Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Εξάρχεια: στα ίχνη της ιστορίας και της ζωής της γειτονιάς

Φωτογραφίες από τον περίπατο του υποψηφίου δημάρχου Αθήνας Γαβριήλ Σακελλαρίδη και των υποψηφίων δημοτικών συμβούλων του συνδυασμού "Ανοικτή Πόλη" στη γειτονιά των Εξαρχείων.



Ο περίπατος ξεκίνησε από το σχολείο του Πικιώνη στην οδό Σίνα, συνεχίσθηκε στο σχολικό συγκρότημα στην οδό Πρασσά (που πλέον έκλεισε με απόφαση του Υπουργείου Παιδείας) και στη συνέχεια σταμάτησε στο κατειλημμένο από τους κατοίκους της περιοχής Πάρκο Ναυαρίνου.


Μέσω της οδού Τζαβέλα όπου απετήθη φόρος τιμής στους αγώνες της νεολαίας το 2008 έφτασε στο απειλούμενο με κατεδάφιση λαϊκής αρχιτεκτονικής οίκημα στην οδό Θεμιστοκλέους και Τζαβέλα και στη συνέχει στην πλατεία Εξαρχείων μπροστά από την μπλε πολυκατοικία.


Μέσω της πεζοδρομημένης οδού Θεμιστοκλέους ανέβηκε ως την οδό Ερεσσού και στη συνέχεια μέσω της οδού Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας κατευθύνθηκε στο κτήριο του υπουργείου Πολιτισμού όπου κατά τη διάρκεια της δικτατορίας βασανίσθηκαν χιλιάδες αγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα.


Ο περίπατος κατέληξε στο σπίτι όπου έμενε ως το τέλος της ζωής του ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης. Συγκινητική ήταν η απαγγελία δύο ποιημάτων του από την ηθοποιό και υποψήφια δημοτική σύμβουλο του συνδυασμού της Ανοικτής Πόλης Αννίτα Δεκαβάλλα.

Ὅταν βραδιάζει
Ὅταν βραδιάζει, μέσα μου, ξυπνοῦν τὰ περασμένα... 
Ξυπνοῦν ἀργά, σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό,
σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν, καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶ,
κι ἔρχονται πάλι, μαγικὰ κι ἀνέλπιδα, σὲ μένα...

Πόθοι, παράπονα παλιά, νοσταλγικὲς φωνές,
λόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα, κι ὡστόσο ξεχασμένα,
παράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινές,
ὅπως ἡ φλόγα μιᾶς αὐγῆς, ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση, τότε, μαγική, μοῦ λύνεται ξανά,
καὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει,
ἕνα τραγούδι καθαρό, καθὼς τὰ δειλινὰ
ποὺ μέσα του λυτρώνονται, καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι...

Πολλοί ήταν αυτοί που αναφέρθηκαν λεπτομερώς σε κάθε σημείο αναφοράς του περιπάτου τονίζοντας την ιστορία τους, επισημαίνοντας τα καίρια προβλήματα του χώρου, ανακαλώντας μνήμες πολιτισμού και αντίστασης. 


Ο Νίκος Σαραντάκος μίλησε για αρκετή ώρα στον τελευταίο σταθμό του περιπάτου στο σπίτι του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη τόσο για τη ζωή και το έργο του ποιητή όσο και για το σπίτι όπου έζησε και τη σημασία του για την πολιτιστική κληρονομιά της πόλης. Στη συνέχεια αναφέρθηκε λεπτομερώς σε όλη την ιστορία της πόλης, από την ανακήρυξή της ως πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους ως τις μέρες μας. Αναφέρθηκε στα τοπωνύμια των γειτονιών της, στα ποτάμια και τους λόφους της, στους ανθρώπους και τις κοινωνικές ομάδες που διαμόρφωσαν την υφή του πολεδομικού, πολιτικού και κοινωνικού ιστού της. Ήταν μια ομιλία για τη ψυχή της Αθήνας, μια αναστήλωση των λέξεών της, των λέξεων της πόλης που ζούμε.

Κάθε δρόμος, κάθε σταθμός του περιπάτου είχε το συμβολισμό του και υποδήλωνε το ενδιαφέρον του Γαβριήλ Σακελλαρίδη και των συνεργατών του τόσο για την ιστορία της γειτονιάς όσο και για τα προβλήματά της.

Τον περίπατο που ήταν ενταγμένος στον προεκλογικό αγώνα της Ανοικτής Πόλης, δημοτικής παράταξης στο Δήμο Αθήνας, ακολούθησαν εκατοντάδες κάτοικοι της γειτονιάς αλλά και μέλη συλλογικοτήτων και εγχειρημάτων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή.

Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Η άνοδος των αντικοινωνικών (αναδηοσίευση)

By The Machinist 

Η γενικευμένη απάθεια της ελληνικής κοινωνίας μπροστά στις εφεδρείες της άρχουσας τάξης στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και τις παραφυάδες της δεν είναι σημερινό, μεμονωμένο περιστατικό. Στην χώρα των νοικοκυραίων, υπάρχει ιστορικό συναίνεσης και ένοχης υπομονής.

Πάντα υπήρχαν πρόθυμοι, είτε στην γερμανική κατοχή, όπου ξεπετάχτηκαν οι μαυραγορίτες και οι ρουφιάνοι, είτε στην χούντα οι καταδότες και οι συνεργάτες της αστυνομίας, είτε ακόμα και επί τουρκοκρατίας. Το χειρότερο είναι πως όλοι αυτοί, με κάποιον τρόπο ή πλούτισαν και προσπαθούν στο σήμερα να διατηρήσουν τα προνόμιά τους ή έθαψαν τόσο βαθιά τους σπόρους τους που φύτρωσαν οι απόγονοι των ιδεών και της νοοτροπίας τους.

Αλλά και φτάνοντας στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, ακόμα διαπιστώνεται μια αδικαιολόγητη ανοχή του λαού, απέναντι σε διεφθαρμένα κόμματα και αντιπροσώπους των κεφαλαιοκρατών, που μάλιστα νομοθετούν ανερυθρίαστα υπέρ των ισχυρών. Μάλιστα τους ψηφίζει όλους αυτούς και σε περιπτώσεις τους υποστηρίζει οπαδικά. Ακόμα και η διάχυτη εμφυλιακή ατμόσφαιρα που διχάζει χρόνια αυτόν τον λαό, είναι απόρροια και της δικής του μαλθακότητας να απαιτήσει δικαιοσύνη.

Στην σύγχρονη Ελλάδα, αυτοί που ουσιαστικά συντηρούν το κάθε καθεστώς, είναι οι λεγόμενοι “μετριοπαθείς”. Αυτοί κάνουν πλάτες στους πραγματικούς εξτρεμιστές, σ’ αυτούς που αποφασίζουν να αυτοβαπτιστούν ως “Μεσσίες” και να διαφεντεύουν τις μάζες. Οι μετριοπαθείς, ψύχραιμοι και δήθεν ορθολογιστές, είναι οι κοινωνοί της απάθειας, αυτοί που τους ανέχονται και θέλουν να καταστείλουν και οποιεσδήποτε αντιδράσεις.

Είναι χαρακτηριστική η υπομονή μεγάλης μερίδας του πληθυσμού απέναντι σε αυταρχικές, ρατσιστικές και αντικοινωνικές συμπεριφορές, που ανήκουν σε όλο το φάσμα του φασισμού. Είναι θέμα νοημοσύνης; Αντίληψης; Ψυχολογίας; Όλα αυτά μαζί; Ή μήπως αυτή η πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί, κοινωνικά και πολιτικά, τους κάνει να αισθάνονται οικεία και άνετα; Όπως τα γουρούνια με την λάσπη. Το θέμα είναι καθαρά ηθικό και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται. Ο μέσος ελληναράς, ενδιαφέρεται για την δουλειά ΤΟΥ, το σπίτι ΤΟΥ και το πορτοφόλι ΤΟΥ. Όλα τα υπόλοιπα αν δεν του αποφέρουν κάποιο κέρδος, δεν βρίσκονται στην σφαίρα ενδιαφερόντων του. Ακριβώς γι’ αυτό και η δημόσια σφαίρα αφήνεται βορά στα νύχια των επαγγελματιών πολιτικών, των σταυροφόρων των free press και του κάθε “Ποταμιού”.

Η επικρατούσα συνθήκη προβλέπει ένα πιάτο φαΐ και ιδιωτική tv, άντε και κάνα βυζί. Για τους πιο “προνομιούχους”, σκυλάδικο και Μύκονος. Όσο αυτά διασφαλίζονται, όροι όπως τα δικαιώματα (ανθρώπινα και εργασιακά), η παιδεία, η υγεία, τα δημόσια αγαθά, η ισότητα κοκ, θα ακούγονται “κομμουνιστικά” ή πιο γραφικά κι από την Σαντορίνη. Αυτό δεν ισχύει μόνο σε ενεστώτα χρόνο, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, αλλά στην Ελλάδα ίσχυε πάντα. Η επιβίωση του καθενός χωριστά, ήταν είναι και θα είναι πάνω απ’ όλα. Ακόμα κι αν το κράτος δεν παρέχει τίποτα ή μόνο τα απολύτως στοιχειώδη, οι αντιδράσεις έχουν καμφθεί, καθώς ο πολίτης υποβιβάστηκε διαχρονικά και τεχνηέντως σε παθητικό δέκτη-καταναλωτή.

Τι μπορεί να αποτρέψει την άνοδο κάθε αντικοινωνικού στοιχείου; Αναμφίβολα -αφού στις μαζικές επιφοιτήσεις δεν πιστεύω- μια καταστροφή μεγάλης κλίμακας στον ελληνικό χώρο. Μια τραγωδία κολοσσιαίων διαστάσεων, που ούτε οι “μετριοπαθείς” δεν θα μπορούσαν να καλύψουν ή να ανεχθούν. Για αφύπνιση ούτε που το συζητάω. Υπάρχει η ανάγκη μιας νέας παραγωγής κουλτούρας, συμβόλων και οραμάτων. Ακριβώς γιατί όλα τα αντίστοιχα παλιά έχουν μεταμφιεστεί με μοντέρνες φορεσιές, κάποιες εκ των οποίων γνώριμες και αποδεκτές από το νεοελληνικό life style.

Μάλιστα, περνούν στην διαχείριση όλου του θυμού που προκύπτει από τις καταφανείς αδικίες και τον διοχετεύουν στον ρατσισμό και την μισαλλοδοξία. Αυτό το πανηγύρι που συνδέεται με πολλές διανοητικές και ψυχικές παθολογίες, το ονομάζουν “πατριωτισμό” (δηλαδή εθνικισμό), χειραγωγώντας την συλλογική συνείδηση. Η κατασκευή αποδιοπομπαίων τράγων αποπροσανατολίζει και διαιωνίζει τα στερεότυπα τα οποία εξευγενίζονται ή κανιβαλίζονται, ανάλογα με το σενάριο που εξυπηρετεί τον απώτερο σκοπό, δηλαδή την διάσωση της κυρίαρχης κορπορατικής ελίτ στην Ελλάδα. Της σύμπραξης πολιτικού προσωπικού, επιχειρηματιών και καναλαρχών.

Η εκπαίδευση των μεσοαστών και των μικροαστών βεβαίως, για έτη πολλά από τα ΜΜΕ, αποσκοπούσε και αποσκοπεί στην υιοθέτηση πειθήνιας συμπεριφοράς, στην κατάποση όλων των ψεμάτων και στην διατήρηση της πλάνης, πως οι ελίτ και οι “από κάτω”, έχουν τα ίδια συμφέροντα. Είναι ένας τύπος σωφρονισμού, σκοπός του οποίου είναι η διατήρηση της “κοινωνικής γαλήνης” που συχνά επικαλούνται και σήμερα οι κυβερνώντες.

Kατά κάποιον τρόπο πρόκειται για ψυχολογικό εκβιασμό, αφού συνδέουν την δική τους ηγεμονία και μακροημέρευση με την επιβίωση (άντε και την καλοπέραση) της μάζας. Γι’ αυτό ακριβώς έχουν ξεφυτρώσει πάρα πολλοί που προσπαθούν να στρογγυλέψουν τις εξόφθαλμες αδικίες και φρίκες, ενώ παράλληλα μας καλούν να δούμε “αισιόδοξα” το μέλλον και ν’ αφήσουμε στην άκρη το σκυθρωπό πρόσωπο της κριτικής σκέψης. Η κριτική σκέψη και η ανάλυση της πραγματικότητας περνάνε σε δεύτερη μοίρα, λοιδορούνται και διαπομπεύονται. Ας πούμε ότι για να μιλάς για το τι συμβαίνει αυτή την στιγμή στην Ελλάδα, το να βλέπεις και να ακούς, αλλά να μην σιωπάς, είναι συνώνυμο του ότι κάνεις κακό στον τουρισμό (sic).

Ακόμα και σε παρέες, οι συζητήσεις περί πολιτικών θεωρούνται tres passe, βαρετές, δυσάρεστες. Η αποθέωση του ιδιωτικού βίου ως μόνο ενδιαφέρον, είναι ένα μεθυστικό άρωμα απάθειας και απόδειξη όξινης αλλοτρίωσης. Μια συνειδησιακή ύβρις και βλάσφημη αποχαύνωση. Και το παράδοξο είναι πως όσοι λένε ότι δεν ασχολούνται με την πολιτική θεωρούν εαυτούς (αλλά θεωρούνται και από τους ομοίους τους) ως “έξυπνοι” που “δεν βάζουν σκοτούρες στο μυαλουδάκι τους”. Δηλαδή ο ηλίθιος που αφήνει ακόμα και διεφθαρμένους να εξουσιάζουν, είναι ο “νορμάλ” στην μνημονιακή Ελλάδα. Κι εκεί που είχαμε την καρκινογένεση, πλέον το απολιτίκ και εγωκεντρικό μιμίδιο κάνει μετάσταση σε όλο το σώμα της κοινωνίας και ονομάζεται πλέον φασισμός.

