Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Ιστορία των λέξεων (αναδημοσίευση)

  
από τον COSTINHO

μνήμη Παύλου Φύσσα

[...] Οι τρεις πρώτες απ'όλες τις λέξεις κι απ'όλες τις γλώσσες είναι: δημοκρατία, ελευθερία, δικαιοσύνη.

Δικαιοσύνη δεν είναι να τιμωρείς, είναι να ξαναδίνεις στον καθένα αυτό που του αξίζει, και ο καθένας αξίζει αυτό που ο καθρέφτης του επιστρέφει: τον εαυτό του. Εκείνου που έδωσε θάνατο, εξαθλίωση, εκμετάλλευση, αλαζονεία, υπεροψία, του αξίζει μια καλή δόση πόνου και θλίψης για το δρόμο του. Εκείνου που έδωσε δουλειά, ζωή, αγώνα, εκείνου που ΄τηαν αδερφός, του αξίζει ένα φωτάκι να του φωτίζει πάντα το πρόσωπο, το στήθος και το περπάτημα.

Ελευθερία δεν είναι να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει, είναι να μπορείς να διαλέξεις όποιον δρόμο σου αρέσει για να βρεις τον καθρέφτη, να περπατήσεις τη λέξη την αληθινή. Αλλά να διαλέξεις οποιονδήποτε δρόμο που δε σε κάνει να χάσεις τον καθρέφτη. Που δε σε φέρνει να προδώσεις τον ίδιο σου τον εαυτό, τους δικούς σου, τους άλλους.

Δημοκρατία είναι να οδηγούν όλες οι σκέψεις σε μια καλή συμφωνία. Όχι να σκέφτονται όλοι το ίδιο, αλλά όλες οι σκέψεις ή η πλειονότητα των σκέψεων να ψάχνουν και να φτάνουν σε μια κοινή συμφωνία, που να'ναι καλή για την πλειοψηφία, χωρίς να εξαλείφει αυτούς που'ναι οι λιγότεροι. Να υπακούει ο λόγος του διοικητή το λόγο της πλειοψηφίας, να έχει το σκήπτρο του διοικητή λόγο συλλογικό και όχι μόνο μία θέληση. Να αντανακλά ο καθρέφτης τα πάντα, οδοιπόρους και δρόμο, και να'ναι έτσι κίνητρο για σκέψη, και για τον καθένα ξεχωριστά, αλλά και για τον κόσμο όλο.

Από αυτές τις τρεις λέξεις προέρχονται όλες οι λέξεις, σ'αυτές προστίθενται σαν κρίκοι αλυσίδας οι ζωές και οι θάνατοι των αντρών και των γυναικών των αληθινών. [...] Αυτοί που εγκαταλείπουν τούτη την κληρονομιά σπάζουν τον καθρέφτη τους και πορεύονται τυφλοί για πάντα, δίχως πια να γνωρίζουν αυτό που είναι, από που έρχονται και που πάνε. Αλλά υπάρχουν αυτοί που φέρουν πάντα την κληρονομιά των τριών πρώτων λέξεων, που περπατούν πάντα σαν σκυφτοί από το βάρος στην πλάτη, όπως όταν το καλαμπόκι, ο καφές ή τα ξύλα κατεβάζουν το βλέμμα στο έδαφος. Μικροί πάντα από τόσο φορτίο, βλέποντας πάντα προς τα κάτω από το τόσο βάρος, οι άντρες και οι γυναίκες οι αληθινοί είναι μεγάλοι και κοιτούν προς τα πάνω. Με αξιοπρέπεια κοιτούν και περπατούν οι άντρες και οι γυναίκες οι αληθινοί, λένε.

Αλλά για να μη χαθεί η γλώσσα η αληθινή, οι πρώτοι θεοί, αυτοί που έφτιαξαν τον κόσμο, είπαν πως έπρεπε να φυλαχτούν οι τρεις πρώτες λέξεις. Οι καθρέφτες της γλώσσας θα μπορούσαν να σπάσουν κάποια μέρα και τότε οι λέξεις που γέννησαν θα έσπαζαν ακριβώς όπως κι οι καθρέφτες και θα έμενε ο κόσμος χωρίς λέξεις να μιλήσει ή να σωπάσει. Έτσι, πριν να πεθάνουν για να ζήσουν, οι πρώτοι θεοί παρέδωσαν αυτές τις τρεις πρώτες λέξεις στους άντρες και τις γυναίκες από καλαμπόκι για να τις φυλάξουν. Από τότε οι άντρες κι οι γυναίκες οι αληθινοί φυλάσσουν σαν κληρονομιά αυτές τις τρεις λέξεις. Για να μην ξεχαστούν ποτέ, τις περπατούν, τις αγωνίζονται, τις ζουν... [...]

[από το βιβλίο του Subcomandante Marcos Ιστορίες του Γερο-Αντόνιο, εκδόσεις Ροές, 2003, μετάφραση Γιώργου Καρατζά].

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Η χώρα μου (αναδημοσίευση)




Ζω σε μια χώρα σχεδόν ισλαμική, με φανατικούς χριστιανούς, που αύριο μπορεί να γίνουν χίτες, γερμανοτσολιάδες, λογοκριτές. Εδώ, που οι ξιπασμένοι παπάδες, στήνουν μεγάφωνα έξω απ’ τους ναούς για να ακούγεται η λειτουργία τους στο υπερπέραν. Για να σκεπάσουν το αηδόνι και το κελάρυσμα του νερού. Για να φιμώσουν τον κυριακάτικο ερωτικό οίστρο του νοικοκύρη που τόλμησε να έχει καύλες.

Ζω σε μια χώρα που βασιλεύει η αυθάδεια της υπερβολής. Απ’ την ακραία ζωώδη χαρά στην κατάθλιψη κι απ’ την απόλυτη ομορφιά του τοπίου στα σκατά. Απ’ τις επαναστατικές ιαχές των καφενείων στα δουλικά σπασίματα της μέσης. Κι απ’ το αρχαίο ένδοξο κλέος στο ξεπούλημα της αγοράς. Εκεί που η σκοτεινιά της συναλλαγής του πλούτου με τους πρόθυμους ανθρωποδιορθωτές καρπίζει πόνο, δυστυχία, γρίνια και συστημικούς στοχαστές.

Ζω σε μια χώρα που έχει χάσει το μέτρο προ πολλού και επιτρέπει στους δυνάστες της, με πανηγυρικό τρόπο να της πασπατεύουν τα κωλομέρια. Ζω σε μια χώρα όπου πολιτική διακονούν οι γραμματιζούμενοι ηλίθιοι του εθελοντισμού και των δράσεων. Ζω σε μια χώρα με οθόνες και κάφρους που περιμένουν να δούνε μπάλα και μόνο μπάλα. Με ανθρωπόμορφες μαϊμούδες που νομίζουν πως το σκυλάδικο είναι παράδοση και η μαγκιά ελληνική πατέντα.

Ζω σε μια χώρα που την ξεπάστρεψαν οι νεοέλληνες, αναθέτοντας την καταστροφή της στους βλαχοδήμαρχους. Ζω σε μια χώρα όπου εκπαίδευση σημαίνει πρωινή προσευχή, μάντρωμα, παρελάσεις, στρατωνισμός. Ζω σε μια χώρα όπου ο γυμνισμός είναι παράπτωμα και η ζωή στη φύση ποινικό αδίκημα. Σε μια χώρα με ξαπλώστρες και ομπρέλες φυτεμένες στα ιδιωτικά χοιροστάσια της παραλίας. Ζω σε μια χώρα που έχει πάνω απ’ το μισό πληθυσμό της στοιβαγμένο στις τσιμεντένιες φαβέλες των Αθηνών.

Σε μια χώρα όπου κουρδισμένοι άνθρωποι κόβουν απ’ το ψαχνό τους για τον έμπορα. Ζω σε μια χώρα που κλειδώνει τα παιδιά της στα διαμερίσματα για να μη γίνουν πούστηδες ή ναρκομανείς, αλλά τα μετατρέπει με τον πιο ανήθικο τρόπο σε πρεζάκια κατανάλωσης πλαστικής σαβούρας. Σε παπαγαλάκια κάθε αστραφτερής αυταπάτης με γκόμενες, εξοχικό και λεφτά. Ζω σε μια χώρα που ο πλούτος της μεταφράζεται σε λεφτά, αξιοποίηση, ανάπτυξη, εκμετάλλευση, αγορά.

Ζω σε μια χώρα όπου οι κουράδες των πολιτών της καταλήγουν στη θάλασσα. Ζω σε μια χώρα που ταΐζει τα παιδιά της με κουράδες. Με πρόχειρο φαγητό, πρόχειρο ερωτισμό, πρόχειρο βιβλίο, πρόχειρο γιατρό. Ζω σε μια χώρα που κάθεται σούζα μπροστά στα σαγόνια του ιερατείου και μπροστά στις βουρδουλιές του Κυρίου ημών κεφαλαιοκράτη. Ζω σε μια χώρα που έχει μονίμως κατεβασμένες τις τέντες για να μη φαίνεται απ’ τον απέναντι, που έχει κι αυτός μονίμως κατεβασμένες τις τέντες για να μην φαίνεται απ’ τον απέναντι.

Ζω σε μια χώρα που σκάβει με μανία για να βρει τους σάπιους ένδοξους βασιλιάδες του παρελθόντος, αλλά πετάει χαιρέκακα τα παιδιά της στην απλήρωτη εργασία της χαλυβουργικής. Ζω σε μια χώρα όπου οι λαλίστατοι κυβερνητικοί συνδικαλιστές και οι προστάτες της εργασίας γίνονται εν μια νυκτί παλλακίδες του Λάτση. Ζω σε μια χώρα όπου οι δημοκράτες φιλελεύθεροι καλλιτέχνες της γαντζώνονται στον υπερφαλλό του κυρίου εφοπλιστή.

Ζω σε μια χώρα όπου ο άνεργος ψηφίζει χεσμένος τη δεξιά, αχνίζοντας αυτό τον πατρικό φασισμό του τηλεοπτικού σαγηνευτή. Ζω σε μια χώρα που ψευτοζεί μαϊμουδίζοντας τους ξένους. Ζω σε μια χώρα με φαντασμένους ανθρώπους που πιστεύουν ότι θα τη σκαπουλάρουν. Ζω σε μια χώρα που θέλει να πουλήσει το νερό και τον ήλιο για να αγοράσει μεταξωτό βρακί και πόρτα ασφαλείας για να ασφαλίσει την παρακμή της.

