Από τον Νώντα Κούκα
αναρτήθηκε στο http://iamarevi.wordpress.com
Η κριτική
Στον Πρόλογο της Συμβολής στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας ο Μαρξ μεταξύ άλλων σημειώνει: «… Το τι είναι οι άνθρωποι δεν καθορίζεται από τη συνείδησή τους αλλά, αντίστροφα, το κοινωνικό τους είναι καθορίζει τη συνείδησή τους. Όταν φτάσει σε ένα ορισμένο βαθμό η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, αυτές οι δυνάμεις έρχονται σε αντίφαση με τις παραγωγικές σχέσεις που υπάρχουν ή, για να χρησιμοποιήσουμε τη νομική γλώσσα, με τις σχέσεις της ιδιοκτησίας, που μέσα σε αυτές είχαν μέχρι τότε κινηθεί… Όταν μεταβάλλεται η οικονομική βάση ανατρέπεται λιγότερο ή περισσότερο, γοργότερα ή βραδύτερα, ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Όταν αντικρίζουμε τέτοιου είδους ανατροπές, πάντα θα πρέπει να ξεχωρίζουμε την υλική ανατροπή των οικονομικών όρων της παραγωγής – που πρέπει να την εξακριβώσουμε πιστά με τη βοήθεια των φυσικών επιστημών – από τις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές, κοντολογίς από τις ιδεολογικές μορφές, μέσα από τις οποίες συνειδητοποιούν οι άνθρωποι αυτή τη σύγκρουση και την αποτελειώνουν. Όπως όταν θέλουμε να κρίνουμε ένα άτομο δεν το κάνουμε από το τι ιδέα έχει για τον εαυτό του, έτσι και μια εποχή ανατροπής δεν μπορούμε να την κρίνουμε από τη συνείδηση που έχει για τον εαυτό της. Αυτήν τη συνείδηση πρέπει να την εξηγήσουμε με τις αντιφάσεις της υλικής ζωής, με τη σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις».
Ο στοχαστής-συγγραφέας Ernesto Laclau, στο έργο του New Reflections on the Revolution of Our Time, ασκώντας τη μετα-μαρξική κριτική του σημειώνει: «Αν συγκρίνουμε το παράθεμα αυτό (δηλαδή το παραπάνω) με ένα άλλο πασίγνωστο μαρξικό κείμενο, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, μια ουσιαστική διαφορά εμφανίζεται στον ορίζοντα. Ενώ στο τελευταίο υποστηρίζεται ότι “η ιστορία κάθε κοινωνίας ως τα σήμερα είναι ιστορία ταξικών αγώνων”, στον Πρόλογο της Συμβολής, η πάλη των τάξεων είναι παντελώς απούσα. Η ιστορία στο απώτερο προσδιοριστικό της επίπεδο εξηγείται αποκλειστικά με βάση την αντίφαση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής. Πώς είναι δυνατόν να συναρθρώνονται λογικά αυτές οι δύο στιγμές – από τη μια μεριά η αντίφαση ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής και τις παραγωγικές δυνάμεις και, από την άλλη, η πάλη των τάξεων (η οποία σύμφωνα με τον Μαρξ λαμβάνει στην αστική κοινωνία την απλουστευμένη μορφή της σύγκρουσης ανάμεσα στη μισθωτή εργασία και το κεφάλαιο);».
Από εδώ και πέρα, ο Laclau αποπειράται μια σοβαρή προσπάθεια ανασκευής αυτής της αντίφασης, αλλά και γενικότερα (μαζί με τη Chantal Mouffe) την κριτική υπέρβαση της μαρξικής θεωρίας, πιστεύοντας όμως εσφαλμένως πως αυτή η υπέρβαση θα έρθει τόσο από τη λακανική ψυχανάλυση και τη φουκωϊκή γενεαλογία, όσο και από τη μετα-αναλυτική φιλοσοφία, την αποδόμηση και τον μετα-στρουκτουραλισμό.
