Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Αναπαραγωγή: Πέρα από την εργοστασιακή έρημο (αναδημοσίευση)



Αναδημοσιεύουμε ένα σημαντικό άρθρο για τη Στέγη,το χώρο, την κατοικία και τις Κοινωνικές σχέσεις που απορρέουν από τις κυρίαρχες πολιτικές γύρω από το θέμα του χώρου και τηα στέγασης.

Από εφημερίδα Δράση

Του Neil Gray*

Ζητήματα χώρου. 
Όπως ο Henri Lefebvre παρατήρησε κάποτε, έχουμε περάσει από την παραγωγή πραγμάτων στο χώρο, στην παραγωγή του ίδιου του χώρου. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '60, ο Lefebvre υποστήριξε ότι η αστικοποίηση υποκαθιστούσε τη βιομηχανοποίηση στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, και ότι η χωρική παραγωγή ήταν το προνομιακό πεδίο της αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Έτσι, υποστήριξε: «...υπάρχει μια πολιτική του χώρου, γιατί ο χώρος είναι πολιτικός». Το θεμελιώδες ερώτημα που έθεσε ο Lefebvre στο βιβλίο «Η επιβίωση του καπιταλισμού» (1973) εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα: πώς ο καπιταλισμός επιβιώνει και συνεχίζει να παράγει νέους καπιταλιστικούς χώρους; Η απάντησή του: «...ο καπιταλισμός ήταν σε θέση να αμβλύνει (αν όχι να επιλύει) τις εσωτερικές αντιφάσεις του για έναν αιώνα, και ως εκ τούτου, για εκατό χρόνια από τη συγγραφή του ''Κεφαλαίου'', κατόρθωσε να επιτυγχάνει ''ανάπτυξη''. Δεν μπορούμε να υπολογίσουμε με ποιο τίμημα, αλλά ξέρουμε με ποια μέσα: καταλαμβάνοντας χώρο, παράγοντας χώρο».

Πίσω από την «κριτική της καθημερινής ζωής» του Lefebvre είναι μια κριτική στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων εντός του καπιταλισμού και μια έντονη αντικαπιταλιστική απόρριψη της επιβολής των σχέσεων της αγοράς στον καθημερινό χώρο και στις αναπαραγωγικές σχέσεις. Δεν πρόκειται για ανορθολογικό φόβο «επένδυσης» σε αστικά περιβάλλοντα, αλλά για την κατανόησή της ως μια μορφή ιδιωτικοποίησης και περίφραξης που μειώνει την κοινωνική στέγαση και τον κοινωνικό χώρο, μέσω «μικτής ανάπτυξης»· αυξάνει τα ενοίκια και τις τιμές των κατοικιών· εκτοπίζει τους κατοίκους της εργατικής τάξης και θεσπίζει νέες μορφές αδιαφανούς δημόσιας-ιδιωτικής διακυβέρνησης. Η «ανάπλαση» είναι απλώς «ζαχαρωμένος» εξευγενισμός. Η παραγωγή του αστικού χώρου βασίζεται κυρίως στην ενοικίαση-απόσπαση, που σημαίνει ότι οποιεσδήποτε «βελτιώσεις» εύκολα αντισταθμίζονται από τον εξουθενωτικό μηχανισμό του ενοικίου (και της απόρροιάς του: του χρέους). Ο φαινομενικά αλλόκοτος, σχεδόν τυχαίος, εξευγενισμός των γειτονιών που η Ruth Glass περιέγραψε (εσφαλμένα) στα μέσα της δεκαετίας του '60, είναι πλέον ρητή παγκόσμια αστική στρατηγική· κεντρική κινητήρια δύναμη της αστικής οικονομικής επέκτασης. Μια βιαστική ματιά σε οποιοδήποτε αστικό κέντρο στη Βρετανία αποκαλύπτει την αισθητική φτώχεια και την ενσωματωμένη ανισότητα αυτού του «οράματος» - και το τίμημα του χρέους που πληρώνουμε γι 'αυτό.

Η ανταλλακτική αξία εκτοπίζει την αξία χρήσης στη νεοφιλελεύθερη πόλη (πόσο μάλλον τη μη ανταλλακτική "αξία" της αχρηστίας). Αν αυτό ήταν αλήθεια στον καιρό του Lefebvre, είναι περισσότερο από ποτέ εμφανής ως υλική πραγματικότητα που απαιτεί μια οργανωμένη αντίδραση σε όλη την ευρεία έκταση της αναπαραγωγής (όλων των διαδικασιών που απαιτούνται για την αναπαραγωγή μας ως ανθρώπινα όντα, περιλαμβανομένων υπηρεσιών όπως η στέγαση, η εκπαίδευση κ.λπ.). Ωστόσο, οι αγώνες στο πεδίο της αναπαραγωγής θεωρούνται ακόμη, σε μεγάλο βαθμό, ως δευτερεύοντες σε σχέση με τους αγώνες στο χώρο εργασίας, και η «πολιτική του χώρου» μένει ακόμη να ληφθεί σοβαρά υπόψη.

Η ενοικίαση τα καταβροχθίζει όλα
Ο David Harvey έχει δείξει πως τα μεγάλης κλίμακας έργα αστικών υποδομών (π.χ., το Παρίσι της περιόδου Haussman, η σχεδιασμένη από τον Robert Moses μεταπολεμική προαστιοποίηση στις ΗΠΑ, η σύγχρονη Κίνα) παρέχουν μια ισχυρή «χωρική αποτύπωση» για τη βύθιση του πλεονάσματος κέρδους του κεφαλαίου, ιδιαίτερα σε περιόδους υπερσυσσώρευσης και ύφεσης. Για τον Harvey, η «μοναδική αρχή» πίσω από την αστική παραγωγή είναι το τεράστιο κέρδος των γαιοκτημόνων από τις αυξήσεις των τιμών της γης και την αύξηση των ενοικίων. Ο Harvey υποστηρίζει ότι η δύναμη των ιδιοκτητών της γης και των φυσικών πόρων έχει υποτιμηθεί πολύ ως λύση στο «πρόβλημα» του πλεονάσματος κεφαλαίου, και η ενοικίαση πρέπει να έρθει στο προσκήνιο της ανάλυσης αντί να αντιμετωπίζεται ως μια παράγωγη κατηγορία.

Το έργο του Michael Hudson για την «εισοδηματική οικονομία» κάνει ακριβώς αυτό. Ο Hudson δίνει έμφαση στην οικονομική πρόσοδο: «το κέρδος που αντλεί κάποιος απλώς από την ιδιοκτησία σε κάτι». Πρόκειται για μια «υπεραξία» που «κερδίζει στον ύπνο του». Η οικονομική πρόσοδος μπορεί να λάβει τη μορφή τελών αδειοδότησης, τόκων από αποταμιεύσεις, μερισμάτων από μετοχές, ή κεφαλαιακών κερδών από την πώληση ακινήτων ή γαιών, αλλά κατά κύριο λόγο προέρχεται από τη στέγαση και την ιδιοκτησία. Η χρηματιστηριακή αγορά, υποστηρίζει, είναι σε μεγάλο βαθμό κερδοσκοπική δραστηριότητα, καθώς οι εταιρείες κάνουν επιδρομή για τη γη ή άλλα περιουσιακά εισοδήματα. Όπως υπογραμμίζει ο Hudson: «η ακίνητη περιουσία παραμένει το μεγαλύτερο περιουσιακό στοιχείο της οικονομίας, και περαιτέρω ανάλυση καθιστά σαφές ότι η γη λογαριάζεται στο μεγαλύτερο μέρος των κερδών στην αποτίμηση της ακίνητης περιουσίας».

Τα εισοδήματα από ενοικίαση είναι ένα μη παραγωγικό «δωρεάν γεύμα» που έχει κλαπεί από την οικονομία στο σύνολό της, αναγκάζοντας ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό των μισθών να δαπανάται για ενοικίαση στέγης και βασική κοινωνική διαβίωση, και στερώντας τα κοινωνικά παραγωγικά μέσα: «Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των εσόδων δεν έχουν δαπανηθεί για την επέκταση των μέσων παραγωγής ή την αύξηση του βιοτικού επιπέδου. Είναι ήδη επανεπενδυμένα στην αγορά ακινήτων και χρηματοοικονομικών εγγυήσεων - νομικά δικαιώματα και αξιώσεις πληρωμής που προέρχονται από την οικονομία στο σύνολό της». Εδώ βρίσκεται η συμβίωση χρηματικής οικονομίας, ιδιοκτησίας και μονοπωλίου. Η φούσκα των ακινήτων, και η χρηματοπιστωτική κρίση στην οποία καταβυθίζεται, είναι σε μεγάλο βαθμό ένα οικονομικό φαινόμενο που γεννήθηκε από αυτή τη μορφή κοινωνικής επιδρομής.

Όπως δείχνει πειστικά ο Hudson, το πλέγμα χρηματιστικοποίησης/αστικοποίησης έχει οδηγήσει αναπόφευκτα προς «το νέο δρόμο προς τη δουλοπαροικία». Όμως, η έκκλησή του για μια «καλή» (Φορντική-Κεϋνσιανή) παραγωγή συγκαλύπτει το γεγονός ότι συνολικά η παραγωγή υπό τις καπιταλιστικές σχέσεις είναι σύμφυτη με την εκμετάλλευση. Αντίθετα, η σύλληψη του Lefebvre για την εδαφική «αυτοδιαχείριση» (γενικευμένη αυτοδιεύθυνση) προτείνει μια ευρεία και συνεχή επίθεση κατά των καπιταλιστικών σχέσεων: «ανατρέποντας κυρίαρχους χώρους, τοποθετώντας την οικειοποίηση πάνω από την κατοχή, την αξίωση πάνω από τη διαταγή, και τη χρήση πάνω από την ανταλλαγή». Αλλά υπάρχουν λίγα εμπειρικά ίχνη της μορφής και του περιεχομένου της εδαφικής αυτοδιαχείρισης - θα πρέπει να στραφούμε προς την Ιταλία κατά τη δεκαετία του '70 για να δούμε το αστικό πεδίο να έρχεται στο προσκήνιο ως σαφής αρένα της πολιτικής οργάνωσης.

Νέα κοινωνικά ζητήματα
Ενώ ο αυτόνομος και μετα-αυτόνομος μαρξισμός συνδέεται συχνά με τον «εργάτη-μάζα» των εργοστασιακών αγώνων, ή το «κογκνιταριάτο» των αγώνων στους τομείς της επικοινωνίας, προτείνω εδώ ότι οι αγώνες στην αναπαραγωγική σφαίρα (το «κοινωνικό εργοστάσιο») στο πλαίσιο του αυτόνομου μαρξισμού από τις αρχές έως τα μέσα της δεκαετίας του '70, ήταν εξαιρετικά προφητικοί για τη συνθήκη του «μετα-φορντισμού» (τουλάχιστον στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες). Ως εκ τούτου, παρέχουν συμπαγή υποδείγματα που μπορούν να προσανατολίσουν επωφελώς τους αγώνες του παρόντος.