Ζω σε μια χώρα που ψάχνει κάποιον άλλο να τη σώσει απ’ τον κακό εαυτό της κι απ’ τους ταλαντούχους δυνάστες της.

Κοινωνικό Κέντρο Τσαμαδού 15: Δικάζεται η κατάληψη


ΟΙ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΑΔΕΙΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΥΤΕ ΑΘΩΕΣ ΟΥΤΕ ΕΝΟΧΕΣ, 
ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΕΣ 

Την Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου δικάζονται στα Δικαστήρια της Σχολής Ευελπίδων (Κτίριο 2, 10 π.μ.) για «κατάληψη δημοσίου κτήματος» οι σύντροφοι Νίκος Γιαννόπουλος, Λευτέρης Βουρεκάς και Γιώργος Μανιάτης. Η κατηγορία αφορά την κατάληψη του κτιρίου της οδού Τσαμαδού 15 στα Εξάρχεια που έγινε τον Νοέμβριο του 2009 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με πρωτοβουλία του Στεκιού Μεταναστών, το οποίο στεγάζεται στο διπλανό κτίριο της Τσαμαδού13, και άλλων συλλογικοτήτων της περιοχής. 

Το συγκεκριμένο κτίριο ανήκει στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, μέχρι το 2005 λειτουργούσε ως μπαρ και τα χρόνια πριν από την κατάληψή του αποτέλεσε χώρο διακίνησης και χρήσης ναρκωτικών. Αποφασίσαμε την κοινωνική αξιοποίηση του κτιρίου αφενός για να σταματήσει η εξαθλίωση του χώρου που επεκτεινόταν σε όλη τη γειτονιά και, αφετέρου, για να στεγάσουμε μια σειρά από δραστηριότητες (δωρεάν μαθήματα ελληνικών σε ενήλικες μετανάστες, συλλογική κουζίνα, παιδικό στέκι κ.λπ.) που δεν μπορούσαν πλέον να καλυφθούν από το κτίριο της Τσαμαδού 13. 

Με αυτή τη λογική στείλαμε αμέσως επιστολή στο Δρομοκαΐτειο με την οποία εξηγούσαμε την ενέργειά μας, συναντηθήκαμε τρεις φορές με τη διοίκησή του, προτείναμε να καταβάλλουμε ένα λογικό ενοίκιο, συνυπολογίζοντας τις 6.000 ευρώ που δαπανήσαμε για τον εξανθρωπισμό του χώρου, καθώς και τη δημιουργία κυλικείου για αποασυλοποιούμενους ψυχικά πάσχοντες με τη σύμφωνη γνώμη και σε συνεργασία με γιατρούς του Νοσοκομείου. Απέναντι σε όλα αυτά η διοίκηση του Δρομοκαΐτειου απάντησε με εξώσεις και μηνύσεις, επιλέγοντας την εγκατάλειψη και την παρακμή αντί της κοινωφελούς δραστηριότητας και της αλληλεγγύης και την επίδειξη δύναμης αντί του διαλόγου. Φυσικά και εμείς συνεχίσαμε και συνεχίζουμε την κατάληψη της Τσαμαδού 15. 

Στους καιρούς της λεηλασίας της δημόσιας περιουσίας, της διάλυσης του «κράτους πρόνοιας» και της πλήρους απαξίωσης των δομών ψυχικής υγείας και κοινωνικής φροντίδας, είμαστε υπερήφανες και υπερήφανοι που μετατρέπουμε ένα άδειο κτίριο σε κυψέλη αλληλεγγύης, συντροφικότητας και δημιουργίας, που απέναντι στο ζόφο των μνημονίων, της αποξένωσης και του ρατσισμού αντιπαραθέτουμε έμπρακτα την ελπίδα του αγώνα, της συλλογικότητας και της αυτοοργάνωσης. 

Να απαλλαγούν οι τρεις σύντροφοί μας και να σταματήσει κάθε δίωξη σε βάρος του Κοινωνικού Κέντρου της Τσαμαδού 15. 

ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Σαββατόβραδο στο Πέραμα


Εκεί που τα άψυχα μπορούν να μιλήσουν καλύτερα από τους ανθρώπους



Λίγος ο κόσμος στην αντιφασιστική γιορτή. Ελάχιστοι οι Περαματιώτες, αλλά και αυτοί που μένουν στις γύρω συνοικίες.
Αρκετοί αυτοί, από πιο μακρυνές γειτονιές, που κυνηγούν ακόμη το όνειρο. 
Ήταν και τα παιδιά του Barikat.gr και του Δρομογράφου. Νέα παιδιά, κάτω των τριάντα, που μου χάρισαν μια γλυκειά γεύση για αρκετές νύχτες.



Είναι στιγμές που νοιώθεις πως η σκουριά των πραγμάτων εισχώρησε 
και στους ανθρώπους εκείνους, που ακόμη ο λόγος τους συντηρεί φλόγες. 
Μα μοιάζει σαν η ψυχή τους να μην το λέει πια.


Η "Κόκκινη Προβιά"** δεκαετίες τώρα έχει κάνει καλά τη δουλειά της στο Πέραμα. 
Το άλλοτε κραταιό κρατίδιο κατάντησε μαγαζάκι υπόγειο, απέναντι από το φασιστικό σωματείο των εργατών της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης. 

(φωτο πριν από την προγραμματισμένη ομιλία)

Το καινούργιο μαγαζί στρατολογεί αποκλεισμένους από τα κιτάπια του παληού σωματείου. Μαγιά και οι πρώην ψηφοφόροι αλλά και μέλη του κόμματος που που για χρόνια ψήφιζε το 20 και 25% των κατοίκων στις βουλευτικές εκλογές και σχεδόν μονοκούκι στις δημοτικές, στήνοντας το βασίλειο του Πατσιλινάκου. 
Έσπειρε το φασισμό, θρέφοντας χιλιάδες Μπίμπερκοφ.   

Δεν ξέρω γιατί ο ξεχασμένος αυτός ήρωας επιστρέφει 
όλο και πιο συχνά στις σκέψεις μου τα τελαυταία χρόνια.



Η θάλασσα πιο μαύρη δεν γίνεται. 
Κλείστε τα άθλια μαγαζάκια σας είπε η Άντα Ψαρρά. 
Συμφώνησε και ο Περικλής Κοροβέσης. 

Ο κόσμος φεύγει για ξένους τόπους, 
τα όνειρα δεν φωτογραφίζονται πια.

Πρωί στο περίπτερο μια κυρία της γειτονιάς κρατώντας ένα μπουκέτο 
βασιλικό αγόραζε την Espresso. Μου είπε Καλημέρα σας
Ανταπέδοσα με το Καλημέρα στον ξεφτίλα λαό.


 Καληνύχτα στους υπόλοιπους.

* Φραντς Μπίμπερκοφ: κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα Μπερλίνερ Αλεξάντερπλατς του Άλφρεντ Ντέμπλιν. Δείτε εδώ και εδώ 
** Κόκκινη Προβιά: χωρίς να υιοθετώ τις εικασίες περί της διείσδυσης στελεχών της στο ΚΚΕ δεν μπορώ παρά να θεωρήσω πως οι πρακτικές του κόμματος αυτού οδήγησαν ένα κομμάτι του περαματιώτικου λαού  (και όχι μόνον) στην αγκαλιά του φασισμού. 

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

Το δέρμα του καλοκαιριού (αναδημοσίευση)

(…)
Γιατί μονάχα εσύ θα μ’ άκουσες
να σε φωνάζω από τις σκληρές ακτές του μέλλοντος
με την κραυγή σπασμένη εντός μου
μονάχα εσύ θα μ’ ένιωσες 
να ‘ρχομαι και να ψηλαφώ το ρίγος σου, αγέρας στις κουρτίνες
να θέλω να μαζέψω από παντού τη μυστική ανταύγεια του κορμιού σου…
Δίψασα για ήμερο νερό καταμεσίς στην τυραννία της λάμψης
με κατατρώει το φως, με διαπερνούν ανεξιχνίαστα ρίγη -αχ,
λίγο πονετικό σκοτάδι, αυτό που μένει
ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα και το κορμί την ώρα του χαδιού
(…)
(Βύρων Λεοντάρης, από τη συλλογή Ανασύνδεση)

Στέκει εκεί με τα χείλη της ειπωμένα, τα μαλλιά λυτά και τον χρόνο της χειροποίητο, στο τραπέζι εκεί, ανάμεσα σε παραγγελίες, αχανή ποτήρια και βιαστικά τσιγάρα, ενώ τα καλοκαίρια περνούν μέσα απ’ τους καπνούς να συναντήσουνε το καλοκαίρι, χειρονομώντας ακίνητη μια μέσα χειραψία. Και πιο πέρα η θάλασσα που όταν δεν σε μαθαίνει ματαιότητα σε μαθαίνει ομορφιά, ένα κορίτσι να μαζεύει από την παραλία όλα τα αφημένα βήματα, μια γριά να ξεδιαλέγει τους ίσκιους από τα σκοτάδια. Ξαπλώστρες που ενώ ο ήλιος πέφτει ξεκουράζουν για λίγο τον χυδαίο ημερήσιο εαυτό τους, ομπρέλες ακλόνητες σαν ξεθεωμένες στήσεις και κάπου στο βάθος ο αχός από μια κονσέρβα διασκέδαση να φτύνει ξόδεμα, σφηνάκια, λόξιγκα. Και έτσι προχωρά, σαν όρθια παρένθεση στο κανονικό, ενώ η ζέστη τυλίγεται πάνω της χωρίς παύση, όμοια με πουκάμισο Κενταύρου στην εξαντλητική επιμονή της, ενώ η ζωή τυλίγεται πάνω της, ήρεμα σαν αναρριχητική σιωπή. Τώρα η βοή της νύχτας που πλησιάζει γυρεύει να διώξει από πάνω της όλο το αλάτι, να το σπείρει σε άσκοπες νυχτωμένες βόλτες, παραθαλάσσιες παύσεις και ντόπια πανηγύρια που αναβλήθηκαν για χθες.

Κυνηγημένη από γάτες, σερσέγκια και ωράρια πλοίων, ακροβατεί στο πίσω μέρος του ύπνου σου, ειπωμένη, λυτή και χειροποίητη. Προστακτική όπως η πτώση, αναγκαία όπως η άρση μετά την πτώση. Είναι η ώρα αυτή που ο ορίζοντας παίζει με τα χρώματά του, μπερδεύοντας χωρίς επιστροφή, θάλασσες και ουρανούς (να προσέχεις τα μακροβούτια σου την ώρα τούτη. Ίσως βρεθείς να ψάχνεις χταπόδια στα σύννεφα). 

