Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Βρωμάει ξεφτίλα (αναδημοσίευση)


Όταν ο Γερμανός πρόεδρος Γκάουκ, επισκέφθηκε τους Λυγγιάδες Ιωαννίνων με ύφος περίλυπο για τα θύματα της γερμανικής θηριωδίας είχε πεσκέσι στην τσέπη του ακριβού κουστουμιού του. Όχι μόνο για τους Λυγγιάδες αλλά για όλα τα μαρτυρικά χωριά της Ελλάδας. Παρέα με τον γερμανοθρεμμένο πρόεδρο Παπούλια συμφωνήσαν την ίδρυση του “ Ελληνογερμανικού Ταμείου για το Μέλλον”. Μέσα από αυτό το ταμείο οι απόγονοι των σφαγέων για να λύσουν το θέμα της δικαίωσης των νεκρών, θα δίνουν επιχορηγήσεις στις κοινότητες για να τους κλείσουν το στόμα και βέβαια να αποσυρθούν από τα δικαστήρια με κατηγορούμενη την Γερμανία.

Στα μέσα του Ιουλίου της χρονιάς που διανύουμε, ένα ντοκυμαντέρ που φτιάχτηκε για την πυρπόληση των γυναικών του χωριού Καλής Συκιάς της Κρήτης, στάλθηκε και στην Μέρκελ. Η απάντηση που δόθηκε από τον αναπληρωτή μορφωτικό σύμβουλο της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα είναι αποστομωτική: “Το νέο Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον που επισήμως θα εγκαινιάσουν ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας και ο ομοσπονδιακός πρόεδρος, Γιοάχιμ Γκάουκ στις 12 Σεπτεμβρίου του 2014 προορίζεται ουσιαστικά για την στήριξη ακριβώς εκείνων των κοινοτήτων που υπέφεραν ιδιαιτέρως από τις βαρβαρότητες της ναζιστικής κυριαρχίας”. 

Κοινώς, σας κάψαμε, σας βιάσαμε, σας ξεσκίσαμε αλλά τώρα θα στείλουμε στους δήμους και στα χωριά σας λεφτά να ξεχάσετε τον πόνο σας. Το Ταμείο αυτό θα αναπαλαιώσει μουσεία, θα χρηματοδοτήσει σχολικά κτίρια και θα ανταλλάσσει Έλληνες και Γερμανούς μαθητές. οι μεν να λένε τι καλή είναι η Γερμανία που μάς πάει διακοπές και οι δε να προσκυνούν τα χώματα που οι παππούδες τους ξέσκιζαν αθώους. 

Νομίζαμε ότι η Μνήμη δεν ξεπουλιέται. Νομίζαμε ότι το άδικο δεν μπαίνει στο παζάρι για επιδοτήσεις που θα γίνουν μπετά από τις “μαρτυρικές κοινότητες” και να φάνε οι κομματάρχες, ως συνήθως, από υπερτιμολογημένες δωρεές τυράννων. Όμως για άλλη μια φορά, ο νεοέλληνας έκανε το θαύμα του. Στις 25 Ιουλίου του 2014 ο εκ νέου δήμαρχος Καλαβρύτων έφερε θέμα προς συζήτηση υποβολή προτάσεων του Δήμου προς το "Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον" μπαίνοντας πρώτος- πρώτος στην λίστα των Γερμανών χορηγών του Ξεριζώματος της Μνήμης. Και το θέμα πέρασε κατά πλειοψηφία. 150,000 ευρώ είναι το πακέτο που θα πάρει ο Δήμος Καλαβρύτων για να ξεπλύνει το παρελθόν και να ορίσει το μέλλον. 

Με τα φράγκα ξεχνιούνται όλα και όταν μετά τα εγκαίνια του “Ελληνογερμανικού Ταμείου για το Μέλλον” οι χορηγοί Γερμανοί απαιτήσουν να ξηλωθούν και οι πλάκες των ονομάτων των σφαγέντων και αυτό θα γίνει. Με ένα πακέτο 100,000 ευρώ στις δύσκολες εποχές που ζούμε με τις βαριές οι δημοτικοί υπάλληλοι θα γκρεμίσουν τις στήλες. Και αν κάποιοι κουβαλάνε τα επίθετα ως απόγονοι των σφαγιασθέντων και αυτό θα είναι δυσάρεστο για τους χορηγούς Γερμανούς τότε να τα αλλάξουμε και αυτά. Με 100 ευρώ αλλαγή επιθέτου και με 50 ευρώ παίρνεις γερμανικό επίθετο και σουλατσάρεις στα μνήματα των παππούδων σου ως νέος μακελάρης. 

Ένα ερώτημα μένει μόνο. Όλοι αυτοί που μέχρι προχθές καμάρωναν ότι είχαν έναν ήρωα νεκρό στην οικογένεια ή έκλαιγαν για τους νεκρούς τους κάθε ημέρα και επί 74 χρόνια στεκόταν από γενιά σε γενιά μπροστά στην στήλη της Μνήμης ανήμερα της φρικαλεότητας, πληρώθηκαν για την ψήφο τους με χρήμα, με διορισμό ή με απάνθρωπη αναξιοπρέπεια; Είναι περήφανοι για την εκλογική τους επιλογή; Σηκώνονται όρθιοι στα καφενεία όταν μπαίνει μέσα ο Δήμαρχος ή ο δημοτικός σύμβουλος που ψήφισε ένα “Υπέρ” αντί να πει το αυτονόητο “Αει στο διάολο, ρε κωλοΓερμαναρά”; Νιώθει πιο Ευρωπαίος τώρα; Είναι της νεοελληνικής φιλοσοφίας που υποστηρίζει ότι αν είναι να μην πάρουμε τίποτε πουλάμε και το παιδί μας; Το παιδί τους ας το κάνουν ότι θέλουν, για τους νεκρούς δεν τους πέφτει λόγος διότι οι νεκροί ανήκουν σε όλους μας όταν "πέφτουν" συνειδητά ή ασυνείδητα για τις αξίες ενός λαού από την Κρήτη μέχρι την Θράκη και από την Κέρκυρα μέχρι τη Λήμνο. 

Το μυαλό σταματά να σκέφτεται όταν έρχονται τέτοια νέα από γωνιές της Ελλάδας που νόμιζες ότι κρατούν λόγω ευαισθησίας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αν όχι ψηλά τουλάχιστον ένα σκαλί παραπάνω από τον πάτο που βρισκόμαστε. Ο Γερμανός έχει αποδεχθεί την θηριωδία που διέπραξε το έθνος του και σου βουλώνει το στόμα με χρωματιστά χαρτιά με ένα γραμμένο Euro επάνω την ώρα ακριβώς που σε έχει με ένα επιβαλλόμενο χρέος κι εσύ αντί να τον στήσεις στο σκαμνί για μια δικαίωση ξεπουλιέσαι διαγράφοντας με ευκολία την καταγωγή σου και το αίμα που κυλάει στις φλέβες σου. 

Άντε, και στις στήλες που αναγράφονται τα ονόματα των νεκρών, γράψτε ψηλά-ψηλά όχι υπέρ πατρίδος, αλλά υπέρ της κονόμα σας. Της φθηνής, της τιποτένιας, της ραγιάδικης.

Άνθρωποι στην παραλία (αναδημοσίευση)

φωτογραφία: Charles Shedd


Ζωή και θάνατος στο ίδιο νερό

από το Περιοδικό
Γράφει: Θάνος Ανδρίτσος

παραλία είναι κάτι εξαιρετικά απλό και αγνό, που εξισώνει τους ανθρώπους. Και ο βασιλιάς και ο δούλος μπορούν να απολαύσουν περίπου με τον ίδιο τρόπο μια δροσερή βουτιά ή έναν ολιγόλεπτο ύπνο στην άμμο. Υπάρχουν βέβαια όμορφες και γραφικές παραλίες, με ωραία νερά και θαυμάσιο βυθό και κάποιες, που είναι λιγότερο όμορφες και γραφικές. Όμως, πάνω κάτω, όλες από τα ίδια συστατικά αποτελούνται. Μια λωρίδα άμμου ή βοτσάλων, μερικά βράχια, ίσως κάποια δέντρα και τα θαλασσινά κύματα να σκάνε ήρεμα ή με ορμή.

Ακόμα και όσοι, όπως εγώ, είμαστε περισσότερο οπαδοί των ανθρωπογενών παρά των φυσικών τοπίων, δεν μπορούν παρά να παραδεχτούν ότι, κατά κύριο λόγο, η φυσική απλότητα είναι και η μεγαλύτερη ομορφιά των παραλιών. Μπορεί να βρίσκεται δίπλα σε μια κοσμοπολίτικη πόλη ή σε ένα παραδοσιακό οικισμό, αλλά σπάνια αυτό είναι το πρωταρχικό χαρακτηριστικό που την κάνει περισσότερο ή λιγότερο όμορφη. Και κανένας αν σκεφτεί ή αν δει ένα αφιέρωμα με τις πιο όμορφες παραλίες δεν θα εντάξει σε αυτές κάτι παρελάσεις από ξαπλώστρες και μπιτς μπαρ.

