του Θωμά Τσαλαπάτη
Είναι η στιγμή που περιφέρεσαι στην πόλη, η στιγμή που θέτεις σε συνομιλία δύο όρια. Το όριο του εαυτού όπως ειπώνεται από το σώμα σου, το όριο του βλέμματος όπως το επιβάλλει η πόλη. Όλη αυτή η σάρκα που αγκαλιάζει την ανάσα σου, όλο αυτό το τσιμέντο που αγκαλιάζει την όραση σου. Και μέσα από τη συνομιλία το σώμα γίνεται σύνορο. Σύνορο ανάμεσα στο κορμί και αυτό που το απειλεί. Το ενδεχόμενο, την εκδορά, την πληγή. Το σώμα συνομιλεί με ό,τι ζητά να το μεταβάλει. Τις γωνίες και τα υψώματα, τις απότομες πτώσεις και τα απροσδόκητα άλματα και, κυρίως, τα άλλα σώματα. Να τοποθετούν το δικό τους όριο, στο όριο του βλέμματός σου, αντικείμενα και ενδεχόμενα σε σχέση με το δικό σου σώμα.
Στο ευφυές του δοκίμια για την μάζα, το πλήθος και την εξουσία ο Ελία Κανέττι ξεκινά με τη διάσημη φράση: " Τίποτα δεν φοβάται περισσότερο ο άνθρωπος περισσότερο από το άγγιγμα του αγνώστου’’. Και ενώ τριγυρίζεις ανάμεσα στο πλήθος υπάρχει μια στιγμή όπου ανάμεσα στα ξένα σώματα μπορείς να φανταστείς το βάρος από τα ενδεχόμενα των επαφών που πλέουν γύρω σου. Δεν είναι αγοραφοβία, είναι το μέτρημα του βάρους της στιγμής. Σαν την περιγραφή εκείνου εκεί του συγγραφέα, ο οποίος βρέθηκε σε ένα γήπεδο ενώ παίχτες και κοινό κράτησαν ενός λεπτού σιγή. Το βάρος της στιγμής δεν είχε να κάνει με τον χρόνο των 60 δευτερολέπτων της παύσης, αλλά πολύ περισσότερο με μια σιωπή πολλαπλασιασμένη από τον κάθε παρόντα, ένα πλήθος σιωπής που μετέβαλε τη στιγμή σε μια ατελείωτη βουβή έκταση. Με τον ίδιο τρόπο το σώμα πολλαπλασιάζει τα ενδεχόμενα των γύρω επαφών, μετρά τη στιγμή, τη ζωή σε όλα τα ‘’δυνάμει’’ της. Καταμετρά της χειρονομίες, τις άμυνες και τις επιθέσεις, τα νεύματα, το άρπαγμα, το χάδι, όλα όσα ακυρώθηκαν και όλα όσα θα επιβεβαιωθούν.
Η κάθετη ευθεία του σώματος συνομιλεί με την κάθετη ευθεία της πόλης, τα παραταγμένα όρθια κτήρια. Μετρά τις εκτάσεις που διαμορφώθηκαν ώστε να φιλοξενήσουν τις υπόλοιπες κάθετες, τα υπόλοιπα σώματα και με τον τρόπο αυτό γίνεται άξονας της όποιας αντίληψης για το γύρω, μια πυξίδα που ορίζει τα μεγέθη και την συνύπαρξη τους. Και έτσι πάντα τριγυρνά με τη διπλή του υπόσταση ως κάτι το ανεξάρτητο, το αυτοτελές που διεκδικεί την μοναξιά και την αυτάρκειά του και ταυτόχρονα ως μονάδα του πλήθους, ως σημείο ανάμεσα σε άλλα σημεία σε μια αδιάκοπη ροή ζωής.
Άλλωστε το σώμα είναι μια ατελείωτη υπενθύμιση του παρόντος, μια μόνιμη και σταθερή καταγραφή του χρόνου στο κάθε τώρα της, ο πιο μόνιμος σελιδοδείκτης των ημερών μας. Ίσως γι’ αυτό να επιθυμούμε τόσο έντονα να ξεχαστούμε από σώμα. Εφευρίσκοντας μονίμως νέους τρόπους. Μέσα από το άμεσο της χρήσης των ουσιών, μέσα από την ένωση με την μάζα του πλήθους, ως οργανικό και ομοιόμορφο κομμάτι ενός τυφλού συνόλου, μέσα από την ερωτική ένωση όταν τα όρια των σωμάτων μπλέκονται σε μια ενσαρκωμένη ανάσα. Και μέσα από τον δρόμο της υπέρβασης της σωματικότητας διαμέσου της υπερβολής της: την γυμναστική στα όρια της παραμόρφωσης, τα μπότοξ και τις πλαστικές στα όρια της παραμόρφωσης, τα σκουλαρίκια και τα τατουάζ στα όρια της παραμόρφωσης. Δεν είναι η εικόνα μόνο που παραμορφώνεται, πολύ περισσότερο είναι ο χρόνος. Σε μια προσπάθεια να τον ξορκίσουμε παραμορφώνοντας τις καταγραφές του.
Αλλά το σώμα πάνω απ’ όλα είναι μνήμη. Μνήμη των εμπειριών και των άλλων σωμάτων, της χειρονομίας, της επαφής και του μετεωρισμού. Της εμπειρίας στον ελάχιστο βαθμό της συνείδησής της, φτάνοντας στο σημείο που σε ενώνει με τον οποιονδήποτε. Μνήμη κυρίως των στιγμών που αντιστρέφουν εκείνον τον ‘’φόβο του αγγίγματος’’. Μια θερμή πρώτη χειραψία με κάποιον άγνωστο, ένα σκούντημα κατανόησης στον ώμο, ή ο τρόπος που ο ήλιος βουλιάζει στα ξανθά μαλλιά της.
Δημοσιεύθηκε στη στήλη Ανοχύρωτη Πόλη, Εφημερίδα των Συντακτών, Σάββατο 1 Νοέμβρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.