Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

Πλησιάζει η μέρα που δεν θα πάω πάλι στο σχολείο (αναδημοσίευση)



Καλέ μου πιτσιρίκο, πλησιάζει η μέρα που δεν θα πάω πάλι στο σχολείο… Πιο πολύ μοιάζει με παράπονο μαθήτριας της Γ΄ λυκείου αλλά είναι παράπονο καθηγήτριας. Παράπονο και θυμός και λύπη και γαμώτο! Μόνο τρόμο δε νιώθω. Ούτε απόγνωση. Δεν τους κάνω τη χάρη.

Δεν έχω βιολογικά παιδιά. Μόνο πνευματικά. Πολλά όμως! Εκτός από υποχρεώσεις, δεν έχω και φράγκο επίσης. Οι γονείς απολυμένοι εκπαιδευτικοί αισθάνονται ασφυξία. Κάπως έτσι νιώθουν ή θα νιώσουν και οι γονείς των μαθητών μας που θα πληρώνουν ακριβά από εδώ και μπρος ό,τι τους πρόσφερε μέχρι σήμερα η δωρεάν δημόσια εκπαίδευση.

Περίμενα απολύσεις. Δεν περίμενα ξεκλήρισμα ολόκληρων ειδικοτήτων. Δεν ήθελα καμία απόλυση και αυτό δεν είναι ούτε ρομαντισμός, ούτε υπερβολή.

Έβλεπα τα διάφορα σενάρια και σκεφτόμουν, με ποιο κριτήριο θα απέλυαν κόσμο; Στην εκπαίδευση προφανώς αποκαλύφθηκε. Κριτήριο είναι η ιδιωτικοποίησή της και παράλληλα το αίμα που ζητά η Μορμώ Τρόικα.

Δεν θα σου πω την δεκαπενταετή μου ιστορία ως εκπαιδευτικός. Ο καθένας έχει τη δική του και είναι σημαντική.

Μου άρεσε το σχολείο. Παρά τον χαμηλό μισθό, τις δύσκολες συνθήκες στο νησί, τους φίλους και τους γονείς που έλεγαν, πότε θα πάρεις μετάθεση – λες και δεν έκανα αίτηση, τις δυσκολίες τις διδακτικής διαδικασίας σε ανομοιογενή τμήματα, είναι όμορφο πράγμα το σχολείο. Η επαφή με τα παιδιά σε κρατάει νέο. Εμένα τουλάχιστον με κρατάει νέα. Δεν φτάνει που παίρνουν τη δουλειά μου, που αγαπώ, παίρνουν και το λίφτινγκ μου.

Στους μαθητές παίρνουν μία απ’ τις δασκάλες τους (έτσι μας φωνάζουν τα παιδιά στο σχολείο, δασκάλα, δάσκαλε, όχι κυρία ή κύριε τάδε) και βάζουν πάλι στο στόχαστρο το συνήθως πενιχρό εισόδημα των γονιών τους. Πώς θα ζήσουν τόσα ιδιωτικά ινστιτούτα επαγγελματικής κατάρτισης; Κάποιοι γονείς πρέπει να πληρώσουν.

Τι στα γράφω όλα αυτά; Λες και δεν τα ξέρεις..

Έτσι επειδή είσαι πιτσιρίκος και τ΄ αγαπώ τα πιτσιρίκια και σε νιώθω και λίγο φίλο μου τόσο καιρό που σε διαβάζω. Κι επειδή σκέφτηκα ότι φέτος τον Σεπτέμβρη μάλλον δεν θ΄ ανοίξω την πόρτα της τάξης, μάλλον δεν θα δω πρόσωπα μαθητών και μαθητριών.

Ήδη το όνομα μου έχει κοινοποιηθεί πριν την ψήφιση του νομοσχεδίου. Έτσι για να ξέρουμε ποιος είναι πάνω από το νόμο.

Ελπίζω και σήμερα και αύριο, τη Δευτέρα, την Τρίτη να δω τον κόσμο να μη το επιτρέψει αυτό. Το σχολείο μας χρειάζεται και το χρειαζόμαστε.

Αλλά και να το επιτρέψει, στις επόμενες απολύσεις, στις επόμενες καταστροφές εγώ πάλι θα είμαι εκεί να φωνάζω όχι! Χρειάζονται πολλά όχι και δυνατά.

Σε φιλώ

(Αγαπητή φίλη, σας καταλαβαίνω γιατί το παιδικό μου όνειρο ήταν να γίνω φιλόλογος, και -σε αντίθεση με πολλούς άλλους- είχα καλούς δασκάλους που τους αγάπησα και με αγάπησαν. Το θετικό είναι πως τα τελευταία χρόνια -μετά την χρεοκοπία- είναι ένα μεγάλο σχολείο για όλους μας. Κάθε μέρα σχολείο, χωρίς απουσίες. Για να δούμε ποιοι πραγματικά είμαστε και όχι τι φανταζόμαστε ότι είμαστε. Και στο τέλος να πάρουμε αυτό που αξίζουμε. Αυτό για το οποίο αγωνιστήκαμε. Αν αγωνιστήκαμε. Καλή τύχη. Σας φιλώ.)

Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Πιοτρ Κροπότκιν: ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ (αναδημοσίευση)

«Τι να πω, επίσης στον δάσκαλο, όχι στον άνθρωπο εκείνον που θεωρεί το επάγγελμά του βαρετό, αλλά σε αυτόν ο οποίος, όταν περιβάλλεται από μια χαρούμενη παρέα νέων, αισθάνεται αγαλλίαση από τα εύθυμα πρόσωπα και το χαριτωμένο τους χαμόγελο. Σ’ εκείνον που προσπαθεί να φυτέψει στο μικρό τους κεφάλι τις ιδέες εκείνες του ανθρωπισμού που και ο ίδιος αγάπησε όταν ήταν νέος.

Συχνά σε βλέπω λυπημένο και ξέρω τι είναι εκείνο που σε κάνει να κατσουφιάζεις. Σήμερα ο πιο αγαπημένος σου μαθητής που, αλήθεια, δεν είναι και πολύ καλός στα Λατινικά, αλλά που, παρ’ όλα αυτά, διαθέτει μια θαυμάσια καρδιά, διηγείτο με ενθουσιασμό την ιστορία του Γουλιέλμου Τέλλου. Τα μάτια του βούρκωσαν, φαινόταν σαν να ήθελα να μαχαιρώσει όλους τους τυράννους που υπήρξαν ποτέ. Απέδωσε με τέτοιο πάθος τους φλογερούς στίχους του Σίλερ:

“Μπροστά στο σκλάβο όταν σπάζει τα δεσμά του και όχι μπροστά στον ελεύθερο να τρέμει”.

Αλλά όταν γύρισε σπίτι του, οι γονείς του και ο θείος του τον κατσάδιασαν άγρια για την έλλειψη σεβασμού που επέδειξε απέναντι στον υπουργό ή τον τοπικό χωροφύλακα. Τον έψελναν επί ώρες, μιλώντας του για «σύνεση, σεβασμό απέναντι στην εξουσία, υποταγή στους καλυτέρους του», ώσπου άφησε παράμερα τον Σίλερ για να μελετήσει την τέχνη με την οποία θα προοδεύσει ο κόσμος.

Κι έπειτα, χθες ακόμα έμαθες ότι οι καλύτεροι μαθητές σου έχουν πάρει τον κακό δρόμο. Ο ένας δεν κάνει τίποτε άλλο από το ονειρεύεται τα γαλόνια του αξιωματικού, ο άλλος μαζί με το αφεντικό του κλέβει τον τιποτένιο μισθό των εργατών και εσύ, που έτρεφες τόσες ελπίδες γι’ αυτούς τους νέους, συλλογιέσαι τώρα τη θλιβερή αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στη ζωή σου και στο ιδανικό σου.

Ακόμα συλλογίζεσαι αυτή την αντίφαση, αλλά προμαντεύω ότι το πολύ σε δύο χρόνια, αφού θα έχεις υποστεί την μια απογοήτευση μετά την άλλη, θα βάλεις τους αγαπημένους σου συγγραφείς στο ράφι και θα καταλήξεις να πεις ότι ο Τέλλος ήταν αληθινά ένας πολύ τίμιος άνθρωπος, αλλά πέρα από αυτό τίποτε άλλο: ότι η ποίηση αποτελεί μια πρώτης τάξεως απασχόληση για τις ώρες της ανάπαυσης, ιδιαίτερα όταν ένας άνθρωπος διδάσκει την μέθοδο των τριών όλη την ημέρα, αλλά, παρ’ όλα αυτά, οι ποιητές αεροβατούν πάντα και οι στίχοι τους δεν έχουν καμία σχέση με τη σημερινή ζωή ούτε με την επόμενη επίσκεψη του σχολικού επιθεωρητή.

