του Τάση Παπαϊωάννου*
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 28/4/2016
Περπατώ μέσα στην πόλη. Δρόμοι παράλληλοι και κάθετοι τεμαχίζουν το συμπαγές σώμα της σε οικοδομικά τετράγωνα. Αλλα μικρά και άλλα μεγάλα, το ένα δίπλα στο άλλο σε παράταξη, συγκροτούν τον πυκνοδομημένο αστικό ιστό της. Δρόμοι φωτεινοί κι άλλοι σκοτεινοί, ενώ ώρες ώρες καθώς περπατάς έχεις την αίσθηση ότι διαβαίνεις κάποιο ανήλιο φαράγγι, ανάμεσα σε βράχια που μετεωρίζονται στο κενό.
Από πάνω σου κρέμονται μπαλκόνια κάθε λογής. Οριζόντια επίπεδα που διαχωρίζουν τη μάζα των πολυκατοικιών σε οριζόντιες φέτες, ακουμπισμένες η μία πάνω στην άλλη να συνεχίζουν προς τα πάνω, λες και συναγωνίζονται ποια θα πλησιάσει περισσότερο στο φως. Ποια θα ξεφύγει από τη μιζέρια της θέας τού απέναντι μπαλκονιού και να αντικρίσει ελεύθερα τον ουρανό.
Κάτω χαμηλά, στα ισόγεια των κτιρίων, τα graffiti έχουν κατακυριεύσει τους τοίχους. Μια πολύχρωμη ταινία ξεδιπλώνεται πάνω σε πόρτες, παράθυρα, τζαμαρίες, μάρμαρα, σοβάδες, σαν μια φωνή διαμαρτυρίας των νέων για τη ζωή τους που έχει γίνει μαρτύριο, για την πόλη τους που δεν τους επιτρέπει πλέον να ελπίζουν και να ονειρεύονται.
Τα κτίρια φέρνουν πάνω τους τα σημάδια της απόγνωσης μιας γενιάς που μοιάζει να μην έχει μέλλον. Κι αυτά τα χρώματα, ανάκατα, ασύνδετα, χαοτικά φαντάζουν με τις υπογραφές όλων εκείνων που προσπαθούν μάταια να φωνάξουν όσο πιο δυνατά μπορούν: «Είμαστε κι εμείς εδώ!»
Εξάρχεια. Στουρνάρη, Τοσίτσα, Αραχώβης, Θεμιστοκλέους, Βαλτετσίου, Καλλιδρομίου... Μια γειτονιά της Αθήνας ζωντανή, φασαριόζικη, ώρες ώρες εκρηκτική. Μια γειτονιά που αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα, αλλά που δεν έχει ακόμη παραδοθεί, που ακόμη αναπνέει ελεύθερα και αντιστέκεται στον λήθαργο, στη σταδιακή παραίτηση και στην αργή αποσύνθεση.
Περπατώ στους δρόμους της γειτονιάς μου. Η βουή η ίδια. Αυτοκίνητα, κορναρίσματα, μηχανάκια που στριγγλίζουν, η σειρήνα από κάποιο μακρινό ασθενοφόρο που προσπαθεί απεγνωσμένα να συρθεί ανάμεσα στις αργοκίνητες ουρές των λεωφόρων, κάποιοι που φωνάζουν σ’ ένα καφενείο, η μουσική που ακούγεται σ’ ένα άλλο, λίγο παρακάτω.
Πλησιάζω στην Κωλέττη. Ξαφνικά οι ήχοι αλλάζουν. Φωνές ακούγονται τώρα να αντηχούν στα μέτωπα των δρόμων ολόγυρα. Παιδικές φωνές και ξεφωνητά και τρεχαλητά πλημμυρίζουν και καταλαμβάνουν τον ηχητικό χώρο των δρόμων. Είναι ώρα διαλείμματος.
Οι ξέγνοιαστες χαρούμενες φωνές και τα γέλια σκίζουν τον αέρα σαν βέλη μιας άλλης αισιοδοξίας μέσα στο μουντό περιβάλλον της πόλης. Την ίδια ώρα θαρρείς σαν να φωτίζεται άξαφνα ο χώρος.