Ποτέ μα ποτέ, αυτοί που ενδιαφέρονταν μόνο για το τομάρι τους δεν είχαν καλό τέλος. Στην χώρα μας αποτελούν πλειοψηφία, οπότε μόνο μια μαζική καταστροφή μπορεί να οδηγήσει σε αφύπνιση. Και σ’ αυτό μην βάλετε στο νου σας σεισμούς και καταποντισμούς. Η απάθεια γεννά τέρατα και η ανοχή τα θρέφει.
Κι όπως έλεγε η Γώγου, ποτέ δεν σημαδεύουν στα πόδια, ο στόχος είναι στο κεφάλι.

Δεν θα σε σώσει κανείς ηλίθιε (αναδημοσίευση)


του Θωμά Γιούργα

Το 9ο τεύχος του UNFOLLOW, κάτω από τη σκιά του Τσίπρα, προειδοποιεί: ‘Δεν θα σε σώσει αυτός’. Το σαφές υπονοούμενο είναι ότι κανείς δεν πρόκειται να σε σώσει, αφού καμία αυθεντική σωτηρία δεν μπορεί να έχει παθητικό πρόσημο. Η ενημέρωση, η συμμετοχή, η διεκδίκηση, το ρίσκο των κεκτημένων, η αμφιβολία, η αναζήτηση είναι πολιτικές ενέργειες-προαπαιτούμενα για την ατομική και την συλλογική σωτηρία. Η παθητικότητα της μεσσιανικής προσδοκίας για σωτηρία-delivery από τον πεφωτισμένο ηγέτη οδηγεί αναπόδραστα σε διαρκή ματαίωση και αλλοτρίωση της ταυτότητας του πολίτη και της κοινωνίας.

Δυστυχώς, το άρωμα της παθητικότητας και της προσήλωσης στην ιδιωτεία είναι διάχυτο στην ελληνική πραγματικότητα εδώ και δεκαετίες. Αν το δούμε σε ένα γενικότερο πλαίσιο, η κυρίαρχη στάση ζωής δεν απέχει ιδιαίτερα από το σχήμα: ‘εκπαίδευση αποκλειστικά και μόνο για να βρω δουλειά – κατανάλωση για να νοηματοδοτήσω τη ζωή μου’.

Αυτή η πρωτοφανής αφοσίωση στην ιδιωτική σφαίρα και η αποχή από τα ‘’πολιτικά’’ θεωρείτο σχεδόν αρετή και ένδειξη σωφροσύνης, νοημοσύνης. Η ταύτιση της πολιτικής ενέργειας με τον επαγγελματία πολιτικό δημιούργησε την ψευδαίσθηση της κανονικότητας και περιόρισε ασφυκτικά την έννοια της πολιτικής ευθύνης την οποία μεταβιβάσαμε άνευ όρων (εξαιρουμένων των πελατειακών) στους full-time επαγγελματίες της πολιτικής.

Η πολιτική έκφραση, ακόμα και στις παρέες, καταδικαζόταν ως ανυπόφορα μπανάλ, παρωχημένη, περιττή. Όμως, το μοντέλο του περιχαρακωμένου ιδιώτη δεν έμεινε πουθενά και ποτέ ατιμώρητο. Φυσικό επόμενο, η ενασχόληση με τα κοινά να αφεθεί στα πιο λούμπεν στοιχεία της κοινωνίας. Μιλάμε για πρωτοφανή και διαρκή παράδοση της δημόσιας σφαίρας στους κουτοπόνηρους μακιαβελιστές που διοίκησαν και διοικούν τη χώρα. Ακόμα χειρότερα, η αρρώστια του απαθούς ιδιώτη επιφέρει συνειδησιακή αποχαύνωση σε όλες τις εκφράσεις της ζωής. Η μετάσταση της νόσου της πολιτικής και συνειδησιακής αποχαύνωσης ονομάζεται φασισμός. Πλέον, αυτός ο απολιτίκ καρκίνος βρίσκεται σε στάδιο νεοναζιστικής μετάστασης. Η άνοδος των ελλήνων ναζί δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα τελικό σύμπτωμα του απολιτίκ καρκίνου, το οποίο μάλιστα αποπροσανατολίζει από τα βαθύτερα αίτια της ελληνικής νοσηρότητας.

Η πανταχού παρούσα α-συνειδησιακή ύβρις ‘’εγώ δεν ασχολούμαι με τα πολιτικά’’ θεμελιώνει την άτη του κοινωνικού δαρβινισμού. Πολύ απλά και αναπόφευκτα, η κοινωνία που απέχει από τα δημόσια θα λαμβάνει ως αντίδωρο γεωργιάδηδες να δηλώνουν: ‘’όποιος δεν προσαρμόζεται, πεθαίνει’’. Η απειλή είναι απολύτως σοβαρή και καθόλου μεταφορική. Η οικονομική αποτυχία, η αδυναμία κάποιου να προσαρμοστεί στην προκλητικά στοχευόμενη αναδιανομή του πλούτου προς τα πάνω θα μεταφράζεται σε θάνατο της αξιοπρέπειας ή ακόμα και σε βιολογικό θάνατο.

Με αυτά τα δεδομένα, η μόνη αναίμακτη επαναστατική πράξη ενάντια στον κοινωνικό δαρβινισμό και τον ναζισμό είναι η συνειδησιακή αφύπνιση και η προσπάθεια αυτονόμησης της σκέψης. Ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν υπάρχουν αρκετοί συνειδησιακοί κήρυκες στην ελλάδα του σήμερα. Έτσι καλούμαστε ως μονάδες να πετύχουμε την προσωπική μας συνειδησιακή αφύπνιση. Φαντάζει σχεδόν ακατόρθωτο εγχείρημα για μια κοινωνία ναρκωμένη, τρομοκρατημένη και βαθιά χτυπημένη από τον καρκίνο του απαίδευτου απολιτίκ ιδιώτη.

Μονάχα μια συνειδησιακή επανάσταση θα προσφέρει στην κοινωνία την απαραίτητη μαγιά πολιτών ώστε να επανακαταλάβουμε τη δημόσια σφαίρα και να επιβάλλουμε την πολιτική ατζέντα από τα κάτω προς τα πάνω. Φαντάζει ουτοπικό αλλά είναι ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος.

Γιατί, κανένας δεν πρόκειται να σε σώσει, idiot!
Σε σύνδεση με τα παραπάνω, η διαχρονική σκέψη του Μπερτολτ Μπρεχτ:
“Ο χειρότερος αναλφάβητος είναι ο πολιτικά αναλφάβητος. Δεν ακούει τίποτε, δεν βλέπει τίποτε, δεν συμμετέχει στην πολιτική ζωή. Μοιάζει σαν να μην γνωρίζει ότι το κόστος ζωής, η τιμή των φασολιών, του αλευριού, του ενοικίου, των φαρμάκων, όλα εξαρτώνται από πολιτικές αποφάσεις. Ακόμα χειρότερα περηφανεύεται για την πολιτική του άγνοια, φουσκώνει το στήθος του και δηλώνει πως μισεί την πολιτική. Δεν γνωρίζει, ο ηλίθιος, πως εξαιτίας της αποχής του από την πολιτική υπάρχει η πορνεία, το εγκαταλελειμμένο παιδί, ο ληστής και ακόμα χειρότερα, οι διεφθαρμένοι κυβερνήτες, οι λακέδες των διεθνών εταιρειών που μας εκμεταλλεύονται.”

σελίδες από το ημερολόγιο της Έρημης Χώρας (αναδημοσίευση)

  
από τον Costinho
  
Και λες να το ρίξεις λίγο έξω -γιορτινές μέρες είπαν, άλλωστε. Τυχαίνεις σε κλαμπ λουσάτο, εκεί βγήκε ο κλήρος με τους φίλους. Λούσο, λέμε τώρα· όλα ψευδοροφές και νέον, όλα ψευδή, όλα ψευδά. Πιάνεις τον εαυτό σου κρατούμενο. Πορτιέρηδες· πληρωμένα σκιάχτρα που ανοίγουν την πόρτα απ'έξω. Όταν υποδέχεσαι κάποιον η πόρτα ανοίγει από μέσα, αυτό ξέρω εγώ. Ψιλά γράμματα. Άμα επιβιώνεις από την ξεφτίλα, τη βάζεις σε λέξεις· να εξευμενίσεις ό,τι περίσσεψε. Περιήγηση στην Έρημη Χώρα, άδειοι πόθοι κενά βλέμματα τυραννισμένα σώματα, το Άουσβιτς σε εκδοχή αυτοϊκανοποίησης. Κλαμπ. Μονοσύλλαβος κωδικός, εύκολος, λίγα γράμματα, ένας ήχος, γρήγορος. Ατέρμονη ανορθογραφία. Γυναίκες που δεν είναι γυναίκες, που θυμίζουν γυναίκες. Η γυναικεία όψη εδώ λησμονείται, κανείς δεν φαίνεται να θυμάται ότι οι ιέρειες είναι ρόλος σε τελετή, όχι σιλουέτες αφημένες στην τύχη τους. Πρώτα πρώτα οι γυναίκες οι ίδιες, αυτές το ξεχνάνε και το πνίγουν σε τόνους από κολώνιες· αποσμητικές, που δεν οσμίζουν, που μόνο απωθούν. Που τρομάζουν. Κάθε ερωτικό μικρόβιο σε ακτίνα δύο μέτρων πέφτει νεκρό, κάθε πόθος ξενιτεύεται προς άγνωστη κατεύθυνση και δεν ξαναγυρίζει πίσω. Φρούρια υπερβολών οι στολές τους, τρομακτικές αποστάσεις. Προσδοκίες στον αέρα με μυρωδιά απειλής. Ακόμα και στο σαφάρι, στη ζούγκλα, ένα θήραμα κάπου κάπως υπονοείται· κάποιος κάπως υποκρίνεται τον κυνηγό. Κανείς δεν βγαίνει από εδώ ζωντανός. Κυρίως επειδή δεν μπήκε καν ζωντανός.

Η Έρημη Χώρα σε εικόνες καθημερινής συνάφειας, ανίερης και ταπεινωμένης. Αγόρια σε αμήχανο σχηματισμό πίνουν ματαιοδοξία με χαμηλό δείκτη αλκοόλ, βγάζουν selfies -έτσι λένε τώρα τη μοναξιά, τη φωνάζουν εαυτό- και αναβάλλουν τις ερωτήσεις για άλλη ζωή. Δεν θα το ψάξουν ούτε το πρωί που θα σηκωθούν· ό,τι έγινε, έγινε. Πέρασε κι αυτή η μέρα, πιάσαμε λίγο κώλο, κάπου ακουμπήσαμε. Τυχαία ίσως, αλλά δεν έχει σημασία αυτό. Αρκεί που μας σηκώθηκε. Κλικ κι άλλο κλικ, ψηφιακός ο ήχος, ψευδής. Βγαλ'την καλή, να φαίνονται και οι γκόμενες στο μπαγκράουντ. Γκόμενες στο μπαγκράουντ. Ποτέ πρωταγωνίστριες, ποτέ ηρωίδες.Κλικ. Μονοσύλλαβος κι αυτός ο κωδικός, εύκολες λειτουργίες, απλές πρωτοζωικές, γρήγορες. Ένστικτο και ανάγκη, παντού γύρω υπομνήσεις της κατάθλιψης. Νέο επάγγελμα στη διασκέδαση, ο φωτογράφος. Παλεύει να καταγράψει κι αυτός την επιδημία, να νιώσει ο καθένας σημαντικός, να θυμηθεί ότι ήρθε με παρέα εδώ, ότι έχει φίλους, το λέει και η φωτογραφία, έχω φίλους έχω ζωή, είμαι ένα μικρό θέμα στις ειδήσεις του βίου μου, στα κοσμικά, εκεί που μέχρι μία ώρα πριν δεν υπήρχα καν, δεν ήξερα τι γύρευα μέσα σ'αυτά τα ρούχα· εκεί στα κοσμικά, δηλαδή στα απόκοσμα. Κι όχι εκείνα όπου αντηχούν προσευχές και χρησμοί, λάθη και διαψεύσεις. Ούτε ερωτήσεις ούτε απαντήσεις. Σαν ένα γιγάντιο ΚΨΜ, αλλά χωρίς τον χαβαλέ των πιστών της κοινότητας. Καμία ευλάβεια. Εδώ η στέρηση είναι σημαία, όχι καταναγκασμός.

Η πίστα δεν είναι πίστα, στη θέση της πίστας βρίσκεται ένα τεράστιο μπαρ, μπάρμαν μούρες μέσα χορεύουν συνταγές φτηνής χημείας και χορηγούς με δόντια, ο κόσμος γύρω γύρω, οι πελάτες. Καθόμαστε χαζεύουμε τα μπαρ, προσκυνάμε ό,τι καταναλώνουμε, δεν χρειάζεται ο χορός, δεν απαιτείται τίποτα. Όλοι σε στοίχιση· κανένα σώμα δεν σαλεύει. Μάθανε ότι αν σαλέψουν λίγο, μπορεί όλα να μετακινηθούν, μπορεί να αλλάξουν θέση, μπορεί να απογυμνωθεί καμιά πλάτη και ο κόσμος ν'αλλάξει χρώμα. Αμάν κάνανε να καταλάβουν τα παλιά τα χρώματα, κάποια γκρι και λίγα τιρκουάζ του βαρετού, που να μαθαίνουν τώρα καινούρια; Η μουσική, ποια μουσική, πλέον το αυτό που υπάρχει στη θέση της μουσικής από τον κουφό δισκοθέτη -ακριβώς όπως τα αφηγήθηκε ο αγαπητικός της Ρέας Φραντζή. Ο φίλος του ο Παπαγιώργης, στον Ασημάκη, λέει πως η σοφή δολιότητα του προσωρινού είναι ότι ο χρόνος αθροίζεται αθόρυβα κάτω από την μύτη μας. Λέει επίσης ότι ο χώρος είναι ο χειρότερος εκμαυλιστής και ρουφιάνος του χρόνου. Κάπως δένουν τώρα όλα αυτά, κάπως γίνονται στέρεα μέσα μου. Ως δικαιολογία περισσότερο.