Το νερό της θάλασσας, η άμμος και οι πέτρες, τα δέντρα, είναι κοινά αγαθά, είναι για όλους. Δεν τα έφτιαξε κανείς και σε κανέναν δεν ανήκουν. Για αυτό, οι χώρες και οι λαοί, που η θάλασσα «δέχτηκε το χώμα τους να βρέχει», ήταν ιστορικά προικισμένοι. Όχι μόνο γιατί μπορούσαν να αναπτύξουν το εμπόριο, την αλιεία, να κάνουν εξερευνήσεις και επεμβάσεις, αλλά και για την ακαταμάχητη απόλαυση που μια βόλτα στην αμμουδιά, ένα μακροβούτι ή ένα παιχνίδι στην παραλία μπορούν να προσφέρουν. Προικισμένοι, γιατί η μοίρα τούς έδωσε απλόχερα κάτι για το οποίο δε δούλεψαν.

Ακριβώς έτσι αισθανόταν πριν λίγες μέρες μια παρέα που απολάμβανε την ομορφιά της θάλασσας της Μυκόνου. Ένα μέλος της παρέας, ο Βασίλης Μηλιώνης, είχε τα γενέθλιά του και είχε καλέσει όλους τους φίλους και τις φίλες του, για να πιούνε κοκτέιλ στις παραλιακές βίλες του και να παίξουν κοκκορομαχίες.YOLO, You only live once, σκεφτόταν ο Βασίλης. «Περνάμε τέλεια, εδώ στη Μύκονο». Ήθελε να ξεσκάσει γιατί πέρασε μια δύσκολη χρονιά. Βλέπετε, είχε κλέψει περίπου 150 εκατομμύρια από το ελληνικό δημόσιο και για λίγο καιρό είχε προβλήματα με τη δικαιοσύνη, αλλά ευτυχώς γρήγορα ξεμπέρδεψε. «Θα χαρώ τις ελληνικές παραλίες», σκέφτηκε και ξεκίνησε το πάρτι. Αυτός σίγουρα αισθανόταν προικισμένος γατί απολαμβάνει γενικώς πράγματα που απλόχερα του χαρίστηκαν χωρίς να έχει δουλέψει για αυτά.

Προικισμένο αισθανόταν κι ένα νεαρό ζευγαράκι πριν λίγα χρόνια, όταν αποφάσιζε να φέρει στον κόσμο τον καρπό του έρωτά του. Λίγη δουλίτσα υπήρχε, κάποια χρήματα στην άκρη για να πηγαίνει διακοπές στο νησί, και να μεγαλώσει το παιδί στην άμμο, όπως και οι γονείς του όταν ήταν μικροί. Τώρα αισθάνεται λιγότερο προικισμένο, γιατί μείνανε άνεργοι, χρωστάνε στις τράπεζες και το παιδί ψήνεται στην Αθήνα κατακαλόκαιρο.

Προικισμένος αισθανόταν ένας φοιτητής στο κάμπινγκ στην Ελαφόνησο που είχε πάει με την κοπέλα του πριν χρόνια, όταν διάβαζε ένα μυθιστόρημα στο Σαρακίνικο πριν μπει ξανά στα ονειρεμένα νερά. Τώρα σκέφτεται αμήχανα ότι μπορεί να μην τα ξαναδεί, αν κάποιος σεΐχης αγοράσει την παραλία από το ΤΑΙΠΕΔ που έχει περάσει.

Προικισμένος αισθανόταν κι ένας Κρητικός που μεγάλωσε μέσα στη θάλασσα από πιτσιρίκι. Χθες, μπαίνοντας στη βάρκα του για να ξεκινήσει το ψάρεμα, σκιάχτηκε όταν αντίκρισε έναν πολεμικό στόλο, στη μέση του οποίου βρισκόταν ένα πλοίο με όνομα «Cape Ray». Θυμήθηκε ότι από το πλοίο αυτό πετιούνται στα νερά που μεγάλωσε χημικά από τη Συρία, και αποκαμωμένος ξαναβγήκε στη στεριά.

Ίσως όχι τόσο προικισμένος, πάντως κάπως ξένοιαστος και χαρούμενος, έπαιζε στην παραλία τις προάλλες, ο Ζακαρίγια, Παλαιστίνιος πιτσιρικάς μόλις που είχε πατήσει τα δέκα χρόνια ζωής. Ήξερε ότι η χώρα του ζει μαρτυρικές στιγμές, όμως την άμμο και το νερό δεν μπορεί κανείς να του τα στερήσει, σκέφτηκε. Ήθελε να παίξει ποδόσφαιρο, ή θα μπορούσε να φτιάξει μαζί με τους τρεις συνομηλίκους του κάστρα και ολόκληρες πόλεις στην άμμο, πόλεις και χώρες για να ζήσουν τα παιδιά που θα γεννηθούν όταν πια αυτός ο εφιαλτικός κόσμος θα έχει γίνει άσχημη ανάμνηση. Δεν μπόρεσε να τα χτίσει, γιατί λίγα μέτρα μακριά του, έσκασε μια βόμβα από ένα ισραηλινό πλοίο – που βγήκε μέσα από τη θάλασσα που υπάρχει για να κολυμπάμε. Μαζί με την παρέα του άρχισε να τρέχει για να ξεφύγει. Δεν τα κατάφερε όμως, γιατί ο σταυρός του στόχου από το όπλο γύρισε προς το μέρος του και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα κειτόταν νεκρός, σε αυτή την άμμο που υπήρχε για να παίζει και να κάνει πυργάκια.

Το ίδιο νερό, της Μεσογείου, βρέχει όλους μας. Ίδια η άμμος, ίδιοι οι βράχοι. Κανείς δεν τα έφτιαξε και σε κανένα δεν ανήκουν. Όμως δεν τα απολαμβάνουμε όλοι με τον ίδιο τρόπο. Και δυστυχώς, YOLO, ζεις μόνο μια φορά. Και ο μικρός Ζακαρίγια δε θα γεννηθεί ξανά για να εκδικηθεί τους δολοφόνους του. Κι εμείς, σε αυτή τη ζωή, πρέπει να πάρουμε εκδίκηση για πάρτη του, από τους δολοφόνους του, αλλά και από τους Μηλιώνηδες, που βρωμίζουν τις θάλασσες και τις ζωές μας. Για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τα πυργάκια του Ζακαρίγια στην άμμο…

Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Από τον Μπωντλαίρ στον Καββαδία: Η Φυγή και οι Γραμμές των Οριζόντων

γράφει η Κική Μένου
Οι αναθυμιάσεις του καλοκαιριού στροβιλίζονται. Αρχίζουμε να μυρίζουμε το καρπούζι στα πλαινά των χειλιών μας, να γλύφουμε το αλάτι από τα μαλλιά και το κορμί, να μπλέκουμε τα δαχτυλάκια των ποδιών μας εκεί που σκάει το κύμα στη γραμμή του ορίζοντα του δύοντος ηλίου…Εκεί κάπου ανάμεσα στο χαμογελαστό ξύπνημα και στη μεσημεριανή ραστώνη ένα βιβλίο συντροφεύει την άπειρη ύπαρξη μας, ένα τραγούδι, ένα ποίημα.

Το καλοκαίρι είναι έτοιμο να δημιουργήσει ακόμα ένα μεγάλο Ταξίδι ή να θυμηθεί ένα Ταξίδι που δεν έγινε ποτέ, πάντα για κάποιο λόγο. Το πιο ουσιαστικό όμως, του ταξιδιού είναι η φυγή. Εκεί γύρω στροβιλίζεται όλη η ύπαρξη μας, γύρω από τη μικρή ή γιατί όχι και την πιο μεγάλη φυγή. Οι ποιητές, οι πιο ευαίσθητες υπάρξεις του πεπερασμένου τούτου κόσμου, με τα μελανισμένα άκρα τους το έχουν αντιληφθεί αυτό, πολύ πριν ο πρώτος μισθωτός αναφωνήσει «έχω δικαίωμα στις διακοπές». Τυραννισμένες ψυχές μέσα στον αχό αυτού του κόσμου, οι ποιητές αντιλαμβάνονται πριν από εμάς, για εμάς, το πόσο αναγκαίο είναι το «αναπόδραστο της φυγής» και τότε το κάνουν Λέξη, Ρυθμό, Ιστορία.

Δάσκαλος αυτής της επιθυμίας ο γλυκόπικρος Μπωντλαίρ που καταφέρνει να αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο «που βλέπει γύρω του τα όρια της παράδοσης να γκρεμίζονται», και που «βασίζεται σε μία αίσθηση πως μία άβυσσος ανοίγεται μπροστά του…»[1], βλέπει την αγωνία του χάους στην καθημερινή υπόσταση.

