Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Η αθλιότητα της φιλανθρωπίας (αναδημοσίευση)

από τον ΚΙΜΠΙ
http://kibi-blog.blogspot.gr
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής την 21/12/2012

Στη λέξη φιλανθρωπία υπάρχει μια βαθιά αντίφαση, στα όρια του οξύμωρου. Ο άνθρωπος είναι απλώς άνθρωπος, δεν μπορεί να είναι φιλάνθρωπος. Όπως ο λύκος δεν μπορεί να είναι φιλόλυκος, ούτε η κότα φιλόκοτα και ο σκύλος φιλόσκυλος. Ο σκύλος, ναι, μπορεί να είναι φιλάνθρωπος, ως το κατεξοχήν κατοικίδιο που έχει μια σχεδόν αυτοκαταστροφική προσκόλληση στο είδος μας. Η κότα δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ φιλάνθρωπη, αν είχε μια ελάχιστη επίγνωση του προορισμού της ως σούπας ή κοκκινιστής. Η γάτα, αν και εξίσου προσκολλημένη στον άνθρωπο και τα ενδιαιτήματά του, δεν είναι φιλάνθρωπη. Είναι απλώς φίλαυτη. Κι επειδή αγαπάει τον εαυτό της περισσότερο από οτιδήποτε άλλο- αν μπορεί να αποκληθεί αγάπη το ένστικτο αυτοσυντήρησης που έχει κάθε ον-, συμβιβάζεται με την αναγκαστική συνύπαρξή της με τον άνθρωπο. Είναι μια κατεξοχήν φιλόγατα που συνδέεται με μνημόνιο κατανόησης με τον άνθρωπο, αν υποθέσουμε ότι η βάση της συνύπαρξής της μ’ αυτόν είναι να πιάνει ποντίκια ή να προσφέρει το σώμα της στην ανθρώπινη ανάγκη για τρυφερότητα και χάδι.


Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι φιλάνθρωπος. Μπορεί να είναι φιλόζωος ή ζωόφιλος – ας μην μπλέξουμε με την αυθεντική έννοια των δυο ταυτόσημων λέξεων, ποια σημαίνει την αγάπη για τη ζωή και ποια για τα ζώα. Φιλάνθρωπος μπορεί να είναι μόνον ο άνθρωπος που θεωρεί πως μόνος αυτός -άντε, και μερικοί ακόμη φίλοι, συγγενείς, άτομα της τάξης του, της αισθητικής του, της ιδεολογίας του- έχει ξεφύγει από την κατάσταση του ζώου και αντιμετωπίζει τους άλλους του είδους του ως ζώα, που έχουν την ανάγκη της φιλανθρωπίας του (ή της ζωοφιλίας του) και του οφείλουν ευγνωμοσύνη γι’ αυτήν.

Ακόμη κι αν αποδεχθεί κανείς τη χριστιανική αντίληψη της φιλανθρωπίας, πρέπει να εκκινήσει από τη βάση της, που είναι η φιλαυτία. «Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν», λέει το ευαγγελικό πρόταγμα.

Αλλά αυτό προϋποθέτει, πρώτον, να αγαπάς τον εαυτό σου. Δεύτερον, να αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου σε μια κατάσταση ισότητας με τον πλησίον. Τρίτον, να νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε μια ενότητα με τον πλησίον. Δηλαδή, να αντιλαμβάνεσαι την ανθρώπινη φύση σου, έτσι όπως την αντιλαμβανόταν ο Hobbes στον «Λεβιάθαν» του: «Η φύση έχει κάνει σε τέτοιο βαθμό τους ανθρώπους ίσους ως προς τις ικανότητες του σώματος και του νου, ώστε (…) η διαφορά των ανθρώπων δεν είναι τόσο αξιοσημείωτη που να μπορεί κανείς να αξιώνει για τον εαυτό του οποιοδήποτε ωφέλημα το οποίο κάποιος άλλος να μη μπορεί εξίσου καλά να το αξιώσει».

Η φιλανθρωπία είναι η άλλη όψη της έκπτωσης από τη φυσική κατάσταση ισότητας. Πριν γίνουμε «φιλάνθρωποι», έχουμε αποδεχθεί το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι είναι κατώτεροι από μας, έχουν χάσει ωφελήματα που για μας είναι αυτονόητα ή φυσικά: το σπίτι τους, μια πατρίδα, ένα αξιοπρεπές εισόδημα, μια δουλειά. Έχουμε, δηλαδή, αποδεχθεί μια αφύσικη κατάσταση ανισότητας. Στην οποία μπορεί και να έχουμε συμβάλει. Με την απληστία μας, την ανοχή μας ή τη σιωπή μας.

Σιχαίνομαι τη φιλανθρωπία. Έστω κι αν σπάνια αντιστέκομαι στον πειρασμό ν’ αγοράσω ένα πακέτο χαρτομάντιλα από τα φανάρια, να υποστώ το καθάρισμα του παρμπρίζ του αυτοκινήτου ή να δώσω στο αποστεωμένο «τζάνκι» το ευρώ με το οποίο υποτίθεται θα αγοράσει τυρόπιτα και δεν θα τσοντάρει για την επόμενη δόση του. Εξαγοράζω τις τύψεις μου για το γεγονός ότι εγώ ακόμη είμαι «εντός», όταν τόσοι άλλοι είναι «εκτός», όπως οι χριστιανοί με τον οβολό τους θαρρούν ότι διαγράφουν μια από τις αμαρτίες τους και κερδίζουν ένα μέτρο στον μαραθώνιο προς τον παράδεισο. Είναι μια μορφή ψυχοθεραπείας. Διόλου αθώα και ανιδιοτελής, πρέπει να ομολογήσω.

Αλλά η οργανωμένη βιομηχανία φιλανθρωπίας, στην οποία συνωθούνται θύτες και θύματα, μου είναι απεχθής. Είναι μια κολοσσιαία απάτη. Ανοίγεις το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, την εφημερίδα κι είσαι μπροστά σε μια παρέλαση δημίων που περιθάλπουν τα θύματά τους λίγο πριν τα καρατομήσουν. Ή και έπειτα απ’ αυτό. Άλλος μαζεύει ρούχα, άλλος λεφτά, άλλος φάρμακα, άλλος τρόφιμα, αφού πρώτα έγδυσε, ξάφρισε, αρρώστησε και άφησε νηστικό τον αποδέκτη της αλληλεγγύης του. «Όλοι μαζί μπορούμε», «κανείς μόνος του στην κρίση». Γιατί δεν επεδείκνυαν προληπτικά την αλληλεγγύη τους, πριν η κρίση ξεβράσει τα θύματά της στο περιθώριο; Τι είπαν και τι έκαναν όταν περικόπτονταν οι μισθοί, όταν οι συντάξεις έπεφταν στα όρια της πείνας, όταν θερίζονταν τα προνοιακά επιδόματα, και μάλιστα με το ανάθεμα της επαίσχυντης εύνοιας σε «κηφήνες», όταν το ΕΣΥ και τα Ταμεία λεηλατούνταν, όταν η τρόικα πετσόκοβε το ανάπηρο κοινωνικό κράτος κι όταν η μνημονιακή ύφεση πλημμύριζε με λουκέτα και ανέργους τα οικονομικά ερείπια; Σε ποιο μέτρο κοινωνικής καταστροφής λένε «όχι» ακόμη και σήμερα οι πρωταθλητές της φιλανθρωπίας; Το αντίθετο ακριβώς συνέβη και συμβαίνει. Οι φανατικότεροι φιλάνθρωποι είναι οι κάτοχοι του μνημονιακού πρωταθλήματος. Αυτό θα μπορούσε λαϊκά να εκφραστεί και ως εξής: «Να σε κάψω, Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι». Ή «πρώτα μας χέζουν και μετά μας σκουπίζουν».

Σας ακούγεται χυδαίο; Όμως, δεν είναι πιο χυδαίο να απαιτούν την αναδιανομή της δυστυχίας των θυμάτων επειδή τους είναι αδιανόητη η αναδιανομή του πλούτου των θυτών; Δεν είναι πιο χυδαίο να απαιτούν να οικοδομηθεί στα ερείπια του κοινωνικού κράτους που οι ίδιοι κατεδάφισαν ένα εθελοντικό υποκατάστατό του; Δεν είναι πιο χυδαίο οι χρυσοδάκτυλοι της διαπλοκής και του πλιάτσικου στον κοινωνικό πλούτο να διαγκωνίζονται σε «μαραθώνιους της αλληλεγγύης»;

Η κοινωνία δεν χρειάζεται «ανιματέρ» του ανθρωπισμού, ούτε «σελέμπριτι» του πλούτου και της «γκλαμουριάς» για να αφυπνιστούν τα ανθρωπιστικά ανακλαστικά της. Χρειάζεται μηχανισμούς εξάλειψης της φτώχειας, της ανισότητας και της περιθωριοποίησης. Συζητάει κανείς γι’ αυτό; Όχι. Αλλά, όταν θεωρείται αδιανόητο να μείνει ανεξόφλητος ο ομολογιούχος -κατά κανόνα μέλος του πλουσιότερου 1% του παγκόσμιου πληθυσμού που ευθύνεται για την εξαθλίωση του φτωχότερου 30%- και αυτονόητο να «κουρευτεί» ο συνταξιούχος των 600 ευρώ, το αποτέλεσμα είναι θα είναι αυξάνονται επικίνδυνα οι επαίτες και αποδέκτες της φιλανθρωπίας. Κι είναι μάλλον απίθανο να εξαγοραστούν η επικινδυνότητα και η σιωπή τους με τα ψίχουλα της επαιτείας.

