Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Να περνάς καλά! (αναδημοσίευση)



Αν η γενιά μου αφιερώθηκε σε κάτι, αυτό είναι η λατρεία του φτηνού κυνισμού. Το πέρασμα απ’ την καταπιεστική υποχόντρια φαμίλια, που άνδρωσε την γενιά του εβδομήντα, στον ελευθεριακό ψυχαναγκασμό της ευτυχίας. Αυτό που νιώσαμε στην εφηβεία μας ήταν μια φονική βουβή περιφρόνηση προς τις ψόφιες αξίες. Το Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια, η αγία τριάδα της νοικοκυροσύνης και του ευφρόσυνου συντηρητισμού ήταν ήδη χεσμένη πατόκορφα. Η δεκαετία του ογδόντα υπήρξε μιαν ακραία κιτς δεκαετία. Ντελικάτοι κοντόχοντροι κομματάρχες αλώνιζαν τα χωριά και τις πόλεις. Ένας νέος τύπος ανθρώπου ερχόταν στα πράματα. Οι περισσότεροι, δεξιοί που αυτομόλησαν την προηγούμενη δεκαετία προς το κέντρο, μοίραζαν αφειδώς διορισμούς και υποσχέσεις. Το βόλεμα και η ευκολία έγιναν καθεστώς, ανοίγοντας το δρόμο για τα μεγάλα κόλπα. Ο αυριανισμός ξεχείλωνε τις συνειδήσεις και το πολιτικό προσωπικό καβαλούσε το ακέφαλο άλογο των αγορών. Δάνεια και χωματερές. 

Συμφωνίες για θάψιμο της παραγωγής. Ένας εισαγόμενος πολιτισμός ερχόταν να χωνέψει τον πεινασμένο νεοέλληνα. Τα παιδιά της αντιπαροχής μεγάλωσαν με χαβαλέ και Στάθη Ψάλτη. Ο διασκεδαστής αντί να μας διασκεδάσει ερχόταν κι αμολούσε μια γερή κλανιά ακριβώς στη μούρη μας. Κι αυτό ήταν τέχνη και διασκέδαση. Κάθε χαζοχαρούμενη συνθήκη του τύπου να περνάς καλά και γράψτους όλους στ’ αρχίδια σου, έγινε ο μόνιμος καταναγκασμός των άβουλων τέκνων της γενιάς μου. Μια γενιά ζαλισμένη απ’ τα ξεθυμασμένα όπια της προηγούμενης. Μια γενιά που δεν είχε το θάρρος και το θράσος να ξεκάνει την πατρική σαβούρα και να προχωρήσει μπροστά

Μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα περάσαμε στην ψηφιακή πάχυνση και την πόζα. Στην γκρίνια και την ανασφάλεια. Στις κάρτες στα δάνεια στα πτυχία. Σε μια ακραία θεολογία του χρήματος και σε έναν ξεδιάντροπο φτηνό κυνισμό. Ο θάνατος, ο πόνος, η εξαθλίωση των άλλων, έγιναν σκηνές στο ηλεκτρισμένο κάδρο της τηλεόρασης. Τρώγοντας θα δεις σφαγμένους, ξεκοιλιασμένους, άστεγους, διάσημους ναρκομανείς και άσημα πρεζάκια. Τρώγοντας και πίνοντας με τον ψυχρό συναισθηματισμό του χειρούργου η κοινωνία του θεάματος καταναλώνει αμάσητες τις ανθρώπινες τραγωδίες. Ένας καταιγισμός από εικόνες και μια βροχή από σφαλιάρες πάνω στο σβέρκο του παντοδύναμου καταναλωτή. Ο καταναλωτής που έρχεται να προδώσει τις ίδιες του τις ανάγκες λειτουργώντας ως Ιούδας του ίδιου του εαυτού του. Είναι έτοιμος να χάσει την ψυχή του, δηλαδή την ουσία της ύπαρξής του, εκπληρώνοντας το θείο σχέδιο του καπιταλιστή. Είναι έτοιμος κάθε στιγμή να πουλήσει τα παιδιά του, στον έμπορο και στον τεχνοκράτη. Είναι σαν έτοιμος από καιρό να βγει ξανά στις αγορές και να το παίξει γκόμενος και καμάκι, να φέρει ξένους, τουρίστες, επενδυτές. Να φέρει λάδι απ’ την Τουρκία, κρασιά απ’ τη Γαλλία, λαστέξ απ’ το Πακιστάν και τάπερ απ’ την Κίνα. 

Η γενιά μου είναι δικτυωμένη. Κυβερνά τον κόσμο απ’ το ιντερνέτ. Η γενιά μου θα βάλει τα rooms to let και την τσαχπινιά και οι ξένοι θα βάλουν τα φράγκα. Η γενιά μου ετοιμάζεται να κάνει το τελειωτικό ξεπούλημα. Η γενιά μου ετοιμάζεται για την προδοσία. Το έσχατο τεκμήριο αγάπης προς τις μέλλουσες γενιές.

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Το ιδιότροπο σπέρμα (αναδημοσίευση)

by ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ


Δεν πιστεύω στον επικοινωνιακό ακτιβισμό της ψηφιακής ψωροκώσταινας αλλά στη σκέψη. Σκέψη λιμανίσια που νιώθει και νιώθεται βαθειά. Στις δυνατότητες του μέσου και στις μαγικές εικόνες όταν σκουραίνουν τα πράγματα κι όταν οι νοικοκυραίοι ελευθέρας βοσκής εξολοθρεύουν τη φυσική ζωή. Το ιδιότροπο σπέρμα. Εκείνο τον ωραίο παλιό καιρό με τη νευρικότητα του Αδάμ και της Εύας. Εκείνες τις οφθαλμολάγνες νοηματοδοτήσεις του νοικοκυραίικου οίστρου στα χαρακώματα των σούπερ μάρκετ. Εκείνα τα ψηλά βουνά του Παπαντωνίου με την ουτοπία της επαναστατημένης παιδικότητας. Τα πάντα όλα, όσα υπέστη το φεγγάρι από δυτικούς της ρομάντζας και το χνώτο του τυρέμπορα που έγινε παραγωγός του σινεμά. Η ζωή που μας δίνεται μας αφήνει μόνο να παίζουμε με τα ζύγια. Όταν μουδιάζεις απ’ την προσήλωση στις δεξιώσεις και τις διαταγές δε σου μένουν σκέψεις αλλά κινήσεις και πόζα. Μια βραχνάδα απ’ τις πολλές απάνθρωπες ανθρωποσυνάξεις. Κι αν αυτό που έχτισες με κόπο κι αφήνεις πίσω σου θέλει ξύλο και ΜΑΤ για να διατηρηθεί, έ τότε θα καταρρεύσει. Τίποτε. Ερείπια και σπασμένα αγάλματα. Τα δασώδη εφηβαία στα μουσεία, για να θαυμάζουν μηχανικά τις ομορφιές και τις γλύκες μιας εποχής που χάθηκε οριστικά, οι νέοι ακτιβιστές της ζωής. Τα παιδάκια που θα σηκώσουν κάποτε κεφάλι όταν μάθουν την πάσα ταξική αλήθεια.

