αρχικός τίτλος ανάρτησης: Ο Πάνως Κάππα πήρε το πληκτρολόγιο του
Ο
Πάνως Κάππα είναι μεγάλος αγύρτης των λέξεων. Ο Πάνως Κάππα δαμάζει τις λέξεις. Τις εξουσιάζει. Καθοδηγεί τις λέξεις, όπως ο τσοπάνης τα πρόβατα του. Παίζει τις λέξεις στα δάχτυλα. Ο Πάνως Κάππα είναι αστείρευτος. Ασυγκράτητος. Ασυναγώνιστος. Δεν βαριέται ποτέ το γράψιμο. Δεν ξεμένει ποτέ από έμπνευση. Δεν σταματάει ποτέ να διηγείται ιστορίες, σαν κι αυτή εδώ:
Ένα πρωί ο Πάνως Κάππα σηκώθηκε έτοιμος για μια ακόμα εμπνευσμένη ιστορία. Μετά τον
Άνθρωπο Χωρίς Ηχομόνωση και τον
Άνθρωπο που Έχασε τον Εαυτό του, αυτή τη φορά θα μιλούσε για τον άνθρωπο που ήθελε να γράψει μια ιστορία για κάποιον που έψαχνε λέξεις για να γράψει μια ιστορία για τη βροχή. Θα ήταν σίγουρα το μάστερπις του, δεν χωρούσε καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Έφτιαξε ένα φλιτζάνι τσάι κι έκατσε στον υπολογιστή, τράβηξε κοντά το πληκτρολόγιο, έσπρωξε την καρέκλα κοντά στο γραφείο. Πληκτρολόγησε τα πρώτα γράμματα που ήδη χόρευαν χαρούμενα κάτω απ’ τα μαγικά του δάχτυλα. Ξεκίνησε τη διήγηση με μια φράση δυναμική και αποφασιστική συνάμα, που θα έβαζε τον αναγνώστη αμέσως στο κλίμα της ιστορίας:
Εκείνο το πρωί η βροχή έπεφτε μανιασμένη… Όχι μανιασμένη, σκέφτηκε ύστερα από λίγο ο Πάνως Κάππα, η βροχή έπρεπε να είναι κάπως πιο διακριτική. Εκείνο το πρωί η βροχή έπεφτε ορμητική… Πάλι όχι, ο θόρυβος θα αποσυντόνιζε τον ιστολόγο από τις σκέψεις του. Να ήταν απλά δυνατή η βροχή; Ή μήπως να ήταν σιωπηλή; Μήπως ραγδαία; Όχι φυσικά, ο Πάνως Κάππα είχε συνηθίσει τους αναγνώστες του σε πιο φανταχτερές λέξεις, δεν θα συμβιβαζόταν τώρα με κάτι τόσο τετριμμένο. Πως στο καλό έπεφτε η βροχή; Μισή ώρα ο ιστολόγος κοιτούσε σαν υπνωτισμένος την άδεια οθόνη του υπολογιστή του, χωρίς να μπορεί να σκεφτεί το παραμικρό. Ίσως λοιπόν να βρισκόταν αντιμέτωπος με το διαβόητο writer’s block, είχε ακούσει να μιλούν γι΄αυτό σε διάφορα φόρουμς στο ίντερνετ, μέχρι τώρα όμως αυτή ήταν μια άγνωστη έννοια για τον Πάνως Κάππα, που δάμαζε τις λέξεις σαν θηριοδαμαστής. Η βροχή πάντως έπρεπε να αρχίσει να πέφτει το συντομότερο. Η βροχή ξεκίνησε πάλι να πέφτει, κάπως βαριά. Μετά η βροχή έπεφτε πιο κεφάτα. Σε λίγο η βροχή μέσα στο κεφάλι του Πάνως Κάππα άρχισε να πέφτει καταρρακτωδώς, όχι όμως για πολύ, αφού σύντομα ο ιστολόγος αναφώνισε “Ως εδώ!”, χτυπώντας παράλληλα το χέρι στο γραφείο. Η βροχή στο κείμενο του Πάνως Κάππα έπρεπε να πέφτει με ένα τρόπο ιδιαίτερο, πρωτότυπο, ξεχωριστό, παιχνιδιάρικο.