Τα μπαλκόνια σταματούν να τρέχουν το ένα δίπλα στο άλλο, το ίδιο και οι φέτες των επάλληλων διαμερισμάτων. Οι λευκές μεγάλες επιφάνειες των τοίχων του μεσοπολεμικού κτιρίου διακόπτουν την ομοιογένεια του μετώπου του οικοδομικού τετραγώνου. Το στέγαστρο της εισόδου, τα επιμήκη οριζόντια παράθυρα και ο ψηλότερος όγκος των τάξεων σε κάνουν να κοντοσταθείς και να παρατηρήσεις το σχολικό συγκρότημα.
Από πίσω, μέσα στην αυλή γίνεται πανζουρλισμός. Η χαρά των παιδιών που παίζουν, φωνάζοντας με την ψυχή τους, σε σπρώχνει άθελά σου να βυθιστείς στις δικές σου παιδικές αναμνήσεις της αθωότητας. Την ώρα του μαθήματος, αλλά και τη λυτρωτική ώρα που χτυπούσε το κουδούνι και ξεχυνόμασταν έξω για παιχνίδι.
Το 35ο Δημοτικό Σχολείο της οδού Κωλέττη, κορυφαίο έργο του ταλαντούχου αρχιτέκτονα Νίκου Μητσάκη (1899-1941), είναι ένας από τους πιο σημαντικούς και ζωντανούς κοινωνικούς και πολιτισμικούς πυρήνες των Εξαρχείων.
Κατασκευασμένο το 1932, αποτελεί ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της μεσοπολεμικής αρχιτεκτονικής στην Αθήνα που κάθε χρόνο επισκεπτόμαστε με τους σπουδαστές μας. Χτισμένο σε σχετικά μικρό και δύσκολο οικόπεδο, βλέπει σε δύο δρόμους, την Κωλέττη και τη Σουλτάνη.
Η κάτοψη του κτιρίου ακολουθεί το σχήμα Π, με τον τριώροφο γραμμικό όγκο των δώδεκα αιθουσών διδασκαλίας να προστατεύει την αυλή από τον βοριά, ενώ στο μικρό λοξό τμήμα του οικοπέδου προς την οδό Σουλτάνη βρίσκεται σε ανεξάρτητο κτίριο η αίθουσα εκδηλώσεων και η αίθουσα χειροτεχνίας. Με τον τρόπο αυτό ο Μητσάκης δημιούργησε μια περίκλειστη προστατευμένη από τους γύρω δρόμους αυλή, στην οποία εκτονώνονται όλες οι λειτουργίες του σχολείου, αποτελώντας την καρδιά του σχολείου.
Η κύρια είσοδος βρίσκεται στο τμήμα της οδού Κωλέττη που είναι σήμερα πεζοδρομημένο και γίνεται κάτω από το χαρακτηριστικό στέγαστρο-γέφυρα που συνδέει τα γραφεία των καθηγητών με τις αίθουσες διδασκαλίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάταξη των τάξεων, η οποία δεν ακολουθεί ακριβώς την γνωστή τυπολογία των άλλων μεσοπολεμικών σχολείων, όπου η πρόσβαση γίνεται απ’ ευθείας από τον ανοιχτό μεσημβρινό διάδρομο.
Εδώ οι τάξεις οργανώνονται ανά δύο και η είσοδος σ’ αυτές γίνεται μέσω ενός ενδιάμεσου κλειστού χώρου προθαλάμου-βεστιαρίου, που αποτελεί τον κοινόχρηστό τους χώρο. Ο Μητσάκης έγραψε για το σχολείο αυτό ότι αποτελεί μια «μορφή ζωντανή που αντιμετωπίζει εις την ουσίαν του το πρόβλημα της αρχιτεκτονικής μας»
Το τελευταίο διάστημα πυκνώνουν οι πληροφορίες ότι δρομολογείται η υποβάθμιση του σχολείου από εξαθέσιο σε τετραθέσιο, γεγονός που οδήγησε γονείς, δασκάλους, συλλόγους εκπαιδευτικών, αλλά και κατοίκους της περιοχής να διαμαρτυρηθούν έντονα για την πρόθεση αυτή της Δ/νσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Αλλοι υποστηρίζουν -και όχι άδικα- ότι μια τέτοια προοπτική υποβάθμισης και τελικά κλεισίματος του σχολείου την καλοβλέπει και ο δήμος, αφού θα μπορούσε να προχωρήσει στη μελλοντική «αξιοποίηση» του ακινήτου που βρίσκεται σε κεντρική περιοχή της πόλης.