Αλλά η βιομηχανία της φιλανθρωπίας προτιμά ακριβώς αυτό: να καταστήσει τους ανθρώπους, ακόμη και τους φτωχότερους και δυστυχέστερους, συνενόχους της φτώχειας και της δυστυχίας τους. Να τους πείσει ότι οι αναξιοπαθούντες πλησίον τους είναι θύματα μιας «φυσικής ανισότητας», εξίσου ακατανίκητης με τις θεομηνίες ή τις φυσικές καταστροφές. Έτσι, δεν αγαπούν τον πλησίον τους ως σεαυτόν. Απλώς, τον οικτίρουν και τον απομακρύνουν σε απόσταση ασφαλείας. Τον αντιμετωπίζουν ως απειλή που πρέπει να εξευμενιστεί. Κατ’ ουσίαν τον μισούν γιατί υπάρχει, παρ’ ότι η εξαθλίωση του άλλου είναι προϋπόθεση της δικής τους -υπαρκτής ή φανταστικής- ευδαιμονίας, καθιστώντας τη φιλανθρωπία μια αυθεντική μισανθρωπία.

Να μια ακραία αλλά αυθεντική εκδοχή της μισάνθρωπης φιλανθρωπίας: ο Τζορτζ Σόρος, από τους πλουσιότερους και πιο αδίστακτους κερδοσκόπους στον κόσμο, άμεσα υπεύθυνος εκτεταμένων ανθρωπιστικών καταστροφών που προκάλεσε το παιχνίδι του με τα νομίσματα, τις μετοχές ή τα εμπορεύματα, είναι και «ιδιοκτήτης» ενός από τα μεγαλύτερα δίκτυα «φιλανθρωπίας» στον κόσμο. Αν κάθε χρόνο εκπονεί και κάποιου είδους ισολογισμό των αλληλοαναιρούμενων δράσεών του, με τη φιλοδοξία να ισοσκελίσει τα μεγέθη της καταστροφής και της σωτηρίας, υποθέτω ότι θα τρομάζει κι ο ίδιος με το τερατώδες έλλειμμα στο ισοζύγιο του οίκτου του.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

ΠΗΤΣΑΜ: Λαμβάνω την τιμή να συστηθώ: Ιερεμίας Ιωνάθαν Πήτσαμ, της Α. Ε. Πήτσαμ Κόμπανυ. Δουλειά της εταιρείας είναι να ξυπνά στους ανθρώπους τη λύπηση για τον άνθρωπο. Και το δηλώνω ξεκάθαρα… Η επιχείρηση πάει κατά διαόλου. Και σας το λέω εγώ, ο Ιερεμίας Πήτσαμ, που ελέγχω τα δύο τρίτα των ζητιάνων του Λονδίνου και κάτι ξέρω από ανθρώπινο οίκτο. Τι συγκινεί λοιπόν σήμερα τον άνθρωπο; Τίποτα. Γιατί και το πιο μαύρο χάλι, άντε και το συνηθίσει ο άλλος, δεν του λέει τίποτε. Κανένας δεν λυπάται κανέναν. Γίναμε αναίσθητοι και, μη σας κακοφανεί, γίναμε και γουρούνια. Βλέπεις στη γωνία έναν ωραίο γερό άνδρα με στρατιωτικό αμπέχονο και κομμένο το δεξί του χέρι, τρομάζεις, σαστίζεις, βγάζεις και του δίνεις τρία σελίνια. Τη δεύτερη φορά να σου πάλι ο κουλός στη γωνία του δρόμου, βγάζεις και του ακουμπάς δύο σελίνια. Άντε και βρεθεί ο κουλός μπροστά σου για τρίτη φορά, σου τη δίνει και τον καρφώνεις στον μπασκίνα της γειτονιάς. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ταμπέλες (πιάνει από το ράφι μια ταμπέλα και τη δείχνει στο κοινό). ΕΣΥ ΕΧΕΙΣ, ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΧΩ. Ωραία κουβέντα, ωραία ταμπέλα, τι να την κάνεις που ξέφτισε σε δύο βδομάδες. Άλλη ταμπέλα: ΑΓΑΠΑ ΜΕ, ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΕΣΥ. Καλό, ε; Δύσκολο να το πιάσεις, αλλά όμορφο. Δούλεψε πάνω από δύο μήνες, αλλά πάει κι αυτό, ξέφτισε… Τελειώνουνε κι οι όμορφες κουβέντες, τι νομίζεις; Ο κόσμος άλλαξε, θέλει καινούργια πράγματα.

Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Η όπερα της πεντάρας»

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Κατάληψη ή απελευθέρωση ;



Η κατάληψη δεν είναι μόνο πράξη αντίστασης
και θέληση ανατροπής.

είναι πρώτα απ' όλα δύναμη απελευθέρωσης
από τον εαυτό μας.

Τότε μόνο καμμία εξουσία δεν μπορεί να την  ακυρώσει.

υγ. 
  ή Απελευθέρωση ή Κατάληψη;
ας αντιστρέψουμε το ερώτημα.

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Σημειώσεις πριν το τέλος του κόσμου (αναδημοσίευση)

από τον ΚΙΜΠΙ
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Ἑπενδυτής", 15/12/2012)

Πόσα χρόνια το συζητάμε και κάνουμε πλάκα μ’ αυτό; Τρία, τέσσερα; Τουλάχιστον. Κι αν τελικά οι Μάγια αποδειχθεί ότι έχουν δίκιο; Ποιος βάζει το χέρι του στη φωτιά ότι το τέλος του κόσμου δεν θα είναι αύριο, σε μια βδομάδα ή σ’ έναν χρόνο. Επιστήμη νοείται για τα πράγματα που γνωρίζουμε καλά (επίσταμαι σημαίνει ακριβώς αυτό). Αλλά υπάρχουν και χίλια δυο πράγματα που δεν γνωρίζουμε, έτσι δεν είναι; 

Η NASA, που μας καθησυχάζει ότι ελέγχει ένα σημαντικό μέρος του σύμπαντος και πως δεν έχει παρατηρήσει κάτι περίεργο τελευταία, τι αξιοπιστίας υπηρεσία είναι; Εδώ μας διαβεβαιώνει εδώ και χρόνια ότι δεν έχει πέσει πάνω σε εξωγήινο, κι εμείς έχουμε πήξει στους εξωγήινους. Ζουν ήδη ανάμεσά μας. Μη μου πείτε ότι δεν τους έχετε αντιληφθεί. Άλλοι μασκαρεμένοι ως άστεγοι και επαίτες, άλλοι ως εξαθλιωμένοι μετανάστες, κι ένα σωρό που παριστάνουν τους ανέργους, κι εκείνοι που παίρνουν στα χέρια τον λογαριασμό της ΔΕΗ με το χαράτσι και τον διαβάζουν μ’ ένα μειδίαμα, λες και διαβάζουν ερωτική επιστολή, κι οι άλλοι που ο εργοδότης τους τούς ανακοινώνει την τρίτη περικοπή μισθού ή τους προαναγγέλλει την απόλυσή τους σε τρεις μήνες, λες κι είναι μισθωτοί με ημερομηνία λήξης, σαν τα γάλατα ή τα μακαρόνια, κι αυτοί απλώς επιστρέφουν στο πόστο τους και δουλεύουν σαν να μην τρέχει κάστανο, ε, δεν μπορεί, όλοι αυτοί δεν έχουν τίποτα το γήινο πάνω τους. Είναι σίγουρα εξωγήινοι. 

