Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Αλληλεγγύη είναι... (αναδημοσίευση)

από τον Οικοδόμο

Τα τελευταία χρόνια, της «κρίσης», ακούμε καθημερινά όλο και περισσότερα χείλη να ξεστομίζουν τη λέξη «αλληλεγγύη». Για αλληλεγγύη μιλούν οι δυνάστες, για αλληλεγγύη και οι καταπιεσμένοι. Για τους γεννημένους και μεγαλωμένους στο καπιταλιστικό σύστημα η έννοια της λέξης «αλληλεγγύη» παραμένει σκόπιμα θολή ή παρουσιάζεται παρερμηνευμένη, γιατί έτσι συμφέρει την τάξη που έχει την εξουσία.

Στις μέρες μας, στην Ελλάδα, η αλληλεγγύη βαφτίζεται από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης «κοινωνικές δράσεις». Μέσα από τη συστηματική και στοχευμένη στο θυμικό των ανθρώπων προπαγάνδα και με καμπάνιες τύπου «όλοι μαζί μπορούμε», οι κρατούντες πασχίζουν να πείσουν το λαό πως αλληλεγγύη είναι τα «κοινωνικά παντοπωλεία» των δήμων, τα σάντουιτς του “μίστερ Easy”, το «κουλούρι με τυρί» στα σχολεία, τα ψίχουλα του «κοινωνικού μερίσματος», η «φιλανθρωπία» των «μεγαλοκυριών» της αστικής τάξης, δηλαδή, με δυο λέξεις, τα αποφάγια των χορτασμένων.

Από τη σοσιαλιστική Κούβα, από το 1960, στο μεγάλο σεισμό της Χιλής, μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές και που εκατοντάδες Κουβανοί γιατροί και υγειονομικό προσωπικό δίνουν μάχη με τον θανατηφόρο ιό «έμπολα» στην Αφρική, περισσότεροι από 800.000 Κουβανοί πολίτες βρέθηκαν σε 147 χώρες του πλανήτη για να προσφέρουν εθελοντικά την αλληλεγγύη του λαού τους σε λαούς που υπέφεραν από φυσικές καταστροφές, επιδημίες, αλλά και από την καταπίεση των αποικιοκρατών.

Όταν οι Κουβανοί έσπευσαν στην Αγκόλα για να βοηθήσουν το λαό της που πολεμούσε για την ανεξαρτησία του, κάποιοι δυτικοί ρώτησαν τον Ραούλ Κάστρο τι θα πάρει η Κούβα ως αντάλλαγμα για την προσφορά της αυτή. Ο κομαντάντε Ραούλ τους απάντησε: «Από την Αγκόλα θα πάρουμε πίσω μόνο τους νεκρούς μας»! Μια τέτοια απάντηση και, κυρίως, στάση φαντάζει σχεδόν εξωπραγματική για τους πολίτες της καπιταλιστικής δύσης. Για τους Κουβανούς η αλληλεγγύη, αυτή η βαθιά και ουσιαστική αλληλεγγύη προς τον συνάνθρωπο, είναι κάτι το αυτονόητο όσο και ο αέρας που αναπνέουν. Η Κουβανική Επανάσταση έδωσε στη λέξη αλληλεγγύη την πραγματική της υπόσταση: «Δεν χαρίζουμε από αυτό που μας περισσεύει, μοιραζόμαστε αυτό που έχουμε»!* Ο πρωτοπόρος λαός της Κούβας με τις λίγες υλικές δυνατότητες λόγω του πολύχρονου οικονομικού αποκλεισμού του από τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές και τους συμμάχους τους (μεταξύ των οποίων και η Ελληνική κυβέρνηση) κρατά ψηλά τη σημαία της διεθνιστικής αλληλεγγύης, δείχνοντας στην πράξη ότι οι ανθρώπινες αξίες δεν «κοστολογούνται» ούτε λογίζονται ως «ισοδύναμα»…

* Η φράση αυτή βγήκε από τα χείλη της Ίβις Αλμπίσα Γκονζάλες, αντιπροσώπου του Κουβανικού Ινστιτούτου Φιλίας των Λαών (ICAP) της Αβάνας, που μίλησε στην εκδήλωση που διοργάνωσαν προχτές το βράδυ (Παρασκευή 24/10) ο Πολιτιστικός Σύλλογος «Χοσέ Μαρτί», η Hasta la Victoria Siempre, το Ελληνικό Δίκτυο Αλληλεγγύης (μπλόγκερς) La Red Solid@ria Griega και οι εκδόσεις Διεθνές Βήμα, με θέμα: "Η Κούβα και η διεθνιστική αλληλεγγύη σήμερα". Στον κατάμεστο φιλόξενο χώρο του Ερνέστο Art Café στη Νέα Φιλαδέλφεια, παρουσία των πρέσβεων της Κούβας Οσβάλντο Κομάτσο Μαρτίνεζ και Βενεζουέλας Φαρίντ Φερνάντεζ, εκπροσώπων της τέχνης και του αθλητισμού, και πολλών ακόμα φίλων της Κούβας, την ώρα που έξω, ανάμεσα σε αστραπές και βροντές, ο μαύρος αττικός ουρανός «άνοιγε» και το νερό πλημμύριζε τους δρόμους, τα λόγια της εκπροσώπου του Κουβανικού λαού ήταν μια αποστομωτική απάντηση στις «αξίες» της καπιταλιστικής δύσης και παράλληλα μια φωτεινή αχτίδα αισιοδοξίας για τους καταπιεσμένους όπου γης: Όσο θα υπάρχουν άνθρωποι που θα διαφυλάσσουν ζωντανά, θα υπερασπίζονται και θα παλεύουν για τα πανανθρώπινα ιδανικά του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, η ανθρωπότητα δικαιούται να ελπίζει σε ένα καλύτερο μέλλον.

Αυτόνομα Κινήματα και Εξουσία (αναδημοσίευση)


από το περιοδικό Βαβυλωνία 
Των Θοδωρή Καρυώτη, Αντώνη Μπρούμα

“[...] για μας το περιεχόμενο του επαναστατικού προτάγματος είναι να γίνουν οι άνθρωποι ικανοί να παίρνουν στα χέρια τους τις υποθέσεις τους και το μόνο μέσο για να αποκτήσουν αυτή την ικανότητα είναι να παίρνουν τις υποθέσεις τους στα χέρια τους όλο και περισσότερο”.
Κ. Καστοριάδης (1979).

[...] Αυτό που αναδύεται είναι μια εναλλακτική κοινωνία : ο σκοπός είναι η εξουσία, όχι η κρατική εξουσία, αλλά οι άνθρωποι να αυτο-οργανώνονται πάνω σε διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις ως συλλογική μη διαχωρισμένη εξουσία 
(Zibechi 2010 : 44).

Η κοινωνική αναμέτρηση διεξάγεται σήμερα με πολεμικούς όρους. Η καπιταλιστική κυριαρχία επιλύει τις σύγχρονες αντιφάσεις της όχι με την παραχώρηση δικαιωμάτων και προνομίων στα κατώτερα στρώματα, όπως έκανε στο παρελθόν, αλλά με την εγκαθίδρυση μιας μόνιμης κατάστασης εξαίρεσης, όπου όλα τα μέτρα κοινωνικής μηχανικής είναι νομιμοποιημένα και κάθε είδους διαμαρτυρία θεωρείται εχθροπραξία. Η εύρεση των νέων ισορροπιών αποτελεί ακόμη ζητούμενο, που θα απαντηθεί με την αλλαγή –ή μη– των συσχετισμών δύναμης από την είσοδο των από κάτω στο προσκήνιο της πολιτικής. Σε αυτό το κοινωνικοιστορικό πλαίσιο αναδύεται στην Ευρώπη το ενδεχόμενο κυβερνήσεων της αριστεράς, με προμετωπίδα τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και το νεοφερμένο Podemos στην Ισπανία, ως αντιπαραβολή στο ενδεχόμενο ενός νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού, κοινωνικά παγιωμένου σε εθνικιστικές βάσεις.

Οι περίοδοι καθεστωτικής κρίσης αποτελούν στιγμές κοινωνικού ανταγωνισμού, όπου οι θέσεις των αντιτιθέμενων κοινωνικών δυνάμεων ρευστοποιούνται. Στην παρούσα κρίση τα αυτόνομα κινήματα αναδύονται μέσα από τις σύγχρονες αντιφάσεις του καπιταλισμού ως τα κύρια συλλογικά υποκείμενα με δυνατότητες για ριζοσπαστικές συνθέσεις και κοινωνικές αλλαγές. Αποτελούν τον βασικό αντίπαλο της καπιταλιστικής κυριαρχίας στη σύγχρονη κοινωνική αναμέτρηση, με τις εξελίξεις στα κοινοβούλια αλλά και οπουδήποτε αλλού να αποτελούν ουσιαστικά αντανάκλαση της άμπωτης ή της παλίρροιας των κινημάτων. Εντούτοις, δομούνται ως υποκείμενα με όρους, που για την ώρα αδυνατούν να ανοίξουν απελευθερωτικές προοπτικές σε μακρο – κοινωνικό επίπεδο και, τελικά, έτσι να σηκώσουν το βάρος της αναμέτρησης. Μοιραία λοιπόν, μεγάλα κομμάτια των καταπιεζόμενων εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε μία αριστερή διαμεσολαβητική προοπτική με πεδίο πάλης και τελικό ορίζοντα τα αποσυντιθέμενα έθνη – κράτη.

Ως κοινωνικοί αγωνιστές, με συνείδηση ότι ο κόσμος που θέλουμε μπορεί να έρθει μόνο με αγώνες από τα κάτω, έχουμε χρέος να ασχοληθούμε σοβαρά με το ενδεχόμενο αριστερής διακυβέρνησης για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί πρέπει να αναστοχαζόμαστε διαρκώς πάνω στις ανεπάρκειες των αυτόνομων κινημάτων, που ένα τέτοιο ενδεχόμενο αναδεικνύει. Και δεύτερον, επειδή ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι δίκοπο μαχαίρι, αφού, αν πληρωθεί, μπορεί μερικώς να αναδιατάξει τον κοινωνικό ανταγωνισμό, δίνοντας ζωτικό χώρο στα κινήματα στην αναμέτρηση με την καπιταλιστική κυριαρχία, αλλά, κυρίως, μπορεί να δημιουργήσει -όπως συμβαίνει ήδη- τάσεις ενσωμάτωσης και αφομοίωσης των κινημάτων στις λογικές της κρατικής διαχείρισης.

Αριστερή Γραφειοκρατία και Κράτος
Στη θεωρία η σχέση της κομμουνιστικής αριστεράς με το κράτος προβάλλεται πάντοτε ως εργαλειακή. Η κατάληψη του αστικού κράτους παρουσιάζεται ως αναγκαίο κακό στον δρόμο για την εργατική εξουσία. Με την έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα ξεκινά ο μετασχηματισμός του κράτους – κόμματος της αστικής τάξης σε μία εργατική δημοκρατία – δικτατορία του προλεταριάτου. Η εργαλειακή όμως αυτή προσέγγιση του κράτους βυθίζεται ήδη σε επίπεδο θεωρίας μέσα στις αντιφάσεις της. Ακόμη και στις πιο εκλεπτυσμένες εκδοχές της αδυνατεί να δώσει απαντήσεις στο ποιος θα είναι ο ρόλος της γραφειοκρατίας του πρωτοπόρου κόμματος σε σχέση με την αυτονομία του κόσμου της εργασίας, ποιες είναι οι δυναμικές του φαινομένου της γραφειοκρατίας, που φυσικά δεν εντοπίζεται μόνο στα αστικά κράτη, και, τελικά, πως θα επιτύχει μια τέτοια μετάβαση, όταν τα μέσα που χρησιμοποιούνται είναι αντιδιαμετρικά αντίθετα από τον σκοπό.

