Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Πυροβολήστε τον χρόνο (αναδημοσίευση)


από τον ΚΙΜΠΙ (http://kibi-blog.blogspot.gr/)
(το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής, στις 28/12/2012)

Τη μυρωδιά της χειμωνιάτικης επαρχίας τη θυμάμαι παιδιόθεν διακριτική. Τούτη τη φορά μού φάνηκε υπερβολική, αποπνικτική. Σχεδόν προσβλητική. Ποια είναι αυτή η μυρωδιά, θα αναρωτηθείτε. Μια αναλογία ξύλου που καίγεται στο τζάκι ή στην ξυλόσομπα «καπνίζει» διακριτικά τον παγωμένο αέρα και μπερδεύεται γλυκά με τα αρώματα του νοτισμένου χώματος, του βρεγμένου ξύλου και της υγρής χειμωνιάτικης χλόης. Τούτη τη φορά μού φάνηκε να εισβάλει στα ρουθούνια μου η βαριά μυρωδιά ενός μικρού δάσους που καίγεται κάπου κοντά. Πάνω από τα χωριά και τις κωμοπόλεις μπορείς να διακρίνεις ένα ροζ-μοβ νέφος καπνού κι αιθάλης, όπου εξαφανίζονται οι τολύπες καπνού, τα λεπτά, λευκά ίχνη που αφήνει στον αέρα η φωτιά όταν ξαναενώνει τις οικογένειες γύρω από την εστία.Το παρατήρησα και στην Αθήνα – και τη μυρωδιά και το νέφος. Το τζάκι, που ξαναεισέβαλε στα μικροαστικά όνειρα του διαμερίσματος «πολυτελούς κατασκευής» με πρόθεση κυρίως διακοσμητική και με διάθεση υπογράμμισης ενός νέου κοινωνικού status, ξαφνικά απέκτησε αξία χρήσης, υποκαθιστώντας το καλοριφέρ. Στην επαρχία, αντιστρόφως, το πρόσφορο υποκατάστατο της ακριβής κεντρικής θέρμανσης στη μνημονιακή εποχή φαίνεται να έχει γίνει η ξυλόσομπα. Αυτή διορθώνει τώρα τη βιασύνη πολλών να εξαφανίσουν από τις παραφορτωμένες ανακαινίσεις των πατρικών σπιτιών το τζάκι, που θύμιζε εποχές στέρησης, μιζέριας και βρομιάς για τις νοικοκυρές. 

Γράφτηκε ήδη πως με τον χειμώνα των τζακιών και του καμένου ξύλου οι πόλεις θα γίνουν Λονδίνο βικτοριανής εποχής. Από άποψη καθαρά ενεργειακή, βρισκόμαστε ακόμη πιο πίσω από την Αγγλία του βιομηχανικού οργασμού. Είμαστε στη λίθινη εποχή, με το ξύλο να ανακτά το χαμένο έδαφος ως βασικό μέσο θέρμανσης. Ίσως και να ’μαι υπερβολικός, αλλά αυτό δεν είναι το μόνο πεδίο στο οποίο ο γραμμικός χρόνος φαίνεται να σπάει, και η κύληση στη ράγα της προόδου να γεμίζει ρωγμές, κενά και παρακάμψεις κυριολεκτικής οπισθοδρόμησης.Έτσι, το απ-αίσιο και δυσ-τυχές 2013 (με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα, κανέναν δεν έχω ακούσει να επαγγέλλεται κάτι ριζικά αντίθετο) διεκδικεί να καταγραφεί συμβολικά ως το πρώτο έτος της καθ’ ημάς μετανεωτερικής νέας λίθινης εποχής, με το ξύλο να παίρνει κεφάλι και να βγάζει τη γλώσσα στα κοιμισμένα υποθαλάσσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων που περιμένουν τους απαλλοτριωτές τους. 

Αυτό είναι η ειρωνεία της Ιστορίας. Δεν είναι μόνο οι Μάγια που διαψεύστηκαν στην προφητεία τους για το τέλος του ημερολογιακού τους χρόνου. Καθώς μετράμε αντίστροφα τις ώρες και τις μέρες για το τέλος του 2012, ίσως αντιληφθούμε πόσο μάταιη αποδεικνύεται η ισόβια πίστη που έχουμε ορκιστεί από τη γέννησή μας στον χρόνο του ημερολογίου και του ρολογιού. Για τις σύγχρονες γενιές -όπως συνέβη, με πολύ χειρότερους όρους, στις γενιές των ολέθριων παγκόσμιων πολέμων- ο βιωμένος χρόνος, ο χρόνος που γεμίζει από πραγματικά γεγονότα, πραγματικά αισθήματα και πραγματικές καταστάσεις, έρχεται σε πρωτοφανή σύγκρουση με τον ωρολογιακό και ημερολογιακό χρόνο. Αυτόν που υποσχόταν την «αλλαγή» σαν ένα τακτό, ανέμελο ραντεβού με μικρά μερίσματα προόδου, ευημερίας, βελτίωσης, έστω κι άνισα, άδικα κατανεμημένα. «Αύριο είναι μια άλλη μέρα», λέει στην κλασική κοινοτοπία της η Σκάρλετ Ο’ Χάρα, υπονοώντας ότι η επόμενη μέρα κατά τεκμήριο θα είναι καλύτερη από την προηγούμενη. Όπως ο επόμενος χρόνος θα είναι ευτυχέστερος και πιο καρποφόρος από τον προηγούμενο. Φευ! Καμιά εγγύηση δεν υπάρχει πια γι’ αυτό. «Έρχονται σκληρά και δύσκολα χρόνια», είναι η αυτοκρατορική, ειλικρινής και κυνική υπόσχεση της Μέρκελ στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, που καλούνται να βιαστούν για το ραντεβού με το άγνωστο. Το ημερολόγιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, της οικουμενικής αγοράς, της γεωπολιτικής αναστάτωσης είναι γεμάτο γκρίζες ζώνες, δυσοίωνες προφητείες και χρονολογίες- σταθμούς που δεν σημαίνουν τίποτα απτό και θετικό για τη ζωή των ανθρώπων.

Αίφνης, την Πρωτοχρονιά του 2020 το ελληνικό δημόσιο χρέος υποτίθεται ότι θα έχει πέσει κάτω από το 120% του ΑΕΠ. Θα βρίσκεται δηλαδή εκεί που βρισκόταν το 2010, και ως εκ τούτου κάτι εξαιρετικό θα έχει συμβεί στη ζωή των εύπιστων νεοελλήνων, που θα πρέπει να συμβιβαστούν με την ιδέα 12 χρόνων εξαφανισμένων στη «σκουληκότρυπα» του χωροχρόνου. Μαζί με τον εξαφανισμένο αφηρημένο χρόνο, θα έχει εξαφανιστεί κοινωνικός πλούτος 400 δισ. ευρώ, αντίστοιχος με δύο ετήσια ΑΕΠ, αφηρημένη αξία που θα φουσκώσει τους ισολογισμούς κέρδους πιστωτικών ιδρυμάτων και επενδυτικών κεφαλαίων. Κι αυτόν τον χαμένο ημερολογιακό χρόνο θα πρέπει να τον γιορτάσουμε ως άξια θυσία χρόνου και χρήματος. Η οπισθοδρόμηση θα γιορταστεί λαμπρά ως πρόοδος. Ο στάσιμος χρόνος, βιωμένος ως άθροισμα ανθρώπινων απωλειών, ατομικών και συλλογικών, θα βραβευτεί ως θρίαμβος της επιτάχυνσης. 

Κατά κάποιο τρόπο, η εξέλιξη αυτή δικαιώνει τους Γάλλους κομμουνάρους του 1871, που πυροβολούσαν τα δημόσια ρολόγια για να υπογραμμίσουν την ενστικτώδη τους αντίδραση στον επερχόμενο θρίαμβο του ωρολογιακού καπιταλισμού. Όπως συνέβη με το ημερολόγιο που αποσπάστηκε από τον κύκλο των εποχών, της φύσης και του θρησκευτικού εορτολογίου, έτσι και το ρολόι δραπέτευσε από τα καμπαναριά των εκκλησιών που υπενθύμιζαν τις ώρες της προσευχής, για να εξυπηρετήσει τη νέα κοινωνική μηχανική του βιομηχανικού καπιταλισμού. Έγινε χρονόμετρο για το ωράριο της εργασίας, για τη μέτρηση της παραγωγικότητας, για την επιτάχυνση της κυκλοφορίας του κεφαλαίου και των εμπορευμάτων, για τον εθνικό και παγκόσμιο συγχρονισμό των συναλλαγών, για τον συντονισμό των διεθνών αγορών που μένουν άγρυπνες, έτσι ώστε όταν κλείνει η Ασία να ανοίγει η Ευρώπη, κι όταν η Ευρώπη αποσύρεται για φαγητό να πιάνει δουλειά η Αμερική. Γιατί το έξυπνο χρήμα δεν κοιμάται ποτέ. 

Το ρολόι μετράει τον εργάσιμο και τον ελεύθερο χρόνο, μετράει ακόμη και τον νεκρό χρόνο, αυτόν του ύπνου, και τους ενοποιεί σε μια νέα, κοινή μηχανική διάρθρωση του χρόνου όπου ο παραγωγός είναι ταυτόχρονα καταναλωτής, δύο σε ένα, όπως του υπενθυμίζει κάθε συσκευή που χρησιμοποιεί στη δουλειά ή στην υποτιθέμενη σχόλη. Το PC, η μηχανή παραγωγής, το κινητό, το ρολόι χειρός, ακόμη και οι ηλεκτρικές συσκευές του σπιτιού μετρούν ακατάπαυστα τον χρόνο, τον κατακερματίζουν σε όλο και μικρότερες υποδιαιρέσεις, επιβάλλοντας την τυραννία της στιγμής. Όπου κάθε στιγμή δεν έχει πια άλλη χρήση και προορισμό από το να οδηγεί στην αμέσως επόμενη.

Αλλά η αποδοχή αυτού του χρόνου που επέβαλε ο «ωρολογιακός καπιταλισμός» στους ανθρώπους, σφίγγοντας σαν μέγκενη τον χρόνο των πραγματικών γεγονότων, των πραγματικών ανθρώπινων καταστάσεων, των ευχάριστων ή δυσάρεστων συναισθημάτων, μέχρι τώρα ήταν το τίμημα μιας λίγο πολύ εγγυημένης ευημερίας. Ακόμη κι όταν η δουλειά ήταν ένα άθροισμα άχαρων ή δύσκολων στιγμών, το τέλος της εργάσιμης μέρας επεφύλασσε μια κάποια ανταμοιβή. Το ισοζύγιο κερδισμένου και χαμένου και χρόνου ήταν πλεονασματικό, το ίδιο το ισοζύγιο δημιουργίας και καταστροφής, παραγωγής και σπατάλης. Ο χρόνος στην ανεργία είχε μια ημερομηνία λήξης, το ίδιο και ο χρόνος στην παραγωγική διαδικασία. Ακόμη κι αν ο εργάσιμος βίος ήταν μια διαδοχή από καλές και κακές χρονιές, το άθροισμά τους κατέληγε σε ένα στοιχειώδες κεφάλαιο για αξιοπρεπή γηρατειά. Γενικώς, οι στιγμές, τα λεπτά, οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια κατατίθεντο στην τράπεζα του ιστορικού χρόνου με ικανοποιητικά επιτόκια. Το μέλλον υποσχόταν τόκους, όχι ξηρασία. Μια βεβαιότητα πως ο κόσμος εξελίσσεται προς πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη, πιο ελέγξιμη κατάσταση. 

