συγκεντρώθηκαν νωρίς το απόγευμα έξω από το Ειρηνοδικείο Χαλανδρίου όπου επρόκειτο να γίνει ο τρίτος επαναληπτικός πλειστηριασμός σπιτιού (κύριας κατοικίας) της Μ.Τ. Οι δύο προηγούμενοι πλειστηριασμοί είχαν κηρυχθεί άγονοι μιας και η τιμή εκπλειστηριασμού εθεωρήθη υψηλή για τα κοράκια του real estate. Η προηγούμενη τιμή εκκίνησης ήταν 245.000 ευρώ και σύμφωνα με την Πολιτική Δικονομία αντιστοιχούσε στην αντικειμενική αξία του ακινήτου. Κάτι που απέτρεψε τους "επενδυτές" που περίμεναν τον τρίτο πλειστηριασμό (τον σημερινό) που ορίσθηκε από την τράπεζα Πειραιώς στις 205.000 ευρώ (στο ύψος της απαίτησης της τράπεζας).

Δυστυχώς για τους "επενδυτές" και τους θιασιώτες της "ανάπτυξης" η τρίτη απόπειρα πλειστηριασμού απέβη και αυτή άγονη, κάτω από την αποφασιστικότητα των συγκεντρωμένων να μην περάσει κανένα κοράκι μέσα στο ειρηνοδικείο για να καταθέσει την προσφορά του. Κάτι που:

-Αναγκάζει την τράπεζα να εκκινήσει νέες διαδικασίες από την αρχή για την "ικανοποίηση" της απαίτησής της.

-Δίνει μεγάλη ανάσα χρόνου στην ιδιοκτήτρια για να μπορέσει μαζί με την υποστήριξη των κινημάτων να παλέψει με καλύτερους όρους ενάντια στην κατάσχεση του μοναδικού περιουσιακού της στοιχείου.


Στη συγκέντρωση καλούσε η Επιτροπή Πολιτών Χολαργού "Αντίσταση και Αλληλεγγύη". Την ανάγκη πλατιάς κοινοποίησης της απειλής του πλειστηριασμού αλλά και της ανάγκης για μαζική κινητοποίηση ενάντια στην υλοποίησή του σήκωσε το Δι.Κ.Α. Εξαρχείων που εδώ και μέρες κοινοποίησε σε μεγάλη κλίμακα, καλώντας με κάθε τρόπο και μέσο συλλογικότητες, πρωτοβουλίες και κινήματα αλλά και μεμονομένους πολίτες σε κινητοποίηση έξω από το ειρηνοδικείο.

Στο κάλεσμα ανταποκρίθηκαν ο Συντονισμός Συλλογικοτήτων Αττικής, η Πρωτοβουλία Πλειστηριασμοί-Stop, η Αλληλεγγύη για Όλους, συνελεύσεις από διάφορες γειτονιές της Αττικής, αλλά και δεκάδες μεμονωμένοι πολίτες. 

Μεγάλο επίσης ήταν το ενδιαφέρον από μέσα μαζικής ενημέρωσης που από χθές καλούσαν στο τηλέφωνό μας για να ενημερωθούν και να ενημερώσουν τους πολίτες. Στη συγκέντρωση δε έξω από το ειρηνοδικείο παρευρέθηκαν πολλοί δημοσιογράφοι από αυτά τα μέσα. Σημαντική ήταν επίσης η κάλυψη της κινητοποίησης από ραδιοφωνικούς σταθμούς της ΕΡΤ από την επαρχία.

Η σημασία της νίκης που πετύχαμε σήμερα είναι τεράστια γιατί δεν απετράπη ένας πλειστηριασμός γενικώς, αλλά γιατί απετράπη ο τρίτος και πλέον επικίνδυνος για κάθε οφειλέτη πλειστηριασμός. Επικίνδυνος γιατί το δέλεαρ της χαμηλής τιμής εκκίνησης ανοίγει την όρεξη σε πολλά "κοράκια-αρπαχτικά".


Η Τράπεζα Πειραιώς σε όλη αυτή τη διαδικασία ακολούθησε τις μεθόδους κάθε κοινού εκβιαστή. Η άτυχη γυναίκα αφού χρεοκόπησε στο τέλος 2009, πουλώντας κάθε άλλο περιουσιακό της στοιχείο για να ικανοποιήσει τις τοκογλυφικές απαιτήσεις της τράπεζας, έμεινε μόνο με ένα σπίτι και μια μικρή σύνταξη, μη μπορώντας να καλύψει τις δόσεις που επέβαλε η τράπεζα, δόσεις που κατέστησαν δυσβάσταχτες λόγω του ότι η τράπεζα είχε φροντίσει να παγιδέψει την δανειζόμενη με τη ρήτρα του ελβετικού φράγκου. Η αύξηση της τιμής του ελβετικού νομίσματος έναντι του ευρώ αύξησε κατά 25% περίπου το χρέος αλλά και τις δόσεις.

