από το ιστολόγιο Vuelos
Ξημέρωσε κι εμείς βρεθήκαμε, για άλλη μια μέρα, στην ίδια θέση. Καθισμένοι στην άκρη του πεζοδρομίου, ο ένας δίπλα στον άλλο, κοιτώντας τον ουρανό να παίρνει σιγά-σιγά αυτό το ωραίο μπλε που και οι δύο λατρεύαμε. Είμαστε, όμως, αυτή τη φορά διαφορετικοί. Δεν μιλούσαμε πολύ. Είχαμε πάψει εδώ και καιρό να μιλάμε. Σαν να προλάβαινε ο χρόνος τις λέξεις και κάθε φορά που είμαστε έτοιμοι να πούμε κάτι, αυτός τις ξανάβαζε μέσα μας λέγοντας μας ψιθυριστά πως είναι ασήμαντες.
Και περνούσαν οι μέρες κι εμείς τις υποδεχόμασταν πάντα με τον ίδιο τρόπο. Ώσπου, ο ουρανός έπαψε να αλλάζει χρώμα κι έμεινε σε εκείνο το κόκκινο που μισούσαμε να βλέπουμε. Ο χρόνος σταμάτησε. Απομακρύνθηκες και γύρισες προς το μέρος μου. Από συνήθεια δεν μίλησες. Περίμενες πως πάλι οι λέξεις δεν θα βγαίνουν. Ήταν κι αυτό το χρώμα που είχε πάρει η μέρα… Δύσκολο να ειπωθούν λόγια, κρυμμένα, μέσα στο κόκκινο.
Σταμάτησε να βραδιάζει και να ξημερώνει. Πάνω από τα κεφάλια μας δέσποζε πια αυτό το κόκκινο του αίματος. Αλλά εμείς, συνεπείς, την ίδια ώρα, στο ίδιο μέρος, κοιταζόμαστε, χωρίς κουράγιο να κοιτάξουμε ψηλά. Για άλλη μια φορά, πριν την ώρα του αποχωρισμού, γύρισες και με κοίταξες στα μάτια.
-Θέλω να σου μιλήσω, είπες. Κι εγώ ξαφνιάστηκα τόσο που μούδιασα ολόκληρη.
- Θέλω να σε ρωτήσω… Αν καταφέρεις να μου απαντήσεις τώρα ίσως γυρίσει το μπλε στη θέση του.
Με ρωτάς επίμονα, ώρες ολόκληρες την ίδια ερώτηση:
“Ποιός είναι εκείνος που ποτέ δεν θα υποδουλωθεί, εκείνος που δεν θα είναι δέσμιος κανενός, εκείνη η γη, η χώρα, το μέρος όπου ένας προς έναν, όσοι ζουν εκεί, θα είναι ελεύθεροι;”
Γέλασα. Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα την ερώτησή σου. Ήταν όμως η μόνη ερώτηση στην οποία είχα απάντηση.
“Εκείνος που πιστεύει πως μπορεί να είναι λεύτερος. Φυσικά. Η γη, η χωρα, το μέρος εκείνο στον κόσμο όπου οι άνθρωποι του θα είναι ελεύθεροι θα είναι εκεί όπου ένας προς έναν θα πιστεύει στο δικαίωμα της ελευθερίας του. Αλλά όχι μόνον αυτό.
Πλέον δεν υπάρχει μια χώρα εδώ και μια εκεί, ένα κράτος με τους ανθρώπους του και ένα άλλο με τους δικούς του. Τώρα πια, υπάρχουν παγκόσμιες χώρες, παγκόσμιες πατρίδες και σε μια παγκόσμια πατρίδα, με βασιλιάδες και στρατιώτες πρέπει να επιλέξεις αν θα είσαι το πιόνι που θα γίνει βασιλιάς ή το πιόνι εκείνο που θα θυσιαστεί για να γίνουν όλα τα υπόλοιπα κάτι πιο πάνω από απλοί βασιλιάδες.
