Επιθυμία: Η τέχνη της αρχιτεκτονικής, να μπορεί να αποκρίνεται θετικά στο ερώτημα της ζωής και με αφορμή αυτήν και δι’ αυτής, ο άνθρωπος να αποκτά την ευαισθησία που με μεγάλη προθυμία προσφέρει απλόχερα και ανιδιοτελώς η τέχνη.
Η φύση, διαπιστώνει ο Kant, κρύβει μέσα της τη βαθιά σκοπιμότητα: οδηγεί τον άνθρωπο ολοένα στην προσωπική τελειότητα και αυτό με τη σειρά του οδηγεί στο χτίσιμο μιας επιδιωκόμενης κοινωνίας. Η ανεστιότητα του σύγχρονου ανθρώπου είναι πολύ περισσότερο επικίνδυνη -χωρίς να υποτιμάται καθόλου το πρόβλημα των αστέγων στους δρόμους στη σύγχρονη εποχή- καθώς ο άνθρωπος φαίνεται να χάνει τον προσανατολισμό του. Εάν βρεθεί αυτός, τότε θα μπορέσει ανάλογα και συνακόλουθα να λυθεί και το πρόβλημα των αστέγων.
Η τέχνη, και μαζί με αυτήν η αρχιτεκτονική, ναι μεν οφείλει να διαφυλάσσει το καθήκον αυτό, αλλά μαζί τους ο άνθρωπος θα πρέπει να είναι ικανός να μπορεί να αντιλαμβάνεται το σκούντημα στον ώμο και κάθε τόσο να ανασκουμπώνεται με περισσότερη ελπίδα και όρεξη για αλλαγή. Ο τρυφηλός τρόπος ζωής, η διαρκώς αυξανόμενη τάση του ανθρώπου για απόκτηση υλικών αγαθών[1], χωρίς άμεσα πρακτικούς σκοπούς, η επίπλαστη αρετή και η πολυτέλεια του δαπανηρού φέρεσθαι, που δίνει τάχα τις μιαν ευδαιμονία, είναι τα σημεία εκείνα που ο άνθρωπος οφείλει και πρέπει να αναχαιτίσει προς όφελος του ίδιου του εαυτού και εν τέλει ολόκληρου του κόσμου.
Η νιτσεϊκή αντίληψη του Valéry για την αρχιτεκτονική εν γένει, η οποία προτάσσει το «εμείς» έναντι του «εγώ» και η οποία βλέπει την αρχιτεκτονική ως τέχνη εφάμιλλη της μουσικής, είναι ένα σημείο εκκίνησης που οφείλουμε να προσέξουμε. Για να μπορέσει να μας συγκινήσει το κτήριο, όπως το πλάσμα που αγαπάμε, οφείλουμε να διαχειριστούμε την αρχιτεκτονική ως καθεστώς τέχνης και λόγου μέσα από την αυτοσυνείδητη ελευθερία[2], τη μόνη αληθινή ελευθερία, που δύναται να καθυποτάξει τις σκαιές πτυχές της φαντασίας μας. Όλο αυτό το εγχείρημα απαιτεί μια προσπάθεια, να γνωρίζεις διαρκώς τον εαυτό σου και ταυτόχρονα να τον οικοδομείς[3], που εν τέλει αποτελεί δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο ποιητής επιμένει στην άποψη πως ο άνθρωπος δε γνωρίζει από τι εκπληκτικό εργαλείο είναι καμωμένο το σώμα του[4]. Αυτή η αυτοσυνειδησία που απαιτείται από την τέχνη έχει σαν προορισμό το απόλυτο και αληθές.
Για να αποφευχθούν οι σκοτεινές πλευρές της φαντασίας, δηλαδή οι φαντασιώσεις, το πάντρεμα που προτείνει ο ποιητής, λογικής και ονείρου, θα φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η ωραιότητα καθόλου δεν απαιτεί τη διαρκή πρωτοτυπία σε ιδέες και πλούσιους εντυπωσιασμούς. Είναι σαφές ότι η «φαντασία σε όλο της τον πλούτο δρώντας ελεύθερη και χωρίς νόμους, γεννά μόνο το παράλογο∙ ενώ η κριτική ικανότητα είναι η δύναμη της εναρμόνισής της με τη νόηση»[5].
