Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Θέλω να σου πω, να σου μιλήσω... (αναδημοσίευση)


από Αλληλέγγυα Δύναμη
Eίναι απελπιστικά πολλά όλα αυτά που θέλω να σου πω και δεν ξέρω πώς να τα βάλω σε μια σειρά!
Εδώ τον εαυτό μας δεν μπορούμε συχνά να βάλουμε σε μια τάξη, (όχι την "τάξη" που εννοούν τα αφεντικά και τα ανδρείκελα της εξουσίας), αλλά το να κουμαντάρουμε εμείς οι ίδιοι το μυαλό μας, τις αποφάσεις μας, τις κινήσεις, τις δράσεις μας, τις παρορμήσεις, τις έξεις μας, την ίδια μας τη ζωή! Ώστε να μην καταντάει ένα συνονθύλευμα μιας πληθώρας εντυπώσεων κι αναμνήσεων, φόβων κι εμμονών, αόριστων ιδεών κι αυτοματισμών και να άγεται και φέρεται από οποιονδήποτε άλλο εκτός από πραγματικά εμάς τους ίδιους! 

Θέλω να σου πω για τη ματωμένη καρδιά του κόσμου!
Για το πόσο πολύ γίνονται οι άνθρωποι αόρατοι όταν περπατάμε με κλειστά τα μάτια!

Για το πόσο λίγο ξέρουμε ο ένας τον άλλο, ακόμα και τον ίδιο το σύντροφο της ζωής μας, όταν ζούμε μια ζωή χωρίς να τη ζούμε, σαν μηχανικά αυτόματα, σαν "φυσιολογικοί άνθρωποι με φυσιολογικά όνειρα", σαν υπάκουα στρατιωτάκια μιας ατέλειωτης γκάμας αρχηγών και αρχηγίσκων (ακόμα και μέσα στο σπίτι μας), σαν άψυχες μαριονέτες που τα σκοινιά τους ελέγχονται από αόρατα χέρια. Σαν ζωντανοί-νεκροί.

Για το πώς φοβόμαστε να ξεφύγουμε από αυτή την προκαθορισμένη πορεία της απώλειας κι ας λέμε μεγάλα λόγια, κι ας εξαπολύουμε μύδρους κατά όλων αυτών των "καραβοκύρηδων" που μας πέταξαν στις "ξέρες" της ζωής. Και για το πόσο, συχνά, ζηλεύουμε (κι άλλοτε ας τους εκθειάζουμε κι άλλοτε ας ψάχνουμε να βρούμε ψεγάδια για να τους μειώσουμε) όσους ορθώνουν, ακόμα και ολομόναχοι, σαν γίγαντες το ανάστημά τους ενάντια σε όλα τα κακά και δεινά του κόσμου. Γιατί νομίζουμε ότι απέχουμε πολύ από το παράστημά τους. Kι ας συντρίβονται, στο τέλος, από το ωστικό κύμα του μίσους προς τη γενναία κι αδούλωτη υπόστασή τους. 

Τιμή όμως σ'αυτούς που βάζουν τα δυνατά τους, όχι για να τους μοιάσουν απαραίτητα, αλλά για να τραβήξουν το δικό τους δρόμο ανάμεσα από αλλεπάλληλες συμπληγάδες κι εμπόδια που υψώνονται στη δύσβατη πορεία τους. Αψηφώντας το τραγούδι των Σειρήνων, την εχθρικότητα των σκλάβων μέσα στο μαντρί και τα σκυλιά που εξαπολύουν εναντίον τους οι "θεοί" αυτού του ματωμένου κόσμου...

Θέλω να σου πω για τον πόνο μου, που συχνά γίνεται όλο και πιο οξύς, όταν κοιτάω γύρω μου την τεράστια σε βάρος των ανθρώπων πλάνη, τις άνισες και εξόφθαλμα άσχημες εικόνες που πρέπει ν'αποδεχτώ ως "κανονικότητα" αναπόφευκτη και αναλλοίωτη εδώ και χιλιάδες χρόνια, όπως μου λένε οι περισσότεροι, κι ας ανήκουν σε αυτούς που υποφέρουν από την "κανονικότητα" του κόσμου αυτού. 

Και μετά σκέφτομαι κάτι λόγια σαν αυτά που είπανε κάποιοι αρχαίοι Έλληνες σοφοί: "το να λες την αλήθεια μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνο πράγμα για σένα! Αυτό που τελικά μετράει είναι να είσαι, όσο μπορείς, καλός άνθρωπος..."(Δημόκριτος)
Να προσθέσω κι εγώ: Και να αποφεύγεις την ασχήμια στη ζωή σου και τον κίνδυνο να καταστείς κομμάτι της, ακόμα και χωρίς να συνειδητοποιείς το κατρακύλισμα.

Ναι! Αλλά τι γίνεται όταν δεν σε αποφεύγει η ασχήμια; η συναινετική παραίσθηση που βαφτίζεται πραγματικότητα; Όταν τη βρίσκεις σαν επιδημική μάστιγα συνέχεια μπροστά σου; Και κατά πόσο καλός μπορεί να είσαι αν γυρνάς την πλάτη, αν κάνεις όλο και πιο συχνά το κορόιδο, αν αλλάζεις λόγια, αν λες μισόλογα ή μιλάς και γράφεις με κώδικες προκειμένου να προστατεύσεις τις σάρκες σου αλλά και "ν'ανοίξεις τα μάτια" (αν όχι στη δικιά σου τότε σε μια μελλοντική εποχή) εκείνων που είναι πρόθυμοι "να δουν" και ικανοί να κατανοήσουν; Και πότε θα'ρθει αυτή η εποχή; Αφού η ασχήμια και η αμετροέπεια και αδικία γίνονται όλο και πιο ισχυρές και άκαμπτες...Και μάλιστα, πλέον, με τη συνδρομή και υψηλής τεχνολογίας!

Θέλω, λοιπόν, να σου πω ότι αδιαφορώ πια για έννοιες όπως το "καλό και το κακό" που παραλάσσουν από λαό σε λαό κι από τόπο σε τόπο, μέσα στην Ιστορία. Έννοιες που είναι ανθρώπινες επινοήσεις κι άρα σχετικές αντιλήψεις και ανάλογα με την ερμηνεία που ενδύονται μπορεί ν'αποτελέσουν καταστροφικά εργαλεία όσον αφορά τη διάβρωση του μυαλού και την ευτέλεια της ψυχής που γίνεται...μικρόψυχη!

Θέλω να σου πω ότι το καλό για μένα σημαίνει να μάθω να είμαι ο Εαυτός μου! Κι αν είναι να με χλευάσουν, να με συκοφαντήσουν εξαιτίας αυτού, να με στοχοποιήσουν, να με τσακίσουν, να χάσω το κεφάλι μου, τότε...αν είναι να πέσει απ'τους ώμους μου τουλάχιστον ας είμαι ευθυτενής κι εκείνο ορθωμένο ψηλά...Όλες οι κακοτοπιές είναι ευπρόσδεκτες, γιατί κι όσο πιο... ποιοτικές είναι τόσο περισσότερο σε διδάσκουν, σε φωτίζουν!

Να με συμπαθείς αν σε κούρασα, αλλά νιώθω πως δεν σου είπα σχεδόν τίποτα από όλα αυτά που ήθελα...Ίσως είναι καλύτερα έτσι. 
Για να ακούσω εσένα, αδελφέ/ή μου!

