Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Με λένε Μιχάλη… (αναδημοσίευση)


«Με λένε Μιχάλη. Γεννήθηκα το 1980 στην Αθήνα, στο «Μητέρα». Οι γονείς μου τότε έμεναν στο Παγκράτι. Μετά τη γέννα μου μετακομίσαμε στα Πατήσια. Οι γονείς μου είναι από τη Νιγηρία. Ο πατέρας μου ήρθε στην Ελλάδα για να σπουδάσει, τη δεκαετία του ΄70. Ύστερα από κάποια χρόνια έφερε και τη μητέρα μου. Από τα παιδικά μου χρόνια δεν θυμάμαι πολλά πράγματα. Στο δημοτικό τα πήγαινα μια χαρά με τα άλλα παιδιά. Μόνο όταν τσακωνόμασταν στο ποδόσφαιρο με στολίζανε με βρισιές του τύπου «αράπης» και τα σχετικά. Ήμουν ο μόνος μαύρος στο σχολείο μου. Θυμάμαι επίσης ένα σκηνικό. Μια μέρα, έπειτα από τσακωμό, κάποια παιδιά με είχαν βάλει στη μέση και με έβριζαν. Τότε ένα παιδί που τον έλεγαν Ηλία όρμησε εναντίον τους για να με υπερασπιστεί. Από τότε γίναμε κολλητοί φίλοι. Τα πρώτα χρόνια στο σπίτι μιλούσαμε νιγηριανά και αγγλικά. Αυτό όμως με εμπόδιζε για τα μαθήματα. Μέχρι που ο δάσκαλος κάλεσε τους γονείς μου και τους είπε ότι έπρεπε να μιλήσουμε ελληνικά στο σπίτι.

Με τα χρόνια επικράτησαν τα ελληνικά στο σπίτι μας. Ελληνικά και hiphop. Από εννέα χρόνων μιλώ μόνο ελληνικά. Μιλώ επίσης άψογα αγγλικά, ενώ τα νιγηριανά τα καταλαβαίνω αλλά δεν τα μιλώ πια. Το πάθος για τη μουσική το «κόλλησα», ίσως, επειδή μεγάλωσα ανάμεσα σε διάφορους γλωσσικούς ήχους. Στο γυμνάσιο παθιάστηκα με τα γκράφιτι, τη hip-hop και τη Dram΄Ν΄ Βase. Είναι χρόνια που περνούν διοργανώνοντας πάρτι και ανταλλάσσοντας κασέτες με τα φιλαράκια. Εκείνη την περίοδο μπήκε έντονα η θρησκεία στη ζωή μου. Μαζί της και η πρώτη υπαρξιακή σύγκρουση. Γιατί η θρησκεία έλεγε «ειρήνη υμίν», ενώ το hip-hop μιλούσε για εξέγερση. Η θρησκεία ήταν ευχή, το hip-hop δράση. Το hip-hop και τα γκράφιτι ήταν για μένα ένα είδος ξεσπάσματος. Τότε, για πρώτη φορά, άρχισα να γράφω στίχους. Έγραφα και για τον ρατσισμό. Ξαφνικά συνειδητοποίησα κάτι που είχα απωθήσει: το χρώμα της επιδερμίδας μου.

Το να είσαι μαύρος. Εγώ είμαι περήφανος που είμαι μαύρος. Το να είσαι μαύρος όμως σημαίνει ότι συναντάς μπροστά σου έναν τοίχο. Σημαίνει ότι πρέπει να ξοδεύεις πολλή ενέργεια για να πείσεις τους γύρω σου ότι δεν είσαι γεννημένος μόνο για να πουλάς CD και να παίξεις μπάσκετ. Ότι μπορείς να γίνεις γιατρός, λογοτέχνης, σχεδιαστής μόδας, οτιδήποτε. Το να είσαι μαύρος σημαίνει ότι ζεις με αυτό το χρώμα, το αναπνέεις, ότι δεν σε αφήνουν ποτέ να νιώσεις αόρατος. Τη μεγαλύτερη έκπληξη την προκαλείς όταν μιλάς ελληνικά χωρίς προφορά. Παθαίνουν πλάκα. Μερικοί κάθονται με το στόμα ανοιχτό και σε κοιτάνε σαν εξωγήινο. Τέλος πάντων… Ένα καλοκαίρι στη Σύρο. Η ανατροπή στη ζωή μου συνέβη ένα καλοκαίρι στη Σύρο.

Μόλις είχα τελειώσει το λύκειο. Ήθελα τότε να μπω στη Σχολή Καλών Τεχνών και άρχισα να κάνω ιδιαίτερα μαθήματα ελευθέρου σχεδίου. Το καλοκαίρι πήγα στη Σύρο για να δουλέψω στο εργαστήριο της δασκάλας μου. Έκανα βόλτα ένα απόγευμα, όταν ξαφνικά μπροστά στα πόδια μου σταμάτησε ένα αστυνομικό τζιπ. Βγήκαν έξω δυο αστυνομικοί και μου ζήτησαν τα χαρτιά. Είχα μαζί μου τη ληξιαρχική πράξη γέννησης. Θεωρούσα ότι ήταν αρκετή, αφού είχα γεννηθεί στην Ελλάδα. Με πήγαν στο Τμήμα. Μου είπαν ότι τα χαρτιά μου είναι ελλιπή. Ένας από τους αστυνομικούς μού είπε ότι θα με απελάσουν. «Πού θα με απελάσετε;» ρώτησα. «Στα σύνορα και να πας από εκεί που ήρθες», μου απάντησε. «Εγώ δεν ήρθα από πουθενά. Έχω γεννηθεί στην Ελλάδα», είπα. Δεν πήρα απάντηση. Απέλαση, σύνορα, όλα αυτά μου φαίνονταν σαν ταινία. Έφυγε η γη κάτω από τα πόδια μου και είχα κατατρομάξει. Έμεινα εκεί τρεις μέρες, στο σκοτάδι, κοιμόμουν χάμω, σε ένα μικροσκοπικό κελί με δυο Πακιστανούς που δεν μιλούσαν ούτε ελληνικά ούτε αγγλικά. Αυτές οι τρεις μέρες ανέτρεψαν τα πάντα μέσα μου. Με τη μεσολάβηση φίλων και δικηγόρων με άφησαν ελεύθερο. Τότε άρχισαν να με βασανίζουν τα ερωτήματα.

Ποιος ήμουν; Τώρα καταλάβαινα γιατί δεν με καλούσαν φαντάρο, όπως συνέβαινε με όλους τους φίλους μου. «Φίλε μου, εσύ είσαι ξένος», έλεγα στον εαυτό μου. Και πάλι δεν ήθελα να το πιστέψω όμως. Σκεφτόμουν ότι οι αστυνομικοί είχαν κάνει λάθος. Ήταν ένας μηχανισμός άμυνας για να μη διαλυθώ. Τα χαρτιά, τα χαρτιά, τα χαρτιά. Όταν εισέβαλε στη ζωή μου η λέξη χαρτιά και αλλοδαπός όλα καθάρισαν πλέον. Ρώτησα τους υπαλλήλους στον δήμο εάν μπορώ να βγάλω ελληνική ταυτότητα επειδή έχω γεννηθεί εδώ. Μου απάντησαν κοφτά: «όχι». Μετά ήρθαν οι ουρές, οι βεβαιώσεις, τα ένσημα, τα γραφεία, οι υπάλληλοι, η ατελείωτη αναμονή. Και όταν βγαίνει η άδεια παραμονής είναι ληγμένη. Ξανά ουρές, βεβαιώσεις, ένσημα, γραφεία, υπάλληλοι, ατελείωτη αναμονή. Με αυτά θα φας όλη τη ζωή σου.

Τα καλύτερα χρόνια σου φεύγουν κυνηγώντας τα χαρτιά. Δεν μπορείς να πας πουθενά. Τα όνειρα για το πανεπιστήμιο τα εγκατέλειψα γιατί κυνηγούσα τα χαρτιά. Με κάλεσαν το 2002 στη Γαλλία για να εκπροσωπήσω την Ελλάδα σε ένα φεστιβάλ θεάτρου δρόμου. Δεν πήγα γιατί δεν είχα χαρτιά. Ήθελα να ανοίξω μια δική μου δουλειά, δεν μπόρεσα γιατί δεν είχα χαρτιά. Τα ελληνικά είναι η γλώσσα σου… Νιώθεις σιγά σιγά να ανοίγει ένα χαντάκι ανάμεσα σε σένα και στους φίλους σου. Εκείνοι προχωράνε, κυκλοφορούν ελεύθεροι. Αυτό που για σένα αποτελεί ζήτημα ζωής και θανάτου, γι΄ αυτούς είναι ένα τίποτα. Επειδή δεν έχεις κανονικά χαρτιά δεν μπορείς να κάνεις σχέδια για το μέλλον. Σκέψου τι κατάπτωση. Να είσαι είκοσι χρόνων και να μη μπορείς να κάνεις σχέδια για το μέλλον. Φθείρεσαι ανεπαίσθητα, γίνεσαι μικρός, κλείνεσαι στον εαυτό σου. Πρέπει να προσέχεις πολύ για να μη γίνεις ανθρωπάκι.

Για να μη δεις όλους τους γύρω σου ως εν δυνάμει εχθρούς. Ύστερα έρχονται άλλες ερωτήσεις. Τι είσαι; Γεννήθηκες εδώ, τραγουδάς τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας, στο σχολείο είπες ποιήματα για την 25η Μαρτίου. Και όμως σε θεωρούν αλλοδαπό. Στη Νιγηρία εσύ δεν έχεις πάει ποτέ. Τα ελληνικά είναι η γλώσσα σου. Τι είσαι λοιπόν; Πρέπει να είσαι τρεις φορές τρελός για να μην τρελαθείς. Πρέπει να παλέψεις με νύχια και με δόντια για να μην αφήσεις την πραγματικότητα να σε ξεκάνει. Τι κάνω αυτή τη στιγμή; Ασχολούμαι πολύ με τη μουσική και με το θέατρο του δρόμου. Τώρα δουλεύω στον «Κοσμοπολιτισμό», ένα πολιτιστικό κέντρο που διοργανώνει και πολλά ενδιαφέροντα event με μετανάστες καλλιτέχνες. Τα χαρτιά; Τα περιμένω ακόμα, εδώ και δυο χρόνια. Το μέλλον; Το μέλλον, φίλε μου, είναι τα όνειρά μου. Αυτά είναι η ασπίδα και η ελευθερία μου…»

Μα δεν σώνεται; (αναδημοσίευση)


Μα δεν σώνεται, κόρη μου, η βενζίνη; Πού τη βρίσκουνε και τη βάζουνε σε τόσες κούρσες και πάνε κι έρχονται; Δεν σώνεται;

Αυτή ήταν μια απορία της γιαγιάς της Ελένης.

Κι άλλη μια: Τα πετάνε κόρη μου. Γιατί τα πετάνε τα πράγματά τους οι άνθρωποι; Τρελαθήκανε;

Παλιό σκαρί η γυναίκα, μεγαλωμένη σε άλλα χρόνια, με στερήσεις και βιοπάλη ουσιαστική, για παραγωγή αγαθών κι όχι για ανούσια διαμεσολάβηση. Ήξερε πως όλα σώνονται μια μέρα, πως τίποτα δεν είναι παντοτινό και τίποτα δεν είναι άπειρο, αν δεν έχεις στο νου σου να το προσέχεις. Ήξερε ότι για να έχεις κάτι, πρέπει να το χρησιμοποιείς με φειδώ, να σχεδιάζεις σωστά τη χρήση του ώστε να μην το σπαταλάς άσκοπα, και ταυτόχρονα να μεριμνάς για την διατήρηση ή την αναπαραγωγή του.

Λυγίζοντας το σίδερο για να φτιαχτεί παιδική κούνια για  το πάρκο της Ναυαρίνου

Έτσι ήταν οι άνθρωποι προ της μαζικής αστικοποίησης. Με κληροδοτημένη από γενιά σε γενιά σοφία της φύσης και του μόχθου.

Και ξαφνικά γίναμε όλοι μας αστοί. Και η σοφία έγινε χαλαρότητα, η βιοπάλη αισιοδοξία. Και μάθαμε να μετράμε μονάχα το χρήμα και να πασχίζουμε μονάχα για την διατήρηση και το αυγάτεμά του πουγκιού μας. Λες και το χρήμα είναι φυσικός πόρος. Λες και πως καταστρέφοντας τα πάντα γύρω μας, θα μας σώσει το χρήμα από την πείνα και την ανέχεια.