Κι ακόμη πιο εξωγήινοι είναι οι ανεκδιήγητοι υπουργοί που παραμυθιάζονται με το success story που θα γίνει η Ελλάδα, που προαναγγέλλουν μέρα παρά μέρα το τέλος της αναμονής, την πλημμυρίδα ρευστότητας που θα αναζωογονήσει την αγορά μόλις πέσουν τα 34 δισ. ευρώ, τα λεφτά της ανακεφαλαιοποίησης που θα αναστήσουν τις ημιθανείς τράπεζες, τα κοινοτικά κονδύλια που ξεπαγώνουν για να φτάσουν στους πεθαμένους μικρομεσαίους. Πόσο πολύ πρέπει να ζεις στην εξωγήινη κοσμάρα σου για να μην αντιλαμβάνεσαι ότι το βαρέλι έχει διπλό και τριπλό και τετραπλό πάτο, κι εμείς δεν έχουμε φτάσει ούτε στον δεύτερο; Πόσο εξωγήινοι πρέπει να είναι για να μην καταλαβαίνουν ότι έρχεται το τέλος, ίσως όχι το τέλος του κόσμου, με την ημερολογιακή ακρίβεια που το υπολόγισαν οι Μάγια, αλλά το τέλος του κόσμου τους όπως τον ήξεραν, όπως τον φαντάζονταν, όπως τους βόλευε, όπως τους συνέφερε; 

Όλα τα πράγματα έχουν ημερομηνία λήξης. Δεν είναι πάντα αναγραφόμενη στη συσκευασία, αλλά υπάρχει, εικάζεται, αιωρείται στην ύπαρξή τους. Ακόμη και το ηλιακό μας σύστημα, η Γη ή το σύμπαν θα έχουν το τέλος τους. Είναι απίθανο να το υπολογίσουμε ποτέ, αλλά δεν έχει και τόση σημασία, όταν θα προκύψει θα είμαστε αλλού ή απλώς δεν θα είμαστε. Τα πάντα έχουν ημερομηνία λήξης: τα έμβια όντα, οι άνθρωποι, τα τρόφιμα, οι ηλεκτρικές συσκευές, οι σχέσεις, οι επιχειρηματικοί κύκλοι, οι κρίσεις, τα οικονομικά συστήματα, οι αυτοκρατορίες, οι κυβερνήσεις. Απλώς, το τέλος τους δεν είναι προσδιορισμένο, είναι τόσο τυχαίο και αναγκαίο όσο και η αρχή τους. 

Κι είναι καλύτερα που το τέλος είναι απροσδιόριστο. Δεν ξέρω τι θα έκανα αν ήξερα την ακριβή μέρα και ώρα θανάτου μου. Ακόμη κι αν είχα τη διαβεβαίωση ότι θα ζήσω όσο κι ο Μαθουσάλας -969 χρόνια του δίνει η Γένεσις-, δεν νομίζω ότι θα ζούσα ευτυχής μια κατάσταση αντίστροφης μέτρησης, σαν τους φαντάρους ή τους φυλακισμένους που κάποτε έσπαγαν τα δόντια της τσατσάρες – όταν υπήρχαν ακόμη τσατσάρες. Η απροσδιοριστία κάνει πιο υποφερτή αυτή τη συνωμοσία της φύσης εις βάρος μας που αποκαλείται ζωή. 

Το να γνωρίζω ότι το προσδόκιμο ζωής του μέσου νεοέλληνα, για παράδειγμα, είναι 75 χρόνια το αντέχω. Έχω τον φόβο ότι δεν θα το φτάσω, αλλά και την ελπίδα ότι θα το ξεπεράσω. Τελικά, όμως, το ισοζύγιο βγαίνει θετικό, γιατί η ανθρώπινη φύση γραπώνεται κι απ’ την παραμικρή υποψία αισιοδοξίας, υιοθετεί πάντα το καλύτερο σενάριο, γιατί έτσι τη βολεύει, αυτό την κρατάει στη μοναδική ευκαιρία που διαθέτει να διανύσει μια τροχιά -μικρή ή μεγάλη, σημαντική ή ασήμαντη, συμβατική ή συναρπαστική- πάνω στον πλανήτη της ματαιότητας. Οι περισσότεροι φυσιολογικοί άνθρωποι το κατέχουν αυτό, ειδάλλως δεν θα είχαν αυτοκτονήσει μόνο 3.000-4.000, αλλά τουλάχιστον οι μισοί από μας. Θα είχαμε γίνει η κοινωνία των αυτοχείρων. 

Αν υποθέσουμε, λοιπόν, ότι την ερχόμενη Παρασκευή δεν θα ζήσουμε το τέλος του κόσμου (το να το «ζήσουμε» είναι κομμάτι δύσκολο, πώς να «ζήσεις» τον «θάνατο»;), αν υποθέσουμε ότι οι Μάγια έπεσαν έξω ή απλώς βαρέθηκαν να μετρούν τους ηλιακούς κύκλους στον χωροχρόνο γιατί αντιλήφθηκαν ότι ακόμη και η ακμάζουσα αυτοκρατορία τους θα ζήσει τον θάνατό της, αν παραδεχθούμε ότι η τρόικα, οι κομισάριοι, η Λαγκάρντ, η Μέρκελ, ο Σόιμπλε δεν είναι μετενσαρκώσεις των Μάγια, πράκτορες απεσταλμένοι στο μέλλον για να πειραματιστούν στο δικό μας τέλος, των τέλος των νεοελλήνων, το τέλος των Νοτιοευρωπαίων, ίσως θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι είδους τέλος είναι αυτό που έτσι κι αλλιώς ζούμε. Έχουμε φάει στη μάπα προαναγγελίες πολλών «τελών» -του τέλους της Ιστορίας, του τέλους της πάλης των τάξεων, του τέλους της ιδεολογίας, του τέλους της μεταπολίτευσης-, όλες αποδείχτηκαν απατηλοί συναγερμοί. Αλλά αυτά τα συμπτώματα αποσύνθεσης του κοινωνικού σώματος, των θεσμών, του κράτους, των κομμάτων, των οικονομικών ελίτ, των βεβαιοτήτων που διαψεύδονται και των εγγυήσεων αναιρούνται, κάποιο τέλος, κάποιον μεγαλειώδη θάνατο μας προαναγγέλλουν. 

Ο φίλος μου ο Σπύρος, που τον θυμήθηκα έπειτα από χρόνια χάρη στον φίλο μου τον Πρόεδρο και του είπα και «χρόνια πολλά», μου έστειλε κάποια στοιχεία που μυρίζουν θανατίλα – κυριολεκτικά! Έχουμε και λέμε, λοιπόν: Βρετανοί ερευνητές μέτρησαν τη συσχέτιση των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων στις χώρες του ανύπαρκτου σοσιαλισμού με τη θνητότητα των ενήλικων ανδρών σε παραγωγική ηλικία. Και διαπίστωσαν αύξηση της θνησιμότητας 12,8% και μείωση του προσδόκιμου ζωής κατά δύο χρόνια στην πρώτη πενταετία της «μετάβασης». Αμερικανοί ερευνητές διαπίστωσαν μια θεαματική αύξηση έως και 71% στους θανάτους από εποχικές επιδημίες, τραυματισμούς και ατυχήματα, καθώς και μια αύξηση από 3,5% έως 13% των αυτοκτονιών στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, κατά την ίδια πρώτη πενταετία της «μετάβασης» (που αποδεικνύεται έτσι και μετάβαση στον θάνατο). Αμερικανοί επιστήμονες παρατήρησαν επίσης ότι από το 1990 μέχρι το 2008 – την εικοσαετία εδραίωσης των «ριγκανόμικς» και νεοφιλελεύθερης διάλυσης κάθε υποψίας κρατικής πρόνοιας, το προσδόκιμο επιβιώσεως των Αμερικανών αποφοίτων γυμνασίου και στοιχειώδους εκπαίδευσης με αντίστοιχη κατάταξη στην εργασιακή πυραμίδα, μειώθηκε κατά πέντε και τρία χρόνια, αντίστοιχα για άνδρες και γυναίκες. Αυτό ήταν μια εξέλιξη που δεν είχε παρατηρηθεί ούτε στη Μεγάλη Ύφεση. Και το ακόμη πιο «κουφό»: Γερμανοί ερευνητές μελέτησαν τα ανθρωπομετρικά δεδομένα του αμερικανικού πληθυσμού και διαπίστωσαν ότι οι Αμερικανοί … κονταίνουν και χοντραίνουν χάρη στο ανύπαρκτο σύστημα κοινωνικής προστασίας και δημόσιας υγείας, που με τόσο ζήλο θέλουν να μιμηθούν οι Ευρωπαίοι δόκτορες Φρανκενστάιν. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα οι Αμερικανοί ήταν ψηλότεροι κατά 3-9 πόντους και ελαφρύτεροι από τους Ευρωπαίους. Στον 20ό αιώνα αυτό το δεδομένο ανατράπηκε. Οι Αμερικανοί είναι κατά 3-7 πόντους πιο κοντοί από τους Σκανδιναβούς, τους Γερμανούς, τους Βρετανούς και τους Ολλανδούς και σαφώς πιο χοντροί. Και τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα όταν οι ερευνητές διαπιστώνουν ανάλογες αποκλίσεις ανάμεσα στους φτωχότερους, μαύρους, Λατίνους και με χαμηλή εκπαίδευση Αμερικανούς, σε σχέση με τους πλουσιότερους, λευκούς αποφοίτους πανεπιστημίων. 