Τώρα, απαιτείται από εμάς μια κατάθεση στο μέλλον με αρνητικά επιτόκια. Οι δυνάμεις που επέφεραν την ανάπτυξη του γραμμικού χρόνου και την ακλόνητη πίστη στην πρόοδο μας καλούν να θυσιάσουμε τον χρόνο μας σε κάτι εγγυημένα λιγότερο απ’ αυτήν. Αντίφαση εγγυημένα σχιζοειδής. Θα χρειαστεί ένα θαύμα ή μια νέα ισχυρή πίστη στην οπισθοδρόμηση για να κρατηθούν τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι από την παρόρμηση να πυροβολήσουν και τα ρολόγια και τον χρόνο και τους χρονομέτρες.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Όταν αναμετριούνται ο γρήγορος και ο αργός χρόνος, κερδίζει ο γρήγορος χρόνος. Γι’ αυτό δεν μπορούμε ποτέ να ολοκληρώσουμε ό,τι πιο σημαντικό προσπαθούμε, αφού υπάρχει πάντα κάτι άλλο που πρέπει να γίνει προηγουμένως. Φυσικά, μονίμως θα τείνουμε να ανταποκριθούμε πρώτα στις επείγουσες υποχρεώσεις μας. Έτσι, οι αργές και μακράς διάρκειας υποχρεώσεις μπαίνουν στο περιθώριο. Σε μια εποχή που οι διακρίσεις μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου αναιρούνται και η αποδοτικότητα μοιάζει να είναι η μοναδική αξία στην οικονομική επιστήμη, στην πολιτική και την έρευνα, οι προοπτικές για πράγματα σαν την επιμελή, μεγαλόπνευστη εργασία, το παιχνίδι και τις μακρόχρονες σχέσεις δεν είναι καθόλου αισιόδοξες.(…) Όταν ο χρόνος τεμαχίζεται σε αρκούντως μικρά κομμάτια, καταλήγει να μην υφίσταται ως διάρκεια. Στο τέλος δεν απομένει παρά μια συμπιεσμένη κραυγάζουσα στιγμή, που στέκει ακίνητη μεσ’ στην τρομακτική της ταχύτητα. 
Thomas Hylland Eriksen, «Η τυραννία τα στιγμής»

Θυμήθηκα τι είναι Κατάθλιψη (αναδημοσίευση)


από τον Γιάννη Μακριδάκη (http://yiannismakridakis.gr/)

Επέστρεψα στο χωριό. Δυο μέρες στην εορταστική Αθήνα ήταν αρκετές για να μου υπενθυμίσουν τι πα να πει κατάθλιψη. Έφυγα τρέχοντας κι ελπίζω να στρώσω, να συνέλθω, να γειάνω με το ξημέρωμα της αυριανής μέρας, που θα βγω το χωράφι και στο βουνό.

Τέτοιο βάρος ασήκωτο στο στήθος, τόση θλίψη, είχα να νιώσω πολλά χρόνια. Δεν αντέχεται τόση υποκρισία και τόση ελαφρότητα, όση αντίκρισα γύρω μου στην χριστουγεννιάτικη πρωτεύουσα. Ο Τιτανικός βουλιάζει και οι κυρίες και κύριοι του μεσαίου πατώματος φτιάχνουν τα νύχια τους, κάνουν τα ψώνια τους, κόβουν βόλτες, ετοιμάζουν τα τραπέζια τους, την ίδια στιγμή που στο κάτω πάτωμα υπάρχουν πτώματα και η στάθμη των υδάτων ολοένα ανεβαίνει. Αυτοί απλά ελπίζουν πως κάποιος, ο Σαμαράς πχ, θα βουλώσει την τρύπα και θα σταματήσουν τα νερά να ανεβαίνουν, όσους πνίξανε πνίξανε, τι να κάνουμε, ας είχανε φροντίσει, ας είχανε κάνει τα κουμάντα τους να σωθούνε.

Πολλοί απ’ τους διασκεδαστές κάνουν και την ετήσια φιλανθρωπία τους (ως ανώτεροι του ανθρώπου, είναι φιλάνθρωποι) πετώντας μια σακούλα φαϊ ή κάνα ρούχο στον σωρό που έστησε ο Καμίνης στο Σύνταγμα για να τον προβάλει το τηλεοπτικό δίκτυο που στηρίζει εδώ και χρόνια την εξαθλίωση.

Πριν μερικές δεκαετίες, όταν είχε πένθος ο γείτονας δεν ανοίγαμε ούτε το ραδιόφωνο γιατί ήτανε ντροπή ο άλλος να πενθεί κι εσύ να να διασκεδάζεις. Σήμερα οι Έλληνες στην πλειονότητά τους είναι πλέον ιδιώτες τελειωμένοι και χωρίς καμία πιθανότητα ανάκαμψης. Κανέναν δεν ενδιαφέρει ο πόνος και το πένθος του άλλου. Σε κάθε τετράγωνο της μεγαλούπολης η δυστυχία είναι παρούσα μαζί με την γελοιότητα της δήθεν ευμάρειας, που είτε αδιαφορεί ξεδιάντροπα για την δυστυχία είτε την ελεεί, μέρες που είναι, για να ξεμπερδεύει μια και καλή με όλα.

Και όλα αυτά βεβαίως προδίδουν ξεκάθαρα για ποιον λόγο είμαστε εδώ που είμαστε, για ποιον λόγο ακολουθούμε αυτές τις πολιτικές ξεπουλήματος των πάντων για να σώσουμε τα τομάρια μας και, το χειρότερο, αποδεικνύουν ότι υπάρχει ακόμα αρκετό ανθρώπινο λίπος, για να ξεσκίσουν οι Αγορές. Δεν έχουμε τελειώσει.

Νύχτα λοιπόν και με στήθος βαρύ κι ασήκωτο έφτασα πίσω στο χωριό. Ο Μάρτης με υποδέχτηκε φιλώντας μου τα χέρια, λες κι είναι άνθρωπος κι εγώ φιλάνθρωπος που του δωσα ελεημοσύνη.

Η ανάδυση του ομότιμου κινήματος: Δημιουργώντας τον κόσμο που θέλουμε, μέσα στον κόσμο που θέλουμε να ξεπεράσουμε (αναδημοσίευση)


από εφημερίδα Δράση (http://efimeridadrasi.blogspot.gr/)
του Βασίλη Κωστάκη

<Πώς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο σήμερα;/>

Από τη μία, το καπιταλιστικό σύστημα βασίζεται σε μια εσφαλμένη αντίληψη αφθονίας σε έναν πεπερασμένο υλικό κόσμο. Ασπάζεται την αέναη υλική παραγωγή και κατανάλωση σε έναν κόσμο με περιορισμένους φυσικούς πόρους. Από την άλλη, προωθεί την ψευδαίσθηση της «σπανιότητας» στην πνευματική παραγωγή η οποία, όμως, εγγενώς βρίσκεται σε καθεστώς αφθονίας (δηλ. το κόστος παραγωγής μιας επιπλέον μονάδας πληροφορίας, ας πούμε ο κώδικας ενός προγράμματος, είναι σχεδόν μηδενικό). Αντί, λοιπόν, να ενθαρρύνει τον πειραματισμό με την ελεύθερη πληροφορία, ορθώνει νομικούς φραγμούς (π.χ. copyright, πατέντες ή οι πρόσφατες νομοθετικές πράξεις/συνθήκες ACTA, SOPA/PIPA) εξυπηρετώντας την ιδιωτική κερδοφορία ενώ εμποδίζει την ελεύθερη συνεργασία των πολιτών. Συνεπώς, προτεραιότητα για την επίτευξη ενός βιώσιμου συστήματος αποτελεί η αναστροφή της παραπάνω λογικής. Δηλαδή από τη μία είναι επιτακτική η συνειδητοποίηση του πεπερασμένου των φυσικών πόρων ενώ παράλληλα οφείλουμε να υποστηρίξουμε, όπου είναι δυνατόν, την κοινωνική παραγωγή και καινοτομία, τροποποιώντας την αδιαλλαξία των πατέντων και των copyright.

Έπειτα από αρκετές δεκαετίες βιομηχανικού καπιταλισμού και αποτυχημένων «κομμουνιστικών» καθεστώτων, κάποιοι σήμερα μιλάνε για μια εναλλακτική προσέγγιση: την ομότιμη προοπτική που βασίζεται στην αυτονομία, το μοίρασμα, την αλληλεγγύη και την κοινωνική καινοτομία. Η ευρεία διαθεσιμότητα των σύγχρονων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας (π.χ. οι προσωπικοί υπολογιστές και η πρόσβαση στο διαδίκτυο) έχει αναδείξει νέα συνεργατικά μοντέλα οργάνωσης που συνθέτουν αυτό που αποκαλούμε εδώ ως «ομότιμο κίνημα». 

Εγχειρήματα όπως το Ελεύθερο Λογισμικό/Λογισμικό Ανοικτού Κώδικα (ΕΛ/ΛΑΚ, π.χ. οι εκδόσεις λογισμικού βασισμένων στο Linux ή o Apache HTTP εξυπηρετητής) και η ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια Wikipedia καταδεικνύουν ότι ο ομότιμος τρόπος παραγωγής, τουλάχιστον στη σφαίρα της πληροφορίας (δηλ. στην παραγωγή κώδικα λογισμικού, γνώσης, σχεδίων, πολιτισμού), μπορεί να ανταγωνιστεί και ακόμη να υπερσκελίσει τον καπιταλιστικό. Πέρα από τα έργα ΕΛ/ΛΑΚ και τη Wikipedia, οι πλατφόρμες διάθεσης έργων πολιτισμού όπως το Librivox• τα νομικά εργαλεία κατοχύρωσης και διάθεσης πνευματικών δημιουργημάτων όπως οι άδειες Κοινών Δημιουργημάτων (Creative Commons) ή οι άδειες Γενικής Δημόσιας Χρήσης (General Public Licenses)• οι διαδικτυακές κοινότητες ανοικτού σχεδιασμού παράλληλα με την πρόοδο στις τεχνολογίες τρισδιάστατης εκτύπωσης• οι κολλεκτίβες των “hackerspaces” και οι κοινότητες “κάντο-μόνος-σου”• οι πλατφόρμες διάθεσης μεταφρασμένων, σε δεκάδες γλώσσες, υπότιτλων ταινιών• οι χιλιάδες ιστότοποι ενημέρωσης• τα παγκόσμια κινήματα για ελεύθερη πρόσβαση στη γνώση και για ανοιχτά δημόσια δεδομένα• λαμβάνουν χώρα την ίδια στιγμή σε παγκόσμια και τοπική κλίμακα. 

Τι κοινό έχουν όλα τα παραπάνω; Αποτελούν συμπτώσεις, τυχαία, μη συσχετιζόμενα γεγονότα ή είναι εκφράσεις και εκφάνσεις ενός νέου πολιτισμού με όλες του τις αντιφατικότητες και τις ευκαιρίες για αναγέννηση; Σημάδια ενός αναδυόμενου κόσμου που δημιουργεί και δημιουργείται, μέσα στις παρυφές του παλιού, από νέες ετερόκλητες υποκειμενικότητες –το πλήθος– και σαν τη λάβα αργά στην αρχή και μαινόμενη στη συνέχεια, μέσα από τις ρωγμές, προσπαθεί να δημιουργήσει νέα γη;

Το σύντομο αυτό άρθρο προσπαθεί να καταδείξει πως όλα τα παραπάνω αποτελούν πτυχές του ομότιμου κινήματος που εγκαινιάζει έναν νέο τρόπο παραγωγής ο οποίος έρχεται σε αντίθεση με τα κυρίαρχα δόγματα της οικονομικής θεωρίας: Ότι δηλαδή οι άνθρωποι παράγουν υποκινούμενοι από τη θέλησή τους για χρηματικό κέρδος καθώς και ότι η καινοτομία δημιουργείται μόνο από εταιρικές ιεραρχίες και κρατικές γραφειοκρατίες. Τουλάχιστον στη σφαίρα της πληροφορίας ο ομότιμος τρόπος παραγωγής έχει δείξει ότι μπορεί να είναι το ίδιο (και κατά μερικούς ακόμη περισσότερο) παραγωγικός και καινοτόμος με τους παραδοσιακούς τρόπους παραγωγής.

Και πρόσφατα παρατηρούμε το ομότιμο κίνημα να απλώνεται και στην υλική παραγωγή: Κάποιοι σχεδιάζουν αντικείμενα (από τους κρίκους της κουρτίνας μέχρι ποδήλατα, τρακτέρ, ρομπότ και ανεμογεννήτριες) χρησιμοποιώντας εργαλεία ΕΛ/ΛΑΚ και τα διαθέτουν ελεύθερα στο διαδίκτυο• κάποιοι χακάρουν και τροποποιούν ήδη υπάρχοντα σχέδια αναβαθμίζοντάς τα ή απλώς προσαρμόζοντάς τα στις δικές τους ανάγκες• και κάποιοι δίνουν σε αυτά τα σχέδια υλική υπόσταση χρησιμοποιώντας ανοικτό υλικό (open hardware) όπως τρισδιάστατους εκτυπωτές χαμηλού κόστους (π.χ. ο εκτυπωτής Ultimaker ή ο RepRap που μπορεί να αναπαράγει ένα μεγάλο μέρος του εαυτού του), μικρο-υπολογιστές Arduino ή το σύνολο εργαλείων Global Village Construction Set του εγχειρήματος Open Source Ecology.