* *

Σκέφτομαι κάποια που της αρέσουν οι δικαιολογίες. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να κινείται ο κόσμος, έστω. Τρόπος. Αν κάτι πληρώναμε μέχρι τώρα είναι ότι βρίσκουμε τρόπους. Έτσι περνάνε οι μέρες από εδώ μεριά. Νικάμε με τις λέξεις, δεν εξευμενίζουμε τίποτα, δεν χρειάζεται, όλα μας δίνονται σαν χάρη. Η ζωή που φτιάχνουμε επιστρέφει ακέραια και γενναιόδωρη. Ξέρουμε που να ακουμπήσουμε, μάθαμε με τον καιρό· μάθαμε και με τον χώρο. Ξέρουμε που και πόσο να σταθούμε. Δεν μας αρκεί πάντα, αλλά όσο πληρώνεις, καλά είναι. Με το αίμα ζεις, καμιά πληγή δεν σου είναι ξένη, τίποτα δεν είναι τρομακτικό. Τίποτα δεν είναι τρομακτικό μέσα στον τρόμο της υπόλοιπης ζωής, της ζωής μπροστά· σ'αυτόν τον εξαιρετικά γλυκό τρόμο των πάντων, των όσων ακούμπησες, της ζωής που δεν υπολογίζεται. Μόνο σχεδιάζεται και μετά ξεφεύγει. Όλα μαγεύουν και μαγεύονται. Ξέρεις έτσι ότι υπάρχεις και δεν χρειάζεται κανένας φωτογράφος. Οι πιο ωραίες φωτογραφίες είναι εκείνες που υπονοούν, εκείνες που κρύβουν, όχι αυτές που αποτυπώνουν. Τα φαινόμενα απατούν, έλεγε ο επιστήμονας, τα ακούσματα φανερώνουν. Οι ωραιότερες φωτογραφίες είναι κοντινά των ακουσμάτων, πλησιάσματα του αυτιού στις εικόνες. Μουσική είναι ένα χαμόγελο που δεν ντρέπεται, κυρίως εκείνο που δεν βγάζει κανένα ήχο. Που σκίζει τη σιωπή με το δικό του τρόπο -γράφω "τρόπο", αλλά αρχικά ξεχνάω το ρο. Με το δικό του τόπο. Να'χεις αυτιά να τ'ακούς όλα αυτά, να εκπαιδεύεσαι στα πλησιάσματα, να σου φανερώνονται μορφές και χειρονομίες. Ασπούμε ένα χαμόγελο που μοιράζεται, χωρίς στολή, χωρίς κολώνια, χωρίς υπερβολές. Είναι από μόνο του υπερβολή, γιατί μπορεί να χωρέσει όλο τον κόσμο. (το'ξερες ότι σ'ένα χαμόγελο μπορείς να μάθεις τα πάντα; για κάποιον ή για την κάποια). Να μαθαίνεις. Ή να βλέπεις στα κλεφτά μια πλάτη, απογυμνωμένη -ασπούμε γυναικεία, της ομορφιάς- και να υποθέτεις κάθε στοιχείο της όψης σε ανφάς, κοντινό. Αυτός είναι φωτογράφος όχι μαλακίες, ντίτζιταλ και φώτοσοπ. Σχηματίζεις με το νου σου μια μορφή -έτσι στα αυθαίρετα, χωρίς στοιχεία- και είναι αυτό μια ερωτική πράξη. Είναι ο μισός δρόμος. Η μάχη της γοητείας, το έτσι που μαίνεται στα χαρακώματα των επιθυμιών και των άρρητων σκέψεων, όχι μόνο είναι ιερή υπόθεση και μέλημα καθήκον από τα λίγα, αλλά βγαίνουν όλοι νικητές. Μετά να επιστρέφεις ξανά, να παίρνεις ώρα -και χώρο, χώρα- και από τις σκιές της πλάτης, την κάθε γραμμή, την κάθε αμυχή -την κάθε συνάντηση με τον ήλιο, αυτό είναι η αμυχή- να επιβεβαιώνεις κάθε υπόθεση, κάθε αυθαιρεσία σου. Αυθαίρετα και πάλι. Γιατί το έτσι δεν εξηγείται, μόνο βιώνεται. Να μυρίζεσαι τα αγγίγματα, να ακούς τα βλέμματα, να γεύεσαι τους ήχους· τον ήχο της σύσπασης των μυών στις άκρες του στόματος ασπούμε. (έτσι σχηματίζεται το χαμόγελο, σύσπαση μυών είναι και τίποτ'άλλο). Να μπερδεύεις τις αισθήσεις, να μπερδεύεσαι· μπορείς;

Τίποτα δεν είναι έρημο εκεί απάνω -ξέρεις που- όλα όμως είναι χώρα, όλα μπορούν να γίνουν χώρα, χώρος, χρόνος. Τίποτα δεν είναι τρομακτικό, αρκεί να βρίσκεις τρόπο να καλύψεις τα χιλιόμετρα. Κάθε αίσθηση υπονοεί κάποια χιλιόμετρα, κάθε αίσθηση καλύπτει μια απόσταση, χρειάζεται ένα χρόνο, ένα χώρο, ένα χορό. Το σώμα τότε, το κάθε σώμα, σαλεύει και όλα αλλάζουν θέση, σαλεύουν και τα μυαλά, σαλεύουν και οι αποστάσεις και τα χιλιόμετρα και οι τρόποι, χρώματα πηγαινοέρχονται, επιθυμίες μαίνονται, όλα αλλάζουν θέση ξανά, όλα αλλάζουν θέση ξανά, πλάτες απογυμνώνονται και φανερώνουν μορφές, φανερώνουν ακούσματα, όλα αλλάζουν θέση ξανά, ξανά και ξανά, όλα ξανάρχονται σε μας.

Να είμαι αυτό το παιδί που χαζεύει τα πυροτεχνήματα. Μου αρκεί. Κι ας μη μαγεύεται πια, κι ας ξέρει το παραμύθι. Πάντα το ήξερε. Να είσαι πάνω σε ώμους. Να πατάς στους ώμους, καλύτερα από το να πατάς στο έδαφος. Αρκεί. 

Τα δύο αστεράκια που χωρίζουν εδώ τα κείμενα δεν είναι σημεία στίξης. Είναι πυροτεχνήματα. Έτσι μπορώ να πηγαίνω από το σκοτάδι στην ομορφιά. Με εκρήξεις. Φαντασμαγορικές και άχρηστες, αν μου μιλάς για χρησιμότητα.

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Εγώ, ο λίβελος (αναδημοσίευση)



Οι βεβαιότητές μου είναι και οι μικρές μου τραγωδίες. Αν εγώ, ο μικρός και μέγας ανίσχυρος δε στοιχίσω το γραφτό μου με το παγκόσμιο ποδοβολητό είμαι χαμένος. Ο λίβελος μπορεί να φαίνεται κάτι αποτρόπαιο μα είναι ιαματικός. Ο λίβελος έχει την οργή και το όργιο που σε κρατούν ζωντανό. Είναι πρώτης σειράς στασίδι στην εκκλησιά της γλώσσας. Δεν έχει λήθες, ταπεινοφροσύνες και γλυκερά αισθήματα. Όσο τιποτένιος κι αν είναι διαλαλεί πονετικά το ξεχαρβάλωμα της ύπαρξης. Γράφεται για να ξεβγάλει διαπιστώσεις και βεβαιότητες, διαιωνίζοντας έναν δημιουργικό θυμό που κάνει λογοτεχνίες και φιλοσοφίες και πουτανιές. 

Ο λίβελος είναι συστατικό της λογοτεχνίας και της ποιητικής του συναισθήματος. Θυμίζει πως η ζωή είναι ένα ακριβό σχολείο. Πως τα μαθήματα είναι πανάκριβα. Πως στη ζωή δεν έχει δωρεάν παιδεία. Πληρώνεις και μαθαίνεις. Δεν πληρώνεις, δεν μαθαίνεις. Ο λίβελος φανερώνει πως η ιστορία είναι ένα αλώνι γεμάτο γαϊδουρομούλαρα που κλωτσά το ένα το άλλο. Δαγκωματιές, ακρωτηριασμοί, καρφιά. Μπόχα και δυσωδία και φριχτοί πόλεμοι και πάθος για νέα σφαγή. Ο λίβελος χρησιμοποιεί τη γλώσσα ως ιδεολογικό όπλο ενάντια σε κερατιάτικες κατεστημένες βεβαιότητες. Σε μαθαίνει να γράφεις και να αυτοαναιρείσαι. Να ξορκίζεις την αταξία γύρω σου με το δικό σου τρόπο χρησιμοποιώντας το σκοτεινό θάλαμο του μυαλού. 

Ο λίβελος μπορεί να αρχίζει παρωδώντας ένδοξους κομμένους λαιμούς που έπεσαν για την πατρίδα και να τελειώνει ειρωνευόμενος το πανδαιμόνιο αλληλοεξόντωσης για του Χριστού την πίστη την αγία. Μπορεί να στήνει έρωτες και να γκρεμίζει άμβωνες. Ο λίβελος ακόμη κι αν είναι μνησίκακος και φορτικός και άδικος δεν προκαλεί κακό διότι εξαρχής και προγραμματικά αυτοσυστήνεται ως τέτοιος. Την λύσσα του και την ωμότητά του την έχει προμετωπίδα κραυγάζοντας πως δεν κόπτεται δήθεν για δικαιοσύνη και αλήθεια αλλά για να ξεφτίσει βεβαιότητες επικαλούμενος μοιραία άλλες βεβαιότητες συνήθως κατάπτυστες και άσεμνες και μη αποδεκτές. 

Ο λιβελογράφος είναι ένα πληγωμένο ζώο. Κι η αλήθεια του πληγωμένου ζώου είναι η επιβίωση. Να βρει ανάσα, να κρατηθεί στη ζωή. Κι αν κρατηθεί στη ζωή να υπενθυμίσει, να ξεσκεπάσει το δόλο αρχόντων και δούλων, αρχιερέων και μη. Ο λίβελος είναι κατεξοχήν συγκρουσιακός. Ο λίβελος είναι το αληθινό όπλο των εξεγερμένων. Των συγγραφέων και των ποιητών που δεν αποδέχονται τη χλαπάτσα του διαφημιστή και το ρεμπελιό των ευνούχων αστών. Ο λίβελος υποκλέπτει τη ζωή για να στοιχειώσει τα δικά του φαντάσματα. Ο λιβελογράφος διεγείρεται απ’ την ταπεινή τέχνη του χαρτογράφου που ανατρέπει τα ονόματα των πραγμάτων άρα και τη θέση τους άρα και τις βεβαιότητες που απορρέουν απ’ το αεικίνητον της εξουσίας. 

Ο λιβελογράφος προκαλεί τη μήνιν του παντοδύναμου αυτοκράτορα αφού γίνεται το ανελέητο μάτι των τυφλωμένων υπηκόων του. Ο λιβελογράφος είναι ο σεσημασμένος ηδονιστής που όσο πιπέρι κι αν του βάζουν στη γλώσσα αποθηριώνεται εσχάτως, αντιστεκόμενος με μιαν αμετακίνητη προσήλωση στην ουτοπία, που λέει, κι αν με σκεπάσει εμένα ο θάνατος θ’ ακούγεται από πάνω μου αιωνίως το ποδοβολητό της ζωής. Τίποτε μάταιο κι όλα μάταια. Αγώνας ενάντια στους διαστρεβλωτές και τους ψευδομάρτυρες της ζωής. Μην πιστεύεις σε θεούς δαίμονες και ήρωες. Γίνε θεός δαίμονας και ήρωας. Η μεγάλη έκρηξη δεν υπήρξε ποτέ. Άπειρες εκρήξεις μονάχα στον άπειρο κυκλικό ορίζοντα. Σπέρματα αλλαγές διαπορθμεύσεις στη γλυπτή αρμονία του σύμπαντος. Πέρα απ’ την παραφορά και την υπόσχεση, το έλεος, την ευφροσύνη και την ευσπλαχνία, τους γάμους, τους θανάτους και τις λατρείες υπάρχει ο λόγος που χορδίζει την ανάγκη για ποίηση, εξέγερση κι αθώο λυτρωτικό γαμήσι.

Κοδριγκτώνος 21 (αναδημοσίευση)

από τον Costinho
  
Όσο να εκτιμήσουμε τη ματαιότητα
όσο να εκποιήσουμε την τρυφερότητα
μας πήραν σβάρνα τα χρόνια...

