Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

To Εντευκτήριο της Βαλτετσίου

Η ιδρυτική διακήρυξη του Εντευκτηρίου
 
Τι είναι και τι θέλει, όμως, το Eντευκτήριο της Βαλτετσίου;
Μια πιθανή απάντηση μπορεί να βρει κανείς στο λεξικό:
εντευκτήριο το: ουσ. : αίθουσα που προορίζεται ειδικά για την κοινωνική συναναστροφή, συνάντηση, συγκέντρωση, αναψυχή κτλ. των μελών μιας κοινότητας και των επισκεπτών της· (πρβ. λέσχη): H δεξίωση θα γίνει στο ~ του συλλόγου. Aίθουσα εντευκτηρίου. Περνούσε τις ελεύθερες ώρες στο ~ του σωματείου, συζητώντας ή παίζοντας χαρτιά με τους παλιούς του συναδέλφους. [λόγ. < αρχ. ἔντευξις «συνάντηση» < ἐντυγχάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 ως απόδ. του γαλλ. sale de rendez-vous· επίσης, salon de reunion]
(σύνθεση σχετικών λημμάτων λεξικών)

To Eντευκτήριο της Βαλτετσίου είναι ένας χώρος ο οποίος στεγάζει μια σειρά διαδικτυακά συλλογικά εγχειρήματα:ΑnalyzeGreece, k-lab, Pass-world, Το Περιοδικό, RedNotebook, ΣΚΡΑ-punk, καθώς και τη νεότευκτη κοινωνική συνεταιριστική επιχείρηση δημοσιογραφικών και καλλιτεχνικών παραγωγών Unrest Productions. Θέλει να λειτουργήσει ως τόπος δουλειάς, συζήτησης, διασκέδασης και συνάντησης ομάδων και ατόμων. Δεν είναι γραφείο, καφενείο, εργαστήριο, τσικουδοποτείον, λέσχη, hub· ή, για την ακρίβεια, φιλοδοξούμε να είναι λίγο απ’ όλα αυτά μαζί.

Το Εντευκτήριο λειτούργησε με ευθύνη της Συντακτικής Ομάδας των «Ενθεμάτων» της Αυγής (Μάνος Αυγερίδης, Μαρία Καλαντζοπούλου, Ιωάννα Μεϊτάνη, Στρατής Μπουρνάζος) από τον Μάιο του 2011 έως τον Μάιο του 2016, χωρίς κάποια οργανωτική ή οικονομική ανάμιξη της εφημερίδας. Ήταν ένας χώρος όπου οργανώθηκαν συζητήσεις, μικρές εκδηλώσεις, προβολές, γιορτές, συνεδριάσεις, καλλιτεχνικά γεγονότα (περιφορά του Παστιτσίου, βραδιά αντιμνημονιακής ποίησης, ημέρα στρατιωτικής επιφυλακής με στολή παραλλαγής κ.ο.κ.), ενώ ταυτόχρονα τον χρησιμοποιούσαν διάφορες συλλογικότητες και ομάδες. Οικονομικά συντηρούνταν από τις εισφορές φίλων, τα πάρτυ και τα παζάρια βιβλίου.

Από τα μέσα Μαΐου 2016, μετά την αποχώρηση της Σ.Ο. των «Ενθεμάτων» από την Αυγή, ο χώρος συνεχίζει τη διαδρομή του υπό νέα διεύθυνση. Ονομάζεται «Εντευκτήριο της Βαλτετσίου» και λειτουργεί με ευθύνη των ΑnalyzeGreece, k–lab, Pass–world, Το Περιοδικό, RedNotebook, ΣΚΡΑ-Punk, της Unrest Productions καθώς και των τεσσάρων ατόμων που αποτέλεσαν τη Σ.Ο. των «Ενθεμάτων». Ο χώρος διατίθεται σε συλλογικότητες και ομάδες για τις συναντήσεις τους και χρηματοδοτείται οικονομικά από τις εισφορές των φίλων και τις εκδηλώσεις που θα οργανώνει.

Στηρίζουν κριτικά το εγχείρημα:
Μια σειρά συλλογικότητες και ευρύτερες προσωπικότητες, από τον χώρο της διανόησης και της τέχνης, στηρίζουν κριτικά το εγχείρημα. Μεταξύ άλλων: Σύλλογος Δανειοληπτών Ο Κόκκινος Τράγος, Οινομαγειρείον Ο Μεφιστοφελής, Ιατρείον Μικρών Ζώων Ο Φουρόγατος, Ιατρείον Μεγάλων Ζώων Το Έχνος, Ταχυμεταφορές Η Κουρκούτσα. Επίσης: Βενιζέλος Ελευθέριος αερολιμένας, Πολύφημος Κ. οφθαλμίατρος, Θεός Άναρχοςθρησκειολόγος, Υιός Συνάναρχος ακτιβιστής, Αγαθαρχίδας Κορίνθιος στρατηγός, Αγαθαρχίδης περιπατητικός φιλόσοφος, Αγαθαρχιδάκης πρώτος εξάδελφος των προηγουμένων εκ Κρήτης ορμώμενος, Πρωτευούσης Τέωςδιοίκηση, Ικτίνος εργολάβος δημοσίων έργων, Καλλικράτης αυτοδιοικητικός παράγοντας, Ηρώδης Θηριώδηςβασιλεύς, Ηρώδης Αττικός ιδιοκτήτης ωδείου, Πιτυοκάμπτης βιοκαλλιεργητής, Προκρούστης οστεοπαθητικός,Ύδρα Λερναία θηρίον, Σταχάνωφ Αλέξιος συνταξιούχος εργάτης, Σπέτσες Λερναίες νήσος, Έντισον Θωμάςσυνδικαλιστής ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, Κάουτσκυ Κάρολος αποστάτης, Βασιλιάς Μαρμαρωμένος εικαστικός, Γηρυόνηςκάπρος, Όρνιθες Στυμφαλίδες όρνιθες, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα δημοτικοί σύμβουλοι Αθηναίων, Αθηνάς Χρυσελεφάντινο Άγαλμα άγαλμα, Κουλοχέρα Αθηνά, τοπόσημο, Δημητρώφ Γεώργιος γίγαντας-θηρευτής πτηνών με νύχια γαμψά, Κάπρος Ερυμάνθιος γαστρεντερολόγος, Μινώταυρος υπεύθυνος κέντρου προστασίας αγρίων ζώων, Ντάλτον Άβερελ πρόεδρος του Συλλόγου Παρανόμων με Διάσπαση Προσοχής (ΣΥΠΑΔΙΠ), Αρεοπαγίτης Διονύσης ανώτατος δικαστικός, Πνύκα σύζ. Φιλοπάππου, Μόσχος Σιτευτός ιδιωτικός υπάλληλος, Στράμμερ Γιάννης μουσικός και υπερήρωας, Καιάδας Σπ. ορθοπεδικός, Αριάδνης Μίτος ωτορινολαρυγγολόγος, Βαρβαρόσας Χαϊρενδίν υποπλοίαρχος εμπορικού ναυτικού, Σκουζές Παναγής λόφος, Μουστοξύδης Ανδρέας σομελιέ.
 
 
Μεγάλο καλοκαιρινό πάρτυ του Εντευκτηρίου της Βαλτετσίου:
Tην Παρασκευή 27 Μαΐου, μετά τις 10, στον κήπο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (Ερμού 134, Θησείο), το Εντευκτήριο της Βαλτετσίου οργανώνει το μεγάλο καλοκαιρινό πάρτυ του 
και μας περιμένει για ένα, δύο, τρία πολλά ποτά.
 
Eντευκτήριο της Βαλτετσίου
Βαλτετσίου 50-52, 106 80, Αθήνα (6ος όροφος)
e-mail: valtetsiou50@gmail.com

Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Μια κριτική υπεράσπιση του δημόσιου χώρου των Εξαρχείων (αναδημοσίευση)


…Η φαντασιακή συγκρότηση του χώρου και τα όρια της

Περιοδικό Βαβυλωνία
Δημήτρης Πέττας

Ο αστικός χώρος αποτελεί κοινωνική κατασκευή και ως τέτοια ενσωματώνει αξίες, συμβολισμούς και νοήματα, τόσο ιστορικά όσο και σύγχρονα. Σε μία περίοδο που η κοινωνικές λειτουργίες του χώρου συνεχώς υποβαθμίζονται προς όφελος των οικονομικών, σηματοδοτώντας την κατακυριάρχηση της χρηστικής από την ανταλλακτική αξία (Lefebvre, 1968; Debord, 1968) και η κανονικότητα όπως αυτή καθορίζεται από τις εκάστοτε οικονομικές “αναγκαιότητες” οδηγεί τους δημόσιους χώρους στην ομογενοποίηση και την απογύμνωση από ουσιαστικές κοινωνικές λειτουργίες, η ανάδειξη και στήριξη χώρων οι οποίοι λειτουργούν ως αστικά κοινά (Harvey, 2012) είναι κρίσιμη.

Στη γειτονιά των Εξαρχείων, μια γειτονιά που από το 1973 αποτελεί κρίσιμο και προνομιακό χώρο για τη ριζοσπαστική αφήγηση στην Ελλάδα, κάτοικοι, επισκέπτες και εργαζόμενοι έχουν αναπτύξει μία ιδιαίτερη σχέση με τον δημόσιο χώρο η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό οικειοποίησης, χρήση του για εναλλακτική και μη καταναλωτική ψυχαγωγία και σε αρκετές περιπτώσεις διαμόρφωση του μέσα από αυτοδιαχειριστικές πρακτικές. Ταυτόχρονα, η γειτονιά των Εξαρχείων- και λόγω των πολιτικών χαρακτηριστικών της- αποτελεί ταυτόχρονα έναν χώρο όπου οι άνθρωποι του υπογείου (βλ. Ηλίας Πετρόπουλος) βρίσκουν στοιχεία αποδοχής και ένταξης. Τα χαρακτηριστικά του δημόσιου χώρου των Εξαρχείων συνδέονται με δύο αντιθετικές προσεγγίσεις της ευρύτερης περιοχής: στη μία πλευρά εμφανίζονται αναφορές σε “γκέτο” και απαγορευμένες ζώνες και στην άλλη σε έναν χώρο ελευθερίας και δημιουργίας.