Οι άνθρωποι πριν τη βιομηχανική παραγωγή, συνήθιζαν να σχεδιάζουν και να παράγουν πολλά από τα εργαλεία και τα προϊόντα τους συλλογικά. Σήμερα, λοιπόν, βλέπουμε αυτό το είδος της κοινωνικής παραγωγής να αναγεννιέται μέσα σε ένα ομότιμο πλαίσιο. Πρωτοβουλίες και εγχειρήματα όπως τα Fab/Media Labs ή τα εκατοντάδες hackerspaces ανά τον κόσμο παρέχουν τη γνώση και την υποδομή για πειραματισμό με πρακτικές ομότιμης παραγωγής στον υλικό κόσμο. Η πτώση του κόστους αλλά και η αύξηση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας των τρισδιάστατων εκτυπωτών θα σημάνει την ευρεία διαθεσιμότητά τους, η οποία με τη σειρά της θα ανοίξει νέους ορίζοντες για την ομότιμη παραγωγή στον υλικό κόσμο.

Για παράδειγμα, φανταστείτε κάποιος να κατεβάζει ελεύθερα τα σχέδια –προϊόν συνεργατικής παραγωγής– των τμημάτων μιας ανεμογεννήτριας από ομότιμες πλατφόρμες, και στη συνέχεια μέσω προγραμμάτων ΕΛ/ΛΑΚ και ομότιμα σχεδιασμένων τρισδιάστατων εκτυπωτών, να εκτυπώνει μια ανεμογεννήτρια για την παραγωγή ενέργειας σε μικρή ή και μεγάλη κλίμακα. Tέτοια περίπτωση αποτελεί η τρισδιάστατα εκτυπώσιμη ανεμογεννήτρια Helix_T Wind Turbineπου σχεδιάστηκε με τη χρήση ομότιμων εργαλείων από το μέλος του P2P Lab, Mιχάλη Φουντουκλή, και τα σχέδιά της διατίθενται ελεύθερα και ανοικτά προς περαιτέρω τροποποίηση.

<Το πλήθος χακάρει την πληροφορία, τροποποιεί την πληροφορία, μοιράζεται την πληροφορία, ξαναχακάρει, ξανατροποποιεί, ξαναμοιράζεται, κ.ο.κ., και σε λίγο ίσως είναι σε θέση να παράγει προϊόντα, ομότιμα σχεδιασμένα, με υλική υπόσταση. Και τι καταλαβαίνει κανείς έπειτα από όλα αυτά; Ότι το μέλλον είναι περισσότερο πιθανό να το δημιουργήσεις από ότι να το προβλέψεις/>

Η ομότιμη θεωρία, σαν απόπειρα δημιουργίας μιας θεωρίας που επιτρέπει την κατανόηση του ομότιμου κινήματος, βρίσκεται στη μοναδική θέση να παντρεύει την αξία της ελευθερίας του ατόμου με τις αξίες της ισότητα και της αλληλεγγύης. Ψάχνοντας, λοιπόν, μια απάντηση στο ερώτημα με το οποίο άρχισε αυτό το άρθρο, ισχυριζόμαστε πως το ομότιμο κίνημα μας δείχνει το δρόμο.

<Εμείς ας συμμετέχουμε σε μια πανδαισία δημιουργίας που δημιουργεί τον κόσμο που θέλει, μέσα στον κόσμο που θέλει να ξεπεράσει/>

Ο Βασίλης Κωστάκης (PhD, Msc, MA) είναι ιδρυτής του P2P Lab και συγγραφέας του“Oμότιμου Mανιφέστου”. 

Πότε θα έρθει επιτέλους το τέλος αυτού του κόσμου; (αναδημοσίευση)


από τη Λέσχη της Ανυπότακτης Θεωρίας (http://ilesxi.wordpress.com/)
του Θάνου Ανδρίτσου

Ανορθολογισμός, υποταγή στην καθημερινή μιζέρια ή πίστη σε ένα νέο συλλογικό όραμα;

Δεν ήρθε τελικά το τέλος του κόσμου στην 21η Δεκέμβρη. Υπήρξαν βέβαια κρίσιμες διαμάχες για τον τρόπο που θα καταστραφεί, ή για τη σωστή ερμηνεία των Μάγιας. Αντίστοιχης σημασίας συζητήσεις πληθαίνουν το τελευταίο διάστημα σε τηλεοράσεις και εφημερίδες για θέματα όπως το αν η γραμμή που ακολουθεί τα αεροπλάνα είναι τα αέρια που μας ψεκάζουν και άλλα που συνήθως συγγενεύουν με εθνικιστικά, μυστικιστικά και φασιστικά ρεύματα. Προκαλεί θλίψη πώς σε συνθήκες οικονομικής καταβαράθρωσης και συνολικής ιδεολογικής, αξιακής, μορφωτικής καθίζησης ενισχύεται ο ανορθολογισμός, κατακρημνίζονται τα κριτήρια σκέψης και λογικής και αναβαθμίζεται η μαζική αποβλάκωση.

Παρά το μελάνι που χύθηκε ή τις συζητήσεις που έγιναν, αρκετά λίγοι πραγματικά πίστεψαν ότι θα ερχόταν η συντέλεια του κόσμου, ή κάτι παρόμοιο. Ούτε απεγνωσμένες οικογένειες έτρεχαν να κρυφτούν σε καταφύγια, ούτε μποτιλιαρίσματα ή καρδιακές προσβολές, σαν αυτές που βλέπουμε στις ταινίες και έλαβαν χώρα στη φάρσα του Όρσον Ουέλς για την εισβολή εξωγήινων το 1938. Αν εξαιρέσουμε τη νυχτερινή περιοδεία του Κασιδιάρη, πολύ λίγοι κοίταξαν τον ουρανό εκείνη τη μέρα. Πολύ λίγοι κοιτούν τον ουρανό πλέον κάθε μέρα. Κανείς δεν αυτοκτόνησε μπροστά στον φόβο της συντέλειας του κόσμου. Αρκούν αυτοί που αυτοκτονούν καθημερινά υπό το βάρος της οικονομικής καταστροφής.

Το χειρότερο δεν είναι που κάποιοι πίστεψαν ότι θα έρθει το τέλος αλλά ότι πάρα πολλοί δεν το απεύχονταν. Μπορεί να το πρόσμεναν, να το αναζητούσαν, σίγουροι πως ούτε καν αυτό δεν μπορεί να συμβεί σε αυτό τον κόσμο που καταδικάστηκαν να ζουν. Μια κοινωνία ολόκληρη αρχίζει να μαθαίνει να ζει από αγγαρεία, μέσα σε μια καθημερινή ζοφερή μανιέρα, χωρίς συγκινήσεις, χωρίς ελπίδες, αλλά και χωρίς σενάρια μαζικής καταστροφής. Δεν υπάρχει πια κανένα ένδοξο τέλος που θα μας σώσει από την άδοξη πτώση μας. Εδώ είναι που η άρνηση του ανορθολογισμού γίνεται η εξίσου ανησυχητική με την αποδοχή της καθημερινής εξαθλίωσης σαν την μόνη πιθανή εκδοχή του κόσμου.

Η ζωή χάνεται στις ουρές των ΟΑΕΔ, στην ατελείωτη προσπάθεια επιβίωσης, στα κρύα σπίτια. Δε λείπει μόνο το πετρέλαιο για να ζεστάνει το σπίτι, ή το ψωμί για να χορτάσει η κοιλιά, το χειρότερο είναι ότι λείπει η ελπίδα να γεμίσει λίγο την καρδιά και το μυαλό. Αυτά είναι τα διαρκή ατομικά τέλη του κόσμου, σιωπηλά, χωρίς θορύβους και εικόνες. Δεν είναι μόνο οι τεράστιοι κατακλυσμοί και οι πτώσεις μετεωριτών ανίκανες να αλλάξουν αυτή την καθημερινότητα, αλλά ούτε και οι σημαίες, οι επαναστάσεις οι ανατροπές. Χωρίς μεγάλες χαρές, ούτε καταστροφικές μανίες, η κοινωνία ένα μόνο μέλλον μπορεί να έχει, ίδιο με το σημερινό αποκρουστικό παρόν. Η κοινωνία. Ο καθένας μόνος του μπορεί να επιβιώνει ή και να χάνεται.

Αυτή είναι η μεγαλύτερη νίκη του δολοφονικού καπιταλισμού. Η αποδοχή ότι καμία πιθανή εναλλακτική δεν μπορεί να υπάρξει σε συλλογικό επίπεδο. Δεν υπάρχει εναλλακτική, έλεγε η Θάτσερ, μνημόνιο, ευρώ, λιτότητα ή καταστροφή λένε από το πρωί μέχρι το βράδυ οι ντόπιοι και ξένοι τροϊκανοί. Αυτή ήταν η βαθύτερη έννοια του «τέλους της ιστορίας» του Φουκουγιάμα. Όχι ότι δεν θα υπάρχουν κρίσεις και κλονισμοί, ή αγώνες και αντιστάσεις. Αλλά ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία πραγματική, πιθανή και βιώσιμη εναλλακτική από τον καπιταλισμό και τη νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση.

«Φιλόσοφοι», καλλιτέχνες, πολιτικοί, και άλλοι εμπνέονταν ή φοβούνταν τεχνοκρατικές δυστοπίες και στρατούς κλώνων. Πολλοί θεωρούν πιο πιθανή την κατάληψη του κόσμου από αυτομολημένα ρομπότ παρά από χειραφετημένους εργάτες. Πιο πιθανή την καταστροφή του κόσμου από την καταστροφή του καπιταλισμού. Στις 21 Δεκέμβρη πιθανώς να φαίνονταν σε κάποιους πιο παράλογα τα κελεύσματα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου από ότι του ημερολογίου των Μάγιας.

Κι όμως, ποτέ άλλοτε οι συνθήκες δεν ήταν πιο ώριμες για ένα μεγάλο άλμα της ανθρωπότητας. Το γνωρίζουν αυτό οι κυρίαρχοι. Το βλέπουν στην, ακόμα ανώριμη αλλά γιγάντια λαϊκή κινητοποίηση. Και θέλουν να το ξορκίσουν σαν ακόμα πιο παράλογο σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Κάθε είσοδος του λαού στο προσκήνιο, κάθε διεκδίκηση της εξουσίας, δεν μπορεί παρά να φέρει χάος, βία του όχλου, δεινά χειρότερα από πλημμύρες και καταποντισμούς.

Υπάρχει ένα ρητό για τη Σοβιετική Ένωση. Ότι ο κομμουνισμός δεν έμοιαζε με ότι είχε υποσχεθεί, ο καπιταλισμός όμως ήταν ακριβώς όπως περιγράφονταν. Εκμετάλλευση και δυστυχία. Κάτι ανάποδο βλέπουμε να επιχειρεί ο αστικός πολιτισμός. Τι λέει; Ο καπιταλισμός δεν θα σας εγγυηθεί καλή ζωή, πιθανώς ούτε καν επιβίωση, σίγουρα όμως είναι ο μόνος που μπορεί να υπάρξει. Κάθε άλλο είναι παράλογο και επικίνδυνο. Έτσι, ξεγυμνωμένοι από την ψευδαίσθηση της ευμάρειας και της ασφάλειας αλλά και αποψιλωμένοι από κάθε συλλογικό όραμα, οφείλουμε να προχωρούμε σήμερα, μέσα στα συντρίμμια της καθημερινής ζωής.

Είχε και ιδεολογική υποστήριξη αυτή η αποδοχή της ανημποριάς. Και από πολλούς που δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους οπαδούς του καπιταλισμού. Η μεταμοντέρνα κριτική, με πολλές αποχρώσεις και αφετηρίες, παρήγαγε καίριες ενστάσεις στο θεωρητικό οικοδόμημα της νεωτερικότητας και σε πλευρές δογματισμού και ντετερμινισμού του παραδοσιακού μαρξισμού, ωστόσο έθρεψε ένα τέρας. Την άρνηση κάθε δυνατότητας συνολικής αλλαγής, στηριγμένης σε κάποια ορθολογικά κριτήρια και κοινές έννοιες και διεκδικήσεις. Όπως έγραψε ο David Harvey, «παρήγαγε μια κατάσταση μηδενισμού», ή σύμφωνα με τον Perry Anderson την αίσθηση ότι «δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα πέραν του καπιταλισμού».