Ο Kant χωρίς να μεταχειρίζεται όστρακα ή κοχύλια, νυχτερίδες ή κουκουβάγιες, δηλώνει εμφατικά την εξαιρετική δύναμη του νου την οποία βρίσκουμε να μεταχειρίζεται ο λίγα χρόνια νεώτερός του, Francisco Goya, στο χαρακτικό του «ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα». Χωρίς τη βοήθεια των νοητικών διεργασιών, κάθε ονειροπόληση θα μετατρεπόταν σε εφιάλτη, ενώ στην περίπτωση της αρχιτεκτονικής αυτό θα ήταν ολέθριο. Ο Valéry υπό το φως της λογικής μπορεί και αφήνει χώρο στο όνειρο και την ονειροπόληση. Εκείνη είναι άλλωστε η ιδιαίτερη ικανότητα με την οποία θα μπορέσουμε να μεταφράσουμε σε αριθμούς το πλάσμα που μας συγκινεί, ώστε να του χαρίσουμε αναλογίες ναού και να το αποκρυσταλλώσουμε δια παντός σε πέτρα και σίδερο. και ακριβώς επειδή η καρτεσιανή λογική θέτει στο τραπέζι οτιδήποτε εμπίπτει στην εμπειρία του ανθρώπου, ο Valery ωθούμενος από τη γενική αυτή ιδέα επιστεγάζει κάθε ονειροπόληση με το Λόγο. Προσπαθεί να δαμάσει το διονυσιακό χαρακτήρα του ανθρώπου με το απολλώνιο φωτισμένο πνεύμα, το ατίθασο με το λογικό, το ένστικτο με την προσήκουσα κάθε φορά εμπειρία.
Η λογική βρίσκεται στην υπηρεσία του ονείρου και καλείται να το περι-γράψει.
Ο λόγος λοιπόν, ο οποίος δηλώνεται με εξαιρετικά εμφατικό τρόπο στη σκέψη του Paul Valéry, παίρνει προεκτάσεις και πέραν του σημαίνοντος της ομιλίας. Ο λόγος όχι απλώς ως μια κοινοποίηση των σκέψεών μας και επομένως ένα όργανο με ιδιότητες μεταφορικού μέσου, αλλά ως διαδικασία νόησης, ως ποιοτική επεξεργασία των διαφόρων ερεθισμάτων του ανθρώπου και επομένως μιας κριτικής στάσης απέναντι στη ζωή, είναι ικανός να μας οδηγήσει σε μονοπάτια που σε αντίθετη περίπτωση η φαντασία θα έφθινε στη βαρβαρότητα. Για τον ποιητή «Λόγος σημαίνει στα ελληνικά λογική, συλλογισμό και σχέση… ο ίδιος όρος σημαίνει επίσης τη θεϊκή δημιουργική Διάνοια». Το γεγονός ότι η βία αναφέρεται καθ’ ολοκληρίαν σε περιπτώσεις οι οποίες είναι καταφανείς, δεν αποτελεί πανάκεια ότι εξαντλεί τα περιθώρια της σε αυτές.
Η βαρβαρότητα γίνεται εξίσου επικίνδυνη και στις περιπτώσεις στις οποίες είναι συγκαλυμμένη με ένα πέπλο ευγένειας, τάξης, και οιονεί καλαισθησίας. Αποτελεί γεγονός αυταπόδεικτο στη σύγχρονη εποχή, η οποία εν τέλει περισσότερο μας αφορά. Το να οριοθετείς τη σκέψη σου και να την προσανατολίζεις διαρκώς προς την περιοχή του λόγου, μετρώντας την ποσοτικά και ποιοτικά, είναι ο μόνος τρόπος να οικοδομήσεις σωστά τον εαυτό σου και αμέσως μετά την τέχνη σου. «Δεν υπάρχει γεωμετρία χωρίς λόγια», γιατί όπως τυχαίες θα παραμένουν οι μορφές χωρίς αυτά, το ίδιο «τυχαίος» και ανέτοιμος θα παραμένει ο άνθρωπος χωρίς την ορθοφροσύνη. Η γλώσσα, που κατ’ ουσίαν είναι τέχνη όπως επισημαίνει ο Heidegger μέσα από τα κείμενά του, γίνεται οικοδόμος και μεταξύ άλλων οικοδομεί το Είναι μας. Είμαστε τυχεροί, γιατί το προνόμιο της γλώσσας και του λόγου, τον έχει μόνο ο άνθρωπος και όχι παραδείγματος χάριν μια πέτρα[6]. Επομένως μόνο εκείνος φέρει την αξιοσύνη του Είναι.