Σε κάθε χωρική ενότητα αναπτύσσονται σχέσεις εξουσίας οι οποίες σε σημαντικό βαθμό διαμορφώνουν το κοινωνικό περιβάλλον αλλά και τον ίδιο τον χώρο. Οι σχέσεις αυτές αφενός λαμβάνουν διαφορετικές μορφές και αφετέρου αναπτύσσονται σε διαφορετικά επίπεδα. Οι σχέσεις εξουσίας, σύμφωνα με τον Foucault (1975; 1980; 1991; 1994), δεν αποτελούνται αποκλειστικά από πρακτικές οι οποίες λαμβάνουν τη μορφή απευθείας αντιπαράθεσης. Ταυτόχρονα με τις παραπάνω, κρίσιμη θεωρείται η διαμόρφωση του πεδίου πιθανών δράσεων αντίπαλων ομάδων και μηχανισμών μέσω της εισαγωγής πρακτικών, χρήσεων και λειτουργιών οι οποίες περιορίζουν εμμέσως το πεδίο δράσης τους. Επιπλέον, ειδικά σε περιοχές όπως τα Εξάρχεια όπου εμφανίζεται υψηλή συγκέντρωση συμβολικού κεφαλαίου το οποίο συγκροτείται όπως αναφέρει ο Bourdieu (1994) στην “κοινή αναγνώριση της αξίας του”, οι σχέσεις εξουσίας οι οποίες συγκροτούνται στο επίπεδο των συμβολισμών και των νοημάτων είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Η κοινή συμμετοχή κατοίκων, επισκεπτών, πολιτκών και κοινωνικών ομαδων αλλά και μέρους των καταστηματαρχών της περιοχής σε ένα αρκετά ενιαίο συμβολικό σύστημα έχει οδηγήσει στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για τους μετέχοντες στη ριζοσπαστική αφήγηση στις σχέσεις εξουσίας, οι οποίες αναπτύσσονται στο φαντασιακό επίπεδο και μεταφράζονται σε χωρικές συνθήκες και πρακτικές: διάδοση ριζοσπαστικών αφηγήσεων στο αστικό περιβάλλον, δράσεις αλληλεγγύης και αντίστασης, υψηλά επίπεδα ανεκτικότητας και αποδοχής κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων.

Εντούτοις, η κυριαρχία των ριζοσπαστικών αφηγήσεων στο φαντασιακό επίπεδο εμφανίζει αδυναμία στο να μεταφραστεί σε αντίστοιχες πρακτικές στο επίπεδο της καθημερινότητας, ιδιαίτερα σε ότι αφορά συνθήκες αποκλεισμού οι οποίες πράγματι εμφανίζονται στα Εξάρχεια. Στον κεντρικό δημόσιο χώρο της γειτονιάς, στην πλατεία Εξαρχείων, υπάρχουν σημαντικές ομάδες (παιδιά, ηλικιωμένοι, οικογένειες) οι οποίες είτε υποεκπροσωπούνται είτε απουσιάζουν ολοκληρωτικά. Αιτία του αποκλεισμού τους αποτελεί σε σημαντικό βαθμό η μαζική κατανάλωση κάναββης και η παρουσία επιθετικών ομάδων χωρίς ιδεολογική/ πολιτική συγκρότηση οι οποίες είτε σχετίζονται με το εμπόριο ουσιών είτε προβαίνουν σε πρακτικές αποκλεισμού παρουσιαζόμενοι ως ελεγκτές του πλήθους και των δρατηριοτήτων στη πλατεία.

Με το πρώτο σκέλος δεν επιθυμώ να μπω σε μία κριτική της κάνναβης ή στη κατάταξη της στις ναρκωτικές ουσίες. Αποτελεί όμως γεγονός ότι όταν σε έναν δημόσιο χώρο υπάρχουν σε καθημερινή βάση πολυάριθμοι καταναλωτές της, έχουμε μία πρακτική η οποία αποκλείει την παρουσία παιδιών, ηλικιωμένων και οικογενειών. Θεωρώ εδώ δεδομένο ότι οποιαδήποτε ριζοσπαστική προσέγγιση του χώρου θέτει ως κύριο στόχο την άρση των αποκλεισμών και την ένταξη. Η οπτική αυτή υιοθετείται και από πολιτκές ομάδες και κατοίκους οι οποίοι προχώρησαν στην ίδρυση της Λαϊκής Συνέλευσης Εξαρχείων με σκοπό την ανατροπή των συνθηκών αποκλεισμού. Η απόσταση μεταξύ των σχέσεων εξουσίας στο φαντασιακό επίπεδο και στο επίπεδο της καθημερινότητας οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην απόπειρα εκμετάλλευσης και οικειοποίησης κυρίαρχων εννοιών της πρώτης κατηγορίας από τις ομάδες οι οποίες αποτελούν παράγοντες αποκλεισμόυ. Η μαζική κατανάλωση κάνναβης συμβαίνει στο όνομα της ελευθερίας και οι αναίτιες βίαιες επιθέσεις στο όνομα της αναρχίας.

Φυσικά, οι φορείς των παραπάνω καμία σχέση δεν έχουν με οποιαδήποτε συλλογικότητα και συγκροτημένη ομάδα της περιοχής. Η επίκληση των κυρίαρχων εννοιών και συμβολισμών της γειτονιάς συμβαίνει με μοναδικό στόχο τη “νομιμοποίηση” της παρουσίας και των πρακτικών τους και το γεγονός αυτό- η ανάγκη ένταξης και άντλησης στοιχείων από το συλλογικό φαντασιακό της περιοχής- υπογραμμίζει τη σημασία των σχέσεων εξουσίας στο φαντασιακό επίπεδο. Οι πραγματικοί μέτοχοι και στυλοβάτες των εννοιών αυτών και των συνεπαγόμενων πρακτικών- πολιτικοί και κοινωνικοί χώροι, κάτοικοι και κάποιοι καταστηματάρχες- έχουν σε σημαντικό βαθμό αντιληφθεί την απόπειρα των φορέων του αποκλεισμού να ισχυροποιηθούν μέσω της ένταξης τους στο συλλογικό φαντασιακό. Χαρακτηριστική είναι η ανάπτυξη και χρήση του όρου “κοινωνικός κανιβαλισμός” η οποία έρχεται να οριοθετήσει τη μετάφραση των κυρίαρχων νοημάτων σε πρακτικές. Εντούτοις, η ελευθερία της περιστασιακής χρήσης της πλατείας για εκδηλώσεις και δράσεις είχει δώσει στα ριζοσπαστικά συλλογικά υποκείμενα της περιοχής μία ψευδαίσθηση ηγεμονίας η οποία όμως γκρεμίζεται καθημερινά από τις πρακτικές αποκλεισμού.

Η Λαική Συνέλευση Εξαρχείων και η αυτόνομη δράση πολιτκών ομάδων και οργανώσεων κατοίκων ωστόσο, έχει ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια να επεμβαίνει ουσιαστικά και αποτελεσματικά στις σχέσεις εξουσίας στο επίπεδο της καθημερινότητας αντλώντας εργαλεία και από τους δύο τρόπους που αναφέρθηκαν πριν. Στο επίπεδο της απευθείας αντιπαράθεσης δημιουργήθηκαν ομάδες αποτροπής του εμπορίου ενώ στο επίπεδο της δημιουργίας αποτρεπτικών συνθηκών διοργανώθηκαν πορείες, εκδηλώσεις και δραστηριότητες οι οποίες έχουν ως στόχο την επανένταξη των αποκλεισμένων ομάδων. Το γεγονός ότι η κυριαρχία στο επίπεδο των νοημάτων δεν μεταφράζεται απευθείας σε αντίστοιχες συνθήκες στο επίπεδο της καθημερινότητας έχει γίνει πεποίθηση στα ενεργά συλλογικά υποκείμενα της περιοχής και μέσα από αυτή τη παραδοχή πραγματοποιούνται ουσιαστικές δράσεις, παρά τις προσπάθειες του κράτους και των μηχανισμών τους να κατευθύνουν το εμπόριο και τη χρήση στη γειτονιά των Εξαρχείων, έχοντας την αντίστοιχη υποστήριξη από τα κυρίαρχα ΜΜΕ και τους οπαδούς της κανονικότητας.

Δυστυχώς για αυτούς, τα Εξάρχεια λειτουργούν σύμφωνα με μια διαφορετική κανονικότητα, της οποίας φορείς είναι οι πολιτικοί χώροι και οι ενεργοί κάτοικοι.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

Έτσι έπρεπε, έτσι πρέπει (αναδημοσίευση)

Από REDNotebook
της Τόνιας Κατερίνη
 φωτογραφία: Άγγελος Καλοδούκας

Τα δυό τελευταία χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες του αγώνα για τη ζωή που δίνουν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, πρόσφυγες και μετανάστες, εγκαταλείποντας εμπόλεμες ζώνες, περιοχές όπου παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, χώρες που επικρατεί ακραία φτώχεια. Δεν πρόκειται φυσικά για μια καινούργια κατάσταση. Πρόκειται όμως για μια δραματική αύξηση των προσφυγικών ροών, ιδιαίτερα στην περιοχή μας. Για τους ανθρώπους που αναζητούν μια ελπίδα στην «πολιτισμένη» Ευρώπη, η πρόσφατη απόφαση-συμφωνία Τουρκίας-Ε.Ε., που ισοδυναμεί με κλείσιμο των συνόρων, και για χιλιάδες από αυτές και αυτούς με καταδίκη σε απέλαση, αποτέλεσε μια συνθήκη ασφυξίας και απελπισίας.

Σε όλη αυτή την περίοδο, η ελληνική κοινωνία στη μεγάλη πλειοψηφία της επέδειξε πρωτοφανή αλληλεγγύη και αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση άμεσων αναγκών, καλύπτοντας τα τεράστια κενά σχεδιασμού και υλοποίησης στοχευμένων δράσεων στήριξης από την μεριά της πολιτείας - κι αυτό για ένα πολύ μεγάλο αρχικό διάστημα. Δυστυχώς, η «ανασυγκρότηση» της πολιτείας αποτέλεσε μια ακόμα δυσάρεστη έκπληξη, καθώς σημαδεύτηκε από την έντονη στρατιωτικοποίηση της διαχείρισης των ζητημάτων υποδοχής και εγκατάστασης, τις απαράδεκτες συνθήκες διαμονής σε πολλά από τα κέντρα υποδοχής-κράτησης, την αδιαφάνεια στην όλη διαχείριση (με την εύλογη ανησυχία για το ρόλο που προετοιμάζονται να παίξουν ποικίλοι παράγοντες), και τέλος, την επίθεση, έως και ποινικοποίηση, της αλληλεγγύης και των αλληλέγγυων. Προκρίθηκε λοιπόν η «αλληλεγγύη» υπό κρατικό έλεγχο, οι πιστοποιήσεις (αλήθεια, πόσες χιλιάδες πιστοποιημένες ανύπαρκτες ΜΚΟ υπάρχουν στα αρχεία των αρμόδιων υπουργείων;) και ο συντεταγμένος σχεδιασμός κεκλεισμένων των θυρών, με τους συνήθεις γραφειοκρατικούς ρυθμούς, απόρροια τόσο των δομικών προβλημάτων της διοίκησης, όσο και των επιπρόσθετων μνημονιακών δεσμεύσεων.