Υπάρχουμε ως ανοιχτές πληγές κόντρα στα καλά λόγια
τα καλά παιδιά και τα καλά λάδια
υπάρχουμε ως υπογραφές κόκινες κατακόκινες της φωτιάς
σ'απίθανα σημεία της νύχτας.
Δεν αφήνουμε απλώς τραγούδια πίσω μας στο μέλλον 
αλλά τα κομμάτια μας
και κάπου μακριά ακόμα ά
ρχισαν να κατασκευάζονται τα νέα μουσικά όργανα...
Θωμάς Γκόρπας 

Όταν γράφεις για κάποιον που φεύγει, στην πραγματικότητα γράφεις για σένα τον ίδιο. Εσύ είσαι αυτό που μένει πίσω του. Είτε υπήρξες κομμάτι του είτε ήσουν παντελώς άγνωστος για εκείνον· αρκεί που υπήρξε εκείνος κομμάτι σου, που φρόντισε κάτι εντός σου. Και τότε δεν μιλάς παρά για ένα κομμάτι σου που αποσχίστηκε βιαίως, που ξεριζώθηκε -ανάλογα και τη θέση που βρισκόταν. Δεν ξέρεις καλά ποιος είναι ο άλλος, ξέρεις όμως πόσο κομμάτι σου υπήρξε. Τις προάλλες ασπούμε έφυγε ο συγγραφέας Κωστής Παπαγιώργης, διάβασα αρκετούς επικήδειους. Κάθε πένα θρηνούσε τον Παπαγιώργη που της αφαιρέθηκε. Προχωράμε λοιπόν με έναν Παπαγιώργη λιγότερο ο καθένας. Φεύγουν κομμάτια μας, πέφτουν στο δρόμο, άλλα συνθλίβονται, άλλα βαλσαμώνονται· δεν επιζούν -τροχαία ατυχήματα. Μικραίνουμε αντί να μεγαλώνουμε. Κάπως όμως προχωράμε,νέα μουσικά όργανα κατασκευάζονται και τέτοια.

Την προηγούμενη βδομάδα έφυγε ο Λεωνίδας Παπαγεωργίου -ο Λεωνίδας που είχε το Τριανόν. Λάθος. Ο Λεωνίδας δεν είχε το Τριανόν. Ήταν το Τριανόν. Μια μικρή χώρα, μια πατρίδα μέσα στην πόλη, ένα καταφύγιο που'χε μαζέψει εκεί όλη την Αθήνα· εκείνη που θα μπορούσε να είναι πόλη, όχι άθροισμα κατοίκων και τσιμεντοκατασκευών. Χιλιόμετρα φιλμ έτρεξαν μπροστά από το φως της λάμπας, φωτίστηκαν πόθοι και επιθυμίες με μυθικές ατάκες, συναντήσεις και υποσχέσεις, κάθε συνάντηση μέσα και έξω από το πανί συνιστούσε τελετουργία. Να βρεις να παρκάρεις απ'έξω ή κάπου κοντά, να περιμένεις τον αγαπημένο, να βγάζεις εισιτήρια για τον άλλον -ποτέ δεν ήταν τόσο θερμή η έκδοση εισιτηρίων όσο σ'αυτό το ταμείο- να χαζεύεις τις αφίσες, παλιοί πόθοι επιθυμίες υποσχέσεις και αναμνήσεις λεζάντες από μυθικές ατάκες. Κάθε βόλτα στο Τριανόν ήταν μια ταινία· και πριν και μετά. Γιατί εκεί έβλεπες ταινίες. Είχες να πεις κάτι για τη ζωή σου, είχες να τη θυμηθείς. Να περάσει μπροστά από τη λάμπα της μηχανής -ξέρεις στα πόσα χιλιάδες βατ δουλεύει αυτή η λάμπα; ασ'το καλύτερα, μη μάθεις. Να λάμψει, χωρίς να καεί. Ξέρεις, τα παλιά φιλμ αρπάζανε με τη μία, αυτές οι καρβουνιάρες μηχανές ήτανε φονιάδες. Τα φιλμ μετά έγιναν ντίτζιταλ φορμά, δεν άρπαζε πια κανείς με τη μία, συνηθίσαμε στις εκπτώσεις. Κι όμως. Στην έκπτωση της αγοράς, στην έκπτωση της ζωής, ο Λεωνίδας δεν απάντησε με έκπτωση, αλλά με αύξηση κεφαλαίου. Φιλμικού, ανθρώπινου. Στην κρίση απάντησε με ποιότητα, όχι με διαχείριση· στις κρίσεις, απαντούσε με κρίση, με κριτήριο. Και κόστος, όχι μούρη και αραχτό χάι με χορηγό και στέγη. Μιλάω για κόστος μεγάλο, από αυτά που δεν γνωρίζεις. Να έχεις μπει μέσα χιλιάρικα ολόκληρα και να παίζεις Ταρκόφσκι. Ξέρεις στα πόσα χιλιάδες βατ δουλεύει αυτό το τσαγανό; Ασ'το καλύτερα.

Για να πω την αλήθεια, δεν τον γνώριζα τον Λεωνίδα. Είχαμε γνωριστεί πριν πολλά χρόνια στο γραφείο του, προτείνοντάς του σχέδια. Κι εκείνος άκουγε, με ενδιαφέρον. Όπως εκείνη τη συναυλία που λέγαμε να κάνουμε με τον Αλέξανδρο τον Boy· είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα, αλλά ζοριζόταν με τους διανομείς. "Θα μου φωνάζουν άμα τους κόψω προβολή, αλλά αξίζει τον κόπο". Δεν την κάναμε ποτέ αυτή τη συναυλία. Μεσολάβησαν ματαιώσεις της καθημερινότητας. Θυμάμαι επίσης που του'χα δώσει να δει την ταινία μου -το πρώτο σχέδιο ερασιτεχνικό που είχα σκαρώσει ως πτυχιακή εργασία πριν δέκα χρόνια. Όταν πήγα να τον ξαναβρώ λίγες μέρες μετά, την είχε δει. Του άρεσε. Μου είπε "αυτή δεν είναι για εδώ, αλλά για πιο μεγάλη κατάσταση. Ίσως για το Μέγαρο". Νόμισα τότε ότι με αποφεύγει ευγενικά. Ο χρόνος τον δικαίωσε. Δέκα χρόνια μετά η ταινία -στην πιο γκράντε εκδοχή της- έπαιζε στο Μέγαρο. Ενώ της έπρεπε στο Τριανόν· αυτό θα ήταν η δικαίωση. Ούτε αυτό το κάναμε ποτέ. Κι ας τον πήρα φέτος κάποια τηλέφωνα, αλλά χωρίς να το πιστεύω εγώ ο ίδιος θερμά. Σκεφτόμουν τη μιζέρια που'χουν καταδικάσει οι τριγύρω φασιστευμένοι την Κοδριγκτώνος και το πόσο θα ζόριζα ίσως τον ήδη ζορισμένο Λεωνίδα, να αγωνιά αν θα βγουν τα εισιτήρια, αν θα αξίζει τον κόπο. Ξέρω ότι αυτός δεν θα ζοριζόταν να το σκεφτεί. Ντοκιμαντέρ ανθρώπου της γειτονιάς θα το έπαιζε. Μην λέμε κι ό,τι θέλουμε τώρα.

Πριν κι απ'αυτά, κάτι χρόνια πριν, κατεβαίναμε από την Κέρκυρα με τον Φρανκ για εκπαίδευση, να μάθουμε τεχνικοί προβολής, να στήσουμε την κινηματογραφική λέσχη πάνω, στο πανεπιστήμιο, να παίζουμε φιλμ. Μας είπαν να πάμε στο Τριανόν, εκεί θα μαθαίναμε. Είδα τότε τον Λεωνίδα να λάμπει για λίγο, σα να χαιρόταν που κι άλλη φουρνιά θα έβγαινε μέσα από τα κάρβουνα του μικρού ναού της Κοδριγκτώνος. Μας φιλοξένησε στο καμαράκι προβολής για μια βδομάδα, μοντάραμε φιλμ, κουμαντάραμε χιλιόμετρα εικόνων, μάθανε τα δάχτυλα μας στα δύσκολα αγγίγματα -προσοχή στο κάντρο, τα μάτια σας πάντα στο κάντρο, μας έλεγε συνέχεια ο Δημήτρης ο προβολατζής, άλλος πρόσκοπος κι αυτός. Να πάμε στο Τριανόν για να μάθουμε. Αυτό το κάναμε, δεν έμεινε σχέδιο. Τη θυμάμαι την εβδομάδα εκείνη, είχε αφιέρωμα στο τούρκικο σινεμά -γλώσσα κατανοητή, αυτή του σινεμά. Χιλιόμετρα φιλμ και πόθων και συναντήσεων· μαθαίναμε. Το σινεμά και την Αθήνα. Ο Λεωνίδας ανάστατος γιατί μία μέρα πριν την πρεμιέρα, χρυσαυγίτες -κάπου δώδεκα δεκατρία χρόνια πριν, λέω- είχαν ρίξει ρουκέτα στο σινεμά, σπάζοντας ένα τζάμι και γράφοντας στις προθήκες προδότες. Ποιοι προδότες ρε. Που να ξέρανε. Ταραγμένος πολύ ο Λεωνίδας, αλλά παλικάρι· στην τσίτα, στο ταμείο, στο μπαρ. Μας βλέπει να ερχόμαστε και μέσα στη φούρια του και μερικά θραύσματα από την επίθεση της προηγούμενης νύχτας, δεν ξεχνάει να μας ρωτήσει. -Όλα καλά παίδες; -Όλα καλά Λεωνίδα, σε ευχαριστούμε πολύ. Δεν σου έδινε ποτέ την εντύπωση ότι ευχαριστιόταν, ούτε ότι είχε πολυτέλεια χρόνου και αισθημάτων. Πάντα ανάστατος, πάντα στο τρέξιμο. Ταμείο, μπαρ, καμαράκι, γραφείο, διπλοβάρδιες στο Ίλιον παραδίπλα. Πάντα εκεί. Δικαιωμένος από την κάθε στιγμή, από το κάθε καρέ· και μιλάμε για χιλιόμετρα. Όλα τα φιλμ επιλεγμένα ένα κι ένα, όλα τα χιλιόμετρα περπατημένα. Οι συναυλίες, οι παραστάσεις, όλα. Ποιος το κάνει αυτό πια. Ποιος το έκανε πάντα. Ποια Αθήνα διάλεγε το κάθε βήμα της, ποια πόλη πέρασε καρέ καρέ μπροστά από τη λάμπα. Ταμείο, μπαρ, καμαράκι. Διαδρομή που δεν θα τη νιώσεις εύκολα, πολλά χιλιάδες βατ.

Μίκρυνε η Αθήνα. Μικραίνει η Αθήνα· η ζωή μας. Το Τριανόν ήταν μια δική μας χώρα. Ο Λεωνίδας ήταν δικός μας άνθρωπος κι ας μην το'ξερε. Μας φρόντισε, μας έμαθε να ξέρουμε τα σημεία του σινεμά, τ'απίθανα σημεία της νύχτας, μιας πόλης που άλλαξε, που ακόμα αλλάζει, που μας αλλάζει. Εκεί πίσω λοιπόν, χάσαμε μια πατρίδα· χάσαμε την τελευταία αίθουσα, τον τελευταίο δρομέα των φιλμικών αποστάσεων -μιλάμε για χιλιόμετρα και χιλιάδες βατ. Τις Θερμοπύλες της Κοδριγκτώνος· που σε καιρούς όχι ηρωικούς, μόνος τις κρατούσε ο Λεωνίδας. Χωρίς τους τριακόσιους. Χωρίς καν εμάς, που μάθαμε σε άλλη πόλη. 

Κάπου εκεί πίσω πρέπει να ξαναβρούμε τις μικρές μας χώρες, να περπατήσουμε ξανά τα χιλιόμετρα, να περαπατάμε πάντα σε χιλιόμετρα, να κουρδίζουμε το βλέμμα μας σε χιλιάδες βατ, να λάμπουμε χωρίς να καιγόμαστε. Να μην ξεχάσουμε ποτέ το σινεμά. Να θυμόμαστε πάντα τον ποιητή, άλλη πατρίδα και δαύτη η φάρα, πως ό,τι δεν αγαπάει το θάνατο: ο κινηματογράφος. 

τα στείρα μας εχάσαμε κι ήρθα να τα γυρεύγω
κι έπιασε αντάρα στα βουνά
και καταχνιά στις ρίζες
και περπατώ θλιφτά θλιφτά

ό,τι αγκαλιάζω δυνατά ... μου φαίνεται το πνίγω (αναδημοσίευση)

από catchyourdream 

Από μικρό παιδί, βλέπω συχνά πυκνά το ίδιο όνειρο ... Βλέπω πως έχω στην πλάτη μου ένα ζευγάρι φτερά, τα ανοίγω και πετάω ... πετάω μακριά, βλέπω τον κόσμο πιο όμορφο. Κι ύστερα ξυπνάω, κι ούτε φτερά έχω στην πλάτη, ούτε να πετάξω μπορώ, ούτε να δω τον κόσμο πιο όμορφο. Καμιά φορά νομίζω πως αυτό το όνειρο ζωντανεύει. Και μπορεί και να ... αλλά ... Το θέμα είναι πως με δανεικά φτερά δεν πέταξε ποτέ κανείς. Ας μη συντηρούμε ψευδαισθήσεις.

Μεγάλο θέμα οι ψευδαισθήσεις, κι άμα τις αγκαλιάσεις ... μεγαλύτερο. Κι η αγκαλιά, κι αυτή ... επικίνδυνη. Μη γελάς. Δεν είναι τόσο αθώα όσο φαίνεται. Να μη βιάζεσαι, ούτε να αγκαλιάσεις, ούτε να αγκαλιαστείς. Γενικά μη βιάζεσαι. Και στο λέω εγώ που πανάθεμα με βιάζομαι, βιάζομαι και τρέχω σαν να μην υπάρχει αύριο. Θα μου πεις, ναι μπορεί να μην υπάρχει. Θα σου πω, πως ναι, με αυτόν τον "φόβο" έμαθα να ζω, και δε με νοιάζει πια. Γι αυτό δεν έχω σταματήσει να τρέχω.

