Το βράδυ της Τρίτης ένας τυχάρπαστος βουλευτής Ουζουνίδης παραπονιόταν για τον θεό που «προκαλεί μεγάλες καταστροφές στη Βόρεια Ελλάδα». Το μέγεθος του βάλτου ώρες ώρες τον κάνει να φαντάζει τρομακτικός μπροστά σου. Νιώθεις πως είναι αδύνατο να τον διασχίσεις, θα βουλιάξεις. Κι αυτοί βγάζουν απ’ το στόμα σκοτάδι που τυφλώνει.
Ο Ρωμανός θα πέθαινε στην απεργία πείνας κι η μάνα μου με αγωνία κρέμονταν στο κανάλι της Βουλής περιμένοντας να ακούσει τα λόγια που θα της έδιναν ελπίδα. Ο πρόεδρος φώναξε «Ησυχία επιτέλους! Μιλάει ο Υπουργός!». Κι άκουσε τον υπουργό να μιλά για τον Χριστό, τον Άνα, τον Καϊάφα και τον Πόντιο Πιλάτο και τα ιδανικά μαθήματα εξ’ αποστάσεως. Αυτή, που δεν ξέρει πως ν’ αντέξει όταν πονάνε οι άνθρωποι, όταν τελείωσε η συνεδρίαση δεν ήξερε πως ν’ αντιδράσει χωρίς ελπίδα. Της λείπει από γεννησιμιού της ο τρόπος να διακρίνει αν υπάρχει κανείς που να αξίζει τιμωρία. Μπορεί να είναι κι αυτό ένα κουσούρι. Ακούει για πλημμύρες, λέει κρίμα οι άνθρωποι και προσπαθεί να ξορκίσει τη φτώχεια. Ακούει για τους Σύρους στο Σύνταγμα και πνίγει ένα λυγμό γιατί τους έδιωξαν απ’ τα σπίτια τους και κοιμούνται στη βροχή. Ρωτάει για τα παιδιά τους. Διαβάζει στην εφημερίδα για τον Ρωμανό και θέλει να της απαντάω κάθε μέρα για το τι κάνει και αν θα τον αφήσουν τώρα που σταμάτησε την απεργία πείνας να μείνει στο νοσοκομείο μέχρι να συνέλθει. Είναι υπερήφανο κουσούρι, κι ας μην στέκεσαι έτσι πουθενά στον κόσμο.
Υπάρχει μια παράξενη συνομοταξία ανθρώπων. Όσο ζεις μαζί τους νομίζεις πως έτσι είναι όλοι τριγύρω σου και τους συνηθίζεις. Αυτοί οι άνθρωποι επειδή δεν έχουν θεό να πιαστούν όταν ζορίζονται φτιάχνουν γλυκά του κουταλιού και γράφουν τις λεπτομέρειες σε τετράδιο με σκληρό κάλυμμα. Όταν τελειώνουν απ’ τη δουλειά βιάζονται για να κρεμάσουν τα κόκκινα και πορτοκαλί πανέλα στους τοίχους για να μην κάνει αντήχηση. Όταν μένουν άνεργοι μετατρέπουν ξαφνικά ένα δωμάτιο του σπιτιού σ’ εργαστήρι. Όταν τους τρυπάνε τις φλέβες στο νοσοκομείο γράφουν ποίηση όπου βρουν, μιλούν ποίηση σε όποιον τους μιλάει. Τις Κυριακές κατεβαίνουν άρον άρον απ’ τα Εξάρχεια στο Σύνταγμα για να σταματήσουν τα ΜΑΤ ή πηγαινοέρχονται Πατήσια – Γκάζι για να συνδέσουν το δίκτυο που όλο ρίχνει τη μουσική. Δεν αντέχουν τους υπουργούς και τις διαταγές κι όταν καμιά φορά ξεχνιούνται τότε μπορούν και φτιάχνουν ήχους σε υπολογιστές. Σε παίρνουν τηλέφωνο και δεν ξέρεις πώς να τους προλάβεις. Έχουν πάντα κάτι να τους βασανίζει και δεν έχεις ποτέ κάτι να τους παρηγορήσει. Δεν μπορούν να κοιμηθούν και πάνε άυπνοι το παιδί στο νηπιαγωγείο. Προσπαθούν μόνοι τους να κουβαλήσουν όλο το βάρος του κόσμου. Αυτούς τους ανθρώπους όταν συνειδητοποιείς τον χρόνο ψάχνεις να βρεις τρόπο να τους φυλάξεις παντοτινούς. Και ψάχνεις. Και ψάχνεις με μανία.
Τους βλέπεις που πειραματίζονται με το αντίδοτο στην αδικία και λες έτσι απλά θα ξεφορτωθούμε το δηλητήριο. Περπατάς μαζί τους με νεύρα και με παράπονα χαμογελώντας. Ή γράφεις απλοϊκές προτάσεις με κόμματα και τελείες και τις στέλνεις να συμπληρώσουν τη βουή για να τινάξεις από πάνω σου τη σκόνη του βολέματος. Όταν πεισμώνουν και φωνάζουν στο τηλέφωνο για να ακούσει κάποιος πατάτε μαζί το μηδέν στην οθόνη αφής. Κρατιέστε όρθιοι από τις ιστορίες, από τα εβραϊκά μοιρολόγια, από τους γαλάζιους ουρανούς σε πίνακες, από τις φθινοπωρινές φτέρες. Στροβιλίζεστε πότε πότε για το μεθυστικό μούδιασμα της ζαλάδας. Επιμένετε στην άχνη ζάχαρη και το βούτυρο, στα καραβόπανα στο ταβάνι, στην δικαίωση των προσφύγων στο πεζοδρόμιο, στα κατσαβιδάκια και τα καλάι στο τραπέζι, στις κυριακάτικες αργίες του Δεκέμβρη, στο τσίπουρο με σαφράν στο μπουκάλι, στα κανάλια της κονσόλας στο studio, στα μολύβια Faber στην τσάντα, στα παιδιά και τα καρότσια, στα άδεια ποτήρια, στα ποιήματα, στους ανθρώπους.
Μελό φορτωμένοι εκεί έξω, τον κυνισμό τον πίνουμε μόνοι μας.
Έχεις δίκιο. Είν’ ωραίο μέρος ο κόσμος, κι ας χάσαμε. Και μια ζωή να χάνουμε, μια ζωή θα προσπαθούμε να ξανασηκωθούμε. Τι άλλο να κάνουμε;