Ή, από την άλλη μεριά, τα όνειρα της νιότης σου θα γίνουν οι ακλόνητες πεποιθήσεις της ώριμης ηλικίας σου. Θα θέλεις να υπάρχει μια πλατιά, ανθρώπινη εκπαίδευση για όλους, μέσα στο σχολείο και έξω από αυτό και βλέποντας ότι αυτό είναι αδύνατο μέσα στις συνθήκες που επικρατούν, θα χτυπήσεις τα ίδια ακριβώς τα θεμέλια της αστικής κοινωνίας.

Τότε, διωγμένος καθώς θα είσαι από το Υπουργείο Παιδείας, θα εγκαταλείψεις το σχολείο σου και, προσχωρώντας στο στρατόπεδό μας, θα γίνεις ένας από μας. Θα πεις σε ανθρώπους, που είναι μεγαλύτεροι από σένα αλλά που έχουν πετύχει λιγότερα στη ζωή τους, πόσο δελεαστική είναι η γνώση, πώς όφειλε να είναι η ανθρωπότητα, αλλά και τι θα μπορούσαμε να είμαστε. Θα έρθεις και θα εργαστείς με τους επαναστάτες για τον ολοκληρωτικό μετασχηματισμό του επικρατούντος συστήματος. Θα αγωνιστείς δίπλα μας, για να πετύχουμε την αληθινή ισότητα, αδελφότητα και την ατελείωτη ελευθερία για όλο τον κόσμο».

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Λoγ[ισμ]ος και Όνειρο (αναδημοσίευση)

από τον Δημήτρη Θειδώρου (http://dimitriostheodorou.wordpress.com)

Επιθυμία: Η τέχνη της αρχιτεκτονικής, να μπορεί να αποκρίνεται θετικά στο ερώτημα της ζωής και με αφορμή αυτήν και δι’ αυτής, ο άνθρωπος να αποκτά την ευαισθησία που με μεγάλη προθυμία προσφέρει απλόχερα και ανιδιοτελώς η τέχνη.

Η φύση, διαπιστώνει ο Kant, κρύβει μέσα της τη βαθιά σκοπιμότητα: οδηγεί τον άνθρωπο ολοένα στην προσωπική τελειότητα και αυτό με τη σειρά του οδηγεί στο χτίσιμο μιας επιδιωκόμενης κοινωνίας. Η ανεστιότητα του σύγχρονου ανθρώπου είναι πολύ περισσότερο επικίνδυνη -χωρίς να υποτιμάται καθόλου το πρόβλημα των αστέγων στους δρόμους στη σύγχρονη εποχή- καθώς ο άνθρωπος φαίνεται να χάνει τον προσανατολισμό του. Εάν βρεθεί αυτός, τότε θα μπορέσει ανάλογα και συνακόλουθα να λυθεί και το πρόβλημα των αστέγων. 

Η τέχνη, και μαζί με αυτήν η αρχιτεκτονική, ναι μεν οφείλει να διαφυλάσσει το καθήκον αυτό, αλλά μαζί τους ο άνθρωπος θα πρέπει να είναι ικανός να μπορεί να αντιλαμβάνεται το σκούντημα στον ώμο και κάθε τόσο να ανασκουμπώνεται με περισσότερη ελπίδα και όρεξη για αλλαγή. Ο τρυφηλός τρόπος ζωής, η διαρκώς αυξανόμενη τάση του ανθρώπου για απόκτηση υλικών αγαθών[1], χωρίς άμεσα πρακτικούς σκοπούς, η επίπλαστη αρετή και η πολυτέλεια του δαπανηρού φέρεσθαι, που δίνει τάχα τις μιαν ευδαιμονία, είναι τα σημεία εκείνα που ο άνθρωπος οφείλει και πρέπει να αναχαιτίσει προς όφελος του ίδιου του εαυτού και εν τέλει ολόκληρου του κόσμου. 

Η νιτσεϊκή αντίληψη του Valéry για την αρχιτεκτονική εν γένει, η οποία προτάσσει το «εμείς» έναντι του «εγώ» και η οποία βλέπει την αρχιτεκτονική ως τέχνη εφάμιλλη της μουσικής, είναι ένα σημείο εκκίνησης που οφείλουμε να προσέξουμε. Για να μπορέσει να μας συγκινήσει το κτήριο, όπως το πλάσμα που αγαπάμε, οφείλουμε να διαχειριστούμε την αρχιτεκτονική ως καθεστώς τέχνης και λόγου μέσα από την αυτοσυνείδητη ελευθερία[2], τη μόνη αληθινή ελευθερία, που δύναται να καθυποτάξει τις σκαιές πτυχές της φαντασίας μας. Όλο αυτό το εγχείρημα απαιτεί μια προσπάθεια, να γνωρίζεις διαρκώς τον εαυτό σου και ταυτόχρονα να τον οικοδομείς[3], που εν τέλει αποτελεί δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο ποιητής επιμένει στην άποψη πως ο άνθρωπος δε γνωρίζει από τι εκπληκτικό εργαλείο είναι καμωμένο το σώμα του[4]. Αυτή η αυτοσυνειδησία που απαιτείται από την τέχνη έχει σαν προορισμό το απόλυτο και αληθές.

Για να αποφευχθούν οι σκοτεινές πλευρές της φαντασίας, δηλαδή οι φαντασιώσεις, το πάντρεμα που προτείνει ο ποιητής, λογικής και ονείρου, θα φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η ωραιότητα καθόλου δεν απαιτεί τη διαρκή πρωτοτυπία σε ιδέες και πλούσιους εντυπωσιασμούς. Είναι σαφές ότι η «φαντασία σε όλο της τον πλούτο δρώντας ελεύθερη και χωρίς νόμους, γεννά μόνο το παράλογο∙ ενώ η κριτική ικανότητα είναι η δύναμη της εναρμόνισής της με τη νόηση»[5]. 

Ο Kant χωρίς να μεταχειρίζεται όστρακα ή κοχύλια, νυχτερίδες ή κουκουβάγιες, δηλώνει εμφατικά την εξαιρετική δύναμη του νου την οποία βρίσκουμε να μεταχειρίζεται ο λίγα χρόνια νεώτερός του, Francisco Goya, στο χαρακτικό του «ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα». Χωρίς τη βοήθεια των νοητικών διεργασιών, κάθε ονειροπόληση θα μετατρεπόταν σε εφιάλτη, ενώ στην περίπτωση της αρχιτεκτονικής αυτό θα ήταν ολέθριο. Ο Valéry υπό το φως της λογικής μπορεί και αφήνει χώρο στο όνειρο και την ονειροπόληση. Εκείνη είναι άλλωστε η ιδιαίτερη ικανότητα με την οποία θα μπορέσουμε να μεταφράσουμε σε αριθμούς το πλάσμα που μας συγκινεί, ώστε να του χαρίσουμε αναλογίες ναού και να το αποκρυσταλλώσουμε δια παντός σε πέτρα και σίδερο. και ακριβώς επειδή η καρτεσιανή λογική θέτει στο τραπέζι οτιδήποτε εμπίπτει στην εμπειρία του ανθρώπου, ο Valery ωθούμενος από τη γενική αυτή ιδέα επιστεγάζει κάθε ονειροπόληση με το Λόγο. Προσπαθεί να δαμάσει το διονυσιακό χαρακτήρα του ανθρώπου με το απολλώνιο φωτισμένο πνεύμα, το ατίθασο με το λογικό, το ένστικτο με την προσήκουσα κάθε φορά εμπειρία.

Η λογική βρίσκεται στην υπηρεσία του ονείρου και καλείται να το περι-γράψει.

Ο λόγος λοιπόν, ο οποίος δηλώνεται με εξαιρετικά εμφατικό τρόπο στη σκέψη του Paul Valéry, παίρνει προεκτάσεις και πέραν του σημαίνοντος της ομιλίας. Ο λόγος όχι απλώς ως μια κοινοποίηση των σκέψεών μας και επομένως ένα όργανο με ιδιότητες μεταφορικού μέσου, αλλά ως διαδικασία νόησης, ως ποιοτική επεξεργασία των διαφόρων ερεθισμάτων του ανθρώπου και επομένως μιας κριτικής στάσης απέναντι στη ζωή, είναι ικανός να μας οδηγήσει σε μονοπάτια που σε αντίθετη περίπτωση η φαντασία θα έφθινε στη βαρβαρότητα. Για τον ποιητή «Λόγος σημαίνει στα ελληνικά λογική, συλλογισμό και σχέση… ο ίδιος όρος σημαίνει επίσης τη θεϊκή δημιουργική Διάνοια». Το γεγονός ότι η βία αναφέρεται καθ’ ολοκληρίαν σε περιπτώσεις οι οποίες είναι καταφανείς, δεν αποτελεί πανάκεια ότι εξαντλεί τα περιθώρια της σε αυτές.

