Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

Κράτησα τη ζωή μου* (αναδημοσίευση)



Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά.
Τ’ άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ’ άστρο ο Αλδεβαράν

Κράτα μου εσύ το κεφάλι μπάσταρδε, εγώ ότι και να κάνεις δεν προσκυνάω. Δεν σε προσκυνάω. Δεν προσκυνάω τη φάρα σου. Δεν θα σου πω κουβέντα. Δεν θα βγάλω άχνα. Το στώμα μου δεν τ΄ανοίγω ούτε για να πω το ονομά μου. Καλύτερα να το ξεχάσω. Κι ούτε σάλιο δεν μου περισσεύει, δεν το χαραμίζω να φτύσω εκεί που πατάς. Ούτε ίχνος έκφρασης δεν χαρίζω για τη συμμορία σου και τους αφεντάδες που βαράς προσοχή. Ούτε γκριμάτσα. Ούτε σελίδα δεν μου ‘μεινε, να τσακίσω την άκρη της για να θυμηθώ να κρατηθώ από τον Νόμο. Ούτε λύπηση δεν έχω για κανέναν σας, δεν σας φωτίζω τις σκοτεινές και τιποτένιες μέρες με κανένα όραμα. Ούτε μια πρόταση, ούτε ένα βιβλίο, ούτε μια νότα δεν θα αναπολήσω για να ξεχάσω το πουλημένο τομάρι σου. Καριόλη άντρα, μια μέρα τα παιδιά σου θα σου φορέσουν κουκούλα και θα σε γονατίσουν και θα σε χτυπούν για τέσσερις ώρες στο κεφάλι ουρλιάζοντας με τη φωνή μου. Και τότε που θα κατουριέσαι από φόβο θα θυμηθώ να σου δώσω να πιεις νερό. Για να απομείνεις μόνος με τη ντροπή σου.

Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς
καμιά φωτιά στη κορυφή τους. Βραδιάζει.

Δεν έβρεξε καθόλου εκείνες τις μέρες. Δεν είχα μια σκοτεινή γωνιά για να κρυφτώ και να μην ξέρω τίποτα. Να μη ζήσω τίποτα. Δεν είχες τρόπο να μου απαντήσεις όσες ερωτήσεις κι αν σου έκανα. Ούτε καν λίγο κρύο, μόνο ήλιος και κηδείες. Αν έβρεχε θα σταματούσε τουλάχιστον η κίνηση στους δρόμους, τα αυτοκίνητα στην Αθήνα θα παραμέναν ακίνητα, οι οδηγοί θα βρίσκαν επιτέλους στο μποτιλιάρισμα τον μόνο λόγο που θυμούνται να είναι έξαλοι και ένας ένας θα έβγαιναν στη μέση της Κηφισίας. Ο πρώτος που επιτέλους θα έβριζε τον μπροστινό του θα έφερνε λίγο πιο κοντά την αλήθεια. Χιλιάδες οδηγοί να δέρνονται, χτυπόντας ο ένας το κεφάλι του άλλου στα παρμπριζ των αυτοκινήτων που δεν θα σπάγαν αλλά θα γεμίζαν εκατομμύρια ρωγμές. Οι ρωγμές, η βροχή και τα σώματα κουβάρια βίας για να πονάνε όλοι, όλοι όπως εγώ. Όχι, πιο πολύ από μένα. Οι καθρέφτες να ξεκολάνε, οι κόρνες να έχουν κολήσει και τα ραδιόφωνα να παίζουν όλα στη διαπασών μόνο τα ουρλιαχτά του άδωνη. Η όμορφή μας πόλη. Θα βάζαμε στοίχημα πόσοι θα βγάλουν όπλο από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Θα γελούσες.

Κράτησα τη ζωή μου, στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί που φύσηξε ο βοριάς καθώς ακούω
γύρω στη παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.