Στο πλαίσιο των κινημάτων του «Εργαστηρίου Ιταλία», ο ρόλος των γυναικών ήταν υψίστης σημασίας. Οι Mariarosa Dalla Costa και Selma James (1972) διάνοιξαν νέα εδάφη αγώνα, αναγνωρίζοντας ότι οι γυναίκες καθημερινά παράγουν και αναπαράγουν το εργατικό δυναμικό. Ωστόσο, όταν εξετάζονταν οι γυναικείες οικιακές εργασίες, «η εργασία τους φαινόταν να είναι μια προσωπική υπηρεσία εκτός κεφαλαίου». Η απλήρωτη αναπαραγωγική εργασία των γυναικών παρέμενε «κρυμμένη», διότι μόνο το προϊόν της αναπαραγωγικής εργασίας -ο άνδρας εργάτης- ήταν ορατό στη μισθωτή σχέση. Η γυναίκα παρέμενε εγκλωβισμένη εντός των προ-καπιταλιστικών συνθηκών εργασίας: «γεννώντας, μεγαλώνοντας, πειθαρχώντας και συντηρώντας τον εργάτη για την παραγωγή». Η αναπαραγωγή είναι παραγωγή αξίας, ισχυρίστηκαν, αλλά εμφανίζεται διαφορετικά.

Αυτή η κατανόηση του έμφυλου καταμερισμού της εργασίας μέσω του μισθού, οδήγησε το ιταλικό φεμινιστικό κίνημα σε σύγκρουση με το ορθόδοξο εργατικό κίνημα. Όταν οι φεμινίστριες έθεσαν το ζήτημα της οικιακής εργασίας, τα συνδικάτα αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν ότι ως οργανώσεις ασχολήθηκαν «(α) μόνο με το εργοστάσιο· (β) μόνο με τη μετρημένη και «έμμισθη» ημέρα εργασίας·(γ) μόνο με το μέρος των μισθών που δίδεται σε εμάς και όχι με το μέρος των μισθών που παίρνεται πίσω, όπως είναι ο πληθωρισμός». Ωστόσο, με την αναπαραγωγή να νοείται ως «η άλλη, κρυμμένη, πηγή της υπερεργασίας», η αναπαραγωγική εργασία μπορούσε πλέον να θεωρηθεί ως μέρος του ευρύτερου «κοινωνικού εργοστασίου», «όπου το κόστος και ο χαρακτήρας των μεταφορών, της στέγασης, της εκπαίδευσης, της αστυνομίας, είναι όλα σημεία του αγώνα». Οι αγώνες στους τομείς της αναπαραγωγής απέκτησαν, έτσι, θεωρητικούς λόγους ισχύος: με το σπίτι αναδιαρθρωμένο ως το κέντρο της κοινωνικής ανατροπής, νέες αυτόνομες προοπτικές για οργάνωση διανοίχτηκαν.

Η αυτόνομη ομάδα Lotta Continua υποστήριξε ότι τα κέρδη των εργαζομένων στο επίπεδο της παραγωγής αντισταθμίζονταν από τον πληθωρισμό και την κερδοσκοπία στο επίπεδο της κατανάλωσης. Έτσι, ο αγώνας πήγε πέρα από τους τοίχους του εργοστασίου: νέες μορφές τακτικής και αυτο-οργάνωσης απαιτούνταν όπως απεργίες ενοικίου, καταλήψεις και μαζικές εγκαταστάσεις, όπως τεκμηριώνεται στην έκδοση της Lotta Continua «Αναλάβετε την πόλη – Κοινοτικοί αγώνες στην Ιταλία» (1973). Ο Bruno Ramirez, εν τω μεταξύ, επισήμανε πως η ταξική σύγκρουση είχε επεκταθεί άμεσα στο σύνολο της κοινωνικής κατανάλωσης, μέσω της πρακτικής της «αυτο-μείωσης»: «την άρνηση συμμόρφωσης με τις αυξήσεις των τιμών των βασικών υπηρεσιών». Η αυτο-μείωση σύντομα εξαπλώθηκε πέραν του ενοικίου και σε άλλους τομείς της κοινωνικής κατανάλωσης, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων μεταφορών, της ηλεκτρικής ενέργειας και της θέρμανσης, ως μέρος αυτού που ο Ραμίρεζ κατανοούσε ως «έναν αγώνα για την επανοικειοποίηση του κοινωνικού πλούτου που παράγει η εργατική τάξη αλλά δεν πληρώνεται από το κεφάλαιο».

Η άποψη της παραδοσιακής Αριστεράς ότι οι αγώνες στους τομείς της αναπαραγωγής είναι απλώς υποστηρικτικοί των αγώνων στους χώρους εργασίας ήταν, και είναι, λανθασμένη: ο αγώνας για τη μείωση του κόστους των οικογενειακών καταναλωτικών αναγκών είναι ζωτικής σημασίας για την υπεράσπιση των μισθών. Για τους Eddy Cherki και Michel Wieviorka (σχολιάζοντας τα κινήματα αυτομείωσης της δεκαετίας του 1970), κατά τη διάρκεια μιας περιόδου υπερπαραγωγής, η ανεργία ή η απειλή της ανεργίας γίνεται πιο δύσκολο να προκαλέσει απεργίες, άρνηση ρύθμισης των ρυθμών δουλειάς και αγώνα ενάντια στην αύξηση της παραγωγικότητας. Η διατήρηση των θέσεων εργασίας και η υπεράσπιση των μισθών γίνεται η κύρια ώθηση των αγώνων στους χώρους εργασίας (δείτε την οπισθοδρομική εκστρατεία για άνευ όρων «δικαίωμα στην εργασία» σήμερα). Αλλά η επίθεση μέσω μειώσεων των κοινωνικών παροχών και υψηλού πληθωρισμού (αυξήσεις στα τρόφιμα και στην ενέργεια, κλπ) στους μισθούς των εργαζομένων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με επιτυχία μόνο από τις δράσεις στο χώρο εργασίας. Για να προστατεύσουμε την απειλούμενη αγοραστική δυνατότητα χρειάζεται να αγωνιστούμε στον τομέα της κατανάλωσης.

Όπως υποστήριξε ο Sergio Bologna, ομάδες όπως η Lotta Continua, οργανώνοντας την «ανακατάληψη των κέντρων της πόλης», αντιδρούσαν στο «σχεδιασμό της πόλης ως χώρου παρέμβασης στην ταξική δυναμική». Οι τακτικές που περιγράφονται παραπάνω ήταν μια προσπάθεια για προχώρημα πέρα από το ανέμισμα της σημαίας για την «εργατική τάξη», προκειμένου να κατανοηθεί η μεταβαλλόμενη πραγματικότητα των κεφαλαιακών σχέσεων. Πράγματι, η σχέση μεταξύ κερδοσκοπίας, αστικοποίησης, εισοδηματικής οικονομίας και χρέους, που ο Bologna σημείωσε το 1977, είναι τώρα πιο σαφής από ποτέ. Ωστόσο, οι κατάλληλες για την αμφισβήτηση αυτού του σφετερισμού οργανωτικές μορφές δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί πλήρως ως έκφραση των κοινών συμφερόντων και της αισθητής κατάστασης των εργαζομένων και μη εργαζομένων.

Πέρα από την καπιταλιστική κυριαρχία
Το «δικαίωμα στην πόλη» συνήθως προτείνεται ως σύνθημα εργασίας και πολιτικό ιδεώδες για μια πολιτική για την πόλη, που πρέπει να έρθει. Ωστόσο, το «αναλάβετε την πόλη» προτείνει αντ' αυτού μια πολιτική η οποία τοποθετεί την απευθείας οικειοποίηση των κοινωνικών πόρων στον άμεσο ορίζοντα χωρίς να περιμένει την άδεια από ένα κράτος που θα απονείμει αυτό ως «δικαίωμα». Μιλώντας ειδικότερα για τον τόπο που ζω, την κατάληψη «Free Hetherington» στο πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, «η μακροβιότερη κατάληψη φοιτητών στην ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου», συνδυάζει την άμεση δημοκρατία και τις τακτικές άμεσης δράσης με παραδοσιακά αιτήματα για να διασφαλίσει ότι οι περικοπές από τη διοίκηση θα αποφευχθούν σε μεγάλο βαθμό. Αλλά ενώ, αφενός, η κατάληψη Free Hetherington λειτούργησε σε συμβολικό επίπεδο, από την άλλη πλευρά, επίσης, προχώρησε ακόμη περισσότερο: τοποθετήθηκε σε μια αυτο-ανακλαστική, στρατηγική θέση εντός της Πανεπιστημιούπολης, βασισμένη πάνω στην προηγούμενη οργάνωση της πανεπιστημιούπολης, προκάλεσε διαταραχή, και έθεσε στην αλυσίδα νέες κοινωνικές σχέσεις μέσω της σύστασής της ως κοινωνικού χώρου, όπως και ως οργανωτικού κόμβου.

Σε αντίθεση, το «κίνημα» Occupy Glasgow φαίνεται να λειτουργεί μέσω ενός είδους μηχανικού φορμαλισμού, δανειζόμενο τη γλώσσα της πλατείας Ταχρίρ και της Wall Street, αλλά παραλείποντας τον ειδικό ρόλο του στον τόπο της Γλασκόβης. Η βαρετή επανάληψη του συνθήματος «είμαστε το 99%» αγνοεί την απο-σύνθεση της αντίστασης που βασίζεται ακριβώς στην κατάτμηση της εργασίας· την κατά ειδίκευση διαίρεση της εργασίας (παραγωγική και αναπαραγωγική· έμφυλη και φυλετική)· την επιβολή σύνθετων ιεραρχιών μέσω διαχειριστικών γραφειοκρατιών· καθώς επίσης και την ηγεμονική νίκη του νεοφιλελευθερισμού ως ψευδο-συλλογικό πρόγραμμα. Πέρα από την «τυραννία της αμορφίας», ο στόχος είναι να βρεθούν και να αξιοποιηθούν νέες μορφές ανασύνθεσης, όπως αυτές που οδήγησαν από το ιταλικό φεμινιστικό κίνημα σε ευρύτερες μορφές εδαφικής κοινοτικής δράσης με βάση τις νέες αντιλήψεις της αναπαραγωγικής εργασίας και του «κοινωνικού εργοστασίου». Η ελπίδα μόνο δεν είναι επαρκής για ένα τέτοιο έργο: θα πρέπει να οικοδομηθούν στους αγώνες που απεικονίζουν τις σημερινές υλικές συνθήκες -όπως η στέγαση, το ενοίκιο και το χρέος- και όχι στις «νεφελώδεις περιοχές του πνεύματος».

