Gisele Freund
Μίκρυνε η γη μας, φίλε μου,
δεν μας χωράει όλους μέσα της.
Μας κορόιδεψαν, φίλε μου,
μας ‘κάναν ανθρωπάκια από σπόντα.
Κι εσύ παλεύεις για έναν κόσμο που σε έδιωξε.
Σπρώχνεις όνειρα, στοιβάζεις ελπίδες,
κατρακυλάς στις ανηφόρες του,
πιστεύεις στο παράδοξο.
Κι εγώ που δεν καταλαβαίνω,
πώς γίνεται να εξισώνεις ύπαρξη και θάνατο,
πώς γίνεται να προσμένεις ακόμη εκείνο το χέρι,
πώς γίνεται να κοιτάς ακόμα ουρανό;
Αλλά, συνεχίζεις να αγωνίζεσαι,
πού καιρός για απαντήσεις.
Τώρα τρέχεις κι αν σταματήσεις θα είναι για τον ουρανό,
να γονατίσεις στο χώμα και να κοιτάξεις ψηλά.
Έπαψα πρόωρα να σε αισθάνομαι,
γι’ αυτό σου δείχνω πού και πού τα σύννεφα
και σου λέω πως θα ξεσπάσει η μπόρα,
αύριο κιόλας θα έχει γεμίσει λουλούδια η γη μας.
Μου είπες χθες:
“Δεν κλαίει εύκολα ο Θεός,
δεν θα λυγίσει έτσι απλά”
Το πρωί όμως μύριζε αλλαγή ο τόπος, φίλε μου.
Γιατί σφίγγεις το χέρι στη καρδιά;
αφού είχες πει κάποτε πως ο Θεός είναι μέσα μας.
Δεν είχα δει τα μάτια σου,
κοιτούσα τα σύννεφα εγώ.
“Κλαίει ο Θεός, σπαράζει, μην κοιτάς ψηλά, μέσα σου είναι”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.