Θα κλείσω το παράθυρο (αναδημοσίευση)



Τον κρατούσε όλο το βράδυ αγκαλιά. Μην τυχόν κινηθεί και τον ξυπνήσει. Να ξεκουραστεί εκεί. Να μην περάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο μακριά της. Να τον κρατήσει λίγο ακόμα. Να μην ακούει τους χτύπους του ρολογιού. Να τον ακούσει να αναπνέει. Να τον χαϊδέψει απαλά κάτω από τη μπλούζα. Να τον ησυχάσει. Να του ψιθυρίσει ένα όνειρο. Να του μιλήσει σιγανά για ένα παιδί. Να ακούει την καρδιά του. Να κολυμπάνε σε βαθιά θάλασσα. Να μην φτάνουν οι ήχοι του δρόμου και οι σειρήνες. Να μην ακουμπάνε τα δάχτυλα τους στο έδαφος. Να βουτάνε με μια ανάσα. Να μην ακούνε τις φωνές. Να μην αλυχτάνε τα σκυλιά. Να σταματήσει η νύχτα. Να μην ακούει τις σκέψεις της. Να μη φοβάται άλλο. Να περάσει τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά της. Να την αγγίξει τυχαία. Να ακουμπά το κεφάλι του στο στήθος της. Να μην τον ξαναδεί να αγωνιά για κανέναν. Να τον βλέπει να χαμογελάει. Να δει τη σκιά του στην πόρτα. Να του ζεστάνει τα χέρια. Να του σιδερώσει το πουκάμισο. Να του φιλήσει τα χείλια. Να περάσει τα δαχτυλά της από το λακάκι στο λαιμό του. Να την κρατήσει απ’τη μέση. Να νιώσει την ανάσα του στο προσωπό της. Να του πει ένα μυστικό. Να τσακωθούνε για ψήλου πήδημα. Να της κρατήσει μούτρα. Να του τηλεφωνήσει ντροπαλά. Να πάνε στη συναυλία. Να τον νιώσει δίπλα της. Να πιούνε κρασί. Να γελά ζαλισμένη. Να κοιμηθεί μεθυσμένος. Να μην ξημερώσει η επόμενη μέρα. Να μην υπάρχει σκοτάδι. Να μην φύγει. Να σταματήσει τον χρόνο. Να τον κλείσει στα χέρια της. Να γίνουν τα χέρια της τοίχος. Να γίνει το κορμί της ασπίδα. Να γίνει το κορμί της φωτιά. Να γίνει ύαινα. Να τους καταπιεί. Να μην τον δούνε. Να μην τον ξέρουν. Να μην τολμήσουν. Να μην τον πλησιάσει κανείς.

Τον κρατούσε όλο το βράδυ αγκαλιά. Στο πεζοδρόμιο. Ακίνητη. Μην της τον πάρουν.

ετεροχρονισμένη αναδημοσίευση

Είδα τη θλίψη... (αναδημοσίευση)



Είδα τη θλίψη να κρύβεται κάτω από γέφυρες γυρνώντας τον κόσμο. Να σε παρακαλάει για ένα κομμάτι φαγητό και να την κοιτάς με ένα περιφρονητικό χαμόγελο. Κάνεις λες και δεν την γνώρισες ποτέ. Αν όχι, θα την γνωρίσεις σύντομα. 

Την είδα να μιλάει ψυθιριστά και να κρύβει το χαμόγελο της κάτω από ένα μαύρο ύφασμα. Να υπόσχεται πως όλα θα πάνε καλά, να μην κρατάει ποτέ την υποσχεσή της. Κάποιοι προσπαθούν να την κρύψουν μέσα σε χρυσά παλάτια, με άφθονα αγαθά και σ' ένα ψεύτικο υστερικό γέλιο. 

Είδα την θλίψη να φορτώνεται με κουρέλια και να περπατάει σε μισοσκότεινους δρόμους. Την είδα και σε φωτεινά ξενυχτάδικα να προσπαθεί να ξεγελάσει το ίδιο της το πρόσωπο. 

Όμως το είδα και στο δικό μου πρόσωπο. Η θλίψη είναι προνόμιο. Όποιος το έχει σκέφτεται και δεν ξεχνάει. Αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του και μέσα του. Φοβάται αλλά δεν δειλιάζει..

το βάζο (αναδημοσίευση)


από Σιωπηλή Διασταύρωση

Κάθεται στο μπαλκόνι με το λευκό της νυχτικό και με το καχεκτικό της χεράκι σφίγγει δυνατά το κάγκελο, δυνατά που λέει ο λόγος, που να βρει δύναμη αυτή, κάπως έτσι περνάει τις μέρες της στην τσιμεντούπολη, σ’ αυτή τη στάση τη βλέπω και σήμερα απ’ το μεσημέρι και τώρα έχει πια νυχτώσει. Το πρωί ο γιος της της έβαλε πάλι τις φωνές, σκατά έχεις στο μυαλό σου μωρή, να σε είχε άλλος και θα σου λεγα εγώ που θα ‘σουνα τώρα μωρή, τέτοια πράγματα, δεν ξέρω γιατί τα έβαλε μαζί της, δεν νομίζω ότι η γιαγιά μπορεί να κάνει οποιοδήποτε κακό, τρία χρόνια που ζω στο απέναντι διαμέρισμα δεν την έχω ακούσει να μιλάει ούτε μια φορά, μόνο κάθεται στο μπαλκόνι, κοιτάει τον ουρανό και σφίγγει το κάγκελο με το καχεκτικό της χεράκι. 

Θυμάμαι ότι μια φορά τη μάλωσε γιατί έσπασε το βάζο με τη ζάχαρη. Από τις φωνές του μάθαμε ότι ήθελε να φτιάξει γλυκό για την οικογένεια, όμως τα χέρια της έτρεμαν κι έτσι το βάζο έσπασε, εκείνη κόπηκε λίγο αλλά δεν μίλησε, την βρήκε ο γιος της όρθια μπροστά στο νεροχύτη να κοιτάει το βάζο κι άρχισε πάλι να τη βρίζει, μωρή κακομοίρα πόσες φορές σου ‘χω πει να μην κάνεις τίποτα απολύτως, τέτοια πράγματα, πως μπορεί ένας άνθρωπος να μην κάνει τίποτα απολύτως καθόλου δεν το κατάλαβα, η γιαγιά πάντως ήθελε να τους φτιάξει γλυκό αλλά τα χέρια της έτρεμαν, αυτό ήταν όλο. 

Ένα μεσημέρι που τον συνάντησα τυχαία στο δρόμο, καμαρωτό με το καλό του το κουστούμι και το καλοστρωμένο του μουστάκι, προσπάθησα να του μιλήσω, κρίμα είναι, δεν τη λυπάστε τη γιαγιά, τέτοια πράγματα, εκείνος αμέσως μου έβαλε τις φωνές, να κοιτάς τη δουλειά σου εσύ, να μην ανακατεύεσαι στα προσωπικά των άλλων, έλεγε έλεγε, μαζεύτηκε και κόσμος και δεν είχα που να κρυφτώ από τη ντροπή, έτσι δεν ανακατεύτηκα ξανά. 

Που και που, όταν οι καβγάδες φουντώνουν περισσότερο από το κανονικό, οι γείτονες βγαίνουν σιωπηλά στα μπαλκόνια τους δήθεν για να ποτίσουν τις γλάστρες ή να τινάξουν το τραπεζομάντιλο και κάποιοι άλλοι βγάζουν διακριτικά το κεφάλι από το παράθυρο, κοιτάζονται βιαστικά μεταξύ τους και ξανακλείνουν τα παντζούρια, τραβούν τις κουρτίνες και χάνονται στη σιωπή του φθινοπωρινού απογεύματος. 

Αυτό είναι ο φασισμός. Να ξέρεις, να φοβάσαι και να σωπαίνεις.

Όλα περνούν και φεύγουν (αναδημοσίευση)

της Αννίτας Λουδάρου
Ήταν δεν ήταν σαράντα κιλά και δεκαεπτά χρονών. Στεκόταν λίγο πιο αριστερά από τις ηλεκτρικές πόρτες του σουπερ μάρκετ. Αμίλητη με τα μικροκαμωμένα χέρια της, βυθισμένα στις τσέπες του πανωφοριού της. Δεκάδες άνθρωποι περασαν βιαστικά μπροστά της. Έβρεχε.
Τα δελτία καιρού είχαν δείξει εδώ και μέρες επιδείνωση. Αλλοπρόσαλλες άμυνες, έκτακτα μέτρα. Συνήθως ανεπιτυχή. Πολλοί θυμοί στην μεγάλη πόλη και η καρδιά να μην ξέρει πως να ντυθεί.

Σιγά σιγά αρχίζουν τα πρώτα πλάνα για τις γιορτές. Στολίδια και φωτάκια από τις αρχές ακόμα Νοεμβρίου. Εκβιάζεται άραγε η χαρά ; Σε λίγο θα φωταγωγηθεί και η Σταδίου. Η πόλη της διαθεσιμότητας και της ανεργίας, θα προσπαθήσει να φορέσει τα καλά της. Σαν γυναίκα που θέλει να υποδεχθεί τον μεγάλο έρωτα. Δίπλα μου μια κοπελιά μιλάει στο τηλέφωνο για κάποιο Χριστουγεννιάτικο πάρτυ.

