Τα Τοπόλιανα είναι ένα όμορφο Ευρυτανικό χωριό, κοντά στον ποταμό Αχελώο και την ξακουστή γέφυρα της Τέμπλας. Παλιότερα ανήκαν στο Δήμο Απεραντίων (ή… Απενταρίων όπως έλεγαν χαριτολογώντας οι ντόπιοι). Σήμερα με τη νέα διοικητική ανακατάταξη συμπεριλαμβάνονται, πλέον, στο Δήμο των Αγράφων. Στην περιοχή υπάρχουν ερείπια αρχαίων οχυρώσεων, καθώς και τα περίφημα «ντάλικα» άλογα με τα πράσινα μάτια, μοναδικό είδος παγκοσμίως!
Οι κάτοικοι του χωριού είναι πανέξυπνοι, πρόσχαροι και χωρατατζήδες. Ειδικά για το τελευταίο χαρακτηριστικό γνώρισμά τους είναι… διάσημοι! Αν υπήρχε «πρωτάθλημα της φάρσας» είναι βέβαιο ότι οι Τοπολιανίσιοι θα το κατακτούσαν με μεγάλη διαφορά βαθμών, για να μην πούμε ότι και το ... «νταμπλ» δικό τους θα ήταν! Ατέλειωτες οι πλάκες που έχουν σκαρώσει οι ευφυείς χωρικοί, πλάκες που έχουν αφήσει εποχή και συζητιούνται για χρόνια κι από γενιά σε γενιά. Διάφοροι εξυπνάκηδες και… σαϊνηδες που θέλησαν να συναγωνιστούν τους Τοπολιανίσιους και να τους πουλήσουν πνεύμα, πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι. Αναρίθμητα τα περιστατικά ακόμη και σήμερα. Οι παλιές όμως διηγήσεις είναι αυτές που έχουν το μεγάλο γούστο!
Κάποτε οι Τοπολιανίσιοι -συνεννοημένοι βέβαια μεταξύ τους - κατόρθωσαν και έπεισαν έναν παπά ότι το μοσχαράκι που αγόρασε από ένα παζάρι, και που το έσερνε μαζί του με μια τριχιά, ήταν... γάιδαρος!!! «Καλορίζικο το γαϊδουράκι σου παπά μου» του έλεγαν από όπου και αν περνούσε. Από χωράφια, από σοκάκια, από μαχαλάδες, από το καφενείο, από όπου κι αν διάβαινε ο παπάς άκουγε παντού την ίδια κουβέντα. «Δεν είναι γάιδαρος τέκνα μου, μοσχαράκι είναι» έλεγε τούτος, αλλά οι άλλοι, εκεί, επίμονοι: «Τι λες παπά μου, τι έπαθες σήμερα, δεν βλέπεις ότι είναι γάιδαρος;» του ’λεγαν και του ξανάλεγαν, νέοι, γέροι και παιδιά. Ώσπου στο τέλος ο παπάς το καβάλησε και πήγε βόλτα μ’ αυτό, μέχρι που το κακόμοιρο το ζωντανό τον άδειασε καταγής! Έναν άλλον πάλι τον ζύγιζαν με τις ώρες σε ένα... καντάρι!
Μέχρι και στον Άρη Βελουχιώτη έστησαν μια αθώα πλάκα όταν αυτός πέρασε από το χωριό τους. Ακούστε πως: Στο καφενείο του χωριού ο Άρης χαιρετά δια χειραψίας όλο τον κόσμο. Τι κάνουν, λοιπόν, οι Τοπολιανίσιοι για να δείξουν ότι είναι μεγάλο και σεβαστό χωριό της περιοχής, ενώ στην πραγματικότητα ήταν λίγοι; Μπαίνουν στον καφενέ από τη μπροστινή πόρτα, χαιρετούν τον αρχηγό και βγαίνοντας από την πίσω μεριά κάνουν το γύρο και στέκονται πάλι στην ουρά για να ξαναχαιρετήσουν!!! «Καλώς όρισες καπετάνιο» έλεγαν και ξανάλεγαν μισοσκυφτοί οι ίδιοι και οι ίδιοι Τοπολιανίσιοι! «Καλώς σας βρήκα παιδιά» ανταπαντούσε και ο Άρης. Και δώστου πάλι από την αρχή, να μην τελειώνει η ουρά και οι χαιρετούρες. «Τι γίνεται εδώ μωρέ θα το ξημερώσουμε, που ήρθαμε και πόσοι είναι τέλος πάντων σε τούτο το χωριουδάκι;» λέει ο Άρης στους συντρόφους του. Οπότε κάποια στιγμή, απευθύνεται σε έναν χωρικό: «ευχαριστούμε συναγωνιστή για τα καλωσορίσματα, αλλά κάνε μου τη χάρη μη βγαίνεις έξω, κάτσε εκειδά για λίγο». Σε λίγα λεπτά ανακαλύπτει το κόλπο και γίνεται πανζουρλισμός από τα γέλια. «Μωρέ μπράβο μάτι που το ’χει» έλεγαν για τον πρωτοκαπετάνιο οι Τοπολιανίσιοι και αυτός με τη σειρά του: «ρε ετούτοι εδώ είναι σκέτοι διαόλοι». Και το γέλιο πήγαινε σύννεφο.