 Αυτός ο δάνδης της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας, μαθητής του ρομαντισμού, όμως και αγκάθι του, διότι ξεπερνάει τα εσκαμμένα του καθωσπρεπισμού του, καταφέρνει να δώσει στην ποιητική Λέξη μία εικονοποιία μεστή, γεμάτη από αντιθέσεις και ειρωνική αίσθηση. Καθώς ο νεολαίος Σαρλ τριγυρνά στο ακμαίο και πολύβουο Παρίσι, αρνείται να δεχθεί τη «ανάπτυξη» που γεμίζει με φυλλάδες τους δρόμους της πόλης του φωτός και τα καλοκαιρινά σαλόνια των Κυριών, την ίδια αυτή «ανάπτυξη» που επιφέρει ο καπιταλισμός με αντίτιμο την αλλοτρίωση της εργατικής τάξης και των λούμπενοποιημένων κομματιών της κοινωνίας, που χαζεύουν λιγομένοι μια ομορφιά και μια ευχέρεια που δε θα έχουνε ποτέ. Εκεί ο ποιητής για να αντέξει αυτή τη βίαιη κοινωνική σύγκρουση που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του, επιλέγει τη Φυγή. Φυγή για πού, πώς και γιατί; Ο Σάρλ παιδί της τότε αστικοποίησης της κοινωνίας, δεν αντέχει μία πραγματική φυγή στις γραμμές των οριζόντων (θα μιλήσουμε παρακάτω γι’ αυτές). Αδυνατεί να φανταστεί το μέλλον εκτός Παρισιού, γι’ αυτό και γίνεται ο μεγαλύτερος σκωπτικός κριτικός του.

Αν ο Μπωνλαίρ θέλει να φύγει από το άδοξο σήμερα, το κάνει με την Ποίηση του. Αυτά είναι τα εργαλεία του και τα γιατροσόφια του. Γυρνά στη Μούσα του για να γλύψει τις πληγές που του δημιουργεί η κοινωνία. «Είναι με την ποίηση και μέσα από την ποίηση [...] που η ψυχή ξεκρίνει την κάθε λαμπρότητα που υπάρχει πέρα από τον τάφο»[2]. Ο Μπωντλαίρ αγαπά τη θάλασσα αλλά ποτέ δεν άντεξε τον παφλασμό της, λατρεύει τον εξωτισμό, αλλά δεν κουνήθηκε από τη γενέτειρά του. Μας τα λέει άλλωστε όλα μέσα από την ποίησή του στο εξαιρετικό «Ultima», «Βρέχει. Ονειρεύομαι. Θαρρώ πλατάνι ναν τη σκέπει στο δρόμο εκεί να ορθώνεται, στο φως μια προτομή μαρμαρινή. Τ’ αδέρφι μου τη βλέπει διαβαίνοντας και μουρμουρίζει. “Αυτός”. Θα ’χεις πολύ, αδερφέ, αγαπήσει μόλους και νησιά τη θάλασσα περισσότερο τ’ αγέρι, εγώ τα ωραία τραγούδια , τα βιβλία, τη μοναξιά. Μα θα ’χουμε και οι δυό τόσο υποφέρει»[3].


Την εποχή που γράφει ο Μπωντλαίρ η Τέχνη μένει σε καλά δωμάτια κλειστά, γιατί ο κόσμος με την διαφθορά του και τον ξεπεσμό του θα την σπάσει. Δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα ο ποιητής να ανοίξει την πόρτα για να μπουν τα φώτα της λαικής τέχνης και γλώσσας. Δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα οι «από κάτω» να διεκδικήσουν τον χώρο που τους αναλογεί στην παιδεία, τη γνώση, την Τέχνη, είτε ως δημιουργοί, είτε ώς βασικοί αναπαραγωγοί των αρχών που διέπουν αυτά τα πεδία του ανθρώπινου πνεύματος.

Αυτό θα γίνει πολύ αργότερα και δεν έχει νόημα το πώς, αλλά το ότι ο πυρήνας της πρόσληψης μας για Φυγή δεν εκλείπει ούτε το 1933, όταν ο κακομούτσουνος Κόλιας θα εκδώσει την συλλογή Μαραμπού. Ο Καββαδίας, παιδί της εποχής του, για να φτιάξει προσωπικό στύλ πρέπει να αναμετρηθεί με τα όρια του Καρυωτακισμού. Μέσα από αυτή τη διαδικασία έρχεται αναγκαστικά σε επαφή με τους «άδοξους ποιητές», ανάμεσα σε αυτούς και ο Μπωντλαίρ. Θα ενσωματώσει πολλά στοιχεία της ποίησης του Γάλλου στο έργο του ξεκινώντας με τα μοτίβα (πόρνες, γάτες, άλμπαντρος, πίπα), μέχρι και τα θέματα όπως γυναίκα, θάνατος, φυγή. Μόνο που ο Κόλιας αυτή τη φυγή την έχει κάνει γονιδίωμα του, άλλωστε «μια τσιμινίερα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει»[4].

Αν η φυγή του Μπωντλαίρ  έχει εσωτερικευμένο βάθος, η φυγή του Καββαδία έχει πολλαπλούς ορίζοντες. Αν ο Μπωντλαίρ στρατεύεται στην ονειρική φυγή, ο Καββαδίας ακολουθεί την τραγική πορεία. Εκεί που ο Σάρλ ξεκινά το ταξίδι μόνος για να τονίσει την εκκεντρικότητα της σύλληψής του, ο Κόλιας μεσα στην κενή πορεία του ταξιδιού φέρνει συντρόφους για να συνεχίσει το ατέρμονο της αναζήτησης. Γι’ αυτό και ο Καββαδίας προσωποποιεί το φευγιό όχι στον προσωπικό του πόνο, αλλά στο συλλογικό πόνο της ζωής του ναυτικού «τη νύχτα οι ναύτες κυνηγάνε το φεγγάρι, τη μέρα ταξιδεύουνε στα αστεία»[5]. Κάνει τη φυγή συλλογικό κεκτημένο στην ποιητική δημιουργία. Εκεί που σταματά η αντίδραση και η στοχευμένη ειρωνεία της εκφυλισμένης αστικής κοινωνίας ενός μποέμ νεολαίου, εκεί ξεκινά ο ασίγαστος βριχυθμός των παραγωγικών τάξεων αυτής μηχανής, που με το μόχθο τους και την αφέλειά τους βρίσκουν το ρυθμό της ζωής, στα καταστρώματα των επιβατικών.

Η Μούσα, λοιπόν, μας αποθέτει τα τέκνα της, για να μη λυπούμαστε για τα ταξίδια που δεν έγιναν ακόμα. Για να σώσουμε το μυαλό μας από την ανήλεη σύγκρουση των οριζόντων που έχουμε μπροστά μας ως δυνατότητα, με τα δυο μέτρα θάλασσα που ζούμε στα ταξικά μπαλκόνια μας ως πραγματικότητα. Για να σταματήσει ο πόνος του χωρισμού από τον Χώρο, τον Χρόνο, το Άλλο Κορμί, όχι απο τη θλίψη αλλά από την αδυναμία να αγαπήσουμε «ως το τέλος», δηλαδή την αδυναμία μας να ζήσουμε…[6]


Υ. Γ.: Τα φάρμακα που προτείνονται είναι ενδεικτικά και ποτέ αρκετά για τις ευαίσθητες ψυχές αλλά για αρχή το ταξίδι ξεκινά με τη «Μελαγχολία του Παρισιού», Σαρλ Μπωντλαίρ και συνεχίζουμε με καθημερινές δόσεις από τη «Βάρδια» του Νίκου Καββαδία.

[1] Σάρλ Μπωντλαίρ: ένας μεγάλος της τέχνης, Μαρία Αρκαδίου, Κ. Μιχαλάς 1979.
[2] Σάρλ Μπωντλαίρ: ένας μεγάλος της τέχνης, Μαρία Αρκαδίου, Κ. Μιχαλάς 1979.
[3] Σάρλ Μπωντλαίρ -Πώλ Βερλαίν, 25+6 ποιήματα σε μετάφραση Κ.Γ. Καρυωτάκη, Στοχαστής 2009.
[4] Ο ναυτικός και το πρόβλημα της μοναξιάς στην ποίηση του Νίκου Καββαδία, Γιώργος Δεληγιάννης, Ίδμων, 2002.
[5] Ο ναυτικός και το πρόβλημα της μοναξιάς στην ποίηση του Νίκου Καββαδία, Γιώργος Δεληγιάννης, Ίδμων, 2002
[6] Όπως προηγουμένως.           

Αναδημοσίευση από το Περιοδικό

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Φτάνει πια !

Την Παρασκευή* το βράδυ μέλος του Δικτύου Κοινωνικής Αλληλεγγύης Εξαρχείων δέχτηκε αναίτια (;) επίθεση από γνωστό θαμώνα του Πάρκου Ναυαρίνου ενώ καθόταν με μέλος της συνέλευσης του πάρκου σε εστιατόριο της περιοχής. Μπροστά στα μάτια άναυδων πελατών και υπαλλήλων του εστιατορίου ο 'παραχαϊδεμένος" αυτός θαμώνας άρπαξε το κινητό και μερικά χρήματα (ελάχιστης αξίας) στην κυριολεξία μέσα από τα χέρια του ...θύματος. Έως εδώ "όλα καλά": ένα "σύνηθες" για τις μέρες μας φαινόμενο.