Αλήθεια δεν είναι περίεργο ; Οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη τις γιορτές χωρίς να ξέρουμε ακριβώς πως να τις γιορτάσουμε. Κλείνουμε ραντεβού, πάρτυ, ρεβεγιόν σε μαγαζιά, επισκέψεις στα κομμωτήρια. Δοκιμάζουμε να ξεπεράσουμε την θλίψη μας. Υπάρχει όμως αλήθεια τίποτα πιο μελαγχολικό από μια γιορτή που δεν μπορείς να την γιορτάσεις γιατί η συμμετοχή σου σ΄αυτήν είναι από εφήμερη ως τυχαία ;

Εκεί πια μιλάς για μοναξιά. Και όταν μιλάς για μοναξιά, δεν μιλάς για κάτι που επιλέγεις ή απορίπτεις. Μιλάς για κάτι που απλώς υπάρχει και πρέπει να το υποδεχθείς. Είναι σαν να ξυπνάς ένα πρωί από ένα ύπνο βαθύ και να λες θα χτίσω την ζωή μου με αυτό αφετηρία. Με το να ξεκινάς τα Χριστούγεννα από τον Νοέμβριο, που έχει μόλις τελειώσει το καλοκαίρι και να τα φτάνεις ως τις Απόκριες που και αυτές θα τελειώσουν το Πάσχα, για να ξεκινήσει ένα πρόωρο καλοκαίρι που θα τραβήξει ως τα επόμενα Χριστούγεννα, δεν κάνεις τίποτα άλλο από το να μεταμφιέζεις τις ημερομηνίες, προσβλέποντας σε μια γιορτή που πρώτα απ΄όλα δεν υπάρχει μέσα σου.

Εξακολούθησε να στέκεται στο ίδιο σημείο παρόλο που η βροχή δύναμωσε. Διασταυρώθηκαν τα βλέμματα μας.

-Πως σε λένε ;
-Ειρήνη
Σιωπή. Προσπάθησε να μιλήσει διστακτικά.
-Είμαι ανύπαντρη και άνεργη μητέρα.

Από όποια γωνιά και να το κοιτάξεις είναι λάθος. Σκηνικό είναι τα ζαχαρωτά Χριστούγεννα, όλα περνούν και φεύγουν. Μου τελειώσαν τα ψέμματα. Τα πήραν οι Μάγοι και μου αφήνουν για ενθύμιο τα δώρα τους ενθύμια της φρίκης. Κι αν φέτος χιονίσει, δίπλα στο μεγάλο δέντρο της πλατείας Συντάγματος, θέλω να πάω να φτιάξω ένα θλιμμένο χιονάνθρωπο. Θα του βάλω δυο κάστανα για μάτια. Θα του κάνουν παρέα όλοι οι περαστικοί ή οι μόνιμοι της πλατείας που τρίβουν τα χέρια τους για να ζεσταθούν. Για να μην νιώθει μόνος ανάμεσα σε τόσο κόσμο.

Ζωγραφική Alex Hall

Δικαιοσύνη ή ρεβανσισμός ; (αναδημοσίευση)


από Strange Journal

Σοκάρονται όσοι ακούνε για “κρεμάλες”, “λαϊκά δικαστήρια¨ κοκ, από διάφορες φωνές αριστερά-δεξιά. Κάνουν εκκλήσεις για επιστροφή του δημοσίου λόγου σε καθωσπρέπει και πολιτισμένες συνθήκες, ενώ φυσικά καταδικάζουν (και) την λεκτική βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, ακόμα και την υπόνοιά της, ακόμα και την φαντασίωση το να δεις τον δυνάστη σου να τιμωρείται με τον πιο σκληρό τρόπο. Κι ας παραπέμπει σε splatter movie. 

Η κοινοβουλευτική μαφία της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και οι πυλώνες της, τα think tanks και οι πλύστρες των εγκλημάτων της ζητούν να προστατεύσουμε την κοινωνική ειρήνη. Ποιοι το υποστηρίζουν; Αυτοί που κλείνουν με διατάγματα οργανισμούς, αυτοί που αυξάνουν τα όρια της φτώχειας για να συμπεριλάβουν κι άλλους, αυτοί που ότι πιστεύουν ότι δεν λειτουργεί καλά, πρέπει να πέσει στο πυρ το εξώτερον.

Δεν τους νοιάζει -τόσο απλά- το να μένεις ανασφάλιστος, το να μην μπορείς να πάρεις φάρμακα, το να μην έχεις που ν’ αφήσεις το παιδί σου, ακόμα χειρότερα να μην έχεις να το θρέψεις. Εν δυνάμει σε θεωρούν άστεγο με περιοριστικούς όρους, στο να μένεις στο σπίτι σου μέχρι νεωτέρας.

Δεν ασχολούνται σοβαρά με θέματα που αφορούν εσένα κι εμένα, με θέματα και τομείς που ξέρουμε ότι ήταν προβληματικά, αλλά κανείς δεν είχε την βούληση να τα βελτιώσει. Δεν τους ενδιαφέρει η δημιουργία, αλλά η κατεδάφιση.

Γνωρίζουν για τις παθογένειες του δημοσίου, αλλά δεν είναι στην ατζέντα τους η αναβάθμισή του σε κάτι πιο λειτουργικό, αλλά το να το απαξιώσουν και να βάλουν στο παιχνίδι τους ιδιώτες ακόμα και για παιδεία και υγεία. Δεν έχουν πρόθεση να φτιάξουν ένα πιο ανθρώπινο σύστημα, είτε από συμφέρον, είτε από ηλιθιότητα, είτε από κακία, είτε από δόλιο αριβισμό, είτε…είτε…είτε.

Μάλιστα κάθε φορά που πρέπει να απολογηθούν για τις πράξεις τους, σε παραπέμπουν στον αριθμό των χιλιάδων ψήφων ηλιθίων που τους στήριξαν στις πρόσφατες εκλογές. Καπηλεύονται την δημοκρατία εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες της για να σε προβοκάρουν ως “άκρο” και “αντι-δημοκράτη”.

Τελευταία μάλιστα έχει ξεκινήσει εκστρατεία είτε με δηλώσεις Πάγκαλου (αν κυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπούμε σε αεροπλάνο να φύγουμε), είτε από πρωτοσέλιδα της εφημερίδας “ΤΑ ΝΕΑ” που κατηγορούν την αξιωματική αντιπολίτευση πως έχει στις τάξεις της “σταλινικούς” που σκέφτονται εκδικητικά, για όσους έχουν υπογράψει μνημονιακές συμφωνίες.

Καθόλου δεν μ’ενδιαφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ κι ο κάθε ΣΥΡΙΖΑ, εκεί που επικεντρώνομαι, είναι στο γεγονός προετοιμασίας κλίματος. Δεν είναι εκδίκηση η παραδειγματική -με κάθε τρόπο- τιμωρία αυτών που υποθήκευσαν το μέλλον της χώρας και των ανθρώπων που την κατοικούν. Είναι δικαιοσύνη.

Κι ας μην σοκάρονται αυτοί που εξέθρεψαν την Χρυσή Αυγή και τον φασισμό, αν παράλληλα εκτρέφουν και στρατιές απελπισμένων, φιλειρηνικών μέχρι πρότινος ατόμων που επιζητούν ακόμα και κρέμασμα ή πίσσα και πούπουλα. Ακόμα και ιστορικά να το δεις, ποτέ δεν υπήρξαν καταπιεσμένοι που δεν έχυσαν το δικό τους αίμα και των τυράννων τους, όπως δεν υπήρξαν τύραννοι που όσες ψυχές βασάνισαν, άλλο τόσο βασανίστηκε η δική τους.

Η δική μου τιμωρία πάντως δεν θα ήταν θάνατος απέναντι σ’ αυτούς, γιατί δεν αξίζουν να φύγουν καν με την ελάχιστη τιμή. Τους ταιριάζει να ζήσουν με τον βασικό μισθό που οι ίδιοι νομοθέτησαν, με δήμευση όλης της περιουσίας τους, καταδικασμένοι στην αιώνια φτώχεια και παρακαλώντας να διοριστούν με 5-μηνη σύμβαση μέσω ΑΣΕΠ σε κάποιον Δήμο, ώστε να προσφέρουν έστω και μια φορά στην άθλια ζωή τους, έστω και από το τίμιο πόστο του οδοκαθαριστή.