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Ο,τιδήποτε ξέρεις, είναι λάθος (αναδημοσίευση)

αρχικός τίτλος ανάρτησης: Ο Πάνως Κάππα πήρε το πληκτρολόγιο του


Ο Πάνως Κάππα είναι μεγάλος αγύρτης των λέξεων. Ο Πάνως Κάππα δαμάζει τις λέξεις. Τις εξουσιάζει. Καθοδηγεί τις λέξεις, όπως ο τσοπάνης τα πρόβατα του. Παίζει τις λέξεις στα δάχτυλα. Ο Πάνως Κάππα είναι αστείρευτος. Ασυγκράτητος. Ασυναγώνιστος. Δεν βαριέται ποτέ το γράψιμο. Δεν ξεμένει ποτέ από έμπνευση. Δεν σταματάει ποτέ να διηγείται ιστορίες, σαν κι αυτή εδώ:

Ένα πρωί ο Πάνως Κάππα σηκώθηκε έτοιμος για μια ακόμα εμπνευσμένη ιστορία. Μετά τον Άνθρωπο Χωρίς Ηχομόνωση και τον Άνθρωπο που Έχασε τον Εαυτό του, αυτή τη φορά θα μιλούσε για τον άνθρωπο που ήθελε να γράψει μια ιστορία για κάποιον που έψαχνε λέξεις για να γράψει μια ιστορία για τη βροχή. Θα ήταν σίγουρα το μάστερπις του, δεν χωρούσε καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Έφτιαξε ένα φλιτζάνι τσάι κι έκατσε στον υπολογιστή, τράβηξε κοντά το πληκτρολόγιο, έσπρωξε την καρέκλα κοντά στο γραφείο. Πληκτρολόγησε τα πρώτα γράμματα που ήδη χόρευαν χαρούμενα κάτω απ’ τα μαγικά του δάχτυλα. Ξεκίνησε τη διήγηση με μια φράση δυναμική και αποφασιστική συνάμα, που θα έβαζε τον αναγνώστη αμέσως στο κλίμα της ιστορίας:

Εκείνο το πρωί η βροχή έπεφτε μανιασμένη… Όχι μανιασμένη, σκέφτηκε ύστερα από λίγο ο Πάνως Κάππα, η βροχή έπρεπε να είναι κάπως πιο διακριτική. Εκείνο το πρωί η βροχή έπεφτε ορμητική… Πάλι όχι, ο θόρυβος θα αποσυντόνιζε τον ιστολόγο από τις σκέψεις του. Να ήταν απλά δυνατή η βροχή; Ή μήπως να ήταν σιωπηλή; Μήπως ραγδαία; Όχι φυσικά, ο Πάνως Κάππα είχε συνηθίσει τους αναγνώστες του σε πιο φανταχτερές λέξεις, δεν θα συμβιβαζόταν τώρα με κάτι τόσο τετριμμένο. Πως στο καλό έπεφτε η βροχή; Μισή ώρα ο ιστολόγος κοιτούσε σαν υπνωτισμένος την άδεια οθόνη του υπολογιστή του, χωρίς να μπορεί να σκεφτεί το παραμικρό. Ίσως λοιπόν να βρισκόταν αντιμέτωπος με το διαβόητο writer’s block, είχε ακούσει να μιλούν γι΄αυτό σε διάφορα φόρουμς στο ίντερνετ, μέχρι τώρα όμως αυτή ήταν μια άγνωστη έννοια για τον Πάνως Κάππα, που δάμαζε τις λέξεις σαν θηριοδαμαστής. Η βροχή πάντως έπρεπε να αρχίσει να πέφτει το συντομότερο. Η βροχή ξεκίνησε πάλι να πέφτει, κάπως βαριά. Μετά η βροχή έπεφτε πιο κεφάτα. Σε λίγο η βροχή μέσα στο κεφάλι του Πάνως Κάππα άρχισε να πέφτει καταρρακτωδώς, όχι όμως για πολύ, αφού σύντομα ο ιστολόγος αναφώνισε “Ως εδώ!”, χτυπώντας παράλληλα το χέρι στο γραφείο. Η βροχή στο κείμενο του Πάνως Κάππα έπρεπε να πέφτει με ένα τρόπο ιδιαίτερο, πρωτότυπο, ξεχωριστό, παιχνιδιάρικο.

Πως σκατά έπεφτε η βροχή;

Κατά την προσφιλή του συνήθεια, ο ιστολόγος έτρεξε στους ποιητές για βοήθεια. Ο Αναγνωστάκης τον συμβούλευσε η βροχή να είναι κίτρινη, παλιά βροχή που χτυπάει τη νύχτα σα μαστίγιο. Η Διμουλά του είπε διάφορα περίεργα κι ακατανόητα για μια βραδύγλωσση βροχή, σαν πρόθεση ναυαγισμένη. Στον Πάνως Κάππα φυσικά ταίριαζε περισσότερο ο Μιχάλης Γκανάς που τη βροχή την ήθελε ψιχαλιστή, ποτιστική, δαρτή, ομηρική, βροχούλα μουσκεμένη. Ο Ρίτσος πάλι τα δικά του, η βροχή είναι άλλοτε συνωμοτική και άλλοτε πικρή, άλλοτε πέτρινη κι άλλοτε λυγμική. Ο Ελύτης, περισσότερο αινιγματικός, είπε στον Πάνως Κάππα πως πρέπει να πέφτει πάνω στους τσίγκους όπως η βροχή, ρυθμικά, με ανωτερότητα.

Ο Πάνως Κάππα είχε αρχίσει να νευριάσει, όχι μόνο γιατί δε γούσταρε τις υποδείξεις του Ελύτη, ούτε γιατί ο Γκανάς του είχε κλέψει όλα τα ωραία επίθετα, αλλά -κυρίως- γιατί η έλλειψη έμπνευσης ήταν πρωτόγνωρη γι΄αυτόν. Κάπου εκεί του ήρθε η ιδέα: Θα άπλωνε στο χαλί όλα τα επίθετα που ήξερε και θα διάλεγε μερικά στην τύχη!

Ξεκίνησε από το Άλφα: Η βροχή έπεφτε αδυσώπητη. Η βροχή έπεφτε αβάσιμη. Αβαρής. Αβάσταχτη, αβυσσαλέα κι αγενής, άγρια, αγαθή, και λίγο αδιάκριτη. Ή μήπως αγγελόψυχη; Κανένα επίθετο δεν ήταν αρκετά καλό για τον Πάνως Κάππα.

Στο Βήτα τα ίδια: Η βροχή έπεφτε βάναυση. Ή μήπως βάρβαρη; Η βροχή έπεφτε βαρύγδουπη και βαρυσήμαντη. Βραχνή και λίγο βεριτάμπλ.

Στο Γάμμα δεν είχε καλύτερη τύχη: Η βροχή έπεφτε γάργαρη. Γλιστερή. Γοερή. Γλυκερή. Θα μπορούσε να έπεφτε γλυκόλαλη αλλά ο Πάνως Κάππα δεν ήταν απ΄αυτούς τους λαπάδες που σε ρίχνουν με φτηνούς συναισθηματισμούς.

Προχώρησε στο Δέλτα. Εκεί η βροχή έπεφτε δαιμόνια. Η βροχή έπεφτε δειλή. Δεινή. Δεσποτική. Πάντως όχι διαμαντένια, ούτε διονυσιακή, ούτε καν δίκαιη. Και σίγουρα η βροχή δεν έπεφτε καθόλου δραματική.

Στο Έψιλον οι επιλογές ήταν σαφώς περισσότερες: Η βροχή έπεφτε ελευθεριακή! Αυτό ναι, του άρεσε σίγουρα. Το σημείωσε σε ένα μικρό χαρτάκι και συνέχισε την εξερεύνηση. Η βροχή έπεφτε εγκάρδια. Η βροχή έπεφτε ειρηνευτική. Μήπως εκθεμελιωτική; Όχι! Ούτε εγκάρδια έπεφτε η βροχή, ούτε εκπληκτική, ούτε ελεητική.

Η βροχή ίσως να έπεφτε ζόρικη ή ζωηρή, ακόμα και ζωώδης ή ζωντανή, στην τελική ανάλυση γιατί να μην έπεφτε ζαβολιάρα ή ζαφειρένια; Τζίφος και το Ζήτα.

Στο Ήττα παρουσιάστηκαν κάποιες ευκαιρίες για τον Πάνως Κάππα, που σημείωσε ξανά στο μικρό του χαρτάκι: Η βροχή έπεφτε ηδυπαθής! Η βροχή έπεφτε ηδονική! Η βροχή έπεφτε ηλεκτρική! Τώρα κάτι πήγαινε να γίνει!

Στο Θήτα τα πράγματα έγιναν ξανά πιο ζόρικα. Αν η βροχή έπρεπε σώνει και καλά να πέφτει κάπου εκεί γύρω, θα έπρεπε να πέφτει ή θαυματουργή ή θαρραλέα ή θεσπέσια, μπορεί και θεραπευτική. Σίγουρα δεν θα ήταν πολύ θεαματική ή θορυβώδης, γιατί τότε θα έκλεβε την παράσταση από το κείμενο του Πάνως Κάππα κι αυτό δεν ήταν καθόλου επιθυμητό.