Αστοί αστείοι. Ούτε για μια καθημερινή μας κίνηση δεν μάθαμε να σκεφτόμαστε τις συνέπειες. Ούτε καν την ίδια την κίνησή μας δεν σκεφτόμαστε. Μηχανικά άτομα για λύπηση. Καταναλώνουμε τα πάντα από την ώρα που θ’ ανοίξουμε τα μάτια μας μέχρι που θα τα κλείσουμε, χωρίς να σκεφτόμαστε ούτε ένα δευτερόλεπτο από πού προέρχεται και πώς παράγεται ή παρασκευάζεται ή δημιουργείται το κάθε τι που χρησιμοποιούμε, είτε αυτό είναι αντικείμενο, είτε τροφή, είτε ενέργεια. Η μόνη δεύτερη σκέψη μας πίσω από το κάθε τι, είναι το πόσα χρήματα κοστίζει.

Τι φτήνια αλήθεια. Πόσο φτηνά ανούσια άτομα έχουμε καταντήσει, εμείς οι πάλαι ποτέ πολυμήχανοι άνθρωποι. Κι όσο πιο φτηνοί γινόμαστε, τόσο πιο φτηνές γίνονται κι οι ζωές μας. Τόσο πιο φτηνά μάς τις εξαγοράζει το σύστημα που φτιάξαμε και μπήκαμε μέσα του.

Ας αναρωτηθούμε λοιπόν, έστω από τώρα και στο εξής, πόση ενέργεια και πόσους φυσικούς πόρους χρειάζεται για να φτιαχτεί ή να παρασκευαστεί το κάθε τι που χρησιμοποιούμε, που καταναλώνουμε, που τρώμε, και ας σκεφτούμε ταυτόχρονα τι κάνουμε εμείς προσωπικά για την διατήρηση ή την αναπαραγωγή αυτών των φυσικών πόρων που μεταχειριζόμαστε, έστω κι αν δεν τους σπαταλάμε απερίσκεπτα. Ας σκεφτούμε για μια στιγμή αν είμαστε άξιοι να λεγόμαστε γονείς παιδιών, αφού τους κληροδοτούμε έναν πλανήτη ολοένα φτωχότερο μετά από κάθε μέρα μας, μιας και δεν μεριμνάμε ούτε στο ελάχιστο για να αναπληρώσουμε τίποτα από όλα αυτά που χρησιμοποιούμε. Ας φανταστούμε για ένα λεπτό τα παιδιά μας στο αύριο, με τη φιλοσοφία του αστικού τρόπου ζωής που τους κληροδοτούμε και με το πλούσιο ή το φτωχό χρηματικό κομπόδεμα που θα τους έχουμε εξασφαλίσει, να τρώνε χαρτονομίσματα και να τα καίνε για να ζεσταθούν, επειδή εμείς δεν θα έχουμε αφήσει τίποτα όρθιο για να χρησιμοποιήσουν εκείνα, σίγουρα με περισσότερη φειδώ λόγω ανάγκης.

Ας σκεφτούμε επιτέλους το πραγματικό κόστος των πραγμάτων, των αναγκών και των επιθυμιών μας κι όχι μόνο το χρηματικό. Τότε θα αρχίσουμε πραγματικά να κάνουμε οικονομία.

Άνοιξε η ΒΙΟ.ΜΕ. στα χέια των εργατών



Την Τρίτη 12/2/2013, το εργοστάσιο της ΒΙΟ.ΜΕ. ξεκίνησε να λειτουργεί στα χέρια των εργαζόμενων! Πλήθος αλληλέγγυων συγκεντρώθηκαν στο εργοστάσιο και περιηγήθηκαν στους χώρους του.

Ο αγώνας συνεχίζεται, η αλληλεγγύη είναι το όπλο μας!

Το μήνυμα της αυτοδιαχείρισης της ΒΙΟΜΕ στους εργάτες της Αθήνας

Πραγματοποιήθηκαν με επιτυχία οι εξορμήσεις σε μεγάλους βιομηχανικούς και εργασιακούς χώρους της Ανοιχτής Πρωτοβουλίας Αλληλεγγύης (Αθήνας) στον αγώνα των εργατών της ΒΙΟΜΕ, για τη διάδοση του γεγονότος του ανοίγματος του εργοστασίου υπό καθεστώς αυτοδιαχείρισης και για την εξασφάλιση ευρύτερης υποστήριξης και αλληλεγγύης από τους εργαζόμενους.

Συγκεκριμένα, το μήνυμα των εργατών της ΒΙΟΜΕ έφτασε στους απεργούς των Ναυπηγείων Ελευσίνας, στους άνεργους της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης Περάματος, στους επιστρατευμένους του Μετρό, στους οδηγούς της ΕΘΕΛ, στους (υπό εκβιασμό απολύσεων και εκ περιτροπής εργασίας) εργαζόμενους της Χαλυβουργικής, στους εργαζόμενους των Ελληνικών Πετρελαίων.

Πολλοί εργαζόμενοι αντιμετώπισαν με μεγάλο ενδιαφέρον το εγχείρημα της αυτοδιαχείρισης της ΒΙΟΜΕ, δήλωσαν την αλληλεγγύη τους, και εξέφρασαν πλούσιο προβληματισμό για το πως θα γίνει δυνατό να διαδοθεί και σε άλλους χώρους που είναι αντιμέτωποι με την επίθεση των αφεντικών και του κράτους.

Το μήνυμα “μπορούμε χωρίς αφεντικά” ξέφυγε από τον αποκλεισμό της κυρίαρχης ενημέρωσης και από την εχθρότητα του καθεστωτικού συνδικαλισμού, και συναντήθηκε “χέρι με χέρι” με τις αγωνίες, τις αγωνιστικές εμπειρίες και τους προβληματισμούς των εργαζομένων.

Η Ανοιχτή Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης (Αθήνας) στον αγώνα των εργατών της ΒΙΟΜΕ θα συνεχίσει την προσπάθεια για να φτάσει αυτό το μήνυμα σε ακόμη περισσότερους εργαζόμενους, στηρίζοντας έμπρακτα το άνοιγμα του εργοστασίου της ΒΙΟΜΕ.

Συμμετέχουμε στις 10/2 στην πανελλαδική συνέλευση για τη ΒΙΟΜΕ στη Θεσσαλονίκη, στην πορεία στις 11/2 και στο άνοιγμα του εργοστασίου στις 12/2.

Νέα συνάντηση στην Αθήνα Τρίτη 19/2, 20:00, στα γραφεία του Συλλόγου Υπαλλήλων Βιβλίου Χάρτου.

Ανοιχτή Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης (Αθήνας) στον αγώνα των εργατών της ΒΙΟΜΕ.

Η βία της αφθονίας (αναδημοσίευση)


Από τον ΜΙΜΠΙ (http://kibi-blog.blogspot.gr/)
Το παρόν κείμενο δημοσίεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής στις 9/2/2013)

«Καταδικάζετε τη βία από όπου κι αν προέρχεται;». Το επιεικώς χαζοχαρούμενο ερώτημα έγινε το αγαπημένο δίλημμα που θέτει η κυβέρνηση το τελευταίο διάστημα μετ’ επιτάσεως στην αντιπολίτευση. Παρ’ ότι δεν θέλει και ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για να δείξει κανείς πόσο ανιστόρητο είναι, παρ’ όλο που η παγκόσμια πραγματικότητα βρίθει αποδείξεων του αξιώματος ότι «η βία ήταν και παραμένει μαμή της Ιστορίας», το ερώτημα εξακολουθεί να προκαλεί χαρακτηριστική αμηχανία. Ιδιαίτερα όταν αφορά την πολιτική και κοινωνική βία.

Όσο οδυνηρή κι αν είναι η πραγματικότητα αυτή κι όσο κι αν οι βασικοί πολιτικοί και ιδεολογικοί συντελεστές της διεθνούς και της εθνικής κοινωνικής συνθήκης έχουν προσχωρήσει -ρητορικά και μόνο- στην αρχή της «μη βίας», αυτή ήταν και είναι όρος εξέλιξης κάθε συστήματος και καθεστώτος. Τίποτε δεν έχει αλλάξει από την εποχή που ο Γκάτσος το συμπύκνωσε στον στίχο του για τον Κεμάλ: «Νικημένο μου αστέρι, δεν αλλάζουν οι καιροί, με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί». Η βία παραμένει όρος ύπαρξης μιας ανθρωπότητας κατακερματισμένης σε ανταγωνιστικά έθνη, κράτη, ενώσεις, τάξεις, παρά το γεγονός ότι προηγήθηκε ένας παγκόσμιος πόλεμος που την απείλησε με αφανισμό χάρη στις ασύλληπτες τεχνικές εξολόθρευσης που επινόησε. Η άσκηση βίας ή η απειλή χρήσης της -ακόμη και στην πιο παράλογη, ισοπεδωτική μορφή της, τα πυρηνικά όπλα- παρέμεινε ρυθμιστής των διεθνών σχέσεων και της κατανομής της γεωπολιτικής ισχύος. Αλλά και των σχέσεων εξουσίας μέσα σε κάθε οργανωμένο (ή αποδιοργανωμένο) κράτος.

Η ίδια η ύπαρξη του κράτους, είτε στις αρχαιότερες μορφές του είτε στη σύγχρονη, του εθνικού κράτους, προϋποθέτει και ενσωματώνει έναν βαθμό βίας που ασκείται από τον Κυρίαρχο προς τους υπηκόους του. Διόλου τυχαία, στην αρχαιοελληνική μυθολογία το Κράτος και η Βία, παιδιά της Στυγός και του Πάλλαντα, μαζί με τα αδέρφια τους, τον Ζήλο και τη Νίκη, πολέμησαν στο πλευρό του Δία κατά την Τιτανομαχία. Κι είναι οι ίδιοι που, κατά τον Αισχύλο, βοηθούν τον Δία να δέσει τον Προμηθέα στον Καύκασο για το ατόπημά του: να αμφισβητήσει το θεϊκό μονοπώλιο της εξουσίας και της γνώσης. Δεν έχει υπάρξει πιο εύγλωττη και γοητευτική συμπύκνωση της αλήθειας ότι η βία αποτελεί θεμέλιο κάθε κυριαρχίας.

Πρόκειται, βεβαίως, για βία κατά τεκμήριο αποδεκτή και νομιμοποιημένη. Είτε με την ανοχή είτε και με την έγκριση των υπηκόων. Αλλά, πρόκειται και για μια βία οριοθετημένη, τουλάχιστον στα λεγόμενα «κράτη δικαίου». Η εξουσία άσκησης βίας που εκχωρείται στον κυρίαρχο έχει ένα θεωρητικό αντάλλαγμα. Να παράσχει ασφάλεια στους πολίτες. Ασφάλεια κοινωνική και πολιτική, σωματική και ηθική, ατομική και συλλογική. Στις φιλελεύθερες καπιταλιστικές δημοκρατίες, μάλιστα, προστέθηκε ως διακηρυγμένος στόχος της κρατικής βίας (ή της απειλής χρήσης της) και η οικονομική ασφάλεια, τόσο με την έννοια της προστασίας της ιεράς ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων, όσο και με την έννοια των αναγκαίων, βίαιων περιορισμών τους, στο όνομα κάποιου βαθμού αναδιανομής του πλούτου υπέρ των ασθενέστερων. Η οικονομική βία που ασκείται μέσω της φορολογίας ή της οικονομικής δραστηριότητας του κράτους στη Δύση νομιμοποιείται ακόμη και από συνταγματικά διακηρυγμένους στόχους περί «κοινωνικής ειρήνης» ή υποχρεωτικής «ταξικής συνεργασίας». Το γερμανικό σύνταγμα την απογειώνει, ορίζοντας την «αρχή της συναίνεσης» (consensus) ως υποχρεωτική διαδικασία διαβούλευσης κράτους, ρυθμιστικών Αρχών, επιχειρήσεων και συνδικάτων.

