Πριν μερικά χρόνια σε ένα μπαρ στην Παλαιοχώρα Χανίων, χειμώνα καιρό με λιγοστό κόσμο και επαρχιακή ατμόσφαιρα, κάποιος μεθυσμένος θαμώνας, από τους καθηγητές δευτεροβάθμιας που βρέθηκε διορισμένος εκεί, με πλησίασε, ως καινούρια φάτσα που ήμουν, και μου είπε με ύφος στοχαστικό και βαθύ: Η αισιοδοξία είναι μισή αυτοκτονία.
Αυτή η στιγμή μου ‘ρχεται και μου ξανάρχεται στο νου όποτε ακούω τον μόνο Έλληνα που γνωρίζω να δηλώνει αισιόδοξος, τον Γιάννη Στουρνάρα.
Ο Υπουργός Οικονομικών διατυμπανίζει με κάθε τρόπο την αισιοδοξία του. Πότε δηλώνει πως είναι απλά αισιόδοξος για την πορεία της υπόθεσης, πότε δηλώνει το χειρότερο, πως είναι εκ φύσεως αισιόδοξος άνθρωπος.
Προσωπικά έχω πεισθεί πως κανένας άνθρωπος που έχει δυνατότητα να στοχάζεται δεν μπορεί να είναι αισιόδοξος. Όχι μόνο τώρα, όχι μόνο σε αυτή τη δύσκολη ιστορική περίοδο αλλά ανέκαθεν.
Η αισιοδοξία, και μάλιστα η δήλωση της αισιοδοξίας εκ φύσεως, είναι ένα ακόμα προϊόν της καταναλωτικής κουλτούρας που επέβαλε ο καπιταλισμός στις δυτικές κοινωνίες, αποτελεί μάλιστα το υπερόπλο για την επικράτησή του. Πριν από την χαλαρή ζωή, την ελαφριά τέχνη, την παράδοση στις υπαξίες της φιλοσοφίας του “να περνάμε καλά” και του “ο θάνατος και κάθε άλλο κακό δεν είναι για μας αλλά για άλλους”, δεν υπήρχαν άνθρωποι που να δηλώνουν αισιόδοξοι, πόσο μάλλον εκ φύσεως αισιόδοξοι. Διότι απλούστατα οι άνθρωποι γνώριζαν βιωματικά πως η ζωή έχει τα πάνω της και τα κάτω της, πως “όλα για τους ανθρώπους είναι”, πως όπως η φύση έχει άνοιξες και φθινόπωρα έτσι και η ζωή φέρνει πότε χαρές και πότε λύπες. Οι άνθρωποι που ζούσαν έξω από αυτή την υποζωή της φιάκας και της πλαστής πραγματικότητας που λέει πως το χρήμα είναι πλούτος, γνώριζαν πολύ καλά πως καμία στιγμή δεν διαρκεί για πάντα και είχαν πολύ βαθιά ριζωμένο μέσα τους πως το γέλιο μπορεί να τους βγει ξινό, έκαναν απαισιόδοξες σκέψεις δηλαδή ακόμα και σε στιγμές ευφορίας. Αυτή είναι η σοφία του ανθρώπου. Που ζει τη ζωή και γνωρίζει τις δυσκολίες του βίου. Βιώνει την μοναδική αλήθεια. Πως ο βίος είναι το αρσενικό της βίας. Πως η ζωή δηλαδή είναι σκληρή και κανείς δεν θα βγει ζωντανός απ’ αυτήν την μάχη.
Αυτά όμως δεν είναι πλέον για μας. Ήταν για παλαιούς ανθρώπους, τους υπανάπτυκτους προγόνους μας, που κάθε μέρα ξυπνούσαν αναγκασμένοι να παράξουν, να συλλέξουν και να αγωνιστούν σκληρά για τον επιούσιο. Εμείς, οι σπουδαγμένοι σε έγκυρα και χορηγούμενα από πολυεθνικές καπιταλιστικές εταιρίες πανεπιστήμια, οι υπηρέτες των Αγορών που θέλουν κλίμα ευφορίας διαρκές για να κινείται όσο περισσότερο το χρήμα (προς τα πάνω), μάθαμε να είμαστε και να δηλώνουμε αισιόδοξοι. Μας καλλιεργήθηκε η αίσθηση της αισιοδοξίας και λιπάνθηκε με τόσες πλαστές και πλάνες αξίες ο νους και η ψυχή μας, ώστε να φτάσουμε σε σημείο όχι μόνο να δηλώνουμε αισιόδοξοι αλλά και εκ φύσεως αισιόδοξοι. Όσο πιο βλαξ ή όσο πιο χειραγωγούμενος από την πολιτική της πλαστής πραγματικότητα των Αγορών είναι κανείς, τόσο πιο πολύ δηλώνει αισιόδοξος. Κι αν δεν θέλει για οποιονδήποτε λόγο να αποδεχτεί πως όλο αυτό το αίσθημα τού έχει καλλιεργηθεί τεχνηέντως, τότε δηλώνει το ακόμη πιο βλακώδες, πως είναι αισιόδοξος εκ φύσεως. Πως γεννήθηκε δηλαδή αισιόδοξος, σα να λέμε πως γεννήθηκε με την πεποίθηση πως θα επιβιώσει της ζωής.