Που θέλω να πάω; Άγνωστο. Τα 'χουμε ξαναπεί. Τόσο τρέξιμο και δεν έχω καταφέρει να φτάσω πουθενά. Τόσες αγκαλιές και σε καμιά δεν κατάφερα να φωλιάσω. Τόσες στιγμές ήπιαμε και καμιά δεν κατάφερε να με ξεδιψάσει. Κι είναι φορές που αναρωτιέμαι αν εγώ αποφεύγω να βρω προορισμό, αν εγώ πνίγω ότι αγκαλιάζω, αν εγώ φτύνω τις στιγμές. Όμως, ούτε ανθρώπους μου αρέσει να πνίγω, ούτε στιγμές να φτύνω. Κι έτσι γνωρίζω πότε πρέπει να βγω στην απ έξω. Και ναι, γνωρίζω πότε πρέπει να αφήσω τη σιωπή να με κόψει. Και την αφήνω ...

Γιατί κάπου εδώ στη φωτιά θα χάνομαι και θα βρίσκομαι πάντα, για να ξορκίζω τα κρυφά, για να ανταμώνω τα όμορφα. Κι αν ξεφύγει κάποιο δάκρυ και το δεις, μη φοβηθείς, δεν είναι από λύπη, δεν είναι από θυμό, μα από χαρά, που το ζήσαμε κι αυτό. Το ζήσαμε κι αυτό ... 

Χαράτσι ΔΕΗ (ΕΕΤΑ): τί θα γίνει με όσους δεν το πλήρωσαν


Σύμφωνα με απόφαση του γενικού γραμματέα φορολογικών εσόδων κ. Θεοχάρη που επέγραψε το 2013 δόθηκαν οδηγίες στη ΔΕΗ αλλά και στους εναλλακτικούς παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας να αποστείλλουν τα πλήρη στοιχεία όσων δεν εξοφλήσουν το ΕΕΤΑ (χαράτσι του 2013) στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ ) δια τα ...περαιτέρω.

Συγκεκριμένα αυτές τις ημέρες, η ΔΕΗ αποστέλλει τους λογαριασμούς που περιλαμβάνουν την τελευταία δόση από το χαράτσι της ΔΕΗ. Όσοι δεν πληρώσουν εμπρόθεσμα, θα βρεθούν αντιμέτωποι με την εφορία καθώς η ΔΕΗ έχει εντολή να στείλει τα στοιχεία τους στην Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων. Αυτοί που θα πληρώσουν εκπρόθεσμα ρεύμα+χαράτσι θα μπλέξουν και πάλι, μιας και θα θεωρηθεί από τη ΔΕΗ ότι δεν εξόφλησαν το χαράτσι (ΕΕΤΑ). Επομένως αν είναι να πληρώσετε εκπρόθεσμα τουλάχιστον μην πληρώνετε το ποσό του ΕΕΤΑ αλλά μόνο το ρεύμα.

Να τι λέει η απόφαση: «Aν δεν καταβληθεί το τέλος, εν όλω ή εν μέρει, η Δ.Ε.Η. και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος, μετά την ημερομηνία λήξης πληρωμής της τελευταίας δόσης του ΕΕΤΑ, διαγράφουν το οφειλόμενο κατά την ημερομηνία αυτή ΕΕΤΑ από τους λογαριασμούς κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος των υπόχρεων και αποστέλλουν κατάσταση στη Γ.Γ.Π.Σ. Η Δ.Ε.Η. και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος οφείλουν, ταυτόχρονα με τη διαγραφή του οφειλόμενου ποσού του ΕΕΤΑ., να αποστέλλουν στη Γ.Γ.Π.Σ. καταστάσεις των καταναλωτών για τους οποίους διαγράφηκε η απαίτηση ΕΕΤΑ., στις οποίες περιλαμβάνονται το ονοματεπώνυμο και ο Α.Φ.Μ. του καταναλωτή, το ονοματεπώνυμο και ο Α.Φ.Μ. του κυρίου ή επικαρπωτή του ακινήτου, εφόσον αυτά είναι γνωστά, ο αριθμός παροχής και η διεύθυνση του ακινήτου, το συνολικό ποσό του τέλους που έχει βεβαιωθεί, το ποσό που έχει καταβληθεί και το υπόλοιπο – οφειλόμενο ποσό».

Πρακτικά, είναι η ίδια διαδικασία που έχει αποφασισθεί από το 2011 (επί υπουργείας Βενιζέλου). Συγκεκριμένα η τότε απόφαση υπεδείκνυε στη ΔΕΗ να διαγράφει το χαράτσι από τους λογαριασμούς με την πάροδο ενός τετραμήνου από την ημερομηνία λήξης κάθε λογαριασμού και να αποστέλλει τα στοιχεία των πελατών της (που αναγράφονταν στους λογαριασμούς) στη Γ.Γ.Π.Σ. Μόνο που τότε τα αναγραφόμενα στοιχεία των λογαριασμών της ΔΕΗ "επέτρεψαν" σε ένα μεγάλο ποσοστό ιδιοκτητών να μην πληρώσουν το χαράτσι, με αποτέλεσμα να τους ψάχνει ακόμη ο Θεοχάρης...

Έκτοτε όμως και με την υποχρεωτική αναγραφή του αριθμού παροχής ρεύματος στη φορολογική δήλωση ελάχιστοι έως κανείς δεν θάναι πιο στο ακαταδίωκτο. Ίσως εκτός από αυτούς που έκαναν χειρόγραφες δηλώσεις και δεν ανέγραψαν τον αριθμό παροχής ή εκείνους που στον αντίστοιχο κωδικό έγραψαν άλλα αντί άλλων (π.χ. αριθμό άλλου ρολογιού).

Η συνέχεια σε όσους δεν πλήρωσαν είναι γνωστή: σημείωμα από την εφορία "περάστε δια υπόθεσίν σας", κ.τλ.

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

(Δεν λύγισαν! Συνεχίζουν)! Διαμαρτυρία με αγκάθινα στεφάνια για τις απολυμένες καθαρίστριες



Φορώντας αγκάθινα στεφάνια και κρατώντας πανό στο οποίο αναγραφόταν «Σκούπα σε κυβέρνηση και μνημόνια» διαμαρτυρήθηκαν το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης έξω από το υπουργείο Οικονομικών οι απολυμένες καθαρίστριες.

Παράλληλα, ακούστηκαν πολλά συνθήματα, όπως «Στεφάνι με αγκάθια βάλαν στο Χριστό, στεφάνι μας φορέσατε για 500 ευρώ», αλλά και «Στουρνάρα να μην πας την Κυριακή εκκλησία».

Ευτυχώς που δεν υπάρχει θεός, Θανάση. (αναδημοσίευση)


πηγή:

Τον αφορισμό του Ν Δήμου ζήτησε ένας από τους μαυροντυμένους εκατομμυριούχους που κυκλοφορούν με λιμουζίνες, φορώντας άμφια που κοστίζουν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Μόνο τα μανικετόκουμπα ενός από δαύτους, θα έφτανε για να ταΐσει 10 οικογένειες για ένα χρόνο.

Η πλάκα είναι ότι όλοι αυτοί οι χοντρομπαλάδες που κοντεύουν να σκάσουν από την πολλή μάσα, υποτίθεται ότι κηρύσσουν τον λόγο του Ιησού, δηλαδή ενός πάμπτωχου ξυπόλητου Εβραίου που έζησε πριν 2.000 χιλ χρόνια και προέτρεπε τους ανθρώπους να δώσουν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς! Αν αυτό από μόνο του δεν είναι ο ορισμός της υποκρισίας, τότε δεν ξέρω και εγώ τι είναι...

Είπε και άλλα ο Παναθλιώτατος :
“ Ο άθεος βγάζει προς τα έξω τη σαπίλα της ψυχής του” και “ εμείς παρακαλούμε τoν Θεό να σαπίσει τoστόμα του”, κλπ κλπ....
Μέσα στην αγάπη ο Μουρλοπολίτης....

Να σαπίσει το στόμα του άθεου, όμως μέσω του κρατικού μισθού σου, τα λεφτάκια των άθεων μια χαρά τα παίρνεις ...αντιπρόσωπε του θεού!
Ευτυχώς βρε αθεόφοβε που δεν υπάρχει θεός-και το γνωρίζεις- διαφορετικά θα σου έριχνε φωτιά και θα σε έκαιγε.
Χρηματόδουλα ανθρωπάκια που έχετε και το θράσος να πουλάτε ηθική ενώ ο κόσμος γύρω σας πεινάει, κάνοντας ταυτόχρονα πριβέ πάρτι στις βίλες σας και στις λιμουζίνες σας.

Να σαπίσει το χέρι σας που παίρνετε τα χρήματα των άθεων και εκμεταλλεύεστε τις αδυναμίες του κοσμάκη, τρισάθλιοι υποκριτές.

Και τέλος πάντων, για να μην μου λέτε πάλι ότι τσουβαλιάζω, γνωρίζω πολύ καλά ότι υπάρχουν πολλοί παπάδες που δίνουν και το υστέρημά τους για τους φτωχούς.
Δεν ξέρω πόσοι είναι και τι δύναμη έχουν μέσα στην εκκλησία, ας φροντίσουν πάντως να ξεφορτωθούν τους απατεώνες, ρατσιστές, μουρλούς αρχιπαπάδες, γιατί αυτοί ξεφτιλίζονται πρώτοι από όλους.

Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Το ποτάμι που ήθελε να γυρίσει πίσω (αναδημοσίευση)


Εγώ θα πάω.
Δεν υπάρχει εποχή που να σε τιμωρεί αν σμίξεις με το νερό κι εμένα δεν μου περισσεύει χρόνος για να καρτερώ την σωστή μέρα.
Τούτο το ποτάμι οπισθοχωρεί κι υπογράφει αιτήσεις να γυρίσει πίσω σε ένα σύννεφο.

Μας θύμωσε για τα φράγματα που χτίσαμε να το περιορίσουμε σε ένα σημείο.
Για τις σκέψεις που πετάξαμε στα βάθια του να αποδομούνται αργά.
Γιατί δεν βγάλαμε την ταμπέλα τούτης της γενιάς από τον τρυφερό μας λαιμό πριν τον σμιλέψουν οι αυλακιές.
Τούτο το ποτάμι σταγόνα σταγόνα βγάζει το χρόνο ψεύτη και μας αφήνει.

Κάποτε φούσκωσε τόσο που φοβήθηκες και στο πισωπάτημα σου γεννιόταν η επόμενη ημέρα.
Νανούρισε την ορμή του τότε μόνο για εσένα και ξημέρωσε.
Τούτο το ποτάμι βάλθηκε να μας αφήσει διψασμένους.

Σήμερα, ακόμα καλύτερα χτες να πετάγαμε τα παπούτσια μας στην άκρη της λεωφόρου και να κάναμε χαλασμό στις στάθμες, τα μέτρα τα σταθμά ώσπου να μην τα ξεχωρίζουμε πια απ΄το δέρμα μας. Σαν παιδιά που ο κόσμος τους χωρά το σήμερα μόνο και δυο κιλά χαρά.

Να προλάβουμε τουλάχιστον να βυθίσουμε το στόμα μας στην ορμή του και μια γουλιά απ΄την αλήθεια του να φτάσει ως εκεί που σφυροκοπά η καρδιά το στέρνο.

Τούτο το ποτάμι πότισε στις όχθες του τις λέξεις των μισοτελειωμένων φράσεων.
Κουβάλησε ως την αρμύρα της θάλασσας τα χαρτονένια πλοία των ταξιδιών που έμειναν στα υπόψιν.

Κι εμείς που τόσο καλά φυλάξαμε τους ευσεβείς μας πόθους αφυδατωμένους ίσα που προλαβαίνουμε τις βιαστικές τους αναπνοές.
Ίσα που προλαβαίνουμε να βουτήξουμε τα πέλματα μας. Nα πάψουμε την ντροπή για κάποια δευτερόλεπτα της ώρας.

Εγώ θα πάω. Και μέχρι να φτάσω θα λέω κατεβατά από προσευχές για την παραμονή του.
Λάθος.
Όχι για την παραμονή. Δεν πρέπουνε λιμνάζοντα νερά στην εποχή που βαφτίστηκε στη λάσπη.
Στη ροή του θα τάζω προσευχές. Στον εναγκαλισμό του με τους ωκεανούς. Στο μεγάλωμα του κάθε που μέσα μας θα μεγαλώνει η ανάγκη.

Τούτο το ποτάμι μας πήρε από φόβο. Εκείνο είχε την ορμή κι εμείς το θράσος της. Μόνο στην αρχή το αγαπήσαμε. Τότε που τα αγαπούσαμε όλα. Ύστερα ερχόταν και δεν ήταν κανείς μας εκεί.

Τούτο το ποτάμι λιγοστεύει. Δεν βλέπει την ώρα να κρυφτεί ξανά μέσα στο σύννεφο κι ούτε ψιχάλα να μην μας ελεήσει ξανά . Να μας κοιτά από μακρυά με τα τηλεσκόπια της λήθης όπως κοιτάζουμε κι εμείς τα πολυπόθητα.

Ποιος ξέρει ίσως μια μέρα μας ξυπνήσουν τα παφλάσματα δυο παιδιών σε τούτο το ποτάμι.
Ίσως τα πόδια μας ακόμα να βαστάνε τον πόνο και το μούδιασμα των κρύων νερών.
Εγώ θα πάω. Θα δω την οπισθοχώρηση και θα σου μαζέψω λέξεις στις άκρες των χειλιών για την επιστροφή του.

Όπως θα φεύγει θα κλείσω μέσα στα μάτια μου τις λιγοστές του σταγόνες πριν να τις μακελέψει ο ήλιος κι εκεί θα στις φυλάξω μέχρι η αλήθεια να σκαλίσει το πρώτο δάκρυ.
Στο πισωπάτημα μου θα γεννιέται η επόμενη μέρα.
Εγώ θα πάω.

Η ωραία Ελένη (αναδημοσίευση)



Ήταν άνοιξη, όπως και τώρα. Σε ένα Λύκειο της Αθήνας, οι μαθητές της Α΄ Λυκείου περίμεναν βαριεστημένα να μπει ο καθηγητής, για να ξεκινήσει το μάθημα της Ιστορίας. Ή μήπως ήταν καθηγήτρια; Δεν έχει καμία σημασία αν ήταν καθηγητής ή καθηγήτρια. Γιατί άνοιξε η πόρτα και μπήκε εκείνη.