Η βαρβαρότητα γίνεται εξίσου επικίνδυνη και στις περιπτώσεις στις οποίες είναι συγκαλυμμένη με ένα πέπλο ευγένειας, τάξης, και οιονεί καλαισθησίας. Αποτελεί γεγονός αυταπόδεικτο στη σύγχρονη εποχή, η οποία εν τέλει περισσότερο μας αφορά. Το να οριοθετείς τη σκέψη σου και να την προσανατολίζεις διαρκώς προς την περιοχή του λόγου, μετρώντας την ποσοτικά και ποιοτικά, είναι ο μόνος τρόπος να οικοδομήσεις σωστά τον εαυτό σου και αμέσως μετά την τέχνη σου. «Δεν υπάρχει γεωμετρία χωρίς λόγια», γιατί όπως τυχαίες θα παραμένουν οι μορφές χωρίς αυτά, το ίδιο «τυχαίος» και ανέτοιμος θα παραμένει ο άνθρωπος χωρίς την ορθοφροσύνη. Η γλώσσα, που κατ’ ουσίαν είναι τέχνη όπως επισημαίνει ο Heidegger μέσα από τα κείμενά του, γίνεται οικοδόμος και μεταξύ άλλων οικοδομεί το Είναι μας. Είμαστε τυχεροί, γιατί το προνόμιο της γλώσσας και του λόγου, τον έχει μόνο ο άνθρωπος και όχι παραδείγματος χάριν μια πέτρα[6]. Επομένως μόνο εκείνος φέρει την αξιοσύνη του Είναι. 

Κάθε τέχνη όμως είναι κατ’ ουσίαν ποίηση, προβάλλοντας έτσι η γλώσσα την ποιητική διάστασή της ανεγείρει το Είναι μας και μέσα από αυτήν την ανέγερση του Είναι προβάλλει η αλήθεια. Για όση ώρα η αλήθεια προβάλλεται και διαφυλάσσεται (=αληθεύει) μπορούμε να πούμε ότι ζούμε σε μια ωραιότητα. Κι αν πλάσουμε έτσι τους εαυτούς μας έχοντας τη χάρη οδηγό μας, τότε φαίνεται πως εντελώς επάξια και ποιητικά θα μπορέσει ο άνθρωπος να κατοικήσει πάνω σε αυτήν εδώ τη γη[7].

Αν μπορέσουμε να καταλάβουμε πόσο σημαντικό για τη ζωή μας είναι το σπίτι, η κατοικία μας -το γεγονός δηλαδή ότι εκείνη διαφυλάσσει με τον καλύτερο τρόπο «την ονειροπόλησή μας»[8] που κάθε τόσο μας επιτρέπει να γίνουμε ποιητές, να γινόμαστε «η χώρα»[9] μέσα στην οποία ψυχή και σώμα γίνονται ένα- τότε η «ποιητική» κατοίκηση, έτσι όπως την περιγράφει ο Heidegger, θα ξεμακρύνει κάπως από τη συνήθη, κακώς νοούμενη, περιστασιακή χρήση που συνήθως δίνουμε στον όρο, δηλαδή ένα λογοτεχνικό γεγονός και επομένως θα γίνει περισσότερο ουσιαστικός, με αποδέκτη τον εαυτό μας. Θα έχουμε φτάσει στο σημείο να κατανοήσουμε ότι η κατοικία είναι ο τρόπος που εμείς οι ίδιοι είμαστε πάνω σε αυτήν εδώ τη γη ούτως ώστε αλλάζοντας το εμείς, να αλλάζει και το κτίζειν.

Ο λόγος ως δύναμη αποτελεί το εναργέστερο εργαλείο για την επιχείρηση αυτού του νέου απόπλου.

απόσπασμα από τη διάλεξη με θέμα: ωΒ[α]λ
πίνακας: Μυρτώ Ψυχάκη

παραπομπές
[1] «Η χρήση της τεχνολογίας επιτρέπει πλέον στο άτομο να αποσύρεται στον περίκλειστο κόσμο της προσωπικής καθημερινότητάς του και έτσι να δημιουργεί την ψευδαίσθηση της αυτάρκειας.» γίνεται σαφές ότι Heidegger στρέφεται εναντίον της κατάχρησης της τεχνολογίας, της «τεχνολογικής αλαζονείας».
Π. Λέφφας, Αρχιτεκτονική και Κατοίκηση, από τον Heidegger στον Koolhaas, Αθήνα, 2008, σ.67
[2] Χ. Γιανναράς
[3] P. Valéry, Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων, Αθήνα, 1988, σ.37
[4] Ό.π, σ. 48
[5] I. Kant, Κριτική της Κριτικής Ικανότητας, Αθήνα, 2005, μτφρ. Χάρης Τασάκος, σ.229
Ο λόγος για τον Valéry, η συγκρότηση της σκέψης και η εκφορά της, είναι σαν επινίκιο στεφάνι, γοητεύει την ακοή για καιρό. (Ε.24)
[6] Το παράδειγμα του Heidegger
[7] Ο Martin Heidegger στραμμένος σαφώς σε μια κατεύθυνση περισσότερο ηθική, αναφέρεται στον τρόπο του κατοικείν σαφώς επηρεασμένος από την ποίηση του Hölderlin.
[8] Ο Gaston Bachelard περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την ουσία του κατοικείν ως διαφύλαξη των σκέψεων μας, της μνήμης και της φαντασίας μας. Αμέσως παρακάτω γράφει «όλο το είναι του σπιτιού θα ξετυλιχτεί, πιστό στο δικό μας το είναι». σ.42
[9] Από τον Τϊμαιο και τη «χώρα», η οποία αποτελεί τον υποδοχέα κατά τον Πλάτωνα και τη μήτρα όλων των αισθητών μορφών, γινόμαστε εμείς οι ίδιοι, η υποδοχή του πνεύματος και της ψυχής μας.

σημείωση: οι υπογραμμίσεις από τον διαχειριστή.

Παράξενο αλλά όσο χειροτερεύουν τα πράγματα και η κρίση «τρελαίνεται», εγώ αρχίζω και αισθάνομαι καλύτερα... (αναδημοσίευση)

 
.... Λες να μεταλλάσσομαι σε μισάνθρωπο;

Με τη δημόσια τηλεόραση μαυρισμένη, τον Σακκά στην 34η μέρα, τα ΜΑΤ στην Πρυτανεία, τον εκπαιδευτικό κόσμο σε αναβρασμό, τους δημοτικούς υπαλλήλους υπό απόλυση, τον ιδιωτικό τομέα σε διάλυση, το νέο επιστημονικό δυναμικό ουρά στις πρεσβείες, τη δημοκρατία σε κατάρρευση και τον Βενιζέλο συναντιλαμβανόμενο του Σαμαρά απολαμβάνω με μια προϊούσα ενοχή τις ολιγαρκείς και στερημένες μέρες μιας καλοκαιρινής ανάπαυλας. Πίνω ξανά τσίπουρα χωρίς γλυκάνισο, αγναντεύοντας ένα ξεφτισμένο από τους ποιητικούς μύθους του Ελύτη γαλάζιο και νιώθω σαν τους κατοίκους της Πομπηίας. Που συνεχίζουν ανυποψίαστοι τις καθημερινές τους ασχολίες, ενόσω κατέρχεται ορμητική η λάβα. Κι όμως τούτο το φθινόπωρο προοιωνίζεται εκρήξεις. Ζω με την ελπίδα ότι οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος θα με βρουν στο δρόμο. 

Μπορεί ο σφάχτης στην τσέπη μου να έχει μεγαλώσει, μπορεί κάθε φορά που πηγαίνω σε ένα ΑΤΜ και ζητάω υπόλοιπο λογαριασμού τα δεκαδικά ψηφία να είναι περισσότερα από τα ακέραια, μπορεί να έχουν αυξηθεί οι φορές που αρνούμαι στα παιδιά παγωτό ή παιχνίδια, μπορεί να μην μου επιτρέπεται πλέον η έκφραση της κοινωνικής μου ευαισθησίας με τρόπους που έκανα στο παρελθόν, μπορεί μάλιστα ώρς ώρες να αισθάνομαι και λιγότερο άνθρωπος από πριν, αλλά όλο ετούτο το πράγμα αρχίζει κατά έναν παράξενο τρόπο να με κάνει να αισθάνομαι καλύτερα.