Και ενώ ο θαμώνας του πάρκου φρόντισε γρήγορα να απομακρυνθεί ο Θ.Α μαζί με το μέλος του πάρκου, θέλησαν να μεταβούν στην οδό Θεμιστοκλέους όπου βρισκόταν η ομάδα κατοίκων που περιφρουρεί τον εκεί χώρο για να κοινοποιήσει το γεγονός. Στη διασταύρωση της Βαλτετσίου με την Εμ. Μπενάκη (λίγα μόλις μέτρα όπου είχε γίνει επίθεση), τους "περίμενε" κρυμμένος πίσω από κολώνες ο δράστης. Μόλις τους αντίκρυσε εποχούμενους σε μηχανάκι, μπήκε μπροστά και εν κινήσει γρονθοκόπησε, εξυβρίζοντας και απειλώντας ταυτόχρονα τον Θ.Α και θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του συνεπιβάτη.

Χθες έγινε συνάντηση μελών του πάρκου για να συζητήσουν το συμβάν όπου παρευρέθηκαν και οι μάρτυρες του γεγονότος. Άνοιξαν (επιτέλους) στόματα και αποκαλύφθηκε ότι ο πολλαπλώς ευεργετηθείς αυτός θαμώνας έχει από καιρό καβαλήσει το καλάμι. Μάθαμε ότι τα ίδια τα μέλη φτάσαν στο σημείο να μην μπορούν να πάνε στο πάρκο φοβούμενα τον θαμώνα του. Ο οποίος πια "γαμεί και δέρνει" στην κυριολεξία, παριστάνοντας το "αφεντικό" στο πάρκο και κάνοντας στην κυριολεξία ό,τι γουστάρει. 

Φάνηκε ότι η επίθεση στον Θ.Α. ήταν που ξεχείλισε το ποτήρι. Γιατί όπως και από πολλούς άλλους ο αλήτης αυτός έχει ευεργετηθεί από τον Θ.Α, έστω σε ελάχιστο βαθμό (σε σχέση με τις ευεργεσίες και την αλληλέγγυα προσφορά από μέλη του πάρκου). Αποφασίστηκαν άμεσες δράσεις οι οποίες και θα συνεχίζονται μέχρι το άτομο αυτό να εξαφανιστεί από το πάρκο και όλη την περιοχή.

Δεν είναι η ευεργεσία που έφεραν τα πράγματα έως εδώ, Δεν είναι η συμπόνοια και η αλληλεγγύη όλων των μελών του πάρκου προς το πρόσωπό του (ας σημειωθεί ότι αυτό το άτομο απορρόφησε το 100% της αλληλεγγύης και της φροντίδας των μελών του πάρκου). Εϊναι η ανοχή προς τη μικρή στην αρχή παραβατικότητά του η οποία όμως μέρα με τη μέρα πλουτιζόταν πότε με λεκτικές επιθέσεις, πότε με κλοπές και πότε με άσκηση βίας και τρομοκράτησης προς τους επισκέπτες του πάρκου αλλά και προς τους ευεργέτες του. Και κυρίως είναι η άθελη συγκάλυψη όλων αυτών, η αποσιώπηση των βίαιων συμπεριφορών του κυρίως προς τις γυναίκες-ευργέτριες του. Γιατί η σιωπή και η συγκάλυψη, το  συμπονετικό "στρογγύλεμα" και η υποχωρητικότητα δεν αποθρασσύνουν μόνο τον εν δυνάμει μαχαιροβγάλτη. Δίνουν και πρώτου μεγέθους επιχειρήματα στην εξουσία να επιβάλλει τον δικό της νόμο στο πάρκο, σε κάθε χειραφετημένο χώρο και δομή στη γειτονιά, δυσφημώντας τους αγώνες που δόθηκαν και δίνονται καθημερινά για να μείνει το πάρκο  ελεύθερος χώρος.

"η πιο επαναστατική πράξη είναι να λές τα πράγματα με τ' όνομά τους"
Ρόζα Λούξεμπουργκ

Έστω και αν είναι αργά το άτομο αυτό πρέπει να φύγει "σηκωτό" από το πάρκο και όλα τα Εξάρχεια. Η άσκηση κάθε είδους βίας με πανούργο τρόπο, οι εκφοβισμοί και η τρομοκράτηση πολλών θυμάτων που αρνήθηκαν να υποκύπτουν στις απαιτήσεις του ή που κατήγγειλαν τη συμπεριφορά του από καιρό τώρα είναι πια η καθημερινή πρακτική του κανακεμένου θαμώνα.

Εϊναι δικαίωμά μου να μένω στα Εξάρχεια. Είναι δικαίωμά μου να επιλέγω το σπίτι που θα ζώ. Είναι δικαίωμά μου να κυκλοφορώ χωρίς φόβο στη γειτονιά. Δεν μπορεί να με εξαναγκάσει κανείς να αλλάξω σπίτι, να πάω σε άλλη γειτονιά, να κρύβομαι, να φοβάμαι. Έχω δικαίωμα, εφόσον θέλησα να βοηθήσω το πάρκο, να είμαι ενήμερος για το τί γίνεται εκεί μέσα. Δεν γουστάρω σε καμμιά περίπτωση να είμαι το θύμα ενός "μαλάκα", "ατόμου με ειδικές ανάγκες", "εξαρτημένου", "κλεπτομανούς". Δεν θέλω να καταγραφεί ο τραυματισμός μου, οποιουδήποτε βαθμού στο βιβλίο συμβάντων σαν ατύχημα ή θάνατος για "ξεκαθάρισμα λογαριασμών". Δεν θέλω να αμαυρωθεί η ιστορία μου, να ακυρωθεί η όποια πορεία μου δεκάδων ετών, από ένα καπρίτσιο της εξουσίας, από το μακρύ χέρι ενός κανακάρη εγκληματία.

Φτάνει πια, έως εδώ. Η συνέλευση του πάρκου ας πάρει τις ευθύνες της 
απέναντι στους φίλους του πάρκου, απέναντι στον κόσμο που συχνάζει εκεί, 
απέναντι σε όλη την κοινωνία των Εξαρχείων. Θ.Α.


*εκ παραδρομής γράφτηκε "Παρασκευή". Όπως συνάγεται από την αφήγηση η επίθεση έγινε την Πέμπτη το βράδυ (31 Ιούλη). Παρασκευή βράδυ η Ομάδα Περιφρούρησης της Λαϊκής Συνέλευσης Εξαρχείων κατόπιν και της σύμφωνης γνώμης όλων των παρευρεθέντων μελών του πάρκου επέμβηκε και με δυναμικό τρόπο προειδοποίησε τον θαμώνα. Το Σάββατο το βράδυ μέλη και φίλοι του πάρκου απεμάκρυναν από τον χώρο τα προσωπικά του είδη, προειδοποιώντας τον ταυτόχρονα να απομακρυνθεί άμεσα τόσο από το πάρκο όσο και από τα Εξάρχεια.

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

του χώματος και τ'ουρανού (αναδημοσίευση)

από τον COSTINHO
  
ξουθᾶν τε πόνημα μελισσᾶν
Ιφιγένεια εν Ταύροις, στ.166


Καθώς τριγυρίζω στον τόπο των μνημάτων, εδώ που μια ψυχή με ξαναφέρνει πάντα, αργώ πάντα το βήμα μου για να κοντοσταθώ όσο γίνεται -χωρίς να σταματήσω κανονικά- στα μνήματα των αγνώστων, στις φωτογραφίες τους και στις ηλικίες τους. Στέκομαι λίγο παραπάνω σαν δω μικρή ηλικία, κάνω τις πράξεις, φαντάζομαι μια ιστορία· ποια ιστορία έγραψε λίγα χρόνια στη φωτογραφία και μεγάλο πόνο σε όσους συνέχισαν και δεν έγιναν ακόμα φωτογραφίες. Ένας ήσυχος τόπος, μνήματα και πράξεις, ένας τόπος της αριθμητικής. Η μνήμη είναι αριθμητική· προσθέτεις αφαιρείς υπολογίζεις. Πόσα χρόνια μαζί, πόσα χρόνια καλά, πόσα χρόνια από τότε. Μετράω ασπούμε πόσα έζησα με τον παππού και είναι σχεδόν όσα δεν τον έζησα, όσα μεγάλωνα χωρίς αυτόν. Αφαιρώ απ'όσα έχω ζήσει μέχρι τώρα, έτσι γίνονται οι πράξεις. Αφαιρείς έναν άνθρωπο από σένα, τα χρόνια του από τις δικές σου μνήμες· αφαιρείς για να βγάλεις ταμείο. Ξέρεις ότι ταμείο δεν είναι αυτό που έμεινε, αλλά αυτό που έχεις για να τη βγάζεις, τα ψιλά· με αυτούς ζεις μαζί, με αυτούς μιλάς κάθε μέρα. Πριν ξυπνήσεις ή καθώς αποκοιμιέσαι. Στη μέρα μέσα σε κερδίζουν άλλες πράξεις. 