Παρόλα αυτά και παρά την κακή οικονομική κατάσταση της Μ.Τ. αλλά και παρόλη την κακή κατάσταση της υγείας της η τράπεζα αδίσταχτα προχώρησε σε τρείς απόπειρες πλειστηριασμού της μοναδικής οικίας της οφειλέτριας. Κάτι που πρέπει όχι απλά να στιγματιστεί αλλά και να επιβάλλει σε κάθε πολίτη, σε κάθε συλλογική οντότητα την ανάγκη έμπρακτης καταδίκης αυτών των πρακτικών. Π.χ. απόσυρση καταθέσεων.


Φυσικά είχαμε και την παρουσία μονάδων καταστολής που ήλθαν να προστατέψουν την ομαλή διεξαγωγή του πλειστηριασμού. Μονάδες εξοπλισμένων πραιτωριανών κατέλαβαν θέσεις γύρω αλλά και στην είσοδο του ειρηνοδικείου, εισπράττοντας και την ανάλογη "αμοιβή" απο τους συγκεντρωμένους, όσες φορές θέλησαν να μας απομακρύνουν από την είσοδο του ειρηνοδικείου.

Να αναφέρουμε ότι μαζί με την Μ.Τ. τυχερή στάθηκε και μια άλλη γυναίκα της οποίας περιουσιακό στοιχείο έβγαζε σε πλειστηριασμό η Eurobank. Και οι δύο αυτές γυναίκες μας ευχαρίστησαν για την αλληλεγγύη που επιδείξαμε, λέγοντάς μας χαρακτηριστικά πως "δεν πίστευαν στα μάτια τους".

Συμπερασματικά η σημερινή κινητοποίηση έδειξε το δρόμο που πρέπει να βαδίσουμε. Που δεν είναι άλλος από τη σωστή ιεράρχηση στόχων, τη συλλογική δράση πέρα από φοβίες και αποκλεισμούς, την επιμονή ότι η μαχητικότητά μας και μόνο μπορεί να δώσει μια ελπίδα διεξόδου από το ζόφο των καιρών. Γιατί σήμερα δεν κερδίθηκε ένα σπίτι, αλλά η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η πίστη στο δικαίωμα του καθενός στα στοιχειώδη της ζωής μας.

Θάνατος στην Ατακάμα (αναδημοσίευση)

από τον Costinho
  
Ξεκινάς να γράψεις κάτι χωρίς να ξέρεις γιατί. Κάποια εντολή θα έχει πέσει από τα κεντρικά, κάποια ανεξιχνίαστη οδηγία, σαν αυτές που σε βγάζουν στο δρόμο και ξεκινάς να πηγαίνεις. Και δεν σου παίρνει πολλή ώρα να μάθεις ότι προορισμός τελικά ήταν η αφετηρία· χάρτης η οδηγία. Στη διαδρομή μαζεύεις το υλικό. Ό,τι εμφανιστεί μπροστά σου, αυτό είναι ο δρόμος. Το να συνδέσεις τις εικόνες είναι μια τέχνη άπιαστη. Με ζόρι το κάνεις, έτσι για να βγάλεις μια άκρη· στα πρόχειρα, στα εντελώς εφήμερα. Η μόνη άκρη που κατάλαβες ήταν αυτή στο τέλος της κλωστής, που έδενε ένα άδειο κουτάκι από σπίρτα· είχε και στις δύο άκρες της από ένα κουτάκι. Το έφερνες κοντά στο αυτί σου, πιτσιρικάς ήσουν, και άκουγες τον άλλον που σου μιλούσε μέσα από το κουτάκι, μέσα από την κλωστή· από την άλλη άκρη. Πιτσιρικάς ήσουν, γι'αυτό άκουγες τον άλλον. Πιτσιρικάς πίστευες ότι οι άνθρωποι μπορούν να μιλάνε μέσα από κουτάκια σπίρτων και κλωστές. Κι έβγαζες άκρη.