Είναι αργά, πολύ αργά. Οι δρόμοι αδειάζουν, τα παγκάκια απομακρύνονται το ένα από το άλλο, ένας στίχος πετά για λίγο έξω από τα νερά, λαμπυρίζοντας για λίγο το φεγγάρι, προτού βουτήξει πάλι μέσα (του Λόρκα ήτανε νομίζω: Αλλά μαθεύτηκε πως το έκτο φεγγάρι έφυγε προς τις πηγές του χειμάρρου/ και πως η θάλασσα θυμήθηκε –ξαφνικά!-/ τα ονόματα όλων των πνιγμένων). Και κείνη στέκει εκεί, ανάμεσα σε ονόματα μαγαζιών, παρέες περαστικές και φωνές μπλεγμένες στον αέρα. Ένας στίχος πετά για λίγο έξω απ’ το φεγγάρι, λαμπυρίζοντας για λίγο τα νερά, προτού βουτήξει πάλι μέσα (Αγνώστου πατρός: Γιατί τώρα το ξέρω/ πως η ζωή είναι μια σκηνή φτιαγμένη στα μέτρα σου/-δυο σπιθαμές θαύμα σου λέω-/Δυο σπιθαμές αρκετές/ Να τις ταξιδεύεις μια ζωή).

Στέκει εκεί, ακλόνητη και ακαριαία, τόσο πολύ ο εαυτός της που παύει να είναι ο εαυτός της. Γίνεται η παύση, η στιγμή, ο χρόνος. Για λίγο όμως.

Ξάφνου η ιδιοκτήτρια του δίπλα μαγαζιού πετά ένα κουβά με απόνερα στη θάλασσα, ελάχιστα μέτρα πιο κει, γεμίζοντας με λερές μπουρμπουλήθρες την ησυχία της νύχτας. Κραδαίνει πάνω από το κεφάλι της ένα: ‘’Ωραίο το νησί μας ε;’’, χαμογελώντας με περηφάνεια, ένα κάτι που μοιάζει με ευγένεια.

Οι κλεψύδρες του καλοκαιριού είναι γεμάτες με την πιο ψιλή άμμο. Ξέρεις, αυτή που όσο και αν προσπαθήσεις δεν φεύγει από πάνω σου με τίποτα. Ό, τι λοιπόν και αν κάνουμε είναι μάταιο. Γυρνάμε πάντα πίσω με τον χρόνο του καλοκαιριού λαθρεπιβάτη μας. Κρυμμένο στις αποσκευές, στα ρούχα και στα σώματά μας. Αν τον τινάξεις σπίτι σου θα κρυφτεί στα έπιπλά, στην μέρα σου, στον ύπνο. Ο χρόνος αυτός που είναι πιο επίμονος και από τη ζέστη. Άλλωστε το καλοκαίρι δεν υπήρξε ποτέ υπόθεση θερμοκρασίας, θερμομέτρων, υδραργύρου. Ήτανε πάντοτε, υπόθεση αμετάκλητη, της μέσα στάθμης.

(Δημοσιεύθηκε στις 6 Σεπτέμβρη στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Συνεργάσιμοι/ες; Όχι, ευχαριστούμε!

της Τόνιας Κατερίνη

Το σχέδιο απέναντι στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα αντιμέτωποι/ες έχει την αφετηρία του στη δεκαετία του ’80 όταν από οι πολιτικές του welfare (της κοινωνικής προστασίας) δίνουν τη θέση τους στις πολιτικές του workfare (της ανταπόδοσης μέσω της απορυθμισμένης εργασίας) ενώ η κερδοφορία του κεφαλαίου δεν προέρχεται πια κατά προτεραιότητα από τον παραγωγικό τομέα, αλλά από τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες.

Στο πεδίο αυτό, αναπτύσσονται ποικίλες πρακτικές υψηλής κερδοφορίας του κεφαλαίου που αφορούν, κατά κύριο λόγο, τους μεγάλους παίκτες –ταυτόχρονα, όμως, εμπλέκουν το σύνολο σχεδόν της κοινωνίας, διαμορφώνοντας νέες οικονομικές και κοινωνικές συμπεριφορές. Η εμπλοκή αυτή επιτυγχάνεται αρχικά μέσω του Χρηματιστηρίου και στη συνέχεια με την παραγωγή και πώληση ποικίλων τραπεζικών προϊόντων· τα πιο διαδεδομένα είναι τα καταναλωτικά δάνεια και οι κάρτες, αλλά τον κορμό αποτελούν τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια.

Αυτή η τελευταία υπερδραστηριότητα των τραπεζών είχε σημαντικές και καθόλου τυχαίες επιπτώσεις. Εκτόξευσε τις τιμές των ακινήτων, ανεβάζοντας την εργολαβική κερδοφορία, η οποία παραδοσιακά κυμαινόταν μεταξύ 20 και 30%, σε ποσοστά ενίοτε άνω του 200%. Και, την ίδια στιγμή, δημιούργησε χρέη με εξασφάλιση ακίνητα, η αξία των οποίων είναι σήμερα πολύ μικρότερη του δανείου. Παράλληλα η χορήγηση επισκευαστικών ενυπόθηκων δανείων, που χρησιμοποιούνταν εν γνώσει των τραπεζών, για να καλύψουν πραγματικές ή έντεχνα κατασκευασμένες καταναλωτικές ανάγκες, αλλά και τις σημαντικές ανάγκες που προκαλούσε η αποδιάρθρωση των κοινωνικών παροχών, υποθήκευσε δόλια τη ζωή πλήθους νοικοκυριών.

Έτσι, μεγάλο μέρος της κοινωνίας βρέθηκε με υποθηκευμένο μέλλον, στη βάση μιας ψευδεπίγραφης ευημερίας. Το πρότυπο του υπερχρεωμένου ανθρώπου κατασκευάστηκε μεθοδικά. Ακόμα και όταν σταμάτησε να τροφοδοτεί, πληρώνοντας, την υπερκερδοφορία των τραπεζών, ο υπερχρεωμένος άνθρωπος παρέμεινε πολύτιμο «υπόδειγμα» για την άσκηση νέων πολιτικών της κοινωνίας του ελέγχου. Από αυτή τη σκοπιά, η μεθοδική κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου δεν είναι απλώς παράγωγο της «κρίσης» αλλά μια στρατηγική για την αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας, με την υποθήκευση όχι μόνο της περιουσίας και της εργασίας, αλλά και των ατομικών στρατηγικών ζωής δια βίου.

Σήμερα, εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά κινδυνεύουν άμεσα να χάσουν την ακίνητη περιουσία τους, ακόμα και την πρώτη κατοικία. Σε πολλές περιπτώσεις, η περιουσία αυτή θα εκποιηθεί σε τίμημα μικρότερο του ενός τρίτου της αξίας της. Πρόκειται για μια αναδιανομή πλούτου προς όφελος των πλουσίων χωρίς προηγούμενο στη σύγχρονη ιστορία. Η κατάσχεση και ο πλειστηριασμός της ακίνητης περιουσίας, πέρα από τον άμεσο κίνδυνο απώλειας της στέγης, σημαίνει και την καταστροφή του τελευταίου αναχώματος ασφάλειας: έπειτα από αυτή, το άτομο αφήνεται «γυμνό» στην αρένα της επισφάλειας και της εκμετάλλευσης.

Πέρα από την πτωχευτική δυνατότητα που δίνει στα νοικοκυριά ο λεγόμενος νόμος Κατσέλη, ο οποίος παραμένει σε ισχύ μέχρι στιγμής, εδώ και λίγους μήνες έχουμε διαδοχικές αλλαγές του νομικού πλαισίου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Από την κατάργηση της προστατευτικής ρύθμισης Παπαθανασίου, που έθετε ένα όριο οφειλής (200.000 ευρώ), κάτω από το οποίο απαγορευόταν η κατάσχεση, περάσαμε στην προσωρινή, υπό πολλές προϋποθέσεις, και μόνο για ένα χρόνο προστασία της κύριας κατοικίας. Ήδη δε τον τελευταίο καιρό, και και με τη δημοσιευμένη πλέον απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδας στο ΦΕΚ 1582, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο, που καταργεί την έννοια της προστασίας και αλλάζει ριζικά την αντίληψη διαχείρισης των υπερχρεωμένων δανειοληπτών. Πρόκειται για τη θεσμοθέτηση της εξωδικαστικής διαδικασίας διαπραγμάτευσης με τις τράπεζες, υπό τον έλεγχο των τραπεζών, και με κύριους άξονες τη συνθήκη του «συνεργάσιμου» δανειολήπτη και το ελάχιστο εισόδημα «αξιοπρεπούς» διαβίωσης. Έχει ενδιαφέρον εδώ ότι σε μια αμιγώς οικονομική συναλλαγή εισάγονται δυο έννοιες με «ηθικό» πρόσημο –η αξιοπρέπεια από τη μια και η συνεργασιμότητα από την άλλη.

Παρότι η «αξιοπρεπής» διαβίωση δεν έχει ακόμα με ακρίβεια προσδιοριστεί, είναι φανερό ότι βρισκόμαστε απέναντι σε μια οριζόντια ρύθμιση εδραζόμενη σε αμφίβολα στατιστικά δεδομένα, παραχαραγμένα σε ό,τι αφορά στα κοινωνικά παρεχόμενα αγαθά. Μια ρύθμιση που αγνοεί πλήρως το κοινωνικό κεκτημένο της διαβίωσης, θεμελιώδη παράμετρο της αξιοπρέπειας, αν όντως την εννοούμε.