Πως σκατά έπεφτε η βροχή;
Κατά την προσφιλή του συνήθεια, ο ιστολόγος έτρεξε στους ποιητές για βοήθεια. Ο Αναγνωστάκης τον συμβούλευσε η βροχή να είναι κίτρινη, παλιά βροχή που χτυπάει τη νύχτα σα μαστίγιο. Η Διμουλά του είπε διάφορα περίεργα κι ακατανόητα για μια βραδύγλωσση βροχή, σαν πρόθεση ναυαγισμένη. Στον Πάνως Κάππα φυσικά ταίριαζε περισσότερο ο Μιχάλης Γκανάς που τη βροχή την ήθελε ψιχαλιστή, ποτιστική, δαρτή, ομηρική, βροχούλα μουσκεμένη. Ο Ρίτσος πάλι τα δικά του, η βροχή είναι άλλοτε συνωμοτική και άλλοτε πικρή, άλλοτε πέτρινη κι άλλοτε λυγμική. Ο Ελύτης, περισσότερο αινιγματικός, είπε στον Πάνως Κάππα πως πρέπει να πέφτει πάνω στους τσίγκους όπως η βροχή, ρυθμικά, με ανωτερότητα.
Ο Πάνως Κάππα είχε αρχίσει να νευριάσει, όχι μόνο γιατί δε γούσταρε τις υποδείξεις του Ελύτη, ούτε γιατί ο Γκανάς του είχε κλέψει όλα τα ωραία επίθετα, αλλά -κυρίως- γιατί η έλλειψη έμπνευσης ήταν πρωτόγνωρη γι΄αυτόν. Κάπου εκεί του ήρθε η ιδέα: Θα άπλωνε στο χαλί όλα τα επίθετα που ήξερε και θα διάλεγε μερικά στην τύχη!
Ξεκίνησε από το
Άλφα: Η βροχή έπεφτε αδυσώπητη. Η βροχή έπεφτε αβάσιμη. Αβαρής. Αβάσταχτη, αβυσσαλέα κι αγενής, άγρια, αγαθή, και λίγο αδιάκριτη. Ή μήπως αγγελόψυχη; Κανένα επίθετο δεν ήταν αρκετά καλό για τον Πάνως Κάππα.
Στο
Βήτα τα ίδια: Η βροχή έπεφτε βάναυση. Ή μήπως βάρβαρη; Η βροχή έπεφτε βαρύγδουπη και βαρυσήμαντη. Βραχνή και λίγο βεριτάμπλ.
Στο
Γάμμα δεν είχε καλύτερη τύχη: Η βροχή έπεφτε γάργαρη. Γλιστερή. Γοερή. Γλυκερή. Θα μπορούσε να έπεφτε γλυκόλαλη αλλά ο Πάνως Κάππα δεν ήταν απ΄αυτούς τους λαπάδες που σε ρίχνουν με φτηνούς συναισθηματισμούς.
Προχώρησε στο
Δέλτα. Εκεί η βροχή έπεφτε δαιμόνια. Η βροχή έπεφτε δειλή. Δεινή. Δεσποτική. Πάντως όχι διαμαντένια, ούτε διονυσιακή, ούτε καν δίκαιη. Και σίγουρα η βροχή δεν έπεφτε καθόλου δραματική.
Στο
Έψιλον οι επιλογές ήταν σαφώς περισσότερες: Η βροχή έπεφτε ελευθεριακή! Αυτό ναι, του άρεσε σίγουρα. Το σημείωσε σε ένα μικρό χαρτάκι και συνέχισε την εξερεύνηση. Η βροχή έπεφτε εγκάρδια. Η βροχή έπεφτε ειρηνευτική. Μήπως εκθεμελιωτική; Όχι! Ούτε εγκάρδια έπεφτε η βροχή, ούτε εκπληκτική, ούτε ελεητική.
Η βροχή ίσως να έπεφτε ζόρικη ή ζωηρή, ακόμα και ζωώδης ή ζωντανή, στην τελική ανάλυση γιατί να μην έπεφτε ζαβολιάρα ή ζαφειρένια; Τζίφος και το
Ζήτα.
Στο
Ήττα παρουσιάστηκαν κάποιες ευκαιρίες για τον Πάνως Κάππα, που σημείωσε ξανά στο μικρό του χαρτάκι: Η βροχή έπεφτε ηδυπαθής! Η βροχή έπεφτε ηδονική! Η βροχή έπεφτε ηλεκτρική! Τώρα κάτι πήγαινε να γίνει!
Στο
Θήτα τα πράγματα έγιναν ξανά πιο ζόρικα. Αν η βροχή έπρεπε σώνει και καλά να πέφτει κάπου εκεί γύρω, θα έπρεπε να πέφτει ή θαυματουργή ή θαρραλέα ή θεσπέσια, μπορεί και θεραπευτική. Σίγουρα δεν θα ήταν πολύ θεαματική ή θορυβώδης, γιατί τότε θα έκλεβε την παράσταση από το κείμενο του Πάνως Κάππα κι αυτό δεν ήταν καθόλου επιθυμητό.
