Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2022

Ιδού η Ρόδος, Ιδού και το Άλμα (πήδημα).

της Αναστασίας Τσουκαλά 
Από την Bibliotheque

[όλη η εισήγηση της Αναστασίας Tσουκαλά στην παρουσίαση – συζήτηση για τα Εξάρχεια στην Bibliotheque στις 2 Οκτωβρίου του 2022]

Τα Εξάρχεια είναι στον πληθυντικό. Πολύ σωστά. Υπάρχουν πολλά Εξάρχεια στα Εξάρχεια. Και υπάρχουν πολλές οπτικές γωνίες για να περιγράψω την πολυπλοκότητα των Εξαρχείων. Αρκούμαι να πω ότι τα Εξάρχεια είναι χώρος ζωής, εργασίας, ψυχαγωγίας, διανόησης, πολιτικής δράσης, και καταστολής. Αυτά τα πολυμορφικά, ενίοτε αντιθετικά, τα Εξάρχεια κινδυνεύουν να αλλοιωθούν ουσιαστικά, κι εμείς αντιδρούμε. Παρόλο που είναι το γνωστικό μου αντικείμενο, δεν θα μιλήσω ούτε για την πολιτική διαμαρτυρία ούτε για την καταστολή. Θα μιλήσω για κάτι που αφορά τους πάντες, και όχι μόνο στα Εξάρχεια. Θα μιλήσω για τη σχέση μας με τον δημόσιο χώρο.

Στο φαινομενικά απλό ερώτημα, Σε ποιον ανήκει ο δημόσιος χώρος; η απάντηση δεν είναι απλή. Η ερώτηση θα μπορούσε να ήταν, Σε ποιον ανήκει το Δημόσιο; Ή αλλιώς, Ποιος είναι το Δημόσιο; Κατά βάθος, ξέρουμε ότι το Δημόσιο είμαστε εμείς. Ο διαχωρισμός ιδιώτη-Δημόσιου είναι τεχνητός – μια νομική κατασκευή για προφανείς λόγους διαχείρισης των δημόσιων υποθέσεων. Ξέρουμε π.χ. ότι εμείς είμαστε οι εργοδότες της ΕΛ.ΑΣ, οι εργοδότες του Μαξίμου, οι εργοδότες του Δήμου Αθηναίων. Σε εμάς λογοδοτούν, εμείς ελέγχουμε. Το ότι στην ελληνική αστική δημοκρατία έχει καθιερωθεί να γίνεται ο έλεγχος μέσω ανεξάρτητων
Αρχών ή μέσω αντιπροσώπων στη Βουλή ή στα Δημοτικά συμβούλια δεν αποκλείει επ’ ουδενί πιο άμεσες μορφές ελέγχου, οι οποίες έχουν αναπτυχθεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όχι όμως εδώ.

Η απουσία άμεσων μορφών ελέγχου του Δημοσίου εκ μέρους των πολιτών σε συνδυασμό με την ενίοτε “χαλαρή” ή και αντικειμενικά αδύναμη άσκηση ελέγχου από τους αιρετούς, όταν αυτοί μειοψηφούν στη Βουλή ή στα Δημοτικά συμβούλια, έχει οδηγήσει σε μια ουσιαστική μετάλλαξη του δημόσιου χώρου σε χώρο περιορισμένης δημόσιας χρήσης ή σε τυπικά μόνο δημόσιο χώρο. 

Θα μιλήσω με παραδείγματα. Βάσει του νόμου, οι μόνιμες καλλιτεχνικές παρεμβάσεις στον δημόσιο χώρο γίνονται ύστερα από προκήρυξη διαγωνισμού αν η αξία του έργου υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο ποσό. Εάν είναι προσωρινές, γίνονται κατόπιν συνεννόησης με τις δημοτικές αρχές. Επομένως, τα αυθαίρετα γκράφιτι σε εγκαταλελειμμένα δημόσια κτήρια είναι παράνομα. Το αν είναι ή όχι παράνομα, θα το σχολιάσω σε λίγο. Προς το παρόν λέω ότι, εάν ισχύει αυτό, ισχύει και το ότι ο Δήμος Αθηναίων παρανόμησε επιβάλλοντας στο δημόσιο χώρο το γνωστό άγαλμα του Βαρώτσου, τον Δρομέα. Το έργο τοποθετήθηκε προσωρινά (για ένα μήνα) στην Ομόνοια το 1988, επί Έβερτ, στα πλαίσια της έκθεσης “Δρώμενα”. Παρέμεινε εκεί, εκτός νόμου, μέχρι το 1993 και, τελικά, μέσα από μια σειρά αφανών διαδικασιών, σίγουρα όμως όχι μέσω προκήρυξης διαγωνισμού, το 1994 τοποθετήθηκε μόνιμα απέναντι από το Χίλτον.

