Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Λαμπεντούζα, σήμερα (αναδημοσίευση)


 από τον COSTINHO

Αλέξανδρε θα'ρθεις; Πάμε στο νησί. Θα βουτήξουμε να δούμε την αρχαία πόλη.
Έπειτα θ'ανέβουμε ψηλά στο βράχο και θα φωνάζουμε στα καράβια που περνάνε.
Ο παππούς λέει ότι ήταν μια ευτυχισμένη πόλη. Βυθίστηκε από ένα σεισμό και κοιμάται
στο βυθό αιώνες τώρα. Βγαίνει από το νερό μια στις τόσες για μια στιγμή μόνο,
όταν το πρωινό αστέρι νοσταλγήσει τη γη και σταματήσει να κοιτάξει.
Τότε όλα σταματάνε. Κι ο χρόνος σταματάει.

Λαμπηδούσα· έτσι την αποκαλούσαν οι έλληνες ναυτικοί, κυρίως οι ψαράδες.Λεπάδουσσα εκ των Πελαγίων Νήσων, την αναφέρει ο Στράβωνας στους χάρτες του, μαζί κι ο Πτολεμαίος Κλαύδιος. Η μηχανή αναζήτησης δεν βγάζει άλλη γεωγραφία, μόνο αίμα, ημερομηνίες, σύντομες κραυγές και συνεχόμενους πνιγμούς. Και αριθμούς, αλλά στο περίπου. Αριθμοί από μέτρημα. Τον προπέρσινο Οκτώβρη τους μετρήσαν ακριβώς αυτούς που πήγαν στο βυθό. Τριακόσιοι εξηνταέξι. Πέρσι πήγαν πάλι μερικοί, κατά δεκάδες. Κάποιοι μετρημένοι, κάποιοι στο περίπου. Σήμερα πάλι. Ψάχνω στις μηχανές αναζήτησης και το ληξιαρχείο του βυθού δεν έχει ακόμα ενημερωθεί. Πάνω από διακόσιοι, διαβάζω κάπου.Τριακόσιοι, κάπου αλλού. Πέντε ήταν οι βάρκες, γράφουν στις ειδήσεις. Μπορεί να ήταν περισσότερες οι βάρκες, λένε οι άλλες ειδήσεις. Ο άνθρωπος μέτρησε την απόσταση να πάει στο φεγγάρι, πήγε και ήρθε, ξαναπήγε και πάτησε και ξαναήρθε, αλλά τις βάρκες που γυρίζουν ανάποδα ανοιχτά της Λαμπηδούσας ακόμα δεν βρέθηκε τρόπος να τις μετρήσει.

Μέρες τώρα θέλω να γράψω γι'αυτά τα τρένα, που όταν παλιώσουν και σταματήσουν τη ζωή στις ράγες -δηλαδή τη μεταφορά ζωής στις ράγες- τα ρίχνουν στη θάλασσα να ξαναμεταφέρουν ζωή. Ακίνητα πια, βυθισμένα, με ορθάνοιχτες όλες τις πόρτες και τα παράθυρα, χωρίς στάσεις και ράγες, χωρίς τις πάνω ζωές. Κι όπως συνήθως, κάπως περιμένω και μια άλλη εικόνα -κατά προτίμηση άσχετη, ασύνδετη εντελώς- για να κάνω τη δική μου σύνδεση, να ταιριάξω με τις λέξεις μου όσα στα μάτια είναι ασύνδετα, να κάνω τις λέξεις κρίκους, να φτιάξω αλυσίδες των πραγμάτων, να βρω ενώσεις. Αποθηκεύω τις εικόνες σε ένα φάκελο με τον τίτλο βυθός. Ο βυθός όμως δεν είναι μόνο τόπος της ποίησης. Βυθίζομαιλέμε, και δεν εννοούμε πάντα το ίδιο. Έπιασα να σκεφτώ μια συστάδα από βαγόνια με πνιγμένους ανθρώπους μέσα, να τα πετάνε στη θάλασσα και να ξαναπνίγονται, και τίποτα να μην ξαναγίνεται ζωή. Συνεχόμενοι πνιγμοί, ημερομηνίες με κραυγές, πλεξούδες μικρών κοριτσιών, μυστικά που ούτε οι ψαράδες δεν θα βρουν να μας πουν. Αυτοί που ξέρουν όλη τη θάλασσα και τόπους με κοράλλια και ζωή, και πολιτείες στο νερό, αρχαίες πόλεις που ξαναβγαίνουν μία στις τόσες, τότε που ο χρόνος σταματάει. Η κυριολεξία του βυθού νικάει την ποίησή του. Νικάει κάθε ομορφιά του.

Σήμερα το πρωί μια άστεγη γυναίκα, από αυτές που στις στάσεις του μετρό προσφέρουν μια σχεδία για να ζήσουν, έδινε κάτι σαν συνέντευξη στο πολιτικό ραδιόφωνο. Οι πολιτικές ερωτήσεις πάλευαν να την φέρουν στον εδώ κόσμο, των λέξεων και των τραγουδιών. Τη ρωτάνε ποιο τραγούδι θα ήθελε ν'ακούσει. Έχει ξεχάσει τι είναι η μουσική, λέει. Δεν κοιμάται ούτε στα παγκάκια, γιατί παλεύει -λέει- να μείνει ξύπνια να σκεφτεί· ποια σχέδια, ποια σχεδία θα πάει τη ζωή της πιο πέρα. Μία μέρα, λίγες μέρες, ένα κάτι σαν σπίτι, ένας ξενώνας με κάτι σαν φίλους, ένα κάτι που να το επαναλαμβάνει κάθε μέρα -για μια τέτοια βεβαιότητα να ελπίζει, έστω. Όλα κάτι σαν. Όχι όπως τα ήξερε ή τα ξέραμε, όχι όπως είναι για τους άλλους. Σαν. Κι αν έκλεινε τα μάτια και μπορούσε να ονειρευτεί ό,τι θέλει, να ονομάσει μία σκέψη της, την πιο ωραία σκέψη της -ρωτάει η φωνή- ποια θα ήταν αυτή; Να πουλήσει και σήμερα το περιοδικό, αυτό που πουλάει για να ζήσει. Αυτό απαντάει. Τη δουλειά της. Καμία μουσική, καμία άλλη σκέψη. Κανένας χρόνος που σταματάει. Εκεί όλος ο χρόνος, να παλεύει ένα περιοδικό να τον νικήσει.

Ψάχνω ενώσεις στην αλυσίδα, μα οι δύο κόσμοι αρνούνται να συναντηθούν. Ο βυθός της Λαμπηδούσας που καταγράφει ημερομηνίες και οι λέξεις μου που θέλουν να δουν ποίηση στα τρένα που φτιάχνουν ζωή στο βυθό. Δεν συναντιούνται. Κερδίζουν οι αριθμοί, οι ακριβείς και τα περίπου. Με κερδίζουν. Τα τραγούδια που παλεύω να φέρω από κάθε βυθό μου και η γυναίκα που έχει ξεχάσει τη μουσική. Κερδίζει αυτή, δηλαδή χάνω. Στάσεις, μετρό, σχεδίες, βυθός, βάρκες, πάλι, τρένα. Λέξεις με λίγα γράμματα και πόσες ζωές πάνω τους χαραγμένες. Διαφορετικές. Μακρινές και απομακρυσμένες. Που δεν σταματάνε ποτέ το χρόνο. Που δεν τις εξαίρεσε ποτέ ο χρόνος στους πνιγμούς του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.