Το Γιώτα ξεπεράστηκε εύκολα, αφού η βροχή αποκλείεται να ήταν ιδιόρρυθμη, ικετευτική ή ιλιγγιώδης (θα μπορούσε βέβαια να είναι ιδιώνυμη, είπε μέσα από τα δόντια του ο Πάνως Κάππα, ενώ ο δείκτης του αριστερού του χεριού έκανε αμήχανους κύκλους στον αέρα, και συνέχισε την αλφάβητο).


Η βροχή σύμφωνα με το Κάππα θα μπορούσε να πέφτει καθαρτική, αλλά αυτό θα ήταν πάρα πολύ προβλέψιμο, οπότε γρήγορα προσπεράστηκε. Η βροχή ίσως να έπεφτε καμαρωτή ή καταδεκτική, μιλάμε όμως για τον κόσμο του Πάνως Κάππα, οπότε η βροχή μάλλον θα ήταν καταγγελτική ή και καλορίζικη, ακόμα και καβαφική! (στο σημείο αυτό ακούστηκε ένα πονηρό γελάκι στο δωμάτιο).

Το Λάμδα έδινε νέες ευκαιρίες στον ιστολόγο: Η βροχή θα μπορούσε να πέφτει λάγνα, λαίμαργη ή λαχταριστή, λεβέντικη, λεπτεπίλεπτη ή και λεία. Το πιθανότερο βέβαια ήταν η βροχή να έπεφτε λασπώδης. Τζίφος και πάλι!

Το γράμμα Μι άρεσε στον Πάνως Κάππα, που όμως δεν κατάφερε να βρει ένα επίθετο αρκετά μεγαλειώδες για να περιγράψει τη βροχή: Εδώ η βροχή έπεφτε μακάρια και μαγική, μακρόθυμη, μαρτυρική, μάταιη και μεγαλόκαρδη. Α-χα! Μήπως μεγαλειώδης; Έβγαλε πάλι το χαρτάκι του ο Πάνως Κάππα.

Πριν το Νι χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν για δουλειές, βαρετά πράγματα, βιάστηκε να το κλείσει πριν χαθεί η έμπνευση, τώρα πια έδινε σωστή μάχη με τις λέξεις. Η βροχή έπεφτε ναζιάρα! Πολύ καλό, αλλά ίσως το χρησιμοποιούσε σε κάποια άλλη ανάρτηση. Τώρα η βροχή έπρεπε να πέφτει κάπως νυσταγμένη ή κάπως ντροπαλή, νανουριστική, νοσταλγική ή ακόμα και νωχελική. Ο Πάνως Κάππα σημείωνε πια στο χαρτάκι του με ρυθμό καταιγιστικό.

Στο Ξι το πράγμα χώλαινε και πάλι: Η βροχή έπεφτε ξέγνοιαστη. Η βροχή έπεφτε ξεδιάντροπη. Ξέφρενη. Ξέχειλη. Ακόμα και ξωτική.

Στο Όμικρον τα πράγματα ήταν λίγο στενάχωρα γιατί η βροχή αναγκαστικά έπρεπε να πέφτει οδυνηρή, αν και σταδιακά θα γινόταν ονειρική ή ολόθυμη, πιο ευχάριστη τέλος πάντων, στην τελική ας έπεφτε οκνηρή ή ολιγόλεπτη.

Στο Πι επικράτησε ένας πανικός, ένας πανζουρλισμός, μια πανδαισία, θα έλεγε κανείς, επιθέτων: Η βροχή τώρα πια έπεφτε παραισθητική. Η βροχή έπεφτε παλαβή. Η βροχή έπεφτε παντοδύναμη μαζί και παιχνιδιάρικη, πανώρια, παγανιστική.

Στο Ρο τα ίδια: Η βροχή έπεφτε ραγδαία, ριζοσπαστική, ρωμαλέα, ράθυμη. Θα μπορούσε να έπεφτε και ριποειδής, όχι τώρα όμως, τώρα πια όλα ήταν ευχάριστα και ρυθμικά!

Λίγο πριν το Σίγμα ο Πάνως Κάππα έπρεπε να επισκεφτεί την τουαλέτα. Η δύνη των λέξεων είχε αποσπάσει για τα καλά την προσοχή του από τις επιπτώσεις της κατανάλωσης απανωτών φλιτζανιών τσαγιού. Φυσικά, την ώρα της πράξης δεν σταμάτησε να σκέφτεται τρόπους να εμπλουτίσει το κείμενο του: Η βροχή έπεφτε σαρκαστική (καθόλου άσχημα!). Η βροχή έπεφτε σαδιστική (φοβερή μεταφορά!). Η βροχή έπεφτε σεντόρεια! Η βροχή έπεφτε σκανταλιάρα. Μπορεί και σαγηνευτική. Η βροχή τώρα πια ήταν συναρπαστική, συγκλονιστική, σαρωτική. Ίσως να ήταν και λίγο σπλαχνική, σίγουρα όμως όχι σκληρή, δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος ο Πάνως Κάππα.

Στο Ταυ είχε ήδη επιστρέψει στο γραφείο του, είχε σύρει την καρέκλα κοντά και το πληκτρολόγιο είχε πάρει στην κυριολεξία φωτιά: Η βροχή τώρα πια έπεφτε τελεσίδικη. Η βροχή έπεφτε τερατώδης. Έπεφτε ταπεινή μαζί και τραυματική. Μπορεί να ήταν και τοξική, τώρα πια όμως κανείς δεν νοιαζόταν, ας ήταν και τρελή η βροχή, σε λίγο που θα τέλειωνε το κείμενο η βροχή θα ήταν πάνω απ’ όλα τονωτική.

Δεν έβλεπε πια την ώρα. Οι λέξεις ξεπηδούσαν απ’ το κεφάλι του Πάνως Κάππα υπερβατικά, έτσι που στο γράμμα Ύψιλον η βροχή έπεφτε μαζί υγρή και υδαρής, υπαινικτική, υπαρξιστική, υπερκόσμια, υπερφίαλη, δεν είχε καμία σημασία πως έπεφτε η βροχή, ας έπεφτε και υγιεινή.

Ο Πάνως Κάππα βρισκόταν σε σωστή έκσταση. Στο Φι τα πράγματα ήταν πανεύκολα, η βροχή θα έπεφτε φασαριόζα, πάει και τελείωσε. Αν είχε λίγο μεγαλύτερη ψυχραιμία, ίσως να σκεφτόταν πως η βροχή θα μπορούσε να πέφτει φανταχτερή ή φειδωλή, φιλεύσπλαχνη ή ακόμα και φάλτσα, ο ιστολόγος θα έκλεβε έτσι και τις εντυπώσεις, τώρα πια όμως τίποτα δεν είχε σημασία, το κείμενο ήταν σχεδόν έτοιμο, η βροχή ας έπεφτε όπως ήθελε να πέσει, ακόμα και φιλελεύθερη.


Με το Χι τα πράγματα ήταν δύσκολα, η βροχή θα μπορούσε να πέφτει κάπως χαιρέκακη ή χυδαία, όμως ο Πάνως Κάππα ήθελε κάτι πιο χαριτωμένο για τη βροχή του, και γρήγορα έσβησε όλες τις λέξεις με μια γραμμή. Θα είχε ενδεχομένως κάποιο ενδιαφέρον αν η βροχή έπεφτε χλωμή ή χαώδης ή χειμαρρώδης, ο ιστολόγος όμως θα χαράμιζε άσκοπα μερικά επίθετα, έτσι προχώρησε γρήγορα παρακάτω.

Προσπέρασε γρήγορα και το Ψι, όπου η βροχή αναγκαστικά έπεφτε ψαλμική και ψοφοδεής. Καλού κακού ο Πάνως Κάππα σημείωσε στο χαρτάκι του μερικά ακόμα επίθετα για μια ώρα ανάγκης, όπως: ψιθυριστή, ψυχοβλαβής, ψυχοπονιάρα, και έσπευσε να ολοκληρώσει την αλφάβητο για να πατήσει το κουμπί της δημοσίευσης.