Αν θέλεις, αύριο να ξημερώσει χωρίς αυτό το κόκκινο στον ορίζοντα πρέπει τώρα να αρχίσεις να το πετάς από μέσα σου. Μπορεί να λες συχνά πως η μοίρα είναι γραμμένη για ‘σένα και για ‘μένα, αλλά η μοίρα είναι το άλλοθι των δειλών. Το ζήτημα δεν είναι ποιος είναι ο ελεύθερος λαός ή αυτός που δεν θα καταφέρουν ποτέ να τον υποδουλώσουν. Δεν βλέπεις; Όταν παίζεις σε παγκόσμιες σκακιέρες, θα είσαι πάντα η πλειοψηφία που υπάρχει για να υπερασπίζεται τους αξιωματούχους, πιόνι.
Άκου λοιπόν, δεν υπάρχουν ελεύθεροι άνθρωποι γύρω μας αν εσύ κι εγώ, όλοι μας, δεν ελευθερωθούμε. Κι αυτό για να γίνει θέλει πίστη. Όχι σε θεούς, θρησκείες και άγια. Αυτά είναι σαν τους βασιλιάδες, σε ρίχνουν στην μάχη πρώτο για τη σωτηρία του “έθνους”. Γι’ αυτό σου λέω, ελεύθερος είναι εκείνος που παίρνει από το χέρι τους ανθρώπους και τους μιλάει με αλήθειες.
Μην περιμένεις να δεις τους άλλους να περνάνε τη γραμμή, βγες εσύ μπροστά και υπερασπίσου όσους δεν βλέπουν. Εξέθεσε τον εαυτό σου στον κίνδυνο να τα χάσεις όλα ή να κερδίσεις τη ζωή, το αναφαίρετο εκείνο δικαίωμα και την τεράστια χαρά της νίκης, όχι του εαυτού σου, όλων. Είναι μεγάλη αρετή, να έχεις το θάρρος και την τρέλα να χτίζεις πάνω σε ερείπια έναν κόσμο που να τους χωράει όλους.
Είναι ελευθερία, να μην πιστεύεις ούτε στη τύχη ούτε στη μοίρα. Η τύχη δεν θα σου αποδώσει ποτέ τους καρπούς σου. Γιατί η τύχη αποδίδει μόνο δάφνες σε όσους υποκρίνονται τους σωτήρες. Ελεύθερος είναι εκείνος που δεν εύχεται και δεν παρακαλεί. Οι ευχές είναι για εκείνους που επιθυμούν μα φοβούνται μπροστά στη μεγάλη ώρα. Να λες, εγώ είμαι έτοιμος. Να θυμάσαι πως μόνος δεν θα χαρείς ποτέ την ελευθερία, γιατί θα προλαβαίνει πάντα η μοναξιά να σε υποδουλώνει.
Σε αυτόν που σου αφαιρεί το δικαίωμα της ερώτησης και της αμφισβήτησης, αν θες να λέγεσαι ελεύθερος άνθρωπος, να υψώνεις το ανάστημά σου και να ρωτάς με την φωνή εκείνου που η άγνοια δεν μπορεί να τον σκλαβώσει.
Και μην ξεχνάς, πάντα θα σε στοιχειώνει εκείνο το απέραντο σκοτάδι του επαναστάτη. Αλλά, εσύ, αν θες να είσαι ελεύθερος, να λάμπεις. Να λάμπεις και να ακτινοβολείς κραυγές ακόμα κι αν όλοι είναι τυφλωμένοι από την ομίχλη. Να φωτίζεις και να θυμάσαι. Να θυμάσαι πάντα το όνομα σου. Όχι το όνομα που σου έδωσε η κοινωνία, το όνομα που σου κόλλησαν για να σε αναγνωρίζουν. Να θυμάσαι, το όνομα που έχεις μέσα σου. Ελεύθερος.
Είναι χρέος σου να αλλάξεις τον κόσμο, μα η μεγάλη σου ευθύνη θα είναι πάντα να μην χαθείς μέσα στο πλήθος.”
Σηκώθηκες κι έφυγες κι εγώ δεν είχα τη δύναμη ούτε αντίο να σου πω. Έφυγα κι εγώ με την εντύπωση ότι δεν θα σε ξανάβλεπα.
Ξημέρωνε πάλι. Βρεθήκαμε ταυτόχρονα, λαχανιασμένοι, στο ίδιο σημείο. Με μια φλόγα να μας καίει κοιτάξαμε ψηλά. Η φωτιά είχε γυρίσει μέσα μας. Ο ουρανός ήταν πάλι μπλε. Βαθύ μπλε, σαν τη θάλασσα…σαν την ελευθερία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.