Ενώ το Occupy Glasgow προτείνει μια εδαφική σύλληψη του χώρου, ο χώρος παραμένει πραγμοποιημένος στο συμβολικό επίπεδο. Ο καπιταλισμός δεν είναι ένα «πράγμα», και το χρηματιστικό κεφάλαιο είναι μια πτυχή μόνο ενός ευρύτερου συνόλου εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων. Άνθρωποι όπως ο Harvey και ο Hudson έχουν δείξει πολύ καλά τη συμβίωση μεταξύ χρηματικής οικονομίας και αστικοποίησης: πέρα από πραγμοποιημένη αφαίρεση, η κεφαλαιακή σχέση αντικρίζεται άμεσα στο έδαφος της καθημερινής αναπαραγωγής. Μια σειρά σημαντικών αγώνων στους τομείς αναπαραγωγής έλαβαν χώρα πρόσφατα στη Γλασκώβη (καταλήψεις σχολείων και πανεπιστημίων, εκστρατείες εναντίον κατασκευής αυτοκινητόδρομων, συγκρούσεις για δημόσιους χώρους, μάχες γύρω από κοινοτικές και ψυχαγωγικές υπηρεσίες, τη στέγαση και την κοινωνική πρόνοια), όμως οι θεωρητικές επιπτώσεις από τις δραστηριότητες αυτές μένει ακόμη να διευκρινισθούν για περαιτέρω πράξη. Ωστόσο, με την αναπαραγωγή στο προσκήνιο ως βασική κατηγορία υπάρχει η δυνατότητα για μια ακόμη πιο εκτεταμένη χωρική αμφισβήτηση που αντιμετωπίζει άμεσα το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση, και τοποθετεί την πολιτική και την πάλη στην καρδιά της καθημερινής ζωής.

Μετάφραση: Δ.Κ
* Ο Neil Gray είναι σκηνοθέτης, συγγραφέας και ερευνητής.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο 14ο τεύχος του Shift Magazine

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Τζήμερος: Σωτηρία ξανά



Τον Ιούλιο του 2011 ένας νεόκοπος σωτήρας της χώρας, ο Τζήμερος, διαβλέποντας μέλλον δωσίλογου λαμπρόν εκμεταλλέυτηκε την ευκαιρία της πολιτικής χρεωκοπίας του εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ και θέλησε να μπεί σφήνα και υποκατάστατο χρεωκοπημένων μνημονιακών κομμάτων και κομματιδίων σαν κάτι το νέο και δήθεν άφθαρτο. Φυσικά κατέφυγε στους συμμάχους του και πολιτικούς του μέντορες στην Ευρώπη αρχικά και βλέπουμε, στέλνοντας στην Μέρκελ την πιο κάτω επιστολή. Θέλοντας έτσι να εγγράψει υποθήκες για μια πολιτική αναρρίχηση στο μπλοκ των μνημονιακών δυνάμεων τις οποίες και ως τις εκλογές της 6ης Μάη κεραυνοβολούσε ως διεφθαρμένς και παληά υλικά. Αμέσωε μετά δε συμμάχησε με αυτές και διεκδικεί μερίδιο της εξουσίας.
Διαφημιστής, με πελάτες τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρίες οι οποίες ως γνωστόν οργίαζαν και οργιάζουν επί δεκαετίες στο χώρο της υγείας, στελέχωσε το κόμμα του Δημιουργία ξανά με όλα τα κοράκια της αγοράς, με κάθε ευρωλιγούρη γιάπη, δήθεν επιτυχημένους στο χώρο τους. Πολλοί από αυτούς είναι μέλη σωματείων και συλλόγων   στυλ ΙΟΕΒΕ (Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών), Σύλλογος ελλήνων φορολογουμένων, ΣΕΒ, ή μεγαλοστελέχη ιδιωτικών εταιριών. Από τον κατάλογο των υποψηφίων του στις εκλογές της 6ης Μάη μπορούμε να διακρίνουμε το όνομα του Αναστασίου Γιόβα, μέλους του Δ.Σ. του συλλόγου ελλήνων φορολογουμένων ο οποίος σύλλογος συνδέεται άμεσα με εργολάβο διακοπών ρεύματος (βλέπε εδώ).

Ιδού η δωσίλογη επιστολή του Τζήμερου προς την …εξοχοτάτη Μέρκελ!

Πρώτα, ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:

'Εξοχότατη,
αν ήμουν στη θέση σας θα έλεγα «να πάει στο διάολο αυτή η απαίσια χώρα». Εμείς, οι σκεπτόμενοι και αξιοπρεπείς Έλληνες σάς είμαστε ευγνώμονες που δεν έχετε πάρει (ακόμα) αυτή τη θέση και εξακολουθείτε να μας στηρίζετε. Αλλά για να μπορέσουμε να σας το ανταποδώσουμε και να ξεπληρώσουμε το χρέος που συσσώρευσαν η ανικανότητα και οι μίζες των πολιτικών μας, σας παρακαλούμε: υποχρεώστε τους σε ένα και μόνο πράγμα: να αλλάξουν το κράτος-τέρας που δημιούργησαν. Να καταργήσουν την μονιμότητα της κομματικής τους πελατείας που έχουν διορίσει με απίστευτους μισθούς και προνόμια (θα γνωρίζετε υποθέτω για το «επίδομα έγκαιρης προσέλευσης» που έπαιρνε όποιος απλώς πήγαινε στην ώρα του στη δουλειά του!). Να υποχρεωθούν να εφαρμόσουν κανόνες οικονομικής διαφάνειας στα ίδια τα κόμματα και σε κάθε συναλλαγή του Δημοσίου. Αν δεν τους υποχρεώσετε δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνουν μόνοι τους! Μην τους δώσετε ούτε ένα ευρώ παραπάνω, χωρίς αυτή την προϋπόθεση, θα σας το κλέψουν!'

Και ολόκληρη η επιστολή εδώ

Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Χάρντ και Χόλογουεη: Δημιουργώντας κοινό πλούτο και διαρρηγνύοντας τον καπιταλισμό - Μια διασταυρούμενη ανάγνωση

Αναδημοσίευση από Εφημερίδα Δράση
(Μέρος Ι)

Στο πρώτο μέρος της αλληλογραφίας τους, ο John Holloway και ο Michael Hardt συζητούν κάποια κοινά θέματα που έχουν προκύψει από τα πιο πρόσφατα βιβλία τους, τα οποία άπτονται της οργάνωσης, της δημοκρατίας και των θεσμών.



Ιούλιος 2010
Αγαπητέ John,
Κάτι που μου αρέσει στο «Crack Capitalism»i, το οποίο είναι κοινό και στο «Change the World Without Taking Power»ii, είναι ότι η επιχειρηματολογία του ιχνηλατεί τη γενεαλογία της εξέγερσης. Με άλλα λόγια, ξεκινάς με την αγανάκτηση, την οργή, το θυμό που οι άνθρωποι αισθάνονται, αλλά δεν σταματάς εκεί. Η επιχειρηματολογία σου οδηγεί την εξέγερση τόσο προς τη δημιουργική πρακτική όσο και προς τη θεωρητική έρευνα.

Από τη μία πλευρά, αν και η άρνηση είναι ουσιώδης, ίσως ακόμη και πρωταρχική στην επιχειρηματολογία σου, ιδιαίτερα η ρήξη ή η έξοδος από τις καπιταλιστικές κοινωνικές μορφές, κάθε καταστροφική δύναμη πρέπει να συνοδεύεται από μια δημιουργική, κάθε προσπάθεια να γκρεμίσουμε τον κόσμο γύρω μας πρέπει να αποσκοπεί, επίσης, στη δημιουργία ενός νέου. Επιπλέον, αυτές οι δύο διαδικασίες, η καταστροφική και η εποικοδομητική, δεν μπορούν να διαχωριστούν, αλλά είναι εντελώς ενσωματωμένες ή συνυφασμένες μεταξύ τους. Αυτός είναι ο λόγος, όπως λες, που δεν έχει νόημα να αναβάλουμε τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας μέχρι την πλήρη κατάρρευση ή κατεδάφιση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αντίθετα πρέπει να αγωνιστούμε τώρα να δημιουργήσουμε μια νέα κοινωνία μέσα στο κέλυφος της παλαιάς ή, μάλλον, στις ρωγμές της, στα διάκενά της.

Από την άλλη πλευρά, καταδεικνύεις πως η εξέγερση πρέπει να οδηγήσει όχι μόνο σε πρακτική αλλά και σε θεωρητική καινοτομία. Παρότι το βιβλίο σου αρχίζει παρουσιάζοντας συναισθηματικές καταστάσεις και περιπτώσεις πρακτικών αντίστασης, η κεντρική επιχειρηματολογία περιλαμβάνει μια εννοιολογική διερεύνηση, πολύ σημαντική κατά τη γνώμη μου, σχετικά με το ρόλο και τις δυνατότητες των παραγωγικών ικανοτήτων μας στην καπιταλιστική κοινωνία. Δε θέλω να θέσω ένα διαχωρισμό εδώ μεταξύ πρακτικής και θεωρίας. Στην πραγματικότητα, η επιχειρηματολογία σου προϋποθέτει ότι είναι πλήρως ενσωματωμένες ή συνυφασμένες. Για να αλλάξουμε τον κόσμο, πρέπει όχι μόνο να δράσουμε με διαφορετικό τρόπο, αλλά και να σκεφτούμε διαφορετικά, κάτι που απαιτεί να εργαστούμε πάνω στις έννοιες και μερικές φορές να επινοήσουμε νέες έννοιες.

Η κεντρική επιχειρηματολογία του βιβλίου, η οποία διακρίνει το πράττειν από την εργασία και προσδιορίζει την αφαίρεση ως πρωταρχική δύναμη της καπιταλιστικής κυριαρχίας, μου φαίνεται βαθιά μαρξιστική. Μπορεί να φαίνεται παράδοξο να το λέω αυτό, επειδή αντιπαραθέτεις προσεκτικά την επιχειρηματολογία σου με την ορθόδοξη μαρξιστική παράδοση, τοποθετούμενος σε σχέση με τα γραπτά του ίδιου του Μαρξ, μερικές φορές διευκρινίζοντας τι όντως λέει και αποδεικνύοντας πως αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ορθόδοξη μαρξιστική παράδοση, και άλλες φορές προχωρώντας πέρα από τον Μαρξ. Παρόλο που η επιχειρηματολογία σου βρίσκεται πράγματι σε αντίθεση με την ορθόδοξη μαρξιστική παράδοση, διαβάζοντας τον Μαρξ ενάντια στο μαρξισμό και προχωρώντας πέρα από τον Μαρξ τοποθετείσαι στέρεα στο πλαίσιο (ή, ίσως καλύτερα, σε διάλογο) ενός ισχυρού ρεύματος αποκαλούμενου ετερόδοξη μαρξιστική παράδοση που έχει δραστηριοποιηθεί από το 1960. Αυτό είναι σαφώς εμφανές, για παράδειγμα, στο πλαίσιο του ισχυρισμού, κεντρικού στην επιχειρηματολογία σου σε αυτό το βιβλίο, ότι το πέρασμα προς την ελευθερία δεν έγκειται στην απελευθέρωση της εργασίας, όπως υποστήριξε η μαρξιστική ορθοδοξία και η σοβιετική ιδεολογία, αλλά στην απελευθέρωση από την εργασία. Βλέπω αυτό ως βασικό σύνθημα ή αρχή αυτής της ετερόδοξης παράδοσης.