Συνήθισα τις οιμωγές και τα βαριαναστενάγματα του κόσμου γύρω μου, συνήθισα τις παπαριές εκείνων που δεν έχουν πάρει χαμπάρι σε τι βούρκο έχουμε πέσει και φωνάζουν υπέρ των κινήσεων «ανάπτυξης», συνήθισα το να βλέπουν οι κρατούντες την εξουσία και να ασχολούνται μόνο με το πώς θα ευημερήσουν οι αριθμοί και να πάνε να πνιγούν οι άνθρωποι, συνήθισα τον κοινωνικό αυτοματισμό που θέλει την μια κοινωνική ομάδα να στρέφεται εναντίον της άλλης για να επιβιώσει, συνήθισα τα περισπούδαστα λογύδρια των κυβερνητικών ταγών και των παπαγάλων τους, συνήθισα την απύθμενη βλακεία που καθρεπτίζεται στα βλέμματα όλων εκείνων που κουνάνε πλαστικές σημαιούλες και λάβαρα για να πείσουν τον εαυτό τους πως θα είναι τάχαμου «νικητές» και πως κατέχουν την«Αλήθεια», συνήθισα τους τσιγγάνους και τους πακιστανούς να μαζεύουν σκουπίδια από τους κάδους, συνήθισα να διαβάζω για απεχθή εγκλήματα αλλοδαπών και ημεδαπών, συνήθισα την ηλίθια κόντρα μεταξύ του «να τους παίρνεις σπίτι σου» και του «κανείς δεν είναι παράνομος», συνήθισα τα συνδικαλιστικά παιγνιδάκια και τις προδομένες ελπίδες των ψηφοφόρων.

Δεν μου προκαλούν εντύπωση τα σκάνδαλα και τα εγκλήματα «λευκού κολάρου» πια, ούτε η καταχωνιασμένη λύσσα του κόσμου που ψάχνει να βρει τρόπο να εκτονωθεί και μας έχει κάνει όλους μας βραδυφλεγείς βόμβες, ούτε το χάος στα νοσοκομεία και οι άρρωστοι που δεν έχουν να πληρώσουν φάρμακα, ούτε οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι εκπαιδευτικοί που θα περάσουν το πιο μαύρο καλοκαίρι του κλάδου τους,ούτε το πάνω από 27% της ανεργίας και το πάνω από 55% των άνεργων νέων που αρχίζει και γυαλίζει το μάτι τους παράξενα, ούτε η εργασιακή ισοπέδωση του ιδιωτικού τομέα, ούτε η πρεμούρα της πολιτικής εξουσίας να ξεπουλήσει όσο όσο ότι μπορεί να πουληθεί, ούτε οι παλαιολιθικές νοοτροπίες περί συνδικαλισμού, συσχετισμών, ώριμων συνθηκών, διακυβευμάτων.

Δεν εκπλήσσομαι πια με τον διαρκή βιασμό της ελληνικής γλώσσας από ακροδεξιούς «πατριώτες» και των εννοιών από αριστερόστροφους «διανοητές» της οκάς, ούτε από την απουσία του συναισθήματος από τα κοινά λόγω της κατά κράτους υπερίσχυσης του πολιτικού ρεαλισμού και του πολιτικά ορθού, ούτε από τις ώρες που καταναλώνει ο μέσος έλληνας (έτσι, με μικρό το "ε") ψηφιακά συνδεδεμένος αντί να τις αξιοποιεί για να συνδέσει τα κομμάτια του εαυτού του και της κοινωνίας που παραπαίει.

Δεν μου προκαλούν πια σοκ οι εικόνες της απίστευτης κενότητας σε μεσημεριανές τηλεοπτικές εκπομπές, ούτε σιχαίνομαι πλέον την ύπαρξη όσων τις παρακολουθούν και συμμετέχουν σε αυτές, ούτε τις ασχήμιες και τους τραμπουκισμούς εκείνων που οικειοποιήθηκαν το αγαπημένο μαύρο χρώμα μιας σημειολογικής «στάσης» απέναντι στην εξουσία και την κυριαρχία και που με δήθεν άλλοθι το ιστορικό προηγούμενο των «μελανοχιτώνων» κοπιάζουν μάταια –για τους υποψιασμένους- να καλύψουν την ανεπάρκειά τους σε ιστορική γνώση και μνήμη και το μαύρο της ψυχής και του μυαλού τους.
Πολλά μαζεύτηκαν τελικά ε;

Λες να μεταλλάσσομαι σε μισάνθρωπο; Δεν το νομίζω.
Δεν ξέρω πως ακριβώς το λένε αυτό τα συναίσθημα, μπορεί να μην φαίνεται λογικό, μπορεί να έχει μια έντονη υπερβατική και μεταφυσική χροιά, μπορεί να μυρίζει "ανθρωπίλα" όπως έλεγε και ένας χαμένος φίλος, ίσως να με «εκθέτει» κιόλας, αλλά τελικά, εκείνο που μετράει είναι πρώτα απ’ όλα να τα βρούμε με τον εαυτό μας.

Έτσι δεν είναι; Ε, αυτή είναι η αίσθησή μου σήμερα (η ψευδαίσθησή μου αν θέλεις, δεν θα τα χαλάσουμε εκεί)
Όλα θα πάνε καλά, όλα όπως πρέπει, όλα θα ξεκαθαρίσουν. Δεν μπορώ να το πολεμήσω, αυτό μου βγαίνει. Θα αντέξουμε κουφαλίτσες και θα πράξουμε τα δέοντα, ακριβώς την στιγμή που πρέπει, ούτε πιο πριν, ούτε αργότερα.

Δεν χαρίζουμε την καθαρότητα του μυαλού μας και την ζωή μας σε κανέναν. Βοηθάμε όπου μπορούμε και όπως μπορούμε λοιπόν, αρχίζοντας από τους δίπλα μας, τους κοντινούς μας, κι αν δεν έχουμε κάτι άλλο να χρησιμοποιήσουμε, ακόμη και με τον Καθαρό και Ντόμπρο Λόγο γίνεται δουλειά (ή έστω ένα μικρό μέρος της).

… κι όταν κάποια στιγμή τα τινάξουμε, αντί για θάψιμο ή καύση, ίσως να ήταν πιο ταιριαστό να ζητήσουμε να μας βαλσαμώσουν και να μας κάνουν «καλόγερους» με τα χέρια σηκωμένα για να κρεμάνε πάνω μας τα πανωφόρια τους οι κουρασμένοι και οι βρεγμένοι της ζωής, μέχρι να πάρουν μιαν ανάσα και να ξανασυνεχίσουν.

Μια άλλη επιλογή θα ήταν να βρυκολακιάσουμε και να πάρουμε εκδίκηση για όλα και από όλους. Κι αυτό καλό ακούγεται...

Σ’ εσένα υπέροχε τρελέ!

Που δεν σπατάλησες τα νιάτα σου υπηρετώντας τη λογική...
Που γέμισες με όνειρα το νου και την καρδιά σου και τα άκουσες και τ’ αγάπησες
και γι’ αυτά πολέμησες και έκλαψες και γέλασες και μαζί τους μεγάλωσες.
Σ’ εσένα τον υπέροχο τρελό, που είπες τόσες καλημέρες στις τρεις το μεσημέρι
και τόσες καληνύχτες όταν ξημέρωνε ο ήλιος.
Που γλέντησες έτσι όπως οι λίγοι ξέρουν
και δούλεψες τόσο πολύ, όσο λίγοι μπορούν.
Που σεβάστηκες, κι άκουσες, κι έμαθες,
κι έπειτα τόλμησες να γίνεις διαφορετικός. Να μη γίνεις οπαδός.
Σ’ εσένα που δεν μέτρησες ποτέ με το γραμμάριο και το υποδεκάμετρο,
ούτε τα συναισθήματα ούτε τα υπάρχοντά σου,
αλλά γενναιόδωρα τα πρόσφερες χωρίς να κρατάς σημειώσεις για χρωστούμενα.
Σ’ εσένα που ξέρεις πως η ζωή, πότε σου χαμογελάει,
και πότε δοκιμάζει τις αντοχές σου.
Κι αυτό είναι το παιχνίδι.
Σ’ εσένα μοναδικέ τρελέ που δε διστάζεις, παρόλο που φοβάσαι,
να παίζεις με πάθος το παιχνίδι, γιατί έμαθες πια πως έτσι, εσύ, ο ταξιδευτής αυτού του χρόνου, γίνεσαι θαυματοποιός και μάγος της ζωής σου.
Σ’ εσένα ο θαυμασμός
και η αγάπη μου.