Το
Γιώτα ξεπεράστηκε εύκολα, αφού η βροχή αποκλείεται να ήταν ιδιόρρυθμη, ικετευτική ή ιλιγγιώδης (θα μπορούσε βέβαια να είναι ιδιώνυμη, είπε μέσα από τα δόντια του ο Πάνως Κάππα, ενώ ο δείκτης του αριστερού του χεριού έκανε αμήχανους κύκλους στον αέρα, και συνέχισε την αλφάβητο).
Η βροχή σύμφωνα με το
Κάππα θα μπορούσε να πέφτει καθαρτική, αλλά αυτό θα ήταν πάρα πολύ προβλέψιμο, οπότε γρήγορα προσπεράστηκε. Η βροχή ίσως να έπεφτε καμαρωτή ή καταδεκτική, μιλάμε όμως για τον κόσμο του Πάνως Κάππα, οπότε η βροχή μάλλον θα ήταν καταγγελτική ή και καλορίζικη, ακόμα και καβαφική! (στο σημείο αυτό ακούστηκε ένα πονηρό γελάκι στο δωμάτιο).
Το
Λάμδα έδινε νέες ευκαιρίες στον ιστολόγο: Η βροχή θα μπορούσε να πέφτει λάγνα, λαίμαργη ή λαχταριστή, λεβέντικη, λεπτεπίλεπτη ή και λεία. Το πιθανότερο βέβαια ήταν η βροχή να έπεφτε λασπώδης. Τζίφος και πάλι!
Το γράμμα
Μι άρεσε στον Πάνως Κάππα, που όμως δεν κατάφερε να βρει ένα επίθετο αρκετά μεγαλειώδες για να περιγράψει τη βροχή: Εδώ η βροχή έπεφτε μακάρια και μαγική, μακρόθυμη, μαρτυρική, μάταιη και μεγαλόκαρδη. Α-χα! Μήπως μεγαλειώδης; Έβγαλε πάλι το χαρτάκι του ο Πάνως Κάππα.
Πριν το
Νι χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν για δουλειές, βαρετά πράγματα, βιάστηκε να το κλείσει πριν χαθεί η έμπνευση, τώρα πια έδινε σωστή μάχη με τις λέξεις. Η βροχή έπεφτε ναζιάρα! Πολύ καλό, αλλά ίσως το χρησιμοποιούσε σε κάποια άλλη ανάρτηση. Τώρα η βροχή έπρεπε να πέφτει κάπως νυσταγμένη ή κάπως ντροπαλή, νανουριστική, νοσταλγική ή ακόμα και νωχελική. Ο Πάνως Κάππα σημείωνε πια στο χαρτάκι του με ρυθμό καταιγιστικό.
Στο
Ξι το πράγμα χώλαινε και πάλι: Η βροχή έπεφτε ξέγνοιαστη. Η βροχή έπεφτε ξεδιάντροπη. Ξέφρενη. Ξέχειλη. Ακόμα και ξωτική.
Στο
Όμικρον τα πράγματα ήταν λίγο στενάχωρα γιατί η βροχή αναγκαστικά έπρεπε να πέφτει οδυνηρή, αν και σταδιακά θα γινόταν ονειρική ή ολόθυμη, πιο ευχάριστη τέλος πάντων, στην τελική ας έπεφτε οκνηρή ή ολιγόλεπτη.
Στο
Πι επικράτησε ένας πανικός, ένας πανζουρλισμός, μια πανδαισία, θα έλεγε κανείς, επιθέτων: Η βροχή τώρα πια έπεφτε παραισθητική. Η βροχή έπεφτε παλαβή. Η βροχή έπεφτε παντοδύναμη μαζί και παιχνιδιάρικη, πανώρια, παγανιστική.
Στο
Ρο τα ίδια: Η βροχή έπεφτε ραγδαία, ριζοσπαστική, ρωμαλέα, ράθυμη. Θα μπορούσε να έπεφτε και ριποειδής, όχι τώρα όμως, τώρα πια όλα ήταν ευχάριστα και ρυθμικά!
Λίγο πριν το
Σίγμα ο Πάνως Κάππα έπρεπε να επισκεφτεί την τουαλέτα. Η δύνη των λέξεων είχε αποσπάσει για τα καλά την προσοχή του από τις επιπτώσεις της κατανάλωσης απανωτών φλιτζανιών τσαγιού. Φυσικά, την ώρα της πράξης δεν σταμάτησε να σκέφτεται τρόπους να εμπλουτίσει το κείμενο του: Η βροχή έπεφτε σαρκαστική (καθόλου άσχημα!). Η βροχή έπεφτε σαδιστική (φοβερή μεταφορά!). Η βροχή έπεφτε σεντόρεια! Η βροχή έπεφτε σκανταλιάρα. Μπορεί και σαγηνευτική. Η βροχή τώρα πια ήταν συναρπαστική, συγκλονιστική, σαρωτική. Ίσως να ήταν και λίγο σπλαχνική, σίγουρα όμως όχι σκληρή, δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος ο Πάνως Κάππα.