Σε αυτό το τοπίο, οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης όχι μόνο εξακολουθούν να είναι ζωτικής σημασίας, αλλά αποκτούν και βαρύνουσα πολιτική διάσταση, όταν καταφέρνουν να προτείνουν έναν άλλο τρόπο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, αλλά και την αντιμετώπιση των ίδιων των ανθρώπων. Σε πείσμα όσων τους διαχειρίζονται ως αριθμούς (538 επαναπροωθήσεις στην Τουρκία σε μια μέρα, μηδενικές είσοδοι στα νησιά του Αιγαίου το τριήμερο, 100 νεκροί ανοιχτά της Σικελίας κ.λπ.), οι άνθρωποι αυτοί έχουν ονόματα, ανάγκες, πόνο, οργή, χαμόγελα.

Την ίδια στιγμή, η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να φτωχοποιείται. Με βάση τα επίσημα στοιχεία, πάνω από 30% του πληθυσμού ζει στα όρια της φτώχειας και κάτω από αυτά. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι αντιμετωπίζουν πρόβλημα στέγης, είτε λόγω υπερχρέωσης, είτε λόγω αδυναμίας να πληρώνουν το ενοίκιο, ενώ πολλές χιλιάδες βρίσκονται ήδη στο δρόμο ή ζουν σε συνθήκες επισφαλούς ή ακατάλληλης στέγης. Για όσες και όσους από εμάς βρεθήκαμε λίγο πιο συστηματικά τα προηγούμενα χρόνια να δουλεύουμε μαζί με τα κινήματα αλληλεγγύης και μέσα σ’ αυτά, η υπόνοια διάκρισης ανάμεσα σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη, ντόπιους ή ξένους, ήταν και παραμένει αδιανόητη. Κερδίσαμε τη μάχη ενάντια στην ψευδεπίγραφη φιλανθρωπία των φασιστοειδών, που φάνηκε σε μια πρώτη περίοδο να αναπτύσσεται. Τίποτα δεν θα μας αναγκάσει να πάμε πίσω από αυτό.

Έτσι, οι πρώτες αρνητικές αντιδράσεις στην κατάληψη του ξενοδοχείου City Plaza, όπου σήμερα φιλοξενούνται περίπου 200 άτομα, με τα μισά σχεδόν να είναι παιδιά, αποτέλεσαν ένα ξάφνιασμα: για τη σφοδρότητα της επίθεσης, για το είδος των επιχειρημάτων που επικαλέστηκαν οι επιτιθέμενοι και βεβαίως για τους χώρους από τους οποίους προήλθαν. Αν και είναι νωρίς για να κάνει κανείς αποτίμηση ενός τέτοιου εγχειρήματος, και με δεδομένο ότι πολλοί και πολλές έχουν μέχρι σήμερα συμβάλει ιδιαίτερα εποικοδομητικά σε έναν διάλογο που σε κάθε περίπτωση είναι χρήσιμος, πιστεύω ότι έχει σημασία να συνεχίσουμε να βλέπουμε πλευρές αυτού του εγχειρήματος, το οποίο, μπορεί, μαζί με άλλες αυτό-οργανωμένες πρωτοβουλίες, να αποτελέσει υπόδειγμα της δικής μας αλληλεγγύης: ένα καθαρό μήνυμα ότι γίνεται και αλλιώς.

Η κατάληψη ενός κτιρίου για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών δεν είναι μια καινούργια εμπειρία των κινημάτων. Χρονολογείται από πολλές δεκαετίες και από τις διαφορετικές εμπειρίες των καταλήψεων μπορούν να βγουν σήμερα χρήσιμα συμπεράσματα. Όπως όλες οι κινηματικές διαδικασίες, οι καταλήψεις άφησαν παρακαταθήκες, λειτούργησαν προωθητικά για νέα εγχειρήματα, πίεσαν για πολιτικές παρεμβάσεις, έγιναν τρόπος ζωής, άλλοτε ηττήθηκαν. Στο πλήθος των παραδειγμάτων περιλαμβάνονται κτίρια δημόσια και ιδιωτικά, λειτουργίες στέγης αλλά και κοινωνικής ζωής, στρατηγικές απόλυτης αυτονομίας, συνεργατικά εγχειρήματα στέγης, πρακτικές που συναντήθηκαν με αυτοδιοικητικές κοινωνικές πολιτικές.

Σε όλες όμως τις περιπτώσεις, βασικές αρχές που κάνουν ένα εγχείρημα ριζοσπαστικό και υπερασπίσιμο είναι η συμμετοχή και η δημοκρατία στη λήψη αποφάσεων, η κάλυψη με ασφάλεια και αξιοπρέπεια των αναγκών στις οποίες έρχεται να απαντήσει μια κατάληψ, η ανάπτυξη της κοινοτικής ζωής, το άνοιγμα στη γειτονιά και την πόλη, η διάχυση της πληροφορίας και της γνώσης και η στήριξη νέων ανάλογων εγχειρημάτων. Η συζήτηση σε σχέση με την κατάληψη του City Plaza δεν φάνηκε να επικεντρώνει στις παραπάνω προϋποθέσεις, οι οποίες όμως αποτελούν μέριμνα όλων όσων συμμετέχουν στο εγχείρημα. Αντίθετα, εξελίχθηκε σε μια συζήτηση με άξονα το ζήτημα της ιδιοκτησίας του κτιρίου και την ορθότητα της επιλογής ως προς αυτό.

Σε μια εποχή που η νεοφιλελεύθερη στρατηγική στοχεύει στην υφαρπαγή της γης, της μικρής και της μεσαίας ιδιοκτησίας στο πλαίσιο ενός σχεδίου ευρείας αναδιανομής πλούτου υπέρ του κεφαλαίου, είναι λογικό να αναπτύσσονται ανακλαστικά «υπεράσπισης» της ιδιωτικής περιουσίας, ακόμα και σε περιπτώσεις που το κοινωνικό πρόσημο αυτής της υπεράσπισης δεν είναι πολύ καθαρό. Όσες και όσοι πηγαίνουμε στα ειρηνοδικεία τα τελευταία τρία χρόνια σπάζοντας τους πλειστηριασμούς, είμαστε κοινωνοί μιας μεγάλης συζήτησης για τα κριτήρια με τα οποία ασκείται η δράση μας. Η συζήτηση αυτή αφορά την κοινωνία και τα κινήματα. Και είναι καθαρό ότι υπερασπιζόμαστε την περιουσία των υπερχρεωμένων ανθρώπων απέναντι στις αρπακτικές διαθέσεις των τραπεζών και των τοκογλύφων, απέναντι στους άδικους φόρους και την ποινικοποίηση της φτώχειας και της αδυναμίας πληρωμής. Αυτό, όμως, δεν μας καθιστά υπερασπιστές της ιδιωτικής περιουσίας γενικά. Κάτι τέτοιο απέχει από το δικό μας αξιακό πλαίσιο.

Ζούμε σε μια χώρα όπου υπάρχουν ήδη διαπιστωμένες τεράστιες στεγαστικές ανάγκες, με αιχμή αυτές των προσφύγων, και χιλιάδες κενά κτίρια, ιδιωτικά και δημόσια. Η επανάχρηση των άδειων κτιρίων αποτελεί άμεσο αίτημα. Βασικά κριτήρια, η καταλληλότητα του κτιρίου για τη χρήση, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ως προς το απαιτούμενο κόστος επισκευών, η θέση μέσα στον οικιστικό ιστό ώστε να μην ενισχύει αποκλεισμούς και γκετοποίηση. Χρειαζόμαστε μια σύνθετη ανοιχτή κοινωνικοποιημένη διαδικασία ως προς την επιλογή αυτών των κτηρίων, την διαμόρφωση κινήτρων για τους ιδιοκτήτες όταν πρόκειται για ιδιωτικά κτήρια αλλά και την διατύπωση διακριτών κριτηρίων για χρήσης υψηλού κοινωνικού συμφέροντος. Η κοινωνική χρήση ενός κτιρίου δεν θέτει το ερώτημα της ιδιοκτησίας. Αντίθετα, αποτελεί ανάχωμα στις αρπακτικές διαθέσεις της «ελεύθερης» αγοράς, που στις σημερινές ασφυκτικές οικονομικές συνθήκες προσβλέπει στην αρπαγή των ιδιοκτησιών όσων βρίσκονται ή θα βρεθούν σε ανάγκη (και ήδη κάνει σχετικές κινήσεις...).

Η κατάληψη του City Plaza, όπως και άλλες πρόσφατες καταλήψεις, ανοίγει με πολλούς τρόπους έναν ουσιαστικό διάλογο. Ταυτόχρονα, χωρίς ολιγωρία, απαντά στο άμεσο: στις ανάγκες των χιλιάδων ανθρώπων που βρίσκονται στο δρόμο. Αυτή η σχέση στρατηγικών και άμεσων στόχων αποτελεί βασική αξία κάθε ριζοσπαστικής κινηματικής δράσης.

Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

Το σχολείο της οδού Κωλέττη (αναδημοσίευση)

του Τάση Παπαϊωάννου*
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 28/4/2016

Κορυφαίο έργο του αρχιτέκτονα Νίκου Μητσάκη, το 35ο Δημοτικό Σχολείο είναι από 
τους πιο σημαντικούς και ζωντανούς κοινωνικούς και πολιτισμικούς πυρήνες των Εξαρχείων.

Περπατώ μέσα στην πόλη. Δρόμοι παράλληλοι και κάθετοι τεμαχίζουν το συμπαγές σώμα της σε οικοδομικά τετράγωνα. Αλλα μικρά και άλλα μεγάλα, το ένα δίπλα στο άλλο σε παράταξη, συγκροτούν τον πυκνοδομημένο αστικό ιστό της. Δρόμοι φωτεινοί κι άλλοι σκοτεινοί, ενώ ώρες ώρες καθώς περπατάς έχεις την αίσθηση ότι διαβαίνεις κάποιο ανήλιο φαράγγι, ανάμεσα σε βράχια που μετεωρίζονται στο κενό.