Εκείνοι που φύγαν δεν μετράνε τώρα, δεν κάνουν αριθμητική· εμείς κάνουμε, εμείς που ζούμε. Έτσι ζούμε. Ανάμεσα σε χρόνια, μετρώντας, υπολογίζοντας, ξεχνώντας. Εγώ ασπούμε όλα τα μετρούσα με το '96, που τελείωσα το σχολείο, που πήγα σε κείνη τη συναυλία που όρισε την εφηβεία μου και κάποιο χαρακτήρα να'χω για μετά. Τώρα που μεγαλώνω -όσο μεγαλώνω- τα μετράω με το '08, πριν και μετά χωρίζονται όλα. Έξι χρόνια πριν· από τότε, Ιούλιοι μαχαιριές στα καλοκαίρια που νόμιζες πως κυλάνε ερήμην, πως περνάνε σαν κύμα. Από τότε δουλεύει η μνήμη, έμαθες τις αντοχές της, τις μαθαίνεις ακόμα· νιώθεις αφόρητα ευλογημένος που τις μαθαίνεις ακόμα, όσες πληγές κι αν στρίβουν. Μιλάω για κάποια που αγαπούσε πολύ τα πράγματα, όλα τα πράγματα, τα πάντα γύρω· αγωνιούσε μόνο, με πολλά λάθη. Μόνο λάθη ίσως. Όποιος αγαπάει, κάνει λάθη. Όποιος αγαπάει πολύ, κάνει τα περισσότερα. Από αυτά δεν μαθαίνει· άμαθος πορεύεται και ανεπίδεκτος, αφοσιωμένος πάντα σε ό,τι μοιάζει με δίκιο, σε ό,τι τον πνίγει, σε ό,τι τον αγάπησε και του'ριξε ένα σκοινί να πιαστεί, σε ό,τι αγάπησε και το'δεσε με σκοινί και άγκυρα, για να έχει βυθό μαζί του, να'χει και στεριά αντάμα. Συλλογή από λάθη, από συνεχόμενα λάθη, που έμαθε να αφήνει πίσω. Πίσω, αλλά όχι σε μας· σε μας άφησε μόνο δρόμους να θυμόμαστε, να επιστρέφουμε, να συναντάμε τις άκρες του, να πιάνουμε το σκοινί και να βρίσκουμε στεριά, να βουτάμε στο βυθό και να κλέβουμε μια μορφή του με φιλί, με χάδι που άφησε κάποτε στον ύπνο μας, στα μαλλιά μας, μικροί ίσως εμείς μεγαλωμένος εκείνος, έμπειρος στα χάδια, με νανουρίσματα που μας μεγάλωσαν. Ή δεν μας μεγάλωσαν, μας κράτησαν πάντα παιδιά, πάντα παιδιά για κείνους. Στο ένα τραπέζι οι μεγάλοι, στο άλλο τα παιδιά. Πόσα καλοκαίρια έτσι.

Λέω εκείνος και εννοώ εκείνη. Εκείνες, ίσως. Θηλυκές είναι πάντα οι μορφές, οι σκιές, οι μνήμες, οι θείες, οι αγάπες, οι στιγμές, οι ανάσες, οι φωτογραφίες, οι λέξεις. Αρσενικός μόνο ο θάνατος, αυτός που δεν πιστεύουμε. Γι'αυτό επιστρέφουμε και αφήνουμε λουλούδια, γι'αυτό επιστρέφουμε και το λέμε σπίτι, σπίτι του αγαπημένου μας -τελευταίο, αλλά σπίτι. Σπίτι είναι εκεί που μπορούμε να επιστρέψουμε· ή να φιλοξενήσουμε, να φιλήσουμε έναν άγνωστο και να τον κεράσουμε κάτι. Μιλάω για εκείνη λοιπόν που τώρα είναι ξαπλωμένη, μάλλον κοιμάται βαθιά. Στα πόδια της έχει παραπέσει ένα βιβλίο, δεν θυμάμαι ποιο, κάποιο παλιό που'χε βρει κάποτε σε παλαιοπωλείο -όλο κάτι τέτοια ξεσκόνιζε- της το έδωσε ο Γιάννης λίγο πιο πέρα, μην πας για ύπνο χωρίς το βιβλίο σου. Κοιμάται, κάτω από τα αεροπλάνα, στα εκατό μέτρα είναι ο αεροδιάδρομος, απογειώνονται εκεί, απογειώνονται ζωές, πολλή φασαρία, οι τουρμπίνες μπορούν να σε πάρουν και να σε σηκώσουν, εκείνη δεν ενοχλείται διόλου, τίποτα δεν μπορεί να αναταράξει αυτή τη γαλήνη της. Θαρρείς κιόλας πως επίτηδες πήγε και ξάπλωσε εκεί, δίπλα στη φυγή, να της τη δώσει καμιά μέρα και να πάρει το πρώτο αεροπλάνο, να έχει αυτή τη δυνατότητα. Ποτέ δεν έφευγε βέβαια, ήταν πάντα εκεί. Και το εκεί ήταν το πιο σταθερό πράγμα του κόσμου. Αδύνατο όμως μου φαίνεται και να κοιμάται τόσο, δεν την θυμάμαι να την παίρνει τόσο εύκολα ο ύπνος, δεν αφηνόταν, δεν έφευγε· εκεί, ξάγρυπνη. Είχε τ'όνομα του ουρανού, αλλά το αεροπλάνο το'παιρνε μόνο για να ξαναγυρίσει εκεί. Εκεί ήταν ο προορισμός της. Εδώ δηλαδή. Και μιλάω σε παρελθόντα χρόνο, λες και έχει φύγει. Δεν έχει φύγει. Κοιμάται ασυνήθιστα βαθιά, με ένα βιβλίο στα πόδια. Δεν λέει να το τελειώσει. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι μας κάνει πλάκα. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ της δεν τελείωνε τα βιβλία, τα άφηνε όλα στη μέση· όλα τ'αφήνει στη μέση. Εμάς πρώτα απ'όλα, εμάς με τα βιβλία της. Τον παρελθόντα χρόνο και τον παρόντα τόπο, τον πάντα παρόντα τόπο, πάντα παρόντες στον τόπο. Για κείνη και για κάθε αγαπημένο, μόνο μέλι από ξανθές μέλισσες και ἃ νεκροῖς θελκτήρια κεῖται, όλα αυτά που αναπαύουν τους πεθαμένους, όπως παραγγέλνει ο Ευριπίδης. Ποια άλλη "αθανασία" και "τρυφή" να ευχηθεί κανείς στους νεκρούς εκτός από εκείνη που χαρίζει το γάλα και το μέλι, συνεχίζει κι αναρωτιέται ο Παπαγιώργης.

Μιλάω για το βαθύ πηγάδι που μέσα κατοικούν οι ψυχές που σ'αγαπούν. Που σ'αγαπούν.


Μια μικρούλα, μια τόση δα μέλισσα εδώ που έχει τ'όνομά της -αυτό τ'ουρανού- είναι ξύπνια, πως το λένε, ξυπνητή. Εντελώς. Μεγαλώνει με ζωή και, κάθε μέρα, γίνεται πιο ζωή. Τη χαζεύω κι όταν κοιμάται, που και που σκάει χαμόγελα -έτσι, ασυνείδητα, αδέξια- και τότε καταλαβαίνεις ότι ο κόσμος μπορεί και να είναι το πιο παρήγορο μέρος του σύμπαντος, ότι οι άνθρωποι στον ύπνο τους μπορούν να υποσχεθούν πράγματα. Ότι δεν είμαστε μόνο αριθμητική, αλλά ζωή στα χαμόγελα των παιδιών που κοιμούνται, στο φτερούγισμα των μελισσών που χωράνε τα αυτιά μας. Ότι δεν κάνουμε μόνο πράξεις υπολογισμών για να βρούμε πόσο ζήσαμε κοντά στους αγαπημένους ή πόσο κοντά τους ζήσαμε, ότι είμαστε μνήμη κι εμείς, χωρίς προσθαφαίρεση, μνήμη στο χώμα και στις ψυχές που το κρατάνε. Ότι κάπου πατάμε και είναι αυτό ευλογία. Ότι από το πηγάδι κι εμείς τραγουδάμε, στα βαθιά κολυμπάμε.
Μιλάω για το βαθύ πηγάδι που μέσα κατοικούν οι ψυχές που σ'αγαπούν. Που σ'αγαπούν.