Μέχρι την δεκαετία του 50 οι άνθρωποι φωτογράφιζαν τις κηδείες των αγαπημένων τους. Καλούσαν φωτογράφους στην τελετή και φτιάχνανε αρχεία με τις εικόνες, για να θυμούνται. Ήταν και αυτό μια οικογενειακή στιγμή και μια κοινωνική εκδήλωση διότι είχαν ζωντανή καθημερινά μέσα τους την αίσθηση του θανάτου, την έβλεπαν γύρω του στη φύση, γνώριζαν πως είναι όντα ταπεινά και πως μπορεί ανά πάσα στιγμή να φύγουν, είχαν τη βεβαιότητα πως ο θάνατος αποτελεί μια προοπτική για όλους και κυρίως για τους ίδιους. Με την επέλαση της χαλαρότητας στη ζωή, με την επέλαση της καπιταλιστικής ελαφράδας σε όλους τους τομείς, με την καλλιέργεια της καταναλωτικής αισιοδοξίας, ο άνθρωπος που έφυγε μακριά από το φυσικό του περίβλημα και κλείστηκε στα κλουβιά για να γίνει γρανάζι αλλά και ο άνθρωπος που χειραγωγήθηκε εκπαιδευόμενος στις υπαξίες του νέου συστήματος, απομακρύνθηκε από τον θάνατο, τον έβγαλε από την καθημερινότητά του κι από τη σκέψη του, τον κατέταξε στις δυστυχίες που δεν του αξίζουν και που είναι για άλλους, για τους υπανάπτυκτους, τους απολίτιστους, τους μη προοδευμένους. Κι άρχισε να φωτογραφίζει, να αρχειοθετεί, να θυμάται και να μοιράζεται με τους φίλους μόνο χαρές, γάμους, γεννήσεις, βαφτίσια, διακοπές. Άρχισε να ζει σε μια πλαστή πραγματικότητα αισιοδοξίας, διακοπτόμενη μονάχα από στιγμές κακών σκέψεων, σαν μάθαινε για τον θάνατο ή την ανίατη ασθένεια κάποιου γνωστού του και συνειδητοποιούσε προς στιγμήν πως δυστυχώς ίσως κι αυτά τον αφορούν, μα η τριγύρω χαλαρή και αισιόδοξη ατμόσφαιρα της πλάνας αγοράς, του έδιωχνε πολύ γρήγορα αυτή την έκλαμψη συνειδητότητας.
Και γίναμε μια πλαδαρή μάζα αισιόδοξων πιονιών για την ευχερέστερη κυκλοφορία του χρήματος. Και μόλις πέσει κάτω το διπλανό μας πιόνι, συνεχίζουμε τη “ζωή” μας πλανεμένοι από την τριγύρω εικονική πραγματικότητα δίχως να εντρυφήσουμε στον θάνατο, αφήνοντας την μεγάλη ευκαιρία να πάει χαμένη. Διότι ο φόβος του θανάτου μάς κάνει ανθρώπους. Ο φόβος του θανάτου παράγει την Τέχνη. Ο φόβος του θανάτου προάγει την Ζωή. Ο φόβος του θανάτου κάνει τον έναν να βλέπει τον διπλανό του ως συμπληρωματικό άνθρωπο και όχι ως ανταγωνιστικό άτομο. Ο φόβος του θανάτου δηλαδή είναι ο μοναδικός αντίπαλος της μετάλλαξης του ανθρώπου σε άψυχο άτομο, υπηρέτη των Αγορών. Γι’ αυτό μάς καλλιέργησαν την Αισιοδοξία, μας βγάλανε από τη Ζωή και τα χάσαμε όλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.