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ο Μάγος των Φόβων (αναδημοσίευση)



Αυτό το μικρό “παραμύθι” μιλάει για τον φόβο, αυτό το δύσκολο, και θα επέλεγα να το πω, οδυνηρό συναίσθημα. Για κάθε αναγνώστη μπορεί να κάνει διαφορετικό νόημα αυτό που θα διαβάσει, μπορεί, ίσως, να ρίξει λίγο φως γι’ αυτό που κρύβεται πίσω από κάποιους φόβους του και μπορεί κάτι να έχει να του πει, μπορεί πάλι όχι.

“Ακούστε το” λοιπόν… 

Οι φόβοι που μας διακατέχουν συνιστούν ένα από τα ισχυρότερα δηλητήρια της ζωής μας. Έχουμε απίστευτη ικανότητα να δημιουργούμε νέους φόβους, να συντηρούμε τους παλιούς, να ανανεώνουμε και να ενημερώνουμε το αστείρευτο απόθεμα των φόβων μας.

Επειδή οι φόβοι μας είναι μια από τις μορφές έκφρασης που χρησιμοποιούν περισσότερο τα παιδιά, όσο και τα πρώην παιδιά, επινόησα αυτό το μικρό παραμύθι…

Μια φορά κι έναν καιρό, μόνο μια φορά, σε κάποια χώρα του κόσμου μας, ζούσε κάποιος που όλοι φώναζαν Μάγο των Φόβων. Αυτό που πρέπει να ξέρετε, πριν πούμε περισσότερα, είναι ότι όλες οι γυναίκες, όλοι οι άνδρες και όλα τα παιδιά ετούτης της χώρας διακατέχονταν από αμέτρητους φόβους. Φόβους πανάρχαιους, προερχόμενους από τα βάθη της ιστορίας της ανθρωπότητας, τότε που οι άνθρωποι δε γνώριζαν ακόμα το γέλιο, την εγκατάλειψη, την εμπιστοσύνη και την αγάπη. Φόβους πιο πρόσφατους, βγαλμένους από την παιδική ηλικία του καθενός, τότε που η αθωότητα ενός βλέμματος, η απορία μιας κουβέντας, ο θαυμασμός μιας χειρονομίας ή το ξόδεμα ενός χαμόγελου προσέκρουαν στην ακατανόητη πραγματικότητα.

Αυτό που είναι βέβαιο, είναι ότι όλοι τους, μόλις άκουγαν να γίνεται λόγος για το Μάγο των Φόβων, δε δίσταζαν καθόλου να κινήσουν για ένα μακρύ ταξίδι με σκοπό να τον συναντήσουν. Με την ελπίδα να μπορέσει να εξαφανίσει ή να διαλύσει τους φόβους που κουβαλούσαν στο σώμα τους, στο κεφάλι τους ή που απλώς συνόδευαν τη ζωή τους. Κανείς τους δε γνώριζε πώς θα εξελισσόταν η συνάντηση. Όσοι γύριζαν από το ταξίδι έδειχναν μεγάλη συστολή προκειμένου να μοιραστούν την εμπειρία τους. Γεγονός είναι πάντως ότι το ταξίδι του γυρισμού ήταν πάντα πολύ μακρύτερο από τον πηγαιμό.

Κάποια μέρα, ένα παιδί μαρτύρησε το μυστικό του Μάγου των Φόβων. Αλλά αυτό που είπε φάνηκε τόσο απλό, τόσο απίστευτα απλό, που δεν το πίστεψε κανείς.

“Ήρθε κοντά μου, είπε το παιδί, πήρε τα δυο μου χέρια στα δικά του και μου ψιθύρισε:

- Πίσω από κάθε φόβο, υπάρχει ένας πόθος. Πάντα υπάρχει ένας πόθος κάτω από κάθε φόβο, όσο μικρός ή όσο τρομακτικός κι αν είναι αυτός! Πάντα υπάρχει ένας πόθος, να το ξέρεις.

Το στόμα του ήταν πολύ κοντά στο αυτί μου και μοσχομύριζε επιβεβαίωσε το παιδί.
Μου είπε ακόμα:
- Όλη μας τη ζωή κρύβουμε τους πόθους μας, γι’ αυτό και υπάρχουν τόσοι φόβοι στον κόσμο. Μόνη μου δουλειά και μοναδικό μου μυστικό, είναι να επιτρέπω στον καθένα να τολμάει να ξαναβρίσκει, να τολμάει ν’ ακούει και να τολμάει να σέβεται τον πόθο που υπάρχει μέσα του, κάτω από κάθε φόβο του.

Λέγοντας όλα αυτά, το παιδί ένιωθε ότι δεν το πίστευε κανείς. Κι έτσι άρχισα ξανά να αμφιβάλλει για τους ίδιους του τους πόθους. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να ξαναβρεί την ελευθερία να τους ακούει και να τους αποδέχεται μέσα του, μα αυτή είναι πάλι μια άλλη ιστορία.

Ωστόσο, κάποια μέρα, ένας άνδρας αποφάσισε να φέρει το Μάγο των Φόβων σε δύσκολη θέση. Μάλιστα, ήθελε να κάνει να ζήσει μια αποτυχία. Ταξίδεψε, έφτασε κοντά στο Μάγο των Φόβων, κι ανακοίνωσε το φόβο του:

- Φοβάμαι τους πόθους μου!

Ο Μάγος των Φόβων τον ρώτησε:
- Μπορείς να μου πεις τον πιο τρομακτικό σου πόθο;
- Ποθώ να μην πεθάνω ποτέ, ψιθύρισε ο άνδρας.
- Πράγματι, τρομερός και φοβερός ο πόθος σου.

Αργότερα, μετά από μακριά σιωπή, ο Μάγος των Φόβων μίλησε:
- Και ποιος φόβος κρύβεται μέσα σου, πίσω από αυτόν τον πόθο; Διότι πίσω από κάθε πόθο κρύβεται επίσης ένας φόβος, πολλές φορές και περισσότεροι.
Ο άνδρας είπε μονομιάς:
- Φοβάμαι μήπως δεν προλάβω να ζήσω όλη μου τη ζωή.
- Και ποιος είναι ο πόθος αυτού του φόβου;
- Θα επιθυμούσα να ζήσω κάθε στιγμή της ζωής μου όσο πιο έντονα, πιο ζωντανά, πιο χαρούμενα γίνεται, χωρίς να σπαταλήσω τίποτα.

- Ιδού λοιπόν ο τρομερότερός σου πόθος, ψιθύρισε ο Μάγος των Φόβων. 
Άκουσέ με καλά. Φρόντισέ τον αυτόν τον πόθο, είναι ένας πόθος πολύτιμος, μοναδικός. Το να ζούμε κάθε στιγμή της ζωής μας όσο γίνεται πιο έντονα, πιο ζωντανά, πιο χαρούμενα… χωρίς να σπαταλάμε τίποτα είναι ένας πολύ ωραίος πόθος.

Αν σέβεσαι αυτόν τον πόθο, αν του παραχωρήσεις μια πραγματική θέση μέσα σου, δε θα φοβάσαι πια το θάνατο. Πήγαινε τώρα, μπορείς να γυρίσεις πίσω.

Αλλά εσείς που με διαβάζετε, που με ακούτε ίσως, αμέσως θα μου πείτε:
- Λοιπόν, ο καθένας μπορεί να γίνει ο Μάγος των φόβων του!
- Βεβαίως, γίνεται, αν ο καθένας από μας φροντίσει να ανακαλύψει, να κατονομάσει ή να προτείνει τους φόβους του. Υπό έναν όρο: να δεχτεί ότι δε θα εκπληρωθούν όλοι του οι πόθοι. Όλοι πρέπει να μάθουν τη διαφορά ανάμεσα σ’ ένα πόθο και στην πραγματοποίησή του.
- Δηλαδή, δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν όλοι οι πόθοι, ακόμα και αν το επιθυμούμε;
- Όχι δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν όλοι οι πόθοι, μερικοί μόνο. Και κανένας δε γνωρίζει εκ των προτέρων ποιος από τους πόθους του απλώς θα ακουστεί, ποιος θα εκπληρωθεί, ποιος θα απορριφθεί, ποιος θα μεγεθυνθεί ως το γέλιο των αστεριών».