αφιερωμένο στην Ελένη

Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Στρες Τεστ (αναδημοσίευση)

Καρδιά από κόπωση




Πολύ με εκνευρίζει όταν προσπαθώ να πληκτρολογήσω μερικές αράδες από φράσεις που πρέπει επειγόντως να διατυπωθούν, να αποθηκευτούν και να εκτυπωθούν εγκαίρως, αλλά τα δάκτυλά μου ιδρώνουν και γλιστράνε και πατάνε άλλα πλήκτρα από αυτά που θέλω να πατήσω. Ένα περίεργο πράγμα, είναι κάποιες τέτοιες στιγμές, που, όσες φορές κι αν σκουπίσω τον ιδρώτα από το δέρμα μου, αυτός δεν στεγνώνει με τίποτα, στέκω για ώρες έτσι, ολόκληρος, νωπός κι αλαφιασμένος. Αυτό βέβαια συνδυάζεται και με άλλα τέτοια αλλόκοτα συμπτώματα, όπως, ας πούμε, το ότι στα καλά καθούμενα νιώθω να με σφίγγουν οι κρόταφοί μου, είναι σαν κάποιος να στέκεται πίσω μου και ν’ ακουμπάει και τις δύο τις κάννες από όπλα ζεματιστά εκεί πέρα και τις στρίβει διαρκώς κι ολοένα και πιο μέσα και πάει να με πεθάνει. Μετά από λίγο, το σφίξιμο αυτό θα πάει παρακάτω και θα κάτσει στο λαιμό, αφαιρώντας κάθε ίχνος από το σάλιο μου, είναι λες και καταπίνω καρφιά που γδέρνουνε αργά κι επαναλαμβανόμενα τον οισοφάγο μου. Όσο η ώρα περνάει, όλα αυτά θα συνδυάζονται μεταξύ τους, με το χειρότερο να συμβαίνει μέσα στο στομάχι μου, που στριφογυρνάει και δένεται, λες κι είναι γόρδιος δεσμός, διπλώνεται κι αναδιπλώνεται, και δεν είναι λίγες οι φορές που αναγκάζομαι και πέφτω στο πάτωμα και δένομαι σαν κόμπος κι εγώ. Τότε είναι που τίποτε δεν πάει κάτω. Ούτε νερό, ούτε φαγητό, ούτε όρεξη, ούτε ανάσα, ούτε τίποτα. Κι είναι κι αυτή η καρδιά μου, η τραυματισμένη, που με κουφαίνει και χτυπάει δυνατά, λες κι ετοιμάζεται να σπάσει. Όπως κι εγώ που κοντεύω να σπάσω το άτιμο το πληκτρολόγιο, γαμώ τα πλήκτρα του, γαμώ, τα νευρά μου εντελώς έχουνε σπάσει. Κι αγχώθηκα.

Τώρα που το καλοσκέφτομαι, είναι κάμποσα τα χρόνια που κουβαλάω όλες αυτές τις περίεργες ψυχοσωματικές αντιδράσεις, θα έλεγα τελικά ότι ελάχιστα είναι τα διαστήματα στη ζωή μου που να με θυμάμαι χωρίς αυτά τα περίεργα ιδρώματα και τα σφιξίματα, ίσως μόνο τότε που δεν ήμουν παρά παιδάκι μικρό, σχεδόν βρέφος, τότε δηλαδή που έτσι κι αλλιώς ελάχιστα θα μπορούσα να θυμάμαι. Αλλά ακόμα κι από τους γονείς μου είχα να ακούω ιστορίες ολόκληρες για το πόσο ταλαιπωρήθηκαν να με αποκτήσουν και ότι είχαν ένα μόνιμο άγχος γιατί ανησυχούσαν μήπως και μείνουν μόνοι, χωρίς να κάνουν παιδί, και τότε η ιατρική η επιστήμη δεν είχε προχωρήσει τόσο, όμως τα χρόνια προχωρούσαν γοργά κι η ανάγκη τους αυτή διογκώθηκε και συσσωρεύτηκε και στο τέλος όλα καλά, εντάξει, τα καταφέρανε, γεννήθηκα εγώ αλλά ήταν λες κι όλο αυτό το άγχος πήγε και σφηνώθηκε μέσα στην υπόστασή μου, με αποτέλεσμα να είμαι ένας άνθρωπος που ήρθε στη γη αγχωμένος σχεδόν εκ γενετής. Κι όσο μεγάλωνα, σαν δίδυμό μου αδερφάκι μεγάλωνε παρέα μ’ εμένα κι αυτή η περίεργη αρρώστια, όσο η καθημερινότητά μου άλλαζε πρόσωπα, έτσι κι αυτό μου το πρόβλημα μεταλλασσόταν, έπαιρνε μορφές νέες, απρόβλεπτες, όπως ένας ιός που εξελίσσεται διαρκώς κι αλλάζει θέση συνεχώς μέσα στα σωθικά σου και που ποτέ δεν σ’ αφήνει να βρεις τη γιατρειά και να ηρεμήσεις. Και η πιο παράδοξη από όλες τις ιδιότητες που έχει είναι ότι πάει κι εμφανίζεται ακόμα και όταν θεωρητικά θα έπρεπε να είσαι χαρούμενος κι ευτυχισμένος, όχι, θα βρει τρόπο, δικαιολογία κι αφορμή και θα κολλήσει σαν βδέλλα επάνω σχεδόν σε όλες τις στιγμές σου και θα σου τις ρουφάει τόσο, που στο τέλος θα σε κάνει να αγχώνεσαι με τη χαρά σου.

Θυμάμαι τότε που έπρεπε να ξυπνήσω την επόμενη ημέρα και θα κάναμε για πρώτη φορά θρησκευτικά, καθώς κι άλλα μαθήματα νέα κι απαιτητικά, σχεδόν μάτι δεν έκλεισα, ήταν λες κι από την πολλή την ταραχή μου είδα μπροστά μου το Θεό, παρακαλώντας τον να κάνει ένα θαύμα, μήπως και διώξει μακριά μου το άγχος. Μετά πάλι, όταν πήγα στο Γυμνάσιο κι από εκεί στο Λύκειο, κάθε φορά αγχωνόμουν για το τί θα συναντούσα, έπρεπε να προσαρμοστώ, να ξεχάσω αυτά που ήξερα, να προσηλωθώ σε αυτά που από ’δω και πέρα έπρεπε να μάθω. Κι ύστερα, στις πανελλήνιες τις εξετάσεις αγχώθηκα να βγάλω γρήγορα τη διδακτέα ύλη για να μπορέσω ν’ ανταποκριθώ και να συγκεντρωθώ πάνω από το γραπτό χωρίς άγχος αλλά εμένα τα χέρια μου τρέμανε κι ιδρώνανε από τότε, από τότε ήθελα να πάρω τη γόμα και να σβήσω με μιας το δεμένο μου στομάχι, έλα, πως πήγες, σε περιμένουμε έξω, όλα καλά, καλά δεν αισθάνομαι, νιώθω μια ζαλάδα, αναγούλα, εμετό, ευτυχώς που δεν το έπαθα αυτό όσο έγραφα, φαντάζεσαι να ξερνούσα πάνω στο γραπτό όλο μου το άγχος; Και όταν το άγχος για τα αποτελέσματα ήρθε και συνάντησε τη χαρά για την είσοδο στο Πανεπιστήμιο, κατά έναν διαολεμένο πάλι τρόπο, εκεί που νόμιζα ότι πάει, αυτό το άγχος όλο κι όλο ήταν, ήρθε ακόμα χειρότερο από τα προηγούμενα τα χρόνια, ίσως γιατί πλέον ο πήχης είχε ανέβει ψηλότερα κι οι απαιτήσεις ήταν αυξημένες κι αγχωνόμουν πάλι σε κάθε εξεταστική, να τελειώσω, να πάρω το πτυχίο, εντάξει, μην αγχώνεσαι αλλά, που’ σαι, θα πρέπει να κάνεις και μεταπτυχιακό στην ώρα σου, για να μην έχεις άγχος στα λέω όλα αυτά, μπράβο, μπράβο, σιδεροκέφαλος, καλή σταδιοδρομία, υγεία, αυτό μετράει, και που ’σαι, να θυμάσαι, χωρίς άγχος.