Σ’ αυτήν τη νομιμοποιημένη, εκ πρώτης όψεως, έκφραση της κρατικής βίας, διασπαρμένη σε νόμους, κυρώσεις, κατασταλτικούς μηχανισμούς, υποκρύπτεται και μια έμμεση αναγνώριση της «φυσικής βίας» που υποβόσκει στις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις των καπιταλιστικών κοινωνιών. Γίνεται αποδεκτό ότι η βία που ξεπηδάει από τις σχέσεις αυτές, εδραιωμένες στη διαρκή αναπαραγωγή και διεύρυνση της ανισότητας, είναι τόσο αναπότρεπτη που μόνο η διαρκής αποτροπή και καταστολή της με την επίσημη αντι-βία εξασφαλίζει κάποια ευστάθεια και ισορροπία στο σύστημα. Η επίσημη βία δεν έχει άλλο κεντρικό στόχο παρά να «καταργεί» την πάλη των τάξεων ή να περιορίζει τις πιο απειλητικές, βίαιες εκφράσεις της. (Ο Ζήλος είναι πάντα εκεί, δίπλα στα αδέρφια του, το Κράτος και τη Βία, ως αρχέγονη έκφραση του «ανταγωνισμού» στην οικονομική δράση και την κοινωνική συμπεριφορά και ως μυθολογική εκδοχή του κοινωνικού φθόνου που πάντα γεννούσε η άνιση και άδικη κατανομή του πλούτου και της ισχύος).

Ωστόσο, η αποδοχή ή ανοχή της επίσημης βίας και η αποχή από τις εξάρσεις της κοινωνικής βίας των «υποτελών» τάξεων, σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο, συνοδεύονταν από μια βασική υπόσχεση προς τις τάξεις αυτές: ότι η «κοινωνική ειρήνη» θα έχει ως αντάλλαγμα μια σχετικά εγγυημένη διαρκή βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης. Ότι το εισόδημά τους θα αυξάνεται, έστω κι αν το μερίδιό τους στον συνολικό πλούτο θα μειώνεται. Ότι θα έχουν διαρκή και διευρυνόμενη πρόσβαση σε καταναλωτικά αγαθά, περιουσιακά στοιχεία, ιδιοκτησία. Ακόμη και μερίδιο στον «λαϊκό καπιταλισμό» των μικρομετόχων. Ότι όσο βάζουν πλάτη στη μεγέθυνση της πίτας, τόσο μεγαλύτερο κομμάτι της θα δικαιούνται. Επομένως, η επίσημη βία εναντίον όσων απειλούσαν αυτό το «κοινωνικό συμβόλαιο» έβρισκε ευρεία νομιμοποίηση σε μια κυμαινόμενη πλειοψηφία της κοινωνίας. Γι’ αυτό και οι μεταπολεμικές εκδοχές της «κοινωνίας της αφθονίας» στη Δύση περιελάμβαναν ως παράρτημα του «κοινωνικού συμβολαίου» και τη σιωπηρή ρήτρα ανοχής σε ποικίλες εκδοχές κρατικής βίας: στις στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ και άλλων ισχυρών χωρών όπου Γης, στην ανοικτή στήριξη δικτατορικών καθεστώτων στις «μπανανίες», στην ευρεία χρήση κατασταλτικών μηχανισμών εναντίον κάθε ομάδας που έσπαζε το «συμβόλαιο ανοχής» στις καπιταλιστικές μητροπόλεις. Διόλου τυχαία, η «μεγάλη έκρηξη» των πολύμορφων νεανικών κινημάτων, τα οποία στο τέλος της δεκαετίας του ’60 σάρωσαν τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, όσο κι αν κραύγασε ενάντια στην ανηθικότητα αυτού του «συμβολαίου», όσο κι αν κατήγγειλε τη «βία της αφθονίας» και αντιπαρέθεσε τη «δίκαιη βία των σκλάβων», δεν κατάφερε να κερδίσει την κοινωνική πλειοψηφία. Η «επιστροφή στην κανονικότητα» (retour a la normale, σύμφωνα με το σαρκαστικό σύνθημα του Γαλλικού Μάη) ήταν μια οδυνηρή διαδικασία διεύρυνσης των ορίων της κρατικής βίας.

Ωστόσο, σήμερα ζούμε μια μεγάλη ανατροπή. Η «συμφωνία» πάνω στην οποία βασιζόταν η ανοχή της επίσημης βίας έχει διαρραγεί. Ούτε το κράτος, ούτε η πολιτική ελίτ, ούτε οι τεχνοκράτες της οικονομίας εγγυώνται το αντάλλαγμα της «βίας της αφθονίας». Γιατί η πρόσβαση στην αφθονία δεν είναι πια δεδομένη για όλους, ούτε καν για μια σχετική πλειοψηφία του πληθυσμού. Αντιθέτως, με κορυφαίο παράδειγμα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, στις λοιπές μνημονιακές χώρες και σε όλη την Ευρωζώνη, το δόγμα της λιτότητας εξαφανίζει την επαγγελία της αφθονίας. Και μάλιστα χωρίς ημερομηνία λήξης (όταν ο «ονειροκρίτης» Ιωσήφ προειδοποίησε τον φαραώ της Αιγύπτου πως «οι μέρες της αφθονίας του είναι μετρημένες», όρισε τουλάχιστον ένα επταετές πρόγραμμα λιτότητας και αποταμίευσης για να αντιμετωπιστεί ο επταετής λιμός που θα ερχόταν, σύμφωνα με το όνειρο του φαραώ. Εδώ ισχύει το αντίστροφο: οι μέρες της στέρησής μας είναι απροσδιόριστες. Και μάλλον απεριόριστες).

Το αποτέλεσμα είναι πως η επίσημη βία χάνει την ελάχιστη οικονομική και κοινωνική της νομιμοποίηση. Κι αφήνει όλο και περισσότερο ζωτικό χώρο για έξαρση και νομιμοποίηση της βίας από τα θύματα της «προσαρμογής». Πολύ περισσότερο που η επίσημη βία δεν επιβάλλεται πια από τον κατά συνθήκη εγχώριο Κυρίαρχο, τον εκλεγμένο και νομιμοποιημένο από την κοινοβουλευτική διαδικασία. Αλλά από μια δύναμη εξωτερική, ξένη προς το κοινωνικό σώμα. Από μια τρόικα, μια Κομισιόν, μια ΕΚΤ, ένα ΔΝΤ που επιβάλλουν ως μόνιμη πλέον την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που διερχόμαστε.

Από την άποψη αυτή ηχεί ως αφέλεια, αν όχι και υποκρισία, το ερώτημα με το οποίο ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη επιχείρησε να συμπυκνώσει τη δημόσια φλυαρία για τους «νέους τρομοκράτες των βορείων προαστίων»: «Τι αναγκάζει μια κοινωνία της αφθονίας να γεννάει τρομοκράτες;», αναρωτήθηκε. Μήπως το ότι η αφθονία εξαφανίστηκε ακόμη και ως ψευδαίσθηση; Μήπως, λέμε…

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

…Η κοινωνία της ευημερίας είναι μια πολεμική κοινωνία. Πρέπει να έχει έναν Εχθρό, με κεφαλαίο Ε, έναν πλήρη Εχθρό. Γιατί νομίζω ότι η διαιώνιση της σκλαβιάς, η διαιώνιση του θλιβερού αγώνα για την ύπαρξη μπροστά στις καινούριες δυνατότητες της Ελευθερίας, ενεργοποιεί και δίνει ένταση σε μια πρωταρχική επιθετικότητα, σ’ ένα βαθμό άγνωστο μέχρι τώρα στην ιστορία. Και η πρωταρχική αυτή επιθετικότητα πρέπει να κινητοποιηθεί με τρόπο χρήσιμο για την κοινωνία, αλλιώς θα τινάξει το ίδιο το σύστημα. Γι’ αυτό και η ανάγκη για έναν Εχθρό, που πρέπει να υπάρχει ή να δημιουργηθεί αν δεν υπάρχει. Τολμώ να πω ότι, ευτυχώς, ο Εχθρός υπάρχει. Αλλά πρέπει, στην κοινωνία αυτή, η εικόνα του και η δύναμη του να εξογκωθούν πέρα από κάθε μέτρο για να μπορέσει να κινητοποιήσει την επιθετικότητα αυτή της κοινωνίας της αφθονίας με τρόπο χρήσιμο σ’ αυτήν. Το αποτέλεσμα είναι μια ακρωτηριασμένη, σακατεμένη και μάταιη ανθρώπινη ύπαρξη: μια ανθρώπινη ύπαρξη που υπερασπίζεται βίαια τη σκλαβιά της.

Χέρμπερτ Μαρκούζε, «Απελευθέρωση από την κοινωνία της αφθονίας» (από το συλλογικό έργων των Σουίζι, Καρμάικλ, Μπέιτσον, Γκεράσι, Γκόλντμαν, Λενγκ, «Η διαλεκτική της απελευθέρωσης» - 1972)

οι χαρακτηρισμοί στο κείμενο έγιναν από τον διαχειριστή του ιστολογίου

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Η Γιορτή μας...

 Βίντεο: Από την εμφάνιση της χορωδίας της Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων στο γλέντι μας

Χθές Κυριακή 10 Φλεβάρη κάναμε κι' εμείς την πρώτη μας γιορτή. Και τα πήγαμε θαυμάσια. Τόσο από προσέλευση φίλων και γειτόνων, όσο και από άποψη οργάνωσης (φαγητά, ποτά, μουσική). "Καλύτερα δεν γινόταν, αυτό μας είπαν, αυτό γράφουμε.  



Νάναι καλά όσοι φίλοι μη-μέλη βοήθησαν και ήσαν πολλοί. Πρώτα-πρώτα οι μουσικοί που έπαιξαν αφιλοκερδώς για 4 και πλέον ώρες. Μετά η χορωδία και τα μέλη της Πρωτοβουλίας κατοίκων Εξαρχείων που μας συμπαραστάθηκαν και μας βοήθησαν, αλλά και έδοσαν μια άλλη νότα στη γιορτή μας. Ο φίλος ο Νώντας από τον Κολωνό που στάθηκε επάξια στο μπαρ και στον μπουφέ. Οι φίλοι μας από τον ΣΥΡΙΖΑ Εξαρχείων. Ο φίλος Αχιλλέας από την ταβέρνα Ροζαλία με την ανεκτίμητη προσφορά του. Τα παιδιά από το πάρκο Ναυαρίνου. Οι φίλοι μας από τη συλλογική κουζίνα της Τσαμαδού 15. Και πολλοί άλλοι που έμειναν "αφανείς".


Να αναφέρουμε βέβαια και τα μέλη μας που τη μέρα της γιορτής θυσίασαν την απόλαυσή της για να φροντίζουν για την τροφοδοσία μας σε ψητά (Γιάννης, Βαγγέλης), ή υποδύθηκαν τον ρόλο της οικοδέσποινας (Ιωάννα, Ελέγκω). 
 

 Όλους όσους ήλθαν και όσους ο καθένας με τον τρόπο του βοήθησε τους ευχαριστούμε θερμά. Υποσχόμαστε ότι η επόμενη φορά δεν θ' αργήσει.
Δι.Κ.Α. Εξαρχείων

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

ερωτευτείτε (αναδημοσίευση)


Ερωτευτείτε αυτόν που έγραψε: «Το αληθές απόβαρον ενός ανθρώπου ισούται με τις αγάπες, τον οίκτο και την αηδία που ένιωσε στη ζωή. Δύο μεγάλες αδικίες εγνώρισα: την φτώχια και την ερωτική καταφρόνια.»

Ερωτευτείτε τη διανόηση που δεν δέχεται να πρωταγωνιστήσει, που δεν βγαίνει το μεσημέρι στη ΝΕΤ, που δεν μπερδεύει την μετριοπάθεια με τις ίσες αποστάσεις και την εξαθλίωση με το αναπόφευκτο. Τη διανόηση που πολεμά το αναπόφευκτο, που παθιάζεται, που καίγεται από αγάπη και αγωνία, που βρίσκει τη θέση της όταν ανάβει η μάχη. Τη διανόηση που φτύνει τον κόρφο της όταν την αποκαλείς διανόηση.

Ερωτευτείτε τους τραγουδιστές που δεν πήγαν ποτέ στον Σπύρο Παπαδόπουλο, που δεν ήπιαν στην υγειά μας, που δεν γλέντησαν εκ μέρους μας ένα κάποιο Σάββατο. Ας πιούμε στην υγειά τους. Αυτούς που τραγούδησαν το τίποτα δεν πάει χαμένο φτύνοντας το πιο πικρό σφίξιμο της καρδιάς τους.

Αυτούς που κλαίνε ξαφνικά και δίχως λόγο.

Ερωτευτείτε τα καφενεία του Γκόρπα, τα μπαρ του καλοκαιριού, τα τραπεζάκια έξω, το τάβλι δύο γέρων έξω απ’ τα άδεια μαγαζιά τους, τα σουβλάκια στα σκαλάκια των πολυκατοικιών, τις μπύρες στα δύο και το κορίτσι που περνάει ρίχνοντας λοξές ματιές.