Τον Απρίλιο του 2022, ο τωρινός Δήμαρχος αποκάλεσε το γλυπτό “τοπόσημο”. Η απάλειψη της παρανομίας από τη συλλογική μνήμη επιτρέπει την περαιτέρω μετουσίωση της σε εμβληματικό στοιχείο της ταυτότητας της πόλης. Ενδιαφέρον. Παρεμφερούς φύσης είναι το ζήτημα των καταλήψεων σε εγκαταλελειμμένα δημόσια κτίρια. Διευκρινίζω ότι αναφέρομαι μόνο σε καταλήψεις με δημόσια κοινωνική/πολιτική δράση. Υπενθυμίζω ότι το δίκαιο μας αναγνωρίζει την αρχή της χρησικτησίας θεωρώντας ότι η ιδιωτική ακίνητη περιουσία δεν πρέπει να μένει αναξιοποίητη. 

Η έννοια της αξιοποίησης στην καπιταλιστική οικονομία είναι τόσο σημαντική που υπερισχύει ακόμα και της αρχής της ιδιοκτησίας, η οποία παραχωρείται τελικά στον μακροχρόνιο χρήστη. Υπενθυμίζω ότι η δημόσια ακίνητη περιουσία χτίζεται και συντηρείται με δικά μας χρήματα προκειμένου να εξυπηρετεί τις δικές μας ανάγκες. Όταν όμως αυτό παύει να ισχύει και δεν προβλέπεται μελλοντική αξιοποίηση της, πού βασίζεται η απαγόρευση προσωρινής αξιοποίησης της από τους πολίτες; Πουθενά. Η κατάληψη θα έπρεπε να απαγορεύεται μόνο αν τίθεται θέμα στατικής επάρκειας του κτιρίου ή αν οι καταληψίες δεν λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα πυρασφάλειας. Ουσιαστικά, η απαγόρευση βασίζεται σε μια αυθαίρετη αντίληψη ιδιοκτησίας της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, που απαγορεύει στους πολίτες να αξιοποιήσουν προς όφελος της κοινωνίας την εγκαταλελειμμένη περιουσία που δημιουργήθηκε με δικά τους χρήματα για να τους εξυπηρετεί. Η ίδια αυθαίρετη αντίληψη ιδιοκτησίας της δημόσιας ακίνητης περιουσίας απαγορεύει στους πολίτες να αξιοποιήσουν καλλιτεχνικά τα εγκαταλελειμμένα δημόσια κτίρια.

Πάμε στο επόμενο ερώτημα, 
Σε ποιον ανήκει η δημόσια γη; η απάντηση είναι ακόμα πιο σύνθετη. Παρακάμπτοντας το προφανές, ότι η γη ως πλανήτης δεν ανήκει σε κανέναν και ότι η ιδιοκτησία είναι νομική κατασκευή, θα πω πιο συμβατικά ότι η δημόσια γη ανήκει σε όλους μας. Για τους κυβερνώντες, είναι προφανές ότι η δημόσια γη ταυτίζεται με την πατρίδα, στην οποίαν ανήκουμε μέχρι θανάτου εν καιρώ πολέμου. Ανήκουμε μεν στην πατρίδα, αλλά η πατρίδα δεν μας ανήκει. Για την ακρίβεια, ανήκουμε στη φαντασιακή εικόνα της πατρίδας, αλλά η υπαρκτή έκφανση αυτής της εικόνας – δημόσια γη, δημόσια περιουσία, πολιτιστική κληρονομιά, κοκ – δεν μας ανήκει. Ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο είμαστε εμείς, εμείς όμως ως φαντασιακή εικόνα, χωρίς υπαρκτή υπόσταση. 