Αυτό που προκύπτει για μένα είναι ότι ενώ τη δεκαετία του 1970 ο ορθόδοξος μαρξισμός ήταν όντως κυρίαρχος, ενισχυμένος από τους ιδεολόγους των διάφορων επίσημων κομμουνιστικών κομμάτων, σήμερα αυτή η γραμμή ερμηνείας είναι σχεδόν τελείως αναξιόπιστη. Αντίθετα, η μαρξιστική θεωρία σήμερα χαρακτηρίζεται κυρίως, κατά την άποψή μου, από αυτό που κάποτε ήταν η ετερόδοξη γραμμή, στης οποίας την ανάπτυξη συνέβαλες μαζί με τους συναδέλφους σου στη Διάσκεψη των Σοσιαλιστών Οικονομολόγων και σε συνεργασία με παρόμοιες τάσεις στην Ιταλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Αυτό είναι καλό και κάνει τη μαρξιστική θεωρία σήμερα περισσότερο ενδιαφέρουσα και επίκαιρη.

Δε θέλω με αυτό να σε χαλιναγωγήσω εντός του μαρξισμού. Όπως και εσένα, λίγο με νοιάζει για το αν το έργο μου αποκαλείται μαρξιστικό ή όχι. Συχνά βρίσκω ότι μαρξιστές με κατηγορούν ότι δεν είμαι αρκετά μαρξιστής και μη-μαρξιστές ότι είμαι πάρα πολύ μαρξιστής. Τίποτε από αυτά δεν έχει σημασία για μένα. Αυτό που είναι σημαντικό, όμως, είναι το πόσο χρήσιμο βρίσκω το διάβασμα του έργου του Μαρξ και πόσο χρήσιμο είναι επίσης για σένα σε αυτό το βιβλίο.

Μια βαθιά και σημαντική αντήχηση της επιχειρηματολογίας σου σε αυτό το βιβλίο, που είναι κοινή με τα γραπτά του Μαρξ, βρίσκεται στην αναγνώριση της εργασίας (ή της ανθρώπινης παραγωγικής ικανότητας) ως τόπο τόσο της εκμετάλλευσής μας όσο και της δύναμής μας. Ορίζεις αυτή τη δυαδικότητα διακρίνοντας την εργασία (την οποία προσδιορίζεις ως παραγωγή σε ένα καθεστώς καπιταλιστικής αφαίρεσης) από το πράττειν (το οποίο μου φαίνεται παρόμοιο με την έννοια του Μαρξ «ζωντανή εργασία»). Από τη μία πλευρά, το κεφάλαιο χρειάζεται τις παραγωγικές ικανότητές μας και δεν θα μπορούσε να υπάρξει και να αναπαραχθεί χωρίς αυτές. Το κεφάλαιο, με άλλα λόγια, δεν μας καταπιέζει ή κυριαρχεί πάνω μας μόνο, αλλά μας εκμεταλλεύεται, κάτι που σημαίνει ότι πρέπει συνεχώς να προσπαθεί να εξημερώνει και να διοικεί τις παραγωγικές δυνάμεις μας μέσα στο περιορισμένο πλαίσιο του κοινωνικού συστήματός του. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία σου, αυτό επιτυγχάνεται κατά κύριο λόγο μέσω των διαδικασιών της αφαίρεσης. Από την άλλη πλευρά, οι παραγωγικές ικανότητές μας πάντα υπερβαίνουν το κεφάλαιο και είναι δυνητικά αυτόνομες από αυτό. Αυτή η ασυμμετρία είναι ζωτικής σημασίας: ενώ το κεφάλαιο δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς την εργασία μας, οι παραγωγικές ικανότητές μας μπορούν δυνητικά να υπάρχουν και να ευδοκιμούν χωρίς την καπιταλιστική οργάνωση. Πράγματι, όπως καταδεικνύεις, υπάρχουν πάντοτε αναρίθμητα παραδείγματα της παραγωγικής αυτονομίας μας μέσα στις ρωγμές ή τα διάκενα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτά είναι εξαιρετικά σημαντικά, αλλά δεν αρκούν. Το σχέδιό σου είναι η δημιουργία εναλλακτικών κοινωνικών δικτύων αυτόνομης παραγωγικής συνεργασίας που μπορούν, όπως είπα και προηγουμένως, να οικοδομήσουν μια κοινωνία της ελευθερίας μέσα από την καπιταλιστική κοινωνία.

Όπως διάβασα το «Crack Capitalism», μου φάνηκε ότι, ενώ το «Change the World» υιοθέτησε και επέκτεινε το σχέδιο για την κατάργηση του κράτους, ακόμη και την κατάργησή του στο μυαλό και τις πρακτικές μας, αυτό το βιβλίο λειτουργεί μέσω του σχεδίου της άρνησης της εργασίας – με την αντίληψη ότι κάθε εξέγερση ενάντια στο καπιταλιστικό καθεστώς εργασίας είναι επίσης, κατ' ανάγκη, ανάπτυξη των δικών μας αυτόνομων δυνατοτήτων του πράττειν, ότι η καταστροφή της κοινωνίας της εργασίας συνοδεύεται από τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας που βασίζεται σε μια διαφορετική αντίληψη της παραγωγής και της παραγωγικότητας.

Αυτό με οδηγεί σε μια πρώτη, αρχική ερώτηση. Γνωρίζουμε ότι το καπιταλιστικό καθεστώς εργασίας έχει εξαιρετικά ανεπτυγμένα συστήματα κοινωνικής οργάνωσης και συνεργασίας, τα οποία λειτουργούν μέσω της πειθαρχίας και του ελέγχου. Τα αναλύεις αυτά κατά κύριο λόγο μέσα από το πρίσμα της αφαίρεσης. Τα δεσπόζοντα εργατικά κινήματα, κυρίως τα βιομηχανικά συνδικάτα, έχουν επίσης αναπτύξει μορφές οργάνωσης και πειθαρχίας σε ένα είδος αντίπαλου δέους, αλλά, σύμφωνα με την ανάλυσή σου, κι αυτά, όπως και το καπιταλιστικό καθεστώς, είναι αφιερωμένα στην οργάνωση της αφηρημένης εργασίας. Νομίζω ότι καταλαβαίνω αυτή την κριτική και συμφωνώ με αυτή σε μεγάλο βαθμό, με την αίρεση, όπως λες, επικαλούμενος το εξαιρετικό βιβλίο του Karl Heinz Roth που εκδόθηκε το 1970, ότι πάντοτε υπάρχει επίσης ένα «άλλο» εργατικό κίνημα. Το ερώτημά μου, λοιπόν, είναι πώς μπορεί οι αυτόνομες παραγωγικές πρακτικές μας, το πράττειν μας, να οργανωθούν και να διατηρηθούν ως εναλλακτικές κοινωνικές μορφές; Νομίζω ότι θα συμφωνείς πως τα σχήματα συνεργασίας και συντονισμού μεταξύ των πρακτικών του πράττειν μας δεν είναι αυθόρμητα, αλλά πρέπει να οργανωθούν. Θα ήθελα να προσθέσω ότι πρέπει να δημιουργήσουμε θεσμούς κοινωνικής συνεργασίας, και θα μπορούσες να συμφωνήσεις με αυτό επίσης, εφόσον εξηγώ ότι με τον όρο θεσμούς εδώ δεν εννοώ μια γραφειοκρατική δομή, αλλά μάλλον, όπως οι ανθρωπολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο, μια επαναλαμβανόμενη κοινωνική πρακτική, μια συνήθεια, που δομεί τις κοινωνικές σχέσεις. Τι θεσμούς έχουμε ήδη που εκπληρώνουν αυτόν το ρόλο και τι μπορούμε να αναπτύξουμε; Και, πιο συγκεκριμένα, ποια σχέση μπορεί να έχει αυτό με τις συνδικαλιστικές παραδόσεις; Το ζήτημα εδώ, φυσικά, δεν είναι να απορρίψουμε πλήρως τις παραδοσιακές οργανώσεις των εργατικών κινημάτων, αλλά, από ορισμένες απόψεις, να τις επεκτείνουμε και να τις μετασχηματίσουμε. Εδώ θα ήθελα να διερευνήσω τις καινοτομίες στη σύγχρονη οργάνωση της εργασίας που δείχνουν προς την κατεύθυνση της επιχειρηματολογίας σου. Μπορούμε να φανταστούμε στη θέση ενός παραδοσιακού εργατικού κινήματος μια ένωση ή συνδικάτο των πραττόντων ή, καλύτερα, έναν κοινωνικό θεσμό του πράττειν; Ποιοι θα ήταν οι μηχανισμοί της κοινωνικής συνεργασίας και οι δομές της οργάνωσης; Δεν είμαι σίγουρος ότι έχεις τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, και δεν υποκρίνομαι, αλλά νομίζω ότι έχεις μερικούς τρόπους σκέψης για το πώς μπορούμε να αναπτύξουμε τις δομές και τους θεσμούς της κοινωνίας του πράττειν και αυτό είναι που θα ήθελα καταρχάς να κατευθύνει το διάλογό μας.
Ευχές,
Michael

*****

Δεκέμβριος 2010
Αγαπητέ Michael,
Σε ευχαριστώ πολύ για τα σχόλιά σου και για τη χροιά τους που μου φαίνεται σωστή: ισχυρή αίσθηση των κοινών ανησυχιών και κατευθύνσεών μας και επιθυμία να προχωρήσουμε μπροστά μέσω της εξερεύνησης των διαφορών μας. Αυτό αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό αυτό που ένιωσα καθώς διάβαζα το «Commonwealth»iii: μια αίσθηση πολύ στενής εγγύτητας των ανησυχιών σου με τις δικές μου, ένα συναίσθημα ότι περπατάμε χέρι-χέρι, μερικές φορές πολύ κοντά, μερικές φορές τραβώντας προς διαφορετικές κατευθύνσεις, παράγοντας μια ακολουθία τρανταγμάτων θαυμασμού, ενθουσιασμού και αγανάκτησης.