Κάθε τέχνη όμως είναι κατ’ ουσίαν ποίηση, προβάλλοντας έτσι η γλώσσα την ποιητική διάστασή της ανεγείρει το Είναι μας και μέσα από αυτήν την ανέγερση του Είναι προβάλλει η αλήθεια. Για όση ώρα η αλήθεια προβάλλεται και διαφυλάσσεται (=αληθεύει) μπορούμε να πούμε ότι ζούμε σε μια ωραιότητα. Κι αν πλάσουμε έτσι τους εαυτούς μας έχοντας τη χάρη οδηγό μας, τότε φαίνεται πως εντελώς επάξια και ποιητικά θα μπορέσει ο άνθρωπος να κατοικήσει πάνω σε αυτήν εδώ τη γη[7].
Αν μπορέσουμε να καταλάβουμε πόσο σημαντικό για τη ζωή μας είναι το σπίτι, η κατοικία μας -το γεγονός δηλαδή ότι εκείνη διαφυλάσσει με τον καλύτερο τρόπο «την ονειροπόλησή μας»[8] που κάθε τόσο μας επιτρέπει να γίνουμε ποιητές, να γινόμαστε «η χώρα»[9] μέσα στην οποία ψυχή και σώμα γίνονται ένα- τότε η «ποιητική» κατοίκηση, έτσι όπως την περιγράφει ο Heidegger, θα ξεμακρύνει κάπως από τη συνήθη, κακώς νοούμενη, περιστασιακή χρήση που συνήθως δίνουμε στον όρο, δηλαδή ένα λογοτεχνικό γεγονός και επομένως θα γίνει περισσότερο ουσιαστικός, με αποδέκτη τον εαυτό μας. Θα έχουμε φτάσει στο σημείο να κατανοήσουμε ότι η κατοικία είναι ο τρόπος που εμείς οι ίδιοι είμαστε πάνω σε αυτήν εδώ τη γη ούτως ώστε αλλάζοντας το εμείς, να αλλάζει και το κτίζειν.
Ο λόγος ως δύναμη αποτελεί το εναργέστερο εργαλείο για την επιχείρηση αυτού του νέου απόπλου.
απόσπασμα από τη διάλεξη με θέμα: ωΒ[α]λ
πίνακας: Μυρτώ Ψυχάκη
παραπομπές
[1] «Η χρήση της τεχνολογίας επιτρέπει πλέον στο άτομο να αποσύρεται στον περίκλειστο κόσμο της προσωπικής καθημερινότητάς του και έτσι να δημιουργεί την ψευδαίσθηση της αυτάρκειας.» γίνεται σαφές ότι Heidegger στρέφεται εναντίον της κατάχρησης της τεχνολογίας, της «τεχνολογικής αλαζονείας».
Π. Λέφφας, Αρχιτεκτονική και Κατοίκηση, από τον Heidegger στον Koolhaas, Αθήνα, 2008, σ.67
[2] Χ. Γιανναράς
[3] P. Valéry, Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων, Αθήνα, 1988, σ.37
[4] Ό.π, σ. 48
[5] I. Kant, Κριτική της Κριτικής Ικανότητας, Αθήνα, 2005, μτφρ. Χάρης Τασάκος, σ.229
Ο λόγος για τον Valéry, η συγκρότηση της σκέψης και η εκφορά της, είναι σαν επινίκιο στεφάνι, γοητεύει την ακοή για καιρό. (Ε.24)
[6] Το παράδειγμα του Heidegger
[7] Ο Martin Heidegger στραμμένος σαφώς σε μια κατεύθυνση περισσότερο ηθική, αναφέρεται στον τρόπο του κατοικείν σαφώς επηρεασμένος από την ποίηση του Hölderlin.
[8] Ο Gaston Bachelard περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την ουσία του κατοικείν ως διαφύλαξη των σκέψεων μας, της μνήμης και της φαντασίας μας. Αμέσως παρακάτω γράφει «όλο το είναι του σπιτιού θα ξετυλιχτεί, πιστό στο δικό μας το είναι». σ.42
[9] Από τον Τϊμαιο και τη «χώρα», η οποία αποτελεί τον υποδοχέα κατά τον Πλάτωνα και τη μήτρα όλων των αισθητών μορφών, γινόμαστε εμείς οι ίδιοι, η υποδοχή του πνεύματος και της ψυχής μας.
σημείωση: οι υπογραμμίσεις από τον διαχειριστή.
σημείωση: οι υπογραμμίσεις από τον διαχειριστή.