Αρχίσαμε όλο και περισσότερο να «βολευόμαστε με λιγότερο ουρανό». Όπως έλεγε κι ένας γνωστός αρχιτέκτονας, οφείλουμε να προσβλέπουμε σε μικρά πράγματα, «αφού είδαμε ότι η δυνατότητα για μεγάλα αποπέμφθηκε από την ιστορία». Ωστόσο, ενώ η Αριστερά άφηνε τις μεγάλες αφηγήσεις ή υποτασσόταν την αστική ηρεμία κι ενώ οι φιλόσοφοι και οι καλλιτέχνες έβρισκαν έμπνευση στα μικρά, δεν έγινε το ίδιο για το κεφάλαιο. Η πιο μεγάλη από τις μεγάλες αφηγήσεις συντελείται σήμερα στην προσπάθεια υπέρβασης της πιο βαθιάς και δομικής κρίση του κεφαλαίου μέσω της διάλυσης της παγκόσμιας εργατικής τάξης.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η ανθρωπότητα βυθίζεται σε τόσο πυκνά σκοτάδια και εμφανίζεται ένα ρεύμα συλλογικής ιστορικής απαισιοδοξίας και απόγνωσης. Όμως βρίσκει συνταρακτικά ανίκανη την Αριστερά να τροφοδοτήσει ένα ρεύμα αισιοδοξίας, δημιουργίας και ελπίδας για τη μεγάλη ανατροπή και αλλαγή. Ενώ γίνεται όλο και πιο έντονο το ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει κάτι πέρα από τον καπιταλισμό, ενώ η αναζήτηση του κομμουνισμού επιστρέφει στις θεωρητικές συζητήσεις, η Αριστερά φοβάται όλο και περισσότερο να μιλήσει για αυτόν και ακόμα χειρότερα να τον συνδέσει με τις πολιτικές επιλογές της, έστω σαν στρατηγικό στόχο. Πως γίνεται να μην αρνείται την ελπίδα για μια καινούρια ζωή ο άνεργος νέος, όταν η πρόταση εξουσίας της Αριστεράς φαντάζει όλο και περισσότερο σαν μια υπόθεση μικροαλλαγών στη διαχείριση ή τις διεθνείς σχέσεις; Τώρα ρεαλισμός, τα μεγάλα οράματα και οι μεγάλες αφηγήσεις είναι ή του παρελθόντος ή του απώτερου μέλλοντος. Γίνεται να μην καταθέτει τα όπλα, όταν το ΚΚΕ του υπενθυμίζει σε κάθε ευκαιρία ότι είναι «μικρός πολύ μικρός για να αλλάξει» κάτι, ότι τα χειρότερα πάντοτε θα έρχονται μέχρι τη λαϊκή εξουσία που κάπως θα έρθει;

Θα μπορέσουμε με νέες κιμωλίες να ξανατραβήξουμε την κόκκινη γραμμή του κομμουνιστικού κινήματος, να επαναφέρουμε τον κομμουνισμό σαν όραμα και σαν κίνημα, σαν αίτημα και σαν κάλεσμα για δράση, σαν κριτήριο για τα πολιτικά προγράμματα και σαν μοχλό στράτευσης, σαν κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων; Θα διαμορφώσουμε μια νέα ελπίδα που δε θα βασίζεται σε μια πίστη στα θαύματα του Χριστού, ούτε στις ιστορίες του Άγιου Βασίλη, αλλά στην γνώση της πραγματικότητας και των δυνατοτήτων της; Θα βάλουμε την κομμουνιστική ιδέα στη θεωρία και την πράξη των πραγματικών υποκειμένων; Αυτό είναι ένα καθήκον για το σήμερα.

Αξίζει να ζει αυτός ο κόσμος; Ξανά το σεξπηρικό ερώτημα, όχι όμως για τον καθένα από μας, αλλά για τον κόσμο της εκμετάλλευσης. Σίγουρα όχι. Ας καταστραφεί, όχι με μπάλες φωτιάς από το διάστημα αλλά με τη φωτιά που καίει μέσα μας. Κι έτσι θα θυμηθούμε ξανά, την παρακίνηση του Χικμέτ: «Στάχτη θα γίνεις κόσμε γερασμένε, σου είναι γραφτός ο δρόμος της συντριβής»

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Μάγοι (αναδημοσίευση)


Σε κάθε γωνιά αυτού του κόσμου
υπάρχουν πάντα εκείνοι 
που εγώ τους λέω μάγους. 
Μάγοι, λοιπόν, για μένα είναι όσοι αναπνέουν, 
όχι απλά για να ζουν, 
αλλά όσοι κάνουνε ζωή την κάθε τους ανάσα. 

Είναι αυτοί που, 
μετά από κάθε αντάμωμα, 
νοιώθουν και εκείνα που δεν είπατε και εκείνα που δεν ζήσατε παρέα. 
Είναι εκείνοι 
που απαιτούν από το σύμπαν 
να δώσει λίγο από το άπειρό του στους απελπισμένους. .....

Είναι εκείνοι 
που δείχνουν το δρόμο στο νερό, 
εκείνοι που αφηγούνται τις ιστορίες μας στα δέντρα. 
Είναι εκείνοι 
που αντέχουν ν’ αντικρίζουν όσα μισούν και άδολα να τα νοιάζονται. 
Είναι εκείνοι 
που σέβονται ό,τι πάλεψε, ό,τι ονειρεύτηκε και ό,τι λάτρεψε ο άνθρωπος.
 Είναι εκείνοι 
που ησυχάζουν, μόνο, όταν τα παιδιά γελάνε. 
Είναι όλοι αυτοί 
που μοιράζονται τις θύμισες 
και όλοι αυτοί που γίνονται η έμπνευση ή η αρχή. 
Είναι αυτοί 
που αναγνωρίζουν και ξετρυπώνουν τα όμορφα από παντού. 
Είναι αυτοί 
που κάποτε μπορεί ν’ αρνηθήκαμε, να χλευάσαμε, να φοβηθήκαμε, 
να βιαστήκαμε να μιλήσουμε γι’ αυτούς... 
Σειρά μας… 
Μάγοι να γίνουμε και μεις... 

Βίκυ Δερμάνη ΛΥΧΝΟΣ ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ

μουσική
Skellig by Loreena McKennitt

Εκ-ποίηση ψυχών (αναδημοσίευση)



Tου ΓΙΩΡΓΟΥ Χ.ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ 

Πόνος, δυστυχία, θάνατος. Μία 90χρονη γυναίκα στην Άρτα καίγεται ζωντανή απ’ το μαγκάλι της. Φυσάει στις στοές, όπου βρίσκουν καταφύγιο οι ανέστιες ψυχές. Κι όμως «…με τα δάκρυά σου/θα φτιάξω φτερά» αναφωνεί ο ποιητής και ο φίλος από τις όχθες του Σηκουάνα μας δίνει κουράγιο, επιμένοντας πως «Η ποίηση θα σώσει τον κόσμο»! Παραβλέπει, όμως, ότι σήμερα εκλείπουν οι ποιητές που ξεσήκωναν τα κύτταρα και ανέτρεπαν τα καθεστώτα, καταγγέλλοντας «κάθε κενότητα (που) αναπαύεται ανώδυνα σε κατακτημένες αποσκευές»....

Τώρα, Τίποτα. Ούτε πάθη ούτε αδυσώπητα λεπίδια του πόθου ούτε αγάπες αλήτισσες. Τίποτα. Δεν υπάρχει ποίηση πια, μόνο η εκ-ποίηση από το ΤΑΙΠΕΔ της περιουσίας και της ταυτότητάς μας. Αλλά εκεί που περιμένεις πως το «τίποτα» θα ισοπεδώσει ανθρώπους και ψυχές, αίφνης «από’ να τίποτα γίνεται ο παράδεισος», στήνεται η γιορτή της αναγέννησης του ανθρώπου και ο φίλος αληθεύει. 

Γιατί οι άνθρωποι ξαναζούν «απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε μια θέση στη ζωή των άλλων» και η δυστυχία γίνεται ελαφρύτερη όταν μοιράζεται. Δύο ποτήρια μπρούσκο και το τραγούδι παροξύνει το χάος, ανακατεύει τη λάσπη του βυθού και μέσω των επαναδομημένων συναισθημάτων ανασυνθέτει τον κόσμο. Η ποίηση, έτσι, γίνεται βίωμα, επιβίωση και τρόπος ζωής. 

Όμως στη νεοπλατωνική εποχή μας οι ποιητές εξορίζονται από τους πειθαρχικούς μηχανισμούς των στρατιωτικοποιημένων νεοφιλελεύθερων κοινωνιών της αέναης κρίσης και της διαρκούς έκτακτης ανάγκης! Αντί για την ποίηση, κυριαρχεί η «εκποίηση», η θηλιά που αποκαλείται «ανάσα» και τα ψέματα που είναι κρυμμένα στις γενικεύσεις, στις συνδηλώσεις των λέξεων, εκεί όπου η καταλήστευση των ανθρώπινων ζωών παρουσιάζεται σαν σωτηρία. Παντού ψέματα αναμεμιγμένα με τρομοκρατικό φόβο, το φόβο της χρεοκοπίας, την ανασφάλεια και τη διαλυτική λειτουργία του κοινωνικού αυτοματισμού. Πιο απάνθρωπος, εντέλει, κι από τον μισό μισθό, τη μισή σύνταξη, τη μισή αποζημίωση και τη μισή ζωή είναι ο εμπαιγμός των άνεργων νέων, των γυναικών και των γερόντων! Γιατί δεν είναι μόνο τα χρήματα που αφαιρούνται. Πάνω απ’ όλα αφαιρούν την αξιοπρέπεια, την ανθρώπινη υπόσταση καθώς η ανέχεια αποανθρωποποιεί. 

Κι όμως, από μια σπίθα, από ένα ίχνος-μνήμης, από ένα τίποτα ξαναφτιάχνεται ο παράδεισος, όπου οι ψυχές ξανασυναντιώνται δημιουργώντας μία ισχυρή εκρηκτική ύλη. Αυτός ο εκρηκτικός μηχανισμός εξουδετερώνεται μέσω της τεχνητής, της ακίνδυνης δικτύωσης(της επιφανειακής ομαδοποίησης) σε σεξουαλικές, εθνοτικές, ποδοσφαιρικές, μουσικές, ενδυματολογικές και άλλες «φυλές». Αυτή η πολιτική και κοινωνική πολυδιάσπαση επιδιώκει την εξουδετέρωση της ισχύος της ποιητικής, οραματικής συνάντησης των «κάτω», της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Γι’ αυτό ακόμα και η μορφή της πατριωτικής οικειοποίησης του καταναλωτισμού, όπως στο «αμερικανικό όνειρο», έχει καταστεί μια τεράστια, εθνική κατάθλιψη. 

Απαιτείται, συνεπώς, η διαμόρφωση μιας νέας αξιακής πρότασης, μιας νέας διευρυμένης οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οικολογίας που θα λαμβάνει υπόψη της τόσο το χρόνο και τα όρια της φύσης όσο και τη βελτιστοποίηση της ποιότητας των συνθηκών ζωής του ανθρώπου, δηλαδή, μία ποιοτική και όχι ποσοτική ανάπτυξη, μία ανάπτυξη που θα προοιωνίζεται τον «παράδεισο» όλων και όχι μόνο των λίγων!

Εμένα οι φίλοι μου… (αναδημοσίευση)



Πάνος Μουχτερός Κακώς Κείμενα

Εμένα οι φίλοι μου...
...είναι διαφορετικοί μετά την κρίση. Τα γέλια, οι χειρονομίες, τα βλέμματα, οι αγκαλιές, όλα αλλάξανε, λιγοστέψανε, κρυφτήκανε σε ένα θλιβερό καβούκι ανασφάλειας. Εκείνο το χαρακτηριστικό χτύπημα στην πλάτη που έδειχνε μια εξ αρχής ανάγκη να αισθανθείς τον άλλο, χάθηκε κι αυτό.