Τα ξυπόλυτα κορίτσια, τα κορίτσια που δεν ποζάρουν, τα κορίτσια του Ιουλίου, των αόρατων νησιών, τα κορίτσια με τα αλατισμένα μαλλιά και την κόκκινη μύτη. Αυτά είναι ο πραγματικός κόσμος, η αλήθεια, το τέλος και η άκρη του νοήματος.

Τους αδύναμους. Δείτε. Η κούτα του άστεγου, το στοίβαγμα του μετανάστη, η αναζήτηση φαγητού στα σκουπίδια, ο απλήρωτος λογαριασμός. Υπάρχουμε και για να αναποδογυρίσουμε αυτό το ασυνάρτητο σύμπαν.

Ερωτευτείτε τους αυτόχειρες των χρόνων που ζούμε. Τρέξτε κοντά τους, απλώστε το χέρι, σταθείτε προσοχή. Αν δεν καταφέρετε να συγκρατήσετε το κορμί τους, πριν αυτό αιωρηθεί οριστικά και αμετάκλητα, κρεμαστείτε μαζί τους.

Αυτόν που έγραψε πρώτος το «οι μπάτσοι είναι παντού, αλλά ο έρωτας μας κάνει αόρατους» και αυτόν που το φωτογράφησε και αυτόν που το έκανε ριτουίτ και αυτόν που χαμογέλασε βλέποντάς το.

Ερωτευτείτε την πληγή του κυνηγημένου ξένου. Το φόβο του ανθρώπου χωρίς χαρτιά. Τη μοναξιά του ανθρώπου που πέρασε μέσα απ’ τις νάρκες και τα κύματα, για να πέσει απ’ το λυσσασμένο μαχαίρι του φασίστα.

Τους διαδηλωτές, που ανεβοκατεβαίνουν την Πανεπιστημίου, φωνάζοντας αλληλεγγύη, φωνάζοντας ελευθερία. Τις ομάδες σε γειτονιές και συνοικίες, που μαζεύουν ρούχα, που μαζεύουν φαγητά, ταινίες, υλικά και ανταλλάσσουν τα πάντα εκτός από χρήματα.

Αυτούς που βαριούνται να μιλήσουν για τη δουλειά ή τα λεφτά. Αυτούς που σου λένε το αγαπημένο τους χρώμα, το τραγούδι της εφηβείας τους, που θυμούνται το πρώτο κορίτσι που φίλησαν με τρυφερότητα και αυτούς που, σαν τον Χόλντεν, όταν λένε καριέρα, εννοούν να προσέχουν τα παιδιά που παίζουν σε ένα τεράστιο γήπεδο κλωτσόντας μπάλες πάνω κάτω και τραγουδώντας στίχους χωρίς λόγια, μόνο λα λα λα.

Τον Ντουρούτι, τον Ηλία Λάγιο και τον κλόουν του Μπελ. Τον Νίκο Καρούζο που πλήρωνε τα ποτά του με αυτοσχέδια ποιήματα σε χαρτοπετσέτες.

Ερωτευτείτε αυτούς που δεν κωλώνουν μπροστά στο ανέφικτο, αυτούς που πιστεύουν στα θαύματα που δεν έχουν εξήγηση, αλλά ούτε θρησκευτική προέλευση, αυτούς που αγαπούν τον ορθό λόγο επειδή υπηρετεί τον άνθρωπο και όχι το ανάποδο και αυτούς που δεν πίστεψαν σε οτιδήποτε ειπώθηκε οποτεδήποτε σε δελτίο ειδήσεων.

Αυτούς που κολύμπησαν νύχτα μεθυσμένοι και αυτούς που πνίγηκαν επειδή δεν άντεξαν τη σκληρότητα του κόσμου.

Ερωτευτείτε την φωνή του Αργύρη Μπακιρτζή, το «Θεέ μου μεγαλοδύναμε» και το παιδί που σφίγγει μια πέτρα στο χέρι, χωρίς να είναι σίγουρο ότι έχει δίκιο. Στα κρυφά, στη σιωπή, είμαστε σίγουροι ότι τουλάχιστον δεν έχει άδικο.

Τον Χρήστο Βακαλόπουλο που έλεγε για τον Αύγουστο του Νίκου Παπάζογλου, «το τραγούδι δεν είναι ερωτικό, αλλά ερωτευμένο». Μην δίνετε σημασία σε οτιδήποτε είναι ερωτικό, αλλά όχι ερωτευμένο.

Την Άννα Καρίνα, την Μόνικα Βίτι, τη σερβιτόρα της διπλανής καφετέριας, την Ροζάριο Ντόσον και όλες τις γυναίκες που έχουν αίμα μπερδεμένο, αίμα που έρχεται από δύο ή τρεις ηπείρους.

Ερωτευτείτε τον πατέρα κάποιου γαμπρού που με το τσιγάρο στο στόμα, μεθυσμένος, χορεύει το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας. Ερωτευτείτε το αχ Παναγιά μου, στο τέλος κάθε τέτοιας μουσικής.

Αυτόν που έγραψε, «μην αγαπάς τον πλησίον, αλλά πλησίασε τον αγαπώντα».

Την πιο μικρή ελιά στην κοιλιά της, τον απογευματινό ύπνο κάτω απ’ το αρμυρίκι ή την καρυδιά, την πιο λεπτή ειρωνεία, το παγάκι, την παρέα που κλαίει γελώντας και τη βουβαμάρα του καταστρώματος της επιστροφής.

Ερωτευτείτε το κορίτσι μου. Κάθε πρωί, κάθεται νυσταγμένη στην άκρη του κρεβατιού με γερμένους τους ώμους και τα χέρια να κρέμονται σαν τεράστιο εκκρεμές. Αυτή η εικόνα είναι η ασπίδα, η μολότοφ και το φωτόσπαθο που κρατάω στη χούφτα μου και με κάνει ιπτάμενο, απίθανο και ανήλικο.

Ερωτευτείτε το κορίτσι που περνάει δίπλα σας εδώ και τώρα.

Ερωτευτείτε.


 Μουσική

Αργύρης Μπακιρτζής, Αρζεντίνα

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

Αντίσταση στην αριστερή μελαγχολία (αναδημοσίευση)


δημοσίευση του Marx Factor

της Ουέντι Μπράουν (1) 
μετάφραση Άκης Γαβριηλίδης

Σε κάθε εποχή πρέπει να επιδιώκεται η εκ νέου απόσπαση της παράδοσης από τον κονφορμισμό, που είναι έτοιμος να την καταδυναστεύσει. […] Το χάρισμα να αναζωπυρώνει τη σπίθα της ελπίδας στο παρελθόν έχει εκείνος μόνο ο ιστορικός, που έχει την πεποίθηση, ότι και οι νεκροί ακόμα δεν θα είναι ασφαλείς από τον εχθρό, στην περίπτωση που θα νικήσει.
Βάλτερ Μπένγιαμιν, «Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας»(2)

Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, ο θεωρητικός του πολιτισμού Στιούαρτ Χωλ έχει επιμείνει ότι η «κρίση της Αριστεράς» δεν οφείλεται ούτε σε εσωτερικές διαιρέσεις στην ακτιβιστική ή την ακαδημαϊκή Αριστερά, ούτε στην ευφυή ρητορεία ή τα χρηματοδοτικά συστήματα της Δεξιάς. Αντίθετα, υποστήριξε, είναι συνέπεια της αδυναμίας της ίδιας της Αριστεράς να κατανοήσει το χαρακτήρα της εποχής και να αναπτύξει μία πολιτική κριτική και ένα ηθικό-πολιτικό όραμα αντίστοιχο προς αυτό το χαρακτήρα. Για τον Χωλ, η άνοδος της θατσερικής-ρηγκανικής Δεξιάς ήταν μάλλον σύμπτωμα παρά αιτία αυτής της αδυναμίας, ακριβώς όπως η απορριπτική ή καχύποπτη στάση της Αριστεράς απέναντι στις πολιτισμικές σπουδές δείχνει για τον Χωλ όχι την προσήλωση στις αρχές της, αλλά τις αναχρονιστικές συνήθειες της σκέψης της και τους φόβους και τα άγχη της μπροστά στο ενδεχόμενο να αναθεωρήσει αυτές τις συνήθειες.

Ποιο είναι όμως το περιεχόμενο και η δυναμική αυτών των φόβων και των αγχών; Θέλω να αναπτύξω ένα μόνο νήμα αυτού του προβλήματος μέσα από μια εξέταση του φαινομένου που ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, εδώ και πάνω από μισό αιώνα, ονόμασε «αριστερή μελαγχολία». Τι εννοούσε ο Μπένγιαμιν μ’ αυτή την μειωτική ονομασία για μια ορισμένη διανοητική και πολιτική στάση; Όπως οι περισσότεροι αναγνώστες θα ξέρουν, ο Μπένγιαμιν δεν ήταν ούτε κατηγορηματικά ούτε χαρακτηριολογικά αντίθετος προς την αξία και την ισχύ της λύπης ως τέτοιας, ούτε παραγνώριζε τη δυνατότητα να κερδίσει κανείς μια πιο καθαρή ματιά με το να συλλογιστεί πάνω στις απώλειές του. Μάλιστα, έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για την παραγωγική αξία της ακηδίας, της λύπης και του πένθους για την πολιτική και πολιτισμική δουλειά, και στη μελέτη του για τον Μπωντλαίρ ο Μπένγιαμιν πραγματεύτηκε την ίδια τη μελαγχολία περίπου ως δημιουργική πηγή. Η «αριστερή μελαγχολία» όμως είναι ο απερίφραστος επιθετικός προσδιορισμός του Μπένγιαμιν για τον επαναστάτη ψευτο-διανοούμενο ο οποίος, τελικά, είναι πιο προσηλωμένος σε μια συγκεκριμένη πολιτική ανάλυση ή ιδανικό –ακόμα και στην αποτυχία αυτού του ιδανικού– παρά στο να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες για ριζική αλλαγή στο παρόν. Στην αινιγματική επιμονή του Μπένγιαμιν επί της πολιτικής αξίας που έχει η διαλεκτική ιστορική σύλληψη του «τωρινού χρόνου», η αριστερή μελαγχολία δεν αντιπροσωπεύει μόνο μια άρνηση να συμφιλιωθεί κανείς με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του παρόντος, δηλαδή μια αποτυχία να κατανοήσει την ιστορία με άλλους όρους πέρα από τον «κενό χρόνο» ή την «πρόοδο». Δηλώνει επίσης έναν ορισμένο ναρκισσισμό σε σχέση με τις προηγούμενες πολιτικές προσδέσεις και ταυτότητες, ο οποίος υπερβαίνει κάθε επένδυση σε κάποια σημερινή πολιτική κινητοποίηση, συμμαχία ή μετασχηματισμό. (3)

Η ειρωνεία της μελαγχολίας, φυσικά, είναι ότι η πρόσδεση στο αντικείμενο της θλιβερής μας απώλειας παραγκωνίζει κάθε επιθυμία να ανακάμψουμε από αυτή την απώλεια, να ζήσουμε ελεύθεροι από αυτή στο παρόν, να μην μας βαρύνει πλέον. Αυτό είναι που καθιστά τη μελαγχολία μία μόνιμη συνθήκη, μια κατάσταση, ή και μία δομή της επιθυμίας, και όχι μία παροδική αντίδραση στο θάνατο ή την απώλεια. Στο στοχασμό του περί μελαγχολίας του 1917, ο Φρόιντ μάς υπενθυμίζει ένα δεύτερο μοναδικό χαρακτηριστικό της μελαγχολίας. Αυτό αφορά «μια απώλεια πιο ιδεατού τύπου [απ’ ό,τι το πένθος]. Το αντικείμενο ίσως δεν έχει πεθάνει πραγματικά, αλλά έχει χαθεί ως αντικείμενο αγάπης».(4) Επιπλέον, ισχυρίζεται ο Φρόιντ, ο μελαγχολικός συχνά δεν γνωρίζει τι ακριβώς αγαπούσε στο αντικείμενο και το έχασε: «Αυτό υποβάλλει την ιδέα ότι η μελαγχολία συνδέεται τρόπον τινά με μια απώλεια αντικειμένου που έχει αποσυρθεί από τη συνείδηση, σε αντιδιαστολή προς το πένθος, στο οποίο κανένα στοιχείο της απώλειας δεν είναι ασυνείδητο».(5) Η απώλεια που πυροδοτεί τη μελαγχολία τις περισσότερες φορές είναι ανομολόγητη. Τέλος, ο Φρόιντ ισχυρίζεται ότι το μελαγχολικό υποκείμενο –με χαμηλή αυτοεκτίμηση, απόγνωση, ακόμα και τάσεις αυτοκτονίας– αντί να απευθύνει τις επιπλήξεις του στο αντικείμενο που κάποτε αγαπούσε (επιπλήξεις που δεν στάθηκε στο ύψος της εξιδανίκευσης που το υποκείμενο είχε πλάσει γι’ αυτό), τις έχει στρέψει προς τον εαυτό του, διατηρώντας έτσι την αγάπη ή την εξιδανίκευση του αντικειμένου, έστω κι αν στον πόνο του μελαγχολικού βιώνεται η απώλεια αυτής ακριβώς της αγάπης.