Κάποτε κάναμε πλάκα με το ρητό «ο καπιταλισμός σας κάνει υγιείς». Ας το ξεχάσουμε ακόμη και ως πλάκα. Τα ύστερα του ύστερου καπιταλισμού μοιάζουν με τα ύστερα του κόσμου. Όταν ένας οικονομικός πολιτισμός παύει να υπόσχεται, έστω και με ασυνέπεια και ανισότητα, ευημερία, όταν παύει να τσουλάει στη γραμμή της «προόδου» και συνδέεται όλο και περισσότερο με παρακμή, φθορά και θάνατο, είναι σαν να μας προναγγέλλει το τέλος του. Ας είναι βαρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει. 

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

… Πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί οι βασιλείς και οι ευγενείς (σ.σ.: των Μάγια) δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν και να λύσουν τα, όπως φαίνεται, προφανή προβλήματα που υπονόμευαν την κοινωνία τους. Φαίνεται ότι η προσοχή τους ήταν συγκεντρωμένη σε βραχυπρόθεσμες φροντίδες για τον πλουτισμό τους, στη διεξαγωγή πολέμων, την ανέγερση μνημείων, τον ανταγωνισμό μεταξύ τους, και την απόσπαση αρκετών τροφίμων από τους χωρικούς, προκειμένου να στηρίξουν όλες αυτές τις δραστηριότητες. Όπως οι περισσότεροι ηγέτες στην ιστορία, οι βασιλείς και οι ευγενείς των Μάγια δεν υπολόγιζαν τα μακροπρόθεσμα προβλήματα, στον βαθμό που τα αντιλαμβάνονταν. 

Jared Diamond, Κατάρρευση – Πώς οι κοινωνίες επιλέγουν να αποτύχουν ή να επιτύχουν.

Ένα γράμμα για όλους μας (αναδημοσίευση)


από τον Γιάννη Μακριδάκη

“‘What do you fear my lady?’
‘A cage. To stay behind bars until use and old age accept them and all chance of valor has gone beyond recall or desire.’”
“Τι φοβάσαι?
Ένα κλουβί, να μείνω πίσω από τα κάγκελα έως ότου η ηλικία και η χρήση τα καταστήσουν αποδεκτά και κάθε πιθανότητα ανδρείας και τιμής παρέλθει πέρα από επιθυμία και ανάμνηση.”
J.R.R. Tolkien


Ξέρω πως στην συγκυρία που ζούμε, η επιθυμία για τιμή και αξιοπρέπεια ίσως θεωρείται πολυτέλεια, αλλά μεγαλώνοντας,για μένα τουλάχιστον, αποτελεί τον βασικό παράγοντα θλίψης και αυτοκριτικής. Προερχόμενος από μια οικογένεια στην οποία επι τρεις γενιές οι εκπρόσωποί της παράτησαν τις “δουλίτσες” και τις οικογένειές τους για να ρισκάρουν την ζωή και σωματική τους ακεραιότητα στα πεδία των μαχών ( Βαλκανικοί, Πίνδος, Κύπρος), αισθάνομαι απίστευτη ντροπή που εγώ και η γενιά μου θα μείνουμε στην ιστορία αυτού του τόπου ως οι μεγαλύτεροι προσκυνημένοι που δέχθηκαν αμαχητί την παράδοση της εθνικής κυριαρχίας και αξιοπρέπειας από φόβο μην απολέσουμε ένα άκρως δουλικό και θολό επαγγελματικό μέλλον και αόριστες υποσχέσεις οικονομικής επιβράβευσης.

Μου είναι απίστευτα βαρύ το μέγεθος της δειλίας μου και παρ’όλο που είναι όχι δικαίωμα αλλά υποχρέωση (ιερή και αδιαμφησβήτητη) να αντισταθώ με όποιον τρόπο στην κατάλυση του συντάγματος και της δημοκρατίας που συντελείται ανεμπόδιστα στη χώρα, το μόνο που έχω να επιδείξω είναι μικροσυμπλοκές με τους πραιτωριανούς της εκτελεστικής εξουσίας. Σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτό αρκετό για να απoκαταστήσει την τιμή μιας γενιάς.

Πολύ φοβάμαι πως έχουμε αποδεχτεί πλέον τις αλυσίδες μας και “έχουμε ανταλλάξει έναν ρόλο κομπάρσου σε έναν πόλεμο για έναν πρωταγωνιστικό ρόλο σε ένα κλουβί” και αυτό είναι κάτι που ψυχολογικά με καταβάλλει κάθε μέρα και περισσότερο. Η εκρηκτική άνοδος του φασισμού και της μισαλλοδοξίας θα έπρεπε να ήταν αρκετή για να μας οδηγήσει σε συνειδητή και ολοκληρωτική “στάση πληρωμών και κάθε κοινωνικής – επαγγελματικής δραστηριότητας”.

Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω, ξέρω μόνο πως δεν μπορώ να το κάνω μόνος μου. Ήρθε, νομίζω, η ώρα για τις δικές μας μάχες για την δική μας επανάσταση, ήρθε η ώρα να ρισκάρουμε τα πάντα, αλλά χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον γι’αυτό.

Δεν θα νικήσουμε ως μονάδες αλλά θα θριαμβεύσουμε ως συνειδητοποιημένο σύνολο. Αν δεν το κάνουμε, η ιστορία αλλά και ο μελλοντικός εαυτός μας θα μας καταδικάσουν στον βαθύτερο κύκλο της κόλασης του Δάντη : στους προδότες.

Δεν θέλω δουλειά λεφτά και κοινωνική αναγνώριση, θέλω “αυτοί που πέρασαν με ολόισιο βλέμμα στου θανάτου το άλλο βασίλειο να μην μας θυμούνται σαν κούφιους ανθρώπους, σαν βαλσαμωμένους”.

Υ.Γ. Σας παρακαλώ κύριε Μακριδάκη να συνεχίσετε να προάγετε την αφύπνιση, δεν είναι νομίζω χαμένη υπόθεση. Μπορεί να αποτύχουμε, αλλά αν τα καταφέρουμε.. θα είναι κάτι για το οποίο θα δικαιούμαστε να είμαστε περήφανοι και να πάρουμε επάξια μια θέση δίπλα στους άξιους προγόνους μας.

Με τιμή
Β.Μ.

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Τού 'λεγαν πως ο κόσμος δεν θ' αλλάξει ποτέ...(αναδημοσίευση)

από φιλικό μπλογκ

φωτογραφία δώρο από το μαμούφι


Τον έβλεπα, στην έρημο των πόλεων, στα ερείπια των χωριών, 
να κόβει το ψωμί του σε κομμάτια 
και να τα μοιράζει στους λίγους περαστικούς.
Με το νερό πούφερνε μαζί του να ξεδιψάει τους ξένους,
με τα λόγια του να παρηγορεί τους πονεμένους.

Και όταν το κρύο έσκιαζε τα σώματά τους, 
να βγάζει ένα-ένα τα ρούχα του
και να σκεπάζει τους ενοίκους των δρόμων.
Και μετά πάλι, ξυπόλυτο να τρέχει από δώ και από κεί,
αλαφιασμένος, για να προλάβει το κακό.

Και όταν έπεφτε η νύχτα, πάλι, 
άγγελος με τα φτερά του στο προσκεφάλι τους,
όνειρα γλυκά το νανούρισμά του,
φωτιά και θαλπωρή η ανάσα του.

Και μήτε γής τον όριζε, μήτε νόμοι τον κρατούσαν,
σαν έφτασαν οι γνωστικοί και τούπανε να φύγει
και μετά οι άγνωστοι, που με απειλές τον διώχναν
και μετά πάλι οι γνωστικοί που τούλεγαν..
πως ο κόσμος τούτος δεν θ' αλλάξει ποτέ !

Μα έμενε εκεί.
Στην έρημο των πόλεων, στα ερείπια των χωριών,
να σκάβει με τα χέρια του την άμμο. 
Να βάλει τον σπόρο του δέντρου, 
που θάδινε τον ίσκιο του στις πυρωμένες μέρες
που θάκανε τραγούδι τις οπλές του ανέμου.

Που θα πρόσφερε τα άνθη του στις μέλισσες,
τον καρπό του στους πεινασμένους,
τις αγκαλιές του να κουρνιάζουν τα πουλιά τη νύχτα
και τη μέρα να στήνουν το πανηγύρι τους.

Και ως που βρήκε το νοτισμένο χώμα έσκαψε
και φιλώντας το, παρακάλεσε τη γή να το κάνει παιδί της, το Δέντρο,
τη Δήμητρα να το προστατεύει,
την Περσεφόνη νάχει μια καλή κουβέντα γι'αυτό στα στοιχειά του κάτω κόσμου.

Και σαν πέρασαν οι καιροί και φάνηκαν τα πρώτα λουλούδια,
ήλθαν και προσκύνησαν οι διαβάτες,
τα πουλιά ήλθαν και τραγούδησαν,
ήλθαν και οι μέλισσες και ευχαρίστησαν για την προσφορά Του.