Αλλά τι είναι ο «συνεργάσιμος»;

Πέρα από τους βασικούς στόχους των νέων πολιτικών για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, που αφορούν α) τη διαχείριση του κοινωνικού πλούτου (εν προκειμένω της μικρής ακίνητης ιδιοκτησίας), β) τον έλεγχο των αξιών της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας και γ) την κερδοφορία την τραπεζών, ένα από τα βασικά προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν είναι η αξιοπιστία του υπό κατάρρευση, πλέον, πιστοληπτικού συστήματος. Από μεγάλο μέρος των δανειοληπτών εκδηλώνεται μια βουβή απειθαρχία: ένα σιωπηλό «δεν πληρώνω», αποτέλεσμα κυρίως ανάγκης αλλά και θυμού. Σιγά σιγά, στόμα με στόμα, έσπασε το δέος απέναντι στα απειλητικά τηλεφωνήματα των εισπρακτικών εταιριών. Οι άνθρωποι είναι πια περισσότερο ενήμεροι για τα δικαιώματά τους, και είναι πολλοί και πολλές, άτομα και συλλογικότητες που δουλεύουν συστηματικά καιρό τώρα γι” αυτό. Όσοι μπορούν, χρησιμοποιούν τα διαθέσιμα θεσμικά εργαλεία που υπό προϋποθέσεις τους παρέχουν προστασία. Οι περισσότεροι, όμως, είναι επιφυλακτικοί, καθώς γνωρίζουν ότι πρόκειται για ένα πλαίσιο διάτρητο, μακριά από τις πραγματικές ανάγκες και τις δυνατότητες τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι για πάνω από 150.000 απειλούμενες κύριες κατοικίες, έγιναν περίπου 10.000 αιτήσεις προστασίας στις τράπεζες.

Για να ανασυστήσουν, λοιπόν, το φόβο που διέσπειραν με τις εισπρακτικές εταιρείες, οι τράπεζες χρειάζονται νέα θεσμικά εργαλεία. Και έτσι προκύπτει η συνεργασιμότητα ως βασική προϋπόθεση της δυνατότητας ρύθμισης του χρέους. Όποιος/α...

* δεν σηκώσει το τηλέφωνο για πάνω από τρεις συνεχόμενες φορές
* δεν σπεύσει να επισκεφθεί την τράπεζα αμέσως μόλις κληθεί
* αρνηθεί να προσκομίσει κάθε οικονομικό, αλλά και προσωπικό του στοιχείο και τον έλεγχο επαλήθευσής τους
* δεν συνεχίσει μετά τη ρύθμιση την ίδια αδιάλειπτη συνεργασία ως το τέλος της εξόφλησης, ίσως για πάντα…
δεν είναι συνεργάσιμος/η.

Πρόκειται για την εκχώρηση στοιχειωδών παραμέτρων ελευθερίας. Ο συνεργαζόμενος διαιωνίζει την ομηρία του υπερχρεωμένου, με τη διαφορά ότι μετατρέπεται σε «αξιόπιστο» εντός συστήματος. Και σε αυτή την περίπτωση θα μπορεί να τύχει «ευνοϊκών» ρυθμίσεων, που κυμαίνονται από «τη μείωση της δόσης για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα», ως την «εθελοντική» παραχώρηση της κυριότητας του ακινήτου του στον πιστωτή, με τη «δυνατότητα» να παραμείνει σε αυτό ενοικιάζοντάς το για κάποια χρόνια!

Είναι λοιπόν φανερό ότι αυτό που μεθοδεύεται βρίσκεται πολύ μακριά από τις ανάγκες και τη δυνατότητα επίλυσης των προβλημάτων των υπερχρεωμένων. Ο Μαρξ είχε ήδη εντοπίσει τη «δυσπιστία» ως πολιτικό εργαλείο απέναντι στον αιτούντα δάνειο, αλλά και απέναντι στο φτωχό που είναι αποδέκτης κοινωνικής αρωγής. Αλλά και ο Νίτσε, στη Γενεαλογία της Ηθικής, είχε εντοπίσει δίπλα στο ζεύγος «προσπάθεια-ανταμοιβή» το ζεύγος «υπόσχεση-ενοχή» για το χρέος που δεν «τιμήσαμε».

Στις σημερινές συνθήκες, ευτυχώς, είναι πολλοί και πολλές όσοι/ες ως μόνο χρέος και συνθήκη αξιοπρέπειας αναγνωρίζουν την αντίσταση σε όσα συμβαίνουν –και όσα επίκεινται.

Η κατασκευή του Χρεωμένου Ανθρώπου (αναδημοσίευση)


Της Αντζελας Δημητρακάκη* 
πηγή: Efsyn

Το 2011 ήταν η χρονιά ανάλυσης της Συνθήκης του Χρέους. Παράλληλα με τη Χρεοκρατία των Κιτίδη-Χατζηστεφάνου και την ανθρωπολογική μελέτη του David Graeber, Debt: The First 5000 Years, ο κοινωνιoλόγος Maurizio Lazzarato δημοσιεύει την ίδια χρονιά μια συνοπτική θεωρητική ανάλυση της κατασκευής ενός νέου υποκειμένου που επί δεκαετίες ονειρευόταν ο νεο-φιλελευθερισμός: τον Χρεωμένο Ανθρωπο (The Making of the Indebted Man, 2011)....

Τρία χρόνια αργότερα, η θεωρία του Lazzarato δεν σοκάρει, απόδειξη όχι μόνο του ότι είναι ορθή αλλά και –κυρίως– του ότι το υποκείμενο Χρεωμένος Ανθρωπος έχει ομαλοποιηθεί ιδεολογικά στις συνειδήσεις όσων περίπου-εξεγείροντο το 2011. Θα έλεγα ότι το μόνο που έχει αλλάξει από το 2011 ώς το 2014 είναι η σιωπηρή αποδοχή τού «έτσι έχει η κατάσταση, δεν θα πεθάνουμε κιόλας».

Βεβαίως, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Lazzarato (και πλείστοι άλλοι, αλλά δεν έχω χώρο για υποσημειώσεις), μάλλον θα πεθάνουμε νωρίτερα. Ανάμεσα στα πιο ενδιαφέροντα ίσως δεδομένα που παρατίθενται στο δοκίμιο είναι εκείνα για τη θαυματουργά παραγωγική Γερμανία με τη μείωση του προσδόκιμου ζωής στους χαμηλόμισθους από το 2001 ώς το 2011: κατά 2 χρόνια γενικά και κατά 3 χρόνια στην πρώην ανατολική. Αυτό όμως που πραγματεύεται κυρίως ο συγγραφέας, με ένα λίαν ενδιαφέρον ξαναδιάβασμα του Αντι-οιδίπους των Ντελέζ και Γκουταρί και του Νίτσε γενικότερα, είναι το ηθικοπολιτικό ποιόν του νέου υποκειμένου, που μπορεί να είναι τόσο ατομικό όσο και συλλογικό.

Προσωπικά, διάβασα το βιβλίο ως το κερασάκι στην τούρτα ανάλυσης του David Harvey και λοιπών μαρξιστών, οι οποίοι διατείνονται, ορθώς, ότι αν δεν βρεθούν εξωγήινοι προς εκμετάλλευση, η καλούμενη κρίση δεν γίνεται να λήξει. Αν ο Harvey εξηγεί τη λειτουργία της πιστωτικής κάρτας ως ευφυή μέθοδο αρπαγής μελλοντικού εισοδήματος από τους μη έχοντες, ο Lazzarato εντοπίζει τις μεταλλαγές που πρέπει να υποστεί η ψυχική σύσταση του σύγχρονου ανθρώπου για να μετέχει εκούσια στην υποδούλωσή του στο καθεστώς χρέους.

Το σχήμα που προτείνει τονίζει τη λογική και το ήθος της αντι-παραγωγής [anti-production] την οποία έχει ενσωματώσει ο σύγχρονος καπιταλισμός στη μηχανή θεσμών που στοχεύουν στην αναπαραγωγή της συνείδησης του Χρεωμένου Ανθρώπου. Οι άνεργοι είναι απαραίτητο στοιχείο σε αυτήν τη διαδικασία, αρκεί να τους πείσεις ότι «χρωστάνε» στο κράτος πρόνοιας και άρα οφείλουν να παίρνουν ό,τι σκατο-δουλειά τους τύχει ανεξαρτήτως προσόντων (βλ. Βρετανία και δυτική Ευρώπη γενικότερα). Η δουλειά δεν είναι ντροπή, ενώ το χρέος είναι. Και με λίγη ακόμη λιτότητα θα πεθαίνουμε ακριβώς όταν αρχίζει η συνταξιοδότηση, οπότε θα γλιτώσει το χρεωμένο κράτος από τους αντι-παραγωγικούς συνταξιούχους. Αφού βέβαια τους έχει πρώτα πείσει ότι είναι αντι-παραγωγικοί και καλό θα είναι να αυτοκτονούν για να μην επιβαρύνουν παιδιά κι εγγόνια. Αν και τα τελευταία θα χρωστάνε ασφαλώς το δάνειο των πανεπιστημιακών τους σπουδών.

Οπότε είναι απολύτως κατανοητό να ξεχνιόμαστε με παγκόσμιο ποδόσφαιρο.

* Η Α. Δημητρακάκη είναι συγγραφέας και πανεπιστημιακός

Ευτυχία (αναδημοσίευση)



Πολλά ανά τους αιώνες έχουν γραφτεί για την ευτυχία και ο άνθρωπος, μολονότι ποτέ δεν τη βρήκε, εξακολουθεί να γράφει γι’ αυτήν και να επιμένει ότι κάποτε θα τη βρει.

Ανόητη μου φαίνεται αυτή η επιμονή του και στερούμενη σοφίας, εφόσον ξέρει πολύ καλά ότι η ευτυχία είναι μια ωραία λέξη που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ευτυχία δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο στιγμές ευτυχίας και τέτοιες έχουμε όλοι μας ζήσει. Αλλά παρατεταμένη, ισόβια ευτυχία δεν υπάρχει, διότι δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο από τον Δημιουργό ή τη Φύση ή την Τυχαιότητα.

Δεν θα την αντέχαμε εξάλλου. Φανταστείτε μια παρατεταμένη αίσθηση γλύκας, όπως αυτήν που έχουμε, όταν τρώμε μια σοκολάτα. Φανταστείτε να νιώθαμε συνέχεια αυτή τη γλύκα της σοκολάτας, μέρα νύχτα, επί εβδομάδες, επί μήνες, επί χρόνια. Θα καταρρέαμε βεβαίως στο τέλος, καμιά ευχαρίστηση δεν θα νιώθαμε. Μόνο ενόχληση.

Δεν είμαστε φτιαγμένοι για να βιώνουμε την ισόβια ευτυχία, κάτι τέτοιο θα μας τρέλαινε. Επειδή η ευτυχία προκαλεί πολύ ισχυρά θετικά συναισθήματα που μπορούμε να τα αντέξουμε για λίγο. Αν κρατήσουν πολύ, θα διαλύσουν την ψυχική ισορροπία μας. 

