Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Οπως τώρα, αλλά μόνο λίγο διαφορετικά (αναδημοσίευση)

Giovanni Bellini: Άγιος Ιερώνυμος, 1505.National Gallery of Art, Washington.


Στο τέλος της χρονιάς, απόλογος. Κοιτάς φευγαλέα πάνω απ΄ τον ώμο, σαν να οδηγείς μοτοσυκλέτα, να ελέγξεις την κίνηση πίσω. Αλλά η προσοχή είναι συγκεντρωμένη μπροστά, σε αυτά που έρχονται. Ξανακοιτάς πίσω, επιμένεις. Ξανά και ξανά. 

Σταδιακά εμφανίζονται φιλμάκια σούπερ οκτώ, βίντεο θαμπά VHS, φωτογραφίες ξεπλυμένες Kodacolor, προτού εφευρεθεί το Instagram και η νοσταλγία ως εφέ. Στο πίσω ρεύμα κυκλοφορούν εικόνες ζωής, πλην όμως παρελθούσες. Το ΄χουν οι γιορτές αυτό. 

Γιρλάντες LED στα μπαλκόνια, εορταστικά ποτά σε πεζοδρόμια, κόκκινα κρασιά και ρακές, ρεβεγιόν σε σπίτια φίλων με τζουράδες και μαντολίνα, μωρά και πιτσιρίκια που μεγάλωσαν και ξενιτεύτηκαν, φίλοι που πια δεν ζουν ή δεν είναι τόσο φίλοι, κάθε γύρισμα χρόνου γράφεται με παρουσίες και απώλειες, τα αισθήματα συγκεντρώνονται στους παρόντες, η αγάπη, η φροντίδα, η απαντοχή που αντλούμε, η σκέψη τρέχει διαρκώς στις άδειες καρέκλες, στα τηλεφωνήματα που δεν θα γίνουν, στον χρόνο που μας καταπίνει. 

Τρέχω στα παλιά, πάντα ίδια. 

Ενα: 
Ο κόσμος που ανατέλλει με την ανά έτος γέννηση του Μεσσία, δεν είναι εντελώς ίδιος με του περασμένου έτους. Φέρει πάντα μια υπόσχεση, μια δυνατότητα: για μια απειροελάχιστη διαφορά. Αυτή την τόση δα μετατόπιση ευαγγελίζεται ο Μεσσίας, για όσους μπορούν να το ακούσουν και όσους θέλουν να το πιστέψουν. Και με αυτή τη μεσσιανική μικροώθηση ανά έτος κινείται ο κόσμος μετά Χριστόν. Νά πώς το αφηγείται ο φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν: 

«Οι Χασιδίμ Εβραίοι διηγούνται μια ιστορία για τον κόσμο που έρχεται, σύμφωνα με την οποία τα πάντα εκεί θα είναι ακριβώς όπως εδώ. Οπως ακριβώς είναι το δωμάτιο αυτό τώρα, έτσι ακριβώς θα είναι και στον ερχόμενο κόσμο· εκεί όπου το βρέφος κοιμάται τώρα, εκεί επίσης θα κοιμάται και στον άλλο κόσμο. Και τα ρούχα που φοράμε στον κόσμο τούτο, αυτά θα φορέσουμε κι εκεί. Τα πάντα θα είναι όπως τώρα, αλλά μόνο λίγο διαφορετικά». 

Η προσδοκία τού «όπως τώρα, μόνο λίγο διαφορετικά» θερμαίνει τους νεωτερικούς ανθρώπους, τους βάζει σε τροχιά προς τον αενάως ερχόμενο κόσμο, τους βάζει να λατρεύουν τη διαρκή πρόοδο, ν’ ακολουθούν το διάνυσμα: όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο μπροστά. Κι αν οι άνθρωποι δεν μπορούν να πετύχουν μόνοι τους αυτή τη μετατόπιση, να ταράξουν την ομοιότητα μετακινώντας ένα τόσο δα κλαράκι, γι’ αυτό υπάρχει ο Μεσσίας. Γι’ αυτό γεννιέται κάθε χρόνο, υπενθυμίζοντας τον ερχόμενο κόσμο, υπενθυμίζοντας τη δυνατότητα του άλλου κόσμου, υπενθυμίζοντας την αδυναμία των ανθρώπων και την ανάγκη του Μεσσία. Η Γέννηση είναι η προσδοκία. 

Ολοι προσδοκούν μια τόση δα μετατόπιση· οι μάνατζερ που ξεγελούν τον χρόνο για να κερδίσουν μπόνους, οι ζηλωτές που διεκδικούν όλες τις καλές θέσεις στη Βασιλεία των Ουρανών, οι ρακοσυλλέκτες που αναζητούν πολύτιμα σκουπίδια, οι έφηβοι που κοινωνούν το άλλο σώμα, τα παιδιά που μιλούν με τ’ άστρα, οι μεσήλικες που γυρεύουν απεγνωσμένα να συγκολλήσουν τη ραγισμένη τους πίστη. 

Μερικοί δεν προσδοκούν πια. Καταπιάστηκαν με την επιστήμη, τη μεταφυσική, τη θρησκεία, τα διέτρεξαν όλα και τα βρήκαν μάταια. Εμειναν μόνοι, χωρίς πίστη για την τόση δα μετατόπιση προς τον ερχόμενο κόσμο. Σαν τους ήρωες του Φλωμπέρ, τους αντιγραφείς Μπουβάρ και Πεκυσέ: Δεν έχουν πια κανένα ενδιαφέρον για τη ζωή. Η ματαιότητα, η σπουδή της ανθρώπινης βλακείας, τους οδηγεί πάλι στην αντιγραφή. Αντιγράφουν τον κόσμο ως έχει. Καμιά αλλαγή, καμιά προσδοκία. Δυο ανθρωπάκοι σκυμμένοι πάνω στο γραφείο τους, με κατάστιχα, ξύστρες, σανδαράχη, αντιγράφουν. 