Και μετά στις καυτές ημέρες έφθασαν πολλοί,
να δροσιστούν στον ίσκιο του
και να γευθούν τους καρπούς του.
Τα πουλιά να εισπράξουν το μερίδιο που τους ανήκε
και μετά ξανά οι άνθρωποι να πάρουν τα ξύλα 
για τα κρύα που θα 'ρχονταν.

Μα κανείς τους πιο μετά, για να σκάψει τη γή, 
να δωρίσει τον ιδρώτα του στις ρίζες του.
Μόνος του και πάλι, 
Και φάνηκαν ξανά οι γνωστικοί που τούλεγαν..
πως ο κόσμος τούτος δεν θ' αλλάξει ποτέ !

Και διάβαιναν τα χρόνια ώσπου η Περσεφόνη, 
κάποιο φθινόπωρο αγκάλιασε τα κλαριά του, 
και αρνήθηκε τον κάτω κόσμο,
κι' ήσαν τα πουλιά με το τραγούδι τους,
κι' αυτοί που αγάπησαν τούτο τον παράδεισο 
κι' αυτός με τα όνειρά του που την κράτησαν κοντά τους.

Τα όνειρα που πλέκουν τα παραμύθια,
που φέρνουν τους ξεριζωμένους στα σπίτια τους,
τους νεκρούς πίσω στη γή τους,
Τη μάνα του, που την έβλεπε
να χαιρετά τη θάλασσα στο φώς των αστεριών.

Για νάχει η γή μια δικαίωση κι' ο πόνος μιαν ανταμοιβή
η ύπαρξη ένα λόγο και οι γνωστικοί μιαν απάντηση,
για το πως η αιωνιότητα γίνεται από σκοτάδι φώς.


ένας είναι ο δρόμος (αναδημοσίευση)

από Кроткая (http://krotkaya.wordpress.com/)

 
Και μας λένε να καταλάβουμε τους φονιάδες. Και μας λένε να εξισώσουμε τους νεκρούς, όλοι οι νεκροί είναι ίδιοι και οι νεκροί δεδικαίωνται. Κι επειδή δεδικαίωνται οι νεκροί, κι επειδή άπαξ και ένας άνθρωπος βρεθεί κάτω από το χώμα, αυτό τάχα εξισώνει και τους δολοφόνους και βάζει ίσες αποστάσεις στις εκτιμήσεις και τις αντιδράσεις.

Λοιπόν, όχι, δεν είναι έτσι. Και δεν σκοπεύουμε να τα βάλουμε με τους νεκρούς, κουβαλάμε εξάλλου μπόλικους στις πλάτες μας και ξέρουμε καλά πώς είναι ο θάνατος. Όμως, οι φονιάδες είναι άλλη ιστορία. Κι όχι μονάχα οι φονιάδες με τα περίστροφα που πυροβολουν σε ευθεία βολή και εν ψυχρώ παιδιά που τα λογίζουν για επικίνδυνα. Μα και κείνοι οι άλλοι φονιάδες με τα ψυχρά βλέμματα, τα κυνικά έγγραφα και τα στρογγυλά λόγια γεμάτα ποσοστά και διαιρέσεις. Εκείνοι που ορίζουν πως από την τάδε του μηνός τόσα παιδιά θα χλωμιάσουν και τόσα τραπέζια θα μένουν άδεια.

Και δεν είμαστε με τους νεκρούς, οι νεκροί απλά μας τσιγκλάνε το μνημονικό. Είμαστε με τους ζωντανούς που ζωγραφίζουν την άσφαλτο και χορεύουν στους δρόμους. Είμαστε με τους ζωντανούς που ξέρουν ποιες τζαμαρίες πρέπει να σπάσουν και ποιες όχι. Με κείνους τους ζωντανούς που γράφουν αυτά, λένεαυτά και δείχνουν αυτά. Που τους είπαν ανοργάνωτους, αυθόρμητους και ανώριμους, νομίζοντας πως τους βρίζουν. Γιατί δεν κατάλαβαν πως αυτό που φαίνεται είναι άλλο από αυτό που συμβαίνει.

Θα’ρθει ο καιρός που θα καταλάβουν, όμως, γιατί το χάσμα βαθαίνει και η μέση οδός χορταριάζει και οι ίσες αποστάσεις κουτσαίνουν. Οι πιέσεις που αυξάνουν, αναπόδραστα οδηγούν σε λύσεις συγκεκριμένες -στο χρυσό σημείο που η ιστορία συναντά τη βία και πιάνουν δουλειά μαζί. Απλά δεν μπορεί να γίνει αλλιώς και δεν είναι καμιά νομοτέλεια, είναι η φυσική ροή των πραγμάτων, η φυσική πορεία, σα να παίρνεις χλώριο και νάτριο και να φτιάχνεις αλάτι.

Εμείς λοιπόν δεν αξιολογούμε τους νεκρούς, τους ξέρουμε όμως τους δικούς μας και ξέρουμε και τους φονιάδες τους. Κι όταν μας λένε για καμένα χριστουγεννιάτικα δέντρα, για σπασμένα τζάμια και για αδικοχαμένους εγκλωβισμένους σκλάβους, απαντάμε πως αυτά όλα ενώνονται από την ίδια κλωστή, εκείνη που οδηγεί στους συγκεκριμένους θύτες, στους αυτουργούς που μας κάνουν μάθημα, υψώνοντας το δάχτυλο κι αγορεύοντας δεκάρικους. Ποιος δεν το βλέπει άραγε πως γι’αυτούς που βίαια πάνε να περιορίσουν το ποτάμι, οι εγκλωβισμένοι αδικοχαμένοι σκλάβοι και τα καμένα χριστουγεννιάτικα δέντρα βαραίνουν το ίδιο, πως αυτοί τα βάζουν και τα δυο στην ίδια μεριά της ζυγαριάς;

Μας λένε για τη βία. Μας λένε για ασφάλεια. Μας λένε για κανονικότητες. Τους λέμε πως την κανονικότητα δεν τη γνωρίσαμε και πως η βία έχει χρώμα και οσμή και πρόσημο. Και θυμόμαστε καλά πως: “ή ελευθερία ή ησυχία, πρέπει να διαλέξετε. Ή θα είστε ελεύθεροι, ή θα είστε ήσυχοι, και τα δύο μαζί δεν γίνονται.“

Κι αν μάθαμε ένα πράγμα, μετά από δεκαετίες καβγάδων, απογοητεύσεων, οργής και θυμού, μετά από χρόνια με νίκες και με ήττες, με πειράματα και με λάθη, κι αν τελοσπάντων έχουμε κερδίσει κάτι, αυτό είναι οι συλλογικότητες. Οι αυθόρμητες, ανοργάνωτες, ανώριμες και άτακτες συλλογικότητες, με τα λάθη και τα σωστά τους, με τα στραβοπατήματα και τα βήματα μπρος. Που δεν είναι το παν για τον κόσμο, αλλα που χωρίς αυτές ο κόσμος θα’ταν φτωχότερος, μικρότερος, λιγότερος.

Μας κάνουν μάθημα πως δεν είμαστε αρκετά καλοί, αρκετά σωστοί, αρκετά οργανωμένοι, πως κάνουμε λάθη, πως δεν πάμε σωστά, να το πάρουμε αλλιώς. Μόνο που εμείς που μοιραστήκαμε χρώματα και χορούς και φωτιές μέσα από συλλογικότητες, γράφουμε αυτά, λέμε αυτά και δείχνουμε αυτά κι ένα σωρό άλλα. Και τους βγάζουμε κοροϊδευτικά τη γλώσσα, και συνεχίζουμε να θυμόμαστε τους νεκρούς μας, να κάνουμε τα λάθη μας, να ζωγραφίζουμε την άσφαλτο και τους τοίχους, να χορεύουμε στους δρόμους, να τραγουδάμε σε πλατείες και να κουβεντιάζουμε -και πού και πού να είμαστε και αποτελεσματικοί. Εμπιστευόμαστε το ένστικτο και τα αντανακλαστικά μας, που κάποιες νύχτες μας οδήγησαν έξω, και μας έδειξαν το “όλα για όλους“; το “από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του“; Πες το όπως θες. Και πες μου πώς και πού σφάλλω και μάθε με αυτό που λες εσύ σωστό, να σου πω κι εγώ το δικό μου.

Πριν απ’αυτό, όμως, λέω να σου πω έναν αγαπημένο στίχο του Μαγιακόφσκυ:

Τη σκέψη σας που νείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξιγκόθρεφτος λακές
σ’ ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου.
Φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Η μόδα της ελεημοσύνης (αναδημοσίευση)


η μητέρα ..Τερέζα



Από Periodista.gr
Του Κώστα Καπνίση

Οι μέρες που έρχονται φέρνουν για άλλη μια φορά στην επιφάνεια ένα ακόμη νοσηρό φαινόμενο μιας κοινωνίας που καταρρέει, ανήμπορης να αντιδράσει αλλά ταυτόχρονα και «σιωπηλής» σε ανησυχητικό – ενοχοποιητικό βαθμό..... 