Τελευταία βλέπω κόσμο στο δρόμο να μιλάει μόνος του. Δεν μιλάνε σε ακουστικό, δεν είναι κάποιος στην άκρη της γραμμής, κάποιος στην άκρη του κόσμου. Μιλάνε στην άλλη άκρη του μυαλού τους. Η άκρη του κόσμου είναι η άκρη του κόσμου τους, εχουν χωρίσει το μυαλό σε δύο άκρες -για τόσο μόνους σου μιλάω- και μιλάνε από τη μια άκρη στην άλλη, η μια άκρη στην άλλη. Άκρη δεν βγάζουν -δεν είναι πιτσιρικάδες άλλωστε- αλλά έτσι περνάνε οι μέρες, περνάει η ώρα, έτσι μιλάνε, έτσι ίσως να μην είναι μόνοι. Είναι πολλοί μαζί, σίγουρα είναι πολλοί μαζί. Δεν μαθαίνουν τι γίνεται στην άλλη άκρη του κόσμου, δεν βγάζουν άκρη, μόνοι τους δεν βγάζουν άκρη, γίνονται μόνο πολλοί σαν μιλάει η μια άκρη στην άλλη.

Και πως να βγάλουν. Διαβάζω ότι πενηνταεννιά -59, αν σου φαίνεται πιο ακριβές- παιδιά -άνθρωποι, αν σου φαίνεται πιο ακριβές- σκοτώθηκαν στη Νιγηρία από την ισλαμιστική οργάνωση boko harum που κάτι σημαίνει στα αραβικά, ότι απαγορεύεται η δυτική εκπαίδευση, κάτι τέτοιο. Στη δική μου γλώσσα δεν σημαίνει τίποτα. Δεν έχω βρει τις λέξεις για εκείνον που σκοτώνει παιδιά στο σχολείο. Τις λέξεις τις έχω για να βγάζω καμιά άκρη. Εδώ δεν βγάζω άκρη. Αριθμοί πετάγονται μπροστά μου -δεν ξέρω τι μετράνε, αλήθεια- μετρήσεις και γεγονότα, πληροφορίες σε γλώσσες που κατέχω, αλλά δεν καταλαβαίνω. Εικοσιπέντε, 25, αγάλματα του Λένιν κατέβηκαν βιαίως στην Ουκρανία όλο αυτό τον καιρό των ταραχών, μαζί και ένα του άγνωστου στρατιώτη που πολέμησε τους ναζί. Λάθος: όχι που πολέμησε· που νίκησε τους ναζί. Που τους διέλυσε. Καιρός του να διαλυθεί κι αυτός. Διαλύονται οι άκρες, όσα συγκρατούσαν τον κόσμο, κόβονται οι ραφές, άκρη δεν βγαίνει. Στα σκοτάδια μέσα θα μάθουμε τις καινούριες γλώσσες, εκεί πάντα τις μάθαινε ο κόσμος, δένοντας με μια κλωστή την ανάγκη και την επιθυμία. Και η κλωστή μόνο πονούσε.

Απολιθώματα από σαράντα φάλαινες -40 φάλαινες, τι αριθμοί, τι μεγέθη- ανακαλύφθηκαν στην έρημο της Ατακάμα στη Χιλή, ολόκληροι οι σκελετοί, άθικτοι εδώ και εκατομμύρια χρόνια, τους ανακάλυψαν οι εργάτες που έχτιζαν την κλωστή του παναμερικανικού αυτοκινητοδρόμου. Ίσως, λέει, οι φάλαινες να ξόκειλαν εκεί πριν από δύο με επτά εκατομμύρια χρόνια και το έδαφος να ανυψώθηκε, μετατοπίζοντας την ακτή χιλιόμετρα μακριά. Μετατοπίστηκε η ακτή χιλιόμετρα μακριά. Και μετά μου λες ότι είναι βλακείες οι κλωστές και τα κουτάκια. Ενώ εσύ ξέρεις ασπούμε τι θα πει εκατομμύρια χρόνια. Ίσως πάλι να ήταν μια ρηχή λιμνοθάλασσα και να παγιδεύτηκαν εκεί από κάποια καταιγίδα ή κατολίσθηση. Οι ερευνητές πιστεύουν πως ο θάνατος προήλθε από την κατανάλωση τοξικών άλγεων. Το σώμα των φαλαινών αναποδογύρισε, λέει, καθώς πέθαιναν -φαντάσου λίγο τη μετακίνηση αυτή. Εγώ κρατάω ότι οι φάλαινες πέθαναν στην έρημο. Και ότι ένα άλγος μπορεί να είναι τοξικό. Ίσως να ήταν το άλγος της επιστροφής τους, ίσως να είχαν γεννηθεί στην έρημο και εκεί να επέστρεφαν. Νόστος λέγεται στη γλώσσα των κλωστών. Νοσταλγία το βάφτισε κι ο Όμηρος, άλλη άκρη κι αυτός, κλωστή από τις λίγες.