Η ιστορική όμως πράξη στη σχέση αριστεράς και κράτους δεν ήταν ποτέ ούτε τόσο απλοϊκή ούτε και τόσο αθώα. Κατά τον 20ο αιώνα σχεδόν στον μισό πλανήτη οι αριστερές γραφειοκρατίες, όπου ανελίχθησαν στην κρατική εξουσία μέσα από τους αγώνες των εργατών, στα θεμέλια του αστικού κράτους οικοδόμησαν κράτη και μάλιστα κράτη διαχωρισμένα από τις κοινωνικές τάξεις που υποτίθεται ότι θα αποτελούσαν το κέντρο των αποφάσεων. Με όλες τις νίκες της αριστεράς –εκλογικές ή άλλου τύπου– οι λαϊκές μορφές οργάνωσης –τα σοβιέτ, τα εργατικά συμβούλια, οι λαϊκές συνελεύσεις– παραγκωνίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από την κεντρική εξουσία της νέας διευθυντικής τάξης. Αλλά και όπου δεν τα κατάφεραν να καταλάβουν το αστικό κράτος και να οικοδομήσουν πάνω σε αυτό τα δικά τους κράτη, οι αριστερές γραφειοκρατίες λειτούργησαν ως αυτό που νομοτελειακά μόνο μπορούν να αποτελέσουν, δηλαδή ως δυνάμεις διαμεσολάβησης και ανάθεσης και όχι ως δόμηση του συλλογικού υποκειμένου του εργατικού κινήματος. Στην προσπάθεια δε να χτυπήσουν την στρατιωτική και πολιτική ισχύ του αστικού κράτους με τα ίδια του τα όπλα, έχτισαν τις οργανωτικές τους δομές, δηλαδή τα κόμματα “νέου τύπου”, με πολλά από τα στοιχεία της ιεραρχικής γραφειοκρατίας του αστικού κράτους και του καπιταλιστικού τρόπου λήψης αποφάσεων στην παραγωγή.

Από την παλίρροια των εργατικών κινημάτων, που ιστορικά ολοκληρώθηκε στον μεσοπόλεμο, μέχρι και σήμερα έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Στην Ευρωπαϊκή και εγχώρια συγκυρία της ενδεχόμενης ανέλιξης μίας αριστερής γραφειοκρατίας στην κρατική εξουσία η κατάληψη του κράτους δεν αντιμετωπίζεται πλέον καν εργαλειακά σαν αναγκαίο κακό, αλλά σαν στρατηγικός στόχος για την κοινωνική σωτηρία από τις επιπτώσεις που έχει επιφέρει ο νεοφιλελευθερισμός στον κοινωνικό ιστό. Στη σύγχρονη αριστερή μυθολογία, το κράτος εκλαμβάνεται αρρήτως ως το τελευταίο οχυρό της πολιτικής απέναντι στη γιγάντωση της κοινωνικής εξουσίας του κεφαλαίου, και έτσι ουσιαστικά απεμπολούνται οι αναλύσεις περί της αστικής φύσης του. Η σύγχρονη λοιπόν αντίληψη της αριστερής γραφειοκρατίας για το κράτος είναι πολλά βήματα πίσω ακόμη και από τις παλαιότερες λανθασμένες προσεγγίσεις, που ήδη κρίθηκαν ιστορικά ως καταστροφικές για την υπόθεση της απελευθέρωσης. Μην έχοντας μάλιστα μία πρόταση εξουσίας για την – έστω μερική – ενίσχυση των σύγχρονων δυνάμεων κοινωνικής εξουσίας που αντιτίθενται στην εξουσία του κεφαλαίου και πραγματώνουν στην πράξη νέους όρους σύνταξης της κοινής ζωής, η αντίληψη αυτή είναι πίσω ακόμη και από τις παρελθούσες πια σοσιαλδημοκρατικές εκδοχές της αριστεράς, όσες τουλάχιστον διατηρούσαν κάποια ελάχιστη σχέση με τον στρατηγικό στόχο του μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Τι όμως τελικά αντιπροσωπεύει η σύγχρονη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στην αριστερή γραφειοκρατία και το κράτος; Δεν είναι τυχαίο πως το επιχείρημα της κοινωνικής σωτηρίας μέσω της κατάληψης της κρατικής εξουσίας ελκύει μεγάλο μέρος των καταπιεζόμενων, που διατηρούν ακόμη την ανάμνηση των Δυτικών κρατών πρόνοιας και μία – αν και ελάχιστη – προσδοκία από συλλογικές κινητοποιήσεις ως μέσο ανάθεσης / πίεσης για υλικές απολαβές από τον βασικό φορέα διαμεσολάβησης του ανταγωνισμού, το κράτος. Μολονότι σήμερα πολλοί τείνουν να βλέπουν στο μεταπολεμικό ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος το μόνο αποτελεσματικό τρόπο εξασφάλισης κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων για τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού, είναι προφανές πλέον, από ιστορική σκοπιά, ότι αυτός ο διακανονισμός ήταν προσωρινός, αλλά και περιορισμένης εμβέλειας· είχε δε ως μοναδικό σκοπό να κατευνάσει τις αναστατωμένες εργατικές τάξεις των μετααποικιοκρατικών δυνάμεων και να αποτρέψει τον σοβιετικό κίνδυνο. Ομοίως, οι σημερινές αριστερές γραφειοκρατίες δεν προσπαθούν να αντιπροσωπεύσουν την είσοδο του κοινωνικού παράγοντα στο προσκήνιο, δηλαδή τις κοινωνικές δυναμικές της ρήξης με την καπιταλιστική κυριαρχία και της δημιουργίας νέων όρων της κοινής ζωής, που είναι πια διάχυτες σε κάθε πτυχή του κοινωνικού και σε κάθε ήπειρο του πλανήτη. Αντίθετα, αποπειρώνται να αντιπροσωπεύσουν με όρους παλαιάς κοπής τις προσδοκίες των συμπιεζόμενων μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων να γυρίσουν στο καπιταλιστικό παρελθόν του κράτους πρόνοιας, τότε που ο ανταγωνισμός διεξαγόταν περισσότερο με όρους κοινωνικής συναίνεσης παρά επιβολής.

Είναι, λοιπόν, κατανοητό το ότι το φιλόδοξο σχέδιο ανακατανομής του πλούτου προς όφελος των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων που ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί ενθουσιασμό και προσδοκία σε ένα μεγάλο κομμάτι των κοινωνικών κινημάτων, εντός και εκτός Ελλάδας. Άλλωστε, στην παρούσα συνθήκη, ο νεοκευνσιανισμός του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να προελαύνει με ένα δονκιχωτικό ηρωισμό μέσα στα συντρίμμια που αφήνει πίσω του ο αδηφάγος νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος, αφού λεηλάτησε για δεκαετίες τον Παγκόσμιο Νότο, καταναλώνει αυτή τη στιγμή την ευρωπαϊκή περιφέρεια. Η εικόνα αυτή εξηγεί τις διαστάσεις που έχει πάρει η φήμη του ΣΥΡΙΖΑ στο εξωτερικό, και τις μεγάλες προσδοκίες που γεννά η εκλογική του άνοδος. Ωστόσο, αντίθετα με τον ευρωπαίο που παρακολουθεί την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ από απόσταση, ο εγχώριος ψηφοφόρος έχει συνείδηση ότι η δυνατότητα του κόμματος αυτού για ριζοσπαστική αλλαγή, ακόμα και αν πάρει τη εξουσία, θα είναι πολύ περιορισμένη.

Εκτιμούμε ότι οι προσδοκίες των επισφαλών μεσαίων στρωμάτων για επιστροφή σε κάποιον πιο συμβατό με τον άνθρωπο καπιταλισμό δεν πρόκειται να εκπληρωθούν. Τα σύγχρονα έθνη-κράτη διέρχονται σοβαρή κρίση, τόσο από την ισχυροποίηση και διάχυση της κοινωνικής εξουσίας του κεφαλαίου και των μη κρατικών δομών του, όσο και από τις εγγενείς αντιφάσεις τους ως θεσμών αντιπροσώπευσης. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η κατάληψη του κράτους δε συνεπάγεται την κατάκτηση της κοινωνικής εξουσίας. Επιπλέον, η σύγχρονη αναμέτρηση διεξάγεται ανάμεσα στην ισχυροποιημένη κοινωνική εξουσία του κεφαλαίου και την κοινωνική αντιεξουσία των καταπιεζόμενων. Οι ριζοσπαστικές κοινωνικές αλλαγές του αύριο δεν περνούν μέσα από το αστικό κράτος και τους θεσμούς αντιπροσώπευσής του, αλλά μέσα από την ανατροπή και αποδιάρθρωση των κρατικών θεσμών και την ανάδυση κοινωνικών δομών εξουσίας εμμενών και αδιαχώριστων από την κοινωνία. Υπό αυτούς τους όρους η κατάληψη του αστικού κράτους από μία αριστερή γραφειοκρατία μόνο αρνητική μπορεί να αποβεί για τα αυτόνομα κινήματα, αν δεν διευρύνει τους ζωτικούς χώρους ανάπτυξής της κοινωνικής τους εξουσίας κόντρα στην εξουσία του συμπλέγματος εθνών κρατών / διεθνούς κεφαλαίου.

Ωστόσο, η απόρριψη από μέρους της μεταρρυθμιστικής οδού που πρεσβεύει η σύγχρονη αριστερά δεν συνεπάγεται μια άκριτή αποδοχή της επαναστατικής παρακαταθήκης του 20ού αιώνα. Σε ένα ύστερο καπιταλισμό άυλης και κατακερματισμένης εργασίας, όπου το χρέος και η τρομολαγνεία αποτελούν τα νέα εργαλεία πειθάρχησης, και όπου τα κέντρα εξουσίας είναι απομακρυσμένα από το πληθυσμό πάνω στον οποίο κυριαρχούνε, δεν υπάρχει πλέον ούτε Χειμερινό Ανάκτορο για να καταλάβουμε ούτε βεβαίως και προοπτική κατατρόπωσης του αντιπάλου με στρατιωτικούς όρους. Η γειτονιά, ο δρόμος, η πλατεία, έχουν -σε μεγάλο βαθμό- αντικαταστήσει το εργοστάσιο ως ο χώροι εκτύλιξης του κοινωνικού και ταξικού ανταγωνισμού. Η επανανοηματοδότηση της έννοιας της κοινότητας, το σπάσιμο της κοινωνικής απομόνωσης, η δημιουργία οριζόντιων και συμμετοχικών δομών στηριγμένων στην ισότητα, την αλληλεγγύη και την αμοιβαία αναγνώριση, αποτελούν σήμερα επαναστατική πρακτική.