Στο Ωμέγα τα πράγματα ήταν αρκετά πιο εύκολα από ό,τι τα περίμενε. Εδώ η βροχή σίγουρα έπεφτε ωδική, θα μπορούσε ωστόσο να πέφτει και ωραιοπαθής. Αν βέβαια η βροχή έπεφτε ωκύπους ή ωκύπτερη θα ήταν ακόμα καλύτερα, όμως ο Πάνως Κάππα σκέφτηκε τους αναγνώστες του, που μπορεί να μην καταλάβαιναν τις δύσκολες λέξεις, έτσι η βροχή κατέληξε να πέφτει ωφέλιμη και ωχρή.

Κάπως έτσι πέρασε όλο του το πρωινό ο δαιμόνιος ιστολόγος Πάνως Κάππα, ώσπου στο τέλος ξεκίνησε να βρέχει στ΄αλήθεια κι έτρεξε στο παράθυρο να χαζέψει τη βροχή, που τελικά, όσο κι αν προσπάθησε να το αποφύγει, έπεφτε μανιασμένη κι ορμητική!

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Λαϊκή Συνέλευση Εξαρχείων: Να καταρρεύσει η σκευωρία ενάντια στα μέλη της


ΟΛΟΙ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΕΛΠΙΔΩΝ-ΝΑ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΕΙ Η ΣΚΕΥΩΡΙΑ.!

Την Τετάρτη τελικά(ώρα 11.00 κτήριο 9) στον ανακριτή τα τρία μέλη της Λαϊκής Συνέλευσης Εξαρχείων. Μετά από 2 αναβολές καλούνται να καταθέσουν στον ανακριτή (με δικό τους αίτημα παρά την απεργία των δικηγόρων) οι Γιώργος Καλαϊτζίδης, Θανάσης Λιακόπουλος και Θανάσης Πετράτος κατηγορούμενοι για οπλοφορία και απαγωγή με μόνο στοιχείο ένα αναπόδεικτο, ανώνυμο (!!!) τηλεφώνημα (;).

Σύμφωνα με τη ΓΑΔΑ, υπάλληλος της δέχθηκε προ μηνών ανώνυμο τηλεφώνημα, από αριθμό που μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστος, μια και η ΓΑΔΑ δεν διαθέτει όπως λέει αναγνώριση κλήσεων (!!), στο οποίο κατονομάστηκαν τα τρία αυτά μέλη της συνέλευσής μας ως δράστες υποτιθέμενης απαγωγής που έλαβε χώρα στις 22/3 κατά τη διάρκεια παρέμβασης αναρχικών στην πλατεία Εξαρχείων με στόχο την εκδίωξη των εμπόρων ναρκωτικών.

Χωρίς κανένα απολύτως στοιχείο να προκύπτει από τις δεκάδες καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων, χωρίς να έχουν βρεθεί όπλα, χωρίς ποτέ να έχει εμφανιστεί θύμα, καταπατώντας τους νόμους –καθώς δεν νομιμοποιείται έναρξη ποινικής διαδικασίας με βάση ανώνυμο τηλεφώνημα- αλλά και θεμελιώδη πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, οι αρχές επιλέγουν να ασκήσουν δίωξη σε κάποιους ακριβώς επειδή αντιστέκονται κατά των μαφιών και των ναρκωτικών, ενώ ταυτόχρονα αφήνουν ανενόχλητους –ή και υποθάλπουν- τους υπαίτιους της κατάστασης που υποβαθμίζει την περιοχή μας. Μαζί τους θεωρούμε ότι κατηγορούμαστε και όλοι εμείς που τον τελευταίο χρόνο ενωμένοι αγωνιζόμαστε να λύσουμε τα τεράστια προβλήματα των Εξαρχείων. 

Η γελοιότητα των κατασκευασμένων κατηγοριών, αλλά και των στημένων δημοσιευμάτων, που στόχο έχουν τη δαιμονοποίηση των Εξαρχείων και την ποινικοποίηση της αντίστασης, θα αποδειχτεί περίτρανα. Η τρομοκρατία και ο εκφασισμός δεν θα περάσουν.
Λαϊκή Συνέλευση Εξαρχείων

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Δίπλα στη μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων (αναδημοσίευση)


‘’Και πράγματι, υπάρχουν χιλιάδες από δαύτους, σε κάθε γωνιά της συφιλιασμένης χώρας, σε μαγαζιά, γραφεία, σιδηροδρομικούς σταθμούς, αυτοκίνητα, σπίτια, παμπ- οι Εντός Νόμου τύποι σαν εσάς κι αυτούς, που όλοι τους παραφυλάνε τους Εκτός Νόμου τύπους σαν εμένα κι εμάς- και περιμένουν να τηλεφωνήσουν στους μπάτσους μόλις κάνουμε κάποια στραβοτιμονιά. Και θα είναι πάντα έτσι, σας το λέω από τώρα, γιατί δεν τέλειωσα ακόμα τις στραβοτιμονιές μου, και τολμώ να πω πως δεν πρόκειται να τις τελειώσω πριν τινάξω τα πέταλα.’’
Άλαν Σίλιτοου, Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων

Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, όταν το βάρος του ήλιου επιβάλλει θερινή σιωπή, μπορείς να ακούσεις το λαχάνιασμα του δρομέα μεγάλων αποστάσεων, του δρομέα που περνά και από τους δικούς μας δρόμους. Ψιλόλιγνος, με τα ψαρά μαλλιά των 17 του χρόνων και χωρίς ούτε ένα ξεροκόμματο στο στομάχι του, ο δρομέας, ένα άγαλμα σε κίνηση, όπως τον λάξεψε η ανάγκη στο πιο τυχαίο σώμα, βγαλμένος από άλλους χρόνους και άλλους τόπους, βγαλμένος από μακρινά συλλογικά στραμπουλήγματα, τρέχει στην Αθήνα του σήμερα. 

Θα τρέξει στους δρόμους με τη ζεστή άσφαλτο κάπου στο κέντρο, περνώντας δίπλα στους σκελετούς των άδειων μαγαζιών, εδώ που κοιμούνται οι επαίτες, οι εξαρτημένοι, οι άστεγοι και οι ακυρωμένες προσδοκίες δεκαετιών. Ανάμεσα στους δρόμους όπου σε κάθε γωνία Αγοράζεται Χρυσός και στα πεζοδρόμια όπου μια ξυρισμένη κεφαλή ακονίζει τον ναζισμό της. Δίπλα από τα σπίτια με τους στοιβαγμένους μετανάστες, δίπλα στους ανθρώπους που σπρώχνουν κομμάτια σίδερο σ ένα καρότσι σούπερ μάρκετ, δίπλα στις δίκυκλους ενστόλους με ύφος ‘’ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;’’. Και καθώς η νύχτα πέφτει, όλοι οι ανεμιστήρες της πόλης –εξάρτημα απαραίτητο για όποια μοναξιά ξέμεινε πίσω- θα στρέψουν το κεφάλι τους ταυτόχρονα προς την τροχιά της διαδρομής του.

Και μαζί του θα τρέχει – έστω νοερά- το πλήθος που έμαθε την τέχνη της ταχύτητας από το κυνηγητό. Άλλωστε ο ίδιος μας το ομολογεί, πως έμαθε να τρέχει για να ξεφύγει από την αστυνομία. Ο πυροβολισμός σε κάθε αφετηρία, σε κάθε ξεκίνημα, σε κάθε αγώνα δρόμου, βγαίνει από όπλο αστυνομικού. Και ο δρομέας μας τρέχει καλύτερα από τον καθένα και μπορεί να κάνει το γύρο των πέντε μιλίων καλύτερα απ όλους όσους ξέρει. Και έτσι όλοι ποντάρουν στο δρομέα μεγάλων αποστάσεων: ο διευθυντής του σωφρονιστηρίου στο οποίο κρατείται έγκλειστος, οι φύλακες που αλυσοδένουν την αχνιστή του ανάσα, οι τοπικοί παράγοντες, οι βουλευτές και όλοι οι γουρλομάτες κοιλαράδες που ήρθαν να παρακολουθήσουν το Παμβρετανικό Κύπελλο Ανώμαλου Δρόμου των Αναμορφωτηρίων, όλοι ποντάρουν σ’ ένα παιδί που πέταξαν με τυπικές διαδικασίες στους Άλλους, στους Χωρίς Φωνή, στους Εκτός Νόμου. Και μαζί με τις προσδοκίες τους ανεμίζουν μπροστά στο πρόσωπό του την ανταμοιβή του. Μια καλύτερη ζωή, λιγότερους μήνες στο αναμορφωτήριο, ίσως μια θέση στους Ολυμπιακούς, ίσως μια θέση στους Εντός Νόμου. 