Σε αυτό το πολυεδρικό παιγνίδι μεταξύ φαντασιακού και πραγματικού, όπου η έννοια του ανήκειν δεν είναι αμφίδρομη, η συμμετοχή μας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για τη χρήση του δημόσιου χώρου εξαρτάται τελικά από τη δημοκρατική ευαισθησία, το ήθος και την εντιμότητα του εκάστοτε φορέα εξουσίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι βλέπουμε όλο και βιαιότερα να σχεδιάζεται η χρήση του δημόσιου χώρου ερήμην των πολιτών, ή και ενάντια στη βούληση τους, ως οι πολίτες να είναι παρείσακτοι, αν όχι παράσιτα, στον δημόσιο χώρο. Ακόμα κι αν ο άνωθεν σχεδιασμός ήταν εξαιρετικός, ο υποβιβασμός των πολιτών στο επίπεδο του ανώριμου ανήλικου, η απόρριψη της πολιτειακής τους θέσης και η περιφρόνηση της ανθρώπινης υπόστασης τους θα αρκούσαν για να προκαλέσουν αντιδράσεις. Είτε πρόκειται για την εκχώρηση παράκτιων περιοχών ή κορυφογραμμών σε επενδυτές, είτε πρόκειται για την αντισυνταγματική απαγόρευση της ελεύθερης κατασκήνωσης, είτε πρόκειται για την αναδιαμόρφωση του κέντρου της Αθήνας, το πολιτικό μήνυμα προς τους πολίτες είναι το ίδιο.

Εν προκειμένω, άσχετα από τα όποια οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά κίνητρα των κυβερνώντων, στον πυρήνα των σχεδιασμένων αλλαγών χρήσης του λόφου του Στρέφη και της πλατείας βρίσκεται η απόπειρα επιβολής και κανονικοποίησης της ρήξης της σχέσης Πολιτείας-πολίτη, η οποία ιδεατά βασίζεται στην έννοια του κυρίαρχου λαού. Η ρήξη αυτή είναι αλληλένδετη με μια σειρά παρεμφερών ρήξεων σε άλλα πεδία – από τις διαδηλώσεις μέχρι τα εργασιακά δικαιώματα – που, συνολικά, συμβάλλουν στη ραγδαία μετάλλαξη του πολιτεύματος της χώρας. Η επίκληση των θεμελιωδών αρχών λειτουργίας της αστικής δημοκρατίας προκαλεί όμως τη βίαιη καταστολή όσων διαμαρτύρονται. Οι κάτοικοι των Εξαρχείων, που διαμαρτύρονται επειδή διαγράφηκαν ως πολίτες, καταστέλλονται βίαια. Οι ένστολοι, που πληρώνονται από τους πολίτες, χτυπάνε τους πολίτες επειδή αυτοί διεκδικούν το δικαίωμα τού να είναι πολίτες. Ενδιαφέρον.

Είναι γεγονός ότι στις αντιδράσεις αυτές δεν συμμετέχουν όλοι οι κάτοικοι – όχι απαραίτητα λόγω αδιαφορίας, ούτε λόγω συμφωνίας με τις επικείμενες αλλαγές, αλλά λόγω απογοήτευσης από τη μακροχρόνια υποβάθμιση του λόφου του Στρέφη και της πλατείας. Σε όσους/ες προτάσσουν το επιχείρημα, Ο λόφος και η πλατεία είχαν γίνει χώροι ορατής παρανομίας, θα αντιτάξω το ερώτημα, Εάν ζητούσαμε από τη Δίωξη Ναρκωτικών μια εξήγηση για τη διαχρονική αδράνεια της, ποια θα ήταν άραγε η απάντηση; Ρητορική η ερώτηση, γνωρίζουμε την απάντηση. Σε κάθε περίπτωση, η πλατεία Ομονοίας αποδεικνύει σαφώς ότι ένας σταθμός μετρό μπορεί κάλλιστα να συνυπάρξει με πολλές μορφές ορατής παρανομίας.

