Η Asma al-Ghul είναι μια μια Παλαιστίνια δημοσιογράφος, φεμινίστρια και ακτιβίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. (Δείτε εδώ και εδώ). Για τη δράση της έχει στοχοποιηθεί στο παρελθόν από τη Χαμάς. (Δείτε εδώ,εδώ και εδώ) και έχει τιμηθεί από τη Human Rights Watch και το International Women’s Media Foundation. Το τελευταίο διάστημα είναι αρθρογράφος στο Al-Monitor’s Palestine Pulse από το στρατόπεδο προσφύγων της Ράφα. Tην προηγούμενη βδομάδα, ένας αεροπορικός βομβαρδισμός σκότωσε εννέα μέλη της οικογένειας της.
Η Asma έγραψε το παρακάτω άρθρο. (Μετάφραση Back Door Man)
Μη με ρωτήσετε ποτέ ξανά για την ειρήνη.
Δάκρυα κυλούσαν μέχρι που τα μάτια μου στέρεψαν, όταν έλαβα ένα τηλεφώνημα στις 3 Αυγούστου, που με ενημέρωνε ότι η οικογένειά μου είχε γίνει στόχος δύο πυραύλων από F-16 στην πόλη της Ράφα. Αυτή ήταν η μοίρα της οικογένειάς μας σε έναν πόλεμο που συνεχίζεται, με κάθε οικογένεια στη Λωρίδα της Γάζας να εισπράττει το μερίδιό της από θλίψη και πόνο.
Ο αδελφός του πατέρα μου, Ισμαήλ al-Ghoul, 60, δεν ήταν μέλος της Χαμάς. Η σύζυγός του, Khadra, 62, δεν ήταν μαχητής της Χαμάς. Οι γιοι τους, Wael, 35, και Mohammed, 32, δεν ήταν πολεμιστές της Χαμάς. Οι κόρες τους, Hanadi, 28, και Asmaa, 22, δεν ήταν εργάτριες για τη Χαμάς, το ίδιο και τα παιδιά του ξαδέλφου μου Wael, Ισμαήλ, 11, Malak, 5, και το μωρό Μουσταφά, μόλις 24 ημερών, δεν ήταν μέλη της Ισλαμικής Τζιχάντ, του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και της Φατάχ. Ωστόσο, όλοι πέθαναν στο ισραηλινό βομβαρδισμό που είχε ως στόχο το σπίτι τους στις 6:20 το πρωί της Κυριακής.
Το σπίτι τους βρισκόταν στη Yibna, γειτονιά του στρατόπεδου προσφύγων της Ράφα. Ήταν ένα μονώροφο με μια στέγη φτιαγμένη από λεπτό αμίαντο που δεν χρειαζόταν δύο πυραύλους F-16 για να καταστραφεί. Θα μπορούσε κάποιος παρακαλώ να ενημερώσει το Ισραήλ ότι τα σπίτια στα στρατόπεδα προσφύγων μπορούν να καταστραφούν, και οι ένοικοι τους να σκοτωθούν, με μια μικρή μόνο βόμβα και ότι δεν χρειάζεται να ξοδεύουν δισεκατομμύρια για να τους στείλουν στη λήθη;
Αν είναι η Χαμάς που μισείτε, επιτρέψτε μου να σας πω ότι οι άνθρωποι που σκοτώνετε δεν έχουν να κάνουν με τη Χαμάς. Πρόκειται για γυναίκες, παιδιά, άνδρες και ηλικιωμένους πολίτες των οποίων το μόνο μέλημα ήταν να τελειώσει ο πόλεμος, έτσι ώστε να μπορούν να επιστρέψουν στις ζωές τους και την καθημερινή ρουτίνα. Αλλά επιτρέψτε μου να σας διαβεβαιώσω ότι έχετε δημιουργήσει πλέον χιλιάδες – όχι, εκατομμύρια – πιστούς της Χαμάς, διότι όλοι έχουμε γίνει Χαμάς αν η Χαμάς για σας είναι οι γυναίκες, τα παιδιά και οι αθώες οικογένειες. Αν η Χαμάς στα μάτια σας είναι απλοί πολίτες και οικογένειες, τότε ναι, είμαι Χαμάς, είναι Χαμάς και είμαστε όλοι Χαμάς.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, νομίζαμε ότι τα χειρότερα πέρασαν, ότι αυτή ήταν η καθοριστική στιγμή, ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν, ότι θα σταματήσει εδώ. Ωστόσο, την πραγματική στιγμή του πόνου, του ύψιστου φόβου, πάντα ακολουθούσε κάτι ακόμη χειρότερο.