Διασχίζεις τις παγωμένες αρτηρίες διαυγής, καθαρός, χωρίς αισθήματα, μόνο με σκέψεις. Αδειος, ερημωμένος. Κηφισός, Λένορμαν, Πειραιώς, Πανεπιστημίου, Αλεξάνδρας, Συγγρού, Βασιλίσσης Σοφίας, Κηφισίας. 

Δύο: 
Αφήνομαι πάλι στο ντεγκραντέ της ζωής, στην πόλη. Ανάβαση, τώρα. Στο σταυροδρόμι κοιτάω τα οδόσημα. Το ένα μνημονεύει την αρχαία ποιήτρια Κόριννα από την Τανάγρα. Η άλλη οδός είναι αφιερωμένη στον Επίκουρο, ταιριαστός πολύ με το ρευστό παρόν, παρηγορητικός: «Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος· και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον». 

Τρία: 
Πυκνός, βαρύς, πολύς, ο καιρός χιονίζει πάνω μας και μας βαραίνει. Αντέξαμε πολλά, θ’ αντέξουμε κι άλλα. 

..κι εσείς γιορτάστε!

“Γιορτάστε. Εγώ πέθανα στο κρύο δίπλα στα σκουπίδια. Εκεί που με στείλατε ως κοινωνία. Στα σκουπίδια.”


Πηγή: forVolos
από την Ηλέκτρα Προσήλια

Αυτές τις γιορτινές μέρες πολλών η διάθεση αλλάζει. Τείνει να γίνεται πιο ευαίσθητη…
Δώρα, κατανάλωση, ψώνια, τηλέφωνα σε συγγενείς, τακούνια, λαμπάκια, στολίδια, κραγιόν, πάρκα Άι – Βασίλη στο κέντρο της πόλης με κιόσκια χαλβά και ασημένιων κοσμημάτων με μουσική υπόκρουση Adele – Someone like you, και φυσικά να μην ξεχάσουμε τα δάκρυα στο ιστορικό κτίριο Πικιώνη (αλήθεια τι γνώμη έχουν οι αρχιτέκτονες της πόλης για αυτό; δεν την ακούσαμε κάπου), αλλά ούτε και το φαντασμαγορικό υπερθέαμα στην οδό Δημητριάδος, τον ασυναγώνιστο μπλε ουρανό από φωτάκια.

Και ένας θάνατος…

Θυμίζει σκηνή από ταινία όπου σε πανηγύρι ή σε λούνα παρκ ξαφνικά σκορπάει ο κόσμος ουρλιάζοντας στο θέαμα ενός ανθρώπινου πτώματος.

Ένας άστεγος βρίσκεται νεκρός δίπλα σε κάδο σκουπιδιών ξημερώματα Σαββάτου από υπαλλήλους της καθαριότητας του Δήμου. Περιφερόταν με ποδήλατο. Κανείς δεν ξέρει γιατί κατέληξε εκεί και πώς. Και κανείς δεν θα ψάξει να μάθει.

Σίγουρα η χαριτωμένη κοπελίτσα με το καινούριο παλτό και τις γόβες που ποζάρει σε selfie με πρόστυχο μορφασμό κάτω από το μπλε φωτεινό χαλί, πριν τον latte decafeine της στο κέντρο, δεν θα ταραχτεί στην είδηση.

Σίγουρα πολλοί θα στεναχωρηθούν για λίγα λεπτά και ύστερα θα επιστρέψουν στην καθημερινότητα των Χριστουγέννων.

Όμως αυτός ο θάνατος μάτωσε όλο το μπλε χαλί της Δημητριάδος και λέκιασε όλα τα κόκκινα χαλιά της Ερμού. Αυτός ο θάνατος χάλασε την γιορτινή καθημερινότητα με τίμιο και ειλικρινή τρόπο. Σαν να μας χτύπησε την πόρτα για τα κάλαντα. “Γιορτάστε. Εγώ πέθανα στο κρύο δίπλα στα σκουπίδια. Εκεί που με στείλατε ως κοινωνία. Στα σκουπίδια.”

Αυτός ο θάνατος έχει ένα όνομα: Αδιαφορία

Ιστορίες για τα χρέη από την αρχαία Ελλάδα


1. Σεισάχθεια: Η πρώτη διαγραφή χρέους! Αθήνα,594 π.Χ. Πριν το Σόλωνα στην Αθήνα ίσχυε ο θεσμός της υποδούλωσης για χρέη. Ο πολίτης που δεν μπορούσε να ξεπληρώσει το δανειστή του έχανε την ελευθερία του Με τη σεισάχθεια που σημαίνει ουσιαστικά «αποτίναξη βαρών» κι εντασσόταν στα μέτρα επανόρθωσης του Σόλωνα καταργούνταν τα χρέη των ιδιωτών προς τους ιδιώτες και το Δημόσιο, καταργήθηκε ο δανεισμός με εγγύηση το «σώμα» του δανειολήπτη και των μελών της οικογένειάς του, ενώ απελευθερώθηκαν όσοι Αθηναίοι είχαν γίνει δούλοι λόγω χρεών στην Αθήνα κι επαναφέρθηκαν στην πόλη όσοι είχαν μεταπωληθεί στο εξωτερικό.

2. Η πρώτη χρεωκοπία στον κόσμο! Δήλος, 454 π.Χ., ενώ η περίφημη Αθηναϊκή συμμαχία είχε ανασυσταθεί, 13 πόλεις-κράτη προχώρησαν σε δανεισμό από το Ναό της Δήλου. Δέκα από αυτές στη συνέχεια δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τα χρέη τους και προχώρησαν σε στάση πληρωμών, την πρώτη στην παγκόσμια ιστορία! Οι δυο δεν μπόρεσαν τελικά να τα αποπληρώσουν, ενώ οι υπόλοιπες οκτώ ζήτησαν αυτό που σήμερα αποκαλείται επαναδιαπραγμάτευση χρέους. 