Σήμερα είναι καταφανές ότι μια πραγματικά ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή θα είναι αποτέλεσμα όχι των πράξεων μιας πεφωτισμένης πρωτοπορίας, αλλά της τελικής αναμέτρησης ανάμεσα σε μια εκτενή και προϋπάρχουσα μορφή κοινωνικής συνύπαρξης με τις δομές της κυριαρχίας. Σε αυτό το πνεύμα, τα νεότατα κινήματα δεν επιδιώκουν να μεταρρυθμίσουν τις υπάρχουσες πολιτικές και οικονομικές δομές, αλλά να χτίσουν χιλιάδες μικρές εναλλακτικές στις ρωγμές του υπάρχοντος συστήματος, εκεί δηλαδή που οι καπιταλιστικές αξίες δεν μπορούν να επικρατήσουν. Στην εξατομίκευση της καπιταλιστικής αγοράς και στην γραφειοκρατία του κράτους αντιπροτείνουν τη συλλογική διαχείριση των κοινών αγαθών, μέσα από την αυτοοργάνωση των οριζόντιων κοινοτήτων που δημιουργούνται γύρω από αυτά. Οικοδομούν έτσι τις υλικές συνθήκες της πολιτικής αυτονομίας, την κοινωνική αναπαραγωγή που το κράτος και η αγορά αδυνατούν πλέον να εξασφαλίσουν, και δημιουργούν νέες φαντασιακές σημασίες κοινωνικής συνεργασίας για να αντικαταστήσουν τις κυρίαρχες αξίες της ατομικής κοινωνικής ανέλιξης και υλικής ευημερίας.

Aυτόνομα Κινήματα & Αριστερές Κυβερνήσεις
Η έντάσεις ανάμεσα στα αυτόνομα κινήματα και τις αριστερές κυβερνήσεις έγιναν εμφανείς στη Νοτια Αμερική την προηγούμενη δεκαετία, με την επανεμφάνιση της κρατιστικής αριστεράς. Η παράδοση της αυτονομίας έχει γερές ρίζες στη Λατινική Αμερική, σε μεγάλο βαθμό λόγω της πολιτικής οργάνωσης των ιθαγενών πληθυσμών, με σημαντικότερο –αλλά όχι μοναδικό– παράδειγμα τους Ζαπατίστας, άλλα και λόγω της δράσης μία πληθώρας κινημάτων που δεν επιλέγουν την πεπατημένη οδό για τους αγώνες τους: τους ακτήμονες της Βραζιλίας, τα ανακτημένα εργοστάσια της Αργεντινής, το πόλεμο του νερού στη Βολιβία. Ενώ τα κινήματα αυτά γιγαντώθηκαν σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης επέλασης, την δεκαετία που πέρασε βρέθηκαν αντιμέτωπα με μία σειρά από αριστερές κυβερνήσεις, προϊόντα και αυτές του κοινωνικού αναβρασμού που προκάλεσε η νεοφιλελεύθερη άλωση: από την μετριοπαθή σοσιαλδημοκρατία του Λούλα στη Βραζιλία ή του Κίρσνερ στην Αργεντινή, μέχρι πειράματα ριζοσπαστικού πολιτικού μετασχηματισμού όπως αυτά του Τσάβες στη Βενεζουέλα και -σε μικρότερο βαθμό- του Μοράλες στην Βολιβία.

Ένα πρώτο εμφανές αποτέλεσμα της επικράτησης της αριστεράς για τα κινήματα βάσης υπήρξε η άμβλυνση (αλλά όχι η οριστική παύση) της καταστολής. Η απόσυρση της κυβερνητικής κάλυψης από τους τραμπούκους των γαιοκτημόνων και τις παραστρατιωτικές οργανώσεις, η μείωση των βασανισμών και των φυλακίσεων, σήμανε μία τεράστια αλλαγή για τα κινήματα αυτά, που πληρώνουν για την πολιτική τους δράση βαρύ φόρο αίματος.

Μια άλλη θετική πτυχή ήταν η παύση των πιο θεαματικών και καταστροφικών σχεδίων νεοφιλελεύθερης ανάπτυξης, και κυρίως της εξόρυξης μεταλλευμάτων. Ωστόσο, πολλές «προοδευτικές» κυβερνήσεις, με πρόσχημα την «ανάπτυξη» επανέφεραν τα μεγαλεπήβολα σχέδια μεταμφιεσμένα σε «επενδύσεις εθνικού ενδιαφέροντος». Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η Βενζουέλα, όπου μια μορφή λαϊκής αυτονομίας ευδοκίμησε την εποχή του Τσάβες, έχει μια ξεχωριστή θέση σε αυτή τη λίστα· ωστόσο η εμμονή στη χρήση ορυκτών καυσίμων ως κινητήρια δύναμη της οικονομίας συνεχίζει να έχει ως αποτέλεσμα μεγάλη περιβαλλοντική καταστροφή αλλά και –κυρίως– τον εκτοπισμό ή των αφανισμό ιθαγενών πληθυσμών. Είναι προφανές ότι οι κυβερνήσεις, ακόμα και όταν είναι αριστερές, παραμένουν προσηλωμένες στο καπιταλιστικό φαντασιακό της απεριόριστης ανάπτυξης.

Η μεγαλύτερη, όμως, απειλή που παρουσιάζουν οι αριστερές κυβερνήσεις για τα κινήματα βάσης είναι η απώλεια της αυτονομίας τους. Οι αριστερές κυβερνήσεις θαυμάζουν τα κοινωνικά κινήματα για τις σχέσεις αλληλεγγύης που δημιουργούν στο εσωτερικό τους, για τη σύνδεση τους με την κοινωνία, για τη φαντασία και δημιουργικότητα με την οποία λύνουν τα προβλήματα και, κυρίως, για το πόσο μεγάλες αλλαγές μπορούν να προκαλέσουν με ανύπαρκτα ή ελάχιστα οικονομικά μέσα. Σε αυτή την κατεύθυνση,πολλές Λατινοαμερικάνικες κυβερνήσεις προσπάθησαν να εργαλειοποιήσουν τα κινήματα για να ασκήσουν κοινωνική πολιτική, μετατρέποντας πολλούς από τους πιο εμφανείς και δυναμικούς αγωνιστές σε γραφειοκράτες, κατευνάζοντας τα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια των κινημάτων μέσα από πολιτικές κοινωικών παροχών και διεξάγοντας ένα χαμηλής έντασης πόλεμο ενάντια στα κινήματα που αρνούνται να ευθυγραμμιστούν με την κρατική πολιτική –κάποιες φορές φτάνοντας να τα κατηγορήσουν ως «πράκτορες της δεξιάς». Όχι μόνο δεν «εμπλουτίζεται» έτσι το κράτος με τη δυναμική των κοινωνικών κινημάτων, αλλά και αυτά υποτάσσονται στα σχέδια του, χάνουν τη δυναμική τους και συνήθως διαλύονται. Αντίστοιχη εμπειρία είχαμε στην Ελλάδα όταν το «ριζοσπαστικό» ΠΑΣΟΚ με την άνοδό του στην εξουσία το 1981 σήμανε το τέλος του μεταπολιτευτικού αναβρασμού, και ενσωμάτωσε ένα μεγάλο μέρος της ευρύτερης αριστεράς στη φαυλοκρατία που εγκαθίδρυσε. Το ίδιο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε και για την κυβέρνηση του Φελίπε Γκονθάλεθ στην Ισπανία την ίδια εποχή.

Η Άλλη Προοπτική – τα Σύγχρονα Αυτόνομα Κινήματα ως Συλλογικά 
Υποκείμενα για την Κοινωνική Αλλαγή
Τη στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο έχει εμφανώς κλείσει ένας μεγάλος κύκλος κινητοποίησης στην Ελλάδα, αλλά και παγκόσμια, ο οποίος έχει αφήσει πίσω μία σημαντική παρακαταθήκη αμεσοδημοκρατικών δομών (εργατικοί συνεταιρισμοί, τοπικές συνελεύσεις, κοινωνικά κέντρα, δομές αλληλεγγύης, κινήσεις υπεράσπισης των κοινών αγαθών, εγχειρήματα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας), αλλά και μία μεγάλη κόπωση και απογοήτευση, αφού το πρόγραμμα της νεοφιλελεύθερης επίθεσης των τελευταίων χρόνων εκτελέστηκε κατά γράμμα παρά την έντονη προσπάθεια και το μεγάλο προσωπικό κόστος χιλιάδων αγωνιστών. Η ματαίωση εύκολα μπορεί να βυθίσει τις συλλογικότητες σε εσωστρέφεια και να επιτρέψει σε κάποια κομμάτια του κινήματος –ήδη επιρρεπή σε αυτές τις πρακτικές- να επιστρέψουν στους δρόμους της αυτάρεσκης αναζήτησης της «ιδεολογικής καθαρότητας» και του «πραγματικού» επαναστατικού υποκειμένου, δρόμους που στον εικοστό αιώνα αποτελέσανε εισιτήριο χωρίς επιστροφή προς την πολιτική ασημαντότητα και τον σεχταρισμό.

Το πολιτικό κενό που αφήνει αυτή η απογοήτευση, αλλά και η έλλειψη ουσιαστικού οράματος κοινωνικού μετασχηματισμού από τα κάτω, εκμεταλλεύονται τα κόμματα της κοινοβουλευτικής αριστεράς για να επαναφέρουν την λογική της ανάθεσης και να γίνουν οι κεντρικοί φορείς και εντολοδόχοι της επιθυμίας για κοινωνική αλλαγή. Επαναλαμβάνοντας τις πρακτικές του 20ού αιώνα, χρησιμοποιούν την ηγεμονική τους θέση για να καρπωθούν την πολιτική υπεραξία των κοινωνικών κινητοποιήσεων και για να δημιουργήσουν δομές αντιπροσώπευσης στο εσωτερικό των κινημάτων, περιθωριοποιώντας τις στοχεύσεις και τα αιτήματα που δεν ταιριάζουν στο πολιτικό τους πρόγραμμα και εκτρέποντας έτσι τη δράση των κοινωνικών υποκειμένων προς την κοινοβουλευτική οδό

Μένει ακόμα πολύς δρόμος στα νεοφώτιστα οριζόντια κινήματα για να υπερβούν το τοπικό και το συγκεκριμένο, να συνδεθούν με το ευρύτερο πολιτικό γίγνεσθαι, να δημιουργήσουν νέους πολιτικούς χώρους στους οποίους θα συνδιαμορφώνονται οι όροι της κοινής μας ζωής, να περάσουν δηλαδή από την συνύπαρξη στη σύμπραξη. Ωστόσο, τα οριζόντια και προεικονιστικά κινήματα, μολονότι βρίσκονται στη μειοψηφία, αποτελούν σήμερα την βασική ανταγωνιστική δύναμη προς το υπάρχον σύστημα κυριαρχίας, που πλησιάζει γοργά στα κοινωνικά και οικολογικά του όρια.

Τα αυτόνομα κινήματα στοχεύουν όχι στην κατάληψη της εξουσίας, αλλά στο διασκορπισμό της: φαντάζονται νέους θεσμούς διαχείρισης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής για να αντικαταστήσουν την αστική δημοκρατία, που έχει βυθιστεί σε μία βαθιά δομική κρίση αναπαραγωγής, αντιπροσώπευσης και οικολογικής βιωσιμότητας. Και αυτό δεν σημαίνει την εκπόνηση ενός συγκροτημένου εξουσιαστικού σχεδίου, αλλά τη σφυρηλάτηση δεσμών και θεσμών που θα επιτρέψουν τη σύνθεση του συγκεκριμένου και του τοπικού με το καθολικό και το παγκόσμιο. Οι αγώνες για τα κοινά αγαθά, τη γνώση, τη γη, το νερό, την υγεία, αφήνουν μία παρακαταθήκη προσιτών και συμμετοχικών θεσμών, που μπορούν να αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά μίας εξουσίας των προσώπων και όχι των αντιπροσώπων. Το πείραμα του ελευθεριακού κοινοτισμού υποδεικνύει τη δημιουργία πολιτικά ενεργών κοινοτήτων και τη χρήση των αυτοδιοικητικών θεσμών ως ανάχωμα στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό και ως πρόσφορο πεδίο εφαρμογής της απομεγέθυνσης και της τοπικοποίησης. Η υπόσχεση της αυτοδιαχείρισης της εργασίας, των εργατικών συνεταιρισμών και της ομότιμης παραγωγής, δείχνουν ένα μονοπάτι μέσα, ενάντια και πέρα από το κράτος και την αγορά. Σε κάθε περίπτωση, η νέα συντάσσουσα δύναμη θα είναι πολύμορφη, αντανακλώντας τις χιλιάδες αγωνιστικές υποκειμενικότητες που γεννάει η κυριαρχία του κεφαλαίου σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής.