Γιατί να χρησιμοποιήσει τώρα ο Μπένγιαμιν αυτό τον όρο, και τη συναισθηματική οικονομία που εκπροσωπεί, προκειμένου να μιλήσει για ένα ιδιαίτερο μόρφωμα στην Αριστερά; Ο Μπένγιαμιν δεν δίνει πουθενά κάποια ακριβή διατύπωση της αριστερής μελαγχολίας. Απλώς την αναπτύσσει ως έναν ψόγο προς όσους αισθάνονται μεγαλύτερη υποχρέωση απέναντι σε κάποια μακροχρόνια συναισθήματα και αντικείμενα παρά στις δυνατότητες πολιτικού μετασχηματισμού στο παρόν. Ο Μπένγιαμιν είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι στην επένδυση του μελαγχολικού σε «πράγματα». Στο Trauerspiel, ισχυρίζεται ότι «η μελαγχολία προδίδει τον κόσμο χάριν της γνώσης», υπονοώντας εδώ ότι η πιστότητα του μελαγχολικού μετατρέπει την αλήθεια της («κάθε πιστό όρκο ή μνήμη») σχετικά με τον αγαπημένο του σε ένα πράγμα, και μάλιστα επενδύει την ίδια τη γνώση με έναν χαρακτήρα πράγματος.(6) Μια άλλη εκδοχή αυτής της διατύπωσης: «Στην επίμονη ομφαλοσκόπησή της, [η μελαγχολία] εναγκαλίζεται νεκρά αντικείμενα στο στοχασμό της».(7) Απλούστερα, η μελαγχολία μένει πιστή «στον κόσμο των πραγμάτων»,(8) πράγμα που μας οδηγεί να σκεφτούμε ότι στη μελαγχολική λογική περιέχεται ένας ορισμένος φετιχισμός –με όλο το συντηρητισμό και την απόσυρση από τις ανθρώπινες σχέσεις που συνεπάγεται η φετιχιστική επιθυμία. Στην κριτική των ποιημάτων τού Κάστνερ όπου εισάγει για πρώτη φορά τον όρο «αριστερή μελαγχολία», ο Μπένγιαμιν υπονοεί ότι τα αισθήματα τα ίδια γίνονται πράγματα για τον αριστερό μελαγχολικό ο οποίος «επαίρεται εξίσου για τα ίχνη παλαιότερων πνευματικών αγαθών όσο και οι αστοί για τα υλικά τους αγαθά».(9) Καταλήγουμε να αγαπάμε τα αριστερά μας πάθη και τον αριστερό μας λόγο, τις αριστερές μας αναλύσεις και πεποιθήσεις, περισσότερο απ’ ό,τι αγαπάμε τον υπαρκτό κόσμο τον οποίο υποτίθεται ότι θέλουμε να αλλάξουμε με αυτούς τους όρους ή το μέλλον που θα ήταν σύμφωνο με αυτούς. Η αριστερή μελαγχολία, εν συντομία, είναι το όνομα που δίνει o Μπένγιαμιν για μια πένθιμη, συντηρητική, οπισθοδρομική πρόσδεση σε ένα αίσθημα, μια ανάλυση, μία σχέση που έγινε σαν πράγμα και πάγωσε στην καρδιά του υποτιθέμενου αριστερού. Αν ο Φρόιντ μπορεί να βοηθήσει εδώ, τότε η συνθήκη αυτή κατά τεκμήριο προκύπτει από κάποια ακατονόμαστη απώλεια, ένα ιδανικό που συνετρίβη ανομολόγητα, τα οποία δηλώνονται στις μέρες μας από τους όρους Αριστερά, Σοσιαλισμός, Μαρξ, ή Κίνημα.

Σίγουρα οι απώλειες της Αριστεράς είναι πολλές στις μέρες μας· για άλλες μπορούμε να δώσουμε λόγο, για άλλες όχι. Η κυριολεκτική αποσύνθεση των σοσιαλιστικών καθεστώτων και η απονομιμοποίηση του μαρξισμού είναι απλώς κάποιες απ’ αυτές, και ίσως όχι οι σημαντικότερες. Έχουμε βρεθεί ξαφνικά αντιμέτωποι με την απώλεια μιας ενοποιημένης ανάλυσης και ενός ενοποιημένου κινήματος, με την απώλεια της εργασίας και της κοινωνικής τάξης ως απαραβίαστων κατηγορημάτων της πολιτικής ανάλυσης και κινητοποίησης, με την απώλεια μιας αναπότρεπτης και επιστημονικής κίνησης της ιστορίας προς τα εμπρός, και με την απώλεια μιας βιώσιμης εναλλακτικής λύσης προς την πολιτική οικονομία του καπιταλισμού. Πάνω σε αυτές τις απώλειες συσσωρεύονται και άλλες: είμαστε χωρίς την αίσθηση μιας διεθνούς, και συχνά ακόμα και μιας τοπικής, αριστερής κοινότητας· είμαστε χωρίς κάποια πεποίθηση για την Αλήθεια της κοινωνικής τάξης πραγμάτων· είμαστε χωρίς ένα πλούσιο ηθικό-πολιτικό όραμα για το Αγαθό που να καθοδηγεί και να στηρίζει την πολιτική δουλειά. Έτσι, έχουμε το δυσάρεστο αίσθημα όχι μόνο του χαμένου κινήματος αλλά επιπλέον της χαμένης ιστορικής στιγμής, όχι μόνο της χαμένης θεωρητικής και εμπειρικής συνοχής αλλά και ενός χαμένου τρόπου ζωής και μιας χαμένης πορείας.

Όλα αυτά μπορούν να τα παραδεχτούν απερίφραστα πολλοί στην Αριστερά, έστω και αν δεν ξέρουμε τι να κάνουμε γι’ αυτό. Αλλά στον κούφιο πυρήνα όλων αυτών των απωλειών, ίσως στον τόπο του πολιτικού μας ασυνειδήτου, μήπως βρίσκεται και μια ανομολόγητη απώλεια –η υπόσχεση ότι η αριστερή ανάλυση και η αριστερή στράτευση θα παρείχε σε όσους προσχωρήσουν σε αυτήν ένα σαφές και σίγουρο μονοπάτι προς το αγαθό, το δίκαιο και το αληθές; Αυτή η υπόσχεση μήπως δεν αποτέλεσε τη βάση για μεγάλο μέρος της ευχαρίστησής μας που είμαστε στην Αριστερά, και μάλιστα για την αυτοεκτίμησή μας ως αριστερών και για τη συντροφικότητά μας προς τους άλλους αριστερούς; Και αν αυτή η αγάπη δεν είναι δυνατό να εγκαταλειφθεί χωρίς να απαιτηθεί ένας ριζικός μετασχηματισμός στο ίδιο το θεμέλιο της αγάπης μας, στην ίδια μας την ικανότητα για πολιτική αγάπη και πρόσδεση, μήπως είμαστε καταδικασμένοι σε αριστερή μελαγχολία, μια μελαγχολία της οποίας τα αποτελέσματα σίγουρα θα είναι όχι μόνο θλιβερά αλλά και αυτοκαταστροφικά; Φρόιντ ξανά: «Αν η αγάπη για το αντικείμενο –μια αγάπη που δεν είναι δυνατό να εγκαταλειφθεί έστω και αν έχει εγκαταλειφθεί το αντικείμενο– βρει καταφύγιο στη ναρκισσιστική ταύτιση, τότε το μίσος καταλαμβάνει το υποκατάστατο αντικείμενο: το κακομεταχειρίζεται, το υποβιβάζει, το κάνει να υποφέρει και αποκομίζει σαδιστική ικανοποίηση από τον πόνο του».(10) Το καθήκον μας λοιπόν θα ήταν να μαντέψουμε ποιος ή τι είναι αυτό το υποκατάστατο αντικείμενο. Τι μισούμε για να μπορέσουμε να διατηρήσουμε την εξιδανίκευση της ρομαντικής αριστερής υπόσχεσης; Τι τιμωρούμε για να μπορέσουμε να σώσουμε τις παλιές εγγυήσεις της Αριστεράς από την οργίλη απογοήτευσή μας;

Δύο οικείες απαντήσεις ξεπηδάνε από πρόσφατους καυγάδες και κατηγορίες προς την Αριστερά. Η πρώτη είναι ένα σύνολο κοινωνικών και πολιτικών μορφωμάτων που είναι γνωστά με ποικίλα ονόματα, όπως πολιτισμικές πολιτικές ή πολιτικές της ταυτότητας. Εδώ, η συμβατική κατηγορία από μία μερίδα της Αριστεράς είναι ότι πολιτικά κινήματα που είναι ριζωμένα στην πολιτισμική ταυτότητα –φυλετική, σεξουαλική, εθνοτική ή έμφυλη– όχι μόνο αποφεύγει να αναφερθεί στη θεμελιώδη δομή της νεωτερικότητας, τον καπιταλισμό, και το θεμελιώδες του μόρφωμα, τις κοινωνικές τάξεις, αλλά επιπλέον κατακερματίζουν την πολιτική ενέργεια και τα ενδιαφέροντα της Αριστεράς κατά τρόπο ώστε να γίνεται αδύνατη η συγκρότηση συμμαχιών. Ο δεύτερος ένοχος επίσης έχει διάφορα ονόματα –μεταδομισμός, ανάλυση λόγου, μεταμοντερνισμός, λογοτεχνική θεωρία του συρμού που παρουσιάζεται ως πολιτική ανάλυση. Μαζί ή χωριστά, τα δύο αυτά φαινόμενα κρίνονται υπεύθυνα για τον αδύναμο, κατακερματισμένο και αποπροσανατολισμένο χαρακτήρα της σύγχρονης Αριστεράς.

Όλα αυτά δεν είναι πολύ καινούρια. Αλλά αν τα διαβάσουμε μέσα από το πρίσμα της αριστερής μελαγχολίας, το στοιχείο της μετάθεσης και στα δύο κατηγορητήρια ίσως εμφανιστεί πιο ανάγλυφα, εφόσον τότε θα αναγκαζόμασταν να ρωτήσουμε: ποιες πτυχές της αριστερής ανάλυσης ή ορθοδοξίας έχουν πια περιέλθει σε μαρασμό, αλλά οι οπαδοί τους προστατεύονται από τον κίνδυνο να το αναγνωρίσουν με το να στρέφουν την προσοχή τους σε διαρκείς επιπλήξεις ενάντια στις πολιτικές της ταυτότητας και το μεταδομισμό; Κι ακόμα, ποια ναρκισσιστική ταύτιση με την ορθοδοξία αυτή διατηρείται μέσα στο θρήνο για την απώλεια της κυριαρχίας της επί των νέων αριστερών και την απώλεια της ισχύος της στο πολιτικό πεδίο; Ποια αγάπη για τις υποσχέσεις και τις εγγυήσεις που κάποτε είχε η αριστερή ανάλυση συντηρείται, ενώ η ευθύνη και η απαξίωση για τη συντριβή αυτών των υποσχέσεων και εγγυήσεων επιρρίπτεται σε άλλους; Και μήπως δε βλέπουμε εδώ την Αριστερά να παίρνει το χαρακτήρα πράγματος, να πραγμοποιείται ως κάτι που «είναι», ως τη φαντασιακή μνήμη εκείνου που «ήταν» κάποτε, την ίδια τη στιγμή όπου σαφέστατα δεν είναι πλέον (ή δεν είναι ένα πράγμα);

. . . . .