Οι αρχαίοι Έλληνες ως έμποροι αναγνώριζαν αυτό που αποκαλείται συνυπευθυνότητα χρέους, δηλαδή ότι ο δανειστής πρέπει να αναλαμβάνει μερίδιο του ρίσκου αν κάτι πάει στραβά. Άρα η στάση πληρωμών στην Αρχαία Ελλάδα δεν ήταν άγνωστο φαινόμενο.Μετά από αυτό ο Περικλής μετέφερε το ταμείο της Συμμαχίας στην Ακρόπολη της Αθήνας και οι αποφάσεις λαμβάνονταν μόνο από την Αθήνα και ο φόρος οριζόταν από την Εκκλησία του Δήμου.

3. Η πρώτη καταγεγραμμένη δημόσια δανειακή πράξη! Το 431π.Χ., ξεσπάει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος και οι κυβερνώντες της Σπάρτης και πολλών άλλων συμμαχικών τους πόλεων-κρατών, ελλείψει χρημάτων, δανείστηκαν άτοκα πόρους από τις αποταμιεύσεις των ιερών της Ολυμπίας και των Δελφών, που προορίζονταν θεωρητικά για τις τελετές και τη συντήρηση των ιερών χώρων.

4. Η πρώτη τρόικα! Η Αθήνα, το αντίπαλο στρατόπεδο, που σταδιακά καταστρεφόταν από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, δανείστηκε από τους ναούς. Από το 426 π.Χ. μέχρι το 422 π.Χ. συνήψε τρία δάνεια με τους ιερείς των ναών της Αθηνάς Πολιάδος, της Αθηνάς Νίκης και της Αρτέμιδος, έπειτα από ιερά άλλων περιοχών και από το λαό που τον παρότρυναν οι υπεύθυνοι της πόλης να τους δανείσει τους πόρους του, προσφέροντας ως αντάλλαγμα κάθε είδους τιμές.

5. Ο Διονύσιος των Συρακουσών διαγράφει το χρέος του με υποτίμηση! Ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος, όταν δεν κατάφερε να μαζέψει χρήματα από άλλες πόλεις-κράτη, έδωσε διαταγή να του παραδώσουν οι Συρακούσιοι όλα τα χρήματά τους με την απειλή της θανατικής ποινής. Μόλις συγκέντρωσε όλα τα χρήματα μετέτρεψε τις δραχμές σε δίδραχμα και τους τα επέστρεψε κανονικά, μόνο που πλέον άξιζαν το μισό. Με τα υπόλοιπα μισά που κράτησε ξόφλησε τα χρέη του και κατάφερε να εξαφανίσει τα δημοσιονομικά προβλήματά του.

Tότε, ο σοφός Σόλωνας έκανε υπέρ του Λαού τη σεισάχθεια!

Σήμερα, δυστυχώς, κυβερνούν ηγετίδια, οσφυοκάμπτες και πράκτορες των ξένων οικονομικώνιμπεριαλιστών, που κατάντησαν την Ελλάδα «αποικία χρέους» και τους Έλληνες δουλοπαροίκους!

Έως πότε θα τους ανεχόμαστε;
Με αγωνιστικούς χαιρετισμούς!

Δημήτριος Ν. Πάνου.
Δικηγόρος - Πολιτειολόγος

Το ημερολόγιο μιας τρελής (αναδημοσίευση)



Το ραδιόφωνο στη διαπασών.
Στο σωτήριο έτος 2014, λίγο πριν την εκπνοή του.
Και εσύ επιμένεις να κάνεις ακροβατικά κάτω από έναν ουρανό γεμάτο με ήλιους και αστέρια.

Μέσα στο υποσύνολο ενός χυδαίου συστήματος συνεχίζοντας να πρωταγωνιστείς αθέλητα.
Κυκλωμένες ζωές. 
Προκαθορισμένα τα τέρματα.
Δώσε σάρκα στα όνειρά σου και κάνε σάλτο με ανατροπή στο απόλυτο κενό τους.

Αλλιώς...
Βυθίσου στον χώρο της ανυπαρξίας και εκεί θα συναντήσεις το σχιζοφρενικό σου Είναι, ανάκατο με κοσμική ύλη και σκατά.
Το σύνθημά σου θα είναι: Μαλάκες όλου του κόσμου ενωθείτε να ταΐσουμε τα δίποδα που μπολιάστηκαν με το φύτεμα εξουσίας, κατά την αφαίρεση του νωτιαίου μυελού.
Ελάτε να χορτάσουμε τις φυλακές και τα τρελάδικα, ή να χορέψουμε τον χορό του Ζαλόγγου στις ταράτσες των πολυκατοικιών!

Δρασκέλισε επιτέλους τις αχανείς εκτάσεις του μυαλού σου.
Άνοιξε μία μία τις αχανείς εκτάσεις του και βρες τα ζωώδη σου ένστικτα που σε οδήγησαν να γίνεις ο άρχων του τρόμου. 
Ξέρασε πάνω στο άδικο των αιώνων και άπλωσέ το στα κλαδιά της τρέλας τους να ριζώσει. 
Να ανοίξει τρύπες το πάτωμα της κοινωνίας τους που θρέφει μόνο τα άντερά τους.

Υ.Γ : 
Υπάρχω ακόμα στο σύννεφο μέσα στα σίδερα της ύπαρξής μου. 
Καιρός να ελευθερωθώ. 
Εσύ;

Δεκεμβριανά 1944: Η μάχη των φοιτητών του ΕΛΑΣ στα Εξάρχεια



Το παρακάτω απόσπασμα αναφέρεται στη μάχη του έδωσε ο Λόχος Σπουδαστών του ΕΛΑΣ, γνωστός και ως Λόχος Μπάϋρον, στα Εξάρχεια τις τελευταίες μέρες των Δεκεμβριανών. Τμήμα του αρχικά εγκλωβίστηκε στην πολυκατοικία στη συμβολή των οδών Μαυρομιχάλη και Ναυαρίνου, πίσω από το Χημείο. Εκεί εντοπίστηκε από τις κυβερνητικές δυνάμεις, οι οποίες ζήτησαν την υποστήριξη βρετανικών αρμάτων μάχης για ν’ αναγκάσουν τους ελασίτες να παραδοθούν. 