Μα ο Δρομέας μας πατάει το ‘’Εμείς’’ και το ‘’Αυτοί’’ σε κάθε βήμα του, σε κάθε βήμα που τον φέρνει επικεφαλής της διαδρομής. Γιατί ο Δρομέας τρέχει μια κούρσα για τον εαυτό του, διεκδικώντας την δική του τιμιότητα κόντρα στην τιμιότητα των άλλων, μια κούρσα ενάντια σε όλους αυτούς που ποντάρουν πάνω μας σαν να είμαστε άλογα του ιπποδρόμου. Και έτσι ο επικεφαλής βάζε τα δυνατά του για να χάσει, να χάσει μια κούρσα επιδεικτικά και να κερδίσει ολόκληρη την κοινωνία των άλλων.

Πριν από το τέλος της διαδρομής, ο ήρωας μας θα σταματήσει σε κάποιο βιβλιοπωλείο του αθηναϊκού κέντρου, θα διαβάσει το ‘’Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων’’, του Άλαν Σίλιτοου (σε ελληνική μάλιστα μετάφραση), γραμμένη σε κάποια Αγγλία κάποιου 1959. Το βράδυ θα δει την ομώνυμη ταινία του Τόνυ Ρίτσαρντσον, με την κέρινη φιγούρα του Tom Courtenay να πρωταγωνιστεί μοιράζοντας απλόχερη περιφρόνηση στην κοινωνία που τον εγκλωβίζει, γιορτάζοντας με ένα μειδίαμα την θριαμβευτική του ήττα. Και ίσως τη νύχτα περνώντας από κάποιο μπαρ να πετύχει το τραγούδι ‘’ Alright Now’’ με τους Chumbawamba να επαναλαμβάνουν τα λόγια του ή ίσως το ‘’Where are they now?’’ των Kinks. Και τότε ίσως και αυτός να επαναλάβει τους στίχους: ‘’Που βρίσκονται τώρα όλοι οι Οργισμένοι Νέοι;/ ο Μπάρστοου και ο Όσμπορν, ο Γουάτερχαουζ και ο Σίλιτοου/ που στην ευχή πήγαν και που είναι όλα τα τραγούδια διαμαρτυρίας τους;’’. Αυτά θα ψιθυρίσει φεύγοντας μέσα στη νύχτα, ψάχνοντας τους οργισμένους νέους και τα τραγούδια του σήμερα.

Μα το πλήθος ήδη ζητωκραυγάζει, οι επίσημοι αγκαλιάζονται και ο κόσμος γιορτάζει γιατί ο δρομέας μας φτάνει στην τελική ευθεία και προηγείται τόσο που είναι αδύνατο να χάσει. Μα αυτό που δεν γνωρίζουνε οι φωνασκούντες, είναι πως σε αυτόν τον αγώνα δρόμου, ο μόνος τρόπος να κερδίσεις είναι χάνοντας. Και μπροστά σε όλους ο δρομέας μας θα μειώσει την ταχύτητά του, σχεδόν θα μείνει στάσιμος στην τελική ευθεία και με μια περήφανη χειρονομία θα αφήσει τον δεύτερο να τον προσπεράσει, κερδίζοντας έτσι όποιον πόνταρε υπέρ του, όποιον του ζήτησε εκεχειρία και συνδιαλλαγή, όποιον καταδίκασε αυτόν και τους ομοίους του σε μια χαραγμένη διαδρομή. Και ύστερα η καταδίκη, τα καψώνια, οι τιμωρίες. Μα τη σημασία έχει; Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων, χαράσσει μια διαδρομή που εκτείνεται από το τότε μέχρι εκείνο το σημείο στο σήμερα, όπου φωλιάζει ο πιο αναιδής θρίαμβος.

(δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Για την υπεράσπιση των καφενείων

στην Εφημερίδα των Συντακτών


Σ’ ένα καφενείο έκατσε κι έγραψε
την τελευταία του επιστολή ο Κώστας Καρυωτάκης.
Από ένα καφενείο βγαίνει μεθυσμένος 
σ’ ένα ποίημά του ο Wang Tou-Ts’ing.
Στα λουστραρισμένα τραπεζάκια ενός καφενείου
καθόταν απελπισμένος κι έγραφε ο Φερνάντο Πεσσόα
ενώ στ’ άσπρα τραπεζάκια του café Tergeste
όπου σύχναζαν οι κακοποιοί και οι πουτάνες
έγραψε ο Ουμπέρτο Σάμπα τα πιο πρόσχαρα στιχάκια του.
Στη γωνιά ενός καφενείου κάθομαι κι εγώ
χωρίς κανένας να με προσέχει.
Πίνω αργά το καφεδάκι μου κοιτώντας την έρημη πλατεία
τους φανοστάτες, τα παγκάκια
τα μικρά καλάθια των απορριμμάτων
το αστικό λεωφορείο που περνά βαρύθυμο στο βάθος –
κλείνω τα μάτια μου στο χειμωνιάτικο φως
που με θερμαίνει ηδονικά
σαν να ‘ναι αυτό η μόνη αλήθεια."
Σπύρος Θεριανός
(Ντυμένος επίσημα, 2008)

Το καφενείο έχει αναδειχθεί από τους δημοσιολόγους του κυρίαρχου λόγου ως κεντρικό σύμβολο το οποίο εμπεριέχει όλα τα χαρακτηριστικά του Έλληνα, τα οποία –σύμφωνα με αυτούς- ευθύνονται για την κρίση: παθητικότητα, χαμένος χρόνος, τεμπελιά, ραχατιλίκι, παρέες-σινάφια κτλ. Το καφενείο αναδεικνύεται λοιπόν ως κεντρικό συμβολικό πεδίο στο οποίο ενεργοποιούνται όλα τα άκριτα ρατσιστικά επιχειρήματα- στερεότυπα, τα οποία λειτουργούν (με τρόπο αξιωματικό, ως αυτονόητα, χωρίς καμία πρόθεση απόδειξης) ως επιχειρήματα αποδοχής των όποιων μνημονιακών μέτρων εφαρμόζονται από τις τελευταίες κυβερνήσεις, ως κατάλληλο λίπασμα για την απαραίτητη ενοχή και το ακόλουθο αυτομαστίγωμα, το οποίο οι άριστοι-δημοσιολογούντες περιγράφουν με καρτερικό σαδισμό.

Από τον φραπέ του Νίκου Δήμου και την ‘’ Οργανωμένη μορφή αποκρούσεως του μέλλοντος’’ του Στέλιου Ράμφου, μέχρι την μόνιμη περιγραφή του τρέχοντος δημοσιογραφικού λόγου(ξένου και εγχώριου): ‘’ ποια κρίση και ποια φτώχεια; Οι Έλληνες είναι όλοι στην καφετέρια’’, ο νεοπουριτανικός λόγος της κακοχωνεμένης προτεσταντικής ηθικής περιγράφει τον ελεύθερο χρόνο ως χαμένο χρόνο, τις κοινωνικές συναθροίσεις ως βασικό εχθρό των θεσμών, τη συζήτηση ως αντίθετο της σκέψης και ως ένα βαθμό τους ανθρώπους ως αντίθετο του Ανθρώπου. Το καφενείο από μαγαζί γίνεται γεωγραφία, σημείο και πυξίδα ενός άτυπου οριενταλισμού εσωτερικής κατανάλωσης που τοποθετεί την Ελλάδα στην Ανατολή (ή έστω στα Βαλκάνια), μακριά από την παραγωγική Ευρώπη.