Ας ξαναφέρουμε τώρα αυτές τις σκέψεις για τη μελαγχολική Αριστερά σε συνδυασμό με τις πιο απερίφραστα πολιτικές θεωρήσεις του Στιούαρτ Χωλ για τα προβλήματα που συναντά η σύγχρονη Αριστερά. Αν ο Χωλ κατανοεί την αποτυχία μας ως Αριστεράς κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα ως μια αποτυχία στο εσωτερικό της Αριστεράς να κατανοήσουμε αυτή τη χρονική περίοδο, η αποτυχία αυτή δεν θεραπεύεται αλλά απλώς αναπαράγεται με το να κατηγορούμε εκείνους που επιτυγχάνουν (τους φιλελεύθερους κεντρώους, τους νεοσυντηρητικούς, τη Δεξιά) ή με το να κατηγορούμε ο ένας τον άλλο (τους αντιρατσιστές, τις φεμινίστριες, τους ακτιβιστές queer, τους μεταμοντέρνους ή τους μη αποδομημένους μαρξιστές). Στην οπτική του Χωλ, η αποτυχία αυτή δεν είναι απλώς συνέπεια της προσχώρησης σε κάποια συγκεκριμένη αναλυτική ορθοδοξία –τον ντετερμινισμό του κεφαλαίου, την προτεραιότητα των κοινωνικών τάξεων. Είναι βέβαια και αυτό, αλλά κυρίως προκύπτει από έναν ιδιαίτερο διανοητικό ζουρλομανδύα –μια επιμονή σε έναν υλισμό ο οποίος αρνείται τη σημασία του υποκειμένου και του υποκειμενικού, το ζήτημα του ύφους, την προβληματική της γλώσσας. Και ο συνδυασμός αυτών των δύο είναι θανάσιμος: «Ο σεκταρισμός μας», υποστηρίζει ο Χωλ στο κλείσιμο του The Hard Road to Renewal, δεν συνίσταται μόνο σε μια αμυντική στάση απέναντι στην ημερήσια διάταξη πολιτικο-οικονομικών σχηματισμών που τώρα είναι αναχρονιστικοί (εκείνων της δεκαετίας του 1930 και του 1945), αλλά οφείλεται επίσης σε μια ορισμένη σύλληψη της πολιτικής, η οποία ακολουθείται όχι τόσο ως θεωρία, αλλά μάλλον ως μια συνήθεια του μυαλού. Συνεχίζουμε να σκεφτόμαστε με μία γραμμική και μη αντιστρέψιμη πολιτική λογική που χαράσσει κάποια αφηρημένη οντότητα που αποκαλούμε «οικονομικό στοιχείο» ή «κεφάλαιο», η οποία εκτυλίσσεται προς το προκαθορισμένο τέλος της. Ενώ, όπως δείχνει ξεκάθαρα ο θατσερισμός, η πολιτική στην πραγματικότητα λειτουργεί περισσότερο όπως η λογική της γλώσσας: πάντοτε μπορείς να την θέσεις κάπως αλλιώς αν προσπαθήσεις αρκετά.(11)

Ασφαλώς η πορεία του κεφαλαίου διαμορφώνει τις συνθήκες δυνατότητας στην πολιτική, αλλά η πολιτική η ίδια «είτε ασκείται ιδεολογικά, είτε δεν ασκείται καθόλου».(12) Ή, σύμφωνα με μια ακόμα από τις καίριες διατυπώσεις του Χωλ, «η πολιτική δεν αντανακλά τις πλειοψηφίες, τις συγκροτεί».(13)

Εδώ πρέπει να είμαστε σαφείς. Ο Χωλ ποτέ δεν ισχυρίζεται ότι η ιδεολογία καθορίζει την πορεία της παγκοσμιοποίησης· ισχυρίζεται όμως ότι την διοχετεύει υπέρ αυτού ή του άλλου πολιτικού στόχου, και, όταν είναι επιτυχής, οι πολιτικές και οικονομικές στρατηγικές τις οποίες εκπροσωπεί μια ορισμένη ιδεολογία θα παραγάγουν και οι ίδιες κάποια πολιτικο-οικονομικά μορφώματα εντός των εξελίξεων του παγκόσμιου καπιταλισμού.

Αρχίζουμε τώρα […] να κινούμαστε προς μια «μετα-φορντική» κοινωνία –αυτό που κάποιοι θεωρητικοί ονομάζουν ανοργάνωτο καπιταλισμό, την εποχή της «εύκαμπτης ειδίκευσης». Ένας τρόπος να διαβάσουμε τις παρούσες εξελίξεις είναι ότι η «ιδιωτικοποίηση» είναι ο τρόπος που έχει ο θατσερισμός να οικειοποιηθεί αυτή την υπόγεια κίνηση και να τη διοχετεύσει μέσα σε μια ιδιαίτερη οικονομική και πολιτική στρατηγική, να τη συγκροτήσει υπό τους όρους μιας ιδιαίτερης φιλοσοφίας. Έχει επιτύχει, σε κάποιο βαθμό, να ευθυγραμμίσει τις ιστορικές, πολιτικές, πολιτισμικές και σεξουαλικές «λογικές» της με κάποιες από τις ισχυρότερες τάσεις στις σύγχρονες λογικές της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Και αυτό, εν μέρει, είναι εκείνο που του δίνει την υπέρτατη αυτοπεποίθησή του, τον αέρα της ιδεολογικής αυταρέσκειας: που τον κάνει να φαίνεται ότι «έχει την ιστορία με το μέρος του», να είναι συνώνυμος με την αναπόφευκτη πορεία του μέλλοντος. Η Αριστερά, ωστόσο, αντί να ξανασκεφτεί τις δικές της οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές στρατηγικές με βάση αυτή τη βαθύτερη, υπόγεια «λογική» διασποράς και διαφοροποίησης (η οποία, στο κάτω-κάτω, δεν είναι κατ’ ανάγκην εχθρός ενός μεγαλύτερου εκδημοκρατισμού) απλώς αντιστέκεται σε αυτήν. Αφού την διεκδικεί ο θατσερισμός, τότε εμείς δεν πρέπει να έχουμε καμιά σχέση με αυτήν. Υπάρχει άραγε πιο σίγουρος τρόπος για να καταλήξεις ιστορικά αναχρονιστικός;(14)

Αν η σύγχρονη Αριστερά συχνά γαντζώνεται στα μορφώματα και τις διατυπώσεις μιας άλλης εποχής, μιας εποχής στην οποία οι έννοιες των ενοποιημένων κινημάτων, των κοινωνικών ολοτήτων και των ταξικών πολιτικών ήταν βιώσιμες κατηγορίες πολιτικής και θεωρητικής ανάλυσης, αυτό σημαίνει ότι κυριολεκτικά μετατρέπεται σε μια συντηρητική δύναμη στην ιστορία –μια δύναμη που όχι μόνο δεν διαβάζει σωστά το παρόν, αλλά και που εγκαθιστά την παραδοσιολατρεία στην ίδια την καρδιά της πράξης της, στο χώρο όπου θα έπρεπε να βρίσκεται η αγάπη για το ρίσκο και την ανατροπή. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν σκιαγραφεί το φαινόμενο αυτό στην επίθεσή του κατά του Έρικ Κάστνερ, του αριστερού ποιητή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που αποτελεί το θέμα του δοκιμίου του με τίτλο «Αριστερή Μελαγχολία»: «Ο ποιητής αυτός είναι ανικανοποίητος, η καρδιά του είναι βαριά. Αλλά το βάρος αυτό απορρέει από τη ρουτίνα. Γιατί για να είσαι σε μια ρουτίνα σημαίνει ότι έχεις θυσιάσει την ιδιοσυγκρασία σου, ότι έχεις εκχωρήσει το δώρο της απαρέσκειας. Και αυτό κάνει την καρδιά σου βαριά».(15) Σε διαφορετικό τόνο, ο Στιούαρτ Χωλ σκιαγραφεί το πρόβλημα αυτό στην αντίδραση της Αριστεράς προς τον θατσερισμό:

Θυμάμαι τη στιγμή, κατά τις εκλογές τού 1979, που ο κ. Κάλλαχαν, στο τέλος της πολιτικής του καριέρας, είπε πραγματικά εμβρόντητος για την επίθεση της κας Θάτσερ ότι «Σκοπεύει να ανατρέψει την κοινωνία από τη ρίζα της». Η ιδέα αυτή ήταν αδιανόητη για το σοσιαλδημοκρατικό λεξιλόγιο: μια ριζική επίθεση στο στάτους κβο. Η αλήθεια είναι ότι οι παραδοσιακές ιδέες, οι ιδέες της κοινωνικής και ηθικής ευπρέπειας, είχαν διεισδύσει τόσο βαθιά στη σοσιαλιστική συνείδηση που είναι εξαιρετικά σύνηθες να βρεις ανθρώπους αφοσιωμένους σε ένα ριζοσπαστικό πολιτικό πρόγραμμα οι οποίοι να στηρίζονται σε απολύτως παραδοσιακά αισθήματα και συμπεριφορές. (16)

H παραδοσιολατρεία δεν είναι κάτι καινούριο στην αριστερή πολιτική, αλλά έχει γίνει ιδιαίτερα έκδηλη και ολέθρια τα τελευταία χρόνια ως συνέπεια, 
 1) της κατανοητής προβολής από τη μεριά της μιας στάσης άμυνας απέναντι στις «επαναστάσεις» των Θάτσερ-Ρέιγκαν-Γκίνγκριτς (που συγκεφαλαιώνονται στην αποδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας και την ιδιωτικοποίηση ορισμένων δημόσιων λειτουργιών και υπηρεσιών), 
 2) της ανάπτυξης μιας πολιτικής γύρω από την κουλτούρα και, ιδίως, γύρω από τη σεξουαλικότητα, και 
 3) την αποσύνθεση των σοσιαλιστικών καθεστώτων και τη βαθιά απαξίωση των πολιτικο-οικονομικών στόχων της Αριστεράς που προκάλεσε η αποσύνθεση αυτή. Ο συνδυασμός αυτών των τριών φαινομένων παράγει αριστερούς λόγους που τείνουν να έχουν ως πρώτιστο περιεχόμενο την υπεράσπιση μιας προοδευτικής πολιτικής τύπου New Deal και ιδίως του κράτους πρόνοιας, από τη μια, και την υπεράσπιση των ελευθεριών των πολιτών, από την άλλη. Με δυο λόγια, η Αριστερά έχει καταλήξει να εκπροσωπεί μια πολιτική που επιδιώκει να προστατεύσει ένα σύνολο ελευθεριών και δικαιωμάτων, η οποία δεν αντιμετωπίζει ούτε τις τάσεις εξουσίασης που και τα δύο εμπεριέχουν, ούτε την περιορισμένη αξία αυτών των ελευθεριών και δικαιωμάτων στους σημερινούς καπιταλιστικούς σχηματισμούς. Και όταν αυτή η παραδοσιολατρεία συνδυάζεται με μια απώλεια πίστης στο εξισωτικό όραμα που υπήρξε τόσο ουσιαστικό για τη σοσιαλιστική αμφισβήτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, το πρόβλημα της αριστερής παραδοσιολατρείας γίνεται πραγματικά πολύ σοβαρό. Αυτό που προκύπτει είναι μια Αριστερά που λειτουργεί χωρίς ούτε μια βαθιά και ριζική κριτική του στάτους κβο, ούτε μια πειστική εναλλακτική λύση στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Αλλά αυτό που ίσως είναι πιο ανησυχητικό, είναι ότι πρόκειται για μια Αριστερά που έχει προσκολληθεί περισσότερο στην αδυναμία της παρά στην δυνάμει καρποφορία της, μια Αριστερά που νιώθει περισσότερο στο σπίτι της όταν ενοικεί όχι στην ελπίδα, αλλά στην ίδια την περιθωριακότητα και την αποτυχία της, μια Αριστερά που έτσι έχει πιαστεί σε μία δομή μελαγχολικής προσκόλλησης σε έναν ορισμένο τόνο του δικού της νεκρού παρελθόντος, που το πνεύμα του είναι σαν φάντασμα, που η δομή της επιθυμίας του είναι οπισθοδρομική και τιμωρητική.