Δεν υπάρχει βέβαια τίποτα το αναπόφευκτο στην ανάδυση αυτού του νέου κόσμου, καμία τελεολογική βεβαιότητα ότι αυτός θα επέλθει, όπως και δεν εκπληρώθηκαν οι νομοτελειακές προβλέψεις έλευσης της ελεύθερης κοινωνίας του 19ου αιώνα. Η πάλη για την επικράτηση των από κάτω απέναντι στην κυριαρχία του κεφαλαίου θα εκτυλιχτεί στο ενδεχομενικό πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού, και θα εξαρτηθεί από την πρόθεση τους να μετουσιώσουν την απογοήτευση σε κοινωνική δημιουργικότητα, να απεγκλωβιστούν απο περιοριστικές ταυτότητες και ιδεολογικές βεβαιότητες, να προσπεράσουν τις υποσχέσεις διαμεσολάβησης και να αυτοσυγκροτηθούν σε δρών και θεσμίζον κοινωνικό υποκείμενο.

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Ευάλωτες πολιτείες (αναδημοσίευση)



Αυτές οι εικόνες με τα αυτοκίνητα το ένα πάνω στο άλλο στους κεντρικούς δρόμους του λεκανοπεδίου, με τις πλημμυρισμένες υπόγειες διαβάσεις και με όλην αυτή την κατάσταση είναι ενδεικτικές κάποιων, ελαφρών βεβαίως και ασήμαντων σε σχέση με άλλες, συνεπειών της ανάπτυξής μας, τις οποίες λουζόμαστε κυριολεκτικά ως ανθρωπότητα καταναλωτών.

Τίποτε δεν είναι μοιραίο ή τυχαίο. Όλα είναι αποτέλεσμα ενεργειών των ανθρώπων που συνδυάζονται με διαδικασίες χαοτικές, άρα ασύλληπτες και απρόβλεπτες μεταξύ τους και με τις φυσικές ενεργειακές πηγές.

Η φύση δεν είναι επιθετική ούτε εκδικείται. Απλά κάνει αυτό που έχει να κάνει μιας και υπήρχε για χιλιάδες χρόνια εκεί όπου εμείς τα τελευταία λίγα, φτιάξαμε και θεωρούμε δεδομένο τον “ρεαλισμό μας”. Όταν π.χ. εγκυβωτίζεις ή μπαζώνεις ένα ρέμα για να κάνεις δρόμο ή σπίτια είναι απολύτως βέβαιον ότι μια μέρα θα κλαις, αν δεν σε κλαίνε οι οικείοι σου.

Οι αχανείς εκατομμυρίων καταναλωτών μητροπόλεις, στις οποίες τείνει να κατοικεί η ανθρωπότητα των καταναλωτών, ο ένας πάνω στον άλλον, είναι εκ των πραγμάτων ανοχύρωτες και ευάλωτες στα φυσικά (και όχι μόνο) φαινόμενα, οι δε πληθυσμοί τους τελείως μα τελείως ανασφαλείς και εκτεθειμένοι καθημερινά σε κινδύνους που επιφέρουν θάνατο. Απειλούνται από όλα. Από πλημμύρες, σεισμούς, τυφώνες, φυσικούς και εργαστηριακούς ιούς, “δυστυχήματα” και εγκλήματα κανιβαλισμού προερχόμενου από συνθήκες πανικού ή χρηματικής και υλικής ανέχειας.

Τα αποστειρωμένα αστικά περιβάλλοντα και “ασφαλή” τσιμεντοκυτία που στεγάζουν τους καταναλωτές, οι οποίοι είναι πλέον δευτέρας και τρίτης γενεάς δηλαδή γεννημένοι σε αιχμαλωσία και μεγαλωμένοι εντός μη φυσικού βιοτόπου, καθώς και τα επεξεργασμένα, συσκευασμένα τρόφιμα μαζικής παρασκευής τα οποία “καταναλώνουν”, τους καθιστούν οργανισμούς δίχως καμία γραμμή άμυνας για να αντεπεξέλθουν στους κινδύνους. Ούτε αντισώματα διαθέτουν ούτε γνώσεις, ούτε εμπειρίες, κανένα όπλο δηλαδή για να χρησιμοποιήσει μεθοδευμένα ή ενστικτωδώς ο οργανισμός τους ώστε να αμυνθεί σε στιγμές κινδύνου.

Η αποπροσανατολισμένη ανθρωπότητα έχει δηλαδή μεταλλαχθεί ήδη, όχι μόνο σε μη δυνάμενο υπερασπιστή του εαυτού της αλλά και σε θανάσιμο εχθρό του. Ως κάτι τελείως αφύσικο πια, ως καρκίνωμα που ολοένα εξαπλώνεται απειλώντας το οικοσύστημα, εκλαμβάνει ως επιθέσεις εις βάρος της την ύπαρξή του και μόνο, πόσω μάλλον τις επελάσεις των υγειών κυττάρων του, τα οποία διεκδικούν απλά, με ολοένα αυξανόμενη αναλογικά την αντίδρασή τους, τον προαιώνιο ζωτικό τους χώρο, τον καταπατημένο από την δράση των καταναλωτών.

Με άλλα λόγια, όσο συνεχίζει ο άνθρωπος αυτή την πολιτική, του να θεωρεί δηλαδή τον εαυτό του κάτι έξω και υπεράνω του οικοσυστήματος, κάτι αφύσικο που έχει τη φύση εχθρό και προσπαθεί να την καθυποτάξει, τόσο πιο αδύναμος θα νιώθει εμπρός στο μεγαλείο της και τόσο πιο έντρομος θα οδηγείται προς τον οδυνηρό και στείρο θάνατό του.

Συνεταιρισμοί

Του Γιώργου Σταματόπουλου
από efsyn

Δύο είναι -νομίζω- οι θεμελιώδεις ανασταλτικοί παράγοντες στη σύσταση και τη λειτουργία και τη μακροημέρευση συνεταιριστικών οντοτήτων.

Από τη μία το μέγιστο φαινόμενο, που είναι άλυτο, σχεδόν, φιλοσοφικό πρόβλημα, αυτό του φόβου μπροστά στην ελευθερία, το ότι είμαστε ανίκανοι δηλαδή να διαχειριστούμε την ελευθερία μας ως συνεταιριστές. Το έχουν αναλύσει θαυμάσια ο Ντοστογιέφσκι στον Μεγάλο Ιεροεξεταστή στους «Αδελφούς Καραμαζόφ» και ο Εριχ Φρομ στο ομώνυμο βιβλίο του.

Το δεύτερο τεράστιο πρόσκομμα είναι η συνείδηση που κουβαλάμε οι πλείστοι εξ ημών. Το εγώ τού καθενός έχει γαλουχηθεί μέσα σ' αυτή τη συνείδηση. Στόχος του ήταν πάντα (του εγώ) να επικρατήσει, να κυριαρχήσει. Αυτή την απόφαση παίρνει όταν πήγνυται και σκληρούται, όταν σχηματίζει την κοσμοεικόνα του, το κοσμοείδωλό του. Απ' αυτό το «εγώ» δεν λείπουν οι σχέσεις σύγκρουσης και οι σχέσεις εξουσίας.

Για να υπάρξεις σ' έναν συνεταιρισμό, απαιτείται απόλυτη ισοτιμία, αφού προηγουμένως παραιτηθείς από όλες σχεδόν τις αξίες που έχει εγκαταστήσει στην καθημερινότητα ο καπιταλισμός. Και τα δύο αυτά είναι τρομερά δύσκολα.

Υπάρχουν και καλά που απορρέουν από τη συνεταιριστική δομή, με πρώτο και κύριο το πολιτικό πρόταγμα. Ο κόσμος αρχίζει να μυείται σ' έναν άλλο, πολιτικό τρόπο ύπαρξης, μακριά από αφεντικά και κάθε είδους διαπλοκή. Βήμα βήμα επανευρίσκεται η χαμένη επαφή, ξαναφτιάχνονται οι παρέες. Ο ηδονισμός της κατανάλωσης χάνει την αίγλη του και στη θέση του εμφανίζονται οι αξίες της ολιγάρκειας, που όμως είναι αυτάρκεια, η αλληλεγγύη· ξαναφτιάχνεται δειλά η κοινότητα με έργα και όχι με λόγια. Η αυτάρκεια δεν σημαίνει ότι παραιτούμαστε από τον δημόσιο χώρο ή τον προσφέρουμε αμαχητί στο κράτος. Αντιθέτως, η επιμονή μας έχει καταλάβει σημαντικό κομμάτι του δημόσιου χώρου, όχι όπως η τηλεόραση ή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, γίνεται όμως παράδειγμα, όχι για απλή επιβίωση αλλά και για πολιτική παρέμβαση, ακομμάτιστη, ανεξάρτητη τέλος πάντων.

Ολα αυτά νομίζω αρχίζουν να σχηματίζουν τον νέο ανθρωπολογικό τύπο, αυτόν που βασίζεται στην αυτοοργάνωση και την αυτοδιαχείριση, έξω από κόμματα εξουσίας, με πίστη όμως στις συλλογικότητες.

Βεβαίως, χρειάζεται συνεχής επαγρύπνηση και προπαντός αυστηρή εφαρμογή της ισοτιμίας. Η απληστία και η πλεονεξία είναι προϊόν κοινωνικών σχέσεων, απόρροια μιας παντοδύναμης πολιτικής Παιδείας που βασίζεται στην κατάκτηση της εξουσίας χωρίς ηθικούς φραγμούς.

Αυτήν την παιδεία καταργούν η αυτοοργάνωση και η αυτονομία καθώς και η αυτοδιαχείριση των ζωών μας, προσπαθώντας να βάλουν στη θέση τους την ήπια συνύπαρξη και τον σεβασμό προς τον διπλανό, δημιουργώντας έναν νέο, απελευθερωμένο, δημόσιο χώρο.

Είναι δύσκολο, ναι, όχι όμως ακατόρθωτο, αρκεί κάποιος να έλθει σ' επαφή με τη φιλοσοφία της αυτονομίας ή να αναγκαστεί να συνυπάρξει σ' ένα συνεταιριστικό σχήμα εργασίας.