Το ερώτημα που θέτεις στο τέλος της επιστολής σου είναι πολύ σωστό γιατί πέφτει κατευθείαν πάνω σε μία από τις κυριότερες ανησυχίες μου κατά την ανάγνωση του «Commonwealth»: το θέμα των θεσμών, το οποίο εσύ και ο Toni τονίζετε πολύ και το οποίο αναπτύσσεις ιδιαίτερα στο τελευταίο μέρος του βιβλίου.

Η έγνοια όλων μας, νομίζω, είναι η ίδια, αλλά η απάντηση που δίνουμε είναι μάλλον διαφορετική. Η ανησυχία που μοιραζόμαστε είναι: πώς μπορούμε να προχωρήσουμε μετά τις εκρήξεις της οργής; Το Αργεντινάσο πριν από σχεδόν δέκα χρόνια, όταν οι άνθρωποι στους δρόμους της Αργεντινής ανέτρεψαν τον έναν μετά τον άλλον πρόεδρο, με την ηχηρή κραυγή του «que se vayan todos» («να φύγουν όλοι»)· το κίνημα της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης και οι μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στις συνόδους κορυφής στο Σιάτλ, το Κανκούν, τη Γένοβα, το Γκλένιγκλς, το Ροστόκ και αλλού· οι εκρήξεις οργής κατά τον τελευταίο χρόνο σε Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία, Ιρλανδία, και τώρα που γράφω, στην Τυνησία, την Αίγυπτο, την Αλγερία. Σπουδαία. Επευφημούμε, χοροπηδάμε με ενθουσιασμό. Αλλά έπειτα τι; Πώς συνεχίζουμε; Και οι δύο συμφωνούμε ότι η οργή δεν επαρκεί, ότι πρέπει να υπάρξει μια θετική στιγμή. Και οι δύο συμφωνούμε ότι η απάντηση δεν είναι να οικοδομήσουμε το κόμμα και να κερδίσουμε τις επόμενες εκλογές ή να πάρουμε τον έλεγχο του κράτους. Αλλά, αν όχι αυτό, τότε τι; Η απάντηση που δίνεις είναι «Θεσμοποίηση. Δημιουργία θεσμικών οργάνων που θα δώσουν διάρκεια στα επιτεύγματα του κύματος της εξέγερσης». Και θέλω να πω «όχι, όχι, όχι, δεν είναι αυτός ο σωστός δρόμος, αυτό είναι μια επικίνδυνη πρόταση».

Δεν θέλω, βεβαίως, να παρωδήσω αυτό που λες, γιατί υπάρχει μεγάλη φροντίδα και οξύνοια στην επιχειρηματολογία σου. Στην επιστολή σου λες: «Θα ήθελα να προσθέσω ότι πρέπει να δημιουργήσουμε θεσμούς κοινωνικής συνεργασίας, και θα μπορούσες να συμφωνήσεις με αυτό επίσης, εφόσον εξηγώ ότι με τον όρο θεσμούς εδώ δεν εννοώ μια γραφειοκρατική δομή, αλλά μάλλον, όπως οι ανθρωπολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο, μια επαναλαμβανόμενη κοινωνική πρακτική, μια συνήθεια, που δομεί τις κοινωνικές σχέσεις». Αλλά όχι, δεν συμφωνώ με αυτό, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η ευρεία αντίληψή σου για τους θεσμούς.

Γιατί δεν συμφωνώ; Πρώτον, επειδή αν και υποστηρίζεις μια ευρεία κατανόηση της θεσμοποίησης, ανοίγεις μια πόρτα ώστε η διάκριση μεταξύ των δύο εννοιών να γίνει ασαφής. Η επαναλαμβανόμενη κοινωνική πρακτική ολισθαίνει εύκολα σε μια γραφειοκρατική δομή και, εκτός εάν δημιουργήσεις μια πολύ σαφή διάκριση μεταξύ των δύο (με τη χρήση διαφορετικών λέξεων, για παράδειγμα), υπάρχει ο κίνδυνος να νομιμοποιήσεις αυτή την ολίσθηση. Στο βιβλίο, η διάκριση είναι σαφής κάποιες φορές, αλλά κάποιες άλλες φαίνεται να εξατμίζεται, όπως στην πρόταση, στη σελίδα 380, που προκαλεί έκπληξη και αμηχανία, ότι ο ΟΗΕ θα μπορούσε να παρέχει ένα παγκόσμιο εγγυημένο εισόδημα (ο νους παγώνει). Η θεσμοποίηση οδηγεί εύκολα σε κρατοκεντρικές πολιτικές - πώς αλλιώς θα μπορούσες ακόμη και να φανταστείς την επίτευξη μιας τέτοιας εγγύησης του ΟΗΕ;

Δεύτερον, διαφωνώ διότι θεσμοποίηση σημαίνει πάντα να προβάλλεις το παρόν στο μέλλον. Ακόμη και με την πλαδαρή έννοια μιας επαναλαμβανόμενης κοινωνικής πρακτικής, δημιουργεί την προσδοκία πως οι νέοι θα πρέπει να συμπεριφέρονται όπως οι γονείς τους (ή τα μεγαλύτερα αδέλφια τους). Αλλά όχι, δεν θα έπρεπε. «Αυτός δεν είναι ο σωστός τρόπος, πρέπει να κάνετε αυτό» είπαν οι βετεράνοι του 1968 στους φοιτητές, στη μεγάλη απεργία της UNAM το 2000, αλλά ευτυχώς (ή όχι) οι φοιτητές δεν έδωσαν καμία προσοχή. Η θεσμοποίηση είναι πάντα μια καθαγίαση της παράδοσης, έτσι δεν είναι; Και αυτό που έγραφε ο Toni χρόνια πριν ότι η παράδοση είναι εχθρός της ταξικής πάλης; Δεν θυμάμαι ακριβώς πού, αλλά θυμάμαι ότι η σκέψη αυτή ήταν θαυμάσια.

Τρίτον, η θεσμοποίηση δεν λειτουργεί, ή τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που υπάρχει πρόθεση να λειτουργήσει. Υπάρχει μια ροή αγώνα, μια κοινωνική ροή εξέγερσης (όπως ο φίλος μου Sergio Tischler το τοποθετεί) που δεν μπορεί να ελεγχθεί και που επανειλημμένα σαρώνει θεσμούς που έχουν επινοηθεί για να τη διοχετεύσουν σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η αίσθησή μου είναι ότι δίνεις πολύ μεγάλο βάρος στους θεσμούς, στην αντίληψή σου για την κοινωνία. Μπορεί η αγάπη να θεσμοποιηθεί; Συμφωνώ απόλυτα με την τολμηρή αντίληψή σου για την επαναστατική δύναμη της αγάπης, αλλά τότε πρέπει να αναρωτηθείς, μπορεί η αγάπη να θεσμοποιηθεί; Σίγουρα όχι. Ακόμη κι αν λέμε ότι δεν μιλάμε για μια σύμβαση γάμου, αλλά απλώς για «μια επαναλαμβανόμενη κοινωνική πρακτική, μια συνήθεια», η εμπειρία όλων μας πιθανώς είναι ότι η αγάπη συνεχώς συγκρούεται με τη συνήθεια. Η αγάπη μπορεί να επιβιώσει στο πλαίσιο της επαναλαμβανόμενης κοινωνικής πρακτικής, αλλά μόνο αν κινείται συνεχώς εντός-ενάντια-και-πέρα από αυτήν.

Σκεφτείτε το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, τον κύριο θεσμό που έχει προκύψει από το κίνημα της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης. Δεν είμαι ιδιαίτερα αντίθετος με αυτό και νομίζω ότι μπορεί να προσφέρει ένα χρήσιμο και ευχάριστο χώρο συνάντησης, αλλά, σε αντίθεση με τις προθέσεις των περισσότερων συμμετεχόντων, τείνει να προωθήσει μια γραφειοκρατικοποίηση του κινήματος και σίγουρα δεν είναι το κλειδί για την επανάσταση.

Θεσμοποίηση (ευρεία ή στενή) σημαίνει προσπάθεια να τεθεί η ζωή πάνω σε σιδηροτροχιές ή σε λεωφόρους, ενώ εξέγερση είναι η συνεχής προσπάθεια για διάρρηξή τους, η ανακάλυψη νέων τρόπων να κάνουμε πράγματα. Η πρόταση για τη δημιουργία θεσμών, όπως το βλέπω εγώ, λέει ότι οι παλιοί δρόμοι για επανάσταση δεν λειτουργούν πλέον και πρέπει να δημιουργήσουμε νέους δρόμους για εκείνους που μας ακολουθούν, για να περπατήσουμε μαζί. Αλλά σίγουρα δεν είναι έτσι: η επανάσταση είναι πάντα μια διαδικασία δημιουργίας των δικών μας διαδρομών. Το «Se hace el camino al andar» («δημιουργούμε το δρόμο περπατώντας») αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της επαναστατικής διαδικασίας. Βλέπω την ίδια την ιδέα της θεσμοποίησης ως μια πτυχή της οργάνωσης της ανθρώπινης δραστηριότητας ως αφηρημένη εργασία, ακριβώς ό,τι αντιπαλεύουμε.

«Πάρα πολύ εύκολο», μπορείς να πεις και ασφαλώς θα είχες δίκιο. Δεν χρειάζεται κάποια μορφή κοινωνικής οργάνωσης; Βεβαίως, αλλά οι δικές μας μορφές οργάνωσης, οι μορφές οργάνωσης που δείχνουν προς μια διαφορετική κοινωνία, δεν μπορεί να θεωρούνται σταθερές. Έχουμε ιδέες και αρχές και εμπειρίες και κατευθύνσεις που είναι περισσότερο ή λιγότερο κοινές στα κινήματα ενάντια στον καπιταλισμό, αλλά δεδομένου ότι εμείς οι ίδιοι, οι πρακτικές και οι ιδέες μας είναι τόσο σημαδεμένες από την κοινωνία ενάντια στην οποία αγωνιζόμαστε, οι μορφές οργάνωσης δεν μπορεί παρά να είναι πειραματικές, μια διαδικασία κίνησης μέσω δοκιμών και λαθών και αναστοχασμού.