Από πάνω σου κρέμονται μπαλκόνια κάθε λογής. Οριζόντια επίπεδα που διαχωρίζουν τη μάζα των πολυκατοικιών σε οριζόντιες φέτες, ακουμπισμένες η μία πάνω στην άλλη να συνεχίζουν προς τα πάνω, λες και συναγωνίζονται ποια θα πλησιάσει περισσότερο στο φως. Ποια θα ξεφύγει από τη μιζέρια της θέας τού απέναντι μπαλκονιού και να αντικρίσει ελεύθερα τον ουρανό.

Κάτω χαμηλά, στα ισόγεια των κτιρίων, τα graffiti έχουν κατακυριεύσει τους τοίχους. Μια πολύχρωμη ταινία ξεδιπλώνεται πάνω σε πόρτες, παράθυρα, τζαμαρίες, μάρμαρα, σοβάδες, σαν μια φωνή διαμαρτυρίας των νέων για τη ζωή τους που έχει γίνει μαρτύριο, για την πόλη τους που δεν τους επιτρέπει πλέον να ελπίζουν και να ονειρεύονται.

Τα κτίρια φέρνουν πάνω τους τα σημάδια της απόγνωσης μιας γενιάς που μοιάζει να μην έχει μέλλον. Κι αυτά τα χρώματα, ανάκατα, ασύνδετα, χαοτικά φαντάζουν με τις υπογραφές όλων εκείνων που προσπαθούν μάταια να φωνάξουν όσο πιο δυνατά μπορούν: «Είμαστε κι εμείς εδώ!»

Εξάρχεια. Στουρνάρη, Τοσίτσα, Αραχώβης, Θεμιστοκλέους, Βαλτετσίου, Καλλιδρομίου... Μια γειτονιά της Αθήνας ζωντανή, φασαριόζικη, ώρες ώρες εκρηκτική. Μια γειτονιά που αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα, αλλά που δεν έχει ακόμη παραδοθεί, που ακόμη αναπνέει ελεύθερα και αντιστέκεται στον λήθαργο, στη σταδιακή παραίτηση και στην αργή αποσύνθεση.

Περπατώ στους δρόμους της γειτονιάς μου. Η βουή η ίδια. Αυτοκίνητα, κορναρίσματα, μηχανάκια που στριγγλίζουν, η σειρήνα από κάποιο μακρινό ασθενοφόρο που προσπαθεί απεγνωσμένα να συρθεί ανάμεσα στις αργοκίνητες ουρές των λεωφόρων, κάποιοι που φωνάζουν σ’ ένα καφενείο, η μουσική που ακούγεται σ’ ένα άλλο, λίγο παρακάτω.

Πλησιάζω στην Κωλέττη. Ξαφνικά οι ήχοι αλλάζουν. Φωνές ακούγονται τώρα να αντηχούν στα μέτωπα των δρόμων ολόγυρα. Παιδικές φωνές και ξεφωνητά και τρεχαλητά πλημμυρίζουν και καταλαμβάνουν τον ηχητικό χώρο των δρόμων. Είναι ώρα διαλείμματος.

Οι ξέγνοιαστες χαρούμενες φωνές και τα γέλια σκίζουν τον αέρα σαν βέλη μιας άλλης αισιοδοξίας μέσα στο μουντό περιβάλλον της πόλης. Την ίδια ώρα θαρρείς σαν να φωτίζεται άξαφνα ο χώρος.

Τα μπαλκόνια σταματούν να τρέχουν το ένα δίπλα στο άλλο, το ίδιο και οι φέτες των επάλληλων διαμερισμάτων. Οι λευκές μεγάλες επιφάνειες των τοίχων του μεσοπολεμικού κτιρίου διακόπτουν την ομοιογένεια του μετώπου του οικοδομικού τετραγώνου. Το στέγαστρο της εισόδου, τα επιμήκη οριζόντια παράθυρα και ο ψηλότερος όγκος των τάξεων σε κάνουν να κοντοσταθείς και να παρατηρήσεις το σχολικό συγκρότημα.

Από πίσω, μέσα στην αυλή γίνεται πανζουρλισμός. Η χαρά των παιδιών που παίζουν, φωνάζοντας με την ψυχή τους, σε σπρώχνει άθελά σου να βυθιστείς στις δικές σου παιδικές αναμνήσεις της αθωότητας. Την ώρα του μαθήματος, αλλά και τη λυτρωτική ώρα που χτυπούσε το κουδούνι και ξεχυνόμασταν έξω για παιχνίδι.

Το 35ο Δημοτικό Σχολείο της οδού Κωλέττη, κορυφαίο έργο του ταλαντούχου αρχιτέκτονα Νίκου Μητσάκη (1899-1941), είναι ένας από τους πιο σημαντικούς και ζωντανούς κοινωνικούς και πολιτισμικούς πυρήνες των Εξαρχείων.

Κατασκευασμένο το 1932, αποτελεί ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της μεσοπολεμικής αρχιτεκτονικής στην Αθήνα που κάθε χρόνο επισκεπτόμαστε με τους σπουδαστές μας. Χτισμένο σε σχετικά μικρό και δύσκολο οικόπεδο, βλέπει σε δύο δρόμους, την Κωλέττη και τη Σουλτάνη.

Η κάτοψη του κτιρίου ακολουθεί το σχήμα Π, με τον τριώροφο γραμμικό όγκο των δώδεκα αιθουσών διδασκαλίας να προστατεύει την αυλή από τον βοριά, ενώ στο μικρό λοξό τμήμα του οικοπέδου προς την οδό Σουλτάνη βρίσκεται σε ανεξάρτητο κτίριο η αίθουσα εκδηλώσεων και η αίθουσα χειροτεχνίας. Με τον τρόπο αυτό ο Μητσάκης δημιούργησε μια περίκλειστη προστατευμένη από τους γύρω δρόμους αυλή, στην οποία εκτονώνονται όλες οι λειτουργίες του σχολείου, αποτελώντας την καρδιά του σχολείου.

Η κύρια είσοδος βρίσκεται στο τμήμα της οδού Κωλέττη που είναι σήμερα πεζοδρομημένο και γίνεται κάτω από το χαρακτηριστικό στέγαστρο-γέφυρα που συνδέει τα γραφεία των καθηγητών με τις αίθουσες διδασκαλίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάταξη των τάξεων, η οποία δεν ακολουθεί ακριβώς την γνωστή τυπολογία των άλλων μεσοπολεμικών σχολείων, όπου η πρόσβαση γίνεται απ’ ευθείας από τον ανοιχτό μεσημβρινό διάδρομο.

Εδώ οι τάξεις οργανώνονται ανά δύο και η είσοδος σ’ αυτές γίνεται μέσω ενός ενδιάμεσου κλειστού χώρου προθαλάμου-βεστιαρίου, που αποτελεί τον κοινόχρηστό τους χώρο. Ο Μητσάκης έγραψε για το σχολείο αυτό ότι αποτελεί μια «μορφή ζωντανή που αντιμετωπίζει εις την ουσίαν του το πρόβλημα της αρχιτεκτονικής μας»

Το τελευταίο διάστημα πυκνώνουν οι πληροφορίες ότι δρομολογείται η υποβάθμιση του σχολείου από εξαθέσιο σε τετραθέσιο, γεγονός που οδήγησε γονείς, δασκάλους, συλλόγους εκπαιδευτικών, αλλά και κατοίκους της περιοχής να διαμαρτυρηθούν έντονα για την πρόθεση αυτή της Δ/νσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

Αλλοι υποστηρίζουν -και όχι άδικα- ότι μια τέτοια προοπτική υποβάθμισης και τελικά κλεισίματος του σχολείου την καλοβλέπει και ο δήμος, αφού θα μπορούσε να προχωρήσει στη μελλοντική «αξιοποίηση» του ακινήτου που βρίσκεται σε κεντρική περιοχή της πόλης.

Εχω πολύ έντονα στο μυαλό μου την εικόνα των μικρών παιδιών, πιασμένα χέρι χέρι, να μπαίνουν κάθε τόσο στο Πολυτεχνείο για να μας επισκεφθούν μαζί με τους δασκάλους τους, από το διπλανό δημοτικό σχολείο. Και είναι εκείνη η ώρα που οι μικροί μαθητές μπλέκονται με τους σπουδαστές μας, μια ώρα σημαντικής ώσμωσης των δύο βαθμίδων της εκπαίδευσης, που τόσο έχουν κακοπάθει τις τελευταίες δεκαετίες.

Αλήθεια, πόσο πρέπει να επιχειρηματολογήσει σήμερα κανείς σ’ αυτή την έρημη χώρα για τα αυτονόητα; Ποιο είναι το μέλλον που προοιωνίζεται για τη νέα γενιά, αν όχι η «ζωντανή μορφή» των σχολείων μας, όπως έγραφε διορατικά πριν από τόσα χρόνια ο Μητσάκης;

Αντί να διεκδικούμε την αναβάθμιση με κάθε τρόπο των σχολείων μας, αυτά συρρικνώνονται το ένα μετά το άλλο, έρμαια στις καταστροφικές επιταγές της νέας τάξης πραγμάτων. Πώς μπορούν κάποιοι σήμερα να παίρνουν ανερυθρίαστα τέτοιες καταστροφικές αποφάσεις; Ενα όμως είναι σίγουρο, ότι μια κοινωνία δίχως Παιδεία, είναι μια κοινωνία ολοκληρωτικά καταδικασμένη στον αφανισμό.

*αρχιτέκτων- καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Ένα τσιγάρο για το δρόμο (αναδημοσίευση)

 από 3PointMagazine 
της Κλειώς Βλαχάκη 

Μπερδεύτηκαν οι μέρες σα κουβάρι. Στραπατσαρισμένες οι σκέψεις βαδίζουν στην κόψη ενός ξυραφιού. Δεν έχω χρόνο. Όλο έτσι λέω για να ‘χω ένα άλλοθι να τρέχω. Οι σόλες των παπουτσιών μου διαγράφουν πορείες με γρήγορους ρυθμούς. Να τα προλάβω όλα. Ποια; Όποτε με ρωτάω δεν έχω απάντηση και συνεχίζω να τρέχω.

Με παρατηρώ από απόσταση. Μου δίνω χρόνο, τόπο, δικαιολογία, άφεση. Η σειρήνα από το ασθενοφόρο μου βάζει φρένο. Το ακολουθώ. Τώρα που έρχεται η άνοιξη δε θέλω να κλαίω. Το κλάμα το φυλάω για τους άνυδρους χειμώνες που θα ΄ρθουν, μα καμιά φορά ξεχνώ το λόγο και δροσίζω τα μάγουλα και στο κατακαλόκαιρο.