Το φαινόμενο αυτό δεν είναι άλλο από την μόδα της «φιλανθρωπίας – ελεημοσύνης». Μέσω των θλιβερών τηλεοπτικών διαύλων της «ελληνοτουρκικογερμανικής» τηλεόρασης και των σκοτεινών συμφερόντων που υπηρετούν αλλά και μέσα από όλα σχεδόν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κάνουν πάλι την εμφάνισή τους κυρίες και κύριοι της trendy – χλιδάτης – «κοσμικής» Αθήνας. Θλιβερές φάτσες παίρνουν σειρά μπροστά στα μικρόφωνα και στις κάμερες για να μας δείξουν ότι έρχονται «γιορτές». Γιορτές για ποιους αλήθεια; Για αυτούς που λυμαίνονται το ελληνικό κράτος από τις αρχές της ίδρυσής του το 1830 και εντεύθεν. Είναι ερώτημα πολλών το αν αυτοί οι άνθρωποι αισθάνονται τύψεις για το γεγονός ότι έχουν καταληστεύσει τον ελληνικό λαό αλλά και έχουν ρημάξει αυτή την δύσμοιρη χώρα που λέγεται Ελλάδα. Η απάντηση είναι καταφατική. Ναι, έχουν. 

Οι τύψεις αυτές κάνουν την εμφάνισή τους κάθε Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πάσχα άντε και σε κανένα έκτακτο γεγονός ανθρωπιστικής καταστροφής. Με λίγα λόγια άντε για 15-20 μέρες κατά τη διάρκεια κάθε χρονιάς. Τους είναι αρκετό για να μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι τις νύχτες. Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που λένε ότι ούτε καν για αυτό δεν το κάνουν. Απλώς το βλέπουν ως άλλη μια ευκαιρία προβολής των ιδίων. Πλησιάζουν λοιπόν τα Χριστούγεννα του σωτήριου έτους 2012. Η ευκαιρία για πασαρέλα είναι μπροστά μας. Εμπρός «αδέλφια» των πλούσιων προαστίων να δώσουμε στους πεινασμένους μας ένα πιάτο ζεστό φαγητό, ένα πορτοκάλι και λίγους κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Άντε και κανένα ζευγάρι κάλτσες και μια κουβέρτα. Ημέρες αγάπης βλέπετε. Να κάνουν και αυτοί Χριστούγεννα. Της γης οι κολασμένοι. Τα ουρί του παραδείσου βέβαια εκείνες τις ημέρες κανονίζουν τα ρεβεγιόν τους, τα δώρα τους και τα γεμάτα πανάκριβων εδεσμάτων τραπέζια τους. Λαϊκισμός θα πουν κάποιοι. Δούλεψαν και τα απέκτησαν. Αυτό το παραμύθι κάποια στιγμή πρέπει να λάβει τέλος στη χώρα τούτη. Ποιοι δούλεψαν; Πως τα απέκτησαν; Ποια ήταν η αμοιβή τους; Σύμφωνα πλέον και με επίσημα στοιχεία τρία εκατομμύρια συμπολιτών μας βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας. Ο αριθμός των φτωχών στην Ελλάδα πριν την «κρίση» ήταν περίπου δύο εκατομμύρια. Το ένα που προστέθηκε τα τρία τελευταία χρόνια βγαίνει μέσα από την πάλαι ποτέ μεσαία τάξη. 

Ο αριθμός αυτός αυξάνεται και θα συνεχίσει να αυξάνεται ραγδαία όχι από έτος σε έτος αλλά από μήνα σε μήνα και εντός ολίγου από εβδομάδα σε εβδομάδα και έτσι θα πηγαίνει. Αν επίσης συνυπολογίσουμε και περίπου 2,5 – 3 περίπου εκατομμύρια που μετά βίας τα βγάζουν πέρα σε ότι αφορά τις υποχρεώσεις τους και έχουν ένα ανεκτό επίπεδο διαβίωσης τότε εύκολα συμπεραίνουμε ότι σε μια τόσο μικρή χώρα περίπου το 60% του πληθυσμού ζει στα όριά του στη δύση του 2012. Πραγματικά εξοργιστικό. Το «πολιτικό» προσωπικό της χώρας, αυτό που κυβέρνησε τα τελευταία 20 χρόνια λειτουργούσε και λειτουργεί απροκάλυπτα και χωρίς καμιά ντροπή ως υπαλληλικό προσωπικό της επιχειρηματικής - ολιγαρχικής ελίτ του τόπου. Το καινούριο είναι ότι και οι δύο αυτοί εταίροι λειτουργούν πια για χάρη των νέων τους αφεντικών από το εξωτερικό. 

Έχουν προχωρήσει σε κλείσιμο της Βουλής και οι αποφάσεις βγαίνουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που έπαιρνε τις αποφάσεις της η Χούντα των συνταγματαρχών. Έχει αλλάξει κάπως το περιτύλιγμα. Πλέον ονομάζονται «πράξεις νομοθετικού περιεχομένου». Αυτό το «πολιτικό» προσωπικό λοιπόν χαριεντίζεται με αυτή την ελίτ και αποφάσισαν και αυτά τα Χριστούγεννα να δείξουν το «ανθρώπινο» πρόσωπό τους. Ξεχύνονται στα διάφορα πολυεθνικά τερατοκαταστήματα των φίλων τους αφού προηγουμένως έχουν αφήσει στο σπίτι τα ακριβά κοστούμια, γραβάτες, κοσμήματα, ρολόγια, πολυτελή αυτοκίνητα και φορώντας την απααραίτητη στολή εργασίας (τζινάκι, T-shirt και αθλητικά παπούτσια) δείχνουν ότι είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι. Φροντίζουν άλλωστε να λένε ότι δε μπορεί κάποιοι άλλοι να μονοπωλούν την ευαισθησία. Είναι και αυτοί «ευαίσθητοι» τρομάρα τους. Εμπρός για της γενιάς μας τα φιλανθρωπικά bazaar λοιπόν και δε μας σκιάζει φοβέρα καμιά. Έτσι και αλλιώς δεν είναι καν δικά τους τα λεφτά. Έτσι και αλλιώς το «νέο» φορολογικό απαλλάσσει τα μεγάλα εισοδήματα. Προσφορές του απλού κόσμου είναι. Ενός κόσμου που υποφέρει αλλά την ίδια στιγμή σκέπτεται και τον διπλανό του όσο μπορεί και όπως μπορεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το «Χαμόγελο του παιδιού». Από τότε που ενέσκηψε η «κρίση» που άρχισε να διαλύει την ελληνική κοινωνία αυτή η πολύ σημαντική πρωτοβουλία κινδύνευσε με κατάρρευση. 

Ο απλός κόσμος την κρατούσε και την κρατά ακόμα ζωντανή όπως και πολλές άλλες αξιόλογες και ανυστερόβουλες πρωτοβουλίες. Μάλλον είναι η ώρα που θα πρέπει να αρχίσουν να ανησυχούν οι κάτοικοι τούτης της χώρας, όσοι τουλάχιστον δεν ανήκουν (ακόμα) στις κατηγορίες εκείνες που αυτά τα Χριστούγεννα θα «γευτούν» την «φιλευσπλανία», την «φιλανθρωπία», την «αλληλεγγύη», την «θαλπωρή» της καθεστηκυίας τάξης, μιας δράκας οικογενειών που έχουν καταστρέψει την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Ας αναλογιστούν μερικοί ότι αυτές ίσως να είναι και οι τελευταίες γιορτές που θα περάσουν χωρίς να έχουν ανάγκη κάποιου συσσιτίου όχι για να χαρούν μαζί με τα αγαπημένα τους πρόσωπα αλλά για να επιβιώσουν και μόνο. Το 2013 δεν είναι μακριά έτσι και αλλιώς. Μια απλή πράξη νομοθετικού περιεχομένου είναι αρκετή για τους κατατάξει (και αυτούς) στη μεγάλη κατηγορία του 60%. Προσοχή λοιπόν και κλειστά τα αυτιά στις σειρήνες των «φιλάνθρωπων». Η λύση και η απάντηση μέχρι να ανατραπούν είναι μια. Κανένας μόνος του στην κρίση. Δε μιλάμε για σλόγκαν αλλά για μια κοινωνική αναγκαιότητα χωρίς να χασκογελάμε και να το παρουσιάζουμε ως event ή ως άλλη πράξη ακτιβισμού. 