Και τώρα δηλαδή τι θα κάνεις; Εντάξει με τη σχολή, εντάξει με τα πτυχία και τα διδακτορικά, με το στρατό και όλα τα άλλα τα αγχωτικά, με τη ζωή σου τι θα κάνεις ρε, γαμώ την επιστήμη μου μέσα; Ξεκίνα να βρεις μια δουλειά, χωρίς άγχος, όλα θα γίνουν, πρέπει να ζήσεις, δεν θα σε θρέφει η μάνα κι ο πατέρας σου για μια ζωή, να εξασκηθείς πάνω στο αντικείμενο των σπουδών σου, αυτό που τόσο ξεσκίστηκες κι αγχώθηκες να κατακτήσεις. Είναι τόσο εκνευριστικά γελοίο το συναίσθημα να κάνεις κάτι που στ’ αλήθεια αγαπάς αλλά από το πολύ άγχος σου για να το κάνεις όσο καλύτερα μπορείς τελικά να καταλήγεις να είσαι ένα επαγγελματικά επιτυχημένο ράκος. Ναι, να πατήσεις στα πόδια σου, κι ας τρέμουν που και που στα κρυφά, δεν πειράζει, όλοι τα έχουν περάσει αυτά, δεν είσαι ο πρώτος ούτε ο τελευταίος αγχωμένος στη γη, μάζεψε κανένα φράγκο να παντρευτείς, άσε στην άκρη όλα αυτά τα αγχωτικά πηδήματα, στα οποία αγχώνεσαι μόνο για να καυλώσεις το σύντροφό σου και που στο τέλος πηδάς την ψυχολογία σου και μόνο, τα χρόνια περνάνε, πότε θα κάνεις οικογένεια, δεν μπορούν τα παιδιά σου να έχουν σαράντα χρόνια άγχους διαφορά με εσένα, πρέπει να είστε σε αγχωτικά κοντινή ηλικία για να μπορείς να καταλαβαίνεις τι είναι αυτό που τα αγχώνει. Ωραία, έχεις μια σχέση που τη λες σοβαρή, πρέπει να την επισημοποιήσεις, να βρεις εκκλησιά, κουμπάρο και παπά, να πάτε να διαλέξετε μέσα από δυο χιλιάδες παραμυθένια νυφικά, να ζήσετε, μέχρι γεράματα βαθιά, να σας ενώνουν άγχη κοινά, να κάνετε και κάποια αγορά, ένα σπίτι γεμάτο άγχη και χαρά, μη φοβάσαι, κάποια τράπεζα θα βρεθεί να σας δανείσει λιγάκι ευτυχία αγχωμένη. Έλα σε μας. Με το χαμηλότερο επιτόκιο άγχους τής αγοράς.

Και είναι και το άλλο. Το χειρότερο άγχος από τα άγχη όλα. Το αν θα μπορέσεις να ανταποκριθείς στα άγχη αυτά και όσο γίνεται με το λιγότερο δυνατό άγχος. Κι αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι δεν θα σου συμβεί κάποιο πρόωρο κακό, κάποια ανύποπτη στιγμή, γι’ αυτό προσπαθείς όλη σου τη ζωή, χωρίς άγχος, να βάζεις κάποια λεφτά στην άκρη για την ώρα εκείνη που ίσως χρειαστεί να κάνεις θεραπείες εξειδικευμένες για να αντιμετωπίσεις την ασθένεια εκείνη που θα σιγοτρώει τη ζωή σου και που πιθανότατα θα οφείλεται στο πολύ το άγχος που είχες στη ζωή σου όλη. Και δεν θα πρέπει να ξεχάσεις μέσα σε όλα αυτά να αποκαταστήσεις τα παιδιά, ειδικά τώρα που έχουν όλα τους αγαθά δανεικά, προχτές άκουσα στις ειδήσεις κάτι που με άγχωσε πολύ, ότι οι τράπεζες θα πάρουν τα σπίτια όλων όσων αγχώθηκαν παραπάνω από όσο έλεγε η δανειακή τους σύμβαση και δεν κατάφεραν να πληρώσουν τις δόσεις και ότι δεν πρόκειται να συνεχιστεί αυτή η αγχωτική κατάσταση, με τα κόκκινα δάνεια και τους χλωμούς ανθρώπους, ότι οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών έχουν πολύ μεγάλο άγχος γιατί όλες τους πρόκειται να περάσουν από εξαιρετικά απαιτητικές δοκιμασίες, τα λεγόμενα «στρες τεστ», γι’ αυτό θα επιβάλλουν νέα, αγχολυτικά μέτρα, θα προσπαθήσουν δηλαδή να δουν πόσο αντέχει ο κάθε αγχωμένος δανειολήπτης κι αναλόγως θα του παίρνουν πίσω όλα αυτά τα δανεικά άγχη για να τελειώνουν μια και καλή με την αγχωμένη τη ζωή του. Κι αγχώθηκα. Γι’ αυτό έκατσα κι εγώ σήμερα, να πληκτρολογήσω ετούτη τη διαθήκη. Φοβάμαι ότι άκρη δεν θα βγαίνει έτσι αγχωτικά που τα έγραψα όλα. Ότι κι ύστερα από αυτόν τον επερχόμενο, τον τόσο αγχωτικό θάνατό μου, θα εξακολουθώ ν’ αναρωτιέμαι αν, ύστερα από τόσα άγχη, τελικά έζησα.

Ή αν αγχώθηκα να ζήσω.

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Ένα διαφορετικό Καρπούζι δροσίζει τα βράδια στα Εξάρχεια


πηγή: left.gr

Σε κάθε περίπτωση, το Καρπούζι δροσίζει σταθερά μέσα στο καλοκαίρι τους Εξαρχειώτες, που, μετά το πάρκο Ναυαρίνου και άλλους ελεύθερους κοινωνικούς χώρους, έχουν πλέον και ακόμα μια επιλογή να περάσουν τον χρόνο τους.

"Έχει ταινία στο κηπάκι, πάμε;" λέει ένας νεαρός σε φίλο του στην Τσαμαδού στα Εξάρχεια. Ο φίλος του "ψήνεται" και πάνε να δουν τη "Χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ". Κάπως έτσι, από στόμα σε στόμα, μέσα σε λίγους μήνες το Καρπούζι, η Κινηματογραφική λέσχη Εξαρχείων που γεννήθηκε ως ιδέα από κάποιους νεολαίους του ΣΥΡΙΖΑ, έχει αποκτήσει τους δικούς της πιστούς φαν. "Το Καρπούζι είναι μια χαλαρή δικτύωση ανθρώπων που έχουν ως αναφορά και μεράκι τα Εξάρχεια, την Αριστερά και τη μεγάλη οθόνη. Θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τον κινηματογραφικό λόγο και κυρίως τις λιγότερο προβεβλημένες μορφές του, όπως το ντοκιμαντέρ και τις μικρού μήκους ταινίες, ως αφορμή για να μιλήσουμε και να επικοινωνήσουμε", λένε ο Δήμος, η Μαρία και η Ελένη, ορισμένα από τα ιδρυτικά μέλη της πρωτοβουλίας.

Το εγχείρημα ξεκίνησε πριν λίγους μήνες. Το όνομά του ήρθε ως αποτέλεσμα brainstorming. Κανείς δεν θυμάται γιατί κατέληξαν σ' αυτό. "Δυσκολευόμασταν να βρούμε κάτι και το Καρπούζι μάς κόλλησε ωραία", αναφέρουν. Προκαλούν μάλιστα: "Αν έχεις να μας προτείνεις καλύτερο όνομα, έλα και πείσε μας". Σε κάθε περίπτωση, το Καρπούζι δροσίζει σταθερά μέσα στο καλοκαίρι τους Εξαρχειώτες, που, μετά το πάρκο Ναυαρίνου και άλλους ελεύθερους κοινωνικούς χώρους, έχουν πλέον και ακόμα μια επιλογή να περάσουν τον χρόνο τους.

Μια από τις όμορφες ιδιαιτερότητες που έχει το Καρπούζι είναι η δυνατότητα "να έρθεις σ' επαφή με τους δημιουργούς ή τους πρωταγωνιστές της ταινίας". Χαρακτηριστικό παράδειγμα η προβολή του "Βασιλιά" στις 26 Ιουνίου. Στο παρκάκι βρέθηκαν oι σκηνοθέτης Νίκος Γραμματικός και ο ηθοποιός Βαγγέλης Μουρίκης. Μετά την προβολή κάθισαν και τα είπαν με τον κόσμο, απάντησαν σε ερωτήσεις του, συζήτησαν πάνω σε συμπεράσματά του. Το κλίμα είναι πάντα χαλαρό. Μπιρίτσες και φαλάφελ από τον Σενεγαλέζο Αζίζ που είναι δίπλα στο παρκάκι γεμίζουν τα τραπέζια.

Η οργάνωση της εκδήλωσης γίνεται πάντα στο πνεύμα της αλληλεγγύης και της αυτοδιαχείρισης. Άλλωστε, το επιβάλλει και ο χώρος του κήπου στην Τσαμαδού 10, που λειτουργεί επίσης στη βάση της αυτοδιαχείρισης. Έτσι, κάθε φορά όλοι μαζί φτιάχνουν τις καρέκλες, όλοι μαζί τις μαζεύουν. Κάποιος άλλος θ' αναλάβει τον προτζέκτορα και το λάπτοπ. Οι αποφάσεις για τις επιλογές των ταινιών λαμβάνονται στις συνελεύσεις. "Δεν βάζουμε αμερικανιές. Επιλέγουμε ταινίες που αφορούν κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα" λένε. Επόμενος στόχος της πρωτοβουλίας να μετεξελιχθεί από κινηματογραφική λέσχη σε πολιτιστικό πυρήνα που θα συνδεθεί και με άλλες δράσεις στην περιοχή, ώστε να δώσουν μαζί μια ηχηρή απάντηση στη μαφία και τα ναρκωτικά. Να πουν όχι στην γκετοποίηση των Εξαρχείων!-  

Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Γι' αυτό σ' αγαπάμε Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (αναδημοσίευση)


Της Αλέκας Ζορμπαλά 

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, γεννήθηκε το 1893 και τέλειωσε με μια σφαίρα στο κρόταφο στις 14 Απριλίου 1930, μόλις 37 ετών... 