«Λόγω της δυσκολίας που είχαν οι δυνάμεις πεζικού να εισέλθουν στις οχυρωμένες από τον ΕΛΑΣ πολυκατοικίες, η λύση δινόταν από τα βρετανικά άρματα μάχης. Ένα από αυτά κατέβηκε την οδό Μαυρομιχάλη και σταμάτησε ακριβώς έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας. Όπως θυμάται ο Σπύρος Τζουβέλης, ένας από τους εγκλωβισμένους ελασίτες, μόλις σταμάτησε ο χαρακτηριστικός ήχος της περιστροφής του πυργίσκου του άρματος, η βολή του τράνταξε συθέμελα το κτίριο. Ο Τζουβέλης στάθηκε τυχερός καθώς η οβίδα δεν έσκασε στο πρώτο δωμάτιο στο οποίο βρισκόταν εκείνη τη στιγμή, αλλά τρύπησε τον τοίχο και πέρασε στο επόμενο, όπου βρίσκονταν τρεις συναγωνιστές του, μεταξύ των οποίων και ο μετέπειτα γνωστός μουσικοσυνθέτης Ιάννης Ξενάκης. Αμέσως μόλις συνήλθαν από την έκρηξη και καθάρισε λίγο ο χώρος από τη σκόνη και τα χώματα, ο Τζουβέλης και άλλοι συναγωνιστές του μπήκαν στο διπλανό δωμάτιο όπου έγινε η έκρηξη. Το θέαμα που αντίκρισαν ήταν ανατριχιαστικό:

Ένας άντρας είναι ξαπλωμένος ανάσκελα, στη μέση του δωματίου, ανάμεσα σε τούβλα, χώματα […]. Του λείπει τελείως το κεφάλι. Στη θέση του λαιμού φαίνονται κάτι κόκκινα, ματωμένα κρέατα. Θεέ μου, πρέπει να 'ναι ο Τάσος! Ναι, βέβαια, φαίνεται από τα ρούχα του. […] Μια κοπέλα, τη λέγανε Ρίτσα, είναι κι αυτή ξαπλωμένη στην άκρη του δωματίου ακίνητη. […] Είναι νεκρή […]. Και να, στο βάθος του δωματίου ο Ξενάκης, καθιστός, με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο και βογκάει. Το πρόσωπό του είναι γεμάτο αίματα. Ένα θραύσμα τον είχε χτυπήσει στο ζυγωματικό, κάτω από το αριστερό μάτι, που φαίνεται να έχει πεταχτεί προς τα έξω.
[…] Ανοίγοντας τρύπες στις μεσοτοιχίες, το εγκλωβισμένο τμήμα του ΕΛΑΣ, αφού πρώτα άνδρες του μετέφεραν τον τραυματία Ξενάκη στην κλινική Σμπαρούνη, κατάφερε να διαφύγει από την επικίνδυνη πλέον πολυκατοικία και να περάσει στην άλλη πλευρά του οικοδομικού τετραγώνου, στην πολυκατοικία της οδού Διδότου 47. Εκεί συνάντησαν περίπου 15 μαχητές του ΕΛΑΣ που είχαν βρει καταφύγιο στα υπόγεια του κτιρίου. Η δύναμη αυτή έδωσε την επόμενη ημέρα τη σημαντικότερη μάχη του λόχου Μπάϋρον στα Δεκεμβριανά.

Οι εθνοφύλακες, αφού πρώτα περικύκλωσαν την πολυκατοικία, στη συνέχεια κάλεσαν με τηλεβόα τους ελασίτες να παραδοθούν. Μετά την άρνησή τους, βρετανικό άρμα μάχης χτύπησε με τέσσερις διαδοχικές βολές την πρόσοψη του κτιρίου με αποτέλεσμα να καταρρεύσει όλο το μπροστινό του τμήμα. Τόσο οι εθνοφύλακες, που επιχείρησαν να εισέλθουν στο κτίριο μετά τον πρώτο βομβαρδισμό, όσο και οι Βρετανοί, που έκαναν το ίδιο μετά τον δεύτερο γύρο πυρών, δεν κατάφεραν να κάμψουν την αντίσταση. Οι μαχητές και μαχήτριες του ΕΛΑΣ προσπαθούσαν απεγνωσμένα να σβήσουν τις φωτιές που είχαν ανάψει παντού για να μην καούν ζωντανοί αυτοί και οι περίπου 20 ένοικοι της πολυκατοικίας που βρίσκονταν μαζί τους στα υπόγεια. Τελικά οι αμυνόμενοι, αφού πρόβαλαν ηρωική αντίσταση σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, όταν νύχτωσε, εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι, επιχείρησαν έξοδο. Μια ομάδα κινήθηκε αριστερά με κατεύθυνση την Πλάζα κοντά στην πλατεία Εξαρχείων και η άλλη δεξιά ανεβαίνοντας τη Χαριλάου Τρικούπη».


* Το απόσπασμα προέρχεται από το νέο βιβλίο του ιστορικού Μενέλαου Χαραλαμπίδη με τίτλο«Δεκεμβριανά 1944. Η μάχη της Αθήνας» που κυκλοφόρησε πριν ένα μήνα από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Το βιβλίο βρίσκεται ήδη στη δεύτερη έκδοση καθώς η πρώτη (2.000 αντίτυπα) εξαντλήθηκε σε λιγότερο από ένα μήνα, γεγονός εξαιρετικά σπάνιο για επιστημονική μελέτη.