Πάντοτε οι συνεταιρισμοί ήταν αυτοί που βοήθησαν το εργατικό και αγροτικό κίνημα και αντιστάθηκαν σθεναρά στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Ο εκφυλισμός τους οφείλεται σε πολλούς λόγους, αλλά τώρα είναι η ώρα να αποδείξουν ότι είναι η μόνη απάντηση στην καπιταλιστική λαίλαπα και στην κατασκευασμένη οικονομική κρίση. Και όχι μόνο απάντηση. Είναι το πρότυπο για την οικονομία του μέλλοντος, για μια νέα πολιτική στάση.
gstamatopoulos@efsyn.gr

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

με τα μάτια ανοιχτά (αναδημοσίευση)


από τον COSTINHO

Το όνομά του είναι Μπαχάα Μπαντρ. Ήταν δηλαδή. Πια δεν βρίσκεται στη ζωή, αλλά με κάποιο τρόπο, για κάποιο λόγο, το όνομα το προφέρουμε πάντα σε ενεστώτα, σε χρόνο του παρόντος -είναι αν μη τι άλλο μια υπενθύμιση, ένα μνημείο όλων αυτών που κάποιος υπήρξε και υπάρχει. Ήταν επίσης δεκατριών χρονών. Ήταν, δεν είναι. Το παρόν της ηλικίας σταματάει όταν σταματάει και η δυνατότητα του μέλλοντός της. Γίνεται μόνο παρελθόν. Η ηλικία είναι άλλωστε καταγραφή του χρόνου που παρήλθε. Είχε και ένα δίδυμο αδερφό. Είχε, δεν έχει. Κανείς από τους δύο δεν είναι αδερφός για τον άλλον. Ο αδερφός συντάσσεται μόνο σε χρόνο παρελθόντος. Τώρα, αυτός που γεννήθηκε μαζί του, που μοιράστηκε για δεκατρία χρόνια όλους τους χρόνους, ακόμα κι αν κανείς τους δεν έμαθε πως κλίνονται οι μέλλοντες, ακουμπάει τα μάτια στα μάτια του, τόσο που να μην τον βλέπει. Να μη μπορεί, γιατί δεν μπορεί. Τα μάτια του Μπαχάα είναι ανοιχτά, λες και θέλει να τα βλέπει όλα, σαν να μπορεί, ακόμα και τώρα που σταμάτησαν όλοι οι χρόνοι για κείνον, τώρα που έχασε αδερφό και κόσμο, τώρα που έχασε όλους τους χρόνους. Κι η γη της Παλαιστίνης, χώμα και νερό όπως κάθε γη, μαζί κι οι γιοι της Παλαιστίνης, χώμα και νερό όπως όλοι οι γιοι, τα ανοιχτά μάτια του θα κάνουν ξανά χώμα και ζωή, σαν να μην τελειώνει ποτέ το χώμα, σαν από αυτά να πρέπει να τρέξει το νερό, το νερό όλης της γης που επιβάλλει η ζωή, που επιβάλλει τη ζωή, να μένουν τα μάτια ανοιχτά, να προφέρεται η λέξη Παλαιστίνη πάντα σε χρόνο παρόντος, ποτέ σε παρελθόν, ποτέ σε μάτια κλειστά που δεν μπορούν. Η γη μεγαλώνει, η ζωή διαστέλλεται, το χώμα και το νερό δεν σταματάνε ποτέ και σαν από πείσμα όλα ξανά υπάρχουν· με όλο το πένθος και όλο το άνθος. Τα μάτια των παιδιών μπορούν να ακουμπάνε, μπορούν να μένουν ανοιχτά όταν οι αδερφοί δεν είναι πια αδερφοί, όταν τελειώνει ο κόσμος. Μάτια που έμαθαν να αποχαιρετούν, που έμαθαν και να βλέπουν πέρα από το τέλος του κόσμου.

Η μικρή Μαντλίν πρέπει τώρα να είναι εφτά. Όταν έκλεινε τριών είχε ζητήσει για δώρο να πάρει το τρένο. To ride a train. Δεν ξέρω πως διάολο μεταφράζεται αυτό έτσι που να χωράει όλες τις σημασίες του, όλες αυτές που τουλάχιστον για ένα παιδί είναι πάντα ανοιχτές και, κυρίως, πιθανές. Το δώρο της το προσφέρει ο πατέρας, που δεν ξέρω αν κινηματογράφησε όλη τη βόλτα της μικρής με το τρένο, αλλά φρόντισε να δούμε όλοι τα τελευταία σαρανταδύο δευτερόλεπτα της προσμονής αυτής της βόλτας. Το τρένο πλησιάζει και τα μάτια ανοίγουν καθώς αυτό πλησιάζει, καθώς γίνεται πιθανό αυτό που η Μαντλίν δεν ήξερε καν αν είναι απίθανο, που ήξερε μόνο από λέξεις, που φαντάστηκε μόνο από λέξεις -λέξεις που κάθε παιδί βρίσκει τρόπο να τις κάνει προσμονή. Τα μάτια μεγαλώνουν, γεμίζουν με τρένο, ανοίγουν κι άλλο για να το χωρέσουν -γιατί καλά είναι να προσμένεις, αλλά που να φανταστείς πόσο πιο μεγάλο από τα μάτια σου μπορεί να είναι κάτι· που να ξέρεις τι χωράει και τι όχι. Μέσα σε σαραντακάτι δευτερόλεπτα τα μάτια γεμίζουν, λάμπουν, μαγεύονται, απορούν, καθρεφτίζουν, παραδίνονται, αγχώνονται, ακούνε, ξεχειλίζουν, ανυπομονούν, φοβούνται και λίγο, προσμένουν ακατάπαυστα. Τα μάτια των παιδιών, ανοιχτά και ορθάνοιχτα από ζωή, από προσμονή, από λαχτάρα για ό,τι φαντάστηκαν ότι υπάρχει, πέρα από κάθε πραγματικότητα, μέσα σε κάθε πραγματικότητα, κόντρα σε κάθε πιθανότητα και ερήμην της, κόντρα σε κάθε χρόνο και ερήμην του, τα μάτια πάνω στον κόσμο, πάνω στη γη και μέσα από τη γη, βλέπουν. Βλέπουν τα πάντα και έτσι υπάρχουν τα πάντα. Βλέπουν ό,τι θέλουν και έτσι υπάρχουν αυτά που θέλουν· όλα αυτά που θέλουν. Δεν θέλουν να βλέπουν το θάνατο και γι'αυτό δεν υπάρχει ο θάνατος. Ακουμπάνε θεόκλειστα πάνω του και έτσι φοβάται εκείνος. Που δεν υπάρχει για κανέναν.

Μάνος Χατζιδάκις: Με μεθά η αναρχία



Ουδέποτε επιδίωξε να λειτουργήσει ως σοφός ή ως «δάσκαλος» των πολλών. Προτιμούσε να συναναστρέφεται με ανθρώπους που σκέφτονταν, με ανθρώπους που διεκδικούσαν το δικό τους μερίδιο ευθύνης στην συνδιαμόρφωση αυτού που θα ονομάζαμε «κοινός βίος».

Παρ’ όλα αυτά, σήμερα πολλά από τα λεγόμενά του λειτουργούν ως πνευματικός οδηγός, ως μπούσουλας σε μία κοινωνία που διαρκώς ρέπει προς ό,τι ο ίδιος σιχαινόταν. Τον λαϊκισμό, την υποκρισία, τον φασισμό, την πνευματική φτώχεια.

Ο Μάνος Χατζιδάκις λειτουργεί σήμερα ως προφήτης, ως καθοδηγητής και ας μην το επιδίωξε o ο ίδιος ποτέ. Τα τσιτάτα του γνωρίζουν την καθολική αποδοχή, μόνο που ο ίδιος δεν ήθελε ανθρώπους που λειτουργούν με τσιτάτα. Δεν ήθελε καθοδηγητές, ούτε προόριζε ποτέ τον εαυτό του για κάτι τέτοιο.

«Μα ποτέ δεν θέλω να υπάρξω εποικοδομητικό στοιχείο κανενός κόσμου» θα γράψει το 1968, προφητικά στον Νίκο Γκάτσο, υπερασπιζόμενος την ελευθερία του, μα και την ελευθερία του κόσμου που σήμερα τον έχει ανάγκη. Την ελευθερία ακόμη και από τον ίδιο.


«Με μεθά η αναρχία και η όποια αντίδραση στην ολοένα αυξανόμενη οργάνωση του κόσμου τούτου. Και νά’ σαι βέβαιος, πως η οργάνωση αυτή θα φτάσει σε τέτοια σημεία σκληρότητας, που τα ολοκληρωτικά καθεστώτα της σήμερον θα μας φαίνονται παράδεισοι ελευθεριών. Γι’ αυτό και νοιώθω την ανάγκη ν’ αρχίσω να προσανατολίζομαι προς την μεριά αυτού που έρχεται κι όχι αυτού που φεύγει»

«Αν κάτι λατρεύω με πάθος είναι η ελευθερία που μου χαρίζει η ποιητική μου φύση», θα συμπληρώσει χωρίς να γνωρίζει ότι αυτή ακριβώς η ποιητική φύση, 35 χρόνια μετά, θα μοιάζει όλο και περισσότερο εξορισμένη από το μυαλό και τη ζωή αυτού του νέου κόσμου που ήρθε.

Αν ζούσε ο Μάνος Χατζιδάκις, σήμερα θα γινόταν 89 ετών. Γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1925, στην Ξάνθη.

διβάστε περισσότερα εδώ

...αν είναι να βρεις την αγάπη σου καλύτερα ξεκίνα με τα πόδια (αναδημοσίευση)


το βρήκαμε στις Ιστορίες λέξεων

Η σκέψη λεν πως τρέχει πιο γρήγορα απ’ το φως… 
μα αν είναι να βρεις την αγάπη σου καλύτερα ξεκίνα με τα πόδια

Όταν συναντιόμαστε με τους ανθρώπους που επιλέγουμε στις αναζητήσεις μας, εκείνο που αρχικά μας ελκύει και μας γοητεύει, είναι εκείνο που κρυφά ποθούμε από τον εαυτό μας, αλλά διστάζουμε να προχωρήσουμε στην πραγμάτωσή του μόνοι μας, γιατί δεν έχουμε μια σφαιρική εικόνα για τον εαυτό μας. Εναποθέτουμε λοιπόν σε εκείνους την προσδοκία μας, πως μέσα από εκείνους, χάρη στην συμβολή τους στην ζωή μας, θα έρθει η πολυπόθητη λύτρωση που θα μας χαρίσει τον εαυτό μας ολάκερο. Αγκιστρωνόμαστε από την ελπίδα μας, την οποία την μεταθέτουμε στο πρόσωπο που μας ενδιαφέρει και αγωνιζόμαστε ώστε να τελεσφορήσει η σχέση, η οποία φαντασιώνουμε πως θα μας φέρει τα μαγικά δώρα, ώστε να πειστούμε πως αξίζουμε την χαρά, την ευτυχία, την ολοκλήρωση.

Οι προσδοκίες μας από τις σχέσεις μας με τους άλλους
Επειδή δεν πιστεύουμε αρκετά στον εαυτό μας ή επειδή έχουμε παραμείνει παιδιά, όπου καρτερικά περιμένουμε τη μαμά ή τον μπαμπά να επιβεβαιώσουν τις ικανότητές μας, να μας επιτρέψουν το δικαίωμα στο όνειρο, να σμιλέψουν την αξία μας, περιμένουμε τον «από μηχανής Θεό» να μας φέρει μια έτοιμη λύση, την οποία υπηρετούμε ως δούλοι των προσώπων στα οποία παρατηρούμε την αντανάκλασή μας. Συνδεόμαστε εξαρτητικά μαζί τους προσμένοντας από εκείνους την σωτηρία, ενώ στην πραγματικότητα αναβάλουμε την υλοποίηση των ονείρων μας, γιατί όλη μας η ενασχόληση στρέφεται στην εξυπηρέτηση εκείνων οι οποίοι φανταζόμαστε πως θα μας φέρουν το όνειρο στο χρυσοφόρο άρμα και δεν εστιάζεται στην ανοικοδόμηση της εικόνας μας, ώστε η θέαση της να μας πείσει πως μπορούμε να τα καταφέρουμε και να προχωρήσουμε στο μονοπάτι της ζωής μας ως νικητές και όχι ως ακόλουθοι.

Αυτό συχνά το αποκαλούμε αγάπη, έρωτα, φιλία, ενώ η αλήθεια είναι πιο πολύπλοκη και για αυτό ό,τι διαδραματίζεται ανάμεσα μας, μας προκαλεί σύγχυση και δεν μας απελευθερώνει.