Σαν πιτσιρικάς χαζεύω πάντα τον κόσμο στα αεροδρόμια, στις αποβάθρες, στα ταχυδρομεία, αυτά είναι τα μέρη που αγαπώ, κουτάκια μιας κλωστής. Εκεί που μαζεύονται οι κινήσεις και οι χειρονομίες, που κάτι ζητάνε, που κάπου πηγαίνουν. Προχτές στο ταχυδρομείο ασπούμε, πήγα να παραλάβω ένα πακέτο που ήρθε από την άλλη άκρη του κόσμου. Η άλλη άκρη έχει γράψει τη διεύθυνσή μου με το χέρι, κι ας μη με ξέρει. Κι όλο αυτό επειδή της ζήτησα κάτι, να μου στείλει κάτι. Κάθε λέξη που ξεκινάει με ένα χέρι, χειρόγραφο, χειροποίητο, εμπερικλείει μια αγάπη, περιγράφει μια χειρονομία -να κι άλλη λέξη που δεν χρειάζεται επίθετο όταν την προφέρεις. Έχει κι αυτοκόλλητο fragile πάνω του. Φροντίδα το λένε αυτό στη γλώσσα των ανθρώπων. Καλεί τους ανθρώπους να φροντίσουν κάτι, είναι μια οδηγία σε όσους το αγγίξουν. Θα μπορούσαν να γράφουν για κλωστές και κουτάκια, αλλά δεν είναι όλοι πιτσιρικάδες για να καταλαβαίνουν. Αρκεί ο ιερός φόβος του εύθραυστου. Και έτσι οι άνθρωποι μαθαίνουν να φροντίζουν κάτι άγνωστο, κάτι μυστικό, κάτι που μπορεί να μην τους αφορά.

Όμως εκείνη η παρέα των φίλων θα πάει στο μουντιάλ. Νύχτα μέρα σμιλεύει το παλιό λεωφορείο για το μεγάλο ταξίδι, από την Αργεντινή ως τη Βραζιλία είναι μια κλωστή με δυο κουτάκια. Πιτσιρικάδες φαίνονται, που δεν ξέρουν πολλά. Δεν το'χουν πει ακόμα σε κανέναν ότι πάνε -μόνο εμείς το ξέρουμε- δεν έχουν βγάλει καν εισιτήρια για τους αγώνες. Το σχέδιο δεν υπάρχει ακόμα, μόνο η επιθυμία και το λεωφορείο νύχτα μέρα. Ό,τι περπάτησε πάνω σε μια κλωστή δεν χώρεσε ποτέ σε θεωρίες. Ό,τι χώρεσε στις θεωρίες, δεν έχει περπατήσει. Οι φίλοι θα το κάνουν το ταξίδι, οι φίλοι είναι μόνοι τους ένα ταξίδι. Αναζητώντας την έρημο πατρίδα, λίγες μπύρες ακόμα παρέα, χειρονομίες δεμένες σε κλωστές, κουτάκια να φυλάνε τα άλγη ως ιερά, τη φροντίδα των αγνώστων, την άκρη στην άκρη του κόσμου. Και στο ταξίδι, μόνο φίλους κάνεις.

Ο Άλλος κόσμος (αναδημοσίευση)