Είμαστε φτιαγμένοι για να ζούμε ισορροπημένα. Και αυτό πρέπει να επιδιώκει κάθε φυσιολογικός άνθρωπος. Ψυχική ισορροπία σημαίνει αισθήματα ισορροπημένα, όχι ακραία. Τα ακραία τα αντέχουμε για λίγο χρόνο. Ακραία χαρά ή ακραία θλίψη, το ίδιο είναι: αν παραταθούν για πολύ, θα καταλήξουμε στον ψυχίατρο.

Αλλά ο οργανισμός μας ξέρει ευτυχώς πώς να αντιμετωπίσει τέτοιες ακρότητες: μετά από λίγο κατεβάζει αυτόματα την έντασή τους και εκείνο που μας είχε προκαλέσει μεγάλη ευτυχία ή δυστυχία, μας προκαλεί τώρα μια απλώς καλή ή κακή διάθεση. Και αργότερα δεν μας προκαλεί τίποτα, γίνεται ευχάριστη ή δυσάρεστη ανάμνηση.

Με ένα τέτοιο μηχανισμό μέσα μας που μετριάζει κάθε ακραίο μας συναίσθημα, είναι αδύνατον να βιώσουμε την ευτυχία που οραματιζόμαστε. Διότι η ευτυχία έρχεται σε πολλούς από εμάς κάποια φορά (ή και πολλές φορές), αλλά μετά μεταβάλλεται σε καθημερινότητα και δεν μας συγκινεί πια.

Έτσι πχ μια γυναίκα που προσπαθεί χρόνια να αποκτήσει παιδί και δεν τα καταφέρνει, όταν μείνει έγκυος και αργότερα γεννήσει το μωρό της, αισθάνεται πολύ βαθιά ευτυχία. Με τον καιρό η ευτυχία αυτή κατακάθεται, γίνεται μέρος της καθημερινότητάς της και μετά από χρόνια δεν της λέει και πολλά πράγματα. Και όχι μόνο αυτό. Στο τέλος το θεωρεί φυσικό ότι έχει αποχτήσει παιδί, δεν της κάνει πια και μεγάλη εντύπωση. Αυτή είναι η φυσιολογική αντίδραση του κανονικού ανθρώπου μπροστά στην ευτυχία. Αν, αντίθετα, η γυναίκα αυτή συνεχίσει να αγάλλεται και να πλέει σε πελάγη ευτυχίας και να χοροπηδά από τη χαρά της χωρίς διακοπή για τα επόμενα δέκα είκοσι χρόνια, θα λέγαμε ότι είναι τρελή. Και θα είναι.

Επομένως, όταν λέμε ότι θέλουμε την ευτυχία, απαιτούμε με παράλογο τρόπο από τη ζωή να μας δίνει συνέχεια ερεθίσματα χαράς, ώστε, όταν το προηγούμενο ευχάριστο συναίσθημα αρχίσει να μειώνεται, να έρχεται το επόμενο που θα μας προκαλέσει πάλι ακραία ευχαρίστηση. Με άλλα λόγια ζητάμε κάτι ανέφικτο, διότι η ζωή, το ξέρουμε αυτό εκ πείρας, δεν μας δίνει καθημερινά τρελές χαρές, μας δίνει ερεθίσματα χαράς από καιρού εις καιρόν (αν τα δίνει δηλαδή κι αυτά) και στο ενδιάμεσο εμείς ασχολούμαστε με την επιβίωσή μας και με την καθημερινότητά μας. 

Και φανταστείτε δηλαδή να γινόταν πραγματικότητα αυτό, να έχουμε κάθε μέρα ένα νέο λόγο για να νιώθουμε ευτυχείς. Θα καταντούσαμε στο τέλος χαζοχαρούμενοι και καμιά προκοπή δεν θα κάναμε, αφού θα καταναλώναμε το χρόνο μας σε γέλια και χαρές.

Αλλά αν ο Δημιουργός, η Φύση ή η Τυχαιότητα δεν μας έχουν φτιάξει για να ζούμε συνέχεια μες την καλή χαρά, από την άλλη μάς έχουν φτιάξει έτσι, ώστε να ζούμε ισορροπημένα, δηλαδή με ήρεμα συναισθήματα επάρκειας και ικανοποίησης. Όπως τα ζώα που, όταν είναι χορτάτα και ασφαλή, δεν είναι ευτυχισμένα, αλλά είναι ήρεμα, ικανοποιημένα και ήσυχα. Και αυτό είναι μια μορφή εφικτής ευτυχίας που μπορούμε να την έχουμε κι εμείς. Την είχαμε εξάλλου κάποτε, όταν ακόμα ήμασταν πρωτόγονοι.

Αυτά όλα τα σκέφτηκα αναλογιζόμενη τον τρόπο με τον οποίο μεγαλώνουμε τα παιδιά μας. Θέλουμε να είναι ευτυχισμένα και κάνουμε τα πάντα για να το πετύχουμε αυτό. Θέλουμε να τα βλέπουμε να χαμογελάνε, να είναι ευχαριστημένα, χαρούμενα, ενθουσιασμένα και κάνουμε ό,τι μπορούμε γι’ αυτό.

Όμως τα παιδιά δεν χρειάζεται να ξεφωνίζουν συνέχεια από χαρά για κάτι ευχάριστο που φροντίζουμε να τους συμβαίνει κάθε τρεις και λίγο. Το κυριότερο που πρέπει να μας νοιάζει είναι να τα βλέπουμε ήρεμα, ικανοποιημένα από τη ζωή τους, με ισορροπημένα συναισθήματα δηλαδή.

Επειδή μεθαύριο που θα γίνουν ενήλικες, δεν θα υπάρχουν κάποιοι που θα φροντίζουν να τα τροφοδοτούν συνέχεια με χαρές. Επειδή θα μπουν στη ζωή και θα χρειαστεί να αγωνιστούν για να βρουν τη θέση τους ανάμεσα στους άλλους. Και ίσως να αναπολούν με μελαγχολία τα παιδικά τους χρόνια, τότε που οι μεγάλοι φρόντιζαν με κάθε τρόπο να τους παρέχουν στιγμές άκρατου ενθουσιασμού και χαράς. Ίσως να σχηματίσουν για τη ζωή μια απαισιόδοξη άποψη, ότι είναι ένας στίβος όπου όλοι μάχονται εναντίον όλων και το μόνο που κυριαρχεί είναι η εχθρότητα και το μίσος.

Αλλά ξέρουμε ότι στη ζωή υπάρχουν κι άλλα πράγματα, η φιλία, η αγάπη, η συμπάθεια, η στοργή, η εκτίμηση, η συμπόνια. Όλα αυτά θα τα βρουν τα παιδιά μας, αν είναι κατάλληλα εφοδιασμένα, δηλαδή όχι μαθημένα στις τσιρίδες χαράς αλλά μεγαλωμένα στην ηρεμία, στη συναισθηματική ισορροπία και εξοικειωμένα με το αίσθημα της φυσικής ικανοποίησης που δίνει μια ζωή οικογενειακής ασφάλειας και προστασίας.

Ευτυχείς δεν θα γίνουμε ποτέ, δεν είναι στις προδιαγραφές μας. Συναισθηματικά ισορροπημένοι όμως μπορούμε να είμαστε. Αλλά επειδή αυτό δεν μας ικανοποιεί, επειδή συμπεριφερόμαστε ως εξαρτημένοι αποζητώντας μια αδιάκοπη ευτυχία, έχουμε φτιάξει, για να παρηγορηθούμε, τους μετά θάνατον παραδείσους. Εκεί σίγουρα θα είμαστε βουτηγμένοι σε αιώνια ευτυχία. Πάλι όμως έρχονται οι διανοούμενοι θεολόγοι και μας χαλούν τη συνταγή. Η ευτυχία στον παράδεισο, μας λένε, θα είναι μια διαρκής αίσθηση πληρότητας και γαλήνης.

Αλλά αυτήν μπορούμε να την έχουμε και στη γη.

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

Το σκάκι (αναδημοσίευση)

 της Τόνιας Κατερίνη
από rednotebook

Το σκάκι
Έλα να παίξουμε.Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου.
(Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη)
Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)
Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τί τους θέλω;
(Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)
Όλα, και τ’ άλογά μου θα σ’ τα δώσω
Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω
Που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει
Δρασκελώντας τη μια άκρη ώς την άλλη
Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις.
Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα.
Μανόλης Αναγνωστάκης

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης έδωσε τις λέξεις για να μιλήσουμε για το θυμό, το φόβο, την διάψευση, τη μετέωρη ηθική, τη στιβαρή επιμονή μιας Aριστεράς που μέσα στην ήττα και την επίγνωση αναζήτησε δρόμους δύσκολους, για να ξαναβρεί το κοινωνικό της στίγμα και την οραματική της προοπτική. Ο λόγος του, αλλά και η σιωπή του σε εκείνα τα χρόνια της μεταπολίτευσης, επίμονα ως τον θάνατό του, με έκαναν πολλές φορές να σκεφτώ αν ο Μανόλης Αναγνωστάκης ήταν ένας ρομαντικός.

Πριν από λίγες μέρες, όταν είδα αυτή την αφίσα στους τοίχους των Εξαρχείων, ξαναθυμήθηκα αυτή την παλιά σκέψη. Κι ύστερα ξαναθυμήθηκα εκείνο το πολυδιαβασμένο μικρό βιβλίο του Μικαέλ Λεβί, το «Μαρξισμός και Επαναστατικός Ρομαντισμός», από τις εκδόσεις Ουτοπία, σε μετάφραση Σπύρου Στάβερη και φωτοστοιχειοθεσία στο Ανάγραμμα – όλα από μόνα τους μια ιστορία από τον καιρό που ξεκινούσε η αναζήτηση μιας πιο σύνθετης ιδέας γι” αυτό που ακόμα ονομάζουμε αριστερή ριζοσπαστική προοπτική.