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Τα οχυρά πέφτουν, η ελπίδα νικάει (αναδημοσίευση)

 Από Barikat.gr
της Κατερίνας Σκαργιώτη


Αυτές τις μέρες ζούμε καταστάσεις πρόδηλης ωμότητας, αυταρχισμού και αδιαφορίας για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Περιπτώσεις όπως ,η απεργίας πείνας του Νίκου Ρωμανού και το αίτημα των σύρων προσφύγων για πολιτικό άσυλο αποτελούν τα τελευταία οχυρά μιας αντιδραστικής κυβέρνησης που «ζυγίζει» την ανθρώπινη ζωή και την αξιοπρέπεια ανάλογα με την ιδεολογία.

Η απόφαση για το αίτημα του Νίκου Ρωμανού αποδεικνύει ότι οι λύσεις στα ζητήματα που ανακύπτουν, υπάρχουν(και προβλέπονται) αρκεί το κράτος να θέλει να τις δώσει . Η εξέλιξη αυτή όμως μας θυμίζει και κάτι άλλο: πως οι χαμένες μάχες είναι εκείνες που δε δίνονται. Και για το δικαίωμα του Ρωμανού στη μόρφωση (και συνάμα πολλών άλλων φοιτητών-κρατούμενων) δόθηκε μάχη μέσα στη βουλή, αλλά και μάχη στο δρόμο. Στο πρόσωπο του Νίκου Ρωμανού ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας είδε την ελπίδα , πήρε θάρρος από τον αγώνα που έδωσε και στάθηκε στο πλευρό του . Από την άλλη είδε μια αντιδραστική κυβέρνηση που -με ακροδεξιές κορόνες –«υπερασπιζόταν» τη νομιμότητα και το κράτος δικαίου. Ένα ανάλγητο κράτος που δεν είχε πρόβλημα να βάψει τα χέρια του με αίμα, ένα κράτος που μισεί όσους διεκδικούν και όσους δεν αρκούνται να ζουν στο φόβο και την απάθεια. Η πρώτη μάχη κερδήθηκε .

Η επόμενη μάχη που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι αυτή των προσφύγων από τη Συρία, που για τη κυβέρνηση είναι «λαθραίοι» και «παράνομοι». Η αστυνομική επιχείρηση εναντίων των σύρων μεταναστών είναι ακόμα μια απόδειξη ότι υπάρχει μόνο ένα σχέδιο: φόβος. Φόβος με την επίφαση της «νομιμότητας» και της «ασφάλειας». Ηχούν ακόμη τα τύμπανα του πολέμου. Δεν έχουμε τελειώσει. Όμως είμαστε κοντά. Τα οχυρά πέφτουν, η ελπίδα νικάει.

Ζούμε τις τελευταίες μέρες μιας επικίνδυνης κυβέρνησης . Ίσως αυτή η έξαρση αυταρχισμού να είναι ο «επιθανάτιος ρόγχος» και ο πανικός μιας αρρωστημένης κατάστασης που τελειώνει. Μιας κατάστασης που προσποιούνταν μια κανονικότητα που, εδώ και χρόνια, δεν υπάρχει.


Ο φόβος και η ένταση της κατάρρευσης αποτυπώνεται σε όλα τα εργαλεία αυτού του αποτυχημένου κράτους: καθοδική πορεία στους χρηματιστηριακούς δείκτες, καλλιέργεια πανικού από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Ωστόσο, ο φόβος του αντιπάλου είναι το κλειδί της επιτυχίας για το καινούργιο που έρχεται. Ξέρουμε γιατί δε πρέπει να φοβόμαστε και σε τι μπορούμε να ελπίζουμε. Τώρα που αντίπαλος πέφτει θα κάνει ότι μπορεί για μην αφήσει χώρο στη ελπίδα γιατί μόνο έτσι μπορεί να εμφανιστεί σαν «σωτήρας». Η συνειδητοποίηση ότι, η ασφάλεια που επικαλείται (ο αντίπαλος) είναι μια απάτη με την οποία θρέφεται ο φόβος που μας έχει καλλιεργήσει, είναι και η λύση για να αγωνιστούμε και να επανακτήσουμε όλα όσα μας στέρησε.

Αυτές οι μέρες είναι οι τελευταίες μιας «ανοχύρωτης πόλης» όπου αντί για συντρίμμια υπάρχει μια κοινωνία που δεν αναπνέει πια. Αυτή η κοινωνία που έχει πάψει να ζει, η κοινωνία των ανέργων των επισφαλώς εργαζομένων η κοινωνία των voucher . Αυτή η κοινωνία που έχει διαλυμένο σύστημα υγείας, κατακερματισμένη παιδεία και ανύπαρκτο «δίχτυ κοινωνικής προστασίας» έχει λόγο να παλέψει, έχει λόγο να μείνει όρθια για να ισοπεδώσει το φόβο με την ελπίδα. Γιατί ξέρει πως μπορεί να μπει νικήτρια στην «ανοχύρωτη πόλη». Γιατί θα πάψει πια να ζει υπό το φόβο των μνημονίων, των δόσεων , της σωτηρίας των τραπεζών και της καταστολής.

Καλλιεργείται συνεχώς μια εικόνα τρόμου, υστερίας και χάους που μέρα με τη μέρα κορυφώνεται. Πανικός γιατί η κυβέρνηση καταρρέει. Φόβος γιατί έννοιες όπως αξιοπρέπεια , ελευθερία , ανάγκη για καλύτερη ζωή θα αποκτήσουν ξανά νόημα. Η κυβέρνηση επικαλείται αστάθεια και αδιέξοδο αν φύγει από την εξουσία. Μα η ανατροπή αυτής της κυβέρνησης είναι ο στόχος, έτσι θα βγούμε από το αδιέξοδο που ζούμε. Είναι η ευκαιρία όλων μας όχι να αντισταθούμε, είναι η ευκαιρία να αντεπιτεθούμε και να νικήσουμε!