by antonis

o allos
Αλίμονο στην ανθρωπότητα που έχει ανάγκη τις ιδιοφυΐες. Διότι, ως εργαλείο στα χέρια της τρέχουσας εξουσίας, οι ιδιοφυείς ήταν, είναι και θα είναι τα πρότυπα της μαζικής αποβλάκωσης. Οι ετερόφωτοι σοφοί που ρίχνουν λάδι στα φοβικά σύνδρομα του αδύναμου ποιμνίου, του πιστού που περιμένει το κυριακάτικο πρωινό όχι για να γαμήσει την κυρά του ή τον κύρη του, αλλά να για στήσει κώλο στο σαδιστή θεό του. Τον αυτοκράτορα των ιδιοφυών, τον ιδιοφυή κατασκευαστή του σύμπαντος και της μεγαλοπρεπούς ύπαρξης. Αυτής βεβαίως που πέφτει θύμα του ξιπασμού των ιδιοφυών θνητών. Αυτής της ύπαρξης που πάει ξεβράκωτη, με όλο τον ρομαντικό της ενθουσιασμό, κατά πάνω στα αγγούρια που έσπειραν οι ιδιοφυείς. Κατά πάνω στο συμφέρον της. Και το συμφέρον της ύπαρξης είναι η ευτυχία. Η απόλαυση της ανεπανάληπτης μοναδικότητάς της και το χέσιμο των καταναγκασμών. Κι αν αυτό δεν είναι καθημερινή πρακτική και συνεχής έγνοια, έ, τότε δώσε τα κλειδιά στον παπά να σε πάει στο βόθρο της εγκράτειας. Να σου λιβανίζει τη γέννηση και το θάνατο. Να ευλογεί την ελεγχόμενη αναπαραγωγή σου λες και είσαι προβατίνα και να τρυπώνει στο βρακί σου ως πορνογράφος του ιδιοφυούς θεού που πρέπει να ξέρει ποιος πηδάει ποιόν μπας και του ξεφύγει η δημιουργία. Ο μόνος τρόπος για να είσαι ευτυχής είναι να μη νιώθεις δέος για τη δημιουργία. Διότι δεν υπάρχει δημιουργία παρά εξέλιξη. Χειρονομίες και βλέμματα μεσ’ το φως που μας τυφλώνει. Τίποτε παραπάνω απ’ αυτά που ξέρουμε για τα συμβάντα του Άλλου κόσμου. Κι ο Άλλος κόσμος είναι εδώ. Μια βουτιά στη θάλασσα που είναι τζάμπα. Μια βουτιά στην καύλα που είναι τζάμπα.

σπισισμός (αναδημοσίευση)