Τι επικαλείται με την αφίσα, όχι δηλαδή μόνο μέσα από την ποιητική του Αναγνωστάκη, αλλά και μέσα από την οπτική της αποτύπωση, ο δημιουργός της; Είναι απλά μια κατά γράμμα ανάγνωση του ποιήματος με εύλογους συσχετισμούς, για τον «τρελό» «που αναστατώνει τις στέρεες παρατάξεις»; Και, κυρίως, γιατί στην συγκεκριμένη πολιτική συνθήκη καλούμε αρωγό την ποίηση; Γιατί δεν επαρκεί ο πολιτικός λόγος για να αποτυπώσει τη στιγμή, ενώ η στιγμή αυτή περιβάλλεται από ισχυρό και ανελαστικό πολιτικό πλαίσιο; Τελικά, σε τι …χρησιμεύει ο «ρομαντισμός»;

Στο κείμενο που ανέφερα παραπάνω, αλλά και στο μεταγενέστερο «Εξέγερση και μελαγχολία» (από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις), που έγραψε ο Μικαέλ Λεβί με τον Ρόμπερ Σαϊρ, παρουσιάζονται οι διαφορετικές μορφές του ρομαντισμού. Και μέσα από την ιστορία της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας, μέσα από τα θεωρητικά κείμενα του Μαρξ και του νεαρού Λούκατς, της Ρόζας Λούξεμπουργκ, του Γκράμσι και άλλων, οι συγγραφείς ιχνηλατούν την «ρομαντική» διάσταση της εξέγερσης, και μαζί την πολλαπλή κριτική στη γραμμική αντίληψη της «προόδου» που απηχούν παλαιότερα και πολλά μεταγενέστερα κείμενα που εντάσσονται κατά τα άλλα στις θεωρητικές παραδόσεις της Αριστεράς. Γίνεται έτσι φανερό ότι η θεώρηση του «νέου Κόσμου» πέρασε από πολλά στάδια αναζήτησης, τόσο σε σχέση με τις αξίες των προκαπιταλιστικών κοινωνιών, όσο και σε σχέση με το ιστορικό υποκείμενο που θα πραγματοποιούσε την μετάβαση στον καινούριο κόσμο, αλλά και την τελεολογία της πολιτικής δράσης.

Όσα γράφουν οι Λεβί και Σαϊρ αφορούν και τη δική μας πράξη. Γιατί μέχρι και σήμερα, η ιστορία της μαρξιστικής σκέψης, τόσο στις καθαρά θεωρητικές της προσεγγίσεις όσο και στις πιο άμεσες πολιτικές διατυπώσεις της, βρίσκεται αντιμέτωπη με την δυσκολία να γεφυρώσει την βιωμένη εμπειρία με τον πολιτικό σχεδιασμό. Οι κίνδυνοι της μηχανιστικής αναγωγής, της γραφειοκρατικής διαχείρισης, της πραγματιστικής ενσωμάτωσης, οδήγησαν πολλές φορές όχι απλά σε απογοήτευση, αλλά σε πραγματικές τραγωδίες. Ανρωτιέμαι: Όταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ γράφει ότι «χωρίς την απεριόριστη ελευθερία του Τύπου, χωρίς τη ζωή των συνεταιρισμών και συγκεντρώσεων απαλλαγμένη από εμπόδια, είναι εντελώς αδύνατο να γίνει νοητή η κυριαρχία των μεγάλων λαϊκών μαζών», όταν η ίδια προσθέτει πως «…η ελευθερία που επιφυλάσσεται μόνο για τους οπαδούς της κυβέρνησης και τα μέλη του κόμματος δεν είναι ελευθερία», και όταν εξηγεί ότι «η ελευθερία είναι πάντα ελευθερία για κείνον που σκέφτεται διαφορετικά», δεν είναι άραγε μια ρομαντική;

Σήμερα βρισκόμαστε περισσότερο από ποτέ αντιμέτωπες/οι με την ανάγκη μιας ριζικής αλλαγής των παραμέτρων της κοινωνικής οργάνωσης. Τα δομικά χαρακτηριστικά του ρομαντισμού, η καταγγελία του καπιταλιστικού κόσμου που έχει φτάσει στα ηθικά και υλικά του όρια, η ανάγκη νέων μορφών συλλογικού, η ηθική ατομική τοποθέτηση απέναντι σε όλα αυτά, αλλά και το αίτημα ανασύνθεσης μιας νέας ”Ουτοπίας”, αποτελούν κομβικά ζητήματα στην αναζήτηση του λόγου της Αριστεράς.

Μέσα σ” αυτό λοιπόν το τοπίο, ο επαναστατικός ρομαντισμός έρχεται συνεχώς στο προσκήνιο εκεί που το σχέδιο καλείται να αναμετρηθεί όχι με την ιστορία – αλλά και με την πραγματικότητα όσων φέρουν την ιστορία ως μοίρα ή ως λάφυρο και αναλαμβάνουν συλλογική και ατομική ευθύνη απέναντι στο μέλλον.

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

Χρέος: το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου

Tiziano Vecelli (Titian) Sisyphys (1548–49). Prado Museum.

Ρώτησαν τον κύριο Κ:
-Θα χάσω το σπίτι μου για 5 ψωροχιλιάρικα, είναι δυνατόν, είναι δικαιοσύνη αυτό;
-Βεβαίως και θα το χάσετε και μάλιστα θάστε και από τους πρώτους.
-Μα γιατί ;
-Ακούστε με. εσείς θα χάσετε 100 χιλιάρικα και αυτό είναι που μετράει για την τράπεζά σας. δεν σας φαίνεται δίκαιο ; τώρα αν η τράπεζα σας δάνεισε αυτά που της χρωστάτε ήξερε πολύ καλά ότι μπορούσε και να κέρδιζε 95 χιλιάρικα στη δεύτερη ευκαιρία που θα της δίνατε. 
και συνέχισε ο κ. Κ:
Η πρώτη της ευκαιρία ήταν ότι της ζητήσατε δάνειο και μάλιστα τόσο μικρό. Ένας φωροτόκος ακόμη και τοκογλυφικός δεν αρκεί...Μικρά δάνεια-μεγάλες ευκαιρίες. ή με άλλα λόγια δεν είναι όλοι ωραίοι αυτοί που έχουν χρέη αλλά αυτοί που έχουν μεγάλα χρέη, μεγαλύτερα από τον συσωρευμένο πλούτο που ήδη έχουν....

-Τότε δεν μου μένει παρά να ξοφλήσω, αλλά πώς, δεν υπάρχει μία...
-Αν δεν είχες χθές, αν δεν έχεις σήμερα, δεν υπάρχει καμμία πιθανότητα να έχεις αύριο. Και γι' αυτό προνόησε και φροντίζει η καλή σου τράπεζα με την κυβέρνησή σου.

και με αυτό τον ωμό και συνάμα αποκαλυπτικό διάλογο ας ξεκινήσουμε...
Χρέος: η ύψιστη θεότητα που στις βουλές της υποτάσσονται όλες οι άλλες: χρήμα, δάνεια, ελείμματα. Ναοί και μοναστήρια χτίζονται εις δόξαν της, εικόνες της κάνουν τον γύρο του κόσμου, εισχωρούν σε σπίτια, κρέμονται σε σύγχρονα εικονοστάσια, φοβερίζουν και γιατρεύουν την απληστία κατακτημένων δικαιωμάτων, καταργούν μνήμες και όνειρα ξεστρατημένων πληθυσμών.

Χρέος: το πλέον σύγχρονο και αποδοτικό εμπόρευμα προϊόν της βιομηχανίας ελειμμάτων, φετίχ των κερδοσκόπων. Και αν κάποιο άλλο εμπόρευμα μπορεί να εξισωθεί μαζί του είναι ο πατήρ του, το χρήμα. σε μορφή νομίσματος, σε επιταγές ή γραμμάτια, σε ομόλογα και κάθε είδους τίτλο. Α-διάστατο κατά τις επιθυμίες των διακόνων του τόσο που κανένας προϋπολογισμός και καμμία απογραφή δεν μπορεί με ακρίβεια να προσδιορίσει το μέγεθός του. τη μέρα προσμετράται με το μέγεθος των δανείων που δίνονται για να θεραπεύσουν τα ελείμματα και τη νύχτα απλώνεται σαν το σκοτάδι πάνω από την στέγη κάθε χώρας, καθορίζει πολιτικές και τρόπους ζωής, σε τελευταία πια ανάλυση την ίδια την ύπαρξή του ανθρώπου και όποιου άλλου όντος η φύση δώρισε για να τον υπηρετεί.

Εν ονόματι του χρέους κόβουν μισθούς, απολύουν, κλείνουν νοσοκομεία, σχολεία. στο όνομά του ορκίζονται κυβερνήσεις και κόμματα, δέρνουν και δολοφονούν οι μπάτσοι, δικάζουν οι δικαστές, εκμισθώνονται στρατοί και παρακρατικές εξουσίες. Ο οφείλων και να υποκύπτει οφείλει. Όσο πιο πολλοί οι οφείλοντες τόσο πιο άνετη η εξουσία του, τόσο πιο ισχυρή η πίστη των μετανοημένων.

Λαοί και κράτη εν μια νυχτί βαφτίζονται οφειλέτες, χρεοκοπούν, υποτιμάται η περιουσία τους, το νόμισμά τους. Και από αυτή την καταβόθρα των οφειλετών χρειάζεται να γίνει ένα κοσκίνισμα για να επιλεγούν εκείνοι που θα εκτελέσουν τις εντολές του ή θα συνδράμουν απαθώς ή ενεργώς στην εφορμογή τους. Έχουμε κόμματα και συνιστώσες οφειλετών, στρώματα πληθυσμού που απολαμβάνει ασύμβατα με την εποχή προνόμια ή επιβιώνει χάρη στην ύπαρξη του χρέους.

Αν θέλουμε να το δούμε στις πολιτικές του διαστάσεις αρκεί να μελετήσουμε την επιρροή των κομμάτων εξουσίας πάνω σε λαϊκά (:) στρώματα. Ένα ποσοστό 35% θεωρείται επαρκές, είναι το κρίσιμο μέγεθος που μπορεί να στηρίξει και να διαωνίσει αυτές τις πολιτικές. Από αυτό ένα ποσοστό όχι ευκαταφρόνητο κερδίζει περισσότερα από ό,τι κέρδιζε στο παρελθόν και το υπόλοιπο απλά επιβιώνει στη σκιά των κερδοσκόπων του χρέους, υπηρετώντας το άμεσα ή έμμεσα.

Αν σε μια επόμενη φάση οι ανάγκες περαιτέρω συσσώρευσης πλούτου (που συνεπάγονται τη δημιουργία νέων χρεών*) επιτάξουν αυτό το ποσοστό να μειωθεί, μοιραία θα έλθουν σε σύγκρουση με τις πολιτικές ανάγκες. Σε αυτό ακριβώς το σταυροδρόμι η εκάστοτε κυβέρνηση και ο εκάστοτε υπουργός Οικονομικών διαπραγματεύονται (σκληρά ...εννοείται) με το ΔΝΤ, την τρόϊκα, το ΕΚΟΦΙΝ, την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, τον κ. Σόϊμπλε ή την αντ' αυτού κ. Μέρκελ.