Τίποτα δε θα είναι εύκολο αλλά τίποτα δε θα θυμίζει και το παλιό κόσμο που θα μείνει πίσω. Η ελπίδα και η προσπάθεια για το καινούργιο , το αδοκίμαστο θα είναι η ταφόπλακα μιας κατάστασης που δε μας αφορά πια. Ή καλύτερα , που δε μας αφορούσε ποτέ.

Αυτοί που μας οδήγησαν να εξηγούμε και να διεκδικούμε τα αυτονόητα παίρνουν την άγουσα προς την έξοδο. Εμείς μένουμε, νικάμε, ζητάμε τις ζωές μας πίσω. Η νίκη έρχεται στο τέλος -μετά από πολύ πόνο- αλλά έρχεται . Το τέλος του αντιπάλου είναι η αρχή του δικού μας κόσμου. Οι μέρες που έρχονται είναι οι δικές μας μέρες.

Eικονική ελευθερία (αναδημοσίευση)


Γιώργος Κουτσαντώνης 

Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, κατά την παγκόσμια ιστορία τα πολιτικά συστήματα (μοναρχικά, ολιγαρχικά, αντιπροσωπευτικά) οδήγησαν σε μια κατάσταση που, grosso modo, υποχρέωσε τους ανθρώπους σε δυο στάσεις ζωής. Η πρώτη στάση διαμορφώθηκε από την αυστηρή πειθαρχία (μοναρχίες, ολιγαρχίες) η οποία επέβαλε την κονιορτοποίηση των προσωπικών επιθυμιών και την υπονόμευση του αυτοκαθορισμού (με την έννοια να μπορούν οι όποιοι και οι όποιες να καθορίζουν τις τύχες τους). 

Η δεύτερη (αντιπροσωπευτικά συστήματα) ενώ αρχικά, μέσα από τους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες, δημιούργησε τα θεμέλια για τη διεκδίκηση της ελευθερίας, σταδιακά διαμόρφωσε μια φαντασιακή αίσθηση, με άλλα λόγια μια εικονική ελευθερία. Βαθμιαία τέθηκε στο επίκεντρο της ύπαρξης η υλική υπόσταση του ανθρώπου ως καταναλωτή, η αέναη οικονομική ανάπτυξη, ο ατέρμονας πλανήτης ως πάροχος ύλης, η αυταπάτη μιας κοινωνίας ελεύθερων αγορών.

Ασφαλώς και δικαίως η δεύτερη στάση (ως απόρροια των αντιπροσωπευτικών πολιτικών συστημάτων) αποτέλεσε και την καλύτερη δυνατή έκβαση. Υπό αυτή την οπτική του συμβιβασμού – που φέρει αξιωματικά το μη χείρον βέλτιστο – πορεύτηκαν και συνεχίζουν να πορεύονται οι δυτικές κοινωνίες. Ωστόσο – με την κυριαρχία της οικονομοκρατίας – η φύση και η μορφή (κατ’ επέκταση οι επιπτώσεις σε ατομικό επίπεδο) αυτού του συμβιβασμού, άρχισαν να αλλάζουν. Η πορεία που αρχικά φαινόταν ότι θα εξασφάλιζε την ελευθερία ατομικής δράσης, έκφρασης και ανάδειξης των ικανοτήτων, άρχισε να εδραιώνει μια νέα κατάσταση.

Ο μηχανισμός του ανεξέλεγκτου δανεισμού (σε ατομικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο) οδήγησε τους πάντες σε τεράστια χρέη. Ο καπιταλισμός, σε μια ευτελή συμμαχία με την τεχνολογία, άρχισε σταδιακά να κυριεύει την πολιτική, αναζητώντας τεχνητά (ανύπαρκτα) πεδία εκμετάλλευσης σε ένα όργιο απληστίας.

Σταδιακά, όπως καθετί άλλο που καθορίζεται από το νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα, έτσι και η ελευθερία απέκτησε χρηματικό αντίτιμο. Η ιδιώτευση και ο εγκλεισμός στον στενό οικογενειακό πυρήνα, απέκτησαν θεσμική υπόσταση και ο άνθρωπος, δίχως να το συνειδητοποιεί, ξεκίνησε να υποδουλώνει σταδιακά τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό επομένως που διαρρηγνύεται σήμερα είναι η οικονομο-κεντρικής φύσης υπόσταση της ανθρώπινης ζωής. Ο δυτικός άνθρωπος άρχισε να αισθάνεται υποδούλωση, μόνο τώρα όπου η οικονομία του χτυπά την πόρτα.

Στην πραγματικότητα με την παθητικότητά του, την αδιαφορία του για την προσωπική του καλλιέργεια και την απουσία του από τα πολιτικά πράγματα, υπονόμευσε συνολικά ο ίδιος την ελευθερία του πολύ νωρίτερα.

«Πριν από 30 ή 60 χρόνια οι αριστεροί θα σου μιλούσαν για την ένδοξη νύχτα της επανάστασης και οι δεξιοί για την απεριόριστη πρόοδο κ.ο.κ. Σήμερα κανείς δεν τολμά να εκφράσει κάποιο μεγαλεπήβολο ή έστω μετριοπαθώς λογικό πρόταγμα το οποίο να υπερβαίνει τον προϋπολογισμό ή τις επόμενες εκλογές. Υπάρχει συνεπώς ένας χρονικός ορίζοντας. Υπό αυτή την έννοια, η «επιβίωση» είναι ένας όρος στον οποίο μπορούμε να ασκήσουμε κριτική, διότι, φυσικά, όλοι μας νοιαζόμαστε για τη σύνταξή μας και για την εκπαίδευση των παιδιών μας. Αυτός όμως ο χρονικός ορίζοντας είναι ιδιωτικός. Κανείς δε συμμετέχει σε ένα δημόσιο χρονικό ορίζοντα, κατά τον ίδιο τρόπο που κανείς δε συμμετέχει σε ένα δημόσιο χώρο» (Κορνήλιος Καστοριάδης).