Εχω πολύ έντονα στο μυαλό μου την εικόνα των μικρών παιδιών, πιασμένα χέρι χέρι, να μπαίνουν κάθε τόσο στο Πολυτεχνείο για να μας επισκεφθούν μαζί με τους δασκάλους τους, από το διπλανό δημοτικό σχολείο. Και είναι εκείνη η ώρα που οι μικροί μαθητές μπλέκονται με τους σπουδαστές μας, μια ώρα σημαντικής ώσμωσης των δύο βαθμίδων της εκπαίδευσης, που τόσο έχουν κακοπάθει τις τελευταίες δεκαετίες.
Αλήθεια, πόσο πρέπει να επιχειρηματολογήσει σήμερα κανείς σ’ αυτή την έρημη χώρα για τα αυτονόητα; Ποιο είναι το μέλλον που προοιωνίζεται για τη νέα γενιά, αν όχι η «ζωντανή μορφή» των σχολείων μας, όπως έγραφε διορατικά πριν από τόσα χρόνια ο Μητσάκης;
Αντί να διεκδικούμε την αναβάθμιση με κάθε τρόπο των σχολείων μας, αυτά συρρικνώνονται το ένα μετά το άλλο, έρμαια στις καταστροφικές επιταγές της νέας τάξης πραγμάτων. Πώς μπορούν κάποιοι σήμερα να παίρνουν ανερυθρίαστα τέτοιες καταστροφικές αποφάσεις; Ενα όμως είναι σίγουρο, ότι μια κοινωνία δίχως Παιδεία, είναι μια κοινωνία ολοκληρωτικά καταδικασμένη στον αφανισμό.
*αρχιτέκτων- καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 28/4/2016
Κορυφαίο έργο του αρχιτέκτονα Νίκου Μητσάκη, το 35ο Δημοτικό Σχολείο είναι από
τους πιο σημαντικούς και ζωντανούς κοινωνικούς και πολιτισμικούς πυρήνες των Εξαρχείων.
Περπατώ μέσα στην πόλη. Δρόμοι παράλληλοι και κάθετοι τεμαχίζουν το συμπαγές σώμα της σε οικοδομικά τετράγωνα. Αλλα μικρά και άλλα μεγάλα, το ένα δίπλα στο άλλο σε παράταξη, συγκροτούν τον πυκνοδομημένο αστικό ιστό της. Δρόμοι φωτεινοί κι άλλοι σκοτεινοί, ενώ ώρες ώρες καθώς περπατάς έχεις την αίσθηση ότι διαβαίνεις κάποιο ανήλιο φαράγγι, ανάμεσα σε βράχια που μετεωρίζονται στο κενό.
Από πάνω σου κρέμονται μπαλκόνια κάθε λογής. Οριζόντια επίπεδα που διαχωρίζουν τη μάζα των πολυκατοικιών σε οριζόντιες φέτες, ακουμπισμένες η μία πάνω στην άλλη να συνεχίζουν προς τα πάνω, λες και συναγωνίζονται ποια θα πλησιάσει περισσότερο στο φως. Ποια θα ξεφύγει από τη μιζέρια της θέας τού απέναντι μπαλκονιού και να αντικρίσει ελεύθερα τον ουρανό.
Κάτω χαμηλά, στα ισόγεια των κτιρίων, τα graffiti έχουν κατακυριεύσει τους τοίχους. Μια πολύχρωμη ταινία ξεδιπλώνεται πάνω σε πόρτες, παράθυρα, τζαμαρίες, μάρμαρα, σοβάδες, σαν μια φωνή διαμαρτυρίας των νέων για τη ζωή τους που έχει γίνει μαρτύριο, για την πόλη τους που δεν τους επιτρέπει πλέον να ελπίζουν και να ονειρεύονται.