Εργασία, ποιά υπεραξία; 
Οι "ορθόδοξοι" μαρξιστές μιλούν ακόμη για την υπεραξία της εργασίας, για τους βιομηχανικούς εργάτες, για την εμπορευματική αξία του προϊόντος που παράγουν. Ο καπιταλισμός γι' αυτούς γεννήθηκε επί Adam Smith και ετάφη με τα νάματα του Marx. Έκτοτε δεν φαίνεται να απασχολούν κανέναν οι μεταλλάξεις του, το αντικείμενο του πόθου του, τα μέσα που διαθέτει για να συσσωρεύει πλούτο. Επικαλούνται συνεχώς τον κορακοζώητο βιομήχανο της βικτωριανής εποχής που κλέβει από το μεροκάματο του εργάτη του 5, 10, 30, 100 ευρώ σε μια ώρα, μια μέρα, ένα μήνα. Αγνοούν ή κάνουν πως δεν βλέπουν τον γιάπι των κερδοσκόπων που μπροστά από έναν υπολογιστή στο άνετο γραφείο του από τη μια άκρη της γής μπορεί να βγάλει μερικά δις σε ελάχιστα λεπτά της ώρας παίζοντας με τα χρέη των κρατών της άλλης άκρης, τα αξιόγραφα που τα καλύπτουν, κάνοντας εμπόριο δανείων, χαντακώνοντας σε λίγα λεπτά προϋπολογισμούς και νομίσματα, ευτελίζοντας σοδειές γεωργικών αγαθών, ανεβοκατεβάζοντας τιμές βασικών αγαθών, υποτιμώντας πλουτοπαραγωγικές πηγές που δωρήθηκαν στον άνθρωπο από τη φύση. Και όλα αυτά γιατί ΚΑΠΟΙΟΣ θέλει να αγοράσει φτηνά, γιατί η περιουσία ενός κράτους, μιας οικογένειας πρέπει να πουληθεί φτηνά για να καλυφθούν τα χρέη, να διασφαλισθούν τα δάνεια, να αποκτήσουν έγγειο αξία τα κέρδη της φούσκας.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: τεχνικές εταιρείες, σύμβουλοι επενδυτές και τεχνικοί από την Ελλάδα που είχαν μεταναστεύσει στο Πεκίνο το 2005 για να μετέχουν στην προετοιμασία των ολυμπιακών αγώνων του 2008, δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη. Έτσι εκτός της κύριας δραστηριότητάς των (τεχνικός τομέας) ασχολήθηκαν παράλληλα και με το real estate της πόλης. Ένα φιλόδοξο gentrification (χωροταξική αναβάθμιση με κερδοσκοπικούς στόχους) εξελίχθηκε στα όρια της πόλης, ξεσπιτώνοντας χιλιάδες κατοίκους από τα περίχωρα, προκειμένου η νέα ελίτ της Κίνας να βρεί γή πρόσφορη και να κτίσει τα δικά της χολυγουντιανά παλάτια.

Τόσο απλό μα δύσκολα κατανοητό είναι το μέγεθος της απειλής για τη ζωή του καθενός, για τον πλούτο μιας χώρας. είτε αυτός είναι πλούτος συσωρευμένος από εργασία (μετρητά, αξίες, γή, στέγη), είτε πλούτος μιας αρχικής συσσώρευσης της φύσης (ορυκτός πλούτος, πηγές ενέργειας, νερό). Ο καπιταλισμός ποτέ δεν γκρέμισε τη φεουδαρχία. Απλά συνυπάρχει μαζί της, ενσωματώνοντας τις πρακτικές της ειδικά στον τομέα των φυσικών πόρων της γής, υπάγοντάς τες στους νόμους της υπερεκμετάλλευσης, στους νόμους πια της υπερσυσσώρευσης.

Κρίση, ποιά κρίση ; Αέρας κοπανιστός είναι που ζητά γή και ύδωρ
Αυτή τη στιγμή στον πλανήτη έχουν σωρευθεί πάνω από 87 τρις δολάρια κέρδη που παραμένουν ανεκμετάλλευτα, περιμένοντας επενδυτές. Ας βεβαιώσει κάποιος ότι το μεγαλύτερο ποσοστό, (γύρω στο 75%), από αυτόν τον πλούτο δεν προέρχεται άμεσα από το εμπόριο των διεθνών δανειακών χρεών (κρατών-για την ακρίβεια κυβερνήσεων) και από τον κουβά των δανειακών χρεών επιχειρήσεων και ιδιωτών σε εμπορικές τράπεζες. Ένα αξιοσημείωτο ποσοστό προέρχεται από τα κερδοσκοπικά παιγνίδια πάνω στα εθνικά νομίσματα (σπόρ προσφιλέστατο στους κερδοσκόπους μέχρι πριν μια εικοσαετία), από την μονοπωλιακή σωσσώρευση πλούτου από την εκμετάλλευση βασικών κοινωνικών αγαθών (υγεία, τρόφιμα, νερό, ενέργεια, στέγαση) και ένα ελάχιστο πια ποσοστό από την βιομηχανική ή πρωτογενή παραγωγή (που άλλωστε έχει μονοπωληθεί από εταιρείες μεγαθήρια).

Για να υπάρξει η μόχλευση αυτών των κερδοσκοπικών κεφαλαίων από τα σεντούκια των τραπεζών θα πρέπει να υπάρξουν ευκαιρίες. Και αν δεν υπάρχουν δημιουργούνται πάραυτα με έναν νόμο για τους πλειστηριασμούς, με μια υπουργική απόφαση για τις κατασχέσεις, με μια ντιρεχτίβα για το κούρεμα των ομολόγων. Εν μια νυχτί "ξεθάφονται" ελείμματα που εκτοξεύουν το χρέος πέρα από τα "επιτρεπτά" όρια, ψηφίζονται "προγράμματα στήριξης και ανόρθωσης"

Για να υπάρξει αυτή η πρωτοφανής στην παγκόσμια οικονομία συσσώρευση, έχουν συμβεί σημεία και τέρατα στον θαυμαστό καπιταλιστικό θερμοκήπιο: έχουν κλείσει εκατομμύρια επιχειρήσεις, έχουν χρεικοπήσει εταιρείες μεγαθήρια, έχουν υποδουλωθεί κράτη, έχουν καταληστευθεί περιουσίες και αποταμιεύσεις δεκαετιών. Κοινώς το τέρας τρώει από τα έτοιμα πια. Η μπουκιά της εργασιακής υπεραξίας δεν αρκεί. Χορταίνει μόνο αν δανείσει ενεχύρως μια χώρα (ταίζοντας μια κυβέρνηση με τους κολαούζους της), αν μπορέσει να αρπάξει το νερό, μια έκταση, χιλιάδες σπίτια. Βλέπει σαν χρυσή ευκαιρία μια βροχή που δεν θα πέσει, μια καταιγίδα που θα καταστρέψει τις σοδειές, μια αρρώστεια που μπορεί εξολοθρεύσει τον μισό πλανήτη, ένα φάρμακο που θα θεραπεύσει τον άλλο μισό, 100 πόλεις ή μερικά κράτη που θα ισοπεδωθούν (αν έχουν την ατυχία να κρύβουν κάποιο μυστικό κοίτασμα). Ποιός αλήθεια σύγχρονος επενδυτής χέζεται από τη χαρά του νάχει έναν εργάτη σκλάβο, έστω και με ένα ξεροκόματο σαν αμοιβή. Ίσως μόνο οι νταβατζήδες της φράουλας της καθ' ημάς φεουδαρχίας. Αλήθεια, ποιός επενδυτής θάχανε την ευκαιρία να ξεζουμίζει καθημερινά μέσα σε μια φάμπρικα στρατιές εργατών, αν το ποσοστό κέρδους από αυτή την ενασχόληση θα ήταν συγκρίσιμο έστω με το ποσοστό μιας τοποθέτησης στο χρηματιστήριο ; 

Εστιάζοντας μόνο μέσα στον γυάλινο ναό του βιομηχανικού καπιταλισμού (όπως ο Μαρξ) οι συνοδοιπόροι** έχουν σαφέστατα δίκηο. Πλην όμως οι γυάλινοι ναοί του καπιταλισμού είναι πολλοί και συνεχώς χτίζονται νέοι. Κάθε νεόκτιστος σαφώς υπερτερεί σε λαμπρότητα, σαφέστατα ελκύει νέες θεραπενίδες, προπαγανδίζει νέους μύθους, κομματιάζει και αποπροσανατολίζει ακόμη μεγαλύτερα κοινωνικά στρώματα, υπόσχεται συνεχώς σωτηρία και ευκαιρίες, επιβάλλει την αδιάλειπτη προσευχή στον ναό του κέρδους, στον ναό της κατανάλωσης. Οι ναοί του βιομηχανικού και εν συνεχεία του μεταπρατικού καπιταλισμού ξεθώριασαν προ πολλού. Τη λαμπρότητά τους έκλεψαν ναοί του χρηματιστηριακού καπιταλισμού και τώρα οι ναοί του τερατογεννούς. Ακριβώς όπως το προσκύνημα της Αγίας Λαύρας των Καλαβρύτων δεν είναι πια της μόδας και την περίλαμπρη θέση του έχει πάρει το τερατόμορφο και 67πάγκαρο προσκύνημα της Μαλεβής στην Αρκαδία όραμα της Βγενιώς Γιόβα (κατά δήλωσή της αδελφή Παρθενία). 

Μερικοί ονομάζουμε Κρίση του καπιταλισμού τις ίδιες τις αντιφάσεις του, τη ολοένα και μεγαλύτερη μείωση του ποσοστού του κέρδους του από τη δευτερογενή (βιομηχανική) κυρίως παραγωγή. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι το εμπόρευμα αυτό και η κατανάλωσή του έχει μετατραπεί πια σε ένα εργαλείο υποταγής και μόνο, ένα εργαλείο εξαγοράς και δημιουργίας δανειακών αναγκών. Το Όλον του καπιταλιστικού γίγνεσθαι ίσως κάποτε παύσει να παράγει βιομηχανικά προϊόντα μιας μεγάλης γκάμας σε τέτοια κλίμακα, μιας και άλλες ανάγκες (υγεία, παιδεία, ασφάλεια, στέγαση, διατροφή) θα έχουν προτεραιότητα στην αφαίμαξη του γλίσχρου μισθού ή ευτελούς μεροκάματου.