"«Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ παρ’ όλα και για όλα, σ’ αγάπησα, σ’ αγαπώ και θα σ’ αγαπώ, είτε είσαι σκληρή μαζί μου είτε είσαι γλυκιά, είτε είσαι δική μου είτε κάποιου άλλου. Οπως και να’ χει εγώ θα σ’ αγαπώ. Αμήν»

Η Επανάσταση και η Λίλυα οι δύο μεγάλοι του έρωτες, άρρηκτα συνδεδεμένοι σε ένα κοινό corpus και οι δύο. 

Μια ερωτική σχέση, ένα τρίγωνο, ο Γάτος (ο σύζυγος και εκδότης του ¨Οσιπ Μπρίκ), η Ψιψίνα (η Λίλυα Μπρικ, η Μούσα του) και το Σκυλάκι της (ο ποιητής, όπως της υπέγραφε τα γράμματά του). 

Μια σχέση 12 χρόνων, που τον στιγμάτισε, τον καθόρισε,
μια σχέση, που έσπασε όλα τα ταμπού και κλισέ της συμβατικής μικροαστικής ηθικής
μια σχέση πάθους και επανάστασης, στα οποία δόθηκε ολοκληρωτικά. 
Γι αυτό και τον αγαπάμε!

Το κορίτσι με τους μπάφους (αναδημοσίευση)


Του Θ. ΚΑΡΤΕΡΟΥ*

Έπιασε το λιμενικό της Μυτιλήνης ένα κορίτσι 22 ετών, με μια μικρή ποσότητα κάνναβης. Έψαξαν και στο σπίτι της και βρήκαν επίσης -έτσι λένε τουλάχιστον- κάτι λίγα γραμμάρια, μια ζυγαριά και τα σύνεργα του καπνίσματος. Μεγάλη επιτυχία! Άξια για τεράστια προβολή στην οποία δεσπόζει όχι τόσο το όνομα του άτυχου κοριτσιού, όσο το όνομα του γνωστού δημοσιογράφου πατέρα της. Άσχετα αν αυτή η προβολή ρημάζει κυριολεκτικά ένα νέο άνθρωπο. Ας πρόσεχε να έχει άλλο μπαμπά.

Είδαμε φωτογραφίες του κοριτσιού και του πατέρα της τραβηγμένες κρυφά στο δικαστικό μέγαρο της Μυτιλήνης. Είδαμε την τυπική ασφαλίτικη φωτογραφία με όλα τα φοβερά και τρομερά ευρήματα της φοβερής και τρομερής κοπέλας. Είδαμε ακόμα και σκληρά σχόλια γιατί ο Παπαδημούλης τόλμησε να πει ότι όλη αυτή η επιχείρηση είναι ωμός κανιβαλισμός. Και τον έβγαλαν υστερόβουλο λογοκριτή. Είναι βλέπετε υποχρέωση της δημοσιογραφίας να καταδικάζει έναν άνθρωπο, πριν καν αυτός δικαστεί από τη δικαιοσύνη.

Εντάξει, λένε ορισμένοι, αλλά είναι κι ο μπαμπάς. Ο επαγγελματίας αχώνευτος για πολλούς. Δεν θα την πληρώνουν πάντα τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού. Ας την πληρώσει και το παιδί ενός τέτοιου.Ας λουστεί κι αυτό το διασυρμό, χοροστατούντος του Κράτους το οποίο ο μπαμπάς του πάντα υποστήριζε. Α, ωραία τότε, γιατί αυτή η λογική μας λύνει τα χέρια. Να κάνουμε κομμάτια ένα παιδί για ένα αδίκημα που δεν έπρεπε να είναι αδίκημα. Να το διασύρουμε, να το στείλουμε στο πυρ το εξώτερον, να το φάμε ζωντανό, για να εκδικηθούμε τον πατέρα και την οικογένειά του.

Υπάρχει βέβαια -και ευτυχώς- και η άποψη ότι είναι άθλιοι όλοι τους. Και οι ασφαλίτες από τους οποίους ξεκίνησε αυτό το αίσχος. Και οι δημόσιοι λειτουργοί που πάσαραν στους ειδικούς του κιτρινισμού το όνομα του παιδιού. Και οι αθλιέστεροι όλων υπηρέτες της ενημέρωσης να πούμε, που αμόλησαν την "είδηση" στο διαδίκτυο στολισμένη με φωτογραφίες ρουφιανιάς, φωτογραφίες του μπαμπά, σχόλια κοινωνικού κανιβαλισμού και διακηρύξεις δημοσιογραφικών λεονταρισμών. Γιατί αν δεν μαθαίναμε ότι η κόρη του τάδε κατηγορείται ότι κατείχε κάποια γραμμάρια κάνναβη θα ήμασταν λειψά ενημερωμένοι.

Τι να πεις; Μαύροι διώκτες, κίτρινοι δημοσιογράφοι, γκρίζοι ρουφιάνοι. Το πιο καθαρό πρόσωπο σ' αυτή την ιστορία είναι τελικώς το κορίτσι με τους μπάφους....

*Δημοσιεύθηκε στην «Αυγή» το Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Αυτή η Κοινωνία να πάει να γαμηθεί (γαμώ την Κοινωνία μου) [αναδημοσίευση]



Από τον Καρτέσιο


Όταν οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ απεργούσαν και γινόταν καμιά δίωρη διακοπή ρεύματος, οι κυβερνήσεις με τα ΜΜΕ ούρλιαζαν για την απανθρωπιά των απεργών απέναντι στο κοινωνικό σύνολο και το κοινωνικό σύνολο ούρλιαζε για το πεπόνι του που δε θα κρύωνε στο ψυγείο. Τώρα που η κυβέρνηση δολοφονεί «ευάλωτους» προπονώντας μας για την ιδιωτική αντίληψη περί παροχής ρεύματος, η κοινωνία δροσίζεται χαλαρά με το κρύο πεπόνι της.

Όταν οι διαπλεκόμενοι γκαβοδήμαρχοι ανά την επικράτεια χάριζαν τις αμμουδιές του τόπου τους στους κουμπάρους τους για να στήσουν μπιτσόμπαρα με μπίτια πάνω στο κύμα, η κοινωνία με περηφάνια τα γέμιζε συμμετέχοντας στην ατελείωτη πασαρέλα αποτρίχωσης και γράμμωσης. Τώρα που οι παραλίες θα πουληθούν στα μεγαλοσυμφέροντα κάποιοι ελπίζουν ότι αυτή η κοινωνία θα αντιδράσει. Γιατί να αντιδράσει; Και τώρα 10 ευρώ πληρώνει για να πατήσει άμμο και αύριο 10 ευρώ θα πληρώνει. Ευάλωτοι στη μαλακία. Εδώ και καιρό.

Όταν αποκαλύπτεται ότι αυτή «η κοινωνία που στενάζει» ακούμπησε το 2013 σε ΟΠΑΠ, Καζίνο, Κρατικά Λαχεία και ιπποδρομίες 5,49 δισ. ευρώ και άλλα τόσα σε παράνομο τζόγο, γιατί να τη νοιάξει αν δίπλα της κάποιος ψοφάει από την πείνα; Γιατί να τη νοιάξει αν «το φαινόμενο του παράνομου τζόγου θα παταχθεί μέσω των νόμιμων παιχνιδομηχανών που θα εγκαταστήσει εντός του 2014 ο ΟΠΑΠ», τουτέστιν ο ευσυγκίνητος Μελισσανίδης; Αυτή η κοινωνία βάφτισε ελπίδα τον τζόγο και τζογάρει τον κώλο της νυχθημερόν, σιγά μην τη νοιάξει ποιος θα τον κερδίσει.

Αυτή η κοινωνία που δηλώνει ενοχλημένη από τις φωτογραφίες των διαμελισμένων μωρών στην Παλαιστίνη – ενώ ηδονίζεται βλέποντας φωτογραφίες κάποιου τριτοσελέμπριτυ που βρέθηκε νεκρός από τον εραστή του – και ποστάρει στο facebook την αγανάκτησή της επειδή οι νεκροί χαλάνε την ανεμελιά του καλοκαιριού και την αισθητική του γαλάζιου Αιγαίου, από πού κι ως πού να παλέψει για τον ζητιάνο, τον νηστικό, αυτόν που ψάχνει στα σκουπίδια;

Αυτή η κοινωνία που αντί να ονειρεύεται δικαιοσύνη ονειρεύεται να πάρει πίσω τις πινακίδες του τζιπ HUNDAI που παρέδωσε, αυτή η κοινωνία που αντί να παλεύει για ισονομία παλεύει να βρει άκρη στη λαμογιά για να χορτάσει Μύκονο, αυτή η κοινωνία που αντί να παλεύει για να μην υπάρχει δυστυχία δηλώνει ότι αποφάσισε να μη δίνει σημασία σε «δυσάρεστα νέα» και βρήκε την ησυχία της, ας πάει να γαμηθεί. Πατόκορφα!