Τα κτίρια φέρνουν πάνω τους τα σημάδια της απόγνωσης μιας γενιάς που μοιάζει να μην έχει μέλλον. Κι αυτά τα χρώματα, ανάκατα, ασύνδετα, χαοτικά φαντάζουν με τις υπογραφές όλων εκείνων που προσπαθούν μάταια να φωνάξουν όσο πιο δυνατά μπορούν: «Είμαστε κι εμείς εδώ!»
Εξάρχεια. Στουρνάρη, Τοσίτσα, Αραχώβης, Θεμιστοκλέους, Βαλτετσίου, Καλλιδρομίου... Μια γειτονιά της Αθήνας ζωντανή, φασαριόζικη, ώρες ώρες εκρηκτική. Μια γειτονιά που αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα, αλλά που δεν έχει ακόμη παραδοθεί, που ακόμη αναπνέει ελεύθερα και αντιστέκεται στον λήθαργο, στη σταδιακή παραίτηση και στην αργή αποσύνθεση.
Περπατώ στους δρόμους της γειτονιάς μου. Η βουή η ίδια. Αυτοκίνητα, κορναρίσματα, μηχανάκια που στριγγλίζουν, η σειρήνα από κάποιο μακρινό ασθενοφόρο που προσπαθεί απεγνωσμένα να συρθεί ανάμεσα στις αργοκίνητες ουρές των λεωφόρων, κάποιοι που φωνάζουν σ’ ένα καφενείο, η μουσική που ακούγεται σ’ ένα άλλο, λίγο παρακάτω.
Πλησιάζω στην Κωλέττη. Ξαφνικά οι ήχοι αλλάζουν. Φωνές ακούγονται τώρα να αντηχούν στα μέτωπα των δρόμων ολόγυρα. Παιδικές φωνές και ξεφωνητά και τρεχαλητά πλημμυρίζουν και καταλαμβάνουν τον ηχητικό χώρο των δρόμων. Είναι ώρα διαλείμματος.
Οι ξέγνοιαστες χαρούμενες φωνές και τα γέλια σκίζουν τον αέρα σαν βέλη μιας άλλης αισιοδοξίας μέσα στο μουντό περιβάλλον της πόλης. Την ίδια ώρα θαρρείς σαν να φωτίζεται άξαφνα ο χώρος.
Τα μπαλκόνια σταματούν να τρέχουν το ένα δίπλα στο άλλο, το ίδιο και οι φέτες των επάλληλων διαμερισμάτων. Οι λευκές μεγάλες επιφάνειες των τοίχων του μεσοπολεμικού κτιρίου διακόπτουν την ομοιογένεια του μετώπου του οικοδομικού τετραγώνου. Το στέγαστρο της εισόδου, τα επιμήκη οριζόντια παράθυρα και ο ψηλότερος όγκος των τάξεων σε κάνουν να κοντοσταθείς και να παρατηρήσεις το σχολικό συγκρότημα.
Από πίσω, μέσα στην αυλή γίνεται πανζουρλισμός. Η χαρά των παιδιών που παίζουν, φωνάζοντας με την ψυχή τους, σε σπρώχνει άθελά σου να βυθιστείς στις δικές σου παιδικές αναμνήσεις της αθωότητας. Την ώρα του μαθήματος, αλλά και τη λυτρωτική ώρα που χτυπούσε το κουδούνι και ξεχυνόμασταν έξω για παιχνίδι.
Το 35ο Δημοτικό Σχολείο της οδού Κωλέττη, κορυφαίο έργο του ταλαντούχου αρχιτέκτονα Νίκου Μητσάκη (1899-1941), είναι ένας από τους πιο σημαντικούς και ζωντανούς κοινωνικούς και πολιτισμικούς πυρήνες των Εξαρχείων.
Κατασκευασμένο το 1932, αποτελεί ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της μεσοπολεμικής αρχιτεκτονικής στην Αθήνα που κάθε χρόνο επισκεπτόμαστε με τους σπουδαστές μας. Χτισμένο σε σχετικά μικρό και δύσκολο οικόπεδο, βλέπει σε δύο δρόμους, την Κωλέττη και τη Σουλτάνη.