Στη θέση του μπήκε η ελεγχόμενη απόσταση, σαν την ελεγχόμενη χρεοκοπία...
Λες και κουβαλάμε όλοι ένα νέο είδος αρρώστιας που μας αποτρέπει από το να πλησιάζουμε τους υπόλοιπους ανθρώπους, μήπως και κολλήσουμε κανένα μικρόβιο. Είναι σα να φοράμε εκείνες τις μάσκες με τις οποίες κυκλοφορούνε οι κάτοικοι περιοχής που έχει υποστεί πυρηνική καταστροφή. Μάσκες. Πολλές μάσκες.

Η μάσκα του φόβου, η μάσκα της υποκρισίας, η μάσκα του πόνου, όλοι φορέσαμε κι από μια διαφορετική και βγήκαμε να ξεφαντώσουμε σε τούτο το καρναβάλι της τρέλας, ενώ κανείς δεν μπορεί να δει τα χαρακτηριστικά του άλλου καθαρά. 

Εμένα οι φίλοι μου...
...φύγανε για τα ξένα. Αφήσανε τη χώρα τούτη καθώς βουλιάζει σαν καράβι πολυτελείας που στην πορεία αποδείχθηκε σάπιο και σαθρό. Φύγανε, όχι γιατί το θελήσανε, αλλά γιατί σπρωχτήκανε με το στανιό στα βαγόνια της ξενιτιάς, αφήνοντας πίσω μανάδες να στέλνουν πάλι γράμματα. Αφήσανε όμως και τους φίλους τους πίσω. Και η ξενιτιά είναι διπλή όταν ξεριζώνεσαι από τη γη των φίλων. Τι να σου κάνουν τα ρομποτικά ταχυδρομεία, τα άψυχα προσωπάκια σε οθόνες από σκονισμένους υπολογιστές, σε σχέσεις "εξ αποστάσεως", που ποτέ δεν καλύπτουν τις άμεσες στιγμές σου, εκείνες που θέλεις να ξεσπάσεις, εκείνες που επειγόντως έχεις ανάγκη να βρεις κάποιον και να μιλήσεις. Και χτυπιέσαι και καταριέσαι τη χώρα σου γιατί σου πήρε το μισθό, τη δουλειά, την αξιοπρέπεια, αλλά περισσότερο σε πονά που σου πήρε και τα πρόσωπα εκείνα που μπορούσες να εμπιστευτείς και να ανοιχτείς και να φανερώσεις τα εσώψυχά σου. 

Εμένα οι φίλοι μου...
...δεν ανοίγονται πια. Καθώς μιλάς μαζί τους, βλέπεις ότι ο νους τους ταξιδεύει μακρυά, και κουνάνε συγκαταβατικά το κεφάλι, αλλά στην πραγματικότητα δεν λένε τίποτα και δεν ακούνε τίποτα από όσα τους λες. Προσποιούνται ότι συζητάνε, ενώ στην ουσία δε συνομιλούνε με κανέναν άλλο παρά μόνο με τον εαυτό τους. Και τους ρωτάς τις επόμενες ημέρες για εκείνο το γεγονός που σε είχε σακατέψει, που σε προβλημάτιζε, και εκείνοι δεν θυμούνται σχεδόν τίποτα. Και προσπαθείς να προσεγγίσεις την αγωνία τους, να βρεις τα κουμπιά εκείνα που θα ξεκλειδώσουν τις ταμπουρωμένες γωνιές τους, αλλά τότε κλείνονται ακόμα περισσότερο στις μύχιες σκέψεις τους. Είναι λες και δειλιάζουν να δείξουν τις πληγές τους, να τις βγάλουν στο φως, μήπως και θεωρηθούν κι εκείνοι ευάλωτοι, εύθραυστοι και πληγωμένοι. Όχι, δεν γουστάρουν καμία θεραπεία, γιατί, στην τελική, ποιος νομίζεις ότι είσαι εσύ που θα τους θεραπεύσεις; 

Εμένα οι φίλοι μου...
...δεν έχουν χρόνο για φιλίες. Στο λαχανητό της επιβίωσης, η φιλία κατήντησε περιττό περίσσευμα. Θυμίζει πια εκείνα τα παραπανίσια ψώνια που έριχνες στο καλάθι του σούπερ μάρκετ, εκείνες τις εποχές που τα συναισθήματα και τα πορτοφόλια ήταν παχυλά. Ναι εκείνα τα χαζά και άχρηστα που εσύ τα ψώνιζες σχεδόν ψυχαναγκαστικά για να έχεις την αίσθηση ότι ψωνίζεσαι πλήρως. Οι επαφές των ανθρώπων πλέον μικρύνανε, από καρότσι γίνανε καλάθι, χωράνε πολύ λιγότερους και για σύντομα χρονικά διαστήματα. Μετά τον ελεύθερο χρόνο, το χρόνο για πολιτισμό, για έρωτα, λιγόστεψε και ο χρόνος για τους φίλους. Εδώ δεν έχουμε πια χρόνο για να ασχοληθούμε με τον εαυτό μας, θα σπαταλήσουμε λεπτά και ώρες και δευτερόλεπτα σε ανούσιες φιλικές ενασχολήσεις; 

Εμένα οι φίλοι μου...
...συμπιέζονται ανάμεσα σε όνειρα και εφιάλτες. Από το πρώτο πρωινό τους ξύπνημα, κουβαλάνε ένας βάρος στην καρδιά, στα βλέφαρα, στην ψυχή τους. Βαραίνουν τα πόδια τους τα ίδια, πάνω στο στίβο του "υγιούς" ανταγωνισμού, των συγκρίσεων και των συγκρούσεων. Τι κατάφερες εσύ, τι δεν πρόλαβα εγώ, σε πόσα τετραγωνικά θέλεις να μετρηθούμε, εντάξει, πως κάνεις έτσι, ήταν ένα απλό πισωγύρισμα αυτό, άλλοι πεθαίνουνε για ένα κομμάτι ψωμί, δεν είναι δα και σπουδαίο που γύρισα πίσω στους γονείς μου, τι στο διάολο θέλεις πια και δήθεν ενδιαφέρεσαι για ΄μένα και με ψάχνεις συνεχώς για να πιούμε έναν γαμημένο αγχωτικό καφέ και να τα πούμε και να μου πεις ότι χάθηκα, ότι χάνεσαι, ότι έχουμε χαθεί. Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά. Και πετάνε.

Και χάνονται.

Κάτι θα ξαναγεννηθεί, αλλά θα διαφέρει απ’ ό,τι ξέρουμε (αναδημοσίευση)


Συνέντευξη της Ροσάνα Ροσάντα στον Μάρκο Μπερλίνγκουερ.
Δημοσιεύτηκε στις 18 Νοεμβρίου 2012, στην εφημερίδα «Pubblico».
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς
από  left.gr

Η Ροσάνα Ροσάντα ζει στο Παρίσι εδώ και πολλά χρόνια. Το σπίτι της βλέπει στο Σηκουάνα, στην Αριστερή Όχθη, φυσικά. Το κτίριο του 19ου αιώνα έχει μια ξεχωριστή αύρα. Στο διαμέρισμά της, μου λέει ότι υπήρχε το τυπογραφείο της Κολέτ. Σ’ αυτή την παρισινή γωνιά ήλθα να της πάρω συνέντευξη. Της εξήγησα ότι έχουμε έναν ιδιαίτερο χώρο αφήγησης στην εφημερίδα Pubblico, που εμείς ονομάζουμε what‘s left. Ήταν περίεργη να μάθει για μας και για τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα: «Τι εννοεί ως αριστερά ο διευθυντής σου;», με ρωτάει.  

Της απαντάω ότι νομίζω ότι απ’ αυτή την άποψη ο διευθυντής έμεινε κολλημένος στο πέρασμά του από τη Fgci (τη νεολαία του ΙΚΚ) στα μισά της δεκαετίας του ’80. Αυτό την εξέπληξε και νομίζω ότι τη διασκέδασε: «Όσο περνάει ο καιρός - μου είπε -βρίσκω όλο και πιο υπέροχο εκείνο το κόμμα, το ΙΚΚ, στο οποίο έκανα πολλή κριτική. Υπήρξε ένα μεγάλο οικοδόμημα».

Την κοιτάζω, για μια στιγμή. Θυμόμουν τη Ροσάντα στη λογοτεχνική εικονογραφία του Manifesto: την αυστηρή και σοβαρή διανοούμενη. Και αντίθετα τη βρίσκω γλυκομίλητη και περίεργη. Μιλάμε πολύ, τρεις ώρες. Ξεκινάμε από το ίντερνετ («Θα επιβιώσουν οι εφημερίδες με το διαδίκτυο;») για να καταλήξουμε στη Λατινική Αμερική («καταλαβαίνω ότι έκαναν σπουδαία πράγματα, αλλά εγώ δεν βλέπω αυτό το μοντέλο»). Στο τέλος, από δω το πάμε, από κει το πάμε, αντιλαμβάνομαι ότι μιλήσαμε κυρίως για ιστορία και για το 1900. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς με ένα «κορίτσι του περασμένου αιώνα», για να μείνουμε στην εικόνα την οποία επέλεξε να δώσει ως τίτλο της αυτοβιογραφίας της.

Σ’ αυτό το μεγάλο διάλογο αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν τρεις φάσεις που σημαδεύουν την αφήγησή της. Η πρώτη είναι η ένταξή της στον κομμουνισμό, στο ΙΚΚ. Είμαστε στο 1943, μετά την 23η Ιουλίου, στο Μιλάνο. (Στην ανάμνηση αυτή χαμογελάει). «Είχα ακούσει να λένε ότι ο Αντόνιο Μπάνφι (ΣτΜ κομμουνιστής φιλόσοφος, καθηγητής της Ροσάντα στο πανεπιστήμιο) ήταν κομμουνιστής. Και πήγα να τον ρωτήσω. «Αλήθεια;». Έτσι, σαν χαζή.

Κι αυτός;
Μου απάντησε: «Γιατί με ρωτάτε;». Μου έδωσε βιβλία να διαβάσω. Ξαναγύρισα μετά από μια εβδομάδα, του είπα: «Ωραία. Και αν κάποιος ήθελε να εφαρμόσει αυτές τις ιδέες;». (Μα αυτό που είναι σημαντικό σήμερα για τη Ροσάντα, είναι να εξηγήσει, πέρα απ’ αυτό το επεισόδιο, πόσο μπορούσε να ήταν εύκολη η ένταξη στον κομμουνισμό ενός κοριτσιού μιας αστικής «α-φασιστικής» οικογένειας).

Γιατί;
Επειδή η αστική κουλτούρα ήταν από το 1800 διαποτισμένη με προοδευτικές ιδέες και ιδέες ισότητας. Βλέπεις, ο πατέρας μου, για παράδειγμα, είχε διαμορφωθεί με γνώμονα τον Τολστόι, τον Ρούντολφ Στάινερ. Όταν κατάλαβε ότι είχα μπει στην Αντίσταση - επειδή η αστυνομία ήρθε να κάνει έρευνα στο σπίτι - με ρώτησε ανήσυχος: «Μα με ποιους πήγες;».

Κι εσύ του είπες την αλήθεια;
Όταν έμαθε ότι ήμουν με τους κομμουνιστές, μου είπε: «Πάλι καλά!». Η αστική τάξη μπορεί να ήταν και φασιστική. Μπορεί να ήταν και μετριοπαθής. Μπορεί να νόμιζε ότι η ανισότητα θα υπήρχε πάντα. Δεν υπήρχε όμως αυτή η ιδέα που συναντάμε σήμερα: η φτώχεια σαν ενοχή. Η ανισότητα σαν αξία.

Η δεύτερη πράξη αυτής της προσωπικής και συλλογικής ιστορίας λαμβάνει χώρα στη δεκαετία του ‘60. Μα η αφήγηση δεν αφορά την υπόθεση του Manifesto.

Τι συνέβη σ’ εκείνα τα χρόνια;
Υπήρξε μια ανθρωπολογική μετάλλαξη. Ο Χομπσμπάουμ την αφηγείται ωραία. Όλα αλλάζουν. Υπάρχει η μεγάλη ανάπτυξη. Η μαζική κατανάλωση. Οι γυναίκες μπαίνουν στην αγορά εργασίας. Η μαζική φοίτηση των παιδιών στα σχολεία.
Αρχίζει η κριτική στα κόμματα. Αρχίζει εκείνη η απόκλιση μεταξύ κομμάτων, κινημάτων και κοινωνίας, που ίσως σήμερα να έφθασε το απώτερο σημείο της.
Ξεσπάνε τα κινήματα, πρώτα τα φοιτητικά, μετά τα εργατικά. Το ΙΚΚ και τα κόμματα δεν τα καταλαβαίνουν. Θυμάμαι ότι ήταν έκπληκτα απ’ αυτό το κύμα που διαμορφωνόταν έξω απ’ αυτά. Οι γηραιότεροι, άνθρωποι τύπου Σέκια και Τερατσίνι, σκέφτονταν: «Αν οι εργάτες κινήθηκαν χωρίς το ΙΚΚ, πρέπει να υπάρχει κάποιο λάθος».