Ιδού το μεγάλο μυστικό της ζωής. Η ζωή είναι απρόβλεπτη, πάντα αδάμαστη και, ταυτόχρονα, απείρως ανοιχτή και γενναιόδωρη απέναντι στους πόθους των ανθρώπων. Διότι υπάρχουν πόθοι που για να εκπληρωθούν απολύτως, έχουν ανάγκη να παραμείνουν στο στάδιο του πόθου.

Διαδίδεται ότι ο Μάγος των Φόβων μπορεί να περάσει κάποια μέρα από τα μέρη μας…

Από το βιβλίο του Jacques Salome, “Μύθοι που θεραπεύουν, μύθοι που εκπαιδεύουν”, εκδόσεις ΜΕΤΑ. 

φωτογραφία: Ικαρία, Άγιος Ισίδωρος

Γιατί όταν λείπετε εσείς, τα Εξάρχεια είναι ξανά γειτονιά.

από facebook.com/olga.stefou.

Εγώ μένω στα Εξάρχεια, έχω εδώ το σπίτι μου. Κι όλοι εσείς που κάνατε καραμέλα την “φρίκη της βίας”, ας έρθετε να μου εξηγήσετε πώς γίνεται να προσπερνώ διμοιρίες ΜΑΤ για να φτάσω στη γειτονιά μου, ΜΑΤ που μου κόβουν το δρόμο ακόμα και κάτω από το ίδιο μου το σπίτι όταν έχουν κάπου να πάνε. Πώς γίνεται ακόμα και να πρέπει να κοιμάμαι αλλού έπειτα από μεγάλες διαδηλώσεις, επειδή συλλαμβανόταν όποιος επιχειρούσε έστω την πρόσβαση στα Εξάρχεια. Ή να περπατάω στα τυφλά, επειδή στρώσατε τους δρόμους με δακρυγόνα. Ή να τρώω μια πέτρα στο πόδι από τα ΜΑΤ σας, επειδή περπατούσα το δρόμο σε “κακή στιγμή”. Πώς γίνεται να πετάτε την αστυνομία σας μέσα σε μαγαζιά και να την αφήνετε εκεί να δέρνει, να συλλαμβάνει, να κάνει προσαγωγές. Πώς γίνεται ακόμα και το πιο μικρό: να κλέβετε όλους τους κάδους σκουπιδιών πριν τις μεγάλες πορείες, να μην μπορούμε να πετάξουμε τα σκουπίδια μας! 

Φταίτε εσείς, εσείς είστε οι εισβολείς στη γειτονιά μας. Εσείς κατατρώτε τα Εξάρχεια. Εσείς που ψάχνετε μονίμως “κάτι”, κάποιους “γνωστούς-αγνώστους” κι οι μοναδικοί “γνωστοί-άγνωστοι” στη γειτονιά είναι οι πρεζέμποροι κι οι μαφιόζοι, δρουν απολύτως ανενόχλητοι κάτω από τη μύτη σας. Εξηγήστε, λοιπόν, αυτή τη βία, τη βία που ζούμε από την παρουσία σας. Γιατί όταν λείπετε εσείς, τα Εξάρχεια είναι ξανά γειτονιά.

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Επανάσταση (αναδημοσίευση)

από τον ΚΙΜΠΙ
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής στις 23/11/2013

Όταν κυβερνητικός αξιωματούχος εκμυστηρεύεται στον «Guardian» ότι «και μισό μέτρο παραπάνω να εφαρμόσουμε θα γίνει επανάσταση», όταν ο Θ. Πάγκαλος συμβουλεύει όσους μπορούν να φύγουν στο εξωτερικό το βράδυ των εκλογών, αν νικήσει ο Τσίπρας, όταν η κυβέρνηση ζητά δημόσια από τους δανειστές να χαλαρώσουν την πίεση γιατί κινδυνεύει να πέσει, όταν κάθε συμφωνία με την τρόικα για νέο, παλιό ή αναπαλαιωμένο μέτρο είναι αδύνατο να εφαρμοστεί χωρίς να προκαλέσει κρίσεις ή απορρύθμιση (ΕΡΤ, πανεπιστήμια, υγεία), όταν τα συγκυβερνώντα κόμματα τρέμουν στην ιδέα ότι θα χρειαστεί να ζητήσουν ψήφο από τους βουλευτές τους για το επόμενο νομοσχέδιο, όταν τα κέντρα εξουσίας αναζητούν στο παρασκήνιο εναλλακτικές λύσεις διακυβέρνησης χωρίς να περάσουν από την κόλαση της κάλπης, όταν οι κρατικοί αξιωματούχοι επικαλούνται τόσο συχνά την επιστράτευση, την αστυνομία, τα ΜΑΤ, τα δικαστήρια για να εφαρμόσουν την απλούστερη υπουργική απόφαση, όταν το σύστημα διακυβέρνησης αδυνατεί να συγκροτήσει μια ελάχιστη κοινωνική συμμαχία σ’ αυτό που ορίζει ως στρατηγικό μονόδρομο, όταν το ίδιο σύστημα προσκρούει από το ένα αδιέξοδο στο άλλο, χωρίς να διαθέτει έξοδο κινδύνου, Plan B, όταν όλα δείχνουν ότι «οι κάτω δεν θέλουν» και «οι επάνω δεν μπορούν πια», τότε, ναι, ίσως η λέξη «επανάσταση» δεν είναι τόσο αδιανόητη.

Επανάσταση; Πιπέρι στο στόμα! Βαριά λέξη. Κι ακόμη βαρύτερη και περιπλοκότερη κατάσταση. Για να είμαστε ακριβείς και ειλικρινείς, όμως, δεν υπάρχει καμιά δύναμη στο πολιτικό σύστημα η οποία, πέρα από τον ρητορικό της μαξιμαλισμό, να επιδιώκει, να σχεδιάζει, να προετοιμάζει και να μπορεί να πραγματοποιήσει κάτι που να πλησιάζει σ’ αυτό που αποκαλείται «επανάσταση». Τουλάχιστον αυτό που η Ιστορία ορίζει ως τέτοιο. Δεν υπάρχει, επίσης, καμιά κοινωνική ομάδα ή τάξη που να διαθέτει το επίπεδο οργάνωσης και ισχύος, ώστε να εξελιχθεί από «τάξη καθαυτή» σε «τάξη για τον εαυτό της», για να θυμηθούμε τον Μαρξ, να διεκδικήσει δηλαδή την πολιτική ηγεμονία, να γίνει ηγέτιδα «εθνική τάξη» και να καταλάβει την εξουσία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Αυτή την ιδιότητα, άλλωστε, την έχει χάσει προ πολλού ακόμη και η μέχρι πρότινος ηγέτιδα οικονομική ελίτ, η οποία κινείται μεταξύ πανικού, σύγχυσης, κανιβαλισμού, φυγής και λογικής «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».