Οι σχέσεις αγάπης αφορούν δυο ανθρώπους, οι οποίοι ενώ αρχικά ελκύονται ο ένας από τον άλλον, κυρίως λόγω των προσδοκιών που τρέφει ο ένας για τον άλλον, σταδιακά επέρχονται ζυμώσεις στη σχέση τους, όπου εκείνο που υπερισχύει είναι το ενδιαφέρον του ενός για τον άλλον, που εκδηλώνεται με την μορφή συχνών αλληλεπιδράσεων που προκαλούν τρυφερότητα και καθησυχαστικά συναισθήματα. Ακόμα και όταν υπάρχουν έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις, στο τέλος εκείνο που επικρατεί είναι η νηνεμία και η γαλήνια αίσθηση της σιγουριάς και της ασφάλειας που εδραιώνει την εμπιστοσύνη μεταξύ μας.

Στις σχέσεις που επικρατεί η προσδοκία, ενώ αρχικά οι συναισθηματικές αντιδράσεις συνοδεύονται από μια θύελλα συναισθημάτων που τα διακρίνει η υπερβολή, σταδιακά επέρχεται η εξασθένιση των θετικών συναισθημάτων και η απομυθοποίηση συνοδεύεται από πάταγο, όπου τα πάντα εξαφανίζονται λες και ήταν ατμός που διαλύθηκε. Και αυτό γιατί κάθε φορά που η προσδοκία υπερισχύει, το πρόσωπο που την αισθάνεται νιώθει τόσο έντονη την ανάγκη να μεταθέσει στο άλλο πρόσωπο την επιθυμία του για την κάλυψη των ελλείψεων του, οπότε εξαρτάται από αυτό, και η σύνδεση δεν γίνεται σύνθεση όπου υπερισχύει η αμοιβαιότητα, αλλά μεταλλάσσεται σε γάντζωμα, όπου εκείνο που επικρατεί είναι η εμμονή, το πάθος που το μεγιστοποιεί η προσμονή της λύτρωσης. Στην σκέψη λοιπόν πως μπορεί να το χάσει, οι ανασφάλειες του θεριεύουν, αισθάνεται μετέωρος και οι αντιδράσεις του γίνονται παρορμητικά απαιτητικές, προκειμένου να κρατηθεί από την σχέση, όχι γιατί αγαπάει, αλλά γιατί θεωρεί το άλλο πρόσωπο ως σανίδα σωτηρίας του, όπου χωρίς αυτήν φαντάζεται πως θα επέλθει ο αφανισμός του. Στις σχέσεις προσδοκίας κάθε αυτόνομη κίνηση του άλλου ή κάθε έκφραση αγάπης που εκφράζεται σε άλλα πρόσωπα προκαλεί αναταραχή στον ψυχισμό στην σκέψη της απώλειας όχι της αγάπης αλλά του υποστυλώματος, οπότε η επερχόμενη κατεδάφιση προκαλεί δυσφορία, θυελλώδη συναισθήματα και παρορμητικές αντιδράσεις. Όσο λοιπόν γίνεται αντιληπτό, ότι κανείς δεν μπορεί να γιατρέψει τις πληγές του ή να του αποκαταστήσει τον ερειπωμένο του κόσμο, θυμώνει και απευθύνεται ληστρικά οπουδήποτε, προκειμένου να διατηρήσει αλώβητη την ψευδαίσθηση, πως κάποια στιγμή θα επέλθει η ολοκλήρωση όχι με δική του προσπάθεια, αλλά μέσω κάποιου άλλου. 

Στις σχέσεις αγάπης αυτό που αγαπάμε στο άλλο πρόσωπο, είναι όλες εκείνες οι ιδιαίτερες εκδηλώσεις που ενισχύουν την αγάπη ανάμεσά μας, όπως η έγνοια του ενός για τον άλλον, ο θαυμασμός για κάθε αυτόνομη έκφραση που κάνει τον εαυτό του καθενός μας να αναδεικνύεται και η χαρά του που μας ευφραίνει, γιατί το καθετί το μοιραζόμαστε μεταξύ μας. Η σκέψη του και μόνο μας καθησυχάζει και μας προκαλεί ένα αίσθημα γαλήνης και απελευθέρωσης, ενώ η δημιουργικότητά μας γίνεται όλο και πιο ακμαία και πιο παραγωγική στη σκέψη ενός αμοιβαίου «μαζί». Για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε σχέσεις αγάπης, χρειάζεται να έχουμε συμβιβαστεί με την ιδέα πως παρότι δεν είμαστε τέλειοι, παρόλο που το παρελθόν μας δεν ήταν ρόδινο, παραμένουμε άρτιοι και δεν αποζητάμε στο άλλο πρόσωπο να μας συμπληρώσει με τεχνητό τρόπο, αλλά να μας αγαπήσει και να το αγαπήσουμε. Το αίτημα που απευθύνουμε είναι αίτημα αγάπης και όχι χρησιμοποίησης του άλλου προσώπου, για να αποκτήσουμε ένα δικό μας προσωπείο.

Είναι πολύ εύκολο μια σχέση προσδοκίας να μας ξεγελάσει και να την παρερμηνεύσουμε ως σχέση αγάπης νανουρίζοντας το όνειρό μας, το οποίο σταδιακά μπορεί να αποδειχτεί εφιάλτης.

Όσο όμως παρατηρούμε τα συναισθήματά μας, όσο είμαστε σε επαφή με αυτά και με τον σεβασμό προς τον εαυτό μας, τόσο πιο εύκολα μπορούμε να τοποθετούμε στο συρτάρι της μνήμης οτιδήποτε δεν μπορεί να διαρκέσει, παίρνοντας τις αποφάσεις μας και να αφοσιωθούμε με ενδιαφέρον σε εκείνους, όπου η στοργή, το ενδιαφέρον, η τρυφερότητα, η έμπρακτη αφοσίωση, η αμοιβαία εξέλιξη, η συναισθηματική αλληλεπίδραση, πυκνώνουν τον ψυχισμό μας και κάνουν την αγάπη ανθεκτική και πηγαία.

κείμενο της Αγγελικής Μπολουδάκη

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Φεστιβάλ Εξαρχείων:Φωτογραφίες


Φωτογραφίες από την πρώτη μέρα του φεστιβάλ (Σάββατο 18 Οκτώβρη)
Η ανταπόκριση στο κάλεσμα της Λαϊκής Συνέλευσης Εξαρχείων προς τους κατοίκους αλλά και προς όλους όσους συχνάζουν στη γειτονιά ήταν πολύ μεγαλύτερη από τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις. Παρόλο που πολύ κοντά μας υπάρχε παράλληλη χρονικά εκδήλωση παρόμοιου χαρακτήρα. 
Παρευρέθηκαν και συμμετείχαν με όλες τους τις δυνάμεις στην προετοιμασία, πραγματοποίηση και περιφρούρηση των εκδηλώσεων δεκάδες επισκέπτες, κάτοικοι και επαγγελματίες, δομές και συλλογικότητες που συσπειρώνονται στη Λαϊκή Συνέλευση Εξαρχείων, όπως: Αυτοοργανωμένη Δομή Υγείας Εξαρχείων (ΑΔΥΕ), Κ-ΒΟΞ, Κοινωνική Κουζίνα  El Chef, Λέσχη Υπογείως, Νοσότρος, Πάρκο Ναυαρίνου, Σκόρος, Στέκι Μεταναστών, Δίκτυο Κοινωνικής Αλληλεγγύης Εξαρχείων. 


Η πρώτη μέρα του φεστιβάλ απέδειξε το πόσο η γειτονιά έχει ανάγκη από μια ανοικτή συνέλευση, μαζική και προσανατολισμένη στο να πάρουν οι κάτοικοι τη γειτονιά στα χέρια τους. Ακόμη περισσότερο έδειξε πόσο αναγκαία είναι η περιφρούρηση τόσο των εκδηλώσεων όσο και όλων των δημόσιων χώρων στη γειτονιά. Είναι αλήθεια ότι το φεστιβάλ στην πρώτη μέρα δέχθηκε προκλήσεις από περίεργους θαμώνες, στημένους για να προκαλέσουν. Οι επεμβάσεις της ομάδας περιφρούρησης απέτρεψαν άμεσα κάθε πρόκληση και κάθε απειλή επεισοδίων.  




Το φεστιβάλ συνεχίζεται και τελειώνει σήμερα Κυριακή με το εξής πρόγραμμα
11:00-12:00 Καθαρίζουμε την πλατεία
12:00 – 13:00 Παράσταση τσίρκου για παιδιά από το τσίρκο Κατσιβάτσε
13:00-14:00 Διαδραστικό Αντιρατσιστικό Παιδικό Πρόγραμμα
14:00-16:00 Μπαλόνια, face painting, κατασκευές
17:30-18:30 Περιήγηση στα Εξάρχεια
19:00-21:00 Συζήτηση: «Ελευθερία και συνύπαρξη στο δημόσιο χώρο»
21:00 Λαϊκό γλέντι με τους Bandallusia
παράλληλες δράσεις
«Τα Εξάρχεια στο χρόνο»: έκθεση ζωγραφικής παιδιών και προβολή ταινιών μικρού μήκους για τα Εξάρχεια.
Ανταλλακτικό παζάρι από το Σκόρο.
Συλλογική κουζίνα-προσφορά από επαγγελματία της γειτονιάς

Μέσα στο φεστιβάλ θα υπάρχουν πάγκοι με ενημερωτικό υλικό από κάθε συλλογικότητα που δραστηριοποιείται στα Εξάρχεια και θέλει να συμμετάσχει. Θα μετέχει το Δι.Κ.Α. Εξαρχείων και οι ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΕΣ. Θα μοιράζουμε ενημερωτικό υλικό και θα συλλέγουμε τρόφιμα από όποιον/α θάθελε να φέρει.

έκθεση ζωγραφικής: από τα παιδιά της γειτονιάς

"Μικροί" και "μεγάλοι" μαθαίνουν να φτιάχνουν με τα χέρια τους..


Ο "Σκόρος" επί τώ έργω

στο Κουκλοθέατρο

Από τη συζήτηση για τη βία και τον κοινωνικό κανιβαλισμό: χωρίς πάνελ, χωρίς "ειδικούς" και με μεγάλη συμμετοχή στην κουβέντα, παρά το γεγονός ότι κράτησε πάνω από 2 ώρες.

Από τη θεατρική παράσταση, «Μαμά Φρικιό» του Ντάριο Φο 
με τη θεατρική ομάδα Theatre de Votanique

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Πλούτος (αναδημοσίευση)



Διανύουμε αυτές τις μέρες άλλη μία τεχνητή έξαρση της τεχνητής κρίσης. Τεχνητές εξάρσεις και κρίσεις ενός τεχνητού, ατελούς αλλά, το χειρότερο, ανόητου συστήματος, το οποίο, θεμελιωμένο επί του λάθους ορισμού του πλούτου, βρίσκεται δέσμιο στον φαύλο κύκλο των αντιφάσεών του και οδεύει ολοένα και πιο γρήγορα προς την πλήρη κατάρρευση.

Βεβαίως η κατάρρευση αυτή είναι προς το παρόν ελεγχόμενη και μάλιστα συμβαίνει με την μορφή καθίζησης, ώστε όσοι διαθέτουν περισσότερο από αυτόν τον λεγόμενο “πλούτο” χρήματος, να κονιορτοποιηθούν υστερότερα από τους άλλους, τους μη κατέχοντες αυτόν. Εκτός βεβαίως αν συμβούν κάποια φυσικά απρόοπτα, τα οποία όμως, όπως οτιδήποτε φυσικό, δεν αποτελούν πλέον ούτε καν φευγαλέα σκέψη στην καθημερινότητα των αποπροσανατολισμένων ανθρώπων.