Ας ενισχυθούν από τον λαό όλες οι «ανώνυμες» και μη διαφημιζόμενες από τα κανάλια της διαπλοκής πρωτοβουλίες όχι μόνο λόγω των Χριστουγέννων αλλά κάθε μέρα μέχρι να βγούμε ξανά στο φως ως κοινωνία. Η αγάπη για τον συνάνθρωπο, οι πανανθρώπινες αξίες δεν είναι a la carte. Ή τα έχεις ή δεν τα έχεις. Οτιδήποτε άλλο είναι υποκρισία και εμπαιγμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της βούλησης για ένα καλύτερο αύριο για όλους. Ένας καλύτερος κόσμος είναι εφικτός αρκεί να πιστέψουμε σε αυτόν. Ο καλύτερος τρόπος για να το πετύχουμε είναι να πιστέψουμε στη δύναμή μας και να έχουμε πάντα στο μυαλό μας τη φράση του Αριστοτέλη: «Δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των άνισων»…

Καμιά ανοχή στις επιθέσεις στα στέκια, στις καταλήψεις και στους ελεύθερους χώρους

Από http://diktio.org/node/842

Καμιά ανοχή στις επιθέσεις στα στέκια, στις καταλήψεις και στους ελεύθερους χώρους
 
Τα χαράματα της Κυριακής 16/12 ομάδα τραμπούκων που περιφέρεται στα Εξάρχεια εισέβαλε στο πάρτι της Αριστερής Ενότητας Φοιτητών του Πολιτικού της Νομικής, που γινόταν στην Κατάληψη της Τσαμαδού 15. Αφού έκαναν τους συνηθισμένους τσαμπουκάδες, πετώντας μάλιστα στο χώρο σπρέϊ πιπεριού επιτέθηκαν με κτηνώδη τρόπο στους/στις παρευρισκόμενους-ες, τραυματίζοντας κάποιους από αυτούς. Στο πλευρό των τραμπούκων έσπευσαν 30-40 όμοιοί τους, αρκετοί από αυτούς με κράνη και πτυσσόμενα γκλομπ, που άρχισαν να χτυπούν όσους είχαν απομείνει στον πεζόδρομο.  Μέλη του Στεκιού Μεταναστών που παρενέβησαν για να σταματήσει αυτό το αίσχος δέχτηκαν επίσης επίθεση από τα φασιστοειδή, κάποια από τα οποία έβριζαν χυδαία το Στέκι, το Δίκτυο και την Αριστερά, υποδυόμενοι τους αναρχικούς.
Είναι η πολλοστή φορά που ορδές κανιβάλων επιτίθενται σε φοιτητικά πάρτι αριστερών παρατάξεων, όπως και σε διάφορες κοινωνικές και πολιτικές συλλογικότητες του κινήματος. Αυτή η αθλιότητα πρέπει να σταματήσει τώρα και τούτο αποτελεί ευθύνη όλων των χώρων που δρούμε στα Εξάρχεια.
 
ΚΑΜΙΑ ΑΝΟΧΗ ΣΤΟΝ ΤΡΑΜΠΟΥΚΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΝΙΒΑΛΙΣΜΟ
 
Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα
Στέκι Μεταναστών
Αριστερή Ενότητα Φοιτητών

όπου "τόπος" βάλε "ψυχή" (αναδημοσίευση)


από το μαμούφι (http://mamoufi.blogspot.gr) 

...έπεσα πάνω του τυχαία.  μεσημεράκι και κάνοντας το γύρω της πλατείας για να ξεσκοτίσω απ' τη θολούρα του γραφείου.
το διάβασα.
όπου "τόπος" έβαλα "ψυχή"όπου "στέγη" και "σπίτι" έβαλα "ζωή".
και ξάφνου είχα μπροστά μου ένα μάθημα ύπαρξης

"Η κατάληψη στέγης δεν είναι απλά ένας χώρος.  Είναι ένα άθροισμα τόπων με διαφορετικές ιδιότητες:
Δεν είναι σπίτι, γιατί υπερβαίνει το πνεύμα του Οίκου και της οργάνωσης του νοικοκυριού.

Δεν είναι κυριότητα και κατοχή του σπιτονοικοκύρη σε κάποια τετραγωνικά αποκτημένα με τους κόπους και τις θυσίες μιας ολόκληρης ζωής.

Δεν είναι ιδιοκτησία και τα συγκείμενά της.  Ο φόβος να μην σου κλέψουν αυτό που έχεις, να μη σου το περιορίσουν έστω και μερικά εκατοστά, να μην σου το πάρουν οι τράπεζες. Ο τρόμος να μην το χάσεις σε κάποιο σεισμό, πυρκαγιά ή τσουνάμι.  Ο φόβος και το τρόμος που σε κάνει να το οχυρώνεις, να το ασφαλίζεις,... να θάβεσαι μέσα του.

Είναι ένας τόπος όπου τα γραφειοκρατικά κολλήματα δεν διαμεσολαβούν ανάμεσα στα όνειρα και την πραγματικότητα, όπου άδειες της πολεοδομίας δεν παρεμβαίνουν ανάμεσα στην επιθυμία και την ενέργεια, όπου εμείς οι ίδιοι γινόμαστε αρχιτέκτονες και κτίστες μαζί, υδραυλικοί και μπογιατζήδες.

Είναι ένας τόπος όπου οι ταξικές διαφορές δεν καθορίζουν την ποιότητα της ζωής μας και τη θέα του μπαλκονιού μας, όπου το υψηλό ενοίκιο δε μας κλείνει μέσα για να καταφέρουμε να το πληρώσουμε.
Είναι αναγκαστικά το σπίτι των ονείρων μας, γιατί έτσι το αποφασίσαμε...

...Είναι το εφήμερο αλλά και το Εδώ και Τώρα, το δημιουργικό αλλά και το αυτοδημιούργητο.

Είναι ένας τόπος εν κενώ, ένα πείραμα, μια σήραγγα που ενώνει μια παρτίδα ανθρώπων που αποφάσισαν ν' αντέξουν τη διαφορετικότητά τους, γιατί βρήκαν κάτι κοινό.

Είναι ένας τόπος γεμάτος ζόρια και αντιξοότητες, ένας τόπος άτοπος για εργολάβους , ακροδεξιούς, μπάτσους, φιλόδοξους πρυτάνεις και για κάθε  ένστολη ή μη εκδοχή της τάξης και της ασφάλειας

Είναι ένας τόπος που μπορεί να χαθεί σε ένα βράδυ, ένας τόπος που μας έμαθε να προσέχουμε, αλλά να μην παρανοούμε.  Ένας τόπος που σα τένοντας κρατά δεμένη τη δύναμή μας στο κόκαλο των αρνήσεων και των αντιθέσεών μας.

Η κατάλαψη στέγης δεν είναι απλά ένας χώρος.
Είναι το άθροισμα όλων αυτών των τόπων και πάνω σ' αυτούς θα πατήσουμε για να πολεμήσουμε ενάντια σε ότι μας καταστέλλει.

Γιατί καταλάβαμε πως οι βραδιές που "κάτσαμε μέσα" για να πληρώσουμε το ενοίκιο δεν ξεπληρώνονται

γιατί κολώνα του σπιτιού δεν είναι αυτός που φέρνει φράγκα, αλλά η εσωτερική και συλλογική επιθυμία για αυτοοργάνωση και αλληλεγγύη

γιατί θελήσαμε να είμαστε αυτόφωτοι και διάχυτοι σαν τις πυγολαμπίδες στο σκοτάδι κι όχι ετερόφωτοι και στημένοι κάτω από το φως των μεγάλων προβολέων

γιατί σ' αυτό το ημίφως μάθαμε να χτίζουμε, χωρίς αλφάδια και χωρίς γερά θεμέλια, πράγματα που όμως ριζώνουν μέσα μας και διαρκούν για πάντα

γιατί μέσα σε αυτό το χάος μάθαμε να λειτουργούμε

κι αν χαθούμε σε αυτήν την προσπάθεια θα γυρίσουμε πίσω με καθρέφτες που θα δείχνουν αυτό ακριβώς που είμαστε, χωρίς καμία επιτήδευση"

(αφίσα στην πλατεία στα Εξάρχεια, αφού στο κάτω κάτω τι άλλο είναι ένα blog, παρά ένας τοίχος γεμάτος με αφίσες;)

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Νάρκη (αναδημοσίευση)

Από Λέσχη Ανυπόταχτης Θεωρίας (http://ilesxi.wordpress.com/)
Του Νίκου Γεωργαντώνη

Κοιτάξαμε τον κόσμο. Κρύος ο κόσμος… Παγερός. Απόμακρος. Οι άνθρωποι, σαν τυφλοπόντικες, είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους… Περπατάνε, πηγαίνουν στις δουλειές τους… – ε; και τι μ’ αυτό; Τίποτα. Αμίλητοι, δουλεύουνε σαν τα σκυλιά και κουρασμένοι, χαμένοι γυρνάνε στα σπίτια τους, τρώνε και κοιμούνται… Αυτός είναι ο κόσμος τους, τέτοια η ζωή τους. Δεν την θέλουν…

Και τι να πουν. Σάμπως τι έμεινε να συζητάνε; Για τον καναπέ, για την καιγούργια τηλεόραση, για κανένα διακοσμητικό και τις κουρτίνες τους, για τις διακοπές – όσοι πάνε διακοπές… – για τα ρούχα τους, για τα παπούτσια τους… Ανούσια!