Επιπροσθέτως η ιστορία διδάσκει με σαφήνεια, ότι στις κοινωνίες δεν δόθηκε ποτέ η δυνατότητα να επιλέξουν, ούτε φυσικά να αναζητήσουν συλλογικά τη λύση στα μεγάλα ζητήματά τους. Κάθε φορά, μικρά ή μεγαλύτερα τμήματα των κοινωνιών απαιτούν (με δική τους πρωτοβουλία, κατευθυνόμενη ή μη), διεκδικούν και τελικά κερδίζουν. Τίποτε δεν προσφέρεται (ούτε καν ως επιλογή) και ασφαλώς δεν χαρίζεται από τους λίγους ισχυρούς εξουσιαστές στους πολλούς. Τα ζητήματα επομένως που θα έπρεπε να μας απασχολήσουν καθολικά σήμερα είναι:

-Πώς ο άνθρωπος μπορεί να εξέλθει από την παθητικότητα και την ιδιώτευση περνώντας στην ενεργή συμμετοχή και την συλλογικότητα;
-Πώς μπορεί να γίνει αυτόνομος και ολιγαρκής χωρίς να αισθάνεται μικρός και ασήμαντος;

Με άλλα λόγια, πως μπορεί να διεκδικήσει την ισότητα και την ελευθερία του; Θα πρέπει να μας ενδιαφέρει η εύρεση απαντήσεων στα παραπάνω ερωτήματα δίχως ανυπέρβλητες αντιφάσεις. Στην αναζήτηση των απαντήσεων δεν μπορεί η συλλογική βούληση να ταυτιστεί ή να διαμορφωθεί από επιστημονικές νόρμες και κεντρικές αποφάσεις. Ακριβώς γιατί αυτές οι απαντήσεις (με γνώμονα τη συλλογική βούληση), μπορούν να σηματοδοτήσουν την απαρχή μιας νέας στάσης ζωής και επομένως ενός νέου πολιτικού αιτήματος που θα έχει ως πυλώνα του την ενεργή πολιτική συμμετοχή όλων.

Ο άνθρωπος που σήμερα αισθάνεται αδύναμος και εγκλωβισμένος στα οικονομικά και μη προβλήματά του φέρει και ο ίδιος, τεράστια προσωπική ευθύνη. Είναι όμως βέβαιο πως μπορεί να γίνει και δυνατός και ελεύθερος. Ικανή και αναγκαία συνθήκη είναι να συνειδητοποιήσει ότι τα παραπάνω ερωτήματα πρέπει και μπορούν να απαντηθούν μόνον συλλογικά.

H αντιξοότητα μπορεί να αποτελέσει αφορμή για την αναζήτηση μιας ευημερίας (ευτοπίας) που θα βασίζεται στην ολιγάρκεια, την ισότητα και την πραγματική ελευθερία και όχι στην υπερκατανάλωση και στην εθελούσια αυτο-υποδούλωση. Άλλωστε η μετατροπή της όποιας θεωρίας σε πολιτική πράξη ενώ από την μια απαιτεί συλλογικότητα, από την άλλη δεν μπορεί παρά να έχει στο κέντρο της τον ίδιο τον άνθρωπο και αυτό δεν συνθέτει κάποια ακόμη αντίφαση, αλλά το μεγαλείο της κοινωνικής ύπαρξης…

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Αν είχαμε άπειρο χρόνο (αναδημοσίευση)

by ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ



Είναι κλεισμένα τα χάδια σου σε κουτί αιωνιότητα. 
Τα χείλη σου περιμένουν στο κατώφλι της αγάπης. 
Αν είχαμε άπειρο χρόνο θα ψαρεύαμε στην όχθη σου φιλιά. 
Θα κάναμε θραύση εις το όρος Αραράτ,
 θα γεμίζαμε σπόρια την ποδιά σου 
και το καθρεφτάκι σου αχνό.

Αν είχαμε χρόνο άπειρο δε θα κωλώναμε πουθενά. 
Ο φόβος θα κυκλοφορούσε στα βιβλία και στο σινεμά. 
Στα φαράγγια τη νύχτα με τους λύκους. 
Στους χέρσους τάφους. 

Αν είχαμε άπειρο χρόνο δε θα κάναμε σπουδές 
και δε θα κορνιζάραμε πτυχία. 
Θα βγάζαμε γλώσσα στο θεό της φθοράς. 
Στον ακόρεστο φονιά των ατίθασων βυζιών 
θα βάζαμε φωτιά.

Νυχθημερόν θ’ ακούγαμε διαβολικά γουργουρητά. 
Γέλια της γύμνιας κελαρυστά. 
Δεν θα είχαμε χρονολογίες θανάτου εντός παρενθέσεως, 
επικήδειους, φέρετρα σκεπασμένα με σημαίες.
Χριστιανούς σταυροφόρους με χατζάρες
και μάνατζερ με κοφτερά χαμόγελα. 

Δεν θα είχαμε διαφθορά μόλυνση σφαγές 
παρά μονάχα του τραπεζίτη ήλιου τα δόντια
να ροκανίζουν τις καταθέσεις μας.

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

H μοναξιά του αρθρογράφου μεγάλων αποστάσεων (αναδημοσίευση)

Από τον Θωμά Τσαλαπάτη
(στην εφημερίδα Εποχή)



Περνούν οι μέρες, περνούν τα άρθρα. Κείμενο πέφτει πάνω σε άλλο κείμενο, σκόνη πάνω σε άλλη σκόνη, λόγια που μοιράζονται σε γραμμές, σε παραγράφους, σε οθόνες. Πρόχειρες σκέψεις, σκέψεις μελετημένες, γραμμένες στη βιασύνη της διορίας, στον άπλετο χρόνο εκτός ωραρίου. Υποσημειώσεις και παρατηρήσεις στο οπισθόφυλλο της μέρας, της κάθε μέρας. Στην περιοδικότητα των περιοδικών, στο εφήμερο των εφημερίδων, ανάμεσα σε ένα κλικ που γεννά και ένα κλικ που σβήνει. Άρθρα πάντοτε φρέσκα, ένα βήμα πριν το φέρετρο της ταξινόμησης, το ρηχό τάφο του αρχείου.