Επειδή όμως ο άνθρωπος, λόγω της ξέφρενης εξέλιξής του, την οποίαν επιτυγχάνει έχοντας επικεντρώσει την ενέργειά του προς την λάθος αυτήν κατεύθυνση, έχει αποκτήσει πλέον την δυνατότητα να προξενεί εκτεταμένες και μη αναστρέψιμες καταστροφές στον πλανήτη, ταυτόχρονα με την ελεγχόμενη κατάρρευση της πυραμίδας του χρηματοοικονομικού συστήματος καταρρέει και το οικοσύστημα, ανεξέλεγκτα όμως αυτό λόγω της χαοτικής και ασύληπτης από τον ανθρώπινο νου σύνθεσής του. Γεγονός που καθιστά αδιαμφισβήτητη τελικά την άδοξη αυτοκαταστροφή της ανθρωπότητας αν συνεχίσει για λιγοστό ακόμη χρόνο να πορεύεται στην ίδια διαδρομή, την θεμελιωμένη στο ανόητο παιδαριώδες λάθος.

Την ιστορική λοιπόν αυτή στιγμή της ύπαρξης του γένους των ανθρώπων επί γης, δεν έχουμε περιθώρια καθυστέρησης, ούτε πλέον την πολυτέλεια ανάθεσης ευθύνης.

Ο καθένας από εμάς προσωπικά είναι εκπρόσωπος της ανθρωπότητας και οφείλει να αλλάξει έστω και απειροελάχιστα την πορεία της αλλάζοντας την ρότα της ζωής του, απεγκλωβίζοντάς την από το λάθος το δομικό, διορθώνοντάς το και επικεντρώνοντας κατόπιν την ενέργειά του επί της νέας πορείας.

Το δομικό λάθος είναι βεβαίως ότι ορίσαμε ως πλούτο την συγκέντρωση των κουπονιών τα οποία επινοήσαμε για να μετρούν τον πλούτο και να εξυπηρετούν με ακρίβεια και άκοπα τις μεταξύ μας ανταλλαγές των παραγώγων του πλούτου, ανταλλαγές που αποτελούν βεβαίως δομικά στοιχεία των κοινωνιών και όχι των αγορών.

Πλούτος λοιπόν είναι μονάχα οι πόροι της γης. Οι φυσικοί πόροι που εξασφαλίζουν την ζωή στον άνθρωπο και σε όλα τα άλλα έμβια πλάσματα. Πλούτος είναι μονάχα ο ήλιος, το οξυγόνο, το νερό, οι πρώτες ύλες της γης, οι σπόροι, το χώμα και η μέλισσα.

Δίχως αυτά ούτε Ζωή, ούτε Υβρις.

ΥΓ
Μόλις ανήρτησα το παρόν άρθρο, κατέβηκα στην Λ. Αλεξάνδρας και περπατώντας άκουσα μέσα στο βουητό των αυτοκινήτων, από κάπου απέναντι να έρχεται πεντακάθαρη η φωνή ενός τζιτζικιού. 16 Οκτωβρίου τζιτζίκι στην Αθήνα!

Ανέκοψα την πορεία μου και άρχισα να ακολουθώ τους ήχους του περνώντας ανάμεσα από μποτιλιαρισμένα στο φανάρι της Πανόρμου οχήματα. Επί της νησίδας, πάνω στον κορμό μιας λεύκας, έναντι της Σχολής Δημόσιας Υγείας βρήκα το υπέροχο αυτό πλασματάκι που μου άλλαξε ξαφνικά την πορεία μου. Δεν είναι τίποτε να αλλάξει πορεία κάποιος τελικά


Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Σερζ Λατούς:Το δίλημμα πλέον είναι “αποανάπτυξη ή βαρβαρότητα”»

Πηγή: efsyn
Συνέντευξη στον Τάσο Τσακίρογλου – Μετάφραση: Βασίλης Παπακριβόπουλος

Ένα ελπιδοφόρο πρώτο βήμα για τη συνειδητοποίηση των κινδύνων που ελλοχεύουν για το περιβάλλον θεωρεί ο καθηγητής Φιιλοσοφίας Σερζ Λατούς τις πρόσφατες μεγάλες κινητοποιήσεις σε όλο τον κόσμο.

- Πώς σχολιάζετε τις πρόσφατες μεγάλες πορείες διαμαρτυρίας για το κλίμα σε όλο τον κόσμο; Το να χαρακτηρίζουμε την κλιματική αλλαγή ως ένα καθαρό και επείγοντα κίνδυνο δεν αποτελεί λύση από μόνο του, αλλά, κατά τη γνώμη σας, αποτελεί ένα κρίσιμο πρώτο βήμα;

Στις μέρες μας, γινόμαστε μάρτυρες της κατάρρευσης του πολιτισμού της οικονομικής μεγέθυνσης. Η έκβαση της σημερινής ανθρωπολογικής κρίσης δεν μπορεί να είναι άλλη από το δίλημμα «αποανάπτυξη ή βαρβαρότητα», την παραλλαγή του «(οικο)σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Σήμερα, οι κοινωνίες κλονίζονται από πάσης φύσεως καταστροφές (οικονομικές, οικολογικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και, τελικά, καταστροφές ολόκληρων πολιτισμών), ενώ στο μέλλον θα βιώσουν την απειλή ακόμα σοβαρότερων καταστροφών.

Γι’ αυτόν τον λόγο, είτε θα κατορθώσουν να βρουν στο εσωτερικό τους τις δυνάμεις που είναι αναγκαίες για να επανεφεύρουν τον εαυτό τους ως οικολογικές και συμβιωτικές δημοκρατίες, είτε θα ξεπηδήσουν από το χάος που θα προκληθεί οι χειρότερες μορφές ολοκληρωτισμού, εάν βέβαια υποθέσουμε ότι η ανθρωπότητα θα επιβιώσει από αυτές τις καταστροφές. Ο αγώνας ενάντια στην απορρύθμιση του κλίματος του πλανήτη –και συνεπώς ο περιορισμός των υψηλών εκπομπών αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου- είναι μονάχα ένα μέρος του προβλήματος• ωστόσο, τελικά, σε αυτή τη μάχη, αυτό που αμφισβητείται είναι η κοινωνία της οικονομικής μεγέθυνσης.

Κι είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε ανθρώπους να διαδηλώνουν μαζικά για ένα οικολογικό ζήτημα, κι όχι για να διεκδικήσουν την ικανοποίηση οικονομικών, πολιτικών ή κοινωνικών αιτημάτων. Θα πρέπει λοιπόν να χαιρετίσουμε αυτό το γεγονός ως το πρώτο βήμα προς τη συνειδητοποίηση της σοβαρότητας όλων όσα διακυβεύονται σήμερα.

- Φαίνεται πως, παρά τα τρικ που χρησιμοποιεί το σύστημα, όλο και περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη σχέση ανάμεσα στην καπιταλιστική «οικονομική ανάπτυξη», την εξουσία των επιχειρήσεων και τους κινδύνους για το κλίμα. Πόσο εύκολο είναι να καταπολεμήσουμε την επικρατούσα «κλιματική απελπισία»;

Πρόκειται λίγο-πολύ για τη συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης. Στην πράξη, δεν είναι εύκολο για το σύστημα να δώσει μιαν απάντηση στην πρόκληση της κλιματικής αλλαγής. Η τεχνολογική φυγή προς τα εμπρός μάς παρασύρει περισσότερο προς την επιστημονική φαντασία και λιγότερο σε ρεαλιστικές λύσεις, ακόμα κι αν δεν χρειαστεί να καταφύγουμε στην εγκατάλειψη του πλανήτη και στην αναζήτηση σωτηρίας στο Διάστημα ή στη δημιουργία βιονικών ανθρώπων.

Είτε πρόκειται για τις «παγίδες άνθρακα», είτε για τη διασπορά στους ωκεανούς μεγάλων ποσοτήτων ρινισμάτων σιδήρου για να αυξηθεί η απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα, είτε για τη δημιουργία μιας κοσμικής οθόνης ή για την ανάπτυξη γιγάντιων κατόπτρων στον ουρανό που θα αντανακλούν την ηλιακή ακτινοβολία, όλες αυτές οι λύσεις εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους και έχουν υπέρογκο κόστος.

Σε κάθε περίπτωση, έχουν μονάχα προσωρινό χαρακτήρα, δεδομένου ότι η πρόθεσή τους είναι η παράταση της απεριόριστης χρήσης ενέργειας και όχι ο περιορισμός της. Ολες οι προτάσεις που έχουν κατατεθεί ώς τώρα ανήκουν περισσότερο στο πεδίο του «πράσινου ξεπλύματος» για την απόκτηση μιας περιβαλλοντικής εικόνας και λιγότερο σε εκείνο των πραγματικών λύσεων, οι οποίες προϋποθέτουν την αμφισβήτηση της υπερβολής, που είναι συνυφασμένη με τον παραγωγισμό και τον καπιταλισμό.

- Το τελευταίο σας βιβλίο («Κορνήλιος Καστοριάδης: η ριζοσπαστική αυτονομία» – Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων) αφορά τον μεγάλο Ελληνα φιλόσοφο. Ποια είναι η σπουδαιότητα και η εγκυρότητα της σκέψης του σήμερα;

Η σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη συμβαδίζει σε μεγάλο βαθμό με το πρόγραμμα για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας η οποία θα αποτελέσει την εναλλακτική λύση στην παραγωγικίστικη κοινωνία, τόσο στο επίπεδο της θεωρητικής της σύλληψης –της χειροπιαστής ουτοπίας της άμεσης δημοκρατίας-, όσο και στο επίπεδο της υλοποίησής της, δηλαδή της «αποαποικιοποίησης του φαντασιακού» και της «εξόδου από την οικονομία». Από αυτήν την άποψη, είναι κάτι παραπάνω από επίκαιρη.

Στον Καστοριάδη, η αυτονομία, η δημοκρατία και η φιλοσοφία στηρίζονται σε ένα κοινό θεμέλιο: την αμφισβήτηση της ετερονομίας. Και οι τρεις συνδέονται στενά και αποτελούν η μια προϋπόθεση της άλλης. Δεν μπορεί να υπάρξει φιλοσοφική σκέψη σε μια κοινωνία στην οποία απουσιάζει η έννοια της αυτονομίας και το παραμικρό ψήγμα δημοκρατίας. Συνεπώς, η φιλοσοφία είναι αναγκαστικά πολιτική, και μάλιστα με τη βαθύτερη έννοια του όρου.

Εύκολα καταλαβαίνει κάποιος πως, δεδομένου ότι η δημοκρατία στηρίζεται στην αυτονομία, δεν μπορεί παρά να μιλάμε για την άμεση δημοκρατία, ενώ μπορεί να λειτουργήσει μονάχα εάν τα μέλη της κοινότητας έχουν εκπαιδευτεί για να είναι πολίτες. «Η αντιπροσώπευση είναι μια αρχή ξένη προς τη δημοκρατία. Κι αυτό δεν σηκώνει την παραμικρή συζήτηση. Από τη στιγμή που θα υπάρξουν μόνιμοι εκπρόσωποι, η πολιτική εξουσία, δραστηριότητα και πρωτοβουλία αφαιρούνται από το σώμα των πολιτών για να ανατεθούν στο περιορισμένο σώμα των εκπροσώπων, οι οποίοι και τις χρησιμοποιούν κατά τρόπο ώστε να εδραιώσουν τη θέση τους και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις οι οποίες θα επηρεάσουν καθοριστικά –μέσα από πλήθος τρόπων- την έκβαση των επόμενων εκλογών (1)».