Όταν μπήκε στην αίθουσα, τα πλάκωσε όλα η σιωπή. Δεν ακουγόταν κιχ. Μας είχε κοπεί η ανάσα. Στάθηκε δίπλα στο γραφείο του καθηγητή και μας ενημέρωσε πως επειδή ο καθηγητής της Ιστορίας ήταν άρρωστος ή επειδή η καθηγήτρια ήταν έγκυος ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων-είχαμε χαζέψει και δεν ακούγαμε τι έλεγε-, θα μας έκανε Ιστορία μέχρι το τέλος της χρονιάς.

Μπορεί και να είχε πεθάνει ο καθηγητής ή η καθηγήτρια που μας έκανε Ιστορία. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία, αφού ο μόνος καθηγητής που κράτησαν στην μνήμη τους οι μαθητές εκείνης της τάξης της Α΄ Λυκείου ήταν εκείνη.

Όταν μας είπε πως το όνομά της ήταν Ελένη, ήμασταν έτοιμοι να χειροκροτήσουμε. Ήταν σαν να ακούγαμε για πρώτη φορά αυτό το όνομα. Σαν το όνομα Ελένη να δημιουργήθηκε αποκλειστικά για αυτήν. Σαν να μην υπήρχε καμία άλλη Ελένη στον κόσμο.

Και δεν υπήρχε. Ήταν η μόνη Ελένη.

Τα μαλλιά της ήταν καστανά και σγουρά, τα μάτια της αμυγδαλωτά, τα φρύδια της σαν ζωγραφιές. Φορούσε ένα ριγέ πουκάμισο που ήταν λίγο ανοιχτό και φαινόταν το υπέροχο σταρένιο δέρμα της. Η μέση της δαχτυλίδι, οι γάμπες της σμιλεμένες. Ήταν σαν να μην ήταν πραγματική. Ήταν σαν οπτασία.

Μας είπε –με την υπέροχη φωνή της- πως ήταν η πρώτη φορά που δίδασκε και πως είχε κάποια αγωνία. Αγωνία; Εμείς να δεις τι αγωνία είχαμε.

Μας νίκησε κατά κράτος. Της παραδοθήκαμε από την πρώτη στιγμή. Στην διάρκεια του πρώτου μαθήματος, δεν μίλησε κανείς. Κρεμόμασταν από τα χείλη της. Και μετά, όλοι περιμέναμε να έρθει η ώρα για το επόμενο μάθημα της Ιστορίας. Τέτοιο ενδιαφέρον για την Ιστορία δεν έχει υπάρξει ποτέ ξανά σε καμία άλλη τάξη του κόσμου. Ξαφνικά, όλοι οι μαθητές της τάξης έγιναν άριστοι στο μάθημα της Ιστορίας. Ακόμα και τα στουρνάρια της τάξης, διάβαζαν Ιστορία για να τους δώσει λίγη σημασία η Ελένη. Έφερναν πληροφορίες από το σπίτι, διάβαζαν και άλλα βιβλία για να μάθουν περισσότερα και να έχουν κάτι να της πουν στην διάρκεια του μαθήματος, η τάξη απογειώθηκε στην Ιστορία.

Δεν μπορεί να μην είχε καταλάβει πως ήμασταν όλοι ερωτευμένοι μαζί της.

Μια μέρα σκόνταψε λίγο την ώρα που σηκώθηκε από το γραφείο της και πετάχτηκαν μαζί 30 άνθρωποι να την βοηθήσουν να σηκωθεί. Θυμάμαι ακόμα την έκπληκτη έκφρασή της, όταν την ρωτήσαμε αν θέλει να φωνάξουμε γιατρό ή να την πάμε στο νοσοκομείο.

Στο τέλος της χρονιάς, η Ελένη έφυγε και δεν την είδαμε ποτέ ξανά. Φυσικά, στις εξετάσεις, στην Ιστορία όλοι γράψαμε 20.

Ξέρω πια πως η ομορφιά θα σώσει μόνο αυτούς που μπορούν να την δουν.

Στην ανάμνηση της Ελένης, σκέφτομαι πως η ομορφιά δεν σώζει μόνο. Μπορεί και να σε μορφώσει.

(Στην Ελένη Π., όπου κι αν βρίσκεται)

Ζητείται συλλογική (επ)Ανάσταση (αναδημοσίευση)


«Αντικαθιστώ τη μελαγχολία με το θάρρος, την αμφιβολία με τη βεβαιότητα, 
την απελπισία με την ελπίδα, την κακία με το καλό, 
τα παράπονα με το καθήκον, το σκεπτικισμό με την πίστη, 
τις σοφιστείες με την ψυχρότητα της ηρεμίας 
και την αλαζονεία με την ταπεινοφροσύνη»
Λωτρεαμόν
Της Οφηλίας Ρεντ

Κάποια πράγματα εξακολουθούν να διατηρούν με καταπληκτική συνέπεια την περιοδικότητα τους μέσα στο χρονικό διηνεκές. Έρχεται εκ νέου -λοιπόν- το Άγιο Πάσχα των Ορθοδόξων, και οι πιστοί ανά τον πλανήτη μετά το κλίμα κατάνυξης και διάχυτης θλίψης -που επικρατεί για μια ολόκληρη εβδομάδα ελέω των παθών του Ιησού από τη Ναζαρέτ- περιμένουν πώς και πώς την Ανάσταση. Αφού ο άνθρωπος εδώ και αιώνες, ως είδος, αρέσκεται να ανάγει στη σφαίρα του μεταφυσικού, του εξω-ανθρώπινου και του θεϊκού, τους ευσεβείς του πόθους, τη δική του ερμηνεία για το «ιδεατό» που ο ίδιος ΔΕΝ είναι, ας τολμήσουμε να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και -«εξανθρωπίζοντας τον Άνθρωπο»- να βασιστούμε σε αυτόν και στις απέραντες δυνατότητες του (που προς τέρψη της εξουσίας δεν αξιοποιούμε, με δική μας ευθύνη και μόνο…)

Το γεγονός, βέβαια, πως κάθε χρόνο μπορεί η συγκεκριμένη αμφιλεγόμενη προσωπικότητα (ο επονομαζόμενος Χριστός) να ανασταίνεται -σε αντίθεση με όλους εμάς, δεν φαίνεται να προβληματίζει και πολύ όσους θα έπρεπε. Το «Πίστευε και ΜΗ ερεύνα» -διαχρονικά- αποτελούσε μια πολύ αποτελεσματική τακτική για την απόκρυψη κάτω από το χαλί διάφορων πραγμάτων και καταστάσεων, που -λίγη λογική διερεύνηση των αντίστοιχων «θεσφάτων»- θα έφερνε στην επιφάνεια με επικριτική στόχευση, μαζί με τόνους όψιμου και δικαιολογημένου σκεπτικισμού για το γενικότερο γίγνεσθαι. 

Οι εξουσίες, ακόμα και σήμερα (αφού κάθε εποχή έχει τις δικές της ανάγκες για όσους επιθυμούν επιτυχή διευθέτηση των «αποστολών» τους) είναι εθισμένες να παραπέμπουν τις διάφορες επεξηγήσεις -που αποκαλύπτουν τις πραγματικές προθέσεις τους- «στη σφαίρα του απρόσβλητου». Μεγάλο ζητούμενο της ιστορικής εξέλιξης, σύμφωνα με τα δικά μας ερμηνευτικά εργαλεία, είναι το πώς θα επιτύχουμε να είναι σε θέση οι (περισσότεροι) άνθρωποι να κατανοούν τους όρους του παιχνιδιού και να βάλουν -από κάποια στιγμή και ύστερα- μπρος τις μηχανές της αφύπνισης. Έτσι ώστε κάθε προσωπολατρία, κάθε θρησκόληπτη λογική, κάθε σχέση εξάρτησης, να αποτελούν σήμα κατατεθέν μιας παλιάς εποχής, αυτής που ορίζεται ως ανθρώπινη Προϊστορία. Πρέπει να μπήξουμε με την ίδια ζέση που το έκανε ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε κάποτε στη Σελήνη, τη σημαία της Ανατροπής των Συσχετισμών στο έδαφος του πραγματικού χωροχρόνου.

Κορυφώνεται -μας λένε σε όλους τους τόνους- η πολιτική αντιπαράθεση, και όλα αυτά πάνω στον καμβά της «επιτυχημένης πορείας που καταγράφει η χώρα στις υποχρεώσεις της απέναντι στη διεθνή κοινότητα». Βέβαια, όταν ο αγώνας (όσον αφορά στις εγχώριες «διοργανώσεις») παίζεται σε ένα γήπεδο όπου ο ένας βοηθός διαιτητή είναι ο Μπαλτάκος, και ο άλλος ο Κασιδιάρης, μπορεί να φανταστεί ο οποιοσδήποτε τι είδους αγώνας θα είναι αυτός. Δεν χρειάζεται καν να αναρωτηθούμε και να ψάξουμε για το είδος, το πρόσωπο και το έργο του διαιτητή. Για τους παράγοντες και τους επιχειρηματίες που λυμαίνονται από τους θρόνους της θεσμικής εξουσίας την όλη φάση, ούτε λόγος… Συνήθως, αυτοί («οι διαιτητές») εξυπηρετούν τις επιθυμίες αυτών που τους προωθούν, που τους επιτρέπουν να κάνουν καριέρα, και να «καταξιωθούν στον τομέα τους». Γιατί, σε συστήματα όπως αυτό που έχουμε και μας «αλλάζει την πίστη» με αμέτρητες πρακτικές, δεν αρκούν οι ικανότητες, αλλά (προ)απαιτούνται οι προθυμίες…

Και αν η κρυφή κάμερα αποτελεί αποδεκτή πρακτική στον μαινόμενο ενδοεξουσιαστικό ανταγωνισμό (έχει πλάκα να το χρησιμοποιείς αυτό το «όπλο», και να εκπυρσοκροτήσει κάποτε προκαλώντας πληγές στο δικό σου σώμα…), οι «κάμερες» που καταγράφουν το σύνολο των εξελίξεων επιμένουν να εστιάζουν με συγκεκριμένο τρόπο στα δρώμενα. Οι εξουσιαστές γνωρίζουν πολύ καλά πως ακόμα και η κατάλληλη λήψη εικόνας μπορεί να διαστρεβλώσει τα συμπεράσματα και να αποπροσανατολίσει τη νοητική επεξεργασία. Όσοι παραμένουν στις κερκίδες, παραδομένοι στην αφέλεια της παρακολούθησης της επικαιρότητας με την ίδια πρεμούρα που φανατικός οπαδός τα βλέπει όλα βαμμένα στα χρώματα της αγαπημένης του ομάδας, κάποια στιγμή θα πρέπει να τολμήσουν (όσο το δυνατόν περισσότεροι) να «αλλάξουν κανάλι». Η εσχατολογικότητα των καιρών είναι μια επαχθής πραγματικότητα που δεν δικαιολογεί «άλλο χαβαλέ», και δεν «χωράει άλλη διστακτικότητα».

Και εκεί, στην εξέδρα (στον άμβωνα των vip), δεσπόζει η φιγούρα της άτεγκτης frau Μέρκελ (αφού είχε αποφασίσει για το κυρίως πιάτο, που σύμφωνα με τις δημοσιογραφικές καταγραφές ήταν το μοσχαράκι). Mικρή σημασία έχει αν θα ακολουθήσει καρυδόπιτα ή κυδώνι παγωτό… Το αν μπορείς τελικά να γλυκαθείς μετά από τέτοιες πίκρες είναι σχεδόν ασήμαντη λεπτομέρεια, βέβαια οι εξουσιαστές παρά τα (όποια) ζόρια τους μπορούν ακόμα να επιλέγουν επιδόρπια που για τους περισσότερους αποτελούν ευσεβείς πόθους…. «Η Μέρκελ προσπάθησε πολύ να μην ασκήσει περαιτέρω πιέσεις στην Αθήνα. 

Τώρα έχει υιοθετήσει ένα νέο ρόλο: Θέλει να είναι η εταίρος με κατανόηση, και όχι η αυστηρή ελέγκτρια», επισημαίνει η Die Zeit. Αφού ο αρχικός σχεδιασμός έχει προχωρήσει, δυστυχώς -κατά πώς φαίνεται με ικανοποιητικό τρόπο για τους στρατηλάτες- μπορεί η καγκελάριος της Γερμανίας να φοράει όποιο προσωπείο κρίνει η ίδια πως αρμόζει στην κάθε περίσταση. Και εκεί, στη γωνία, θα συναντήσουμε τον άρχοντα του κυνισμού να ψελλίζει λίγο Ντόυλ Κόναντ: «Όταν κάποιος σας φέρεται με μεγάλη ευγένεια, μη χάνετε καθόλου καιρό. Πρέπει να εξακριβώσετε αμέσως και την αιτία». 