Σας βλέπω ρε μαλάκες. Μικροί, άπνοοι συνεχίζεται να στέκεστε όρθιοι από τύχη. Και δεν το ξέρετε, ούτε μια σταλιά ευγνωμοσύνης για το τυχερό σας δεν έχετε. Γιατί δεν σας πέτυχαν οι σφαίρες που εποστρακίζονται, έτσι λέει είναι η σωστή λέξη, τα βράδια έξω απ’ τις πόρτες των σπιτιών και μπορείτε ακόμα να προσποιείστε πως δεν ακούσατε τίποτα. Οι κρότοι έρχονται από μακριά. Έτσι λέτε. Κανείς δεν πυροβολεί. Αυτό λέτε, αλλά σιγανά, μην σας ακούσουν. Ούτε τον είδατε να τρέχει και να πέφτει κυνηγημένος στο κενό για να σωθεί. Ούτε υπήρξαν οι διώκτες. Είχαν άλλωστε περάσει μόλις από σεμινάρια του Δήμου. Μόνο το εμπόρευμα βλέπατε και σας χαλούσε την αισθητική, γιατί το κουβαλούσε στο σεντόνι και ήταν φτηνή απομίμιση. Και δεν πλήρωνε και φπα. Αν και, ομολογούσατε όταν καθώς πίνατε τον καφέ σας, ριστρέτο πάντα, ήταν επιτυχημένη απομίμηση, εξού και σταματούσαν τόσες κυράτσες εκείνα τα χρόνια, πριν, για να αγοράσουν τσαντάκια φο που εξαφανιζόταν μπροστά στα κιλά λίπους και καναπέ. Μόνο τα παιδιά του βλέπατε και του κάνατε κάθε τόσο παρατηρήσεις επειδή όταν έπαιζαν το μεσημέρι και τρέχαν μέσα στο διαμέρισμα τα πατήματα σας χαλούσαν την ησυχία. Και το ξέρω. Θα με δείτε στην οθόνη. Χάνεται άλλωστε τέτοιο θέαμα; Και γι΄αυτό σας κρατάω το καλύτερό μου βλέμμα. Περιφρόνηση και αηδία για το καθιστικό σας και την ησυχία σας. Μια μέρα χιλιάδες μικρά πόδια θα χορεύουν στα ταβάνια πάνω απ’ τα κεφάλια σας μετατρέποντας τις εκπομπές του μεσημεριού σε κόλαση. Και η οθόνη θα δείχνει μόνο το βλέμμα μου.

Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της
Ανεβαίνω τα βουνά, μελανιασμένες λαγκαδιές, ο χιονισμένος
κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν
μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια μήτε
τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι.
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ. ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνή σου λέγοντας “ευτυχία”.
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ’ τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες που μου ξεφεύγουν
εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.
Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που σ’ αγγίζει
στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
βρίσκοντας ένα κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του,
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.

Όρθια κορμιά χορεύουν πάνω στα τραπέζια. Όχι, δεν είναι σε μια άλλη δεκαετία. Ακόμα χορεύουν πάνω στα τραπέζια. Για κάτι που θέλουνε να μοιάζει με πάθος. Όρθια ερωτηματικά δεν ξέρουν να ρωτήσουν τι είναι το πάθος. Τίποτα δεν έχετε να μου δώσετε. Μόνο αηδία ξεπηδάει από κάθε γωνιά της πόλης. Μαζί με τους μπράβους και τους δελτάδες. Πίσω από τα γκισέ μετρώντας χαρτονομίσματα. Στο ασανσέρ με τη μπόχα των ανακατεμένων αρωμάτων. Στη γωνία που κοιμάται πίσω από τα χαρτόνια για να κρυφτεί από τις κάμερες του Θεοδωράκη που μοναχός καουμπόι αναρωτιέται περπατώντας για τη Βουγιουκλάκη και την κατάθλιψη. Όρθια κορμιά ισορροπούν πάνω σε δίπατα εκτρώματα διαλύοντας ότι είχε απομείνει από τη σπονδυλική τους στήλη που έτσι κι αλλιώς είχε σκεβρώσει από το σκύψιμο. Όρθια κορμιά δοκιμάζουν γραβάτες κάπου στην Ακαδημίας. Όρθια κορμιά φωτογραφίζουν τα γκράφιτι ή τον μωβ ουρανό και τα περνούν από φίλτρα για να γίνουν πιο όμορφα. Όρθια κορμιά περπατούν δίπλα μου. Όρθια ακόμα.

Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους σε πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου,
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή, κράτησα τη ζωή μου
Το χιόνι
και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.

Σου κράταγα το κεφάλι και ήσουν ξαπλωμένος πάνω στο πλακόστρωτο. Πιο ζεστός κι απ’ τη νύχτα. Πιο ελαφρύς κι απ’ τον αέρα. Πιο γρήγορος κι απ’ τον κρότο. Πιο μακρινός κι απ’ τη γιορτή. Εγώ κράτησα τη ζωή σου. Τη δική μου δεν την κρατά κανείς. Πέφτει στην αγκαλιά του κενού. Ποιος μίλησε για πτώση; Εγώ την πρόσκρουση περιμένω.

* Σημείωση του συγγραφέα του κειμένου
Ο τίτλος και το ποίημα: “Επιφάνεια, 1973”, του Γιώργου Σεφέρη από τη συλλογή “Σχέδια για ένα καλοκαίρι”. H αμυγδαλιά του Vincent van Gogh. Τα υπόλοιπα, αποκυήματα της φαντασίας. Καμία σχέση με τη νοσηρή πραγματικότητα.

μουσική επιλογή του διαχειριστή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.