Ολοι οι «αρνητές της οικονομικής μεγέθυνσης» δεν έχουν υποχρεωτικά απόψεις εξίσου ριζοσπαστικές με εκείνες του Καστοριάδη• για την ακρίβεια, η δημοκρατία αποτελεί κατά τη γνώμη τους έναν ορίζοντα νοημάτων ο οποίος δεν αποκλείει ορισμένες περισσότερο ευέλικτες θέσεις για την επίτευξη της μετάβασης από τη σημερινή κατάσταση στη χειροπιαστή ουτοπία. Στην πραγματικότητα, η ανάθεση της εξουσίας σε εντεταλμένους εκπροσώπους αποτελεί μικρότερο πρόβλημα από την περιφρόνηση με την οποία αντιμετωπίζεται ο λαός: μια κάστα επαγγελματιών πολιτικών που εκλέγεται χάρη στη χειραγώγηση του εκλογικού σώματος, τον θεωρεί ανίκανο να αυτοκυβερνηθεί. Μια λιγότερο ριζοσπαστική αντίληψη για την άμεση δημοκρατία επιτρέπει την αναζήτηση γεφυρών επικοινωνίας με την άποψη περί μεταδημοκρατίας που διατύπωσε ο πολιτικός επιστήμονας Colin Crouch, καθώς και με τις νεοζαπατίστικες πρακτικές (2).

-Υπάρχει τρόπος να λύσουμε την αντίφαση μεταξύ του κοινωνικού φαντασιακού για την αυτονομία και του φαντασιακού για την ανάπτυξη;

Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, στις ρίζες της νεωτερικότητας βρίσκονται δύο έννοιες του κοινωνικού φαντασιακού: «αφενός της απεριόριστης επέκτασης μιας –υποτιθέμενης- “ορθολογικής” κυριαρχίας πάνω στα πάντα (τόσο πάνω στη φύση, όσο και πάνω στα ανθρώπινα όντα): πρόκειται για ένα πρόγραμμα που αντιστοιχεί στην καπιταλιστική διάσταση των νεωτερικών κοινωνιών • αφετέρου, της ατομικής και της κοινωνικής αυτονομίας (…) η οποία αντιστοιχεί στο δημοκρατικό, χειραφετικό και επαναστατικό πρόγραμμα (3)».

Η πρώτη οδηγεί τη Δύση στην κατάρρευση, ενώ η δεύτερη, προδομένη από τον καπιταλισμό, αποτελεί την πηγή του προγράμματος της αποανάπτυξης. Συνεπώς, η κριτική της τεχνικής, της οικονομικής μεγέθυνσης και της ανάπτυξης προκύπτει από το ξεγύμνωμα της Δυτικής φαντασίωσης περί ορθολογικής κυριαρχίας πάνω στον κόσμο. Ετσι, η οικοδόμηση μιας κοινωνίας της αποανάπτυξης προϋποθέτει την αποαποικιοποίηση του φαντασιακού μας για να αλλάξουμε εμείς πραγματικά τον κόσμο, προτού η δική του αλλαγή μάς καταδικάσει να ζούμε μέσα στην οδύνη.

Για την υπονόμευση της ετερονομίας, το πρώτο βήμα μας θα πρέπει να συνίσταται στην αποκάλυψη των εννοιών του κοινωνικού φαντασιακού στις οποίες στηρίζεται η υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων. Πρόκειται για τη μοναδική δυνατότητα που διαθέτουμε σε μια περίοδο ύφεσης του επαναστατικού κινήματος. Βέβαια, η πορεία προς την κατάκτηση της αυτονομίας δεν είναι αυτονόητη• ωστόσο, δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ενός πολιτικού κόμματος κι ενός πολιτικού κινήματος, στα οποία υπάρχει πάντα η πιθανότητα να προκύψει μια γραφειοκρατική εκτροπή.

-Είναι η ιδέα της «αποανάπτυξης» συμβατή με τον καπιταλισμό και σε τι είδους κοινωνία οδηγεί αυτή;

Δεδομένου ότι η οικονομική μεγέθυνση και η ανάπτυξη αποτελούν αντίστοιχα μεγέθυνση της συσσώρευσης κεφαλαίου και ανάπτυξη του καπιταλισμού, και συνεπώς απεριόριστη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και απεριόριστη καταστροφή της φύσης, η αποανάπτυξη δεν είναι δυνατόν να συνίσταται απλώς σε μείωση του ρυθμού με τον οποίο πραγματοποιείται η συσσώρευση, η εκμετάλλευση και η άγρια καταστροφή, σε μείωση της ταχύτητας με την οποία τρέχει ο καπιταλισμός. Η έξοδος από τον καπιταλισμό είναι αναγκαία μεν, αλλά ανεπαρκής.

Οφείλουμε να τσακίσουμε την παραγωγικίστικη και καταναλωτική κοινωνία. Με λίγα λόγια, οφείλουμε να καταστρέψουμε τη βιομηχανική κοινωνία. Δεν αρκεί να αμφισβητήσουμε την καπιταλιστική κοινωνία, θα πρέπει να το κάνουμε και για κάθε κοινωνία της οικονομικής μεγέθυνσης. Κι εδώ, ο Μαρξ συλλαμβάνεται να έχει άδικο.

Οπως γράφει πολύ εύστοχα ο Τάκης Φωτόπουλος, «όσο κι αν η οικονομία της οικονομικής μεγέθυνσης είναι η κόρη της δυναμικής τής αγοράς, μπορούμε να έχουμε μια οικονομία της οικονομικής μεγέθυνσης η οποία να μην είναι οικονομία της αγοράς, πράγμα το οποίο συνέβη κατά κύριο λόγο στην περίπτωση του “υπαρκτού σοσιαλισμού” (4)». Συνεπώς, ενώ η αμφισβήτηση της κοινωνίας της οικονομικής μεγέθυνσης προϋποθέτει την αμφισβήτηση του καπιταλισμού, το αντίθετο δεν είναι αυτονόητο. Ο λιγότερο ή περισσότερο φιλελεύθερος καπιταλισμός και ο παραγωγικίστικος σοσιαλισμός είναι δύο παραλλαγές ενός και μόνου κοινωνικού προγράμματος που στηρίζεται στην οικονομική μεγέθυνση που θα εξασφαλίσει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, οι οποίες υποτίθεται ότι θα ευνοήσουν την πορεία της ανθρωπότητας προς την πρόοδο.

Η παραδοσιακή θέση μιας ορισμένης άκρας Αριστεράς συνίσταται στο να αποδίδεται σε μια οντότητα, στον «καπιταλισμό», οποιοδήποτε μπλοκάρισμα, οποιαδήποτε αδυναμία, με αποτέλεσμα αυτή η οντότητα να μετατρέπεται στον εχθρό που θα πρέπει να καταστραφεί. Στην πραγματικότητα, σήμερα, από τη στιγμή που θα ορίσουμε ως εχθρό μας τη λέξη «καπιταλισμός», καθίσταται προβληματικό να του προσδώσουμε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, δεδομένου ότι οικονομικές οντότητες όπως οι υπερεθνικές εταιρείες, οι οποίες στην πραγματικότητα κατέχουν την εξουσία, δεν είναι -από τη φύση τους- σε θέση να την ασκήσουν άμεσα. Από την άλλη πλευρά, ο «Μεγάλος Αδελφός» είναι ανώνυμος και η υποδούλωση των υπηκόων του είναι περισσότερο απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη εποχή εθελοντική: πράγματι, η χειραγώγηση της εμπορικής διαφήμισης είναι απείρως πιο ύπουλη από εκείνη της πολιτικής προπαγάνδας…

Συνεπώς, η αποανάπτυξη στρέφεται υποχρεωτικά εναντίον του καπιταλισμού. Οχι τόσο επειδή καταγγέλλει τις αντιφάσεις του καθώς επίσης και τα οικολογικά και τα κοινωνικά του όρια, αλλά προπάντων επειδή αμφισβητεί το «πνεύμα» του, το κατά Μαξ Βέμπερ «πνεύμα του καπιταλισμού» ως προϋπόθεση για την υλοποίησή του. Η βολική ατάκα για «έξοδο από τον καπιταλισμό» υποδηλώνει μια ιστορική διαδικασία, η οποία κάθε άλλο παρά απλή θα είναι… Η εξόντωση των καπιταλιστών, η απαγόρευση της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και η κατάργηση της μισθωτής εργασίας και του νομίσματος θα βύθιζαν την κοινωνία μέσα στο χάος, ενώ από την άλλη πλευρά κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό μονάχα με τίμημα μια μαζική τρομοκρατία. Φυσικά, όλα αυτά δεν θα αποδεικνύονταν αρκετά για την εξάλειψη του καπιταλιστικού φαντασιακού. Το αντίθετο θα συνέβαινε.

-Εννοιες όπως η «αποανάπτυξη», η «άμεση δημοκρατία» και η «αυτονομία» αποτελούν στοιχεία του ίδιου πολιτικού και διανοητικού πλαισίου, το οποίο στοχεύει στην κοινωνική αλλαγή;

Φυσικά, αυτό εξαρτάται από το πώς αντιλαμβάνεται κάποιος αυτές τις έννοιες. Ωστόσο, θεωρώ –και νομίζω ότι το ίδιο ίσχυε και για τον Καστοριάδη και δίχως αμφιβολία ίσχυε απόλυτα για τον Ιβάν Ιλιτς- πως αυτές οι τρεις έννοιες συνδέονται. Η αυτονομία προϋποθέτει την άμεση δημοκρατία –τουλάχιστον ως ορίζοντα- και είναι εφικτή μονάχα μέσα σε μια κοινωνία η οποία έχει ξαναβρεί την αίσθηση του μέτρου, δηλαδή είναι ενταγμένη μέσα στη βιόσφαιρα και βρίσκεται σε ισορροπία με τα υπόλοιπα είδη και με το σύμπαν. Και στις τρεις περιπτώσεις, το ζητούμενο είναι να αποφευχθεί η ύβρις με την αρχαιοελληνική έννοια, η έλλειψη περιορισμού.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. La polis grecque et la création de la démocratie, ici in Domaines de l’homme, Les carrefours du labyrinthe 2, Seuil/Points essais, Paris 1999, p. 361. 2. Βλέπε: Colin Crouch, Post-démocratie. Diaphanes, Paris, 2013, et mon compte-rendu de cet ouvrage dans la Revue du MAUSS, second semestre 2013. 3. La crise du processus identificatoire, in Carrefour IV, La montée de l’insignifiance, Seuil, 1996, p. 129/130. 4. Fotopoulos Takis, Vers une démocratie generale. Une démocratie directe, économique, écologique et sociale. Seuil, 2001. p. 39.

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ

Ο Σερζ Λατούς γεννήθηκε το 1940 στη Βαν. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες, Φιλοσοφία και Οικονομικά. Είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Paris-Sud (Ορσέ) και ειδικός στις οικονομικές και πολιτικές σχέσεις Βορρά-Νότου. Από το 2002 έχει αφιερωθεί στη μελέτη του φαινομένου της αποανάπτυξης. Στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων τα βιβλία του: «Κορνήλιος Καστοριάδης: η ριζοσπαστική αυτονομία» (2014), «Προς μια κοινωνία της λιτής αφθονίας» (2013), «Καστοριάδης» (2011) και από τις εκδόσεις Βάνιας «Το στοίχημα της αποανάπτυξης» (2008). Στη χώρα μας θα δώσει δύο διαλέξεις σε Θεσσαλονίκη (14/10/14) και Αθήνα (17/10/14), με θέμα «Επανιδρύοντας την κοινωνία: αποανάπτυξη, άμεση δημοκρατία, αυτοδιαχείριση».