Αυτό, λοιπόν, που πιθανότατα εννοεί ο ανώνυμος κυβερνητικός αξιωματούχος, ο οποίος τρέμει στην ιδέα μιας «επανάστασης», είναι κάτι άλλο. Μια τόσο βαθιά, απόλυτη και πλήρη απονομιμοποίηση του συστήματος διακυβέρνησης, ώστε καμιά του απόφαση, καμιά διοικητική του πράξη να μην μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς να προκαλεί κοινωνικές εκρήξεις. Όταν, λοιπόν, οι «επάνω δεν μπορούν» και οι «κάτω δεν θέλουν», αλλά δεν υπάρχει ακόμη «κάποιος που και μπορεί και θέλει», τι προκύπτει; Κενό εξουσίας. Το κενό κατά κανόνα καλύπτεται από την εξέγερση, άλλοτε τυφλή και βίαιη, άλλοτε ειρηνική και στοιχειωδώς οργανωμένη, από κοινωνικές ομάδες που στην αρχή το μόνο τους σχέδιο είναι η διαμαρτυρία, η έκφραση του θυμού, η διάθεση να τιμωρήσουν ένα καθεστώς, χωρίς να έχουν αποφασίσει με τι θα το αντικαταστήσουν. Η εξέγερση ρευστοποιεί το κοινωνικό τοπίο, υποχρεώνει τις πολιτικές δυνάμεις να πάρουν θέση απέναντί της και θέτουν στο καθεστώς το δίλημμα της καταλλαγής ή της καταστολής. Αλλά η μόνη περίπτωση να εξελιχθεί η εξέγερση σε «επανάσταση» είναι να υπάρξει κάποια δύναμη έτοιμη να προβάλει ένα πειστικό εναλλακτικό σχέδιο εξουσίας και διακυβέρνησης, ικανή να το εφαρμόσει και στον δρόμο, όπου κυκλοφορεί το θυμωμένο πλήθος (αλλά και το χάος, και το οργανωμένο έγκλημα, και οι οπισθοφυλακές του παλαιού καθεστώτος), και στο κράτος, που τα κλειδιά του κρατά η γραφειοκρατία της παλαιάς διακυβέρνησης.

Παραδέχομαι πως η περιγραφή είναι σχηματική, αποστειρωμένη, αποστεωμένη και θεωρητική. Όμως, δεν διαθέτουμε άλλα εργαλεία εκτός από αυτά της Ιστορίας, ακόμη και της ζωντανής, για να προσδιορίσουμε τους όρους και τις έννοιές τους. Στην Αίγυπτο εξελίσσεται εδώ και τρία χρόνια η πιο ευρεία και ανθεκτική κοινωνική εξέγερση, στην οποία εναλλάσσονται τα κοινωνικά με τα ιδεολογικά-θρησκευτικά κίνητρα. Αλλά δεν κατάφερε «να μεγαλώσει και να γίνει επανάσταση», αφού ο στρατός πέτυχε με την εναλλαγή συνδιαλλαγής και καταστολής τη συνέχεια του καθεστώτος. Γενικώς, η εποχή μας είναι εποχή εξεγέρσεων. Η κοινωνική δυσφορία διαπερνά το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, ο κόσμος είναι γεμάτος αδύναμους κρίκους που μπορούν ανά πάσα στιγμή να σπάσουν την αλυσίδα της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, των οικονομικών, νομισματικών, πολιτικών και στρατιωτικών συμμαχιών. Αλλά ούτε η εποχή μας ούτε ο κόσμος μας έχουν ανέβει από το σκαλί της εξέγερσης σ’ αυτό της επανάστασης. Υπάρχει κάτι που λείπει για ν’ αποδώσει κάτι αντίστοιχο με τις αστικές επαναστάσεις του 18ου και 19ου αιώνα, την Οκτωβριανή Επανάσταση, ή τις εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα.

Τι λείπει; Λείπει πρώτα πρώτα ένα σχήμα του κόσμου μας. Οι επαναστάσεις του 18ου αιώνα φυτεύτηκαν σε επιστημονικές και πνευματικές ανακαλύψεις, που έδιναν ακριβώς σχήμα στον κόσμο της εποχής τους. Ακόμη και η αγγλική εκδοχή της λέξης επανάσταση, το revolution, οφείλει την ύπαρξή της στον Κοπέρνικο και στο έργο του «De Revolutionibus Orbium Coelestium Libri VI» (Περί της περιστροφής των ουρανίων σφαιρών, βιβλία έξι). Αν ο Κοπέρνικος δεν έδινε σχήμα στο πλανητικό σύστημα και οι διάδοχοί του αστρονόμοι στο σύμπαν, οι γεωγράφοι στη Γη, αν οι πολιτικοί φιλόσοφοι δεν έδιναν σχήμα στην κοινωνία, στο κράτος, στην οικονομία, στην Ιστορία, ίσως να μην είχαν προκύψει η Αμερικανική και η Γαλλική Επανάσταση. Η revolution θα είχε μείνει μια βαρετή «περιστροφή» του κόσμου γύρω από τον εαυτό του.

Δεν λείπει, βέβαια, από την εποχή μας η επιστημονική επανάσταση. Τη ζούμε, καθώς η ψηφιακή κι οι άλλες τεχνολογίες αλλάζουν τα δεδομένα γύρω μας με ταχύτητα που αδυνατούμε να παρακολουθήσουμε. Αλλά μας λείπει η πνευματική επανάσταση, οι ρηξικέλευθες ιδέες που θα ξαναδώσουν σχήμα στον ά-σχημο κόσμο μας. Δεν είμαστε σίγουροι τι είδους καπιταλισμός είναι αυτός που ζούμε, αν βιώνουμε τη μετάλλαξή του ή τους σπασμούς του τέλους του. Δεν ξέρουμε αν τα σύνορα του κόσμου είναι οριστικά ή αν θα ξαναχαραχτούν, με ποταμούς αίματος ή καταρράκτες χρήματος. Δεν είμαστε βέβαιοι αν τα έθνη-κράτη θα επιβιώσουν ή θα χαθούν σε μια παγκόσμια διακυβέρνηση την οποία οι κοινωνίες θα είναι αδύνατο να επηρεάσουν. Δεν ξέρουμε αν οι δημοκρατίες θα επιβιώσουν ή θα εξαφανιστούν σε έναν ολοκληρωτισμό όπου το άυλο χρήμα και οι κάτοχοί του θα είναι ο μόνος πόλος εξουσίας. Δεν ξέρουμε πολλά για τον κόσμο μας, διαισθανόμαστε μόνο εξελίσσεται σε απεχθή δυστοπία. Κι ευελπιστούμε ότι κάποιοι ιδιοφυείς άνθρωποι αποκρυπτογραφούν ήδη τους κώδικές του για να αποκαλύψουν την αχίλλειο πτέρνα του.

Τι άλλο λείπει; Λείπει η αναδιατύπωση της ουτοπίας. Μπορεί οι ουτοπίες των προηγούμενων αιώνων να έγιναν άλλοθι για ιστορικά εγκλήματα, αλλά ταυτόχρονα ήταν αυτές που έφεραν τα πλήθη στο προσκήνιο των επαναστάσεων. Ο μεταμοντέρνος καπιταλισμός θέλησε να βάλει τέλος στην Ιστορία, στις μεγάλες αφηγήσεις, στις ουτοπίες και τελικά στις επαναστάσεις, προσφέροντας ως αντάλλαγμα μια ελάχιστη ποσόστωση ευημερίας για όλους, άνισα και άδικα κατανεμημένη, αλλά συναρτημένη με μια διαρκή και αδιατάρακτη από κρίσεις μεγέθυνση. Αυτό μας τελείωσε. Ο θρίαμβος του καπιταλισμού σχεδόν σε όλο τον πλανήτη ταυτόχρονα τον γκρέμισε από το βάθρο της έσχατης υλοποιημένης ουτοπίας. Ο θριαμβευτής έχει πολλαπλασιάσει επικίνδυνα τους νεκροθάφτες του. Λείπουν μόνο η νεκρώσιμος ακολουθία και το ουτοπικό τροπάριο της επόμενης «ανάστασης». Λέτε να συντίθενται κάπου εδώ κοντά μας, τόσο κοντά που οι νότες τους να ’φτασαν στ’ αυτιά του ανώνυμου κυβερνητικού αξιωματούχου; Ποτέ μη λες «ποτέ».

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Καθένας όμως που έχει μελετήσει μια επαναστατική εξέγερση, γνωρίζει πόσες εσωτερικές δυσκολίες μια μάζα συναντά για να εξεγερθεί. Μόνο στην ανάγκη ρίχνεται ο άνθρωπος στο άγνωστο. Η μεγαλόπρεπη φράση «το προλεταριάτο δεν έχει να χάσει παρά τις αλυσίδες του» ισχύει σαν ιστορική προοπτική και για ολόκληρη την εργατική τάξη συνολικά. Όμως, η εσωτερική ιστορία μιας επανάστασης δεν βρίσκεται τάχα ακριβώς στο ότι το προλεταριάτο -οι προλετάριοι δηλαδή- αποφασίζουν να δράσουν σαν τάξη; Στη διαδικασία αυτή πολλά έχουν να χάσουν και πολλά να ριψοκινδυνέψουν. Αξιοπρόσεκτο είναι πως εδώ η ίδια η ζωή θεωρείται το πιο τελευταίο, το λιγότερο σημαντικό από όλα. Συχνά τη βάζουν σε κίνδυνο πολύ πιο εύκολα, παρά ένα φτωχικό σπιτάκι.

Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Τρία κόκκινα γράμματα»

Το τραγούδι του Κότσυφα (αναδημοσίευση)

του Νοέμβρη χρώματα
του Γιάννη Μακριδάκη

Δέκα γενιές γεωργοί και μαστόροι πίσω μου κι εγώ γίνηκα καλαμαράς. Ούτε καν καλαμαράς, κουμπιά πατούσα όλη μέρα. Φύγε από τη γη, από τη φτώχεια, να πας να γίνεις καπετάνιος, έλεγε ο συχωρεμένος ο παππούς μου στον γιο του, τον πατέρα μου, σήκω φύγε από το χωριό, να μπαρκάρεις, να βγάλεις χρήμα μπόλικο, να κάμεις κι ένα σπίτι καλό στην πολιτεία, να έχεις τις ανέσεις σου, να μη φας τη ζωή σου απάνω στα βουνά όπως εγώ, βλέπεις τι τραβώ ολοχρονίς για να σας θρέψω.

Και πήγε κι έγινε καπετάνιος ο γονιός μου. Και έβγαλε όλη τη ζωή του μες στη θάλασσα, πάνω στη λαμαρίνα τα ‘ζησε τα πιο καλά του χρόνια κι ας έχτισε σπίτι καλό στην πόλη, μακριά από το χωριό κι ας είχε άνεση οικονομική μεγάλη. Έκαμε και παιδιά, εμένα και την αδερφή μου και όχι μόνο μας έθρεψε αλλά μας κουβαλούσε κι όλου του κόσμου τα καλά, τα πιο σύγχρονα επιτεύγματα της τεχνολογίας είχε μες στα μπαγκάζια του σαν ξεμπαρκάριζε από τις Σιγκαπούρες και τις Ιαπωνίες, έτσι, που μας βλέπανε οι άλλοι, οι στεριανοί και τρίβανε τα μάτια τους.

Να πας να σπουδάσεις, μου ‘λεγε εμένα σαν μεγάλωνα, να γίνεις άνθρωπος, να μην καταντήσεις σαν και του λόγου μου, μακριά από τη ρουφιάνα τη θάλασσα να μείνεις, μακριά από τη λαμαρίνα του βαποριού, στα γράμματα να πας, να γίνεις επιστήμονας και να ‘χεις δουλειά καλή, στεριανή, να βλέπεις τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου κάθε μέρα, όχι όπως εγώ, μία φορά το χρόνο, έτσι μου λεγε. Και πήγα κι εγώ και σπούδασα. Έγινα προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών. Κι έπιασα ύστερα δουλειά σε εταιρία μεγάλη, απ’ αυτές που έχουνε γραφεία σ’ όλες τις χώρες της οικουμένης, σα βαπόρια είναι κι αυτές, μονάχα που δεν κάνουνε ταξίδια στους ωκεανούς, ούτε έχουνε λαμαρίνες αλλά τζαμένια κτίρια θεόρατα.

Μακριά από τη γη ο ένας, μακριά από τη θάλασσα ο άλλος, να η κατάντια μου.

Δεν το είχα καταλάβει διόλου στο ξεκίνημα, αλλιώς μού είχανε περάσει τη ζωή μες στον σκληρό μου δίσκο βλέπεις, πως άμα έχεις χρήμα, τα ‘χεις όλα, έτσι μου μάθανε. Ύστερα όμως από δυο χρόνια δουλειάς, με καλές αποδοχές δε λέω, αλλά απ’ το πρωί ως τη νύχτα στο γραφείο μπροστά στην οθόνη, απόκαμα. Τα ‘βαλα κάτω ένα βράδυ σαν γύρισα στο διαμέρισμα, μπροστά στην τηλεόραση και στο κουτί της πίτσας. Σκλάβος ένιωθα.

Νοικιασμένος στην επιχείρηση, με άδεια λίγες μέρες κάθε χρόνο σαν φυλακισμένος, σαν για να θυμηθώ τι είναι η ζωή που χάνω. Κι ύστερα πάλι στο κλουβί. Δίχως να έχω χρόνο προσωπικό ούτε για να ασκώ την τέχνη μου, τη ζωγραφική, που μ’ άρεσε από μικρό παιδί κι όταν έλεγα πως θα γίνω ζωγράφος, άστραφτε και βροντούσε ο πατέρας και μου ‘λεγε να τα ξεχάσω αυτά διότι θα πεθάνω στην ψάθα σαν όλους τους καλλιτέχνες. Και πώς να παντρευτείς και να κάνεις παιδιά με τέτοια ζωή που ζεις, σκέφτηκα, να τα βλέπεις πότε; Τη νύχτα που θα κοιμούνται;

Έκατσα λοιπόν τότε, στα εικοσιεφτά μου χρόνια, το θυμάμαι σαν τώρα που ‘μαι σαράντα, και το λογάριασα το πράγμα εξαρχής, σαν μορφωμένος και γραμματιζούμενος που είχα γίνει πια. Κι όλη τη νύχτα στριφογύριζα απάνω στο κρεβάτι, ύπνος δεν μ’ έπιανε, σαν άρρωστος βαρυγκομούσα. Ποιος και με πόσα θα μου ξεπληρώσει τη ζωή που δεν ζω επειδή νοίκιασα το τομάρι μου για να βγάζω χρήμα; Ποιος θα μου ξεπληρώσει τη χαμένη μου ελευθερία, τον πρωινό μου ύπνο που πάει στράφι, τις νύχτες μου που σέρνομαι και δεν είμαι εις θέση ούτε να μιλήσω σε άνθρωπο, μονάχα αποβλακώνομαι με τις ώρες μπροστά στην τηλεόραση και βλέπω διαφημίσεις, ποιος θα μου δώσει πίσω τις ώρες της ζωής μου της μοναδικής, που περνάνε μπρος σε μια οθόνη; 

Ποιος ψυχολόγος και με πόση αμοιβή θα ρουφήξει από μέσα μου τόσο δηλητήριο, ποιος θα με καθαρίσει, που έμαθα να βλέπω τον καθένα δίπλα μου σαν ανταγωνιστή κι όχι σαν άνθρωπο, ποιος; Μ’ αυτές τις σκέψεις, κακήν κακώς, με πήρε ξημερώματα ο ύπνος.

Τι κάνεις Λευτέρη, ρώτησα τ’ άλλο πρωί τον εαυτό μου στον καθρέφτη, χαραμίζεις όλη μέρα το είναι σου για να σου δώσουν χρήμα κι αμέσως να τους το ξαναδώσεις πίσω για να σε ταϊσουνε, να σε ντύσουνε, να σε διασκεδάσουνε, να σου δώσουνε σπίτι και ανέσεις. Κυκλοφορείς το χρήμα για να υπάρχεις, αυτό κάνεις. Κι όσα και να σου μένουνε στην άκρη δεν τα χαίρεσαι, τη ζωή σου χάνεις κάθε μέρα Λευτέρη, πουι δε γυρίζει πίσω, τη δίνεις αντιπαροχή για πλαστική τροφή κι ένα κλουβάκι άνετο, κι ανθρώπους δεν έχεις δίπλα σου, μονάχα «συνεργάτες», σαν πονηρό υπονοούμενο του το ‘πα αυτό, χασκογέλασε αμήχανα αλλά πικρά ο άλλος μες στον καθρέφτη, σαν κάτι να ‘νιωθε, σαν να τον τσιγκλούσανε όλ’ αυτά, την ψυχή σου πουλάς Λευτέρη, του ξανάπα τότε πιο δυνατά, την υγειά σου χαραμίζεις, για να ‘χεις στο τέλος όσα είχε, με μόχθο αλλά υγιής και λεύτερος, ο συγχωρεμένος ο παππούς σου, που ‘χεις και τ’ όνομά του, ξύπνα Λευτέρη, λευτερώσου, ένα πλάσμα της φύσης είσαι κι εσύ, μια πνοή μονάχα, τίποτα παραπάνω, μη σε πλανεύουνε οι γραβάτες που φορείς και τ’ άλλα τα φτιασίδια, μη σε ξεγελά η μούρη σου η φρεσκοξυρισμένη, έτσι του είπα κι έμπηξε εκείνος τότε ένα κλάμα γοερό, τον έβλεπα θολά μες στον καθρέφτη, πρηστήκανε τα μάτια του μεμιάς, δεν ήτανε εις θέση να πάει στη δουλειά εκείνο το πρωί, για ξαφνική αδιαθεσία ειδοποίησε και έμεινε στο σπίτι.