Στο
Ταυ είχε ήδη επιστρέψει στο γραφείο του, είχε σύρει την καρέκλα κοντά και το πληκτρολόγιο είχε πάρει στην κυριολεξία φωτιά: Η βροχή τώρα πια έπεφτε τελεσίδικη. Η βροχή έπεφτε τερατώδης. Έπεφτε ταπεινή μαζί και τραυματική. Μπορεί να ήταν και τοξική, τώρα πια όμως κανείς δεν νοιαζόταν, ας ήταν και τρελή η βροχή, σε λίγο που θα τέλειωνε το κείμενο η βροχή θα ήταν πάνω απ’ όλα τονωτική.
Δεν έβλεπε πια την ώρα. Οι λέξεις ξεπηδούσαν απ’ το κεφάλι του Πάνως Κάππα υπερβατικά, έτσι που στο γράμμα
Ύψιλον η βροχή έπεφτε μαζί υγρή και υδαρής, υπαινικτική, υπαρξιστική, υπερκόσμια, υπερφίαλη, δεν είχε καμία σημασία πως έπεφτε η βροχή, ας έπεφτε και υγιεινή.
Ο Πάνως Κάππα βρισκόταν σε σωστή έκσταση. Στο
Φι τα πράγματα ήταν πανεύκολα, η βροχή θα έπεφτε φασαριόζα, πάει και τελείωσε. Αν είχε λίγο μεγαλύτερη ψυχραιμία, ίσως να σκεφτόταν πως η βροχή θα μπορούσε να πέφτει φανταχτερή ή φειδωλή, φιλεύσπλαχνη ή ακόμα και φάλτσα, ο ιστολόγος θα έκλεβε έτσι και τις εντυπώσεις, τώρα πια όμως τίποτα δεν είχε σημασία, το κείμενο ήταν σχεδόν έτοιμο, η βροχή ας έπεφτε όπως ήθελε να πέσει, ακόμα και φιλελεύθερη.
Με το
Χι τα πράγματα ήταν δύσκολα, η βροχή θα μπορούσε να πέφτει κάπως χαιρέκακη ή χυδαία, όμως ο Πάνως Κάππα ήθελε κάτι πιο χαριτωμένο για τη βροχή του, και γρήγορα έσβησε όλες τις λέξεις με μια γραμμή. Θα είχε ενδεχομένως κάποιο ενδιαφέρον αν η βροχή έπεφτε χλωμή ή χαώδης ή χειμαρρώδης, ο ιστολόγος όμως θα χαράμιζε άσκοπα μερικά επίθετα, έτσι προχώρησε γρήγορα παρακάτω.
Προσπέρασε γρήγορα και το
Ψι, όπου η βροχή αναγκαστικά έπεφτε ψαλμική και ψοφοδεής. Καλού κακού ο Πάνως Κάππα σημείωσε στο χαρτάκι του μερικά ακόμα επίθετα για μια ώρα ανάγκης, όπως: ψιθυριστή, ψυχοβλαβής, ψυχοπονιάρα, και έσπευσε να ολοκληρώσει την αλφάβητο για να πατήσει το κουμπί της δημοσίευσης.
Στο
Ωμέγα τα πράγματα ήταν αρκετά πιο εύκολα από ό,τι τα περίμενε. Εδώ η βροχή σίγουρα έπεφτε ωδική, θα μπορούσε ωστόσο να πέφτει και ωραιοπαθής. Αν βέβαια η βροχή έπεφτε ωκύπους ή ωκύπτερη θα ήταν ακόμα καλύτερα, όμως ο Πάνως Κάππα σκέφτηκε τους αναγνώστες του, που μπορεί να μην καταλάβαιναν τις δύσκολες λέξεις, έτσι η βροχή κατέληξε να πέφτει ωφέλιμη και ωχρή.
Κάπως έτσι πέρασε όλο του το πρωινό ο δαιμόνιος ιστολόγος Πάνως Κάππα, ώσπου στο τέλος ξεκίνησε να βρέχει στ΄αλήθεια κι έτρεξε στο παράθυρο να χαζέψει τη βροχή, που τελικά, όσο κι αν προσπάθησε να το αποφύγει, έπεφτε μανιασμένη κι ορμητική!