Στο διπλανό κρεβάτι ο παππούς πασχίζει να βγάλει τα παπούτσια του. Τον βοηθώ και κρυφά, σχεδόν ενοχικά, κοιτάζω τις σόλες. Εβδομήντα πέντε χρόνια χιλιόμετρα. Έχει πράσινα μάτια. Πόσο αγαπώ τα πράσινα μάτια! Μου πιάνει το χέρι και με ευχαριστεί. Πόσο αγαπώ τους ευγενικούς παππούδες! Ετούτος ένας μικρός θεός στο δικό του σύμπαν. Πληγωμένος μα υπερήφανος για τα εγγόνια που του άφησε ο αδικοχαμένος του μονάκριβος γιος. Κάνει το ταμείο της ζωής και πάλι βγαίνει κερδισμένος. Δυο εγγόνια κι εκείνος να κλαίει μόνος για την απώλεια και να χαμογελά με τους άλλους.

Του πιάνω το χέρι. Θέλω να αγγίξω τα χιονισμένα του μαλλιά. Ξεχνώ το λόγο που βρέθηκα εκεί. Μου δίνει ευχές. Ο παππούς με την τουφεκισμένη ζωή και τα πράσινα μάτια. Εβδομήντα πέντε χρόνια χιλιόμετρα! Πάλι δεν κράτησα την υπόσχεση μου! Όταν μπαίνει η Άνοιξη δεν κλαίω ποτέ!

Βγαίνω έξω. Ανάβω τσιγάρο. Ένα τσιγάρο για το δρόμο. Ένα τσιγάρο για τις στραπατσαρισμένες, αχάιδευτες μέρες. Ένα τσιγάρο για τον πόνο των ανθρώπων. Ένα τσιγάρο για τον παππού με τα πράσινα μάτια και τη γιαγιά που στεκόταν δίπλα του και τον αγαπούσε με το βλέμμα της. Ένα τσιγάρο για όλους τους κακοτράχαλους δρόμους που μπορεί να σε οδηγήσουν στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, ανυποψίαστος για το διπλανό!

Δεν πρόκειται να το κόψω ποτέ. Πάντα θα μετρώ τη ζωή με καπνό. Πώς τα ‘χω καταφέρει έτσι; Ό,τι έγινε, καλά καμωμένο. Δεν έχει πρόβα η ρημάδα η ζωή! Κι εγώ θέλω να σου γράψω ένα γράμμα και να σου πω ότι σ’ αγαπώ τρία χρόνια χιλιόμετρα με τρία ζευγάρια παπούτσια με λιωμένες σόλες. Γιατί κάθε φορά που σε σκεφτόμουν έπαιρνα τους δρόμους αγκαλιά και γουργούριζα από ανάγκη και επιθυμία.

Μπερδεύτηκαν οι μέρες σαν κουβάρι. Μπλέχτηκαν οι ανάγκες μου σα κισσός και σκαρφαλώνουν, ανεβαίνουν, ψηλώνουν. Με πνίγει που ακόμα δεν έχω καταφέρει να μην κλαίω την άνοιξη. Με σκοτώνει που ακόμα τρέχω. Τι θέλω να προλάβω; Η ζωή είναι αλλού. Εκεί στο σιδερένιο κρεβάτι. Στον παππού με τα πράσινα μάτια. Στον ήλιο που κρύβεται όταν θυμώνει. Που βρήκα τόσο ξερά φύλλα μέσα στην άνοιξη;

Ένα τσιγάρο ακόμα για την αθανασία που γυρεύουμε στα μάτια των άλλων. Για το καλοκαίρι που δε θα κλάψω καθόλου…

Αγαπημένο μου ημερολόγιο (αναδημοσίευση)

από 3Point Magazine
της Κλειώς Βλαχάκη
Σου γράφω, όλο σού γράφω και τίποτα δε λέω. Άλλα λόγια να αγαπιόμαστε, μην ξεχαστούμε και μας πάρει το ποτάμι κι εμάς σαν τους άλλους. Αντιστέκομαι ακόμα. Έτσι θέλω να πιστεύω. Έτσι να ελπίζω. «Σε ποιους αντιστέκεσαι; Με τι αντιστέκεσαι;» με ρωτάς κι εγώ μασάω τα λόγια μου και καλούμαι να δώσω συγκεκριμένη απάντηση. Αντιστέκομαι στα αινίγματα γιατί θέλουν πονηρή σκέψη και δε διαθέτω τόσο ισχυρό όπλο. Αντιστέκομαι και στην καχυποψία γιατί αν δεν αντισταθώ θα πεθάνω από αγωνία και ανία και πλήξη και βαρεμάρα και η ζωή δε θα με ξαφνιάσει ποτέ κι ο διπλανός μου θα έχει όψη δράκου και τα τέρατα θα κάνουν επιδρομή στο μυαλό μου και θα μου πάρουν τη λαλιά.

Όλο σου γράφω και τίποτα δε σου λέω ουσιαστικό, ελπιδοφόρο, ανοιξιάτικο να καθαρίσει κι ο ουρανός ο δικός σου να φέξει κι ο δικός μου. Είναι που όλα μπερδεύτηκαν πάλι σαν τα χρώματα στην παλέτα του ζωγράφου. Είναι που και η ζωή θέλει να φυτέψω ένα καινούριο δέντρο, να βάλω ένα τραπεζάκι από κάτω και μια καρέκλα στον ίσκιο του και να παίξω κρυφτό με τον ήλιο μη με ζαλίσει και ξεχάσω να σκεφτώ. Κι όλο το αναβάλλω. Όλο αύριο και αύριο και ποτέ δεν στρώνομαι στη δουλειά λες κι αυτό θα έρθει μόνο του και θα με καλημερίσει και θα με φιλέψει από τους καρπούς του.

Κάθε μέρα όταν βγαίνω από το σπίτι ένα αδέσποτο γατί, η Ζιζέλ, έρχεται και χουχουλιάζει στα πόδια μου και νιαουρίζει μέχρι που κουράζεται να ζητιανεύει χάδια και σταματά κοιτώντας με παράπονο. Όλο λέω να τη μαζέψω κι αυτή να γίνουμε τρεις στο σπίτι κι όλο το αφήνω και αλλάζω γνώμη και μετανιώνω που της δίνω ελπίδες κι αυτή περιμένει και περιμένει και περιμένει μέχρι το αύριο.

Ήθελα να σου πω πως τελικά με κούρασε η ευθεία. Θα αλλάξω δρόμο. Βρήκα ένα άλλο μονοπάτι με πολλές στροφές να δοκιμάσω τις αντοχές μου πάλι – λες και δεν έφτασα ποτέ στα όρια μου! Αλλά πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι! Τώρα θα αλλάξω;

Δε σου είπα και το πιο σημαντικό! Είδες πάλι ξέχασα. Όλο τα ασήμαντα θυμάμαι και ξεχνάω τα σημαντικά. Ανάποδος άνθρωπος, παιδί μου, στραβόξυλο που έλεγε και η μάνα μου γιατί τώρα μαλάκωσε και δεν το λέει πια. Μα το κακό είχε γίνει. Με μαθε να το πιστεύω κι άντε να μου αλλάξεις γνώμη. Μα τι ήθελα να πω;; Α! ναι, κάτι πολύ σημαντικό! Βρήκα κι ύστερα τον έχασα πάλι έναν άνθρωπο που νομίζω πως λέγαμε τα ίδια. Κι ύστερα κατάλαβα ότι λέγαμε τα ίδια μα κάναμε διαφορετικά. Είχα την αίσθηση πως είχε κι αυτός κάτι γκρεμισμένους τοίχους που είχαν χορταριάσει κι έψαχνε να βρει δρόμο να βγει. Λάθεψα! Αυτός γύρευε τρόπο να παραμείνει εκεί κι εγώ έτρεξα να τον ξεβολέψω. Έπεσα έξω κι έφυγα με την ουρά στα σκέλια γιατί είχε πάρει ψεύτικη πόζα και φοβήθηκα πολύ. Τον ήξερα και παλιά αλλά μπορεί και όχι.

Θα ήθελα τώρα να βρέχει και να στέκομαι ψηλά στα Αστερούσια. Να γυρίζω πίσω και να βλέπω την ανταριασμένη θάλασσα. Να γυρίζω μπροστά και να βλέπω τον κάμπο με τις ανθισμένες αμυγδαλιές. Να υψώνω το χέρι και να χαϊδεύω τη μακριά γενειάδα εκείνου του παππού που λένε θεό. Πού χάθηκε κι αυτός;

Όλο σου γράφω και ποτέ δε σου λέω την αλήθεια. Μεγάλη απάτη η αλήθεια. Κι αν υπάρχει δεν είναι μία. Ο καθείς και η δική του. Γραμμένη σε τετράδια ή σε τοίχους με μεράκι και αγάπη από φόβο μη χαθεί στο σκοτάδι η αλήθεια μας, η προσωπική ουτοπία, η χίμαιρα και χάσουμε το δρόμο και βρεθούμε στα κουτουρού σε άλλη αλήθεια : «εγώ για αλλού ξεκίνησα κι αλλού η ζωή με βγάζει».

Θυμάμαι τη γιαγιά μου να κρύβει πάντα καραμέλες στην τσέπη και να τις γλύφει όταν δεν την κοιτούσε κανείς. Όταν κάποτε τη ρώτησα τι τις θέλει τόσες καραμέλες μου απάντησε: «Όταν νιώθω πίκρα βάζω μια στο στόμα και βρίσκω ισορροπία κι ύστερα μασάω και λίγο δυόσμο κι έρχεται και ισιώνει». Δεν πρόλαβα όμως να το αναλύσω γιατί η γιαγιά έφυγε και πήρε και το μυστικό μαζί με τις καραμέλες που της έβαλα κρυφά για να μην έχει πίκρες.

Αντιστέκομαι και στα μικρά. Αγαπώ την υπερβολή. Στη χαρά και στη λύπη και στον έρωτα και στην αντιπάθεια. Το μεγαλείο του απόλυτου και η αδιαφορία του τίποτα. Αν δεν έχει θύελλα η ζωή τι να την κάνω τη νηνεμία! Αδέκαστη τη θέλω την ψυχή μου. Κι όσοι αντέχουν ας κοπιάσουν. Στα όμοια δε χάλασα ποτέ χατίρι.