Πού πάνε τα άρθρα όταν πεθαίνουν;
Ποια η διάρκεια ενός άρθρου; Είναι ο χρόνος που καταναλώνει κάποιος να το διαβάσει; Η στιγμή μέχρι να αντικατασταθεί από ένα νέο κείμενο του ίδιου αρθρογράφου; Ο χρόνος που διεκδικεί στη σκέψη του αναγνώστη μέχρι να σβηστεί από άλλα γεγονότα, σημειώσεις, παρατηρήσεις ή και άλλα άρθρα; Και που πάνε τα άρθρα όταν πεθαίνουν; Όταν βγαίνουν εκτός κυκλοφορίας, εκτός αφής και εκτός μνήμης. Άραγε συνεχίζουν να συνομιλούν και τότε; Να επαναλαμβάνουν τα ίδια λόγια, τα ίδια σχόλια, την ίδια εκείνη μέρα που περιέχουν; Και αν όχι, τότε για τι θέματα μιλούν; Μήπως παραφράζουν τους εαυτούς τους; Μήπως αλλάζουν τη σειρά των λέξεών τους για να πούνε άλλες ιστορίες, άλλες παρατηρήσεις και άλλα σχόλια; Μήπως ακόμη σχολιάζουν -με ελαφριά διάθεση κουτσομπολιού- τους γραφιάδες και τους αναγνώστες τους; Προδίδουν τα μυστικά πίσω από τις γραμμές, τους συνειρμούς που ξεκινούν από τις δικές τους φράσεις, τις παραφράσεις και τις παρερμηνείες, τη σιωπή που κρύβει κάθε τι που ειπώνεται; (ίσως να είπαμε πολλά, άλλωστε και αυτό εδώ είναι ένα άρθρο και πολύ φοβάμαι πως θα μαρτυρήσει τις σκέψεις που μόλις διατυπώσαμε στα άλλα άρθρα που θα πάει να συναντήσει ακριβώς τη στιγμή που θα τελειώσετε την ανάγνωση του).

Μα η ερώτηση καμιά φορά είναι πολυτέλεια και πού χρόνος για τέτοια. Με το μάτι σε υπερένταση για την ανεύρεση του θέματος, κάθε φορά του νέου θέματος, κάθε φορά του ίδιου θέματος, σε τίτλους εφημερίδων, σε διαδικτυακά σχόλια, στα ψυγεία των φυλαγμένων για ώρα ανάγκης θεμάτων, σε άγραφα άρθρα που τριγυρνούν τους δρόμους, που στριμώχνονται σε λεωφορεία, διαδρόμους και μαγαζιά. Εδώ θα πλανηθούμε, στους χειρόγραφους δρόμους, με τους τροχούς βουλιαγμένους στη λάσπη της μελάνης, επαναλαμβάνοντας την ίδια φράση σαν τελετουργία ή σαν λόξυγκα, λερωμένοι από επιφωνήματα και από σημεία στίξης, ειπωμένοι μέσα στη φωνή της μέρας. 

Ποια η απόσταση που καλύπτουμε γράφοντας; 
Καμιά φορά γυρνάς πίσω σε παλιά γραφτά αναζητώντας τις μέρες που πέρασαν, τα γεγονότα, αναζητώντας την πορεία που σε έφερε πάλι σήμερα μπροστά στη λευκή σελίδα. Άρθρα που ξέχασες, ή που σε ξέχασαν, παρατηρήσεις και σχόλια που προσπαθείς να καταλάβεις τι σημαίνουν, καινούρια αδιέξοδα δρόμων παλιών. Προσπαθώντας να αναστήσεις τα περασμένα γραπτά –έστω για λίγο, όσο κρατά η ανάγνωση. Σαν μια μάταιη τεχνητή αναπνοή με το βλέμμα σου. Ανατρέχεις έτσι ανάποδα προς τα πίσω. Διαβάζεις τον εαυτό σου ανάποδα, σαν κρεμασμένο από τα πόδια. Μαζί με σένα και τα κείμενά σου ανάποδα, με όλες σου τις λέξεις να στάζουν τόνους. Και όλα μαζί σε αυτή την άβολη στάση παρακάμπτουν τα πολλά ερωτήματα για να συνηγορήσουν στο ένα Ερώτημα: 

Ποια η απόσταση που καλύπτουμε γράφοντας; Ό,τι και να καταφέρεις, ό,τι και να προσπαθήσεις, ό,τι και να φοβηθείς είσαι πάντοτε δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Γιατί πάντοτε προσπαθείς να καλύψεις τη μεγαλύτερη δυνατή απόσταση. Την απόσταση αυτή που εκτείνεται από την σιωπή στη λέξη και από εσένα στον Άλλο. Να μιλήσεις, απλά να μιλήσεις και αν είσαι τυχερός να μιλήσεις με τον άλλο. Κουβαλώντας πάντοτε την ψευδαίσθηση πως και εκείνος σου απαντά (μια ψευδαίσθηση που κάνει τα πάντα πιο αληθινά). Και τελικά –έστω για απόψε μόνο- το άρθρο σου να είναι ταυτόχρονα και το θέμα σου. Επιτρέποντας σου να αφιερώσεις λίγες λέξεις παραπάνω, στις λεγεώνες των τόσων άρθρων που ξεχάστηκαν και κυρίως στην μοναξιά των αρθρογράφων μεγάλων αποστάσεων.