Τώρα κατάλαβα γιατί οι φωτογραφίες από πτώματα ήταν τόσο σημαντικές, όχι μόνο για τη διεθνή κοινή γνώμη, αλλά και για εμάς, τις οικογένειες, στην αναζήτηση μιας ευκαιρίας να αποχαιρετήσουμε τους αγαπημένους μας, που τόσο ύπουλα σκότωσαν. Τι έκαναν αυτές τις τελευταίες στιγμές; Πως μοιάζουν μετά τον θάνατό τους;
Ανακάλυψα τις φωτογραφίες των νεκρών συγγενών μου σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης. Τα σώματα των παιδιών του ξαδέλφου μου ήταν αποθηκευμένα σε έναν ψυγείο παγωτού. Το Νοσοκομείο Yousef Abu al-Najjar της Ράφα έκλεισε μετά το βομβαρδισμό του από ισραηλινά τανκ, και το νοσοκομείο Kuwaiti που επισκεφτήκαμε μόλις μια μέρα νωρίτερα είχε γίνει αγνώριστο, όπου αυτός ο καταψύκτης ήταν η μοναδική διαθέσιμη επιλογή.
Ο Διευθυντής του Al-Najjar, Abdullah Shehadeh, είπε στο Al-Monitor, “Αποφασίσαμε να μετακινήσουμε τους ασθενείς όταν βόμβες έπληξαν την κεντρική πύλη. Μερικοί ασθενείς, από φόβο, έτρεξαν έξω, παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης. Τώρα δουλευουμε έξω από αυτό το φτωχά εξοπλισμένο νοσοκομείο.”
Το Μαιευτήριο Emirati της Ερυθράς Ημισελήνου, δυτικά της Ράφα, έχει μετατραπεί σε ένα μεγάλο κοντέινερ πτωμάτων, με καταψύκτες φρούτων και λαχανικών να γεμίζουν με δεκάδες πτώματα.
Είδα πτώματα στο πάτωμα, μερικά με ετικέτες στο στήθος τους, ενώ άλλα παρέμεναν άγνωστα. Κρατούσαμε τη μύτη μας, γιατί η δυσοσμία ήταν αφόρητη, καθώς οι μύγες γεμίζαν τον αέρα.
Ο Ibrahim Hamad, 27, έβγαλε το σάβανο-τυλιγμένο σώμα του πεντάχρονου γιού του από έναν καταψύκτη λαχανικών. Πνίγοντας τα δάκρυα του, είπε στο Al-Monitor, “Σκοτώθηκε από πυραυλική επίθεση με drone. Η σορός του είναι εδώ από χθες. Η επικίνδυνη κατάσταση με εμπόδισε να έρθω να τον πάρω νωρίτερα.”
Ευχαριστώ τον Θεό που οι συγγενείς μου θάφτηκαν γρήγορα, και ότι τα ξαδέρφια μου Μουσταφά, Μαλάκ και Ισμαήλ δεν έμειναν καιρό στην κατάψυξη, και δεν πάγωσαν τα κορμάκια τους, και οι ψυχές τους τώρα αναπαύονται εν ειρήνη, αφήνοντάς μας με τη σιωπή του θανάτου και σώματα για πάντα παγιδευμένα στις στάσεις που ξεψύχησαν.
Την πέμπτη μέρα του πολέμου, όταν πήγα να γράψω την έκθεσή μου για τη Ράφα για τον βομβαρδισμό της οικογένειας Ghannam, σταμάτησα για να επισκεφτώ το σπίτι του ξαδέλφου μου. Είδα τους συγγενείς μου και τραβήξαμε φωτογραφίες μαζί. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η γυναίκα του ξάδελφου μου Wael είχε γεννήσει δίδυμα, τον Μουσταφά και τον Ιμπραήμ, τα οποία ήταν σαν δύο μικροί άγγελοι, προάγγελοι ελπίδας και χαράς.
Πώς θα μπορούσα να ξέρω ότι αυτή θα είναι η τελευταία μας συνάντηση; Μακάρι να είχα μείνει περισσότερο και να τους είχα μιλήσει λίγο πιο πολύ. Η Hanadi, η Asmaa, ο θείος μου και η σύζυγός του, γέλασαν αστειευόμενοι για το παιχνίδι της μοίρας που μας έφερε σε επαφή στη μέση ενός πολέμου, μια στιγμή που οι ισραηλινές δυνάμεις κατοχής δεν είχαν ακόμη αρχίσει την τέλεση ανεξέλεγκτων εγκλημάτων πολέμου εναντίον της Ράφα.
Οι καταλήξεις είναι τόσο παράξενες, καθώς ζωντανές στιγμές ξαφνικά απωθούνται στο παρελθόν. Δεν θα τους ξαναδούμε ποτέ και οι φωτογραφίες που πήρα από τα δίδυμα είναι πλέον τόσο πολύτιμες, καθώς ένας από αυτούς, ο Mustafa, σκοτώθηκε, ενώ ο άλλος, ο Ιμπραήμ, επέζησε.