Άλλωστε οι αντιφάσεις από μόνες τους δίνουν παράταση ζωής σε κάθε κοινωνικό γίγνεσθαι και σε καμμία περίπτωση δεν αποτελούν τον επιθανάτιο ρόγχο του. Όσο για τη μείωση του ποσοστού του κέρδους ασφαλώς και ακολουθεί τη μείωση της αμοιβής εργασίας, διαφοροποιούμενη ως προς το ποσοστό αυτής της μείωσης, διότι καρπούται παράλληλα την παραγωγικότητα που του προσφέρει η τεχνολογική εξέλιξη. Αποβλέπει δε στη διασφάλιση της δυνατότητας διάθεσης ενός μέρους της παραγωγής (όσο το δυνατόν μεγαλύτερης) και σε μεγαλύτερα τμήματα πληυθσμών.

Πέρα και κυρίως έξω από τον γυάλινο ναό του βιομηχανικού καπιταλισμού συμβαίνουν σημεία και τέρατα. Τόσο παραγωγικά, που δίνουν ανάσα και στους έγκλειστους του ναού αυτού. Οι συγκοινονούντες γυάλινοι ναοί είναι τα συγκοινωνούντα οχυρά του καπιταλισμού. Στο κάτω-κάτω αν πέσει στα χέρια του εχθρού ο ναός του βιομηχανικού καπιταλισμού για το Όλον του καπιταλισμού χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι. Οϋτως ή άλλως το ψωράλογο θατάχει φάει τα ψωμιά του, ας το πάρουν οι πληβείοι να βαυκαλίζονται ότι έπεσε ο καπιταλισμός. Η ανεργία που σε παγκόσμια κλίμακα αυξάνει, τα αδιάθετα για επενδύσεις συσσωρευμένα κεφάλαια μαρτυρούν την οριστική μεταστροφή του καπιταλισμού από τον βιομηχανικό καπιταλισμό του Adam Smith και του Keynes στον σύγχρονο καπιταλισμό που εξήγγειλε η Σχολή του Σικάγου, στον σύγχρονο οραματισμό των νεομαλθουσιανών.

Ναι η καταστροφή είναι ευκαιρία για κάθε κερδοσκόπο της άγριας δύσης και της βάρβαρης ανατολής. Αυτό, να με συμπαθούν οι συνοδοιπόροι** μου κάθε απόχρωσης, δεν λέγεται κρίση. Είναι κρίση ανθρωπιστική που ακολούθησε επακριβώς τις λαθεμένες ατραπούς που χάραξε ταυτισμένη με την καπιταλιστική λογική η αποστεωμένη μαρξιστική ανάλυση. Κρίση για τον καπιταλισμό είναι να μην υπάρχουν οι ευκαιρίες. Κρίση θα είναι να λυθούν ως ...δια μαγείας οι αντιφάσεις του.

Η πρώτη ύλη δημιουργίας πλούτου (κατά τον Μαρξ) παραμένει σε μεγάλο βαθμό αδρανής, παρασέρνοντας στην αδράνεια αυτή όλο και μεγαλύτερα τμήματα της εργατικής τάξης. Πέρα από το ευκολονόητο πολιτικό επικείμενο, αυτό δεν θα συγκινήσει καμμία ελίτ διανοουμένων και στοχαστών, καμμία κυβέρνηση ή παγκόσμιο οργανισμό. Αντίθετα οι κυβερνήσεις και οι οργανισμοί θα ανησυχούν για τα αδρανή υλικά που μένουν ανεκμετάλλευτα όπου γής, για τα αδρανή συσωρευμένα κεφάλαια στις θυρίδες μιας φανταστικής παγκόσμιας τράπεζας.

Κρίση θα αποτελέσει μια ολική άρνηση εξόφλησης του παγκόσμιου χρέους, τουτέστιν μια καθολική επανάσταση. Να μείνουν στα σεντούκια του τα 87 τρις δολάρια ορφανά και ακάλυπτα. Κρίση είναι να πείς στην τράπεζά σου, να πεί ο καθένας μας βάλε στον κώλο σου το χρεώγραφο του δανείου μου.

Ο καπιταλισμός πεθαίνει εδώ και κάμποσες δεκαετίες αλλά το πτώμα του εξακολουθεί να μας κυβερνά, γιατί η ιστορία δεν κάνει τίποτα, όπως έγραφε ο Έγκελς. Ίσως γιατί το δίπολο Εργασία-Κεφάλαιο δεν την συγκινεί πια.

Για επιδόρπιο... μερικά στοιχεία για τη θεότητα του ελληνικού χρέους (δημοσίου και ιδιωτικού)
σε παρένθεση οι πηγές
-Το 2014 το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της Ελλάδας έχει μειωθεί κατά 25% μέσα σε σε σύγκριση με το 2008 ενώ η ανεργία υπερβαίνει το 27%. (Στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ).

-Το 2014 το δημόσιο χρέος θα κλείσει περίπου στα 320 δις ευρώ και αντιστοιχεί στο 175% του ΑΕΠ (Στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ). Τέλος του 2008 το δημόσιο χρέος ήταν περίπου 132 δις (110% του ΑΕΠ)-Στοιχεία που εξήγγειλε η απογραφή του ΠΑΣΟΚ το 2009 και αμφισβητήθηκαν από την κυβέρνηση Καραμανλή.

-Το 2014 το ιδιωτικό χρέος που δεν εξυπηρετείται, προς Τράπεζες, Δημόσιο και Ασφαλιστικά Ταμεία αγγίζει τα 163 δις ευρώ (77 δις κόκκινα δάνεια -επί συνόλου τραπεζικών χορηγήσεων 215 δις-Στοιχεία της Τραπέζης Ελλάδος) (67 δις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο -Υπουργείο Οικονομικών), (18,6 δις ευρώ ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία -8,5 δις στο ΙΚΑ και 9,1 δις στον ΟΑΕΕ-Υπουργείο Εργασίας, στοιχεία ΙΚΑ. ΟΑΕΕ).

-Τα κόκκινα δάνεια τέλος του 2013 ήσαν σε ποσοστό το 35% του συνολικού χαρτοφυλακίου τραπεζικών χορηγήσεων έναντι του 5,1 % σστο τέλος του 2008 (Τράπεζα Ελλάδος). Να λάβουμε υπόψη ότι από αυτό το 5,1% μόλις το 1,2% αφορούσε δάνεια προς ιδιώτες και το υπόλοιπο κυρίως προς επιχειρήσεις τύπου pafa-pufa Co. και ένα ποσοστό δάνεια παγωμένα σε επιχειρήσεις μεγάλου κυρίως μεγέθους προς εκκαθάριση. Εκτιμήσεις της τρόϊκας αναφέρουν ότι το ποσοστό των κόκκινων δανείων θα εκτιναχθεί στο τέλος του 2014 στο 40% και το μέγεθος θα φτάσει στα 90 δις.

-Το 2009 ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο είχαν 700.000 πολίτες με οφειλές 33,7 δις ευρώ, σήμερα οι οφειλέτες είναι 2.600.000 και τα χρέη 67,25 δις ευρώ (Υπουργείο Οικονομικών).

Σε αυτό το μέγεθος αποτυπώνεται το μέγεθος της προμελετημένης και επερχόμενης καταστροφής. Δεν είναι απλά ο διπλασιασμός των ληξιπρόθεσμων (μάλιστα εν μέσω μιας ύφεσης) αλλά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των οφειλετών. Διότι τα 33,7 δις είναι ένα μέγεθος που αφορά ιστορικά όλη την περίοδο ύπαρξης του ελληνικού κράτους (βέβαια κατά περιόδους πολλά χρέη διαγράφηκαν, παρόλα αυτά οι προϋπολογισμοί δεν γνώρισαν αναταράξεις του σημερινού μεγέθους-κάτι που μαρτυρεί την ομαλή διασπορά των ληξιπρόθεσμων ανά έτος). Εξάλλου μην ξεχνάμε ότι στα 33,7 δις περιλαμβάνονται χρέη συνεταιρισμών, χρέη μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων που μεταβιβάσθηκαν στο δημόσιο ή έκλεισαν, π.χ.όμιλοι Κατσάμπα, Λαδόπουλος, Ανδρεάδης, Μποδοσάκη) αλλά και χρέη που χορηγούσε το ΚΕΒΑ (μετέπειτα ΕΟΜΜΕΧ) προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις με την αγγύηση του δημοσίου.

-Να πούμε τέλος, ανακεφαλαιώνοντας πως:
-ανά μήνα δημιουργούνται περί τα 2 δις ληξιπρόθεσμα χρέη, τόσο προς την εφορία, όσο και προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Κάτι που μαρτυρεί τη φοροληστρική και μελετημένη επιδρομή των κυβερνώντων.

-πέρα από τους οφειλέτες προς το δημόσιο (2.600.000***) οι οφειλέτες στο ΙΚΑ είναι 442.000, στον ΟΑΕΕ 659.000, στον ΟΓΑ 183.000 και στο ΤΣΜΕΔΕ 50.000 (σύνολο εγκλωβισμένων οφειλετών στα ασφ. ταμεία 1.329.000***).

παραπομπές
*ένα χρέος δημιουργείται πολλαπλώς. και δανειζόμενος χρήματα αλλά και χάνοντας απλά το σπίτι σου, τις κοινωνικές παροχές, την εργασία σου. Μια τέτοια απώλεια θα σε οδηγήσει στην στην ανάγκη να ξανα-αποκτήσεις μέρος ή το όλα τα απολεσθέντα. Ή θα σε οδηγήσει στην εξαφάνιση αν δεν έχεις πιστοληπτική ικανότητα και δουλική δεινότητα.Και στη γενική αυτή έννοια υπάγονται και τα εθνικά νομίσματα μιας και αυτά είναι ένα αποδεκτό από τις νομισματικές αρχές κάθε χώρας κρατικό χρέος. Το ίδιο ισχύει για κάθε είδους χρώγραφα που εκδίδουν κρατικές ή και μεγάλες ιδιωτικές οικονομικές οντότητες.
**προφανώς στη μαρξιστική ανάλυση
*** δεν συνυπολογίζονται τα μέλη των οικογενειών τους