Οι εγχώριοι συνεργάτες, πάντως, ξέρουν. Από την αρχή ήξεραν. Ζύγισαν τα πράγματα, και έκαναν τις επιλογές τους. Το τίμημα; Διαμοιρασμένο στις ψυχές όλων μας… Αν θέλουμε να περιγράψουμε αλληγορικά την όλη ιστορία, όπως αυτή λαμβάνει χώρα από τη στιγμή που τέθηκε σε εφαρμογή το πείραμα «Ελλάδα», μπορούμε να παρομοιάσουμε τα δρώμενα με τη Θεία Κωμωδία του Δάντη. «Κόλαση» για τον απλό κόσμο, «Καθαρτήριο» για το εγχώριο πολιτικό προσωπικό, και «Παράδεισος» για τις άρχουσες τάξεις, που κρατούν τα ηνία του παγκόσμιου καπιταλισμού. Η προσαρμογή δείχνει να επιτυγχάνεται. Μπροστά στις Μεγάλες Ιδέες, τα Κομβικά Σχέδια των ηγητόρων, μικρή σημασία έχουν τα παράπονα των «πειραματόζωων». Έτσι σκέφτεται, έτσι λειτουργεί η εξουσία, εδώ και αιώνες. Ως πότε θα ανεχόμαστε να μας αντιμετωπίζουν ως αριθμούς και άβουλα πιόνια; Όσο επιλέγουμε -σαν πλειοψηφική κοινωνική ροπή- να υποβιβάζουμε τους εαυτούς μας στο ρόλο του παρακολουθητή, που στην ουσία αποτελούμε τον επικυρωτή (μια σύγχρονη εκδοχή του ορισμού της εθελοδουλίας), θα έχουν τη δυνατότητα να ρυθμίζουν στο παρόν το μέλλον μας -με όρους κυρίαρχων και υποτακτικών…. 

Στη ζωή, όπως και στον κοινωνικό ανταγωνισμό ανάμεσα στους άρχοντες και στους υποτακτικούς τους, τίποτα δεν χαρίζεται. Και αν θέλουμε στο σήμερα -που είμαστε με την πλάτη στον τοίχο- να βρούμε τα πατήματα μας, οφείλουμε να ανακαλύψουμε τον καλύτερο μας εαυτό, να διδαχθούμε από το σθένος των γενιών που πολέμησαν για έναν καλύτερο κόσμο και να αντιστρέψουμε τους όρους Επίθεσης. Το ίδιο το παρελθόν είναι γεμάτο από επικές στιγμές αντίστασης που έφερναν σε δύσκολη θέση τους εκάστοτε κυρίαρχους. Ας γίνουμε ξανά ο αστάθμητος παράγοντας της ιστορικής εξέλιξης, που έχει σταθμίσει -όμως- πολύ καλά τα δεδομένα. Οι ελίτ που ασκούν την εξουσία, εξακολουθούν να φοβούνται την κοινωνική αντίδραση. Επιμένουν να επιχειρούν να διαστρεβλώνουν τα νοήματα για να αποφύγουν την «αφύπνιση του κοιμώμενου γίγαντα». Η σύγχρονη εξαχρείωση παρέχει αναφανδόν τις δυνατότητες για όψιμα ξεσπάσματα, για διάχυση του διαφορετικού. Όσο για την κατανόηση που «εκδηλώνουν» -κατά καιρούς- στις δημοσιολογίες τους (σαν τον σφάχτη που «αποχαιρετάει» το δολοφονημένο αρνί, ενώ ήδη σκέπτεται -με τα σάλια να δίνουν το δικό τους πάρτι- το τραπέζι της καλοφαγίας που έπεται…), όταν τα κροκοδείλια δάκρυα των διάφορων εξουσιαστών -για το «απαραίτητο για το καλό του» Δράμα του Λαού- αρκούν για να γεμίσουν τις δεξαμενές της πολύφερνης και πολύπλευρης εξαπάτησης, δεν υπάρχει πιο ταιριαστή ρήση από αυτή του Ουγκώ: «Ομολογούμε τα μικρά μας ελαττώματα, μόνο για να πείσουμε ότι δεν έχουμε μεγάλα»…

To διακύβευμα στο σήμερα, θα ορίσει τη μορφή του αύριο…
Έχουμε μεγάλο φορτίο να κουβαλήσουμε στις πλάτες μας. Σε αυτή την καθηκοντολογική υποχρέωση που είναι ταυτόχρονα και υποχρεωτικό καθήκον, δεν περισσεύει κανένας σύντροφος και καμία συντρόφισσα. Τότε, μόνο, θα μπορούμε να αποκτήσουμε καινούριους συμμαχητές, και να λειτουργούμε εμείς οι ίδιοι σαν τις προεικονίσεις του κόσμου που πρεσβεύουμε. Αν δεν πραγματώσουμε εμείς το Ήθος και την Ποιότητα μιας διαφορετικής κοινωνικής δόμησης, δεν θα πρέπει να έχουμε την προσδοκία (ή την ψευδαίσθηση) να συνδιαμορφώσουν οι υπόλοιποι άνθρωποι μαζί μας, προς την κατεύθυνση της καταστροφής του αστικού συστήματος. Φέρνουμε στην επιφάνεια και αναδεικνύουμε -χωρίς τους συμπλεγματισμούς και τις αναστολές του χτες μας, που μας βαραίνει αλλά και μας δείχνει το δρόμο για το παρόν και το αύριο- όλες τις κλίσεις μας, όλα τα ταλέντα μας, δημιουργούμε σαν σύγχρονοι Δαναοί ένα «δώρο» για τους δυνάστες μας -που η κορδέλα του θα είναι δεμένη κόμπο από τις πιο μεγάλες ποσότητες δύναμης διαθέτουν τα σφιγμένα και ενωμένα χέρια μας. Θα εφαρμόσουμε τη θεωρία της διαψευσιμότητας σε οτιδήποτε αντιβαίνει τον -καλά σμιλευμένο στο ζυμωτήρι της πραγματικότητας- αξιακό μας κώδικα, για να επαληθεύσουμε αυτά που πρέπει να κάνουμε. Δεν θα σταθούμε μόνο στο οικονομίστικο πεδίο του σύγχρονου εξουσιαστικού πολιτισμού, αλλά θα αναδείξουμε όλες τις πτυχές του -που τσακίζουν το άτομο και οδηγούν σε πολλαπλή πτώχευση το κοινωνικό σύνολο.

Η τροπή που φαίνεται να παίρνουν τα πράγματα, μετά την απόσυρση του κόσμου από τις πλατείες και τα οδοστρώματα, αυξάνει τις απαιτήσεις. Το τρένο δείχνει να έχει απομακρυνθεί από το σταθμό της Ελπίδας -που δημιούργησε ο κοινωνικός αναβρασμός στα πρώτα, τα λεγόμενα «μνημονιακά», χρόνια. Όμως, υπάρχει και η επόμενη στάση. Αν κινηθούμε έξυπνα και γρήγορα, μπορούμε να βρεθούμε σε αυτή πριν ακουστεί το σφύριγμα της αμαξοστοιχίας -καθώς θα προσεγγίζει για την προκαθορισμένη άφιξη. Δεν υπάρχει πια άλλο περιθώριο, δεν έχουμε καν το δικαίωμα στην επιλογή. Δεν υπάρχει για εμάς κανένα δίλημμα «περί Αρετής και Κακίας», αλλά η Αναγκαιότητα του να πορευτούμε στο μονόδρομο της Αρετής του Αγώνα και της Κακίας απέναντι σε ό,τι ευτελίζει συνειδητά και οργανωμένα τον Άνθρωπο… Και θα το κάνουμε, γιατί έτσι ορίζουν οι καιροί και ο αυτοσεβασμός μας, τον οποίον καλούμαστε να επανατροφοδοτήσουμε.

Φέρνουμε -όπως προείπαμε- στο νου μας όλες εκείνες τις παρελθοντικές στιγμές στις οποίες ξεχείλιζε η αποφασιστικότητα και το πάθος για Αγώνα, επιχειρώντας να τις εγκολπώσουμε για τα καλά στις ψυχές μας. Η Παρισινή Κομμούνα, οι πετυχημένες σοσιαλιστικές Επαναστάσεις του παρελθόντος, η εποποιία του ισπανικού εμφυλίου (μέχρι να αλλάξει ο ρους και να επικρατήσει οριστικά και αμετάκλητα ο Φράνκο…), τα κομμουνιστικά και αναρχικά αντάρτικα που έλαβαν χώρα σε διάφορα σημεία του πλανήτη, οι πολλές και σημαντικές στιγμές του παγκόσμιου αντιφασιστικού αγώνα, οι ατομικές και συλλογικές δράσεις που μετέτρεπαν την Τάξη και την Ασφάλεια της Αστικής Εξουσίας σε φτερά που παρέσυρε η θύελλα της ανθρώπινης μαχητικότητας, μας αποδεικνύουν έμπρακτα πως μπορούμε ακόμα να εμπιστευόμαστε τον Άνθρωπο. 

Αν μελετήσουμε τους όρους της εποχής και των μελλοντικών συστατικών -που πλησιάζουν με γοργούς ρυθμούς- με τη δέουσα προσοχή, αν ανταλλάξουμε απόψεις, και αν μοιραστούμε εμπειρίες και πορίσματα, θα είμαστε σε θέση να καταθέσουμε την κατάλληλη πρόταση. Διδασκόμαστε από τα (πολλά) λάθη μας, αρνούμαστε να αποδεχτούμε να υποβιβάσουμε τις πεποιθήσεις μας σε μια περιθωριακή ουτοπικής υφής «Χαμένη Υπόθεση». Πρώτα, θα πατήσουμε γερά τα πόδια μας στο έδαφος του πραγματισμού, και ύστερα θα ξεχυθούμε για να ξαναγεννήσουμε την Επαναστατική Προοπτική. Για να την απλώσουμε στα πρόθυμα αυτιά όσων ανθρώπων θα ήθελαν να συμβάλλουν (όπως μπορεί ο καθένας και η καθεμία) στην κοινωνική εξάπλωσή της. Που θα εντείνει τον πυρετό των κυρίαρχων, θα κάνει τον Ήλιο να λάμπει (για να μας επιτρέπει με το Φως του να κάνουμε τα επόμενα βήματα μας), και θα αυξήσει ξανά τη θερμοκρασία των κοινωνικών αντιστάσεων… Οι παγετώνες που θέλουν οι εξουσιαστές να μας επιβάλλουν, ας γίνουν η αφορμή για το δικό τους Τιτανικό…

Στο σήμερα, ξεμπροστιάζουμε τις τεχνικές και τις προπαγάνδες των αντιπάλων μας. Είναι πολλές και ουκ ολίγες φορές αποτελεσματικές. Ας είναι… Λέμε όχι στις ιλουστρασιόν μεταμοντέρνες πραγματικότητες που μας επιφυλάσσουν. Κλείνουμε τις τηλεοράσεις και ξεκινάμε να λειτουργούμε σαν οι πραγματικοί πρωταγωνιστές στην ταινία της Πραγματικής Ζωής. Δεν ξεχνάμε τους αγωνιστές που βρίσκονται στα κελιά του αστικού κράτους ή όσους αντιμετωπίζουν συνεχώς την πιθανότητα να πέσουν στο δόκανο της καταστολής. Στηρίζουμε αγώνες όπως αυτός των κρατούμενων για την αποτροπή μιας «καινούριας φυλακής μέσα στη φυλακή», για τον απλούστατο λόγο πως αν τους αγνοήσουμε στα κρίσιμα χωροχρονικά σημεία που μας έχουν ανάγκη, θα συμβάλλουμε για τη δημιουργία μιας Νέας Συνειδησιακής Φυλακής στην ήδη διαμορφωμένη Κοινωνία-Κελί που μας φτιάχνουν οι εξουσιαστές μας. 

Σταματάμε τα ξεκατινιάσματα, σταματάμε να ψάχνουμε να βρίσκουμε αντιπάλους δίπλα μας, και ορίζουμε τις αναγκαίες υπερβάσεις που πρέπει να κάνουμε. Εναποθέτουμε στον πιο κοντινό κάδο απορριμμάτων τις πιο κακές πτυχές μας και στρατοπεδεύουμε στον κατάλληλο χώρο που θα μας επιτρέπει να κινηθούμε με τους κατάλληλους τρόπους, προκαλώντας τα αποτελεσματικότερα πλήγματα στο σώμα της κυριαρχίας. Αφού πρώτα έχουμε εφοδιαστεί με θάρρος, αντοχή στις κακουχίες και στις δυσκολίες του Αγώνα για την αντικαπιταλιστική και αντικρατική Επανάσταση. Σκίζουμε τα συγχωροχάρτια που με περισσή ευχέρεια διαμοιράζονται αφειδώς στην καθημερινότητα, «καίμε» τους πάπυρους που προτρέπουν στην υποταγή, αγνοούμε τα δέλεαρ, τις υποσχέσεις και τα ψίχουλα που μας δίνουν -για να καταπραΰνουν τον πόνο μας, να αμβλύνουν την οργή μας, και να μπερδέψουν το μυαλό μας. Τα κοστούμια των πειθήνιων σκλάβων που ράβουν στα μέτρα μας στα πολύμορφα κοπτοραπτεία της υποταγής, ας τα επιδεικνύουν σε «εκθέσεις μόδας», που προσκαλεσμένοι θα είναι μονάχα όσοι επιθυμούν να λειτουργούν ως δούλοι. Για να ξαναμπεί στα στόματα των ανθρώπων η λέξη Απεργία, η λέξη Αγώνας, η λέξη Στάση, η λέξη Άρνηση, η λέξη Όραμα, η λέξη Μάχη. Για να ανοίξουν ξανά οι συζητήσεις γύρω από την προώθηση μιας άλλης Προοπτικής. Για να γίνει ξανά η Επανάσταση ζητούμενο…

Οι μεγαλύτερες μάχες είναι αυτές που θα δοθούν από εδώ και πέρα. Όταν φαίνεται πως λυγίζουμε, τότε είναι που θα μάθουμε όλες τις ιδιότητες και τις χρησιμότητες του ατσαλιού. Γιατί, «αξίζει να μπορούμε να μετατρέπουμε τη σπίθα που λαμπιρίζει στις άγριες ματιές της Άρνησης, σε διαρκή Φλόγα που δεν θα σβήνει ακόμα και όταν η καταρρακτώδης βροχή των κυριαρχικών προτύπων λυσσομανάει γύρω μας»…

ΑΔΥΣΩΠΗΤΟΣ, ΑΔΙΑΛΛΑΚΤΟΣ, ΔΙΑΡΚΗΣ ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ.

ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΥΜΕ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΜΑΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΙΣ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΓΕΝΙΕΣ, ΧΤΙΖΟΥΜΕ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΘΑ ΞΕΧΥΘΟΥΝ ΣΤΟ ΑΥΡΙΟ ΟΙ ΚΟΜΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΜΗΝΥΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ ΤΗΣ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ.

Κλείνουμε το παρόν σημείωμα, παραθέτοντας κάποιες σκέψεις του Μαρκούζε, χωρίς να επιλέγουμε –ΣΥΝΕΙΔΗΤΑ- να προβούμε σε κάποιον όψιμο σχολιασμό: «Το να αναπαύεσαι, να διασκεδάζεις, να δρας και να καταναλώνεις όπως όλοι οι άλλοι, να αγαπάς και να μισείς ό,τι αγαπούν και μισούν οι άλλοι, αυτά στο μεγαλύτερό τους μέρος είναι ανάγκες πλαστές. Το γεγονός ότι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζει το άτομο ανανεώνουν και δυναμώνουν συνεχώς αυτές τις ανάγκες, με αποτέλεσμα το άτομο να τις κάνει δικές του πια, να συνταυτιστεί μ’ αυτές, και να αναζητά τον εαυτό του στην ικανοποίησή τους, δεν αλλάζει σε τίποτα το πρόβλημα. Οι ανάγκες παραμένουν αυτό που πάντα ήταν, προϊόντα μιας κοινωνίας που τα κυρίαρχα συμφέροντά της απαιτούν την καταπίεση»…

ΥΓ. ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΩΝ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΥΠΟΥ Γ.

Τους αφιερώνουμε τους παρακάτω στίχους: 

Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να `ναι κι από αίμα.
Όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα,
μπορεί να `ναι κι απ’ το λιόγερμα, που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν
και ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ’ τα κάγκελα,
είναι οι φωνές των παιδιών, και το σφύριγμα του τρένου.

Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως σ’ έναν κάμπο με στάχυα,
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα,
για να βρεις λίγο χώρο να απλώσεις τα πόδια σου.
Κείνες τις ώρες, σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα,
το τσιγάρο κομμένο στη μέση, γυρίζει από στόμα σε στόμα,
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος, βρίσκουμε τη φλέβα
που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης, χαμογελάμε.

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

"Αγαπητοί μου μαθητές ,αγαπητά μου παιδιά, σήμερα αναγκάστηκα σε παραίτηση"



Επιστολή της διευθύντριας του καλλιτεχνικού σχολείου του Ηρακλείου προς τους μαθητές της, μετά την παραίτησή της

Αγαπητοί μου μαθητές ,αγαπητά μου παιδιά, Σήμερα αναγκάστηκα σε παραίτηση, δεν το θέλησα. Ξέρετε πως χρόνια τώρα μαζί σας έζησα όλες τις αγωνίες για να δημιουργήσουμε μαζί ένα σχολείο, που να είναι πρότυπο χαράς, δημιουργίας, έκφρασης. Ένα σχολείο που να αγαπάμε τόσο πολύ, όλοι μας.

Η πολιτεία δεν νοιάστηκε καμιά στιγμή, μας πέταξαν στην κυριολεξία μέσα στη Αμερικάνικη βάση και έπρεπε να επιβιώσουμε. Ανάμεσα στα εγκαταλελειμμένα κτίρια και τα αδέσποτα ζώα. Επιβιώσαμε και ανδρωθήκαμε. Φτιάξαμε με τη βοήθεια των τοπικών αρχών(Δήμο),ότι καλύτερο μπορούσαμε.

Το υπουργείο, μας έχει εγκαταλείψει χρόνια τώρα. Οι καθηγητές έρχονται σε δόσεις και ανάλογα με το πότε βολεύει τις πολιτικές τους, ο εξοπλισμός που έχουμε, αποκτήθηκε από λαχειοφόρους, δωρεές η από το Δήμο, γιατί κεντρικά δεν υπήρξε καμία μέριμνα. Η αγωνία μου κάθε χρόνο έφτανε στο απροχώρητο για το που θα στεγαστούν τα τμήματα, τι θα κάνω με τα κενά, πως θα καλύψουμε την ύλη στα πανελλαδικά εξεταζόμενα μαθήματα, πότε θα έλθουν οι μόνιμοι καθηγητές (γιατί στην αρχή ήταν με απόσπαση).

Θυμάμαι σαν τώρα, την πρώτη χρονιά που δίδασκα μαζί με τους..5 πρώτους συναδέλφους, όλα τα μαθήματα μέχρι τέλος Οκτώβρη(18 μαθητές). Φέτος κλείσαμε 10 χρόνια λειτουργίας, 10 χρόνια κομμάτια που θα ‘λεγε και ο Σαββόπουλος. Κι όμως το πάζλ συναρμολογήθηκε και ο πίνακας έγινε όμορφος, αποκλειστικός, και δεν θα τον αλλάζαμε για τίποτα στον κόσμο. Ξέρετε γιατί; Γιατί το σχολείο το φτιάξαμε εμείς, το βάψαμε, σκάψαμε τους κήπους του, διαμορφώσαμε σε αίθουσες τα κρατητήρια της βάσης, κρυώσαμε χωρίς ρεύμα και αγκαλιαστήκαμε κάτω από τις κουβέρτες όλοι μαζί, αλλά φτιάξαμε ένα μεγάλο σχολείο με 280 μαθητές .

Γιατί αναγκαστήκαμε παρέα να αναπληρώνουμε τα μαθήματα (τα παιδιά του λυκείου παρέδιδαν μαθήματα στα μικρότερα), δημιουργήσαμε εκδηλώσεις, νιώσαμε όλο τον κόσμο αδελφό μας, κάθε κατατρεγμένο, μυρίσαμε πολιτισμούς, ξεδιπλώσαμε όνειρα και πετύχαμε. Ναι πετύχαμε και θα το βροντοφωνάζουμε σε όλους εκείνους που νομίζουν πως το καλό σχολείο θέλει άψογα κτίρια και εγκαταστάσεις, πως θέλει εργαστήρια λουξ,. Όχι κοι, θα τους πούμε, θέλει ψυχή, αγάπη και μεράκι. 

Εμείς οι κατατρεγμένοι σας, πετύχαμε στις πανελλαδικές (το 80% των μαθητών που έδωσαν εξετάσεις πέτυχαν), πετύχαμε και στο χώρο της τέχνης και του πολιτισμού, οι απόφοιτοι μαθητές μας δημιουργούν σε όλο τον κόσμο πια . (γεμίσαμε τα πανεπιστήμια Τεχνών της Ελλάδας και της Ευρώπης με μαθητές μας). Πετύχαμε γιατί αποσπάσαμε τα καλύτερα βραβεία του κόσμου (εκτός των πραγματικών βραβείων),τα λόγια των ανθρώπων που παρακολουθούν την πρόοδό μας και τα έργα μας .

Σήμερα το καλλιτεχνικό σχολείο Ηρακλείου είναι γνωστό σε όλη την Ευρώπη ως πρωτοποριακό σχολείο, έχουμε προσκλήσεις από τόσες χώρες για προγράμματα, έχουμε αξιολογηθεί γι αυτά με άριστα, αλλά προσέξτε, βαθμολογηθήκαμε από πανεπιστήμια, για το πολιτιστικό προϊόν που παράξαμε, δεν βαθμολογηθήκαμε ούτε για τους καθηγητές που δεν είχαμε, ούτε για τις εγκαταστάσεις που δεν έχουμε. Γιατί το «προϊόν» τόσα χρόνια παράγεται από ανθρώπους –καθηγητές εμπνευσμένους, ακούραστους, που η πολιτεία τους καταδικάζει τις περισσότερες φορές με ωρομισθία, αλλά μαζί με τους λίγους μόνιμους, δεν λυπούνται χρόνο για να έρθει το αποτέλεσμα. Αγαπητά μου παιδιά πόσα δεν θα θελα να σας πω σήμερα, αλλά με παίρνουν τα δάκρυα και πρέπει να είμαι δυνατή.

Ζητώ συγνώμη για όσες φορές σας στεναχώρησα, σας πίκρανα σας φώναξα (δεν ήταν λίγες ε;). Αγωνιούσα μην μου πάθετε κάτι, μην τραυματισθείτε, μην παρασυρθείτε, μην αγχωθείτε, μην κλάψετε, μην νιώσετε πόνο, μην νιώσετε δεύτερα, μην και δεν καταλάβετε κάτι στο μάθημα. Καμαρώνω για όλα σας, γιατί είσαστε ξεχωριστά, γίνεστε ξεχωριστά, μοναδικά άτομα. Μέρα με τη μέρα γινόσαστε άνθρωποι ολοκληρωμένοι, άνθρωποι που μπορώ να εμπιστευτώ ότι θα αλλάξετε τον κόσμο. Ξέρετε γιατί, γιατί το μάθαμε από νωρίς, μάθαμε παρέα τι σημαίνει αγώνας για το αυτονόητο, δεν παραδώσαμε τα όπλα ούτε μια στιγμή. 

Αγωνιστήκαμε βγαίνοντας στους δρόμους, παλεύοντας και διεκδικώντας τα δικαιώματά μας. Ξέρω πως αυτό είναι η παρακαταθήκη που μένει Τίποτα δεν χαρίζεται, όλα καταχτιούνται. 

Γιατί παραιτήθηκα;
Προσπάθησα να το αποφύγω αλλά δεν ήταν εφικτό. Μου ζητήθηκε να συμμετάσχω σε μια διαδικασία (Αυτοαξιολόγηση τώρα αξιολόγηση λίγο αργότερα), που θα έπρεπε να βάλω βαθμό με κουτάκια στα κτίρια, στους καθηγητές και σε τόσα άλλα για τα οποία η πολιτεία είναι υπεύθυνη. 

Μετέθεσαν την ευθύνη τους σε μας, γιατί έπρεπε να βρουν ποσοστό σχολείων που θα κλείσει και ποσοστό καθηγητών που θα απολυθούν. Νομίζω πως με ξέρετε, δεν ήταν δυνατόν να το πράξω. Όλο το χρόνο σας μιλούσα για φωτισμένους εκπαιδευτικούς(Δημήτρη Γληνό, Ρόζα Ιμβριώτη στο πρότζεκτ β λυκείου),πως θα μπορούσα τώρα να βάλω υπογραφή για ανθρώπινο αίμα.

Μην μου πείτε πως υπερβάλλω, όταν μετά από 100 χρόνια απολύθηκαν στην Ελλάδα δημόσιοι υπάλληλοι και αυτοί ήταν συνάδελφοι καθηγητές; Μαζί τους ήμουν 4 χρόνια στα επαγγελματικά λύκεια. 

Τι αξία έχει η παραίτησή μου μπροστά σε αυτό το γεγονός; 
Πως μπορώ να αντικρίζω τον ευτελισμό της ανθρώπινης προσωπικότητας καθημερινά, με τόσους άνεργους γύρω μας; 
Πως γίνεται λοιπόν να μου ζητούν να βάλω υπογραφή σε τέτοια μέτρα; 

ΟΧΙ, Δεν θα είμαι εκείνη που θα βάψω τα χέρια μου με ανθρώπινο αίμα. 
Δεν είναι τυχαίο βέβαια πως παραιτήθηκε και ο κος Λιναρδάκης από το Μουσικό. 
Μόνο οι δυό μας ξέρουμε τι βιώσαμε όλα τούτα τα χρόνια, εκείνος 14, εγώ 11, γιατί εμείς πονέσαμε πολύ για να δούμε να γίνονται σχολεία από το μηδέν.

Σήμερα θα βγουν και θα πουν διάφορα, κυρίως οι μεγάλοι και οι εκτός σχολείου, όλοι εκείνοι που δεν ξέρουν, εσείς όμως γνωρίζετε. 

Παραιτήθηκα παραμονές των γιορτών του Πάσχα, επίτηδες, γιατί το σχολειό θα ‘κλεινε και θα γινόταν αθόρυβα. 

Γιατί η πράξη είναι η ύστατη στιγμή της θεωρίας. 
Σας ευχαριστώ πολύ που υπήρξατε μαθητές μου, που με κάνατε σοφότερη, όπως και όλες τις προηγούμενες γενιές, σε όλα τα σχολεία που δίδαξα. Πάνω απ’ όλα είμαι εκπαιδευτικός και όχι δημόσιος υπάλληλος. Πάνω απ’ όλα υπερασπίζομαι το Σύνταγμα της Ελλάδας και το Δημόσιο σχολείο. 

Μαζί σας, ξέρω, θα αγωνιστώ για όλα τούτα. 
Μαζί θα ανταμώσουμε στους δρόμους, για το σχολείο που ονειρευόμαστε, για το Καλλιτεχνικό σχολείο, για το σχολείο μας. 

Μέσα από άλλα μετερίζια, θα βρίσκομαι συνέχεια μαζί σας. Ν’ αγαπάτε το σχολειό μας και να διαβάζετε, συνέχεια να διαβάζετε, η γνώση είναι αυτό που τους πονά. Καλή πρόοδο.

Σας αφιερώνω τους στίχους του Κωστή Παλαμά
Πολεμάς να στυλώσεις, κυβερνήτη, με τα καράβια και με τα φουσάτα της Πολιτείας το σαλεμένο σπίτι.
Του κάκου ιδρώνεις, έμπα σ’ άλλη στράτα, τον νου μας πρώτα στύλωσε και χτίσε, και πρώτ’ απ’ όλα αλφαβητάρι κράτα.
Δάσκαλος γίνε, αλήθεια, αν ήρωας είσαι.

Με παντοτινή αγάπη Μαρία Καλουδιώτη
Από την σελίδα του Καλλιτεχνικού σχολείου Γέρακα