Βρε μπας κι η ζωή είναι κάτι άλλο κι εγώ πιστεύω ακόμα στα λόγια των τρελών που γίνανε αντάρτες; Άκου τώρα κάτι σκέψεις! Κι αυτή ζωή τη μια σε πάει εδώ και την άλλη σου ρίχνει μια τρικλοποδιά και σου τα φέρνει όλα τούμπα. Και γίνεσαι δραπέτης και κυνηγάς τη φυγή. Λες κι άμα πας αλλού δε θα κουβαλήσεις τα βάρη!

Μάλλον δε θα αντισταθώ στον εαυτό μου κι ας είναι απελπισμένος καμιά φορά. Τώρα που έρχεται η άνοιξη θα του βάλω ένα καπέλο με φτερά και θα τον αφήσω να σουλατσάρει όπου ποθεί η ψυχή του. Κι αν έρθει στραπατσαρισμένος θα του φροντίσω τις πληγές και θα του γράψω στιχάκια να ‘χει παρηγοριά. Κι ύστερα θα του χαρίσω μια λιακάδα σαν καλοκαίρι ολόκληρο…

Τρίτη 26 Απριλίου 2016

Μοναξιάς εγκώμιο (αναδημοσίευση)

από ArtiNews
Παναγιώτα Ψυχογιού 

Η πρώτη κραυγή μας ήταν κραυγή μοναξιάς. Στην επικράτεια του πόνου και του θανάτου ή του έρωτα, επίσης ο καθένας μας είναι μόνος. Για τον M. Cioran, «είμαστε τόσο μόνοι σ’ αυτή τη ζωή που πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως η μοναξιά του θανάτου δεν είναι παρά ένα σύμβολο της ανθρώπινης ύπαρξης».

Για τον Καβάφη, «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ/μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη/Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον/Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω». Ο Ρίτσος στη «Σονάτα του σεληνόφωτος» αφιερώνει στη μοναξιά τους εμβληματικούς του στίχους: "Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,/μοναχός στη δόξα και στο θάνατο". Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γράφει: «Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα για λίγο,/μόνος έζησα του κάκου,κι όπως ήρθα και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου». «Η μοναξιά είναι για το πνεύμα ό,τι η δίαιτα για το σώμα», έγραψε ο Νίτσε ενώ ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι «αυτός που μπορεί να ζήσει μακριά απ’ τις ανθρώπινες κοινωνίες είναι είτε θηρίο είτε θεός». Για άλλους είναι όπως το σκοτάδι, η απουσία του φωτός, νοείται ως απουσία. Ωστόσο, όλη η εμπειρία της ζωής υποστηρίζει τη συνεχή αλλαγή και σ’ έναν κόσμο που αλλάζει, δεν μπορείς να προσκολληθείς σε τίποτα. Γι αυτό η μοναξιά είναι και η ελευθερία από το φόβο του να νιώθεις μόνος. Η εμπειρία της μοναχικότητας ξεδιαλύνει την ταυτότητά μας. Για τον Μπέρναρντ Σω «Το να μπορείς να αντέχεις τη μοναξιά και, επιπλέον, να την απολαμβάνεις, είναι μεγάλο προσόν».

Για την Hannah Arend («Το Ολοκληρωτικό Σύστημα», εκδ. Ευρύαλος), η αποξένωση δεν ταυτίζεται με τη μοναξιά. Ο πρώτος που έκανε τη διάκριση μεταξύ μοναξιάς και αποξένωσης, γράφει, ήταν ο Επίκτητος, ο ελληνικής καταγωγής απελευθερωμένος σκλάβος και φιλόσοφος. Όπως παρατηρεί ο Επίκτητος (Διατριβαί, Βιβλίο 3, Κεφ. 13), ο αποξενωμένος άνθρωπος περιτριγυρίζεται από άλλους ανθρώπους, αλλά δεν μπορεί να έχει κάποια επαφή μαζί τους και είναι εκτεθειμένος στην εχθρότητά τους. Ο μοναχικός, αντίθετα, είναι μόνος και μπορεί γι΄αυτό «να είναι μαζί με τον εαυτό του». Στη μοναξιά είμαστε δηλαδή «με τον εαυτό μας», ενώ στην αποξένωση είμαστε στην πραγματικότητα εγκαταλειμμένοι απ΄όλους. Κάθε σκέψη γεννιέται στη μοναξιά και είναι ένας διάλογος με τον εαυτό μας. Αυτό που κάνει τόσο αφόρητη την αποξένωση είναι η απώλεια του εαυτού, που δεν υπάρχει πραγματικά στη μοναξιά που μπορεί να είναι λυτρωτική, όταν αποτελεί επιλογή, και κατάρα όταν επιβάλλεται αναγκαστικά. Η μοναξιά ποτέ δεν μας εγκαταλείπει. Γίνεται καταφύγιο όταν ο αγαπημένος άλλος είναι απών ή ψευδαισθητικά παρών. Μοναξιά νοιώθουμα νεογέννητα, αποκομμένα από τον πλακούντα, με την κραυγή και το κλάμα εκφράζοντας τη βαριά απόγνωση, τον ανοίκειο χωρισμό από τα σπλάχνα της μητέρας όπου βρίσκαμε ως τότε καταφύγιο. Συνδέεται με τις ψευδαισθήσεις και την αδυναμία επικοινωνίας των εραστών, την απόρριψη, με μια μητέρα που κοιτάζει το παιδί της να κοιμάται και συλλογίζεται το άγνωστο μέλλον του, την επιθανάτια αγωνία, την έλλειψη επικοινωνίας.

Για την Φρανσουάζ Ντολτό (μετάφραση: Ελισάβετ Κούκη, επιμέλεια σειράς: Ηλίας Γιούρης, Σμίλη, 2008), είναι η μοναξιά του πλούσιου και του φτωχού, του δυστυχισμένου παιδιού, του άρρωστου, του ηλικιωμένου. Είναι η μοναξιά των γιορτών, του κρυφού πόνου, της δουλειάς, της απώλειας της πίστης, κάθε απώλειας. Είναι θελκτική ωστόσο όταν παραδινόμαστε στη μαγεία των ρεμβασμών μας. Η πορεία της επιθυμίας, λέει, η Ντολτό χαράσσεται με την εναλλαγή μοναξιάς και επικοινωνίας. Εξημμένη από τη μοναξιά, η επιθυμία εφευρίσκει τρόπους για να διαμεσολαβηθεί η επικοινωνία. Η μοναξιά είναι άλλοτε ανοίκεια κι άλλοτε ελκυστική ή απειλητική, μαρασμός ή διέγερση της επιθυμίας. Είναι συγκροτητικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, συνθήκη πρωτεϊκή που οδηγεί στο αναπάντεχο της συνάντησης με τον άλλον και τον εαυτό όσο και στην απώλεια του εαυτού.

Η μοναξιά, μας ωθεί να αγγίξουμε και να υπερβούμε τα όρια μας, γράφει η Ντολτό. Το 1975, αντιμέτωπη με την ασθένεια του συντρόφου της Μπορίς Ντολτό, επιχειρεί μια γραφή σε ύφος προσωπικού ημερολογίου και αποκαλύπτει τις διαφορετικές όψεις της μοναξιάς, της παράδοξης αυτής εμπειρίας που είναι εγγενής της υπόστασής μας από τη στιγμή της γέννησης ως τα γηρατειά. Η Ντολτό αναδεικνύει όψεις της μοναξιάς συναιρώντας τον θεωρητικό, ψυχαναλυτικό λόγο, την κλινική εμπειρία και το προσωπικό της βίωμα: «Δίχως εσένα, Μοναξιά του ανθρώπινου Ζην, που από τα παιδικά χρόνια ως τα γηρατειά, είσαι παγίδα ή οίστρος της ανθρώπινης επιθυμίας... δεν θα υπήρχαν παρά μονόλογες σκέψεις, δεν θα υπήρχαν καθόλου έργα, καθόλου πολιτισμός, γέλια παιδιών, χαρά, γιορτές ποίησης, τέχνες, επιστήμες». 
Η μοναξιά νοείται ως παγίδα και ανία ή οδύνη μετά από αναπόφευκτο χωρισμό αλλά και φορέας νέων δρόμων, αναζωπύρωση της επιθυμίας. Συνδέεται με την κτητικότητα των γονιών προς τα παιδιά επειδή φοβούνται να έρθουν αντιμέτωποι με τη μοναξιά τους, πηγή ζωής και θανάτου, συνώνυμο μάλλον της ζωής της ίδιας στις πολλαπλές της εκφάνσεις. Για μερικούς ανθρώπους η μοναξιά είναι απόδραση όχι από τους άλλους, αλλά από τον εαυτό τους. Ξεκινώντας από την πρωταρχική μοναξιά του βρέφους που βιώνει ως μοναξιά τους πολλαπλούς αποχωρισμούς και τους αντισταθμίζει, εντέλει, με τη γλώσσα, μας ακολουθεί ως τη στιγμή του θανάτου. Για την Ντολτό, η μοναξιά θεωρείται ως μια κατεξοχήν ρευστή και απροσδιόριστη έννοια, ως συνώνυμο της ζωής όπου το νόημα της ζωής μπορεί να επιβεβαιώνεται και συγχρόνως να απειλείται. «Η πιο μεγάλη οδύνη όταν αγαπάμε κάποιον είναι η αδυναμία μας να τον εμποδίσουμε να υποφέρει από τη μοναξιά του», γράφει.

Για τον Οδυσσέα Ελύτη, «η αλήθεια βγαίνει χυτή σαν το νιόκοπο άγαλμα, μόνον μέσ’ από τα καθάρια νερά της μοναξιάς.» Στην «Ιδιωτική οδό γράφει: «Αυτά που μ’ αρέσουν είναι η μοναξιά μου. Δεν σιμώνει κανένας. Χρόνια τώρα περνάω τις ώρες μου συντροφιά με κάτι μεγάλες μισοσβησμένες νωπογραφίες, εικόνες παλιές, αλλά φρέσκες ακόμη από τα χείλη εκείνων που τις ασπάστηκαν, γυναίκες της αμιλησιάς και του κοντού χιτώνα που φυλάγουν το κουτί με τα διαμαντικά του ωκεανού. Δεν σιμώνει κανένας. Αν δεν είχα κάτι το πολύ δυνατό και αθώο συνάμα να με συντηρεί, όπως οι μέντες και οι λουίζες που ευδοκιμούν στον εξώστη μου, θα ‘χα πεθάνει της πείνας. Τόσο μακριά βρίσκομαι από τα πράγματα, τόσο κοντά στο κρυφό τους καρδιοχτύπι. Ξυπνάω τις νύχτες ανήσυχος για κάποιαν απόχρωση του μωβ, ποτέ όμως για το τι μπορεί να γίνεται στα εμπορεία της Αγοράς. Αλήθεια, δεν έχω ιδέαν. Ακούω πως έχουν πάντα μεγάλη πέραση τα δάκρυα και οι αναστεναγμοί (τ’ αντίγραφα, όχι τα πρωτότυπα) όπως και οι διακυμάνσεις του δολαρίου, ο πληθωρισμός, οι συναλλαγές των κομμάτων — αλίμονο. Μ’ έφαγε, όπως τις καρένες των καϊκιών ο αρμόβουρκος, η μοναξιά. Και τα χρόνια περνούν.»