Αλλά δεν χρειάζεται μια συνάντηση των ρωγμών; Ναι, και νομίζω ότι αυτό είναι ένα θέμα που δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς στο βιβλίο μου. Θα ήθελα να αναπτύξω περαιτέρω σε κάποιο σημείο το θέμα της συμβολής των ρωγμών, τόσο όσον αφορά το οραματικό φώτισμα των πυρκαγιών όσο και την πρακτική οργάνωση της συνεργασίας. Αλλά δύο πράγματα. Πιστεύω ότι ο θεσμικός τρόπος σκέψης είναι πιθανώς ένα εμπόδιο για να δούμε την πρακτική και τις δυνατότητες αυτής της συμβολής. Και δεύτερον, είναι σημαντικό να σκεφτούμε τη συμβολή ως μια διαρκώς πειραματική κίνηση από το συγκεκριμένο, όχι μια χαρτογράφηση του μέλλοντος που κινείται από την ολότητα, όπως νομίζω ότι είναι η τάση στο βιβλίο σου. Είμαστε στις ρωγμές και ωθούμε από εκεί. Το πρόβλημά μας είναι να διαρρήξουμε και να κινηθούμε παραπέρα, όχι να ανεγείρουμε ένα εναλλακτικό σύστημα διακυβέρνησης. Μπορούμε να προσπαθήσουμε να ακολουθούμε τις πρακτικές των υπαρχόντων κινημάτων, κριτικάροντάς τα και βλέποντας πώς η συμβολή επιτυγχάνεται ή όχι, αλλά δεν μπορούμε να θεσπίσουμε ένα μοντέλο για το μέλλον.

Η αξιοπρέπεια είναι ένας γρήγορος χορός, δείχνω στο βιβλίο. Αλλά η αμφιβολία που προκύπτει είναι ότι ίσως δεν είμαστε σε θέση για τέτοια ευκινησία. Ίσως είμαστε ικανοί μόνο για να κινούμαστε πιο αργά. Ίσως χρειαζόμαστε θεσμούς σαν πατερίτσες, έτσι ώστε να μπορούμε να στερεώνουμε κάθε βήμα που κάνουμε. Πιθανόν να είναι έτσι, αλλά ακόμη και τότε η μάθηση του περπατήματος είναι το πέταμα της πατερίτσας. Προδίδουμε τους εαυτούς μας αν δεν συνδέσουμε την ανατροπή με τη θεσμοποίηση. Αν πρέπει να θεσμοποιήσουμε, τότε θα πρέπει να ανατρέψουμε τους δικούς μας θεσμούς ταυτόχρονα. Αυτό είναι παρόμοιο με το ζήτημα της ταυτοποίησης. Στο «Change the World» δέχομαι ότι μπορεί μερικές φορές να είναι σημαντικό να επιβεβαιώσουμε την ταυτότητά μας, αλλά μόνο αν την ανατρέψουμε ή προχωρήσουμε πέρα από αυτήν ταυτόχρονα, και αυτό που εσύ και ο Toni λέτε στη δική σας συζήτηση περί ταυτότητας είναι παρόμοιο. Θεσμοποιώ-και-ανατρέπω, λοιπόν, είναι μια διατύπωση που θα έβρισκα πιο ελκυστική, αλλά και πάλι δεν μου αρέσει. Η θεσμοθέτηση μπορεί να είναι αναπόφευκτη μερικές φορές, αλλά στην ένταση μεταξύ θεσμοθέτησης και ανατροπής έχουμε ήδη λάβει θέση. Η σκέψη είναι ανατροπή. Σκέφτομαι σημαίνει προχωράω παραπέρα, όπως λέει ο Ernst Bloch - τον οποίο αναφέρεις πολλές φορές στο βιβλίο, αλλά ο Toni αλλού χαρακτηρίζει, ασυγχώρητα, ως αστικό φιλόσοφο (Antonio Negri, «Time for Revolution», 2003, σ.. 109).

Η δημοσίευση, φυσικά, είναι μια μορφή θεσμοποίησης και συμμετέχω ενεργά σε αυτήν. Δημοσιεύοντας τα επιχειρήματά μου, τους δίνω στερεότητα. Αλλά ίσως αυτή η ανταλλαγή επιστολών αποτελεί μια προσπάθεια των δυο μας να ανατρέψουμε αυτή τη θεσμικότητα: ο σκοπός δεν είναι να υπερασπιστούμε τις θέσεις που έχουμε λάβει, αλλά να προκαλέσουμε ο ένας τον άλλον για να προχωρήσουμε πέρα από όσα έχουμε ήδη γράψει.

Και στη συνέχεια, ένα αναπόφευκτο θέμα, αν μιλάμε για θεσμούς: τι μπορώ να πω για τον τίτλο του τελευταίου κεφαλαίου σου - «Κυβερνώντας την Επανάσταση»; Ένα τρομακτικό οξύμωρο; Μια σκληρή αυθάδης πρόκληση; Ή μήπως είναι μια σοβαρή πρόταση; Στο βαθμό που φαίνεται να είναι μια σοβαρή πρόταση, σίγουρα με προκαλεί και με τρομάζει. Αυτό που με αναστατώνει είναι ότι η φράση υποδηλώνει ένα διαχωρισμό μεταξύ διακυβέρνησης και επανάστασης, ενώ για μένα επανάσταση είναι η κατάργηση αυτού του διαχωρισμού. Το «κυβερνώντας την επανάσταση» αμέσως με κάνει να αναρωτηθώ ποιος, ποιος πρόκειται να την κυβερνήσει; Ακριβώς όπως η δήλωσή σου στη σελ. 377 ότι «οι άνθρωποι είναι εκπαιδεύσιμοι» με τρομάζει επίσης, για το ποιος πρόκειται να κάνει την εκπαίδευση; Ποιος θα κυβερνήσει την επανάσταση, ποιος θα εκπαιδεύσει τους ανθρώπους; Εάν λες ότι μιλάμε για αυτο-κυβέρνηση, τότε εντάξει, αλλά γιατί δεν μιλάμε τότε για τις οργανωτικές μορφές της αυτοδιάθεσης, κατανοώντας ότι αυτοδιάθεση σημαίνει μια διαδικασία αυτο-εκπαίδευσης, αυτο-μεταμόρφωσης; Αλλά αν αναδιατυπώσουμε το ζήτημα έτσι, τότε αμέσως πρέπει να πούμε ότι οι οργανωτικές μορφές της αυτοδιάθεσης είναι αυτο-καθορισμός και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεσμοποιηθεί.

Επίτρεψέ μου να ανοίξω ένα δεύτερο μέτωπο ανησυχίας. Δημοκρατία. Θέτεις στο κέντρο της συζήτησης για την επανάσταση την πάλη για τη δημοκρατία. Η κατάργηση του καπιταλισμού μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, κατά κάποιον τρόπο, και αυτό με μπερδεύει. Διατυπώνεις την επιχειρηματολογία στο κεφάλαιο 5.3 όσον αφορά ένα πρόγραμμα για τη σωτηρία του κεφαλαίου και στη συνέχεια λες ότι δεν είναι ότι έχεις εγκαταλείψει την ιδέα της επανάστασης, αλλά ότι επεξεργάζεσαι μια διαφορετική αντίληψη της μετάβασης. Δεν έχω ξεκαθαρίσει τι εννοείς με αυτή τη διαφορετική αντίληψη της μετάβασης. Ακούγεται σχεδόν σαν ένα πρόγραμμα μεταβατικών διεκδικήσεων, ένα σχέδιο επίτευξης της αντι-καπιταλιστικής επανάστασης μέσω του αγώνα για μια δημοκρατία που ξέρουμε (αλλά δεν λέγεται ανοιχτά) ότι είναι ασυμβίβαστη με τον καπιταλισμό. Ο κίνδυνος είναι ότι όσο περισσότερο μιλάς για δημοκρατία και λιγότερο για τον καπιταλισμό, τόσο περισσότερο το συνολικό ζήτημα της επανάστασης ξεθωριάζει. Μου φαίνεται πολύ πιο απλό να ξεκινήσεις αντίστροφα, λέγοντας: ο καπιταλισμός είναι μια καταστροφή, πώς μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτόν;

Η επιστολή αυτή είναι υπερβολικά μεγάλη. Υπαιτιότητά σου, φυσικά, λόγω της συγγραφής ενός τέτοιου διεγερτικού βιβλίου. Περιμένω τις απαντήσεις σου.
Τις καλύτερες ευχές μου,
John

---------------
1). John Holloway, Ρωγμές στον καπιταλισμό, μετάφραση Άννα Χόλογουεη, εκδόσεις Σαββάλας, 2011
2). John Holloway, Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, μετάφραση Άννα Χόλογουεη, εκδόσεις Σαββάλας, 2006
iiiMichael Hardt – Toni Negri, Commonwealth, Harvard Univercity Press, 2009

Ο John Holloway είναι καθηγητής στο Instituto de Ciencias Sociales y Humanidades του Benemerita Universidad Autonoma de Puebla στο Μεξικό.

Ο Michael Hardt είναι καθηγητής Λογοτεχνίας στο Duke University, στις ΗΠΑ, και έχει δημοσιεύσει πολλά βιβλία, συμπεριλαμβανομένων των «Empire» και «Commonwealth», μαζί με τον Antonio Negri.

Μετάφραση: Κ.Χ.
Πηγή: Shift Magazine, τεύχος 14

Επαναστατικοποιώντας την παραγωγή, για την ανθρωπότητα και τον πλανήτη (αναδημοσίευση)


Δημοσιεύτηκε στο Kasama on April 24 του Mike Ely, μετάφραση Κώστας Μπατής


Δημοσιεύτηκε στο Kasama on April 24 του Mike Ely, μετάφραση Κώστας Μπατής
Σημείωση: Ο Mike Ely είναι ο ιδρυτής και συντάκτης του Kasama Project, μια ιστοσελίδα και δίκτυο αφιερωμένη στη δημιουργία ενός κομμουνιστικού κινήματος στις ΗΠΑ. Τα περισσότερα μέλη του προέρχονται από το Μαοϊκό κίνημα, αλλά η συζήτηση είναι αρκετά ανοικτή σε όλους, χωρίς τους δικούς μας εγχώριους σεχταρισμούς. Διαφωνώ με κάποια σημεία, αλλά θεώρησα ότι άξιζε να μεταφραστεί κυρίως λόγο των θεμάτων που θίγει.