Τι θα σήμαινε να πετάξουμε από πάνω μας τα μελαγχολικά και συντηρητικά ενδύματα της Αριστεράς και να την αναζωογονήσουμε πάλι με ένα ριζοσπαστικό (17) κριτικό και οραματικό πνεύμα; Το πνεύμα αυτό θα ασπαζόταν την έννοια ενός βαθιού και μάλιστα ανησυχητικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, και όχι την αποστροφή μπροστά στην προοπτική αυτή, όσο κι αν πρέπει να έχουμε συνειδητοποιήσει πως ούτε η ολοκληρωτική επανάσταση ούτε η αυτόματη πρόοδος της ιστορίας θα μας οδηγήσει προς το όποιο αναδιατυπωμένο όραμα θα μπορούσαμε να επεξεργαστούμε. Ποια πολιτική ελπίδα μπορούμε να θρέψουμε, η οποία να μην θεμελιώνεται ψευδώς στην ιδέα ότι «η ιστορία είναι με το μέρος μας» ή ότι θα υπάρξει αναπόφευκτα λαϊκή ανταπόκριση προς τις όποιες αξίες μπορεί να αναπτύξουμε ως στοιχεία ενός νέου αριστερού οράματος; Τι είδους πολιτική και οικονομική τάξη πραγμάτων μπορούμε να φανταστούμε που να μην είναι ούτε κρατικά διευθυνόμενη ούτε ουτοπική, ούτε κατασταλτική ούτε ελευθεριακή, ούτε οικονομικά πτωχευμένη ούτε πολιτισμικά γκρίζα; Πώς μπορούμε να αντλήσουμε δημιουργικές δυνάμεις από τα σοσιαλιστικά ιδεώδη της αξιοπρέπειας, της ισότητας και της ελευθερίας χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι τα ιδεώδη αυτά ξεπήδησαν από ιστορικές περιστάσεις και προοπτικές που δεν είναι του παρόντος; Η έμφασή μου στη μελαγχολική λογική ορισμένων σύγχρονων αριστερών τάσεων δεν υπονοεί ότι συνιστάται ψυχοθεραπεία για να δοθεί απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Σημαίνει ωστόσο ότι θα έπρεπε να εξετάσουμε κατά πόσο τα αισθήματα και τα πάθη –μεταξύ αυτών και η λύπη, η οργή και το άγχος για προδομένες υποσχέσεις και χαμένες πυξίδες– που στηρίζουν την προσήλωσή μας σε αριστερές αναλύσεις και αριστερά προτάγματα, δημιουργούν δυνάμει συντηρητικές ή και αυτοκαταστροφικές πτυχές σε πολιτικά σχέδια που εμφανίζονται ως προοδευτικά.

παραπομπές
1 Wendy Brown, “Resisting Left Melancholia”, in: David L. Eng and David Kazanjian (επιμ.), Loss: The Politics of Mourning, University of California Press, Berkeley 2002 [ΣτΜ].
2 Η προμετωπίδα είναι από το: Walter Benjamin. “Theses on the Philosophy of History”, in Illuminations. ed. Hannah Arendt (New York: Schocken Books, 1969), σ. 255. [Ελλ. μετ.: Βάλτερ Μπένγιαμιν, Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, μετάφραση Μηνάς Παράσχης, Ουτοπία, Αθήνα 1983, σ. 10. ΣτΜ].
3 Για τη μαγευτική διατύπωση του Μπένγιαμιν σχετικά με το «Τότε» και το «Τώρα» ως πολιτικούς όρους απρόσιτους από το «Παρελθόν» και το «Παρόν», βλ. τις σημειώσεις του περί μεθόδου για το Arcades Project, δημοσιευμένες ως “N [Re the Theory of Knowledge, Theory of Progress]”, in Benjamin: Philosophy, Aesthetics, History, ed. G. Smith (Chicago: University of Chicago Press, 1989), ιδίως σσ. 49, 51-52 και 80.
4 Sigmund Freud, “Mourning and melancholia”, In: The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, vol. 14, trans. and ed. James Strachey (London, Hogarth Press, 1957), σ. 245.
5 Freud, “Mourning and melancholia”, σ. 245.
6 Walter Benjamin, The Origin of German Tragic Drama, trans. John Osborne, (London: Verso, 1977), σσ. 156-57.
7 Walter Benjamin, The Origin of German Tragic Drama, σ. 157.
8 Walter Benjamin, The Origin of German Tragic Drama, σ. 157.
9 Walter Benjamin, “Left-Wing Melancholy,” αναδημοσιευμένο στο The Weimar Republic Sourcebook, ed. Anton Kaes, Martin Jay, and Edward Dimendberg (Berkeley and Los Angeles: University of California Press, 1994), σ. 305.
10 Freud, “Mourning and melancholia”, σ. 245.
11 Stuart Hall, The Hard Road to Renewal: Thatcherism and the Crisis of the Left (London: Verso, 1988), σ. 273.
12 Hall, The Hard Road to Renewal, σ. 273.
13 Hall, The Hard Road to Renewal, σ. 266.
14 Hall, The Hard Road to Renewal, σ. 276.
15 Benjamin, “Left-wing melancholy”, σ. 305.
16 Hall, The Hard Road to Renewal, σ. 194.
17 Στο πρωτότυπο, χρησιμοποιείται εδώ η λέξη radical και αμέσως μετά προστίθεται η εξής παρένθεση: «από το λατινικό radix που σημαίνει “ρίζα”». Στα ελληνικά, η ετυμολογία του όρου «ριζοσπαστικός» είναι εμφανής και έτσι η παρένθεση αυτή παραλείφθηκε από τη μετάφραση [ΣτΜ].

(Διευκρινίζω ότι διαφωνώ στην ουσία της άποψης της Γουέντυ Μπράουν,αλλά αναδημοσιεύω το κείμενο σαν βάση συζήτησης και γιατί είναι εξαιρετικά καλογραμμένο και προσπαθεί φιλότιμα να αποδείξει τον ρεφορμισμό και τον άκριτο θετικισμό που υπηρετεί. Η αποφασιστική της φράση για να με κάνει να διαφωνήσω ιδεολογικά και ουσιαστικά είναι στο τέλος “Πώς μπορούμε να αντλήσουμε δημιουργικές δυνάμεις από τα σοσιαλιστικά ιδεώδη της αξιοπρέπειας, της ισότητας και της ελευθερίας χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι τα ιδεώδη αυτά ξεπήδησαν από ιστορικές περιστάσεις και προοπτικές που δεν είναι του παρόντος;”…οπου η ελευθερία η ισότητα και η αξιοπρέπεια αντιμετωπιζονται σαν μπαγιάτικα αυγά που δεν ειναι του παρόντος…Marx Factor)

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Το "χαράτσι" πέθανε, Ζήτω το Χαράτσι

πηγή: EZY.gr

Φόρο-σοκ για όλους τους ιδιοκτήτες εξετάζει να επιβάλει το υπουργείο Οικονομικών. Σύμφωνα με πληροφορίες, η υπεύθυνη διακομματική επιτροπή για τη φορολογία ακινήτων εισηγείται να φορολογηθούν με πολύ υψηλότερο συντελεστή οι πιο πλούσιοι ιδιοκτήτες ακινήτων.

«Τα πλοία αλλάζουν σημαία, οι βίλες όμως μένουν εδώ», τονίζει αρμόδιος παράγοντας που μετέχει στις συσκέψεις για το νέο Φορολογικό. Ωστόσο στην επιτροπή εκφράζονται και αντίθετες απόψεις: «Θα τα γράψουν όλα σε εταιρείες για να πληρώνουν φόρο έως 0,6%» ή «Ποιος έχει σήμερα τόσα μετρητά, όσο πλούσιος και αν είναι, για να πληρώνει φόρους;».

Πάντως το σχέδιο απασχολεί τους ιθύνοντες και οι υποστηρικτές του θεωρούν ότι το μέτρο θα μπορούσε να αποδώσει ικανοποιητικά έσοδα έτσι κι έφτανε ο συντελεστής φόρου για τους πλούσιους στο 2,5% ή 3%, αφού αν τα έγραφαν σε offshore θα πλήρωναν λιγότερο.
Φόρος πολλών ταχυτήτων Τα μέχρι τώρα σενάρια πάντως δείχνουν ότι μόνον ενιαίος δεν θα είναι τελικά ο Ενιαίος Φόρος Ακινήτων. Θα ξεκινά, όπως όλα δείχνουν, από συντελεστή 0,1% (1 τοις χιλίοις) και θα αυξάνεται με βάση τη φορολογούμενη αξία έως 1,5% ή 2%. Εάν εφαρμοστεί και «σχέδιο Ολάντ» στα ακίνητα, θα ισχύσει και ειδικό κλιμάκιο για περιουσίες άνω των 1 ή 2 εκατ. ευρώ. Θα προκύπτει έτσι φόρος των 40-250 ευρώ τον χρόνο «για τους πολλούς», αλλά θα φτάνει σε πολλές χιλιάδες ευρώ για λίγους «έχοντες και κατέχοντες». «Μεσαίες» περιουσίες των 300.000-600.000 ευρώ θα πληρώνουν περίπου 400-800 ευρώ, με συντελεστές φόρου έως 0,4% ή 0,6%. Στόχος είναι να εισπραχθούν περίπου 2,1 δισ. ευρώ φέτος και τουλάχιστον 3 δισ. κάθε χρόνο από το 2014 από 5 εκατομμύρια ιδιοκτήτες.

Μηνιαίες δόσεις Για παράδειγμα, για ακίνητη περιουσία 5 εκατ. ευρώ (δηλαδή για δύο βίλες στο Ψυχικό και τη Μύκονο), ο ιδιοκτήτης τους μπορεί να κληθεί να πληρώσει 125.000-150.000 ευρώ, αν φορολογηθεί με 2,5% ή 3%. Το ποσό αυτό θα κληθεί να αποδώσει στο Δημόσιο σε έως 5 μηνιαίες δόσεις, από το φθινόπωρο μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2014.
Και πάλι όμως ο Ενιαίος Φόρος Ακινήτων θα ενσωματώνει, όπως διαφαίνεται, μόνο τον ΦΑΠ, το ΕΕΤΗΔΕ ή και το ΤΑΠ. Θα παραμένουν έτσι άλλοι 30-35 διάσπαρτοι φόροι και «χαράτσια» ακινήτων, που δύσκολα θα δεχθεί η κυβέρνηση και η τρόικα να καταργηθούν.
Και στα… κοτέτσια Ο κ. Γιάννης Στουρνάρας αναζητεί λύση και για τη φορολόγηση σε αγροτεμάχια, αγρούς, βοσκότοπους κ.λπ., που στην πλειονότητά τους δεν αποφέρουν έσοδα. Φέρεται ιδιαίτερα προβληματισμένος για το σύστημα που θα επιλεγεί και αυτό ίσως οδηγήσει στην αυτοτελή φορολόγηση με ειδική κλίμακα, για να μην αθροίζονται στην ίδια που θα ισχύσει για τα εντός σχεδίου οικόπεδα και κτίσματα.

Για την πρώτη χρονιά εφαρμογής του μέτρου, φέτος, ο συντελεστής φορολόγησης μπορεί να ξεκινά από εξαιρετικά χαμηλά, δηλαδή μόλις 0,05% (μισό τοις χιλίοις). Σε κάθε περίπτωση, όμως, την επόμενη χρονιά ο συντελεστής μπορεί να αυξηθεί.

Ειδικά για τις επιχειρήσεις, σχεδιάζεται να εφαρμοστεί ενιαία κλίμακα χωρίς καθόλου αφορολόγητο (από το πρώτο ευρώ), με 4 συντελεστές φορολόγησης που θα ξεκινούν από 0,1% και θα αυξάνονται σε 0,2%, 0,3% και 0,6%. Ειδικά όμως για τα ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα των επιχειρήσεων (κτίσματα ξενοδοχείων, γήπεδα κ.λπ.) εξετάζεται να φορολογούνται με πιο χαμηλούς συντελεστές (0,1%-0,3%). Για παράδειγμα, γραφείο στον Πειραιά επί της Ακτής Μιαούλη, 200 τ.μ., στον 6ο όροφο πολυκατοικίας με αντικειμενική αξία 410.000 ευρώ, θα πληρώνει φόρο 820-1.230 ευρώ, με συντελεστή φορολόγησης 0,2% ή 0,3%.
Τι θα πληρώνουμε Με τα νέα δεδομένα, το 2013, πρώτο έτος εφαρμογής του Ενιαίου Φόρου Ακινήτων, θα ισχύσει ένα αφορολόγητο της τάξης των 50.000 ή 60.000 ευρώ. Οι οριστικές αποφάσεις θα ληφθούν στη σύσκεψη της διακομματικής επιτροπής με τον κ. Στουρνάρα -την ερχόμενη Τρίτη πιθανότατα-, αλλά ήδη έχει διαπιστωθεί ότι αν το αφορολόγητο ανέβει στα 100.000 ευρώ (αντικειμενική αξία ακινήτων) δύσκολα θα επιτευχθεί ο εισπρακτικός στόχος που έχει τεθεί για ετήσια συνολικά έσοδα 3 δισ. ευρώ από τα ακίνητα. Για το 2014, όμως, θεωρείται βέβαιο ότι οι συντελεστές φορολόγησης θα αυξηθούν, αφού δεν θα υπάρχουν έσοδα από αναδρομικούς φόρους περασμένων ετών όπως φέτος (ΦΑΠ 2010-2012). Πολλά θα αλλάξουν πάντως με τις νέες αντικειμενικές αξίες που θα ισχύσουν από την άνοιξη, ή αν τελικώς ισχύσει αφορολόγητο όριο υψηλότερο από τα 50.000 ευρώ.