Τα ζώα δεν έχουν εκλογικά βιβλιάρια ούτε βιβλιάρια καταθέσεων. Δεν έχουν πιστωτικές κάρτες και δεν κρύβονται από τις εισπρακτικές. Δεν απομνημονεύουν πάσγουορντς, δεν έχουν Α.Φ.Μ., Α.Μ.Ι.Κ.Α., Α.Μ.Κ.Α., αριθμό μητρώου ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, αριθμό αστυνομικής ταυτότητας, διαβατηρίου, άδεια παραμονής, πιστοποιητικό γεννήσεως, τραπεζικούς λογαριασμούς, κάρτες ανάληψης μετρητών, καταναλωτικά δάνεια, στεγαστικά δάνεια, διακοποδάνεια, μπριζολοδάνεια,εκκαθαριστικά σημειώματα, ασφαλιστικές ενημερότητες από οικείους ασφαλιστικούς φορείς ΙΚΑ, ΟΓΑ, ΟΑΕΕ, ΤΥ.ΔΚΥ ΟΠΑΔ, ΕΤΑΑ-ΤΣΜΕΔΕ, ΤΥΠΕΤ, κομματική ταυτότητα, φάκελο στην ασφάλεια, προνομιακή κάρτα μέλους στον Ολυμπιακό. Δεν περιμένουν σε ουρές του ΟΑΕΔ, δεν έχουν κάρτα ανεργίας, δεν δουλεύουν υπερωρίες, δεν παράγουν υπεραξία, δεν ξέρουν τι θα πει ατομική ιδιοκτησία. Επίσης δεν συνδικαλίζονται, δεν έχουν προλεταριακή συνείδηση, ταξική αυτοσυνειδησία, δεν είναι οι ατμομηχανές της ιστορίας, ούτε και ξέρουν τι είναι ο αναρχοσυνδικαλισμός (και φυσικά δεν θα δείτε κανένα σκύλο στην ΟΝΝΕΔ και καμία γάτα στα ΚΝΑΤ). Τα ζώα δεν ξέρουν ποιος είναι ο Χαρδαβέλας ούτε καν ο Σταύρος Θεοδωράκης, δεν διαβάζουν Πρώτο Θέμα, δεν συμμετέχουν σε πάνελ εκπομπών. Δεν βάζουν τα καλά τους για να βγουν Σάββατο βράδυ, δεν πετάνε γαρίφαλα στα σκυλάδικα, και προτιμούν τις λαϊκές ταβέρνες αντί για την Σπονδή. Δεν έχουν φέησμπουκ, δεν παίζουν φάρμβιλ και δεν παρακολουθούν ειδήσεις στο ΣΤΑΡ. Τα ζώα δεν ξέρουν τι θα πει φλέγμα. Δεν διαβάζουν βιβλία βιοενεργειακής εξισορρόπησης και αυτοβελτίωσης, δεν διαβάζουν ζώδια, δεν ασχολούνται με την υπερκαπιταλιστική μεταφυσική, δεν ξέρουν τι θα πει πειθαρχία και αναβολή ικανοποίησης, δεν ονειρεύονται καλύτερες εκδοχές του εαυτού τους. Δεν ψάχνουν την ισορροπία ανάμεσα στα ενεργειακά τους ρευστά και δεν κάνουν γιόγκα, χάθα αστάνγκα γιόγκα, μιλόνγκα, ζανγκ φου, κουνγκ φου, ρέικι, τάι τσι, πιλάτες, αικίντο, υπνοθεραπεία, δραματοθεραπεία,κρυσταλλοθεραπεία, αρωματοθεραπεία, βοτανοθεραπεία, σταφυλοθεραπεία. Επίσης δεν αγοράζουν προϊόντα ενυδάτωσης και προστασίας από τον ήλιο, κρέμες απολέπισης, κρέμες νυκτός, τονωτικές λοσιόν για το πρόσωπο, επανόρθωσης κατά της ψαλίδας, τζελ καθαρισμού για λιπαρές επιδερμίδες, γαλάκτωμα καθαρισμού για κανονικές επιδερμίδες, lip care με βούτυρο κακάο, απαλά αφρόλουτρα, βιολογικά έλαια τζοτζόμπα, σαμπουάν για βαμμένα μαλλιά, χάπια για βλαμμένα μυαλά, απαλές κρέμες ξυρίσματος κατά των ερεθισμών, και φυσικά δεν θα δείτε ποτέ καμιά αρκούδα να κάνει φις σπα. Τα ζώα δεν εκκλησιάζονται, δεν προσεύχονται, δεν νηστεύουν το Πάσχα, δεν έχουν υπαρξιακές ανησυχίες, δεν έχουν παιδικά απωθημένα, δεν έχουν οιδιπόδεια συμπλέγματα και αντί για ψυχανάλυση προτιμούν έναν υπνάκο κάτω απ’ τον ήλιο. Επίσης δεν φτιάχνουν τοπ τεν με τις σύγχρονες νευρώσεις της εποχής, δεν έχουν δυσκολίες δέσμευσης, αϋπνίες, στυτικές δυσλειτουργίες, επαγγελματική εξουθένωση, ψυχοσωματικές διαταραχές, φόβο της ευτυχίας, προβλήματα ταυτότητας. Τα ζώα δεν έχουν εταιρικό e-mail, msn, skype, outlook, i-phone, mini notebook, usb cable, VMPC, SDCARDS, TCPMP, GPS, PDA, Java Script και οθόνες TFT, ούτε διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και προϊόντα προστασίας από ιούς και κακόβουλα λογισμικά, επίσης δεν ξενυχτάνε σε ουρές για να αγοράσουν το πιο σύγχρονο γκάτζετ. Τα ζώα δεν πάνε στο στρατό, δεν παίζουν στο χρηματιστήριο, δεν χτίζουν τσιμεντουπόλεις, δεν εισβάλλουν στο Αφγανιστάν ή στη Συρία, δεν παρακαλάνε βουλευτές για μια θεσούλα στο δημόσιο, δεν χειροκροτούν παρελάσεις, δεν εμπορεύονται συνειδήσεις, δεν χαιρετούν ναζιστικά, δεν μαχαιρώνουν στα σκοτεινά, δεν ξέρουν τι θα πει φυλετικός διαχωρισμός. Το χέρι που δεν μπορούν να το δαγκώσουν δεν το φιλάνε.

Αυτά τα λίγα για την ηθική υπεροχή του είδους σας.

Ένας Μακιαβελικός οδηγός για την καταστροφή των Δημόσιων Πανεπιστημίων σε 12 εύκολα βήματα



του Steven Ward (Μετάφραση: Κωνσταντίνα Παντελή)

«Όσοι θέλουν να γίνουν αρεστοί σε έναν Ηγέτη διαλέγουν για να του κάνουν δώρο ό,τι είναι σίγουροι πως θα τον ευχαριστήσει ιδιαιτέρως, όπως άλογα, όπλα, βαρύτιμα ωραία υφάσματα, κοσμήματα με πολύτιμους λίθους και πάντα, φυσικά, κάτι αντάξιο της μεγαλοπρέπειάς του ως Ηγέτη. Επιθυμώντας κι εγώ να λάβω την ευχαρίστηση να σας παρουσιάσω ένα ελάχιστο δείγμα της εκτίμησής μου, σκέφτηκα να σας προσφέρω κάτι. Όμως, ανάμεσα στα υπάρχοντά μου δε βρήκα κάτι πολυτιμότερο, αλλά και ικανότερο να εκφράσει την αγάπη μου σε σας, από την εμπειρία μου για το πώς κινούνται και λειτουργούν οι ηγέτες, εμπειρία που απέκτησα όχι μόνο ζώντας για πολλά χρόνια δίπλα τους, αλλά και μελετώντας προσεχτικά ιστορία και αρχαία κείμενα. Την όποια εμπειρία μου την συγκέντρωσα σε ένα μικρό κειμενάκι το οποίο και στέλνω στην Εκλαμπρότητά Σας». Νικολό Μακιαβελι, Ο Ηγεμόνας Για να καταστρέψετε τα δημόσια πανεπιστήμια είναι σημαντικό να:

Καταγγείλετε τη δημόσια εκπαίδευση και τα δημόσια ιδρύματα στο σύνολό τους, για αποστράγγιση του δημόσιου πλούτου και «βόλεμα» ημετέρων, σε βαθμό που κανείς να μην τολμάει να ζητήσει αύξηση χρηματοδότησης. Αυτό θα διασφαλίσει ότι τα δημόσια πανεπιστήμια θα είναι υποβιβασμένα και δευτεροκλασάτα, με χαμηλής ποιότητας εγκαταστάσεις κι έτσι θα τους δημιουργήσετε για πάντα μια κακή φήμη σε σχέση με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.

Εκμεταλλευτείτε την οικονομική κρίση για να υποκινήσετε την «οργή του φορολογούμενου», ώστε να κοπεί η χρηματοδότηση προς τα πανεπιστήμια κι έτσι να πρέπει είτε να μπουν και να αυξηθούν τα δίδακτρα, είτε να συμπτυχθούν τα προγράμματα σπουδών. Έπειτα, καταδικάστε τα ιδρύματα που θα επιλέξουν το πρώτο, ότι αυξάνουν τα δίδακτρα για να στηρίζουν τεμπέληδες, σοσιαλιστές καθηγητές για να διδάσκουν άχρηστα μαθήματα όπως ανθρωπολογία και φιλοσοφία.

Καθώς η κρατική χρηματοδότηση θα μειώνεται, προωθείστε το σύστημα του φοιτητικού δανείου που θα δημιουργήσει μια «αγορά για την ανώτατη εκπαίδευση» (βλέπε, εμπορευματοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης). Επιβαρύνοντας τους φοιτητές με ένα μεγάλο χρέος θα τους μετατρέψετε σε «επιχειρηματικούς και ορθολογικούς καταναλωτές των εκπαιδευτικών προϊόντων» και θα τους ενθαρρύνετε να διαφυλάττουν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Να μιλάτε για αυτές τις αλλαγές ως «ενδυναμωτικές για τους φοιτητές».
Εφαρμόστε νέες τακτικές δημόσιας διαχείρισης δανεισμένες από θεωρίες για το «δημόσιο συμφέρον», ώστε να αφαιρέσετε τον έλεγχο από τα συστήματα διοίκησης των σχολών. Ωστόσο, για να καταστείλετε τη γενικευμένη δυσαρέσκεια, κρατήστε τις Πανεπιστημιακές Συγκλήτους στη θέση τους ως ασύνδετα με το ίδρυμα «κουτιά παραπόνων». Φροντίστε να υπερτονίζετε τη σημασία της από κοινού διαχείρισης του ιδρύματος όσο καιρό στο μεταξύ θα εισάγονται αυτές οι νέες τακτικές. Βαφτίστε τον κυνισμό του ιδρύματος, που αδιαμφισβήτητα θα προκύψει, ως «πλειοψηφία/γενική συναίνεση»

Βάλτε σε εφαρμογή διάφορα «εποπτικά μέσα», όπως ασκήσεις αξιολόγησης ποιότητας, «πίνακες αποτελεσμάτων», ή ελεγκτικούς μηχανισμούς ώστε να διασφαλιστεί η «διαφάνεια» και η «υπευθυνότητα». Μπορείτε επίσης να δοκιμάσετε να χρησιμοποιήσετε ασκήσεις έρευνας-αξιολόγησης, όπως εκείνες στη Βρετανία ή στην Αυστραλία, ή φτηνότερα και σκληρότερα μέτρα, όπως στο Texas A&M, δημοσιεύοντας απλώς μια ανάλυση κόστους/οφέλους των μελών ΔΕΠ. Αν ξεμείνετε από ιδέες, απλώς επικοινωνήστε με το Ίδρυμα Δημόσιας Τάξης του Τέξας.