Υπάρχει μια γόνιμη αντιπαράθεση στο Kasama μεταξύ τωνKeith and Stephanie, στην οποία δεν θα αναφερθώ, αλλά θα απαντήσω στα θέματα που τέθηκαν. Θεωρώ ότι υπάρχουν κάποιες αντιφάσεις στην θεωρία μας, και στις επιλογές που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα σήμερα. Ένας ορίζοντας πέρα από την λιτότητα και την ανισότητα.
Πρώτον: Οι άνθρωποι υποφέρουν, δυστυχώς, από την φτώχεια και την ανισότητα. Είναι άσχημο να είσαι φτωχός. Βλέπουμε τα παιδιά μας να πεινούν και να πεθαίνουν από την πείνα ακόμη και μπροστά στα μάτια μας - νεογέννητα να πεθαίνουν από αφυδάτωση λόγο μολυσμένου νερού. Βλέπουμε ένα κόσμο αγαθών, ανακαλύψεων και ταξιδιών, και την ίδια στιγμή (λόγω τεράστιας φτώχιας) σε αδιέξοδη, επαναλαμβανόμενη, κακοπληρωμένη εργασία, που είναι εξωφρενικό - ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη ότι για δισεκατομμύρια ανθρώπους δεν υπάρχει διέξοδος.
Δεύτερoν: Η σύγχρονη παραγωγή επιτρέπει (για πρώτη φορά στην ιστορία) μια κοινωνία αφθονίας για όλους. Στο παρελθόν η φτώχεια και η πείνα ήταν αποτέλεσμα της αδυναμίας της ανθρωπότητας να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την φύση - μια περιορισμένη ικανότητα να θριαμβεύσει πάνω σε ένα βραχώδες έδαφος, σε ένα καταστροφικό τυφώνα, μια λοίμωξη, ή ξηρασία.

Σήμερα όμως, η συνεχής ύπαρξη της πείνας και της φτώχειας είναι αποτέλεσμα της σύγχρονης εξωφρενικής και άδικης οργάνωσης της ταξικής κοινωνίας - η ύπαρξη της είναι η αιτία μιας δύσκολης ζωής για την πλειοψηφία της ανθρωπότητας. Εναλλακτικές δυνατότητες είναι πλέον δυνατές (αμοιβαία ανάπτυξη, ριζικά νέες μορφές ισοπολιτείας, ένας ριζικός αναπροσανατολισμός των πλεονασμάτων παραγωγής προς την επίλυση των τεραστίων ιστορικών/κοινωνικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι στον πλανήτη).

Η ταξική φύση είναι εμφυτευμένη στην παραγωγή
Η ύπαρξη της καταστροφής των βουνοκορφών για εξόρυξη είναι συνδεδεμένη με την καπιταλιστική παραγωγή και την καπιταλιστική λογική και καπιταλιστικές αποφάσεις. Η παραγωγή (η μορφή της, ο αντίκτυπός της, ακόμη κι η φυσική μηχανική της) είναι βαθιά σημαδεμένη από την ταξική κοινωνία μέσα από την οποία αναδύεται.
Τρίτον: Η μορφή της σύγχρονης παραγωγής (και κατανάλωσης) είναι έντονα διαποτισμένη από την ταξική φύση της κοινωνίας που τις παρήγαγε. Δεν μας απασχολεί μονάχα το γεγονός ότι το υπέρ-προϊόν της παραγωγής αλλοτριώνεται από τους εκμεταλλευτές (τους κατόχους του κεφαλαίου). Ολόκληρη η διαδικασία παραγωγής (οι μορφές, οι εισροές, ο σκοπός, οι εκροές, τα αποτελέσματα της, η φυσική μηχανική, η κοινωνική διάρθρωση της ιεραρχίας και των τιμωριών) είναι διαποτισμένη από την ταξική κοινωνία μέσα από την οποία ανήλθε.

Αυτό αποτελεί μια πολύ σημαντική πτυχή για την κατανόηση της βιωσιμότητας του σοσιαλισμού που θα πρέπει να φέρει επανάσταση στα κληρονομημένα πρότυπα της παραγωγής και κατανάλωσης.
Μια από τις σημαντικές συνεισφορές της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης είναι η ανάδειξη του γεγονότος ότι η μορφή της παραγωγής σχετίζεται με την κατεύθυνση που ακολουθείται είτε προς στον καπιταλισμό είτε προς στον κομμουνισμό.

Κάποια παραδείγματα:
Η ίδια η αρχιτεκτονική των κεφαλαιοκρατικών εργοστασίων απαιτεί μια συγκεκριμένη μορφή ιεραρχίας - που εμποδίζει τις σοσιαλιστικές/κομμουνιστικές σχέσεις μέσα στην παραγωγή.

Στην Κίνα, τα εργοστάσια, τα λιμάνια, τα ναυπηγεία, τα αγροτικά χωριά έπρεπε να οικοδομηθούνε διαφορετικά (με αίθουσες συνεδριάσεων, ανοιχτούς χώρους, καφετέριες, διαρθρωτικές αλλαγές τέτοιες ώστε οι εργαζόμενοι να συμμετάσχουν πραγματικά στη δική τους υποτιθέμενη “εξουσία” στην κοινωνία).

Η ίδια η φύση της κεφαλαιοκρατικής γραμμής παραγωγής συχνά προϋπέθετε ότι οι εργάτες είναι γρανάζια της παραγωγής (και δεν θα συνεδριάζουν για να βγάλουν αποφάσεις). [Η παραγωγή] έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε μπορούμε να πούμε πως η “εργασιακή ζωή” των εργατών είναι επαναλαμβανόμενη, μη δημιουργική, και κυριαρχούμενη. Αρκεί να σκεφτούμε, πως ένα εργοστάσιο υφασμάτων στο Μπαγκλαντές θα πρέπει να φτιαχτεί διαφορετικά για να εξυπηρετήσει την επαναστατική προοπτική (θα υπάρχουν κέντρα φροντίδας; Ένα σχετικό με το αντικείμενο κολέγιο; Θα υπάρχει επεξεργασία λυμάτων; Ή πλατφόρμες για δημόσιες ομιλίες στο κτίριο παραγωγής;). 

Η ταξική φύση είναι πιο εμφανής στις κοινωνικές δομές της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής (ιεραρχία, επιβεβλημένη υπακοή, απειλή απόλυσης, εμπειρογνώμονες, στελέχη που εκπαιδεύονται στην καπιταλιστική αποτελεσματικότητα, “την προσοχή προς το αποτέλεσμα”, αναπαραγωγή “της γραμμής χρώματος”, εγγενής διαχωρισμούς μεταξύ των μονάδων και της κοινότητας, μεταξύ της εργασίας και της εκπαίδευσης, οι υποθέσεις των «υποκαταστάσεων», η λειτουργία των εναλλασσόμενες βάρδιες, κ.λπ. κ.λπ.)

Αλλά δεν θα προχωρήσει αρκετά η σοσιαλιστική επανάσταση χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι η ταξική φύση είναι ενσωματωμένη στον τρόπο που έχουν σχεδιαστεί οι μηχανές ή στις υποθέσεις των κληρονομούμενων διαδικασιών. Την παραγωγή (συμπεριλαμβανομένων των φυσικών δυνάμεων) θα την κληρονομήσουμε από την ταξική κοινωνία. Εδώ θα συζητήσουμε τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της καπιταλιστικής παραγωγής (και το παράλληλο έγκλημα της συνέχισης των κεφαλαιοκρατικών μεθόδων στις περισσότερες σοσιαλιστικές κοινωνίες του παρελθόντος).

Το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των διευθύνοντων συμβούλων στην βιομηχανία, αλλά περιορισμοί επικοινωνίας στους αγρότες στα χωράφια λέει πολλά για τον τρόπο που παίρνονται οι αποφάσεις, από ποιόν και γιατί.

Το παράδειγμα του γαιάνθρακα
Ας δούμε ένα παράδειγμα που γνωρίζω καλά:
Το κάρβουνο (γαιάνθρακας) καθεαυτό δεν είναι ταξικό. Είναι απλά ένα ορυκτό του εδάφους.
Αλλά τα πάντα στην παραγωγή και κατανάλωση του κάρβουνου είναι σημαδεμένη από τις τάξεις (και την ταξική πάλη) και (στην σημερινή κοινωνία) ιδιαίτερα διαποτισμένη από την κεφαλαιοκρατική φύση των αποφάσεων πάνω στην παραγωγή.

Ένα παράδειγμα είναι η εξόρυξη μέσω της καταστροφής των βουνοκορφών - όπου, επί κεφαλαιοκρατίας είναι “κερδοφόρο” να καταστρέφεις το βουνό για την εξόρυξη γαιάνθρακα, απλώς αφαιρώντας την κορυφή του βουνού. Αυτό καταστρέφει κάτι μη αντικαταστήσιμο (και φέρνει στον νου την λέξη “επικαρπωτές” - δηλαδή, θα πρέπει να είμαστε διαχειριστές του κόσμου γύρω μας, και να χρησιμοποιούμε τους καρπούς του με βιώσιμο τρόπο). Ο λόγος είναι απλός: υπό τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς, μια ίντσα άνθρακα μπορεί να γίνει με την αφαίρεση ενός ποδιού βράχου. Έτσι αν ο γαιάνθρακας είναι 30 ίντσες (κάτι που είναι αδύνατο να εξορύξεις επικερδώς με υπόγειες τεχνικές) οι εταιρίες γαιάνθρακα μπορούν “επικερδώς” να αφαιρέσουν την κορυφή του βουνού σε κατά μέσο όρο 30 πόδια ύψος.

Ο Καρλ Μαρξ αναφέρει “Ακόμα και μια ολόκληρη κοινωνία, ένα έθνος, μάλιστα όλες οι σύγχρονες κοινωνίες μαζί παρμένες, δεν είναι ιδιοκτήτες της γης. Είναι απλώς οι κάτοχοι της, οι επικαρπωτές της, και οφείλουν σαν boni patres familias [αρχηγοί των οικογενειών] να την κληροδοτήσουν βελτιωμένη στις επόμενες γενεές" (Κεφάλαιο τόμος 3 σελ 952 εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή).
Η εξόρυξη γαιάνθρακα φέρνει το στίγμα αίματος των εργαζομένων. Στο ορυχείο στο οποίο δούλευα 3 εργάτες βρήκαν τον θάνατο τους. Ακόμα άνθρωποι έβγαιναν τραυματισμένοι καθημερινά. Βλέποντας τους γηραιότερους εργάτες να ετοιμάζονται για δουλειά (αργά και οδυνηρά) βάζοντας δικτυώματα, στηρίγματα, και ψεύτικα πόδια. Έβλεπες να λείπουν δάχτυλα ή να υπάρχουν μεγάλες ουλές. Η κεφαλαιοκρατική εξόρυξη γαιάνθρακα χρησιμοποιεί τους ανθρώπους ως πρώτη ύλη. 

Ας το πούμε ξανά: αυτό εκφράζεται στο “πως λειτουργούν τα ορυχεία” (δηλαδή, τι διαδικασίες υπάρχουν που, πως εκπαιδεύονται τα αφεντικά, τι θεωρείται “ασφαλές”, πως παίρνονται οι αποφάσεις), αλλά είναι ήδη ενσωματωμένο στην ίδια την φύση της παραγωγικής διαδικασίας, η οποία έχει αναπτυχθεί και μορφοποιηθεί εδώ και έναν αιώνα από τον καπιταλισμό.