Η ιστορία της μοναξιάς είναι η ιστορία των τραυμάτων, των ερώτων και των φιλικών μας σχέσεων. Όπως το το πένθος είναι κι αυτή η αρχή της ζωής καθώς δεν υπάρχει ζωή χωρίς πένθος. Αν δεν υπήρχε πένθος θα είμαστε ακόμα στην κοιλιά της μάνας μας. Με ένα κλάμα γεννιόμαστε και αυτό το κλάμα σηματοδοτεί το πρώτο πένθος και τη συναίσθηση της μοναξιάς καθώς φεύγουμε από την θαλπωρή του ενδομήτριου παραδείσου. Ωστόσο, χωρίς πένθος, χωρίς απώλεια, χωρίς αποχωρισμό από μια προηγούμενη κατάσταση δεν υπάρχει ζωή. Όλοι παλεύουμε να βγούμε αρτιμελείς μέσα από την αναμέτρηση με τη φθορά, το θάνατο και την απώλεια όντας συνεχώς σε διάλογο με τη μοναξιά. Στις σημαντικές στιγμές της ζωής είμαστε πάντα μόνοι και η μοναξιά προσθέτει θλίψη αλλά και ομορφιά στη ζωή αυτή. Δίνει μια ιδιαίτερη απόχρωση στα ηλιοβασιλέματα και στις νύχτες μας, είναι τόπος εξαγνισμού, όσο και μαρτυρίου.

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

Χώρος Στέγασης Προσφύγων City Plaza – Κάλεσμα για αλληλεγγύη

 
 
Ο Χώρος Στέγασης Προσφύγων City Plaza διανύει τη δεύτερη μέρα λειτουργίας του. Από χτες το πρωί μπήκαμε στο εγκαταλελειμμένο κτίριο του παλιού ξενοδοχείου για να το μετατρέψουμε σε χώρο φιλοξενίας προσφύγων. To κτίριο του City Plaza παρέμενε κλειστό από το 2010, όταν χρεοκόπησε η ξενοδοχειακή επιχείρηση. Από χτες απέκτησε ξανά ζωή, δίνοντας τη δυνατότητα σε 112 πρόσφυγες (57 παιδιά, 31 γυναίκες και 24 άντρες) να κοιμηθούν σε κρεβάτι για πρώτη φορά μετά από μήνες.

Την ώρα που χιλιάδες πρόσφυγες ζουν σε συνθήκες που προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια (στο λιμάνι του Πειραιά, στην Ειδομένη, σε πολλά στρατόπεδα, καθώς και σε σπίτια στην Αθήνα), είναι εκατοντάδες τα κτίρια που ρημάζουν άδεια. Η κυβέρνηση αρνείται να προχωρήσει στην ενοικίαση/επίταξη αυτών των κτιρίων, κάτι που από τη μια μεριά θα εξασφάλιζε τη διαμονή μεγάλου αριθμού προσφύγων και, από την άλλη, θα άνοιγε το δρόμο στην κοινωνική ένταξή τους. Αντιθέτως, έχει επιλεγεί η λύση των στρατοπέδων έξω από τις πόλεις τα οποία, πέρα από το ότι δεν έχουν αρκετές θέσεις αυτή τη στιγμή, ούτε καλές συνθήκες διασφαλίζουν ούτε, πολύ περισσότερο, ευνοούν την κοινωνική ένταξη των προσφύγων.

Αυτή τη στιγμή που τα σύνορα είναι κλειστά, εφαρμόζεται η κατάπτυστη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, οι απελάσεις μαζικοποιούνται, το στεγαστικό των προσφύγων είναι οξυμένο και οι αλληλέγγυοι συκοφαντούνται με κάθε δυνατό τρόπο («υποκινούν», «τα πιάνουν» κτλ), η αλληλεγγύη είναι απαραίτητη όσο ποτέ άλλοτε. Τώρα πρέπει να δείξουμε αταλάντευτη αποφασιστικότητα για να σταθούμε στο πλάι των προσφύγων. Έχουν ανάγκη τη στήριξή μας, έχουμε ανάγκη τη μαχόμενη αξιοπρέπειά τους.

Απευθύνουμε κάλεσμα αλληλεγγύης προς όλες και όλους για να ενισχυθεί ο Χώρος Στέγασης Προσφύγων City Plaza.

Κόντρα στο ρατσισμό και τη βαρβαρότητα, η αλληλεγγύη!


Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης στους Οικονομικούς και Πολιτικούς Πρόσφυγες

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

ΒΙΟΜΕ: οδός Αυτοδιαχείρισης κι Αλληλεγγύης γωνία (αναδημοσίευση)


Άρθρο στον Ημεροδρόμο για τη ΒΙΟΜΕ
από την ΕΥΘΥΜΙΑ ΓΙΩΣΑ

«Καθαρίστε με αλληλεγγύη», προτρέπει το σύνθημα πάνω στην ετικέτα του μαλακτικού ρούχων της Βιομηχανικής Μεταλλευτικής, κατά κόσμον ΒΙΟΜΕ. «Η αλληλεγγύη είναι η θερμοκοιτίδα μέσα στην οποία μεγαλώνει το εγχείρημά μας. Τη θέση της προστασίας του κράτους και του κεφαλαίου, που απορρίπτουμε, παίρνει η αλληλεγγύη της κοινωνίας», υποστηρίζει ο Κώστας Χαριτάκης, εργαζόμενος της ΒΙΟΜΕ εξ Αθηνών.

Από το 2013 μέχρι σήμερα, το ενδιαφέρον σχετικά με το πρώτο εργοστάσιο στην Ελλάδα (η έδρα του βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη), το οποίο περνάει στα χέρια των εργατών του, γίνεται όλο και πιο έντονο. Ήταν το 2013 όταν το κλειστό εργοστάσιο, που είχε αφεθεί στην τύχη του από τους προηγούμενες ιδιοκτήτες του, ανοίγει ξανά, με τη διαφορά ότι ο έλεγχος της παραγωγής γίνεται πλέον από τους εργάτες και με όρους αυτοδιεύθυνσης. Μία κατάληψη κι ο μονόδρομος της αυτοδιαχείρισης γίνονται τα όπλα των εργαζομένων ενάντια στην ανεργία και τα συνοδά της αποτελέσματα. Αποφασίζουν να σπάσουν το λουκέτο και μαζί μ’ αυτό να πετύχουν ένα κάθε άλλο παρά αδιάφορο ράγισμα στο οικοδόμημα του ισχύοντος καπιταλιστικού συστήματος.

Κρεμοσάπουνο χεριών, σκόνη και μαλακτικό ρούχων, υγρό πιάτων, καθαριστικά γενικής χρήσης, καθαριστικά για τα τζάμια, αλλά και σαπούνια είναι τα αλληλέγγυα προϊόντα που φτιάχνουν οι εργαζόμενοι της ΒΙΟΜΕ και τα διαθέτουν σε επιλεγμένα στέκια ανά την Ελλάδα. Τα σαπούνια, μάλιστα, εξάγονται σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, στην Γερμανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Ιταλία και τη Γαλλία, όπως σημειώνει ο κύριος Χαριτάκης. Έχει δημιουργηθεί, επίσης, ένα δίκτυο αλληλέγγυων εγχειρημάτων μέσω ενός συνεδρίου, που έλαβε χώρα στη Γαλλία, υπό τον τίτλο Οικονομία των εργαζομένων και αφορούσε αυτοδιαχειριζόμενες ή κατειλημμένες επιχειρήσεις, και τον ερχόμενο Οκτώβρη θα επαναληφθεί στο χώρο της ΒΙΟΜΕ με συμμετοχές εργατικών ενώσεων και σωματείων ακόμη και από τη Βόρειο Αφρική.

Ήδη από την αρχή, κύριο μέλημα των εργαζομένων ήταν το άνοιγμα του εργοστασίου στην κοινωνία. «Η απόφαση να λειτουργήσει ξανά το εργοστάσιο συναποφασίστηκε με ένα κομμάτι αλληλέγγυου κόσμου που είχε πλαισιώσει τον αγώνα», λέει ο κύριος Χαριτάκης. «Οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, πρώτα στη Θεσσαλονίκη, κι έπειτα στις υπόλοιπες πόλεις της Ελλάδας, είχαν οργανικό ρόλο όχι μόνο στη στήριξη και τη διάδοση του εγχειρήματος, αλλά και στις αποφάσεις σχετικά με την εξέλιξή του». Όμως, είναι και το άνοιγμα του ίδιου του χώρου του εργοστασίου που αποτελεί συνιστώσα της κοινωνικής συνισταμένης. «Φιλοξενούμε πολιτιστικές εκδηλώσεις, παζάρια χωρίς μεσάζοντες, συναυλίες. Έχουμε διαθέσει ένα χώρο για την αποθήκευση των ειδών πρώτης ανάγκης που διανέμονται στους πρόσφυγες και τους μετανάστες στην Ειδομένη, ενώ εδώ και κάποιους μήνες λειτουργεί, σε συνεργασία με το Κοινωνικό Ιατρείο Αλληλεγγύης Θεσσαλονίκης, εργατικό ιατρείο αλληλεγγύης, ανοιχτό σε όλο τον κόσμο: σε εργαζόμενους, άνεργους, μετανάστες, ανασφάλιστους». Είναι σαφές πως τα τείχη κι η απομόνωση δεν ταιριάζουν στη ΒΙΟΜΕ.