Βένα Καλογήρου
το δανειστήκαμε από http://wwwaristofanis.blogspot.gr/

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Η LIFO βρωμάει (αναδημοσίευση)


από το Unfollow (http://www.unfollow.com.gr/blog/item/268-lifomakr.html)

Ό,τι πιο χυδαίο έχει γραφτεί τον τελευταίο καιρό είναι το κείμενο με την υπογραφή του Βαγγέλη Μακρή στην εφημερίδα LIFO. Το μικρό κείμενο ξεκινάει έτσι:

«Ο Σακκάς ήδη έχει γίνει σύμβολο. Ο κόσμος συγκεντρώνεται γύρω του και εκείνος τους φωνάζει από τα παράθυρα του νοσοκομείου: «Πάμε μέχρι το τέλος ρε». Αποδέχεται τον ρόλο του μέσα στην παραζάλη του. Η εικόνα του εξαπλώθηκε γρήγορα στα social media. Αγκαλιάστηκε όπως αγκαλιάζονται όλα τα σύμβολα: Σφιχτά και εγκάρδια. Ιδανικότερο από ένα νεκρό σύμβολο για τον κόσμο είναι ένα σύμβολο που πεθαίνει. Η ένταση της πράξης του δίνει μια κλωτσιά στα καπούλια της δικής του νωθρότητας. Η κίνηση του (νομίζουμε ότι) πυροδοτεί την ακινησία μας η οποία μετατρέπεται σε καβγά. Ήδη ο Σακκάς καταναλώνεται όπως όλα τα σύμβολα: Λαίμαργα». 

Ο συντάκτης παρουσιάζει το πλήθος που βρίσκεται για συμπαράσταση στον απεργό-πείνας στο νοσοκομείο ως το πλήθος στο Άρωμα του Πατρίκ Ζίσκιντ που κατακρεουργεί τον Ζαν Μπατίστ Γκρενουίγ. Ο Γκρενουίγ γεννήθηκε στο Παρίσι του 18ου αιώνα μέσα στα σκουπίδια και την απόλυτη φτώχεια, είχε όμως το εξαιρετικό χάρισμα μιας καταπληκτικής όσφρησης. Ο Γκρενουίγ δεν έχει δική του μυρωδιά, καταφέρνει όμως δολοφονώντας 25 νεαρές γυναίκες να φτιάξει το συγκλονιστικότερο άρωμα, αυτό της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Γκρενουίγ συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Αλλά την ημέρα της εκτέλεσής του απελευθερώνει το ανθρώπινο άρωμα που έχει παρασκευάσει και το πλήθος υποκύπτει και παρασύρεται σε ένα μαζικό όργιο. Ο Γκρενουίγ αθωώνεται και στη θέση του εκτελείται κάποιος άλλος. Γυρίζοντας στο Παρίσι, βάζει το άρωμα και γίνεται αντιληπτός από ένα πλήθος αποβρασμάτων της κοινωνίας που, θέλοντας απεγνωσμένα ένα κομμάτι του, τον κατακρεουργούν και τον κανιβαλίζουν. 

Το αριστούργημα της LIFO καταλήγει: 
«Ο Σακκάς όπως όλα τα σύμβολα θα έχει ημερομηνία λήξεως. Ο κόσμος πάντα θα έχει ανάγκη να καταναλώσει κάτι καινούριο όπως και αν τελειώσει αυτή η ιστορία. Καλύτερο για τον ίδιο είναι να ρίξει μια ματιά στην ανθρώπινη του υπόσταση και όχι σε αυτό που νομίζει ότι συμβολίζει». 

Η LIFO καιρό τώρα παίζει τη γραμμή της θεωρίας των δύο άκρων με τον δήθεν αθώο απολιτίκ τρόπο είτε της χαζοχαρούμενης νοσταλγίας είτε της σουσουδίστικης καταγγελίας. Αποκορύφωμα το τραγικό εξώφυλλο τον περασμένο Φλεβάρη με έναν αναρχικό και έναν χρυσαυγίτη (όπως τους αντιλαμβάνεται το lifestyle της χιπστέρικης υστερίας) πλάτη με πλάτη και τίτλο «Δυο ξένοι στην ίδια πόλη». Παλαιότερα είχε χτυπήσει πάλι με εξώφυλλο σε κόκκινο φόντο και δύο λευκές ανθρώπινες φιγούρες πιασμένες σε ένα σφυροδρέπανο και έναν αγκυλωτό σταυρό· τίτλος «Η ελληνική γοητεία του φασισμού». 

Τώρα, ο συντάκτης της συμβουλεύει τον Κώστα Σακκά να σταματήσει την απεργία πείνας. Δεν έχει σημασία που είναι προφυλακισμένος πέραν από κάθε λογική κράτους δικαίου. Ας τα αφήσει αυτά και να μην νομίζει ότι συμβολίζει κάτι. Ας πάει πίσω στο κελί του, να σκεφτεί την ανθρώπινη υπόστασή του, αυτός ο δολοφόνος χωρίς άρωμα, χωρίς λόγο ύπαρξης, που αναστατώνει τις αισθήσεις μας. Αλλιώς, θα έχει την τύχη εκείνου του λογοτεχνικού ήρωα. Όπως και αν τελειώσει η ιστορία. Θα πεθάνει ούτως ή άλλως. Η LIFO βρωμάει.

Για την τέχνη της ζωής… (αναδημοσίευση)







"Ὤ ναί, ξέρω καλά πώς δέν χρειάζεται καράβι γιά νά ναυαγήσεις, πώς
δέν χρειάζεται ὠκεανός γιά νά πνιγεῖς.
Ὑπάρχουνε πολλοί πού ναυαγῆσαν μέσα στό κοστούμι τους, μές στή βαθιά τους πολυθρόνα, πολλοί πού γιά πάντα τούς σκέπασε τό πουπουλένιο πάπλωμά τους.
Πλῆθος ἀμέτρητο πνίγηκαν μέσα στή σούπα τους, σ’ ἕνα κουπάκι του καφέ, σ’ ἕνα κουτάλι του γλυκοῦ...
Ἄς εἶναι γλυκός ὁ ὕπνος τους ἐκεῖ βαθιά πού κοιμοῦνται, ἅς εἶναι γλυκός κι ἀνόνειρος.
Κι ἅς εἶναι ἐλαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει."
Αργύρης Χιόνης Σαν τόν τυφλό μπροστά στόν καθρέφτη

Όταν κάποτε οι άνθρωποι μπορέσουν να κάνουν Τέχνη τη ζωή τους και την συνύπαρξή τους, με τον εαυτό τους, τους συνανθρώπους τους και τη φύση, τότε θα μπορέσουμε να πούμε ότι τα καταφέραμε… κατά τη διάρκεια της ελάχιστης παρουσίας μας στο σύμπαν.

Κι αν υπάρχει ένας και μοναδικός στόχος -μέχρι τότε- για την τέχνη, σχετίζεται ακριβώς με αυτό: την αυτοκατάργησή της, όταν πια θα είναι άχρηστη για τη ζωή, γιατί θα την έχουμε αντικαταστήσει μ’ αυτήν…

Μέχρι τότε, θα έχουμε ανάγκη τα υποκατάστατα και θα ντρεπόμαστε -μόνο κατά καιρούς δυστυχώς- για την ύπαρξή μας.

Και μέχρι τότε, τα πραγματικά έργα τέχνης της ζωής και της φύσης, θα στέκουν γύρω μας ατίμητα, να μας κοιτάνε υποτιμητικά… καθώς θα τα μεταμορφώνουμε σε… ποιήματα, για να αντέξουμε την ομορφιά τους.

Κρυσταλία Πατούλη

"για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη απ’ το απλό γεγονός της αναπνοής"


«Αυ­τοί που ακο­νί­ζουν το δό­ντι του σκύ­λου, Ση­μαί­νο­ντας θά­να­το
Αυ­τοί που λά­μπουν με τη δό­ξα του που­λιού, Ση­μαί­νο­ντας θά­να­το
Αυ­τοί που κά­θο­νται στο στά­βλο της ικα­νο­ποί­η­σης, Ση­μαί­νο­ντας θά­να­το
Αυ­τοί που υπο­φέ­ρουν την έκ­στα­ση του ζώ­ου, Ση­μαί­νο­ντας θά­να­το»
Τ.Σ. Έλιοτ  Mαρίνα  

Του Θω­μά Τσα­λα­πά­τη (http://tsalapatis. blogspot. gr/)

Ποιες λέ­ξεις και ποιες φρά­σεις, μπο­ρούν να πε­ρι­γρά­ψουν την από­γνω­ση, τον απο­τρο­πια­σμό και κυ­ρί­ως την ορ­γή σε σχέ­ση με μια υπό­θε­ση απο­λύ­τως ξε­κά­θα­ρη και απο­λύ­τως δε­δο­μέ­νη; Ποιες με­τα­φο­ρές και ποιες πα­ρο­μοιώ­σεις θα πε­ρι­γρά­ψουν την αμεί­λι­κτη κυ­ριο­λε­ξία της υπό­θε­σης Σακ­κά; Μέ­σα στην κρί­ση μά­θα­με να βγά­ζου­με τις λέ­ξεις από τα ει­σα­γω­γι­κά, τις λέ­ξεις που πια κυ­ριο­λε­κτούν: ακρο­δε­ξιά, στρα­τό­πε­δα συ­γκέ­ντρω­σης, πεί­να, εξα­θλί­ω­ση, δι­κτα­το­ρία. Ήρ­θε η ώρα –για ακό­μη μία φο­ρά τους τε­λευ­ταί­ους μή­νες– με όλα τα ει­σα­γω­γι­κά που αφαι­ρέ­σα­με, με όλα τα ει­σα­γω­γι­κά που μεί­να­νε ορ­φα­νά από με­τα­φο­ρές, να στο­λί­σου­με τη λέ­ξη «δη­μο­κρα­τία».