Στην αυτοβιογραφία της, η οποία σταματά εδώ, στο 1969 -κι αυτό έχει τη σημασία του- η Ροσάντα, αναφερόμενη στην ομάδα του Manifesto, λέει: “Ελπίζαμε ότι θα ήμασταν μια γέφυρα ανάμεσα σ’ αυτές τις νέες ιδέες και στη σοφία της γέρικης αριστεράς: δε λειτούργησε”. 

Τέλος, ερχόμαστε στην τρίτη φάση: αναπόφευκτα, λαμβάνει χώρα στο τέλος της δεκαετίας του 80.

Τι ήταν για σένα το 1989;
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ λόγω εσωτερικής έκρηξης. Ίσως όμως να είναι πιο εκπληκτική η στροφή της Κίνας: ένα κομμουνιστικό κόμμα που γίνεται θιασώτης του καπιταλισμού. Αν μου το είχαν πει δέκα χρόνια νωρίτερα, δεν θα το είχα πιστέψει. Για την ιδέα της αριστεράς υπήρξε μια μοιραία μετάβαση.

Γιατί;
Γιατί -είτε μας άρεσε είτε όχι- μέχρι τότε υπήρχαν δύο στρατόπεδα, δύο κουλτούρες, δύο πραγματικότητες. Από εκείνο το σημείο, απομένει μόνο ένα. Και απομένει μόνο μια ερμηνεία που λέει: ο καπιταλισμός - ο κοινωνικός δαρβινισμός - είναι μια φυσική κατάσταση. Ο σοσιαλισμός, η ισότητα, είναι αυταπάτες. Είναι μια ουτοπία. Μια λέξη που σιχαίνομαι. Εκεί είναι που η προοδευτική κουλτούρα του 1800, κι εκείνη η σοσιαλιστική, αόριστη ιδέα, εξαφανίζεται. Και μαζί της, κατά κάποιον τρόπο, καταποντίζεται και η ίδια η ιδέα της αριστεράς. Γιατί για μένα αυτό είναι αριστερά. Μια ηθική της ισότητας. Αν θέλεις, πρόκειται για μια ιδέα που προέρχεται από τη γαλλική επανάσταση. Δεν είναι ένα ζήτημα οικονομικής τάξης, αλλά πολιτικό, ηθικό. Γιατί σε επίπεδο λειτουργίας και τα δύο συστήματα μπορούν να σταθούν όρθια. Αριστερά είναι αυτός ο αγώνας ενάντια στις αδικίες του κόσμου μέσα από μια ιδέα ιδιοκτησίας που τη διαχειρίζεσαι πολιτικά.

Eδώ ήθελες να καταλήξεις;
Ναι, γιατί αν το δεις έτσι, το ερώτημα από πού να ξαναρχίσει η αριστερά, είναι πολύ περίπλοκο.

Τι είναι αυτό που περιπλέκει την απάντηση;
Τι συνέβη; Τι δε λειτούργησε; Αυτά τα ερωτήματα πρέπει να απαντηθούν. Όχι τι έκανε μέχρι σήμερα η αριστερά, η οποία ξέφυγε απ’ αυτά τα ερωτήματα. Δεν το έκανε εκείνη η χίμαιρα, εκείνη η σούπα, εκείνος ο κένταυρος που σήμερα λέγεται Δημοκρατικό Κόμμα. Ούτε κι αυτοί που εξακολουθούν να αυτοαποκαλούνται κομμουνιστές. Υπάρχει όμως και μια δεύτερη ανθρωπολογική μετάλλαξη, που συμβαίνει στις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90. Εκείνη η γενιά μετά το 89, η οποία - «εξαιτίας και των συνεπειών της τεχνολογικής επανάστασης» - χάνει το νήμα της συνέχειας με το παρελθόν, «σαν η εμπειρία να παύει πια να είναι μεταδόσιμη».

Η Ροσάνα αναφέρεται σε δύο επεισόδια που εντυπώθηκαν στο μυαλό της.

Να ξεκινήσουμε από το πρώτο;
Το πρώτο είναι αυτό που συνέβη όταν ο Πιντόρ έγραψε ένα κύριο άρθρο τη δεκαετία του ‘90 για την έπαυλη του Μπερλουσκόνι με τα 16 μπάνια.

Γιατί το θεωρείς τόσο σημαντικό;
Για κείνον ήταν σαν να έλεγε: δεν μπορεί να είναι σωστός άνθρωπος. Μέσα σε τόσο πλούτο, υπήρχε κάτι λανθασμένο και ανήθικο. Θα το είχε γράψει και ο πατέρας μου. Κι όμως ήταν μια παταγώδης αποτυχία. Είχε ένα βουνό από αρνητικές κριτικές. Είχε συμβεί κάτι. Είχαν αλλάξει οι αξίες.

Και το δεύτερο επεισόδιο;
Είναι πιο πρόσφατο. Είχα πάει ταξίδι στην Ιταλία, παρουσίαζα το βιβλίο μου σε ένα πανεπιστήμιο. Μια νεαρή γυναίκα, μάλιστα και με μεταπτυχιακό, εργαζόταν εκεί ως γραμματέας με επισφαλή σχέση εργασίας.

Και τι συνέβη;
Ήταν ευγενική μαζί μου, αλλά μου είπε: «Εγώ απ’ αυτά που λέτε -ότι με τις σπουδές, με την ένταξη σε ένα κόμμα, σε ένα συνδικάτο, μπορεί να αλλάξει κάτι - δεν πιστεύω τίποτα».
Δυστυχώς δεν με εκπλήσσει...Αυτό το νέο κορίτσι αντιπροσωπεύει μια απελπισία που η γενιά μου δε γνώρισε. Σκέψου: ο πατέρας μου πτώχευσε στην κρίση του ‘29. Θυμάμαι που μας πήραν τα χαλιά. Πέσαμε σε μεγάλη στενότητα. Ζούσαμε σε δύο δωμάτια. Κι όμως εγώ θυμάμαι εκείνη τη σατανική περηφάνια να νιώθουμε διανοούμενοι. Αυτή τη σιγουριά που είχαμε εγώ και η αδελφή μου. Ότι σπουδάζοντας δεν θα είχαμε προβλήματα. Και δεν είχαμε. Σήμερα υπάρχει μια κατάσταση αθλιότητας, που συνδυάζεται με μεγαλύτερη γνώση. Όμως δεν υπάρχει πια πίστη ότι μπορεί να αλλάξει.

Τώρα όμως υπάρχει μια βαθιά, συστημική κρίση του καπιταλισμού.
Ναι, μπορώ να συμφωνήσω. Όμως η κρίση της αριστεράς μού φαίνεται ακόμη πιο σοβαρή.

Τι γνώμη έχεις γι’ αυτά τα αναδυόμενα φαινόμενα λαϊκισμού;
Μετά απ’ αυτό το κοινωνικό ρήγμα, που επήλθε έπειτα από την καταστροφή της αριστεράς, βγαίνουν οι λαϊκισμοί. Όσο είχαμε το ΙΚΚ και ένα δυνατό συνδικάτο, είχαμε μεταρρυθμίσεις και πρόοδο, για τη δουλειά και για τα πολιτικά δικαιώματα. Το ΙΚΚ παρήγαγε μεγάλες μεταρρυθμίσεις και από τη θέση της αντιπολίτευσης. Τώρα μπορεί να πήγαν στην κυβέρνηση, αλλά υπήρξε οπισθοχώρηση και απόκλιση στα εισοδήματα. Η αριστερά δεν υπάρχει πια. Γι’ αυτό βγαίνουν οι λαϊκισμοί.

Για τον Γκρίλο τι γνώμη έχεις;
Μου φαίνεται η κλασική δεξιά αντιπολιτική στάση.

Υπάρχει κάτι που να σου φάνηκε ενδιαφέρον, μετά από το ‘89;
Μόνο τα κινήματα.

Που εσένα δεν σε ενθουσιάζουν...
Τι αντιτάσσω στα κινήματα; Όχι τόσο τη λατρεία της εκλογικής αποτελεσματικότητας, που οδήγησε τα κόμματα σε μια βαθιά κρίση. Όμως θυσίασαν το πρόβλημα της αποτελεσματικότητας για χάρη του ζητήματος της συμμετοχής, που επίσης είναι σημαντικό. Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν καταλήγουν πουθενά. Δεν έχουν συνέχεια. Τρελαίνονται και μόνο να ακούσουν να τους μιλάς για οργάνωση.

Όμως δεν έχουν κάποιο δίκιο να κριτικάρουν τα κόμματα;
Ναι. Αλλά δεν έθεσαν το ζήτημα του πώς θα γίνουν αποτελεσματικά αποφεύγοντας τα κλουβιά των παραδοσιακών κομμάτων, για να ξαναδώσουν φωνή στο άτομο, στην πολυπλοκότητά του, στην τάση του για συμποσιακή ευθυμία. Μπορώ να κατανοήσω την κριτική που έκανε ο φεμινισμός. Είναι αλήθεια ότι εγώ μέχρι τη δεκαετία του ‘70 δεν έγραψα ποτέ κάτι αρχίζοντας με τη λέξη εγώ... Αναζητούσα την αντικειμενικότητα των πραγμάτων. Όμως υπάρχει και ο κόσμος. Το εγώ δεν μπορεί να είναι το μέτρο των πάντων.

Και επομένως;
Εκτός των άλλων αυτή η εικόνα των κομμάτων είναι και λανθασμένη. Το ΙΚΚ ήταν μια μεγάλη μέδουσα που ανάπνεε μέσα στην κοινωνία. Το να είσαι μέσα σ’ εκείνο το μεγάλο σώμα - σ’ εκείνο το βαρύ κόμμα, όπως το αποκάλεσε ο Οκέτο - σε οδηγούσε στο να συναντηθείς με άλλους κόσμους, και να έχεις μια πιο αντικειμενική αντίληψη της κοινωνίας. Στα κινήματα υπάρχουν πολλοί ατομικισμοί ομάδων. Δεν δουλεύουν μαζί. Ο καθένας προχωράει μόνος του. Κοίτα: θα καταλήξω να γράψω ένα εγκώμιο στα κόμματα. Για να γίνω λίγο πιο αντιπαθητική.

Πώς σου φαίνεται η ιδέα που αυτή τη στιγμή επανέρχεται με ένταση, να καταργηθούν δηλαδή οι ηγετικές ομάδες;
Είναι αλήθεια ότι αυτή η ιδέα άρχισε το 1968 και επανεμφανίζεται, έπειτα από 45 χρόνια. Όλοι το ίδιο. Όμως στο τέλος, ενώ λες ότι όλοι είναι το ίδιο, σου ξεπετάγεται ο ηγέτης. Όπου έχεις κόμματα, έχεις ηγέτες. Όχι ομάδες, αλλά έναν μόνο άνθρωπο. Τουλάχιστον μέχρι σήμερα έτσι ήταν.

Λες για τον Γκρίλο;
Έχω στο νου μου και την ομάδα του Γκίνσμποργκ (ΣτΜ Άγγλος ιστορικός, που ζει στην Ιταλία και έχει αποκτήσει την ιταλική υπηκοότητα. Από το 1992 διδάσκει Ιστορία της Ευρώπης στο Τμήμα Φιλολογίας της Φλωρεντίας. Το 2012, μαζί με τον Μάρκο Ρεβέλι ίδρυσε το νέο πολιτικό υποκείμενο ALBA [Συμμαχία Εργασίας Κοινωφελών Αγαθών Περιβάλλοντος]). Ή τις γυναίκες στο Πέστουμ, που συναντήθηκαν πρόσφατα κατ’ αυτόν τον τρόπο. Καμία στο προεδρείο. Καμία εισήγηση. Καμία κορυφή. Τρία λεπτά η καθεμία.