 στο λόφο του Στρέφη: 
λίγο φαΐ, λίγο νερό για τους περαστικούς

Χάθηκε ο κόσμος κι οι σχέσεις των ανθρώπων. Πάει η ζέστα κι η συντροφιά…

Και το φωνάζουν οι παλιοί. “Φτώχεινε ο κόσμος, παιδί μου… Παν οι καιροί, πέρασαν. Κάποτε έβγαινε ο γείτονας να σου πει καλημέρα και γέμιζε ήλιο η μέρα σου! Τώρα, κάνει να σ’ αποφύγει, να μη σε δει… Σάμπως σε ξέρει δηλαδή!”

Εμείς βέβαια υποστηρίξαμε τη ζωή που ζήσαμε: Δεν είχαμε πολέμους, δεν είχαμε φτώχια, είχαμε ένα πιάτο φαί, σπουδάσαμε, οι δάσκαλοι στο σχολείο πέταξαν τις βέργες, τα χέρια μας ήταν μαλακά… Έπειτα, τις ευκολίες που κερδίσαμε… πού τις πας; Τι φούρνοι, τι πλυντήρια, τι αυτοκίνητα οικογενειακά, τι κινηματογράφοι σύγχρονοι. Και έρ-κοντίσιον, και καλλυντικά, και ρούχα όμορφα, πολλά για να διαλέξεις. Έρωτες ανέμελοι… βόλτες… “Πού τα πας όλα αυτά;” λέγαμε θιγμένοι.

“Ναι, ναι…” απαντούσαν εκείνοι “καλά όλα αυτά, ωραία, κι όμορφα… Μα δεν είναι σαν εκείνες τις εποχές…

Μες τις δυσκολίες χωρούσε ένα χαμόγελο. Αντίκρυζες τον συνάνθρωπό σου και τον έλεγες αδερφό σου…”

“Σήμερα δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι;”

“Ναι, υπάρχουν. Σπανίζουν όμως. Δεν τους βρίσκεις εύκολα. Κι αν είναι καλοί, πολλές φορές είναι φοβισμένοι.”

“Φοβισμένοι;”

“Φοβισμένοι. Κλεισμένοι στο μπουντρούμι της ψυχής τους. Εκεί πέταξαν το κορμί τους, εκεί το εξόρισαν. Καλυτέρεψαν οι καιροί, μεγάλωσαν οι ανέσεις, την ψυχή μας όμως την κατάντησαν νωθρή… και την πέταξαν στο σκοτάδι να μη φωνάζει, να μη βλέπει, να μη διαμαρτύρεται… Περπατάμε και δεν βλέπουμε. Βλέπουμε και δεν ξέρουμε που πάμε…”

“Δεν σε καταλαβαίνω.”

“Θα καταλάβεις. Σιγά σιγά. Θα δεις. Θα μάθεις… Δεν χρειάζεται να βιάζεσαι. Με το δικό σου μυαλό πρέπει να πορεύεσαι.”

Άλλες φορές πάλι, κάποιο ήσυχο δειλινό, λέγονταν πράγματα ακατανόητα…

“Στη φωτιά ο άνθρωπος χαμογελά πραγματικά!… Μόνο στη φωτιά σπαθίζει τις πίκρες του ο άνθρωπος και ζεσταίνεται η ψυχή του. Και ζεσταίνεται ο κόσμος… και προχωρά!”

“Δεν το καταλαβαίνω αυτό που λες.” απαντούσαμε.

“Άκου να σου πω μια ιστορία…

Κάποτε αιώνες πριν, σε μια χώρα μακρινή, απέραντη και παγωμένη υπήρχε ένα χωριό στο οποίο βασίλευε πάντα ο χειμώνας…”

“Ο χειμώνας;… Δηλαδή εκεί είχε μόνο χειμώνα!”

“Ναι! Γιατί οι άνθρωποι ήταν τόσο ψυχροί που πάντα έκανε κρύο… Κανείς δε μιλούσε με τον διπλανό του, κανείς δε βοηθούσε σε μια ανάγκη τον συγχωριανό του, όλοι κοιτούσαν πως να ξεγελάσουν, πως να κοροιδέψουν, πως να εκμεταλλευτούν ο ένας τον άλλο… Οι πλούσιοι τους φτωχούς, οι φτωχοί τους πλούσιους, οι φτωχοί τους φτωχούς… και μόνο κάποιες σπίθες ανθρωπιας έφεγγαν για λίγο μόνο μέσα στη νύχτα σαν φοβισμένες πυγολαμπίδες…

Μια μέρα όμως… «Φωτιά! Φωτιά!» φωνάζει ένας χωριάτης. «Φωτιά χωριανοί! Φωτιά! Καίγεται ο αχερώνας. Φωτιά!»…

Και τότε, σαν νά γίναν μάγια, τρέξαν όλοι μονομιάς, βγήκαν απ’ τα σπίτια, φτιάξαν αλυσίδες, από το ποτάμι μέχρι τον αχερώνα και χέρι με χέρι μετέφεραν κουβάδες με νερό, και τους έρριχναν στη φωτιά…

Κι έσβησε η φωτιά. Και σώθηκε το χωριό.

Οι άνθρωποι τώρα ξαπόσταιναν ανακουφισμένοι. Γελούσαν. Αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλο. Τραγουδούσαν… Πλούσιοι και φτωχοί, γέροι και παιδιά, γυναίκες και άντρες… Όλοι, ήταν μονιασμένοι… Εκεί, που πριν λίγο βασίλευε ο φθόνος και η πονηριά, τώρα, μεσουρανούσε η καλοσύνη κι η αυταπάρνηση… Εκεί, που λίγο πριν ο όφις δάγκωνε τις άχρηστες καρδιές των χωριανών και στάλαζε φαρμάκι εξαφανίζοντας κάθε πορφύρα ανθρωπιάς, τώρα, γιασεμί λουλούδιζε πυκνό σαν άνοιξη, στον κήπο των ανθρώπων… Ήταν μια νύχτα αξέχαστη για το χωριό. Και πάντα, κάθε χρόνο, το θυμόνταν· και χαίρονταν οι άνθρωποι· κι ευχαριστιόνταν…”

Μα η ιστορία είχε εξάψει τη φαντασία και πλήθος απορίες γεννιόνταν.

“Και γιατί αφού μισιούνταν έτρεξαν όλοι να σβήσουν τη φωτιά;” ρωτούσαμε.

“Όταν κινδυνεύει να καεί όλο το χωριό οι άνθρωποι τότε μπορούν να καταλάβουν ότι οι διαφορές τους είναι ασήμαντες μπροστά στο κακό του αφανισμού τους… Αν ακούσουν την καρδιά τους, εύκολα θα πράξουν έτσι, δίχως να σκεφτούν… Αν πάλι κάποιοι σκεφτούν… τα μίση και τις διαφορές τους και κάτσουν σπίτι τους να προστατεύσουν μόνοι τα υπάρχοντά τους κι ό,τι με κόπο κέρδισαν… ε, αυτοί, παιδί μου, πρώτοι θα χαθούν… Όχι μόνο γιατί δεν πρόκειται κανείς να τους βοηθήσει, αλλά και γιατί η φωτιά — αν φτάσει σπίτι τους — θα είναι τόσο μεγάλη που θα αφανίσει ολάκαιρο το χωριό, κι αυτούς μαζί… Τέτοια απανθρωπιά κι άνθρωποι βρώμικοι δεν την αντέχουν…”

Οι άνθρωποι όμως σήμερα δεν ευτυχούν να πιάσει φωτιά… Κυκλοφορούν σαν τα φαντάσματα. Γελάν και διαπομπεύουν τη θλίψη τους. Είναι μαζί και είναι αβάσταχτα μόνοι. “Παν οι καιροί, πέρασαν. Φτώχεινε ο κόσμος…”

Σαν να μην είναι τόσο ψέμα τελικά…

*****

Ας ανάψει μια φωτιά! Ας φωτίσει ο κόσμος! Ας ζεστάνουν οι ψυχές των ανθρώπων! Ας μονιάσουν τα θηρία! Κάπως πρέπει να ζήσουμε.

Δε ρωτήσαμε όμως… Πώς τις φωτιές κρατάμε για πάντα αναμένες. Πώς τις ψυχές μας πάντα συγκινημένες διατηρούμε. Και πώς μια άλλη φλόγα παίρνει τη θέση παλιάς αγαπημένης. Αυτά, δεν τα ρωτήσαμε… Θα μάθουμε. Ας ανάψει μια φωτιά!

σημείωση:οι επισημάνσεις στο κείμενο έγιναν από τον διαχειριστή.