Η υπό­θε­ση Σακ­κά εί­ναι ξε­κά­θα­ρη και γι’ αυ­τό απο­τρό­παια. Ένας άν­θρω­πος πα­ρα­μέ­νει προ­φυ­λα­κι­σμέ­νος για 30 μή­νες χω­ρίς να έχει γί­νει δί­κη. Οι κα­τη­γο­ρί­ες που του έχουν απαγ­γελ­θεί εί­ναι σα­θρές, τα ενο­χο­ποι­η­τι­κά στοι­χεία ανύ­παρ­κτα. Το γε­γο­νός αυ­τό ίσως να μην έχει τό­σο έντο­νη πρα­κτι­κή ση­μα­σία (αφού δί­κη δεν έχει γί­νει), πα­ρό­λα αυ­τά πε­ρι­γρά­φει με τον κα­λύ­τε­ρο τρό­πο τις προ­θέ­σεις της κυ­βέρ­νη­σης. Μέ­σα από μια δια­δι­κα­σία εξί­σω­σης και προει­δο­ποι­η­τι­κής εκ­δί­κη­σης, η κυ­βέρ­νη­ση ποι­νι­κο­ποιεί τον δια­φω­νού­ντα, τον δια­φο­ρε­τι­κό, τον Άλ­λο (κά­τι που έχου­με δει τό­σες φο­ρές στα βα­σα­νι­στή­ρια στο Βελ­βε­νδό, στις επι­χει­ρή­σεις στις Σκου­ριές και σε μια σει­ρά από υπο­θέ­σεις).

Η ακρο­δε­ξιά εξί­σω­ση
Κά­που ανά­με­σα στη δια­τύ­πω­ση της βλα­κεί­ας και στην πα­ρα­δο­χή του ακρο­δε­ξιού κυ­νι­σμού της, η ίδια η κυ­βέρ­νη­ση πα­ρα­δέ­χτη­κε τη στά­ση της αυ­τή με ανα­κοί­νω­σή της. Απα­ντώ­ντας σε ανα­κοί­νω­ση της νε­ο­λαί­ας του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, σε σχέ­ση με τη στά­ση των δι­κα­στι­κών αρ­χών, το γρα­φείο Τύ­που της Νέ­ας Δη­μο­κρα­τί­ας επι­λέ­γει τις πα­ρα­κά­τω λέ­ξεις: «Ας αφή­σει ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ τα μα­θή­μα­τα Δη­μο­κρα­τί­ας και τις υπο­δεί­ξεις στη Δι­καιο­σύ­νη για προ­στα­σία κα­τη­γο­ρου­μέ­νων για τρο­μο­κρα­τία. Ας σε­βα­στεί, έστω και για μία φο­ρά, τους θε­σμούς και ας πά­ψει να υπε­ρα­σπί­ζε­ται κά­θε λο­γής κα­τη­γο­ρού­με­νο για αναρ­χία και τρο­μο­κρα­τία». Για ακό­μα μια φο­ρά η αναρ­χία ταυ­τί­ζε­ται με την τρο­μο­κρα­τία, οι ιδέ­ες με την πρα­κτι­κή και τε­λι­κά το εν­δε­χό­με­νο της πρά­ξης με την ίδια την πρά­ξη. Πό­σο ευ­ρύ­χω­ρη εί­ναι αυ­τή η ακρο­δε­ξιά εξί­σω­ση; Ποιες άλ­λες κα­τη­γο­ρί­ες πο­λι­τών χω­ρούν στη ακρο­δε­ξιά εξί­σω­ση της κυ­βέρ­νη­σης με­τά του αναρ­χι­κούς; Οι κομ­μου­νι­στές; Οι αρι­στε­ροί γε­νι­κά; Οι μα­κρυ­μάλ­λη­δες; Οι αρι­στε­ρό­χει­ρες; Όταν το πα­ρά­λο­γο ομο­λο­γεί τό­σο εξώ­στρε­φα την ύπαρ­ξή του, η λαι­μαρ­γία του δύ­σκο­λα στα­μα­τά.

Ως μο­να­δι­κή απά­ντη­ση στο πα­ρά­λο­γο και τον αυ­ταρ­χι­σμό ο Κώ­στας Σακ­κάς επέ­λε­ξε την απερ­γία πεί­νας. Με τον τρό­πο αυ­τό πράτ­τει ενά­ντια στις βιο­λο­γι­κές και κοι­νω­νι­κές επι­τα­γές, υπε­ρα­σπι­ζό­με­νος μια αλή­θεια που πέ­ρα από τη δι­κή του κα­τά­στα­ση έκτα­κτης ανά­γκης, υπε­ρα­σπί­ζε­ται και μια αλή­θεια όλων μας (αφού η απου­σία δί­κης, άρα και στοι­χεί­ων που οδη­γούν στην κρά­τη­ση, ου­σια­στι­κά πε­ρι­γρά­φει τον οποιο­δή­πο­τε πο­λί­τη ως ένο­χο εκ τον προ­τέ­ρων και ταυ­τό­χρο­να αδύ­να­μο στο να απο­δεί­ξει την αθω­ό­τη­τά του). Αντι­με­τω­πί­ζο­ντας το θά­να­το, ου­σια­στι­κά στε­ρεί από την όποια κυ­βέρ­νη­ση - κρά­τος - εξου­σία, το δι­καί­ω­μα να εξευ­τε­λί­ζει την αν­θρώ­πι­νη ζωή.

Υπάρ­χει και κά­τι ακό­μα
Για ακό­μη μια φο­ρά, η μνη­μο­νια­κή δη­μο­κρα­τία απο­δει­κνύ­ει πως ο κα­λύ­τε­ρος τρό­πος για να υπε­ρα­σπι­στεί τον εαυ­τό της εί­ναι η αυ­το­κα­τάρ­γη­σή της. Κα­τα­πα­τά τους νό­μους που η ίδια έχει δη­μιουρ­γή­σει, υιο­θε­τεί το δια­στρε­βλω­μέ­νο της εί­δω­λο ως μο­να­δι­κή της απει­κό­νι­ση και απλά απο­δει­κνύ­ει και επι­δει­κνύ­ει την εξου­σία της με μια πα­θη­τι­κή και ταυ­τό­χρο­να σι­δε­ρέ­νια σκλη­ρό­τη­τα: κοι­τά­ζο­ντας έναν άν­θρω­πο να αρ­γο­πε­θαί­νει χω­ρίς κα­μία κα­τη­γο­ρία, χω­ρίς κα­νέ­ναν λό­γο. Στην Ελ­λά­δα των αυ­το­κτο­νιών και του θα­νά­του ο κύ­ριος Αντώ­νης Σα­μα­ράς γυρ­νά στο σπί­τι του αρ­γά τη νύ­χτα. Και όταν δεν τον παίρ­νει ο ύπνος πά­νω σε έναν κυ­νι­σμό ντυ­μέ­νο με μα­ξι­λα­ρο­θή­κες, με­τρά­ει νε­κρούς μέ­χρι τε­λι­κά να κοι­μη­θεί….

Υπάρ­χει και κά­τι ακό­μα. 
Ένας άν­θρω­πός αρ­γο­πε­θαί­νει πε­ρι­φρου­ρού­με­νος στο κρε­βά­τι ενός νο­σο­κο­μεί­ου και εμείς γρά­φου­με άρ­θρα, δια­φω­νού­με, δια­μαρ­τυ­ρό­μα­στε… Μα υπάρ­χουν στιγ­μές που η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι αμεί­λι­κτα πρα­κτι­κή. Κά­που ανά­με­σα στη αυ­θόρ­μη­τη ορ­γή και στην απελ­πι­σία που σε πιά­νει όταν σκέ­φτε­σαι το πό­σο λί­γα μπο­ρείς να κά­νεις για να βοη­θή­σεις, έρ­χε­ται η στιγ­μή της από­φα­σης και της πρά­ξης. Και αυ­τή η στιγ­μή πλη­σιά­ζει για όλους μας.

