Από 3pointmagazine
Κλειώ Βλαχάκη
Άτιμο πράγμα τούτο το σκιάχτρο που φτιάξαμε. Το κάναμε παντιέρα και πορευτήκαμε. Ένα σωρό μάχες τις δώσαμε μόνοι. Οι άλλοι δεν είχαν χρόνο κι εμείς ξεμείναμε από κουράγια. Κι ύστερα μάθαμε πως δεν έχουμε την ανάγκη κανενός. Βολικές δικαιολογίες. Εύκολο το έχεις να πεις την αλήθεια;
Δεν έχω χρόνο! Κρυφτήκαμε πίσω από τρεις λέξεις. «Είχα κάποτε πολύ χρόνο». Τον υπερσυντέλικο να τον φοβάσαι. Έχει αναπόληση, νοσταλγία, θλίψη. Έχει την ικανότητα να σε κρατάει εκεί που νόμιζες πως όλα ήταν αλλιώτικα, καλύτερα.
Ήθελα να σου πω ότι εγώ έχω χρόνο. Πως η δικαιολογία αυτή δε μου ταιριάζει. Πως το συναπάντημα με ανθρώπους που αγαπώ και νοιάζομαι και ανησυχώ είναι ό,τι καλύτερο έχει απομείνει στη ζωή μας. Και φοβάμαι μήπως δεν πούμε όλες τις αλήθειες, μήπως δεν κρεμαστούμε από λόγια που σου γαργαλάνε το μυαλό και την καρδιά και τα μάτια. Και τρέμω ότι μια μέρα θα κοιταχτούμε και δε θα αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλο έτσι ξένοι που θα έχουμε γίνει με τόσα φτιασιδωμένα ψέματα.
Άτιμο πράγμα τούτο το σκιάχτρο που φτιάξαμε. Με τέτοια δύναμη για να μπορεί να δικαιολογεί την αδυναμία μας. Κι έτσι ερχόμαστε και φεύγουμε και ποτέ δε διεκδικούμε εκείνο που μας αναλογεί. Τις αγκαλιές, τα φιλιά, τις ματιές, τις κουβέντες καρδιάς. Αυτά είναι τα δώρα μας, τα πολύτιμα με τους πολύτιμους μας, τους λατρεμένους, τους συνοδοιπόρους. Δεν έχει άλλο…
Υποφέρω από αϋπνίες. Είχα πάντα μια ενοχή με τον ύπνο. Είχα και ένα κουσούρι με τη μνήμη. Όλα τα θυμάμαι. Τις μικρές και τις μεγάλες μάχες που έδωσα με τον εαυτό μου. Τις υποσχέσεις που έδωσα και πήρα. Τις ιστορίες που σκαρώναμε και τα όνειρα που δε βρήκαν καράβι να ταξιδέψουν. Τις μαύρες, τρομακτικές σκέψεις που ήταν σα δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι μου στις σκοτεινές μου μέρες. Σαν το τώρα που λίγο πριν ξημερώσει ανοίγω τον υπολογιστή και ελπίζω πως θα ξεφορτώσω τα βαρίδια χαϊδεύοντας το πληκτρολόγιο. Να γράψω για όλους εκείνους που δεν έχουν ποτέ χρόνο για συναπάντημα και κουβέντα.
Για την εποχή μας που ξαφνικά έγινε τόσο εγωκεντρική και απρόσωπη αλλά και φλύαρη, χωρίς να λέει τίποτα ουσιαστικό και ελπιδοφόρο. Να μιλήσω για τους ανθρώπους που αγαπώ με ένα δικό μου τρόπο και μου λείπουν και τους αποζητώ σαν τον ήλιο μέσα στον πιο βαρύ χειμώνα. Να τους βάλω δίπλα, να πιάσω το χέρι τους και να τους πω όλα όσα νιώθω χωρίς να φοβάμαι, χωρίς να τρέμω ότι δε θα καταλάβουν γιατί οι λέξεις μου θα είναι φτωχές και δύσμοιρες και απαγορευμένες. Να φτύσω τους θυμούς και τα παράπονα. Να ανοίξω μια μικρή ρωγμή, να κοιτάξω και να πετάξω όλα τα άσχημα, τα περιττά που κουβαλώ και με κουβαλούν και με πηγαίνουν όπου θέλουν κάποιες φορές. Να τους πω ότι όταν αγαπάμε κάποιον πάντα βρίσκουμε χρόνο γιατί υπάρχει εκείνη η διάθεση του «μαζί», η ανάγκη να ακουμπήσουμε το βλέμμα μας σε ένα δικό μας άνθρωπο, να ξεκουραστούμε και να τον ξεκουράσουμε.
Δεν έχω χρόνο για χλιαρές κουβέντες. Για λόγια του αέρα και συναναστροφές του δήθεν. Για κίβδηλα συναισθήματα και κούφιες κουβέντες. Για ανθρωπάκια που κομπάζουν με το τίποτα και πουλούν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Για άδειες ματιές και ανούσιες κουβέντες που δε θα σου δείξουν ποτέ ένα τόπο να ξεκουράσεις τη σκέψη σου.
Για όλους εκείνους που αγαπώ, εγώ θα έχω πάντα χρόνο. Θα έχω ένα τρόπο να σηκώσω τα σακιά τους, τα βλέμματα, τις λέξεις, τους θυμούς, τις σκοτεινές και φωτεινές στιγμές…
Τελικά ξημέρωσε. Πάντα θα ξημερώνει. Έχει η ζωή τον τρόπο να στρώνει βελούδινο χαλί και να σκεπάζει την καρδιά. Να δίνει μια ελπίδα πως θα τα καταφέρουμε.
Στις 6.00 το πρωί, ημέρα Κυριακή ήθελα να σου πω ότι οι αγκαλιές σώζουν από τους φόβους. Μακάριοι οι ευτυχισμένοι που αν βρεις κάποιον μην παραλείψεις να μου τον δείξεις. Θέλω να μάθω όσα έχει να μου πει…