Αναρωτιέμαι πώς μπόρεσαν να τους ξεχωρίσουν, εφόσον έμοιαζαν τόσο πολύ. Ποιος τους αναγνώρισε αφού ο πατέρας τους πέθανε και η μητέρα τους ήταν τραυματισμένη στην εντατική; Ποιος ήταν ο Μουσταφά και ποιός ήταν ο Ιμπραήμ; Ήταν σαν να είχαν ενωθεί μετά το θάνατο ενός από τους δύο.
Στις φωτογραφίες που τραβήχτηκαν μετά το θάνατό τους, η οικογένειά μου φαινόταν τόσο ειρηνική, με τα μάτια τους κλειστά σαν να κοιμούνται. Κανένας τους δεν είχε παραμορφωθεί ή καεί, σε αντίθεση με τις εκατοντάδες των νεκρών παιδιών και αμάχων που τα made in USA όπλα σκότωσαν πριν απ’ αυτούς. Αναρωτηθήκαμε αν πέθαναν με πόνο. Τι συνέβη όταν ο πύραυλος, που μετέφερε τόνους εκρηκτικών υλών, χτύπησε το ταπεινό σπίτι τους και εξερράγη, δημιουργώντας τόσο έντονη πίεση αέρα ώστε τα εσωτερικά όργανά τους έσκασαν; Η ταλαιπωρία τους ίσως ήταν μικρότερη από το γεγονός ότι κοιμόντουσαν.
Δεν τους είδα όταν πήγα στη Ράφα στις 2 Αυγούστου. Έγραψα για το θάνατο της οικογένειας Ayad Abu Taha, από πολεμικά αεροσκάφη, και είδα το πτώμα του ενός έτους Rizk Abu Taha, όταν έφτασε στο Νοσοκομείο Kuwaiti.
Τον παρατήρησα. Έμοιαζε ζωντανός. Θα μπορούσε κανείς να δει ότι έπαιζε όταν πέθανε, ντυμένος στο ροζ παντελόνι του. Πώς θα μπορούσε να έχει τέτοια ηρεμία; Τα πτώματα των θυμάτων πολέμου είναι πολύ διαφορετικά από το πως φαίνονται στην τηλεόραση. Είναι τόσο πραγματικά, τόσο σημαντικά, ξαφνικά εκεί μπροστά μας, χωρίς εισαγωγές στα δελτία ειδήσεων, μουσική ή συνθήματα.
Πτώματα κείτονται παντού, και είναι σαν όλα στη ζωή να μας είχαν προετοιμάσει για αυτή τη στιγμή. Ξαφνικά, οι νεκροί άφησαν τις προσωπικές τους ζωές πίσω: κινητά τηλέφωνα, σπίτια, ρούχα, αρώματα και τις καθημερινές τους ασχολίες. Το πιο σημαντικό, άφησαν πίσω τον φόβο του πολέμου.
Οι αποστάσεις στη μικρή Λωρίδα της Γάζας έχουν μεγαλώσει, οι αποστάσεις και ο χρόνος διαστέλλονται ως αποτέλεσμα του φόβου και του θανάτου, που συρρικνώνουν το προσδόκιμο ζωής του πληθυσμού. Στάθηκε αδύνατον να σμίξουμε ως οικογένεια για τις κηδείες. Ο θείος μου, ο Ahmad al- Ghoul, μου είπε αργότερα στο τηλέφωνο, “Λόγω του κινδύνου, ο αποχαιρετισμός μας κράτησε μόλις μερικά δευτερόλεπτα. Τα μάτια του Malak ήταν ανοιχτά, σαν να ρωτούσε, “τι κακό είχα διαπράξει;” “
Γεννήθηκα το 1982, στο ίδιο σπίτι στον προσφυγικό καταυλισμό της Ράφα, όπου το μεγάλο νοικοκυριό της οικογένειας μας επεκτάθηκε. Μεγάλωσα εκεί και κάθε τι άλλο μεγάλωσε μαζί μας: Η πρώτη Ιντιφάντα, η αντίσταση, το κοντινό σχολείο μου που πήγαινα κάθε μέρα. Εκεί είδα για πρώτη φορά βιβλιοθήκη. Εκεί θυμάμαι τον παππού μου να αποκοιμιέται καθώς άκουγε το BBC. Και εκεί, είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου Ισραηλινό στρατιώτη, να χτυπά τον παππού μου για να τον αναγκάσει να διαγράψει τα εθνικιστικά συνθήματα που κοσμούσαν τους τοίχους του στρατοπέδου προσφύγων.
Τώρα, το σπίτι και οι μελλοντικές αναμνήσεις του έχουν πεταχτεί στα σκουπίδια, τα παιδιά του σε πρόωρους τάφους. Σπίτια και αναμνήσεις βομβαρδίστηκαν στην αφάνεια, οι ένοικοι τους άστεγοι και χαμένοι, ακριβώς όπως ήταν πάντα τα στρατόπεδα τους . Μη με ρωτήσετε ποτέ ξανά για την ειρήνη.