Ας κλεί­σου­με με τον τρό­πο που ο ίδιος ο Κώ­στας Σακ­κάς απο­φά­σι­σε να κλεί­σει την ανα­κοί­νω­σή του από τις φυ­λα­κές. Με λί­γους στί­χους του Πά­μπλο Νε­ρού­δα:

«Αρ­γο­πε­θαί­νει όποιος δεν δια­κιν­δυ­νεύ­ει τη βε­βαιό­τη­τα για την αβε­βαιό­τη­τα για να κυ­νη­γή­σει ένα όνει­ρο, όποιος δεν επι­τρέ­πει στον εαυ­τό του του­λά­χι­στον μία φο­ρά στη ζωή του να απο­φύ­γει τις εχέ­φρο­νες συμ­βου­λές (...) Απο­φεύ­γου­με τον θά­να­το σε μι­κρές δό­σεις όταν θυ­μό­μα­στε πά­ντο­τε ότι για να εί­σαι ζω­ντα­νός χρειά­ζε­ται μια προ­σπά­θεια πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρη απ’ το απλό γε­γο­νός της ανα­πνο­ής».

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Δυο-τρία στιχάκια για τον Νίκο


Όταν ήμασταν νεαροί και σαββοπουλικοί και οι δύο, κατά τις συχνές ολονυχτίες μας στα μπαράκια της μεταπολίτευσης, παίζαμε με τον Νίκο ενός είδους παιγνίδι, να χρησιμοποιούμε στίχους από τραγούδια του Νιόνιου για να περιγράψουμε με μερικές λέξεις μια συμπεριφορά ή κατάσταση. Σήμερα σκέφτομαι, για παράδειγμα, πως ο στίχος ακόμα κι' όταν ζούνε μόνοι για νάχουν βήμα πιο ελαφρύ θα μπορούσε να εκφράσει την επιλογή ζωής του Νίκου, που πάντα είχε μια ελευθερία ζόρικια, την ίδια ώρα που άλλοι φίλοι του, όπως εγώ, τους ανήλικους παίρναν στον ώμο, ενώ κι' αυτοί ψάχναν τον δρόμο

Αλλά ήταν κυρίως αυτή η πίστη υπόγεια του Νίκου που συνάντησε τις δικές μας υπόγειες διαδρομές και κράτησε την ουσία των βίων μας κοντά, μέχρι το τέλος. Πίστη σε τί ; Παρ' ότι έζησε μια ζωή μάλλον αντισυμβατική, παρ' όλο που δεν ένοιωθε άνετα με τους τύπους και τις τελετές, ο Νίκος είχε μια πολύ οξεία αίσθηση ηθικής και προσωπικού καθήκοντος που πήγαζε από τον καλλιεργημένο εσωτερικό του κόσμο. Και τ' αυστηρά του κριτήρια που αγαπούσαν το γνήσιο, το αληθινό και το δίκαιο και σιχαίνονταν το ψεύτικο, το ιδιοτελές και το "δήθεν", ίσχυαν από την αισθητική μέχρι την πολιτική, από τους ανθρώπους που συναναστρεφόταν μέχρι τα μέρη που πήγαινε για διακοπές. Γι' αυτό και ήταν πάντα παρών, συμπαραστάτης στις ευχάριστες και τις δυσάρεστες στιγμές των φίλων του, με τον δικό του αθόρυβο, διακριτικό, αλλά τόσο ουσιαστικό για μας τρόπο. 

Και αυτή η εσωτερική αίσθηση του σωστού και του δίκαιου, κι' όχι καμιά έξωθεν κομματική παρακίνηση ήταν που οδήγησε το ελαφρύ του βήμα στο προαύλιο της ΕΡΤ, τα τελευταία του αυτά βράδυα, εκεί που και πάλι η πλατεία ήταν γεμάτη. Και ο Νίκος ήταν ξανά παρών. 
Γιάννης Φερτάκης 

υγ1. Ο αρχιτέκτονας Νίκος Ρόκας έφυγε στα εξήντα δυό του χρόνια από ανακοπή καρδιάς ξημερώματα της περασμένης Παρασκευής συμπαραστεκόμενος στους εργαζόμενους της ΕΡΤ . Μας αποχαιρέτισε από τη γεμάτη πλατεία της ΕΡΤ όπου χώρεσαν για μέρες τα όνειρά του, τα όνειρα όλων μας. 

υγ2. του Γιάννη τα λόγια (από την Αυγή) διάλεξα Νίκο για τον στερνό αποχαιρετισμό μας. Να πώ μόνο τούτο: Η ευγένειά σου, το ιδιαίτερο χιούμορ σου, ο αυτοσαρκασμός σου αλλά κυρίως η διακριτικότητα και η σεμνότητά σου μ' έθρεψαν και με ξεδίψασαν Νίκο. Όμορφες περιπλανήσεις κεί πάνω φίλε μου. 
Θ.Τ.

Ο υπαρκτός παραλογισμός (αναδημοσίευση)


από τον ΚΙΜΠΙ (http://kibi-blog.blogspot.gr/)
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
Επενδυτής 6/7/2013

Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου, όπως και η κυβέρνηση Μέρκελ, η κυβέρνηση Κοέλιο και όλες οι κυβερνήσεις της Ε.Ε., έχει έναν μόνο σύμμαχο: την «κοινή λογική». Αυτή η παράλογη επινόηση οδηγεί τους απλούς ανθρώπους και τις κοινωνίες στο σύνολό τους να αποδεχθούν ως μόνη λύση τις πολιτικές που υφίστανται ως υποζύγια και οι οποίες απλώς διαιωνίζουν τα αδιέξοδα της κρίσης. Και φυσικά ρίχνουν κυβερνήσεις.Σχεδόν τέσσερα χρόνια διαχείρισης της κρίσης στην Ε.Ε. βάσει αυτής της «κοινής λογικής» έχουν δημιουργήσει μια τρύπα στο νερό. Ακόμη χειρότερα: μια τρύπα που μπορεί να καταπιεί όλο τον κόσμο. Η «κοινή λογική» επιβάλλει να αποδεχθεί καρτερικά η κυβέρνηση κάθε νέα απαίτηση της τρόικας για πρόσθετη λιτότητα και πρόσθετους φόρους, παρ’ ότι είναι βέβαιο ότι κι αυτά θα έχουν την παταγώδη αποτυχία των προηγούμενων. Η «κοινή λογική» επιβάλλει να αποδεχθεί η κοινωνία τον τυφλοσούρτη των μνημονίων που απαξιώνει συστηματικά κάθε παραγωγικό πόρο, πρωτίστως τους ανθρώπινους. Κι επειδή στον πυρήνα αυτής της «κοινής λογικής» δεν υπάρχει ούτε ένα στέρεο επιχείρημα, θεμέλιό της γίνεται μια απουσία: δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, λένε. 

Ας υποθέσουμε ότι αυτό ισχύει. Δεν ισχύει, αλλά ας το υποθέσουμε. Ας υποθέσουμε πως, όσο και ζοφερή κι αν είναι η λύση της «κοινής λογικής», είναι μια κάποια λύση. Αλλά είναι; Ας ξεκινήσουμε από τον μικρόκοσμο μιας επιχείρησης που, βοηθούντος του μνημονίου, λέει στους υπαλλήλους της: για να επιβιώσουμε πρέπει να αποδεχθείτε περικοπές αμοιβών και προσωπικού. Έτσι θα μειωθεί το κόστος και θα αντιμετωπίσουμε πιο ανταγωνιστικά τις συνθήκες ύφεσης στην αγορά. Δεν περνάει από τον νου του επιχειρηματία ότι ήδη, μ’ αυτή την «ανταγωνιστική μείωση κόστους», προσθέτει ένα απειροελάχιστο ποσοστό ύφεσης στην αγορά. Κι αν του περνάει, υποθέτει ότι ο ίδιος είναι ταχύτερος και ευφυέστερος από τους ανταγωνιστές του. Αλλά, επειδή την ίδια ακριβώς «ανταγωνιστική ευφυΐα» επιδεικνύουν χιλιάδες επιχειρήσεις στον ίδιο κλάδο, όλοι μαζί δημιουργούν ένα θηριώδες ποσοστό ύφεσης. Κάθε περικοπή κόστους που αντανακλάται στη ζήτηση τους επιστρέφει σαν μπούμεραγκ, με τη μορφή του διαρκώς μειούμενου τζίρου τους. Πολύ περισσότερο που το ίδιο πράγμα κάνουν σχεδόν ομοιόμορφα όλες οι επιχειρήσεις, σε όλους τους κλάδους. 