Εδώ, υπεισέρχεται ένα άλλο ερώτημα: ποιοι είναι οι κάτοικοι; Ή μάλλον, κατά πόσο οι ψηφοφόροι του Δήμου Αθηναίων είναι όντως δημότες; Οι εκλογικοί κατάλογοι δεν έχουν εκκαθαριστεί, παρά τις εκάστοτε εξαγγελίες. Ποιος εκλέγει τον Δήμαρχο Αθηναίων; Ποιος αποφασίζει για τις δικές μας ζωές; Άγνωστο. Σίγουρα όχι μόνο εμείς, σίγουρα συμμετέχουν στην απόφαση άτομα που δεν έχουν δικαίωμα συμμετοχής, με την ανοχή, αν όχι άδηλη συναίνεση των πολιτικών ελίτ. Το δομικά νοθευμένο εκλογικό αποτέλεσμα αλληλεπιδρά με το δομικά στρεβλό νομικό πλαίσιο ορισμού της δημόσιας ιδιοκτησίας εις βάρος των πολιτών.

Δεδομένων όλων αυτών, στην πραγματικότητα οι σχεδιαζόμενες αλλαγές στο λόφο και την πλατεία κλιμακώνουν περαιτέρω την προϋπάρχουσα αποκοπή των πολιτών από τον δημόσιο χώρο, όχι πλέον στο όνομα μιας ιδιάζουσας νομικής αντίληψης της δημόσιας περιουσίας και δημόσιας γης, αλλά στο όνομα των συμφερόντων του ιδιωτικού τομέα και των εκάστοτε δημοτικών ή κυβερνητικών φορέων εξουσίας. Οι σχεδιαζόμενες αλλαγές όμως δεν είναι παρά η νιοστή κλιμάκωση μιας διεργασίας εν εξελίξει. Ο εξευγενισμός των Εξαρχείων είναι ορατός
εδώ και χρόνια και, λογικά, θα συνεχιστεί – με ή χωρίς μετρό. Το πρόβλημα ταλανίζει πολλές γειτονιές της Αθήνας και πολλές άλλες πόλεις. Μπορούμε να συσπειρωθούμε και να κινηθούμε συλλογικά ώστε να θέσουμε όρους στη λειτουργία της αγοράς; Αυτό θα απαιτούσε πολυεπίπεδες δράσεις χωρίς άμεσο αποτέλεσμα και, σε κάθε περίπτωση, με αβέβαιη έκβαση. Μπορούμε να τις αναλάβουμε;

Στο κινηματικό επίπεδο, θεωρώ ότι η διαγραφή του συμβολικά φορτισμένου χώρου της πλατείας, με αφορμή το μετρό, θα ικανοποιήσει ίσως κάποιους ιδεοληπτικούς κυβερνώντες, αλλά δεν θα έχει επίπτωση στην όποια πολιτική δράση.
Προσωπικά, δεν εξαρτώμαι από κανένα φαντασιακό, δεν έχω ανάγκη από σύμβολα για να δράσω – νομίζω ότι αυτό ισχύει για την πλειοψηφία μας. Ταυτόχρονα όμως, η διαγραφή της πλατείας ως χώρου πρασίνου, με τη συνεπαγόμενη υποβάθμιση της ποιότητας ζωής μας, δεν είναι τοπικό πρόβλημα. Αναφέρω ενδεικτικά το πάρκο Κύπρου και Πατησίων σε αντιδιαστολή με το πάρκο Ριζάρη. Και εδώ απαιτούνται πολυεπίπεδες δράσεις. Μπορούμε να τις αναλάβουμε;

Μπορούμε να αντιστρέψουμε τις λαμαρίνες και από εμπόδιο να τις κάνουμε εφαλτήριο; Μπορούμε να αντιστρέψουμε το οπτικό μήνυμα των σχεδίων στις λαμαρίνες, δείχνοντας ότι η ισχύς δεν είναι στον καλοσχεδιασμένο δυναμικό αρουραίο του εργοταξίου, αλλά στην πρόχειρα σχεδιασμένη μπλε πολυκατοικία- σύμβολο της τοπικής διανόησης και στο αιωρούμενο προς αφαίρεση κοντέινερ- σύμβολο της τοπικής πολιτικής δράσης; Εάν ναι, τότε οι λαμαρίνες θα μας έχουν ωθήσει σε νέα αντίληψη της συλλογικής δράσης, εγγράφοντας μας πληρέστερα στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το άλμα.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ διαχειριστή του blog
Τονίσαμε τα πιο ουσιαστικά και βαθύτερα μηνύματα της εισήγησης που απογυμνώνουν τον λόγο και τα επιχειρήματα μερικών εγκάθετων των μικροκομματιδίων.