Η Κριτική της κριτικής
Είναι εκπληκτικό το πόσο οι «μοντέρνοι» και οι «μεταμοντέρνοι» καιροί έχουν επιβάλει απ’ άκρου εις άκρον τον φορμαλισμό του θετικισμού. Ολόκληρο το σώμα του τυπολογικού επιστημονισμού (θεωρητικού και εφαρμοσμένου) έχει κυριολεκτικά διαμελιστεί από τον σχετικισμό σε όλες τις εκφάνσεις του. Εξάλλου αυτός δεν είναι ο (εργαλειακός) ορθολογισμός του ύστερου διαφωτιστικού προτάγματος;
Δυστυχώς, για όλους τους τεχνοκράτες παντός καιρού, είτε αυτοί βρίσκονται στη λεγόμενη θετική είτε στη λεγόμενη θεωρητική ζώνη της επιστήμης, ο Μαρξ δεν είναι ούτε θετικός ορθολογιστής ούτε εμπειριστής, και ούτε βέβαια ανορθολογιστής. Είναι διαλεκτικός (υλιστής), δηλαδή αρνητικά «ορθολογιστής». Μετά τον Hegel κάθε φιλοσοφική θεωρία που θα εμφανιστεί δεν μπορεί βέβαια παρά να είναι αναπόφευκτα αμφισβήτηση της φιλοσοφίας. Και αυτό ακριβώς κάνουν ο Φόυερμπαχ, ο Στίρνερ, ο Καντ, αλλά και ο ίδιος ο Μαρξ. Ακριβέστερα, η μαρξιανή φιλοσοφία είναι μια φιλοσοφία έξω και πέρα από τη φιλοσοφία. Ή, καλύτερα, μια φιλοσοφία έξω από τον εαυτό της: η φιλοσοφία δεν είναι πια ένα πρόβλημα φιλοσοφικής φύσης, αλλά μια φιλοσοφία της δράσης που πρέπει να λύσει το οικονομικό πρόβλημα πρακτικά. Αυτό είναι το Απόλυτο του Μαρξ.
Συνεπώς ο Μαρξ είναι ο πρεσβευτής του νέου «απόλυτου», όχι βέβαια με τη μορφή του ψυχωτικού δόγματος, αλλά με την έννοια της από-λυσης (άλλωστε, το απόλυτο ετυμολογείται από το απολύω), της απολύτρωσης της Αλήθειας από τη χυδαία σχετικοποίησή της (:οι πολλές επιμέρους «αλήθειες»). Δεν υπάρχουν αλήθειες «ορθολογικές» ή «ανορθολογικές» κατά πώς συμφέρει τη συνείδηση καθενός, αλλά υπάρχει Αλήθεια που έρχεται από το αρνητικό «Εδώ» – από το «Αλλού»: από την αθέατη πραγματικότητα.
Αυτή όμως η «Αλήθεια» προκύπτει αναγκαίως από την Οικονομία, που δεν είναι παρά η ίδια η φιλοσοφία της φύσης εκδηλωμένη στο γήινο κοσμικό γίγνεσθαι. Η ταξική συνείδηση είναι υπάλληλη έννοια της κοινωνικής συνείδησης – κι έτσι τη βλέπει ο Μαρξ. Η πρώτη αφορά στην ad hoc (επί τούτω) δράση επί του πραγματικού (ιστορικού) παράγοντα, η δεύτερη μετέχει της κοσμικής συνείδησης και είναι ο διάμεσος όρος προς την ταξική συνείδηση. Για αυτό η ταξική συνείδηση αναφέρεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ως ad hoc πολιτική δράση. Ενώ στον Πρόλογο δηλώνεται η ευρύτερη έννοια: «κοινωνική συνείδηση» (που εμπεριέχει όπως είπαμε την ταξική συνείδηση) ως εκτατική έννοια κοινωνικών σχέσεων. Κοντολογίς, η ταξική συνείδηση είναι συνθήκη stricto sensu (υπό στενή έννοια) σε σχέση με την κοινωνική συνείδηση, που είναι lato sensu (υπό ευρεία έννοια) αναφορικά με την ταξική συνείδηση Θα επανέλθουμε.