Δεν πρόκειται λοιπόν η σοσιαλιστική κοινωνία απλώς να αναλάβει την παραγωγική διαδικασία που κληρονόμησε από τον καπιταλισμό, και να χρησιμοποιήσει το προϊόν και υπερπροϊόν όπως το διαχειριζόμαστε τώρα. Η ίδια η παραγωγή έχει ταξικό χαρακτήρα.

Επιπροσθέτως: Υπάρχουν ολόκληροι κλάδοι της βιομηχανίας όπου η επέκταση και η ίδια τους η ύπαρξη αντανακλά τις αποφάσεις του καπιταλισμού. Η άρχουσα τάξη είχε, από τα χρόνια του Αϊζενχάουερ ( από τον Β’ΠΠ οι ΗΠΑ ελέγχουν το πετρέλαιο στην Μέση Ανατολή), αποφασίσει να χτίσει ένα σύστημα λεωφόρων με την επέκταση των προαστίων (όχι σιδηροδρομικού συστήματος, και όχι συμπαγής πόλεις)

Δεν είναι μονάχα το κυνήγι του κέρδους χαρακτηριστικό του καπιταλισμού - αλλά ολόκληρη η διάρθρωση της κοινωνίας, η ίδια η παραγωγή προϊόντων αντανακλά κεφαλαιοκρατικές αξίες και προτεραιότητες (συμπεριλαμβανομένου του ρατσισμού και τον αγώνα των λευκών)

Η σοσιαλιστική κοινωνία πρέπει να αναστοχάζεται και να μεταλλάσσεται

Ο τρόπος με τον οποίο παράγεται και χρησιμοποιείται η ενέργεια στις ΗΠΑ είναι ένα εμφανώς καταστροφικός (και περιφρονεί τις μελλοντικές ανάγκες της ανθρωπότητας). Οι ΗΠΑ κάνουν διπλάσια περίπου χρήση ενέργειας σε σχέση με την ιμπεριαλιστική Ευρώπη (όπου συναντάμε παρόμοιο τρόπο ζωής).

Ο γαιάνθρακας στις ΗΠΑ χρησιμοποιούνταν για τους σιδηροδρόμους (ως καύσιμο) και στη χαλυβουργία (ως συστατικό οπτάνθρακα (κοκ)) - σήμερα μετατρέπεται σε σκόνη και μεταφέρεται κυρίως στους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Έτσι λοιπόν, δεν είναι μονάχα η συνθήκες παραγωγής κεφαλαιοκρατικές, αλλά και ο σκοπός της παραγωγής, και οι τρόποι κατανάλωσης διαφόρων εμπορευμάτων κλπ.

Οι κομμουνιστές έχουν συχνά γράψει πως δεν μπορούμε απλά να καταλάβουμε το υπάρχον κράτος και να το χρησιμοποιήσουμε για τους σκοπούς μας.

Παρόμοια λογική είναι σωστή και για την παραγωγή - δεν μπορούμε απλά να επανακαταλάβουμε τον παραγωγικό μηχανισμό αυτής της κοινωνίας και να τον χρησιμοποιήσουμε για τους σκοπούς μας. Η παραγωγική διαδικασία καθαυτή χρειάζεται ριζοσπαστική κριτική, ανατροπή και μετατροπή από τους ίδιους τους εργαζομένους, με ταυτόχρονη διατήρηση και ανάπτυξη μιας λειτουργικής οικονομίας.
Στην θεωρία της πολιτιστικής επανάστασης, ειπώθηκε (από τους επαναστάτες κομμουνιστές) ότι η ταξική φύση της διαδικασίας παραγωγής καθορίζεται σε τρία επίπεδα:

Στο επίπεδο της ιδιοκτησίας (και όχι μονάχα της νομικής μορφής, αλλά πραγματικής ιδιοκτησίας: πράγμα που σημαίνει πως αν τα πάντα είναι κρατικά, ποιος πραγματικά ελέγχει το κράτος;)

Στο επίπεδο των σχέσεων μέσα στην παραγωγή (δηλαδή πως η ίδια η εργασία οργανώνεται, και πόσο είναι ανεπτυγμένη είναι η συνείδηση των εργατών και η πολιτικής τους δύναμη).

Στο επίπεδο των σχέσεων διανομής (δηλαδή πως οι μισθοί και τα προϊόντα διαμοιράζονται, και ποιόν αυτή η ανταλλαγή υπηρετεί)

Η αντίληψη αυτή είναι πολύ διαφορετική από τις παλαιότερες, προηγούμενες, ιδέες μεταξύ των κομμουνιστών - που πίστευαν (μονόπλευρα, έστω και αφελώς) ότι η κρατική ιδιοκτησία διευθύνει τον σοσιαλιστικό χαρακτήρα της παραγωγής. Αντίθετα, οι κομμουνιστές κατά τη διάρκεια της πολιτιστικής επανάστασης, είπαν ότι πρέπει να δούμε αν η κοινωνική ιδιοκτησία (διαμέσου της κρατικοποίησης) είναι αληθινή ή ψευδής - δηλαδή ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του κράτους με μια στενότερη έννοια; Είναι το κράτος ακόμα επαναστατικό προπύργιο των κομμουνιστών στον συνεχή μετασχηματισμό;

Αλλά πέραν αυτού, υποστήριξαν ότι η ιδιοκτησία μονάχα (ακόμα και από ένα σοσιαλιστικό κράτος) δεν εγγυάται σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής - και ότι είναι σημαντικό να δούμε πως λειτουργούσε η ίδια η τοπική παραγωγή (ποια γραμμή είναι στη διοίκηση), ποιους ευρύτερους σκοπούς εξυπηρετεί η διανομή των προϊόντων. Αυτή είναι μια αρκετά ριζοσπαστική άποψη - και παρέχει μια νέα απάντηση στις δυνάμεις που εδώ και χρόνια θεωρούν πως ο “εργατικός έλεγχος” στο εργοστάσιο είναι το κλειδί για την διατήρηση του πραγματικού και διαρκούς επαναστατικού μετασχηματισμού.

Πρέπει να βλέπουμε περισσότερα από απλώς την ιδιοκτησία στην παραγωγική διαδικασία (και όχι απλά που πάει η υπεραξία), αλλά ακόμα τι παράγεται, πως παράγεται, και τι εξυπηρετεί γενικά.
Μου φαίνεται αναπόφευκτο ότι μια μη ιμπεριαλιστική βόρεια Αμερική θα έχει ριζικά διαφορετική καταναλωτική συμπεριφορά. Αρκετά διαφορετική παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών. Ριζικά διαφορετικές περιβαλλοντολογικές επιπτώσεις. Ριζικά διαφορετικές αξίες και επιδιώξεις ανάμεσα στον κόσμο.

Ο Rudolf Bahro είχε πει (σε ελεύθερη μετάφραση): “Ο Schiller πήγε μονάχα μια φορά στη ζωή του στην Ρώμη, αλλά του έμεινε αξέχαστη. Γιατί θα πρέπει κάθε διευθύνων σύμβουλος της Γερμανίας να πηγαίνει στην Σρι Λάνκα ή στις παραλίες της Βόρειας Αφρικής κάθε χειμώνα;”

Ομοίως, το γεγονός ότι μπορούμε να αγοράσουμε ορχιδέες (ή κοκαΐνη) από την Κολομβία σε κάθε γειτονιά, ή ότι τα φρούτα έχουν προέλθει από οπουδήποτε (ανεξάρτητα από την τοπική καλλιεργητική περίοδο τους) σχετίζεται με τον ιμπεριαλισμό. Δεν υπάρχει τίποτε ηθικά κακό με το να τρώμε μπανάνες κάθε μέρα - αλλά υπάρχει πρόβλημα με τη δομή των παγκοσμίων σχέσεων που φέρνουν μπανάνες σε κάθε μπακάλικο στις ΗΠΑ και κάνει τα προϊόντα που έρχονται από μακριά μη-εξωτικά.

Τι θα σημαίνει ένα μειωμένο “αποτύπωμα άνθρακα” στην τιμή του βοδινού κρέατος και το επίπεδο κατανάλωσης); Αλλά δεν μπορώ να φανταστώ ότι η επανάσταση δεν θα σημαίνει σημαντικές αλλαγές - και όχι μονάχα επειδή η επανάσταση θα προκαλέσει προσωρινή διατάραξη των πολύπλοκων κυκλωμάτων του εμπορίου. Αυτό συνδέεται με την ερώτηση “πως θα έμοιαζαν η Γουατεμάλα και το Πουέρτο Ρίκο αν δεν κυριαρχούνταν από τις ΗΠΑ - το φτηνό μηχανοποιημένο σιτάρι της, και τις αποφάσεις που πάρθηκαν από την οικονομία και το κεφάλαιο;”

Ναι, για να επιστρέψω στο αρχικό μου επιχείρημα, έχουμε μια σημαντική δυνατότητα να παρέχουμε αφθονία προϊόντων στους ανθρώπους του που σήμερα πεινάνε, υποσιτίζονται, δεν έχουν καθαρό νερό ή περίθαλψη, είναι υπό-εκπαιδευμένοι, οικονομικά κατεστραμμένοι, αποκομμένοι από την πληροφορία και την επικοινωνία κλπ.

Έχω στο μυαλό μου την εικόνα μιας νεαρής κοπέλας από την ορεινή περιοχή της νότιας Ασίας, που περνά τις ημέρες της μεταφέροντας το νερό του ποταμού στο χωριό της, για να απορροφηθεί στο στομάχι της σεξουαλικής δουλείας σε κάποια αστική περιοχή - αν η επανάσταση μας δεν αλλάξει τις επιλογές της και το χωριό της, τότε δεν θα είναι καθόλου επανάσταση.

Κατά κάποιο τρόπο, η μεγάλη δύναμη των παραγωγικών δυνάμεων (που δημιουργήθηκε κάτω από τον καπιταλισμό) θα το καταστήσει αυτό δυνατό με ένα κυριολεκτικά πρωτοφανή τρόπο. (ΤΙ θα σήμαινε για τις νέες γυναίκες να έχουν αντλίες νερού σε τέτοια χωράφια, με τον ελεύθερο χρόνο τους, και η άρδευση να κάνει τα χωράφια τους πιο παραγωγικά; Τι θα σήμαινε αν τα πλεονάσματα σε παγκόσμια κλίμακα και όχι μόνο δεν άφηνε απλώς αυτές τις περιοχές, αλλά δημιουργούσε ανάπτυξη και τις εξυπηρετούσε;) 

Αλλά την ίδια στιγμή η κομμουνιστική επανάσταση θα μετασχηματίσει ριζικά και την παραγωγή (μέθοδοι, σκοποί, εκροές, γεωγραφική διανομή) - ή αλλιώς η επανάσταση δεν θα είναι ούτε κομμουνιστική ούτε απελευθερωτική.