Η αλήθεια είναι πως η αφέλεια του επιχειρήματος δημιουργεί αμηχανία. Θα μπορούσε κάποιος να αναφέρει ως αντεπιχείρημα τα καφενεία των ευρωπαϊκών πόλεων, της Βιέννης, της Ζυρίχης και κυρίως του Παρισιού (αν ήθελε να τελειώνει γρήγορα τη συζήτηση) και το τι παράχθηκε μέσα από αυτά. Να αναφέρει απλά την ιστορία συγκεκριμένων καφενείων όπως π.χ. το Καφέ Γκρέκο της Ρώμης. Αλλά ξεχάστηκα, εδώ μιλάμε για τους δικούς μας ιθαγενείς (στους οποίους οι δημοσιολόγοι έχουν την αίσθηση πως πουλούν γυάλινα μπιχλιμπίδια ως κοσμήματα). 

Ας ξεκινήσουμε από την αρχή του Ελληνικού κράτους και ας αναφέρουμε το καφενείο ‘’Γιαννοπούλου’’ στο οποίο σύχναζαν σε μόνιμη βάση ο Ροίδης, ο Παλαμάς, ο Δροσίνης, ο Ξενόπουλος και μια σειρά άλλοι. Ας αναφέρουμε το παλιό Μπραζίλιαν, το παλιό Ζόναρς και κυρίως το πατάρι του Λουμίδη (αλήθεια πόσες γενιές Ελλήνων καλλιτεχνών απέκρουσαν εκεί το μέλλον τους;). Ας ανοίξουμε οποιαδήποτε ιστορία ελληνικής λογοτεχνίας για να παρατηρήσουμε πόσο ταυτισμένες είναι οι γενιές με τα καφενεία και τα στέκια τους. Ας θυμηθούμε μορφές όπως αυτές του Γκάτσου, του Χατζιδάκι και του Νίκου Καρούζου. Τα μπαρ της δεκαετίας του ’80. Και επίσης τα δικά μας στέκια όπου συναντηθήκαμε για να μοιραστούμε, να χωρίσουμε να καταναλώσουμε ο ένας τον άλλο.

Το αντίθετο των καφενείων δεν είναι η παραγωγή. Το αντίθετο είναι η καφετέρια, ο ανώνυμος και απρόσωπος χώρος συνάθροισης της μάζας. Κόντρα στην τυποποιημένη γραμμή κατανάλωσης των χώρων αυτών, τα καφενεία (και μαζί τα μπαρ, τα στέκια και οι αντίστοιχοι χώροι) προσφέρουν συνύπαρξη, ταυτότητα, χαρακτήρα, δεσμό. Η επιτακτικότητα της κρίσης, λοιπόν, δεν χρειάζεται λιγότερα καφενεία, χρειάζεται καφενεία με καλύτερους και βαθύτερους κοινωνικούς όρους, τραπέζια που, μαζί με τον καφέ και τις μπύρες, θα στεγάζουν την αντιπαράθεση, τον προφορικό στοχασμό, τη συζήτηση για τα κοινά και ό, τι κάνει τους ανθρώπους –συλλογικά ή κατά μόνας- να δημιουργούνε δημιουργία.

Federico Buono ~ Η αποπροσωποποίηση του ατόμου


Πρώτα απ’ όλα τσακίζεις και καταστρέφεις αυτό τον κόσμο 
και βλέπουμε μετά αν ένας άλλος υψώνεται
J. W. Goethe

Η αληθινή ζωή, αυτή που βιώνεται πλούσια σε εμπειρίες, έχει ανάγκη από προώθηση. Ανάγκη να τσακίσει την κοινωνική πραγματικότητα η οποία είναι φτιαγμένη από εξατομικευμένα ζόμπι. 

Να μεταθέτεις το "εμείς είμαστε" σε "εγώ θέλω", ερμηνεύει με πολιτικούς όρους την ίδια την καθημερινότητα. Ένας τοίχος φτιαγμένος από κενή ηθικότητα εγείρει και προσδιορίζει τους ίδιους τους ζωτικούς παλμούς. Το ένστικτο οδηγεί, αλλά δεν μας ανήκει πια, κυριευμένο από αυτό που είναι η αλλοτριωμένη κοινωνία. 

Δε με κατανοείς, αλλά το δηλητήριο είναι διοχετευμένο με συστηματικό τρόπο. Αυτό που αντιλαμβάνεσαι δεν είναι πια ο ορίζοντας, αλλά ένα όριο…
Σ’ ένα "αδιαπέραστο όριο" μετατρέπεται η δική σου ύπαρξη. Ακόμα και μόνος, μετά από λίγες μέρες το μυαλό σου οδηγείται στα όρια, ανάμεσα στα κιγκλιδώματα κι έναν τοίχο από τσιμέντο. 

Η προσαρμογή στα κυρίαρχα μέτρα δε θα μπορούσε να είναι εφικτή χωρίς τον εθισμό στην κανονικότητα. Σκοπός της κυριαρχίας είναι μια συστηματική κατάργηση των οπτικών-νοητικών ερεθισμάτων που έχουν οι έξω…


"Η αληθινή ζωή είναι απούσα, εμείς δεν είμαστε στον κόσμο"
A. Rimbaud

Η υπενθύμιση αυτών που έχω βιώσει και αισθανθεί από τη στιγμή της σύλληψής μας είναι περίπλοκη όταν φαντασιώνεσαι κάτι που δεν υπάρχει. Η πραγματικότητα ανατρέπεται ολοκληρωτικά με μία δεύτερη ματιά. Κλεισμένος μέσα σε ένα κελί λίγων τετραγωνικών μέτρων "η ζωή είναι απούσα". Η εξουσία διαιωνίζεται ακριβώς γιατί πραγματοποιεί την αποδιδόμενη υπακοή σε έναν αρχειοθετημένο χωροχρόνο. 

Όταν ο μπάτσος με χτύπαγε στον τοίχο και μου έδινε μπουνιές και κλωτσιές, μόνο εγώ μπορούσα να κοιτάω έντονα και για πολύ ώρα, αυτό που ζούσα. Οι ψυχολογικές πιέσεις υπό την απουσία νομικής δύναμης (δικηγόροι κτλ) παρέσυραν τα γεγονότα σε μία δίνη εξευτελισμού χωρίς δρόμο διαφυγής! Εκείνη τη στιγμή η εμπειρία και η αίσθησή μου με επαναστατικούς όρους μαζί με την αποφασιστικότητά μου να μην οπισθοχωρήσω, μου επέτρεψαν να αντιτάξω μία πεισματική άρνηση και σιωπή στην ψυχολογική καθυπόταξη που ζούσα εκείνη τη στιγμή. 

"Αυτό που κάνει το αίνιγμα (της ένδειξης) είναι η σύνδεση ανάμεσα σε μία σχέση τυχαιότητας και μία σχέση αιτίας. Να ακολουθείς μία ένδειξη, να ανατρέχεις σε μία ένδειξη, πρακτικά συνιστά το να εκπληρώνεις την ένωση των δύο όψεών της, το να τις συγκροτείς όπως τη σχέση αιτίας αποτελέσματος". 

Το αίνιγμα αυτό των 15 ωρών μέσα στο κελί απομόνωσης ήταν η ερώτηση του τι έχει συμβεί: η σχέση τυχαιότητας ήταν έργο των μπάτσων ή κάτι άλλο; 

Η κατάργηση της ίδιας της θέλησης μετατίθεται στην κατάργηση της κάθε φυσικής χειρονομίας. Το ανθρώπινο πλήθος μέσα στις αυλές κινείται με συστηματικό τρόπο, με γραμμικό βάδισμα. Αυτό το βάδισμα δε μπορεί και δεν πρέπει να σταματήσει. Εκεί ξεκινά η συνήθεια της φυλακής και ο έλεγχος των ίδιων των ζωτικών ενστίκτων (πάντα αν και εφόσον υπάρχουν). Η αυτοματοποίηση των κινήσεων περιορίζει το χώρο της εξέγερσης, καθορίζοντας τη συμφιλίωση του μυαλού και του σώματος στο εσωτερικό μιας εξαναγκαστικής δομής. 

Η πρόσληψη των ψυχοφαρμάκων μειώνει το επίπεδο επιθετικότητας, έτοιμο να εκραγεί σε κάθε ελάχιστη χειρονομία που περιμένει, που στην εξωτερική πραγματικότητα θα ήταν εντελώς ασταθές. 