Ετσι, για παράδειγμα:

■ Διαμέρισμα 3ου ορόφου, 157 τ.μ. στην Αθήνα (περιοχή Γκύζη), έχει σήμερα αντικειμενική αξία 157.000 ευρώ. Προκύπτει δηλαδή Ενιαίος Φόρος Ακινήτων 107 ευρώ για φέτος (με αφορολόγητο 50.000 ευρώ και φόρο 0,1%). Με το νέο σύστημα αντικειμενικών αξιών πρέπει να πλησιάσει στην εμπορική τιμή, που είναι 120.000 ευρώ, και τότε ο φόρος μειώνεται στα 70 ευρώ.

■ Διαμέρισμα 6ου ορόφου, 108 τ.μ., στα Εξάρχεια, με εμπορική τιμή 100.000 ευρώ και αντικειμενική 135.000 ευρώ, φέτος πρέπει να πληρώσει 85 ευρώ ή μόλις 50 ευρώ, αν εξομοιωθεί η αντικειμενική με την εμπορική αξία.

Το κουκλόσπιτο της Χιονάτης και οι επτά λύκοι


Περίληψη από την εισήγηση του Δικτύου Κοινωνικής Αλληλεγγύης Εξαρχείων στο 3ήμερο διεθνές εργαστήρι με θέμα «Καθεστώτα κρίσης και αναδυόμενα κοινωνικά κινήματα στις πόλεις της Νότιας Ευρώπης», το οποίο θα διεξαχθεί στην Αθήνα, στις 7-9 Φεβρουαρίου, στο Πολυτεχνείο (σχολή Αρχιτεκτόνων). 
Η εισήγηση θα παρουσιασθεί στην ενότητα Συζήτηση για την Κρίση της κατοικίας στη Νότια Ευρώπη - την Παρασκευή 8 Φλεβάρη 14.00 έως 16.00 


Η μεθοδευμένη φτωχοποίηση 
Στη χώρα μας το πρόβλημα της Στέγης είναι κυρίως πρόβλημα μεθοδευμένης φτωχοποίησης που ξεκίνησε από το 1987 με το χρηματιστήριο και κατέληξε με το πετσόκομα μισθών και συντάξεων εν ονόματι των ελειμμάτων. 

Τα σπίτια μας και η κρατική περιουσία γίνονται θυσία στο βωμό της εξυπηρέτησης του χρέους πλέον και με τη βούλα του νόμου. Σε κάθε μνημόνιο ένα πλέγμα νομοθετημάτων κατοχύρωνε θεσμικά τα συμφέροντα των δανειστών. Επιστέγασμα όλων αυτών ο συνοδευτικός νόμος του PSI (πράξη νομοθετικού περιεχομένου 240/2012) αλλά και ο κυρωτικός νόμος των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου που ψηφίστηκε από τη Βουλή στις 14/1/2013, απαλείφουν κάθε έννοια προστασίας τόσο της ιδιωτικής όσο και της κρατικής περιουσίας από τις αρπαχτικές διαθέσεις των δανειστών. 

Το ελληνικό δημόσιο μέσω αυτών των νόμων εκχωρεί κάθε κινητή και ακίνητη περιουσία του στο λεγόμενο Ταμείο αξιοποίησης ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου το οποίο έχει συσταθεί για τη διασφάλιση της εξυπηρέτησης του χρέους. Μέσω αυτών των νόμων οι δανειστές αποκτούν δικαίωμα κατάσχεσης της ελληνικής περιουσίας, κινητής και ακίνητης. Στην κινητή περιουσία του ελληνικού δημοσίου υπάγονται και οι απαιτήσεις του έναντι των ελλήνων πολιτών. Και οι απαιτήσεις αυτές δεν είναι παρά οι οφειλόμενοι φόροι των ελλήνων πολιτών στο κράτος. 

Σαν Δι.Κ.Α Εξαρχείων και σε συντονισμό με άλλες συλλογικότητες αντιστεκόμαστε απέναντι σε αυτό το σχεδιασμό, αποκαλύπτοντας τους στόχους της πολιτικής της υπερφορολόγησης των πολλών, αρνούμενοι τη φορολογική τους νομιμότητα, αρνούμενοι όχι απλά να πληρώσουμε τους φόρους που μας επιβάλλουν, αλλά και να δεχθούμε τον καταλογισμό τους εις βάρος μας. Ο αγώνας μας ενάντια στη φορομπηχτική πολιτική είναι αγώνας ενάντια στη φτωχοποίηση, αγώνας για την προστασία των σπιτιών μας. 

Το μέτωπο των τραπεζικών δανείων 
Η μεθοδευμένη φτωχοποίηση ανοίγει το δρόμο των κατασχέσεων κάθε περιουσιακού στοιχείου από μεριάς των τραπεζών. Εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά που στεγάζονται σε δανεική-υποθηκευμένη στέγη αδυνατώντας να καλύψουν τις ανάγκες τους και τις υποχρεώσεις του, βρίσκονται σε κατάσταση αδυναμίας εξόφλησης των στεγαστικών τους δανείων. Αυτό ήδη έχει συμβεί σε ένα ποσοστό σχεδόν 50% των δανειοληπτών τόσο στον τομέα της στεγαστικής όσο και της καταναλωτικής πίστης. Και οι τράπεζες περιμένουν στη γωνία πότε θα αποδυναμωθεί ο νόμος Κατσέλη, πότε θα αρθεί η απαγόρευση πλειστηριασμών, πότε η αντικειμενική αξία του σπιτιού μας θα ξεπεράσει το όριο προστασίας των 200.000 ευρώ. Ήδη με τη σχεδιαζόμενη αύξηση των αντικειμενικών αξιών δεκάδες χιλιάδες μικροϊδιοκτήτες, οφειλέτες σε τράπεζες, θα βρεθούν στη μέγγενη της κατάσχεσης. 

Μπροστά στη διπλή απειλή από το κράτος και τις τράπεζες θεωρούμε ότι όλοι μας είμαστε υποψήφιοι άστεγοι. Είτε χρωστάμε σε τράπεζες και δημόσιο, είτε όχι. Είτε είμαστε ιδιοκτήτες στέγης, είτε ενοικιαστές. 

Οι δράσεις μας στοχεύουν στην προστασία της λαϊκής στέγης, συντείνουν στο να σταθούν εμπόδιο στις κατασχέσεις των σπιτιών. Πρόσφατα διοργανώσαμε ημερίδα ενημέρωσης για τους δανειολήπτες και γενικά όσους κινδυνεύουν είτε να χάσουν το σπίτι τους από κάθε πιστωτή (κατάσχεση), είτε να βρεθούν άστεγοι σαν ενοικιαστές (εξώσεις). 

Ο αγώνας μας είναι αγώνας που προβάλλει το δικαίωμα στη στέγη σαν κοινωνικό αγαθό, το αίτημα για την αξιοποίηση κάθε πλεονάζοντος ακινήτου υπέρ των αστέγων, το αίτημα για την ανασύσταση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας, το αίτημα για την επιδότηση του ενοικίου για τις μειονεκτούσες οικονομικά κοινωνικές ομάδες. 

Ενάντια στην εμπορευματοποίηση της στέγης 
Όντας εμπόρευμα η στέγη γίνεται έρμαιο όχι μόνο του κράτους και των τραπεζών αλλά και κάθε κυκλώματος συμφερόντων που διαπλέκονται με τον κατασκευαστικό κλάδο, με το εμπόριο γής και όλο το θεσμικό κύκλωμα (δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, δικαστικοί επιμελητές) που υλοποιούν αποφάσεις δικαστηρίων, μεταβιβάσεις ακινήτων, υπεράσπιση μεγάλων συμφερόντων, χωροταξικό σχεδιασμό (υποβαθμίσεις-αναβαθμίσεις περιοχών) 

Οι στόχοι του αγώνα μας λοιπόν πρέπει να αποβλέπουν στο να αποσπάσουν την κατοικία από το πλέγμα της εμπορευματοποίησης, να επιβάλλουν τη θεσμοθέτηση του δικαιώματος της στέγης σαν κοινωνικού αγαθού, όπως η υγεία, η παιδεία, ο πολιτισμός. Όντας εμπόρευμα η στέγη γίνεται αντικείμενο άγριας εκμετάλλευσης, όπου ο φόβος της κατάσχεσης λειτουργεί κατασταλτικά στο σύνολό της, σε κάθε πτυχή κοινωνικής δράσης. Επομένως βασικός μας στόχος πρέπει να είναι η ενημέρωση του κόσμου, η καταπολέμηση του φόβου, η καταπολέμηση του διχασμού που θέλει τον ενοικιαστή ενάντια στον μικροϊδιοκτήτη, τον παληό κάτοικο μιας γειτονιάς ενάντια στον νέο που έχτισε "αυθαίρετα". 

Κερδοσκοπία και χωροταξική πολιτική 
Η χωροταξική πολιτική χρησιμοποιεί τη μετακίνηση πληθυσμών (για αναζήτηση εργασίας) για να επιβάλλει πότε την αναβάθμιση και πότε την υποβάθμιση ολόκληρων γεωγραφικών περιοχών ή και γεωγραφικών τμημάτων μέσα στις πόλεις (επέκταση μεγαλουπόλεων στον τελευταίο αιώνα), αποβλέποντας στην κερδοσκοπία μέσω του real estate. Η σχεδιασμένη ανισσόροπη ανάπτυξη που παρατηρείται σε διεθνή κλίμακα, παρατηρείται σε μικρογραφία μέσα σε μια χώρα, σε έναν νομό, σε μια πόλη και στοχεύει και σε άλλα δύο μέτωπα. Αφ' ενός στην εκμετάλλευση της υπερπροσφοράς εργασίας, αφ' ετέρου στην περαιτέρω ανομοιογενοποίηση των κατοίκων μιας περιοχής και στην καλιέργεια του διχασμού, κάτι που διεκολύνει τα πολιτικούς και εξουσιαστικούς σχεδιασμούς. Η χωροταξική πολιτική δεν ήταν ποτέ αθώα, δεν ήταν ποτέ τυχαία. Ήταν ένα εργαλείο κέρδους, μιας αρπαχτής, μιας μεθόδευσης ελέγχου και καταστολής από την άλλη. 

Το δικαίωμα στην αξιοπρεπή κατοικία συμπεριλαμβάνει μια σειρά άλλων δικαιωμάτων: εύκολης και φθηνής μετακίνησης, επάρκειας υποδομών, αισθητικής αναβάθμιση και προστασίας υπάρχοντος περιβαντολογικού πλούτου. Έτσι το κίνημα υπέρ της αξιοπρεπούς κατοικίας πρέπει να περιλαμβάνει στις δράσεις του όλα αυτά ή να αγκαλιάζει κινήματα της γειτονιάς που τα υπερασπίζονται. 

Ανακεφαλαίωση 
Το σπίτι μας δεν κινδυνεύει μόνο από έναν ή δύο λύκους. Πέρα από το κράτος και τις τράπεζες καιροφυλακτούν το real estate με το εμπόριο γής, οι μεγαλοεργολάβοι κατασκευαστές, οι παρατρεχάμενοι δικηγόροι-συμβολαιογράφοι, η περιβαντολογική υποβάθμιση. Κινδυνεύει και από τις προσωπικές μας επιλογές. Ας μην επιτρέψουμε στην εξουσία να χρησιμοποιεί τις ανάγκες αξιοπρεπούς στέγασης για να παίζει τα δικά της παιγνίδια. 

Είμαστε εδώ για να ονειρευτούμε το κουκλόσπιτο της χιονάτης. Είμαστε εδώ για να το υπερασπιστούμε από τους επτά λύκους που το απειλούν. 

Δίκτυο Κοινωνικής Αλληλεγγύης Εξαρχείων.