Μια φορά, στα παλιά τα χρόνια, οι Τοπολιανίσιοι περίμεναν στο χωριό το φοροεισπράχτορα του κράτους. Εκείνα τα χρόνια οι φορατζήδες περνούσαν, μαζί με κάποιο χωροφύλακα, από τα χωριουδάκια για την είσπραξη, σα να λέμε το χαράτσωμα της εποχής. Ο φτωχός κόσμος στα μέρη μας πάλευε νύχτα και μέρα με τη γη ίσα-ίσα για να τα φέρει βόλτα και να βγάλει τον επιούσιο για τη φαμελιά. Που να μείνει περίσσευμα και για φορολογία! Έτσι αυτές οι επισκέψεις των κρατικών οργάνων ήταν για την αγροτιά σκέτος εφιάλτης.
Τι σκαρφίστηκαν λοιπόν οι Τοπολιανίσιοι για να μην πληρώσουν απ’ αυτά που στο κάτω-κάτω δεν είχαν; Μάζωξαν κάμποσες χελώνες και με ένα λεπτό σχοινάκι τις έδεσαν αριστοτεχνικά από το λαιμό τους. Και έτσι κάμποσοι απ’ αυτούς βγήκαν παρατεταγμένοι στο έμπα του χωριού. Οι μπροστινοί όλοι με τις χελώνες στο λαιμό και οι άλλοι από πίσω, που δεν είχανε, στέκονταν καλυμμένοι με τρόπο, ώστε να μη φαίνονται. Φτάνει κι ο φορατζής αντάμα με το χωροφύλακα και ακούνε τις καμπάνες να χτυπάνε πένθιμα, ακούν και σκουξίματα, θρήνους κι αναθέματα. «Τι γίνεται εδώ μωρέ, τι πάθατε και κάνετε έτσι;» ρώταγε ο φοροεισπράχτορας κι απάντηση δεν έπαιρνε, παρά μόνο φωνές και αναστενάγματα. Ώσπου : «αχ κακομοίρη μου, δεν έμαθες τι πάθαμε, αρρώστια θανατερή έπεσε στο χωριό μας. Κολλήσαμε ο ένας με τον άλλονε και πάμε χαμένοι. Τους μισούς μοναχά βλέπεις εδώ, οι άλλοι μας άφηκαν χρόνους. Κρεμάσαμε πάνω μας χελώνες γιατί μας είπανε ότι είναι το μόνο αντίδοτο για να μη μας πιάσει το κακό, αλλά και πάλι εδώ που τα λέμε σίγουρο δεν το χουμε! Κάτσετε να σας φορέσουμε και σε εσάς από μία μπας και σας λυπηθεί ο Θεός κι έχετε και φαμελιές δόλιοιιιι»! Και πριν προλάβουν αυτοί να συνέλθουν από το φόβο… τσουπ «παρασημοφορούν» πρώτα το φοροεισπράχτορα και κατόπι το χωροφύλακα με μια χελώνα τον καθένα!!! Αλλά που να βρουν τόπο να σταθούν εκείνοι! Πανικόβλητοι, το κόβουν τρεχάλα στον ανήφορο, μπροστά ο φορατζής και ξοπίσω ο χωροφύλακας, γίνηκαν λαγοί φτάνοντας ως… τα Λεπιανά! Ακόμα τρέχουν!
Τώρα βέβαια, μέρες που ‘ναι κιόλας με τα χαράτσια, δεν ξέρουμε τι ιδέες σας βάζουμε στο μυαλό, αλλά αυτοί είναι οι πανέξυπνοι Τοπολιανίσιοι. Καλημέρα συμπατριώτες.
Πηγή: Ευρυτάνας ιχνηλάτης