Στο κελί στο Σαν Βιττόρε, ο κόσμος τσακώνεται ακόμα και αν δεν μπορεί να δει μία ταινία: το κανάλι ήταν πάντα ίδιο, τα έργα επίσης, αλλά η πραγματική επανάληψη ήταν η ίδια η ζωή των συγκελιτών μου! Το "ασήμαντο" είναι η πλευρά που κυριαρχεί στη ζωή της φυλακής. Ή καλύτερα, αυτό που είναι ασήμαντο στην πραγματικότητα γίνεται θεμελιώδες. 

Οι παλιές ιστορίες αναφέρονται σε μία κοινωνία (φυλακισμένη) φτιαγμένη από τιμή και σεβασμό. Όμως οι εξεγέρσεις και η καταστροφή των κελιών και των φυλακών, σε μία προοπτική ανατροπής της υπάρχουσας τάξης είναι μία σβησμένη και μακρινή ανάμνηση. Η συστηματική σταθερή παρουσία των εικόνων με αγίους που υπάρχουν πάνω σε τοίχους του κάθε κελιού αλλά και σε κάθε γραφείο με τοίχο γενικά, προσκολλούν τους φυλακισμένους σε ιερούς πατέρες ή τον πάπα και την παναγία, κυριαρχώντας σε κάθε τετραγωνικό μέτρο του τέρατος-φυλακή. 

Η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στους φύλακες και τους κρατούμενους, είναι κάτι περισσότερο από έναν ρόλο λόγω θέσης. Οι φύλακες, όταν άκουγαν τις φωνές που έφταναν στο κελί μου, μιλούσαν με τους ποινικούς για ποιο πράγμα ήταν μέσα ένας και πως ήταν εφικτό να βγεις από τη φυλακή με συγκεκριμένες λογικές προσαρμογής και αποδοχής των νόμων τους. Κάτι σαν βραβείο, αποφεύγοντας το πολλά χρόνια, εκμεταλλευόμενος συγκεκριμένους κανόνες. 

Η εξουσία διαιωνίζει την ίδια κυριαρχία μέσω της σταθεροποίησης καθορισμένων άγραφων νόμων που η μάζα των κρατουμένων αποδέχεται. Κάθε ακτίνα έχει ένα "κεφάλι". Κάθε κελί έχει το δικό του "κεφάλι". Όποιος φτάνει πρώτος ή ξέρει να επιβάλλεται, καθορίζει τη ροή των γεγονότων στο κελί. Η αντίληψη αυτής της κατασταλτικής δομής αποτελεί την ψυχοσυμπεριφορά που πρέπει να μπαίνει το κάθε άτομο. 

Ο καθένας πρέπει να αρχίσει να προβλέπει σίγουρες όψεις όποιου έχει μπροστά του: "Η φυλακή είναι σαν ένα παλκοσένικο". Όλα στηρίζονται στο ποιος είσαι, τι λες, πώς το λες, ποιον γνωρίζεις. 

Οι αισθήσεις μειώνονται: η ακοή αντιλαμβάνεται τις φωνές, το χτύπημα των πορτών και των καταραμένων κλειδιών. Εμποδίζει αυτόν που φτάνει. Αιχμαλωτίζει φωνές που θα μπορούσαν να σου μιλήσουν. Η σίγουρη παράνοια είναι απαραίτητη, ακόμα για να καταλάβεις όποιον σου λέει κάτι, τι θέλει να αντιληφθείς. 

Στην Κρεμόνα πριν μπεις στην πτέρυγα σε περνάνε από ανιχνευτή μετάλλων, σε ρωτάνε όνομα και επίθετο, σημάδια από παλιότερους καυγάδες ή μαχαιρώματα. Για μία ολόκληρη εβδομάδα δεν μας έρχεται τίποτα και δεν μαθαίνουμε τίποτα απ’ έξω. Όλα τα γράμματα μου έφταναν με αξιοσημείωτη καθυστέρηση. Αυτοί λένε ότι φταίει το ταχυδρομείο, αλλά όταν περνάω από το ταχυδρομείο που κρατάνε τα πακέτα καταλαβαίνω πως τα σταματάνε επίτηδες! Όλα αυτό υπό το σκληρό έλεγχο της διευθύντριας! 

Είσαι πάντα υπό επιτήρηση… 

Ο χρόνος υπαγορεύεται από την αργή προφορά της λέξης τονίζοντας κάθε συλλαβή του "συσσιτίου". Από το χτύπημα των κιγκλιδωμάτων και την έξοδο στο τσιμεντένιο προαύλιο. Στην Κρεμόνα αξιοσημείωτο είναι η σταθερή παρουσία, στους διαδρόμους, ρολογιών κολλημένων στους τοίχους, όπου το καθένα έχει διαφορετική ώρα. Στην αρχή δεν καταλάβαινα, αλλά ύστερα το μυστήριο αποκαλύφθηκε: είναι βαλμένα επίτηδες για να σε κάνουν να χάσεις την αίσθηση του χρόνου. 

Μερικές φορές όταν η τηλεόραση ανοίξει το πρωί, η οποία ταιριάζει τέλεια μέσα σε ένα σιδερένιο κλουβί χρώματος μπλε, μου φαίνεται σαν να βλέπω στα κανάλια διαφορετική ώρα. Η αμφιβολία και η παράνοια για να ξαναρχίσεις να… 

Η πυραμοειδής δομή δεν το κουνάει αν πρώτα δεν εκμηδενιστούν τα νοητικά θεμέλια. 

Αυτή είναι η σπατάλη του ανθρώπου! 

"Παντού λάσπη, κατακλυσμός θεού μελαγχολικού, ονειρεμένη εικόνα του μελαγχολικού Ιεζεκιήλ".
C. Baudelaire 

Η μετάφραση στα ελληνικά έγινε από τα φυλακισμένα μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς/Άτυπη Αναρχική Ομοσπονδία - Διεθνές Επαναστατικό Μέτωπο (ΣΠΦ/FAI-IRF)

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Φτωχοί στα όπλα! (πλούσιοι στα συναισθήματα) - αναδημοσίευση

του Θωμά Τσαλαπάτη
στην εφημερίδα Εποχή



«Κουβαλώ την ισοπεδωτική οργή
της πλημμύρας»
Γιώργος Μαρκόπουλος, Ερωτικό

Νομίζω πως τώρα αρχίζω να σε μαθαίνω καλύτερα. Τώρα λίγο καιρό μετά. Με τις επαναλήψεις σου να γίνονται επιβεβαιώσεις, τις εξαιρέσεις σου κανόνας, τις υποσημειώσεις σου να καταλαμβάνουν τον κύριο όγκο του κειμένου σου. Τώρα λίγο καλύτερα, με τα τανκς της δημοκρατίας σου να ανεβοκατεβαίνουν στην αρτηρία του εξαντλημένου σου οργανισμού, με τα προσχήματα παρατημένα στα αχρείαστα και τα επιχειρήματά σου πιο άτσαλα κι απ’ τους χορτασμένους αγκώνες σου. 

Με τους ανταλλακτικούς σου λοβέρδους να κυνηγούν οροθετικές, να αθωώνουν ναζί, να συντροφεύουν τα χέρια που χτυπούν μαθητές και φοιτητές, να κυνηγούν ιστοσελίδες, να φράζουν δημοκρατικές συνελεύσεις με το εκτόπισμα του κενού τους (αγκαλιά πάντα με τους απαραίτητους φορτσάκιδες). Με τον Άδωνή σου να τσαλαβουτά σε μια τηλεοπτική λίμνη, με μια γλώσσα- γραβάτα που η λογική χρησιμοποιεί για θηλιά. Τώρα σε μαθαίνω – όλο και περισσότερο- ενώ μου εξηγείς το πώς η γνώση γίνεται στρατόπεδο και γραμμή παραγωγής, το πώς τα βιβλία υπάρχουν για να στραβώνουν τις πλάτες, το πώς η εκπαίδευση μπορεί να γίνει η εγγράμματη όψη του γκλοπ σου.