Σαν συνήλθα κάπως, ένιωσα πως έχω ολόκληρη τη μέρα μου ελεύθερη για να σκεφτώ πιο ψύχραιμα και να αποφασίσω. Μα δεν ήτανε τόσο εύκολο να κάνω τη στροφή μεμιάς, έψαχνε το μυαλό μου λύσεις άλλες, πιο βολικές, πιο κοντινές στα όσα ήξερα και είχα βιωμένα. Να πάω να νοικιαστώ αλλού, σκέφτηκα στην αρχή, με λιγότερη δουλειά και πιο μικρό μισθό, με πιο πολύ χρόνο για μένα. Πάλι δεν με συμφέρει όμως, διότι θα χάσω κι αυτά που έμαθα να έχω, και πάλι δέσμιος θα ‘μαι. Να μπω στο δημόσιο, ψέλλισα κατόπιν. Είναι κι αυτό μια πρόταση. Μόνιμος ο εκμισθωτής μου, δίχως πολλές πολλές απαιτήσεις και με νοίκι σταθερό βρέξει χιονίσει. Μα γιατί; Υπάρχει κάνας λόγος; Αφού όσα και να με πληρώνει αυτό το πλάνο σύστημα, εγώ του τα επιστρέφω, για να ικανοποιήσω τις ανάγκες μου και τις επιθυμίες, που τις πιο πολλές από δαύτες μού τις δημιουργεί το ίδιο, για να μου τα πάρει πίσω όπως μου τα δωσε.

Κατάληξα λοιπόν πως όσα και να βγάζω κάθε μήνα, το βιολί αυτό δεν με συμφέρει. Δεν συμφέρει γενικώς να δουλεύεις για να ζήσεις. Είναι η πιο οφθαλμοφανώς ασύμφορη συμφωνία, την οποίαν όμως, παραδόξως, συνάπτουν με περισσή ευκολία στην ζωή τους οι άνθρωποι, διότι έτσι τους μάθανε οι μεγαλύτεροί τους, αυτά τους περάσανε μες στον σκληρό τους δίσκο ως βασικά δεδομένα.

Την άλλη μέρα πήγα λοιπόν στον προϊστάμενο και παραιτήθηκα. Έμεινα πάνω κάτω κάνα μήνα ακόμα, μέχρι να βρεθεί άλλος στο πόδι μου και τότε μάζεψα ένα πρωί τα υπάρχοντά μου κι έφυγα, γύρισα πίσω δυο γενιές, να ξαναζήσω στο παλιό κι ερειπωμένο σχεδόν σπίτι του παππού μου στο χωριό. Όλοι μου λέγανε τότε πως είμαι τρελός που έφυγα από την πόλη και την καλή δουλειά. Μα που την είδανε την τρέλα; Αφού κάθισα και τα σκέφτηκα όλα λογικά. Τα πήρα από την αρχή τα δεδομένα και είδα πως το σύστημά μου είχε κολλήσει και πήγαινε ντουγρού προς το αδιέξοδο.

Το πήρα απόφαση κι έκανα ένα μεγαλοπρεπές φορμάτ.

Σπόυδασα υπολογιστές, ευτυχώς, και ξέρω. Κράτησα ό,τι πληροφορία θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμη απ’ όσες είχα αποθηκεύσει στον δίσκο μου μέχρι εκείνη τη στιγμή, πάτησα το κουμπί κι εξαφάνισα το σύστημα που με είχε γαλουχήσει. Ύστερα εγκατέστησα ένα καινούριο. Δηλαδή το δυο γενιές παλιότερο, εκείνο που είχε ο παππούς μου, αλλά με βελτιώσεις σύγχρονες. Και βρήκα την υγειά μου.

Μονάχα ο πατέρας μου πήγε να σκάσει. Είδα κι έπαθα να σε σπουδάσω, να πας μπροστά στη ζωή σου κι εσύ τα παρατάς όλα και γυρίζεις πίσω; Αντί να προοδεύεις γίνεσαι οπισθοδρομικός; Τι θα πει ο κόσμος; Μάλλον αυτό τον ένοιαξε περισσότερο.

Εγώ όμως δεν άκουγα τίποτα απ’ αυτά. Είχα κάνει πλέον το φορμάτ και όσα έλεγε δεν ήτανε πληροφορίες αναγνωρίσιμες πλέον στο νέο μου το σύστημα. Κι έφυγα.

Πήγα και βρήκα την υγειά μου και τη λευτεριά μου. Βρήκα και τους σπόρους που φύτευε στους μπαξέδες του ο παππούς και τους φύλαγε μέσα σ’ ένα ντουλάπι ξύλινο στον βορινό τον τοίχο.

Κι άρχισα να ζω παράλληλα με όλο αυτό το σύστημα, σαν πουλί, σαν Κότσυφας, σε ένα άλλο σύμπαν. Δεν περιμένω πια να μου δώσουνε χαρτιά κάθε τέλος του μήνα για να πάω να τα κάνω τρόφιμα, ποτά και θεάματα. Παράγω τα πάντα και νιώθω άνθρωπος. Το τραπέζι μου χειμώνα καλοκαίρι είναι γεμάτο με ό,τι βγάζει η γη μου, το κελάρι φίσκα, τα θεάματα και τα ακούσματα κάθε μέρα σ’ όλη την πλάση γύρω μου μοναδικά κι ανεπανάληπτα. Άσε που, από τότε που επέστρεψα, ξεκίνησα και να ζωγραφίζω. Λευτερώθηκε η ψυχή μου, βρήκε τον δρόμο της. Και κατεβαίνω μια φορά στο τόσο στην πόλη και τα κάνω έκθεση τα έργα μου. Και βγάζω λίγο χρήμα απ’ αυτά, για να πληρώνω αυτά τα ελάχιστα που με συνδέουνε ακόμα με τον “πολιτισμό” του.

Και ξαφνικά τσουπ, δεκατόσα χρόνια μετά από την απόφασή μου εκείνη, να η κρίση η οικονομική και χτύπησε την πόρτα. Τώρα την είδες ρε πατέρα; Το αδιέξοδο που με τάιζες τόσα χρόνια και μάλιστα με το ιδρώτα σου μέσα στους σκυλοπνίχτες που μπαρκάριζες, δεν το είχες πάρει χαμπάρι ποτέ; Πως η ζωή δεν είναι εμπόρευμα, δεν είναι οικόπεδο για να το δώσεις αντιπαροχή, ποτέ σου δεν το σκέφτηκες για να μου το διδάξεις;

Τώρα μου λένε όλοι, κι ο πατέρας μου μαζί, πως έκανα την πιο σοφή κίνηση τότε που τα παράτησα κι επέστρεψα στη γη. Και πως είμαι πολύ τυχερός που το κατάλαβα νωρίς και έφυγα απ’ την πόλη. Μα πού την είδανε την τύχη; Στην τύχη τα ρίχνουνε όλα, έτσι μάθανε, δυστυχώς. Γι αυτό ίσως κάθονται κι αυτή την ύστατη ώρα ακόμα ατάραχοι και περιμένουνε, βλέπουνε το θηρίο να τους κυριεύει κάθε μέρα και πιότερο δίχως να αντιδρούνε.

Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό το κακό που συμβαίνει στους ανθρώπους. Μα δεν το βάζω κάτω και κάθε πρωί μ’ όλα μου τα κουράγια τραγουδώ. Και τ’ άλλα τα κοτσύφια τραγουδάνε κι αυτά, όλα μαζί, στα πάρκα, στα παραθύρια των σπιτιών και των γραφείων, στα μπαλκόνια, γεμίζουνε οι πόλεις από τη μελωδία μας, τον ένα και μοναδικό μας στίχο. Ένα φορμάτ είναι ρε παιδιά, μονάχα ένα φορμάτ.