Η «κοινή λογική» κολυμπά ήδη στα βαθιά νερά του παραλογισμού, αλλά η κατάσταση επιβαρύνεται όσο βγαίνουμε από τον πρώτο ομόκεντρο κύκλο προς τους αμέσως επόμενους. Αυτό που κάνει η μεμονωμένη επιχείρηση και η μικροοικονομία στο σύνολό της, μεγεθύνεται στο επίπεδο της μακροοικονομίας και της πολιτικής. Αν στη μικροοικονομία αυτό είναι απλώς λάθος, στη μακροοικονομία γίνεται έγκλημα. Η τρόικα και η κυβέρνηση -έτσι διακηρύσσουν, τουλάχιστον- θέλουν να δημιουργήσουν πλεονάσματα ρίχνοντας όλα τα λεφτά στα ελλείμματα. Να αυξήσουν το παραγόμενο προϊόν συρρικνώνοντας τα εισοδήματα, τις πηγές χρηματοδότησής του. Εν ολίγοις, να αυξήσουν την προσφορά συνθλίβοντας τη ζήτηση. Αυτό απλά δεν γίνεται. Δεν υπάρχει. Όσο κι αν αυξηθούν η ταχύτητα και ο ζήλος των Δαναΐδων, ο «τετρημένος πίθος» δεν πρόκειται να γεμίσει ποτέ, όσο η τρόικα σε κάθε επίσκεψή της αυξάνει τις οπές του. Στον αμέσως επόμενο ομόκεντρο κύκλο, αναδυόμαστε στη μακροοικονομία της Ευρώπης. Η «κοινή λογική» επιβάλλει εδώ να μη διαταραχθεί επ’ ουδενί η τιμωρητική δημοσιονομική ορθοδοξία της γερμανικής ελίτ, για να μην ερεθιστεί το θηρίο και τα κάνει όλα λαμπόγιαλα. Η ίδια «κοινή λογική», που έχει οδηγήσει στη θλιβερή ομοφωνία αποφάσεων μεταξύ του τιμωρούμενου Νότου και του τιμωρού Βορρά, έχει καθηλώσει σε ύφεση το σύνολο των οικονομιών της Ε.Ε. 

Η υπόρρητη ελπίδα αυτής της «κοινής λογικής» -που, εκτός από «κοινή», είναι και κυνική- είναι ότι, εφόσον οι ατμομηχανές της Γιουρολάνδης παράγουν πλεονάσματα, τι σημασία έχει αν τα παρελκόμενα του Νότου περάσουν μερικά ακόμη χρόνια κολλημένα στα ελλείμματα; Αρκεί το ισοζύγιο να είναι θετικό. Εδώ η «κοινή λογική» βουτάει ακόμη βαθύτερα στα νερά του παραλογισμού: μέχρι πότε τα πλεονάσματα του Βορρά θα διατηρούνται ανέπαφα, αν ο Νότος αδυνατεί να τα τροφοδοτήσει με την όλο και ισχνότερη κατανάλωσή του;

Κι όταν περάσουμε στον άλλο, τον μεγάλο ομόκεντρο κύκλο, και ανέβουμε στο επίπεδο της πλανητικής γεωοικονομίας, η «κοινή λογική» διαλύεται στους ωκεανούς του παραλογισμού. Οι Αμερικανοί δυσφορούν με την ευρωπαϊκή εμμονή στη λιτότητα, που τους κόβει εξαγωγές και εμπορικά πλεονάσματα. Και ετοιμάζονται να εκδικηθούν την ξεροκέφαλη Γηραιά Ήπειρο διακόπτοντας τη νομισματική πλημμυρίδα, που βουλώνει με χρήμα τις τρύπες στις τράπεζες και στις επιχειρήσεις. Αλλά, μαζί με την Ευρώπη, εκδικούνται και τους εαυτούς τους. Μια ασφυξία στην Ευρώπη θα σημάνει διαιώνιση της ύφεσης και θα πλήξει και τη δική τους ισχνή ανάκαμψη. Και το ίδιο συμβαίνει με τους Ιάπωνες, τους Ρώσους, τους Κινέζους κι όσους σχεδιάζουν να τιμωρήσουν με νομισματικούς ή εμπορικούς πολέμους την Ευρώπη, που έχει γίνει το βαρίδι του καπιταλιστικού σύμπαντος. Η τιμωρία της από τους εταίρους ανταγωνιστές της, αργά ή γρήγορα, θα επιστρέψει στην πόρτα τους.Επί της ουσίας, η «κοινή λογική» του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού είναι η επιτομή του παραλογισμού. Ο υπαρκτός καπιταλισμός είναι ένας υπαρκτός παραλογισμός. Πάνω από 200 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο είναι άνεργοι. Σχεδόν οι μισοί είναι νέοι. Αυτό είναι το αποτέλεσμα εκατομμυρίων επιλογών «κοινής λογικής», αυτού του δυνάστη της ανθρώπινης βούλησης. Σχεδόν 50 τρισεκατομμύρια δολάρια συσσωρευμένου πλούτου βρίσκονται εν υπνώσει, σε χαρτοφυλάκια πολυπλόκαμων χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Αν το 1/5 απ’ αυτά κινητοποιούνταν, 200 εκατομμύρια άνθρωποι θα έβρισκαν μια δουλειά. Και, δουλεύοντας, θα πρόσθεταν τουλάχιστον 2 ποσοστιαίες μονάδες στην παγκόσμια ανάπτυξη. Διαθέτουμε τους πόρους και την τεχνολογία για να εξαλείψουμε την ανεργία, να εξαφανίσουμε την πείνα, τη φτώχεια και τις επιδημίες, την ενεργειακή ανασφάλεια, να εξασφαλίσουμε μόρφωση και κατάρτιση σε όλους τους νέους του πλανήτη. Μπορούμε ήδη να οργανώσουμε τον αποικισμό της Σελήνης ή να κατασκευάσουμε νανορομπότ που θα «επισκευάζουν» την πιο μικροσκοπική πτυχή του ανθρώπινου σώματος. Κι όμως, η «κοινή λογική» έχει αναγάγει σε ύψιστη «μεταρρύθμιση» την απόλυση 4.000 δημοσίων υπαλλήλων, την απελευθέρωση των απολύσεων και τελικά σε μονόδρομο παραγωγικής ανάταξης την καταστροφή παραγωγικού δυναμικού. Πόσο σχιζοφρενής, ημίτρελος ή βλαξ πρέπει να είναι κανείς για να μην καταλαβαίνει ότι το πρώτο βήμα προς την «εναλλακτική λύση» είναι να έρθει σε ρήξη με τον παραλογισμό της «κοινής λογικής»;

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΑΡΑΜΠΑΣ: Είσαστε φιλάνθρωπος, κύριε Τριπ. Σας νιώθω. Αλλά, αν σας δίναμε να φάτε από φιλανθρωπία και οίκτο, θα ήταν σαν να σας ταπεινώναμε. Πρέπει να το κάνουμε γιατί το αξίζετε. (Στον Μπρεστόλ.) Από πού θα ξεκινούσε η καλοσύνη που επικαλεστήκατε πριν από λίγο, τι θα ’χε σαν κίνητρο; Πιστεύετε πως είμαστε καλοί; Πως είμαστε δίκαιοι, άδικοι; Πιστεύετε στην καλοσύνη, δικαιοσύνη, αδικία; (Στους δυο.) Θα πρέπει να κρυώνετε, εκτεθειμένοι όπως είσαστε στα ρεύματα απ’ όλες τις πάντες. Συγχωρέστε μας γι’ αυτό, η σούπα θα σας ζεστάνει. Τι προτιμάτε, πρώτα τη σούπα ή πρώτα την ελευθερία σας; Αν διαλέξετε το δεύτερο, θα είσαστε πολύ εξαντλημένοι, δεν θα έχετε δυνάμεις να φτάσετε ούτε μέχρι την άκρη της πεδιάδας, ούτε μέχρι τους πρόποδες των βουνών. Ύστερα, πώς θα ανεβείτε, πώς θα περάσετε τα σύνορα που βρίσκονται στις κορφές τους; Λοιπόν, νομίζω πως είναι καλύτερα πρώτα τη σούπα και ύστερα να σας ανοίξουμε τις πόρτες. (Στον Τριπ.) Την αξίζετε τη σούπα σας, κύριε Τριπ;

ΤΡΙΠ: Δεν ξέρω. Ξέρω πως πεινάω.

Ευγένιου Ιονέσκο, «Η πείνα και η δίψα»