«Θα επιμένεις», γράφει ο Άρης Αλεξάνδρου στο ομότιτλο ποίημα, «πριονίζοντας τις πέτρες μοναχός σου/θέλεις δε θέλεις πρέπει ν’ αποχτήσεις έναν δικό σου χώρο». «Εμείς χρειάστηκε να πριονίσουμε δύο ειδών πέτρες: εσωτερικές και εξωτερικές», συμπεραίνει ο Κώστας Χαριτάκης. «Οι εσωτερικές είναι τα βαρίδια που κρατούν δέσμια τη μέση συνείδηση των ανθρώπων και των εργαζομένων. Όσοι πήραν μέρος στη ΒΙΟΜΕ δεν ήταν επαναστάτες ή όλοι ομοϊδεάτες, αλλά καθημερινοί άνθρωποι, με διαφορετικές απόψεις, με διαφορετικές πολιτικές διαδρομές, από διάφορους χώρους. Άλλοι τόλμησαν συνειδητά, άλλοι δοκιμαστικά κι άλλοι, που ήταν πολύ αρνητικοί στην αρχή, στη συνέχεια μπήκαν με μεγαλύτερο ενθουσιασμό στο εγχείρημα. Κάποιοι εγκατέλειψαν κι αυτό είναι σεβαστό. Οι εξωτερικές πέτρες, από την άλλη, είναι το θέμα της ιδιοκτησίας, αυτής της…ιερής αγελάδας του καπιταλισμού, των αφεντικών, του δικαστικού και πολιτικού συστήματος, όπως και των θεσμικών οργάνων του συνδικαλιστικού συστήματος. Ήρθαμε αντιμέτωποι με όλους», συμπληρώνει.

Η πρώην εργοδοσία δεν έχει καταθέσει ακόμη τα δεδουλευμένα των προηγούμενων ετών κι η απορία για το αν βγαίνει, τελικά, το μεροκάματο τρία χρόνια μετά την επαναλειτουργία του εργοστασίου παραμένει. Η απάντηση είναι σαφής: «Είμαστε πάνω από το επίδομα ανεργίας. Αυτό δεν είναι ικανοποιητικό, όμως είναι μια νίκη. Καταφέραμε να μην το παίρνουμε από το κράτος, αλλά να το παίρνουμε μόνοι μας, με τα χέρια μας και φυσικά με τη στήριξη και την αλληλεγγύη της κοινωνίας. Τη στιγμή που θα πετύχουμε ένα σημαντικό πλεόνασμα, θα επιστρέψουμε μέρος αυτού στην κοινωνία, αυτό εξάλλου σημαίνει αλληλεγγύη».

Μέχρι το τέλος Ιουνίου το οικόπεδο που στεγάζεται η ΒΙΟΜΕ είναι προστατευμένο από τη νομοθετική ρύθμιση που ανέστειλε τους πλειστηριασμούς για ένα εξάμηνο, ενώ έχει ήδη ζητηθεί η εξαίρεσή του και η συνέχιση της διαδικασίας με τα υπόλοιπα οικόπεδα , στα οποία στεγαζόταν το σύνολο της επιχείρησης προ πτώχευσης. «Στο παρελθόν, ο ίδιος κίνδυνος, του πλειστηριασμού, αντιμετωπίστηκε κινηματικά και με επιτυχία μέσω συνεχών αποκλεισμών και κινητοποιήσεων τις μέρες αυτών. Μετά την εκπνοή αυτού του εξαμηνιαίου διαστήματος, δε θέλουμε να βρεθούμε στην ίδια κατάσταση, γι’ αυτό κλιμακώνουμε τόσο την παραγωγική μας δραστηριότητα όσο και την κοινωνική, αγωνιστική μας δράση».

Δίπλα στη νομική λύση για την περίπτωση της ΒΙΟΜΕ, δεν θα μπορούσε ν’ απουσιάζει κι η πολιτική: «να κατοχυρωθεί αυτό που κάνουμε, να συνεχιστεί να γίνεται χωρίς την απειλή της καταστολής ή της έξωσης. Εκεί που θα ήταν μια ερειπωμένη εγκατάσταση, εμείς συνεχίζουμε μια δραστηριότητα και, μάλιστα, μ’ έναν τρόπο που πιστεύουμε ότι είναι πολύ πιο δημιουργικός και πολύ πιο ουσιαστικός για τον εργαζόμενο και την κοινωνία».

Η αλληλέγγυα οικονομία της ΒΙΟΜΕ, ωστόσο, φύεται και μεγαλώνει μέσα σε χώμα μπολιασμένο με κανόνες και νόμους αντιδιαμετρικά αντίθετους με τις αρχές της. «Νομίζω ότι η δύναμη της δική μας εργασίας και της αλληλεγγύης μπορεί είναι πολύ πιο δυνατή απ’ όσο θεωρούμε ακόμη κι εμείς οι ίδιοι. Είναι αρκετά δυνατή για ν’ αντιμετωπίσει τις επιθέσεις και τα εμπόδια που συνθλίβουν την κοινωνία συνολικά», καταλήγει ο κύριος Χαριτάκης. 
Το παράδειγμα της ΒΙΟΜΕ ακολούθησαν προσφάτως κι οι επονομαζόμενοι Ρομπέν του Ξύλου, το κατειλημμένο, αυτοδιαχειριζόμενο εργοστάσιο επεξεργασίας ξυλείας στην Ημαθία. «Μπορούν να γενικευτούν αυτές οι πρακτικές χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για κάτι εύκολο ή με δεδομένη κατάληξη. Το κίνημα της αυτοδιαχείρισης είναι συστατικό στοιχείο του ευρύτερου εργατικού και κοινωνικού κινήματος, αναγκαίο για να έρθει ο κοινωνικός μετασχηματισμός που όλοι επιθυμούμε. Συγκριτικά με άλλες μορφές αγώνα και διεκδίκησης, είναι ένας τρόπος άμεσης αλλαγής κάποιων σχέσεων εργασίας και συνθηκών παραγωγής, έστω και σε μια μικρή κλίμακα. Εντούτοις, από τη μικρή κλίμακα μπορεί να γίνει αντιληπτό τι είναι αυτό που επιδιώκουμε και στη μεγάλη κλίμακα της κοινωνίας. Από μόνο του, όμως, δεν μπορεί να δώσει συνολική πολιτική και κοινωνική απάντηση.»

Η καρυδόψυχα αυτού του εγχειρήματος, που ξεκίνησε πριν λίγα χρόνια και φαίνεται να προχωρά, μαινόμενο, προς το μέλλον, ίσως να είναι η αλλαγή που έχει τελεστεί στις συνήθεις τακτικές που ακολουθούσαν οι εργαζόμενοι. «Είναι εξαιρετικής σημασίας η αυτοεκπαίδευση όλων μας. Από εκεί που έχεις μάθει να λειτουργείς σαν ένας εργαζόμενος μ’ έναν επιστάτη από πάνω σου, σε μια ιεραρχική λειτουργία στην οποία εσύ απλώς εκτελείς ορισμένα καθήκοντα, ξαφνικά θα πρέπει να διευθύνεις μαζί με όλους τους υπόλοιπους ισότιμα και συλλογικά μια ολόκληρη διαδικασία. Να τη διευθύνεις με τρόπο που δεν θα έχεις την ευκολία της εκμετάλλευσης του εργαζόμενου ή της επιβάρυνσης της φύσης, αλλά με τους περιορισμούς, πρώτον, του ότι όλοι πρέπει να είμαστε ελεύθεροι κι αξιοπρεπείς και, δεύτερον, ότι η φύση δεν πρέπει να επιβαρύνεται από τη δική μας δραστηριότητα».

Στο τέλος της ημέρας, το ερώτημα που καλείται ο καθείς ν’ απαντήσει είναι ένα και μοναδικό: ποιες είναι οι συνθήκες μέσα στις οποίες θέλουμε να ζούμε; Κι αν δώσουμε μιαν απάντηση, το επόμενο βήμα είναι ν’ αναλογιστούμε αν μπορούμε να τις διαμορφώσουμε. «Εμείς οι εργαζόμενοι, οι δημιουργοί του πλούτου, μπορούμε να τα καταφέρουμε και όχι μόνο στο μικρό εργοστάσιο, αλλά συνολικά στην κοινωνία. Μπορούμε να ζήσουμε μόνοι μας, χωρίς αφεντικά, και, μάλιστα, καλύτερα. Μπορούμε να συνεργαστούμε και όχι ν’ ανταγωνιζόμαστε στις αγορές εργασίας του καπιταλισμού. Το σύνθημά μας είναι: μπορούμε. Δεν μπορείτε εσείς; Mπορούμε εμείς», δηλώνει με σιγουριά ο κύριος Χαριτάκης.

Ίσως, Κεμάλ, ήρθε η ώρα να διακόψεις τον ύπνο σου. Ίσως, τελικά, αυτός ο κόσμος να μπορεί ν’ αλλάξει.

Σάββατο 16 Απριλίου 2016

"Το όνομά μου είναι Άνθρωπος"

Mein Name ist Mensch

Τon Steine Scherben

«Εχω πολλούς πατέρες κι έχω πολλές μητέρες
Κι έχω πολλές αδερφές κι έχω πολλούς αδερφούς
Οι αδελφοί μου είναι μαύροι κι οι μητέρες μου κίτρινες
Κι οι πατέρες μου είναι κόκκινοι κι οι αδελφές μου ανοιχτόχρωμες.


Refrain 
Κι είμαι πάνω από δέκα χιλιάδων χρόνων
Και τ' όνομά μου είναι άνθρωπος

Κι είμαι πάνω από δέκα χιλιάδων χρόνων
Και τ' όνομά μου είναι άνθρωπος.


Και ζω απ' τον αέρα και ζω απ' το ψωμί
Και ζω απ' το φως και ζω απ' την αγάπη
Κι έχω δυο μάτια κι όλα μπορώ να τα δω
Κι έχω δυο αυτιά κι όλα μπορώ να τα καταλάβω.
Κι έχουμε έναν εχθρό, αυτός μας στερεί τη μέρα
Ζει απ' τη δική μας τη δουλειά
Και ζει απ' τη δύναμή μας
Κι έχει δυο μάτια και δεν θέλει να δει
Κι έχει δυο αφτιά, κι όμως δεν θέλει να καταλάβει.
Κι είναι πάνω από δέκα χιλιάδων χρόνων
Κι έχει πολλά ονόματα.
Και ξέρω, θα πολεμήσουμε
Και ξέρω, θα νικήσουμε
Και ξέρω, θα ζήσουμε
Και θ' αγαπηθούμε
Κι ο πλανήτης Γη
Σ' όλους μας θ' ανήκει
Κι ο καθένας θα έχει αυτό που χρειάζεται
Και δεν θα πάρει πια δέκα χιλιάδες χρόνια
Γιατί έφτασε η ώρα».

απόσπασμα από την εισήγηση του Τέο Ρόμβου στην εκδήλωση Αναδρομή στην ιστορία των Εξαρχείων που έγινε την την Πέμπτη 14 Απρίλη στο Νοσότρος.