Η κάτοψη του κτιρίου ακολουθεί το σχήμα Π, με τον τριώροφο γραμμικό όγκο των δώδεκα αιθουσών διδασκαλίας να προστατεύει την αυλή από τον βοριά, ενώ στο μικρό λοξό τμήμα του οικοπέδου προς την οδό Σουλτάνη βρίσκεται σε ανεξάρτητο κτίριο η αίθουσα εκδηλώσεων και η αίθουσα χειροτεχνίας. Με τον τρόπο αυτό ο Μητσάκης δημιούργησε μια περίκλειστη προστατευμένη από τους γύρω δρόμους αυλή, στην οποία εκτονώνονται όλες οι λειτουργίες του σχολείου, αποτελώντας την καρδιά του σχολείου.
Η κύρια είσοδος βρίσκεται στο τμήμα της οδού Κωλέττη που είναι σήμερα πεζοδρομημένο και γίνεται κάτω από το χαρακτηριστικό στέγαστρο-γέφυρα που συνδέει τα γραφεία των καθηγητών με τις αίθουσες διδασκαλίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάταξη των τάξεων, η οποία δεν ακολουθεί ακριβώς την γνωστή τυπολογία των άλλων μεσοπολεμικών σχολείων, όπου η πρόσβαση γίνεται απ’ ευθείας από τον ανοιχτό μεσημβρινό διάδρομο.
Εδώ οι τάξεις οργανώνονται ανά δύο και η είσοδος σ’ αυτές γίνεται μέσω ενός ενδιάμεσου κλειστού χώρου προθαλάμου-βεστιαρίου, που αποτελεί τον κοινόχρηστό τους χώρο. Ο Μητσάκης έγραψε για το σχολείο αυτό ότι αποτελεί μια «μορφή ζωντανή που αντιμετωπίζει εις την ουσίαν του το πρόβλημα της αρχιτεκτονικής μας»
Το τελευταίο διάστημα πυκνώνουν οι πληροφορίες ότι δρομολογείται η υποβάθμιση του σχολείου από εξαθέσιο σε τετραθέσιο, γεγονός που οδήγησε γονείς, δασκάλους, συλλόγους εκπαιδευτικών, αλλά και κατοίκους της περιοχής να διαμαρτυρηθούν έντονα για την πρόθεση αυτή της Δ/νσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Αλλοι υποστηρίζουν -και όχι άδικα- ότι μια τέτοια προοπτική υποβάθμισης και τελικά κλεισίματος του σχολείου την καλοβλέπει και ο δήμος, αφού θα μπορούσε να προχωρήσει στη μελλοντική «αξιοποίηση» του ακινήτου που βρίσκεται σε κεντρική περιοχή της πόλης.
Εχω πολύ έντονα στο μυαλό μου την εικόνα των μικρών παιδιών, πιασμένα χέρι χέρι, να μπαίνουν κάθε τόσο στο Πολυτεχνείο για να μας επισκεφθούν μαζί με τους δασκάλους τους, από το διπλανό δημοτικό σχολείο. Και είναι εκείνη η ώρα που οι μικροί μαθητές μπλέκονται με τους σπουδαστές μας, μια ώρα σημαντικής ώσμωσης των δύο βαθμίδων της εκπαίδευσης, που τόσο έχουν κακοπάθει τις τελευταίες δεκαετίες.
Αλήθεια, πόσο πρέπει να επιχειρηματολογήσει σήμερα κανείς σ’ αυτή την έρημη χώρα για τα αυτονόητα; Ποιο είναι το μέλλον που προοιωνίζεται για τη νέα γενιά, αν όχι η «ζωντανή μορφή» των σχολείων μας, όπως έγραφε διορατικά πριν από τόσα χρόνια ο Μητσάκης;
Αντί να διεκδικούμε την αναβάθμιση με κάθε τρόπο των σχολείων μας, αυτά συρρικνώνονται το ένα μετά το άλλο, έρμαια στις καταστροφικές επιταγές της νέας τάξης πραγμάτων. Πώς μπορούν κάποιοι σήμερα να παίρνουν ανερυθρίαστα τέτοιες καταστροφικές αποφάσεις; Ενα όμως είναι σίγουρο, ότι μια κοινωνία δίχως Παιδεία, είναι μια κοινωνία ολοκληρωτικά καταδικασμένη στον αφανισμό.
*αρχιτέκτων- καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