Σε σένα μιλώ, εσένα με την κάτω σιαγόνα σου φθαρμένη απ το δάγκωμα. Με τις κυβερνήσεις των πειθήνιων ανίκανών σου, των ανίκητων στον γύψο των εντολών τους. Με τα στρατόπεδα συγκέντρωσής σου συρματόπλεχτα, τους τάφους των μεταναστών υγρούς και αλμυρούς, με τους δημοσιογράφους σου να φτύνουν μελάνι σαν χταπόδια που προσπαθούν να ξεφύγουν από την πραγματικότητα. 

Εσένα με το ατελείωτο ξεπούλημά σου, τα δώρα στις τράπεζες, τους επιχειρηματίες της χρονιάς σου, τις περιφραγμένες ακτές σου. Εσένα με τους δημοσιολόγους σου να αναμασούν τα λόγια- μαύρα έντομα στη γλώσσα, καταδικάζοντας θύματα σε μια γιορτή ενοχής χωρίς επιχείρημα, χαζεύοντας από χρυσελεφάντινους πύργους, μακάριοι στη σαπουνάδα της φλυαρίας τους. Με το παρακράτος σου να αυτονομείται από μακρύ χέρι του κράτους και να γίνεται κόμμα, τους ναζί σου να ανασταίνουν γερμανοτσολιάδες-δοσίλογους, αγανακτισμένους πολίτες, χουνταίους στρατόκαυλους, σε ένα ατελείωτο ζόμπι μπουφέ-πάρτι-παρτούζα μέχρι κάποιος να τραβήξει το καζανάκι της ιστορίας. 

Στις άκαμπτες ώρες και στα αιχμηρά σου δευτερόλεπτα βλέπω τα κομμένα σου πλάνα. Την όψη σου ανακαινισμένη και ενταφιασμένη, σπασμένη και σιδερόφραχτη. Καμένη από τις δάδες και τους ήλιους των δύο αγαπημένων σου κομμάτων, από τις ολυμπιακές σου φλόγες και την αστερόεσσα φαντασίωσή σου. Σε βλέπω να απολαμβάνεις τη μονοθέσια επικοινωνία σου, αυστηρά ενική σε όλους τους πληθυντικούς σου. Με τα μαγαζιά σου ανοιχτά τις Κυριακές και τα οκτάωρα τσακισμένα. Με το νόμισμά σου να αγοράζει χρυσό και να τοκίζει απελπισία. Με τις αυτοκτονίες σου. Με τον μεγάλο σου αριθμό μουδιασμένο, εξαντλημένο και φοβισμένο. Με τις γενιές σου να συνωστίζονται και να ποδοπατιούνται σε μια μη-ηλικία, σε μια ατελείωτη ελληνική εφηβεία, σε μια ηλικία δείκτη ανεργίας και μοναξιάς. Με τις παλαιωμένες σου γενιές να αναμασούν την προχειρότητά τους χωρίς να φτάνουν στην ενοχή. Με τις φιμωμένες φωνές σου εύηχες στη σιωπή.

(Μόνο το όνομά σου δεν είμαι σίγουρος πως γνωρίζω. Αλλά μην ανησυχείς κανείς δεν κατάφερε ποτέ να κρυφτεί πίσω από την ανωνυμία ενός ονόματος.)

Τώρα σε γνωρίζω. Μην φανταστείς, απλά λιγάκι καλύτερα. Μέσα από μώλωπες και εκδορές στο χείλος του καιρού, λίγο πριν πλημμυρίσει μέσα σου το αντίθετό σου. Με τις πινακίδες σου σβηστές, τους δρόμους στενούς και τα προσεχώς σου να προσπαθούν να μαντέψουν το μέλλον. 

Τώρα λέω σε γνωρίζω καλύτερα. Σε σένα μιλάω. Σε γνωρίζω κυρίως μέσα απ’ όλα όσα θρέφουν αυτό που σε τελειώνει. Γιατί εσύ γεννάς αυτό που σε πεθαίνει. Παραφράζοντας ειρωνικά στην άκρη των φράσεων: «Ω εσύ, που τ’ όνομά σου δεν θέλω να αναφέρω σε τούτη τη σελίδα, εσύ που καθιερώνεις το έγκλημα για πράξη ιερή, ξέρω πως η εξουσία σου υπήρξε απέραντη όση το σύμπαν. Όμως, εγώ, υπάρχω ακόμη.»

Raoul Vaneigem ~ Το τέλος της εξάρτησης (Προειδοποίηση προς τους μαθητές γυμνασίου και λυκείου)

Ιδού τέσσερις τοίχοι.
Η γενική συγκατάθεση απαιτεί να βρισκόμαστε εκεί, με υποκριτικό σεβασμό, φυλακισμένοι και περιορισμένοι, να μας ενοχοποιούν, να μας κρίνουν, να μας τιμούν, να μας τιμωρούν, να μας ταπεινώνουν, να μας κολλάνε ετικέτες, να μας χειραγωγούν, να μας περιποιούνται, να μας βιάζουν, να μας παρηγορούν, να μας μεταχειρίζονται ως εκτρώματα που ζητιανεύουν βοήθεια και αρωγή[...]

Η μάθηση θεμελιώθηκε πάνω στην καταπίεση των επιθυμιών...
Πως να εκπλαγούμε όταν τα σχολεία μιμούνται τόσο καλά, στην αρχιτεκτονική και πνευματική αντίληψή τους, τις φυλακές όπου οι κολασμένοι απομακρύνονται από τις συνηθισμένες χαρές της ύπαρξης; [...]

Και με ποιον τρόπο ο εκπαιδευτικός, που δεν είναι ούτε καν ικανός να ξαναγίνει παιδί μέσα από την καθημερινή του αναγέννηση, θα διδάξει στα παιδιά που έχει μπροστά του; Εκείνος που φέρει μέσα στην καρδιά του το πτώμα της παιδικής του ηλικίας, δε θα εκπαιδεύσει τίποτα άλλο παρά νεκρές ψυχές [...]

Πλειστηριασμοί: τί σημαίνουν οι αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας


Από την δικηγόρο Κατερίνα Κνήτου

Οι αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεν είναι άλλη μια νομοθετική ρύθμιση, μέσα στις πολλές και δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται ως τέτοια. Αλλάζει εκ θεμελίων το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, καταργεί στην ουσία την προφορική διαδικασία στα αστικά δικαστήρια και νομοθετεί τους fast truk πλειστηριασμούς περιορίζοντας τους χρόνους, τα μέσα άμυνας, επιτρέπει πολλαπλές κατασχέσεις και εισάγει τον "μοντερνισμό" του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού. Οι τράπεζες μπορούν να πράξουν κατά βούληση, μας αφήνουν στο έλεος τους, αυτή είναι η πραγματικότητα και ειλικρινά φοβάμαι ότι όσα είχαμε πει μέχρι σήμερα για τον εφιάλτη της επίθεσης στην κατοικία επιβεβαιώνεται με τον χειρότερο τρόπο

Αν σκεφτούμε τις ρυθμίσεις που έγιναν (επιχειρηματικά δάνεια, κυβερνητικό συμβούλιο διαχείρισης χρέους, συνεργάσιμος δανειολήπτης κ.λ.π.), σε συνδυασμό με την κατάργηση της προστασίας της μόνης κατοικίας, την μείωση των αντικειμενικών αξιών και την εκκίνηση του πλειστηριασμού στα 2/3 της αντικειμενικής στον πρώτο,στο 1/2 στον δεύτερο και στο 1/3 στον τρίτο, μας περιμένουν άγριες μέρες...

Κάποιοι μένουν ήσυχοι γιατί οι τραπεζίτες υποστηρίζουν ότι δεν θέλουν την άρση της προστασίας της μόνης κατοικίας, στην πραγματικότητα όμως, η νομοθεσία, όπως διαμορφώνεται, τους καθιστά απόλυτα κυρίαρχους στον τρόποτον χρόνο και την έκταση της λεηλασίας της περιουσίας όλων μας. Ουσιαστικά και στο νομοθετικό πεδίο καταργούνται τα προσχήματα,  πέφτουν οι μάσκες και οι οικονομικοί δολοφόνοι μπορούν να δράσουν απολύτως ανεξέλεγκτα, έτσι όπως δρα και ο κατασταλτικός μηχανισμός τους, με θράσος, αναλγησία και τραμπουκισμό!!!