Αυξήστε τα μερικώς απασχολούμενα μέλη ΔΕΠ και τους εκτάκτους συμβασιούχους ενός έτους και βάλτε τους να διδάσκουν περισσότερα μαθήματα. Αυτά τα μέλη ΔΕΠ είναι πιο ευάλωτα και δεκτικά στον διοικητικό έλεγχο (θα έπρεπε επίσης να αυξήσετε δραστικά τον αριθμό των διοικητικών υπαλλήλων για τη διαχείριση όλων αυτών των ανίσχυρων επαγγελματιών). Έπειτα, κριτικάρετε την ποιότητα των αποφοίτων κολλεγίων. Αυτό θα δικαιολογήσει ακόμα περισσότερη διοικητική εποπτεία και αξιολόγηση.

Φωνάξτε για το υψηλό κόστος της ανώτατης εκπαίδευσης και τις επιβολές και αυξήσεις διδάκτρων. Καταλογίστε τις αυξήσεις στους άπληστους, υπαμειβόμενους καθηγητές και όχι στην κατάργηση της κρατικής χρηματοδότησης, στην μανία με τις νέες τεχνολογίες που προωθείται από τις εκπαιδευτικές επιχειρήσεις (edu-businesses, επιχειρήσεις εκμετάλλευσης της δημόσιας εκπαίδευσης), ή το παραφούσκωμα από διοικητικούς που προκαλείται από τις αυξημένες πρακτικές ελέγχου κι αξιολόγησης.

Προωθήστε το στενό επαγγελματισμό και τους τομείς ΕΤΜΜ (Επιστήμη, Τεχνολογία, Μηχανική, Μαθηματικά) για να δείξετε ότι είστε εναρμονισμένοι με τις ανάγκες της νέας «οικονομίας της γνώσης» κι ότι δεν θα ανεχτείτε άλλο υπερκορεσμένους και άχρηστους τομείς όπως η ιστορία ή η λογοτεχνία. Αν οι φοιτητές ενδιαφέρονται για τέτοιους τομείς μπορούν να κάνουν αναπαραστάσεις του Εμφυλίου Πολέμου ή να συμμετέχουν σε κάποια λέσχη βιβλίου. Τέτοιοι τομείς είναι περιττοί στη νέα πραγματική εποχή του οικονομικού ντετερμινισμού και του παγκόσμιου ανταγωνισμού.

Περιορίστε τα συμβατικά δικαιώματα των μελών ΔΕΠ. Εξακολουθούν να «προσκολλούνται στο συλλογικό» και πρέπει να αναγκαστούν να αντικρίσουν την αυγή μιας νέας μέρας. Στο τέλος, θα σας ευχαριστούν για την ελευθερία και την ευκαιρία που τους προσφέρατε.

Φέρτε εξωτερικούς συμβούλους (όπως τους Bain&Company ή τους McKinsey & Company) για να πείσετε τα συμβούλια και τους διοικητές για την επείγουσα ανάγκη για «ανατρεπτικές καινοτομίες» ή άλλες ιδέες, με την υπεράσπιση των γκουρού του Harvard. Όλα αυτά μπορεί βεβαίως να είναι μόνο συνθήματα χωρίς ουσία, αλλά κανείς δεν θα δώσει ιδιαίτερη προσοχή, ιδίως αν οι σύμβουλοι σας έχουν μια πολύχρωμη παρουσίαση στο Power Point.

Εισάγετε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο «βασισμένο στις ικανότητες», που θα επιτρέπει στους φοιτητές να παρακάμπτουν πολλές από τις παραδοσιακές απαιτήσεις του πανεπιστημίου. Οι παραδοσιακές απαιτήσεις κοινωνικών σπουδών αποτελούν εμπόδιο στον «εν κινήσει», εφοδιασμένο με κινητό φοιτητή-καταναλωτή του σήμερα. Αν οι καθηγητές διαμαρτυρηθούν, απλώς δηλώστε πως κανείς δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί στην αξιοκρατία εκτός από τους ανάξιους.

Τέλος, χρησιμοποιήστε δημόσιες σχέσεις και διαφημιστικές καμπάνιες ώστε να αποσπάσετε την προσοχή από τις δυσάρεστες συνέπειες όλων αυτών των μεταρρυθμίσεων. Μια ιστοσελίδα που δείχνει χαρούμενους ανθρώπους να κάνουν υπέροχα πράγματα αρκεί. Αυτή που ζούμε είναι, άλλωστε, μια μεταμοντέρνα εποχή. Το θέαμα και η καλή εντύπωση μετράνε. 

«Κι αν καμιά φορά η Εκλαμπρότητά Σας από του ψηλό βάθρο της στρέψει το βλέμμα της και κατά τα μέρη μας, θα μάθει πόσο αναξιοπαθώς υπομένω τις μεγάλες και διαρκείς κακοτυχίες μου».