Εσύ είσαι δύσπιστη;
Εκείνες ήταν ευχαριστημένες. Ένιωσαν τη συγκίνηση του να ανήκουν κάπου. Για να πω την αλήθεια, εμένα μου φαίνεται ένα μεγάλο μπουρδέλο. Όμως είναι αλήθεια ότι τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν οργανώσεις που είχαν δημιουργηθεί από μια ελίτ, και από πίσω υπήρχαν αναλφάβητες και αμόρφωτες μάζες. Σήμερα υπάρχει μαζική μόρφωση. Άρα υπάρχει ζήτημα: πώς μπορεί να οργανωθεί μια μορφωμένη μάζα.

Είπα σε μια νεαρή Ισπανίδα, μια αγανακτισμένη, ότι ερχόμουν να σου πάρω συνέντευξη. Τη ρώτησα ποια ερώτηση θα ήθελε να σου θέσει. Μου ζήτησε να ρωτήσω πώς μπορεί το 99% να νικήσει το 1%;
Γιατί το 99% της ανθρωπότητας ανέχεται το 1%; Επειδή χάθηκε η πρωτιά της πολιτικής πάνω στην οικονομία. Η πολιτική του Χίλια Εννιακόσια έφερε την πρωτιά της ισότητας. Η πολιτική έχασε την πρωτιά. Όμως προσοχή: την έχασε εξαιτίας μιας πολιτικής ήττας. Επειδή ηττήθηκε η ιδέα της ισότητας.

Τέλος πάντων, πού καταλήγουμε;
Κοίτα: ζούμε μια τραγική και ενδιαφέρουσα στιγμή. Σήμερα υπάρχει ένα μάξιμουμ απόκλισης μεταξύ κινημάτων και θεσμών. Τα κινήματα είναι ισχυρά, αλλά δεν ξεπερνούν το εμπόδιο των διαλυμένων θεσμών. Η Ιταλία είναι μάλλον η πιο άτυχη, μ’ όλο αυτό το κοινοβούλιο πιεσμένο πάνω στο Μόντι.

Είσαι απαισιόδοξη.
Ναι. Πιστεύω όμως ότι κάτι θα ξαναγεννηθεί. Κοίτα: ο μόνος λόγος που με λυπεί να πεθάνω, είναι γιατί δεν θα το δω. Γιατί, επιπλέον, αυτή τη φορά δεν θα συμβεί σε μια καθυστερημένη χώρα, όπως έγινε με την ΕΣΣΔ. Αυτή τη φορά -χάρη και στο internet και στην επανάσταση των επικοινωνιών - ο πρωταγωνιστής θα είναι μια μορφωμένη κοινωνία. Και θα είναι διαφορετικό.

σημείωση: οι χαρακτηρισμοί στο κείμενο έγιναν από τον διαχειριστή του ιστολογίου.

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Κοινωνική οικονομία: τόπος συνάντησης των αναγκών της επιβίωσης με την ανάκτηση της αξιοπρέπειας (αναδημοσίευση)


του Γιώργου Λιερού
Δημοσιεύτηκε στο 9ο τεύχος της εργατικής εφημερίδας Δράση 

Η ανάδυση της Κοινωνικής Οικονομίας ακολούθησε σχεδόν άμεσα τη γένεση της οικονομίας της αγοράς. Δεν επρόκειτο παρά για την αυτοοργάνωση της νεαρής εργατικής τάξης· την αυτοοργάνωση για την κοινωνική ασφάλεια, τη μόρφωση αλλά και για τη συνεταιριστική ανάληψη παραγωγικών δραστηριοτήτων. Όχι μόνο για την επιβεβαίωση μέσα στο ζοφερό κοινωνικό τοπίο της Βιομηχανικής Επανάστασης αλλά προπάντων για την αξιοπρέπεια. Η Κοινωνική Οικονομία απετέλεσε ίσως την πρώτη μορφή με την οποία εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο το σύγχρονο εργατικό κίνημα· ευθύς εξαρχής είχε μια προνομιακή σχέση με τους λεγόμενους ουτοπιστές σοσιαλιστές (στην Αγγλία, το κίνημα του Όουεν προηγήθηκε από εκείνο των Χαρτιστών, ενός πιο πολιτικοποιημένου εργατικού κινήματος, το οποίο διεκδικούσε το καθολικό εκλογικό δικαίωμα).

Απ’ όλον αυτόν τον θεσμικό πλούτο τον οποίο δημιούργησε μέσα σ’ έναν αιώνα το εργατικό κίνημα, συγκροτήθηκε το κράτος πρόνοιας. Το τελευταίο αμφισβητήθηκε από τα αριστερά, από τα κινήματα νεολαίας της δεκαετίας του 1960, αλλά αποδομήθηκε από τα δεξιά, από τον επελαύνοντα νεοφιλελευθερισμό. Η αποδόμηση ξεκίνησε από τη Λατινική Αμερική και την Αγγλία και σήμερα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη στην ηπειρωτική Ευρώπη. Η σύγχρονη Κοινωνική Οικονομία έχει την καταγωγή της από τη μια στα κινήματα νεολαίας της δεκαετίας του 1960 και στα οικολογικά και εναλλακτικά κινήματα που τα διαδέχθηκαν, και από την άλλη στα αντινεοφιλελεύθερα κινήματα τα οποία εδώ και τρεις δεκαετίες συγκλονίζουν τη Λατινική Αμερική. Αυτά τα κινήματα πρωτοστάτησαν στους αγώνες εναντίον της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και αποτελούν μοναδικές εμπειρίες αυτοοργάνωσης των αποκάτω για την ανάληψη της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής.

Σε κάθε περίπτωση, η Κοινωνική Οικονομία, έρχεται να πάρει τη θέση του καταρρέοντος κράτους πρόνοιας και είναι το πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα σ’ ένα «εναλλακτικό επιχειρείν» και την αλληλέγγυα και συνεργατική οικονομία. Η Κοινωνική Οικονομία αποτελεί ένα σπουδαίο πεδίο ανάπτυξης και συγκρότησης, ένα πραγματικό πειραματικό εργαστήρι, για αγοραίους θεσμούς οι οποίοι έρχονται να υποκαταστήσουν τους πολιτειακούς και κρατικούς. Από την άλλη, ιδίως σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, βλέπε κοινωνικής κατάρρευσης, η Κοινωνική Οικονομία αποτελεί όχι μόνο πεδίο δοκιμασίας των αντικαπιταλιστικών προταγμάτων στην πράξη αλλά και την κύρια ή τη μόνη δυνατή απάντηση όσων από τους αποκάτω πετάγονται οριστικά εκτός απασχόλησης και εκτός κοινωνικής προστασίας· είναι ο τόπος στον οποίο συναντώνται οι ανάγκες της επιβίωσης με τα πιο ευγενικά οράματα και την ανάκτηση της αξιοπρέπειας.

Η Κοινωνική Οικονομία είναι η μόνη διέξοδος στην απελπιστική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα μας (απελπιστική κατάσταση που δεν έχει να κάνει μόνο με τη φτώχεια και την εξαθλίωση). Χωρίς να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους πολλές εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, χωρίς την ατομική πρωτοβουλία, την προσωπική ευθύνη του καθενός χωριστά απ’ αυτούς, δεν μπορεί να επιτελεστεί το τιτάνιο έργο της από την αρχή ανασυγκρότησης της οικονομίας, της ανοικοδόμησης της χώρας, της ανασύστασης της κοινωνίας. Εδώ που φτάσαμε δεν υπάρχει πλέον κάποιο πολιτικό σχέδιο που να μπορεί να υλοποιηθεί με διατάγματα από ένα κρατικό μηχανισμό (ακόμη κι αν ο μηχανισμός αυτός θα ήταν ο γερμανικός και όχι ο ελληνικός). Όχι βέβαια ότι στερούνται σημασίας οι πολιτικοί αγώνες και προπάντων η εξέγερση και η μετωπική αναμέτρηση με το κράτος. Δημιουργούν τον δημόσιο χώρο που εμπεριέχει αυτές τις δομές και τις κάνει κόσμο· προϋποθέτουν αλλά και μας χρειάζονται επίσης για να διευκολύνουν να αναδείξουν τη δημιουργικότητα του πλήθους των ανθρώπων στο μοριακό επίπεδο.

Μια «αλληλέγγυα και συνεργατική οικονομία», η οποία εκδηλώνει μια δυναμική υπέρβαση του καπιταλισμού, ξεχωρίζει πρώτα απ’ όλα γιατί ξεκινάει από σήμερα την κατάργηση της μισθωτής εργασίας, υιοθετώντας, προκρίνοντας, τη συνεργασία, το συνεταιρισμό των ελεύθερων παραγωγών, και επίσης γιατί συγκρούεται δραστικά με την εμπορευματοποίηση της γης και τις δραματικές συνέπειές της για τους ανθρώπους και τον πλανήτη. Η εμπορευματοποίηση της ικανότητας για εργασία και η εμπορευματοποίηση της γης όρισαν στις αρχές του 19ου αιώνα τη μετάβαση από τις εμπορευματικές οικονομίες του πρώιμου καπιταλισμού στην αυτορρυθμιζόμενη αγορά και τον σύγχρονο καπιταλισμό. Η αλληλέγγυα και συνεργατική οικονομία αμφισβητώντας τη μισθωτή εργασία και την εμπορευματοποίηση της γης συνυφαίνεται με τα δυο μεγάλα κινήματα της εποχής μας, το εργατικό και το οικολογικό.

Ωστόσο, για μια κοινωνία που είναι επικεντρωμένη στην οικονομία, δηλαδή στη συνεχή μεγέθυνση της παραγωγής, στο μόχθο και την εργασία (ή στην απαλλαγή απ’ αυτά), στην όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση «υλικού» πλούτου, στην ατομική καταξίωση μέσα από την κατοχή πραγμάτων, στην διαρκή αύξηση της κατανάλωσης κ.τ.λ., ο καπιταλισμός είναι ένα καλό, το καλύτερο, σύστημα (ακόμη κι αν κάνει κακό στους ανθρώπους και τη φύση). Η θέσμιση στην προοπτική μιας άλλης κοινωνίας συνάδει με την απώλεια της φαντασιακής, συμβολικής και υλικής πρωτοκαθεδρίας που απολαμβάνει η οικονομία στην καπιταλιστική κοινωνία, συμβαδίζει με την επανενσωμάτωσή της στην κοινωνία. Μόνο με αυτήν την προϋπόθεση μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά (επίσης και στο οικονομικό επίπεδο) οι συνεταιρισμοί και η αυτοδιαχείριση και να είναι οικονομικά βιώσιμες οι μελλοντικές δημοκρατικές πολιτείες.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων το βιβλίο του Γιώργου Λιερού Υπαρκτός καινούργιος κόσμος: Κοινωνική/Αλληλέγγυα και Συνεργατική Οικονομία

σημείωση: οι χαρακτηρισμοί στο κείμενο έγιναν από τον διαχειριστή του ιστολογίου

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Η αθλιότητα της φιλανθρωπίας (αναδημοσίευση)

από τον ΚΙΜΠΙ
http://kibi-blog.blogspot.gr
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής την 21/12/2012

Στη λέξη φιλανθρωπία υπάρχει μια βαθιά αντίφαση, στα όρια του οξύμωρου. Ο άνθρωπος είναι απλώς άνθρωπος, δεν μπορεί να είναι φιλάνθρωπος. Όπως ο λύκος δεν μπορεί να είναι φιλόλυκος, ούτε η κότα φιλόκοτα και ο σκύλος φιλόσκυλος. Ο σκύλος, ναι, μπορεί να είναι φιλάνθρωπος, ως το κατεξοχήν κατοικίδιο που έχει μια σχεδόν αυτοκαταστροφική προσκόλληση στο είδος μας. Η κότα δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ φιλάνθρωπη, αν είχε μια ελάχιστη επίγνωση του προορισμού της ως σούπας ή κοκκινιστής. Η γάτα, αν και εξίσου προσκολλημένη στον άνθρωπο και τα ενδιαιτήματά του, δεν είναι φιλάνθρωπη. Είναι απλώς φίλαυτη. Κι επειδή αγαπάει τον εαυτό της περισσότερο από οτιδήποτε άλλο- αν μπορεί να αποκληθεί αγάπη το ένστικτο αυτοσυντήρησης που έχει κάθε ον-, συμβιβάζεται με την αναγκαστική συνύπαρξή της με τον άνθρωπο. Είναι μια κατεξοχήν φιλόγατα που συνδέεται με μνημόνιο κατανόησης με τον άνθρωπο, αν υποθέσουμε ότι η βάση της συνύπαρξής της μ’ αυτόν είναι να πιάνει ποντίκια ή να προσφέρει το σώμα της στην ανθρώπινη ανάγκη για τρυφερότητα και χάδι.


Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι φιλάνθρωπος. Μπορεί να είναι φιλόζωος ή ζωόφιλος – ας μην μπλέξουμε με την αυθεντική έννοια των δυο ταυτόσημων λέξεων, ποια σημαίνει την αγάπη για τη ζωή και ποια για τα ζώα. Φιλάνθρωπος μπορεί να είναι μόνον ο άνθρωπος που θεωρεί πως μόνος αυτός -άντε, και μερικοί ακόμη φίλοι, συγγενείς, άτομα της τάξης του, της αισθητικής του, της ιδεολογίας του- έχει ξεφύγει από την κατάσταση του ζώου και αντιμετωπίζει τους άλλους του είδους του ως ζώα, που έχουν την ανάγκη της φιλανθρωπίας του (ή της ζωοφιλίας του) και του οφείλουν ευγνωμοσύνη γι’ αυτήν.

Ακόμη κι αν αποδεχθεί κανείς τη χριστιανική αντίληψη της φιλανθρωπίας, πρέπει να εκκινήσει από τη βάση της, που είναι η φιλαυτία. «Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν», λέει το ευαγγελικό πρόταγμα.

Αλλά αυτό προϋποθέτει, πρώτον, να αγαπάς τον εαυτό σου. Δεύτερον, να αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου σε μια κατάσταση ισότητας με τον πλησίον. Τρίτον, να νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε μια ενότητα με τον πλησίον. Δηλαδή, να αντιλαμβάνεσαι την ανθρώπινη φύση σου, έτσι όπως την αντιλαμβανόταν ο Hobbes στον «Λεβιάθαν» του: «Η φύση έχει κάνει σε τέτοιο βαθμό τους ανθρώπους ίσους ως προς τις ικανότητες του σώματος και του νου, ώστε (…) η διαφορά των ανθρώπων δεν είναι τόσο αξιοσημείωτη που να μπορεί κανείς να αξιώνει για τον εαυτό του οποιοδήποτε ωφέλημα το οποίο κάποιος άλλος να μη μπορεί εξίσου καλά να το αξιώσει».

Η φιλανθρωπία είναι η άλλη όψη της έκπτωσης από τη φυσική κατάσταση ισότητας. Πριν γίνουμε «φιλάνθρωποι», έχουμε αποδεχθεί το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι είναι κατώτεροι από μας, έχουν χάσει ωφελήματα που για μας είναι αυτονόητα ή φυσικά: το σπίτι τους, μια πατρίδα, ένα αξιοπρεπές εισόδημα, μια δουλειά. Έχουμε, δηλαδή, αποδεχθεί μια αφύσικη κατάσταση ανισότητας. Στην οποία μπορεί και να έχουμε συμβάλει. Με την απληστία μας, την ανοχή μας ή τη σιωπή μας.

Σιχαίνομαι τη φιλανθρωπία. Έστω κι αν σπάνια αντιστέκομαι στον πειρασμό ν’ αγοράσω ένα πακέτο χαρτομάντιλα από τα φανάρια, να υποστώ το καθάρισμα του παρμπρίζ του αυτοκινήτου ή να δώσω στο αποστεωμένο «τζάνκι» το ευρώ με το οποίο υποτίθεται θα αγοράσει τυρόπιτα και δεν θα τσοντάρει για την επόμενη δόση του. Εξαγοράζω τις τύψεις μου για το γεγονός ότι εγώ ακόμη είμαι «εντός», όταν τόσοι άλλοι είναι «εκτός», όπως οι χριστιανοί με τον οβολό τους θαρρούν ότι διαγράφουν μια από τις αμαρτίες τους και κερδίζουν ένα μέτρο στον μαραθώνιο προς τον παράδεισο. Είναι μια μορφή ψυχοθεραπείας. Διόλου αθώα και ανιδιοτελής, πρέπει να ομολογήσω.

Αλλά η οργανωμένη βιομηχανία φιλανθρωπίας, στην οποία συνωθούνται θύτες και θύματα, μου είναι απεχθής. Είναι μια κολοσσιαία απάτη. Ανοίγεις το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, την εφημερίδα κι είσαι μπροστά σε μια παρέλαση δημίων που περιθάλπουν τα θύματά τους λίγο πριν τα καρατομήσουν. Ή και έπειτα απ’ αυτό. Άλλος μαζεύει ρούχα, άλλος λεφτά, άλλος φάρμακα, άλλος τρόφιμα, αφού πρώτα έγδυσε, ξάφρισε, αρρώστησε και άφησε νηστικό τον αποδέκτη της αλληλεγγύης του. «Όλοι μαζί μπορούμε», «κανείς μόνος του στην κρίση». Γιατί δεν επεδείκνυαν προληπτικά την αλληλεγγύη τους, πριν η κρίση ξεβράσει τα θύματά της στο περιθώριο; Τι είπαν και τι έκαναν όταν περικόπτονταν οι μισθοί, όταν οι συντάξεις έπεφταν στα όρια της πείνας, όταν θερίζονταν τα προνοιακά επιδόματα, και μάλιστα με το ανάθεμα της επαίσχυντης εύνοιας σε «κηφήνες», όταν το ΕΣΥ και τα Ταμεία λεηλατούνταν, όταν η τρόικα πετσόκοβε το ανάπηρο κοινωνικό κράτος κι όταν η μνημονιακή ύφεση πλημμύριζε με λουκέτα και ανέργους τα οικονομικά ερείπια; Σε ποιο μέτρο κοινωνικής καταστροφής λένε «όχι» ακόμη και σήμερα οι πρωταθλητές της φιλανθρωπίας; Το αντίθετο ακριβώς συνέβη και συμβαίνει. Οι φανατικότεροι φιλάνθρωποι είναι οι κάτοχοι του μνημονιακού πρωταθλήματος. Αυτό θα μπορούσε λαϊκά να εκφραστεί και ως εξής: «Να σε κάψω, Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι». Ή «πρώτα μας χέζουν και μετά μας σκουπίζουν».

Σας ακούγεται χυδαίο; Όμως, δεν είναι πιο χυδαίο να απαιτούν την αναδιανομή της δυστυχίας των θυμάτων επειδή τους είναι αδιανόητη η αναδιανομή του πλούτου των θυτών; Δεν είναι πιο χυδαίο να απαιτούν να οικοδομηθεί στα ερείπια του κοινωνικού κράτους που οι ίδιοι κατεδάφισαν ένα εθελοντικό υποκατάστατό του; Δεν είναι πιο χυδαίο οι χρυσοδάκτυλοι της διαπλοκής και του πλιάτσικου στον κοινωνικό πλούτο να διαγκωνίζονται σε «μαραθώνιους της αλληλεγγύης»;

Η κοινωνία δεν χρειάζεται «ανιματέρ» του ανθρωπισμού, ούτε «σελέμπριτι» του πλούτου και της «γκλαμουριάς» για να αφυπνιστούν τα ανθρωπιστικά ανακλαστικά της. Χρειάζεται μηχανισμούς εξάλειψης της φτώχειας, της ανισότητας και της περιθωριοποίησης. Συζητάει κανείς γι’ αυτό; Όχι. Αλλά, όταν θεωρείται αδιανόητο να μείνει ανεξόφλητος ο ομολογιούχος -κατά κανόνα μέλος του πλουσιότερου 1% του παγκόσμιου πληθυσμού που ευθύνεται για την εξαθλίωση του φτωχότερου 30%- και αυτονόητο να «κουρευτεί» ο συνταξιούχος των 600 ευρώ, το αποτέλεσμα είναι θα είναι αυξάνονται επικίνδυνα οι επαίτες και αποδέκτες της φιλανθρωπίας. Κι είναι μάλλον απίθανο να εξαγοραστούν η επικινδυνότητα και η σιωπή τους με τα ψίχουλα της επαιτείας.

Αλλά η βιομηχανία της φιλανθρωπίας προτιμά ακριβώς αυτό: να καταστήσει τους ανθρώπους, ακόμη και τους φτωχότερους και δυστυχέστερους, συνενόχους της φτώχειας και της δυστυχίας τους. Να τους πείσει ότι οι αναξιοπαθούντες πλησίον τους είναι θύματα μιας «φυσικής ανισότητας», εξίσου ακατανίκητης με τις θεομηνίες ή τις φυσικές καταστροφές. Έτσι, δεν αγαπούν τον πλησίον τους ως σεαυτόν. Απλώς, τον οικτίρουν και τον απομακρύνουν σε απόσταση ασφαλείας. Τον αντιμετωπίζουν ως απειλή που πρέπει να εξευμενιστεί. Κατ’ ουσίαν τον μισούν γιατί υπάρχει, παρ’ ότι η εξαθλίωση του άλλου είναι προϋπόθεση της δικής τους -υπαρκτής ή φανταστικής- ευδαιμονίας, καθιστώντας τη φιλανθρωπία μια αυθεντική μισανθρωπία.

Να μια ακραία αλλά αυθεντική εκδοχή της μισάνθρωπης φιλανθρωπίας: ο Τζορτζ Σόρος, από τους πλουσιότερους και πιο αδίστακτους κερδοσκόπους στον κόσμο, άμεσα υπεύθυνος εκτεταμένων ανθρωπιστικών καταστροφών που προκάλεσε το παιχνίδι του με τα νομίσματα, τις μετοχές ή τα εμπορεύματα, είναι και «ιδιοκτήτης» ενός από τα μεγαλύτερα δίκτυα «φιλανθρωπίας» στον κόσμο. Αν κάθε χρόνο εκπονεί και κάποιου είδους ισολογισμό των αλληλοαναιρούμενων δράσεών του, με τη φιλοδοξία να ισοσκελίσει τα μεγέθη της καταστροφής και της σωτηρίας, υποθέτω ότι θα τρομάζει κι ο ίδιος με το τερατώδες έλλειμμα στο ισοζύγιο του οίκτου του.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

ΠΗΤΣΑΜ: Λαμβάνω την τιμή να συστηθώ: Ιερεμίας Ιωνάθαν Πήτσαμ, της Α. Ε. Πήτσαμ Κόμπανυ. Δουλειά της εταιρείας είναι να ξυπνά στους ανθρώπους τη λύπηση για τον άνθρωπο. Και το δηλώνω ξεκάθαρα… Η επιχείρηση πάει κατά διαόλου. Και σας το λέω εγώ, ο Ιερεμίας Πήτσαμ, που ελέγχω τα δύο τρίτα των ζητιάνων του Λονδίνου και κάτι ξέρω από ανθρώπινο οίκτο. Τι συγκινεί λοιπόν σήμερα τον άνθρωπο; Τίποτα. Γιατί και το πιο μαύρο χάλι, άντε και το συνηθίσει ο άλλος, δεν του λέει τίποτε. Κανένας δεν λυπάται κανέναν. Γίναμε αναίσθητοι και, μη σας κακοφανεί, γίναμε και γουρούνια. Βλέπεις στη γωνία έναν ωραίο γερό άνδρα με στρατιωτικό αμπέχονο και κομμένο το δεξί του χέρι, τρομάζεις, σαστίζεις, βγάζεις και του δίνεις τρία σελίνια. Τη δεύτερη φορά να σου πάλι ο κουλός στη γωνία του δρόμου, βγάζεις και του ακουμπάς δύο σελίνια. Άντε και βρεθεί ο κουλός μπροστά σου για τρίτη φορά, σου τη δίνει και τον καρφώνεις στον μπασκίνα της γειτονιάς. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ταμπέλες (πιάνει από το ράφι μια ταμπέλα και τη δείχνει στο κοινό). ΕΣΥ ΕΧΕΙΣ, ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΧΩ. Ωραία κουβέντα, ωραία ταμπέλα, τι να την κάνεις που ξέφτισε σε δύο βδομάδες. Άλλη ταμπέλα: ΑΓΑΠΑ ΜΕ, ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΕΣΥ. Καλό, ε; Δύσκολο να το πιάσεις, αλλά όμορφο. Δούλεψε πάνω από δύο μήνες, αλλά πάει κι αυτό, ξέφτισε… Τελειώνουνε κι οι όμορφες κουβέντες, τι νομίζεις; Ο κόσμος άλλαξε, θέλει καινούργια πράγματα.

Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Η όπερα της πεντάρας»