Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άμεση Δημοκρατία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άμεση Δημοκρατία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Ατομικό - Διατομικό ή Διομαδικό; Τοπικό - «Εθνικό» ή Κοινωνικό; (αναδημοσίευση)



Του Αργύρη Αργυριάδη

Σύμφωνα με την παραδοσιακή θεώρηση κίνημα είναι η δραστηριότητα μιας ορισμένης κοινωνικής ομάδας που διέπεται από κάποια οργάνωση και επιδιώκει ορισμένους στόχους εναντίον ορισμένης κατάστασης, εναντίον θεσμών, εναντίον συνολικά μιας κατεστημένης τάξης και υπέρ κάποιων εναλλακτικών προοπτικών. Υπάρχει πληθώρα κινημάτων (π.χ. εργατικό, φοιτητικό, γυναικείο, αγροτικό, επαναστατικό, κ.λπ.) με αντίστοιχη ιδεολογική και θεωρητική υποστήριξη. Η αποτελεσματική όμως συμβολή ενός κινήματος στην αναδιαμόρφωση του υφιστάμενου συσχετισμού κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων είναι συνάρτηση: α) του τρόπου και του περιεχομένου της δράσης του, β) του βαθμού της θεωρητικής θεμελίωσης των στρατηγικών και τακτικών στόχων του, γ) των κοινωνικών αναγκών που εκφράζει, δ) της σύνθεσης, της μαζικότητας και της οργανωτικής συγκρότησης του, ε) της εσωτερικής και εξωτερικής κοινωνικής συγκυρίας.

Στο έργο του «Η ιστορία του κοινωνικού κινήματος στη Γαλλία», ο Στάιν παραβάλει την έννοια του κινήματος σε διαλεκτική αντιπαράθεση προς την έννοια του κράτους. Το κράτος είναι το στατικό και νομικό στοιχείο, ενώ το κίνημα είναι η έκφραση των δυναμικών τάσεων της κοινωνίας. Έτσι, το κίνημα είναι πάντα κοινωνικό και σε ανταγωνισμό με το κράτος, εκφράζει τη δυναμική προτεραιότητα της κοινωνίας επί των δικαστικών και κρατικών θεσμών.

Τα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα αποτελούν μορφές συλλογικής δικτυακής δράσης που διαμέσου της σύγκρουσης προσδοκούν στην αλλαγή μιας κυρίαρχης πραγματικότητας, μέσω μιας συλλογικής ταυτότητας ή νοήματος που τους δίνει το έναυσμα να κινητοποιηθούν. Ας δούμε όμως επιγραμματικά και τις προϋποθέσεις που θέτει ο Touraine για την ανάπτυξη κοινωνικών κινημάτων: (α) ο αγώνας να γίνεται στο όνομα ενός πληθυσμού, (β) αυτός ο αγώνας πρέπει να είναι οργανωμένος, (γ) το κίνημα οφείλει να εντοπίσει τον αντίπαλό του και (δ) ο αγώνας να μην διεκδικεί τα αιτήματά του μόνο για τους δρώντες του κινήματος, αλλά για ένα ευρύτερο σύνολο.

Μ’ αυτήν την έννοια, η άμεση δημοκρατία ως αντισυστημικό κίνημα διαφέρει ριζικά από ένα ρεφορμιστικό κίνημα απλής αγανάκτησης εφόσον το πρώτο στοχεύει στην αντικατάσταση των βασικών κοινωνικο-οικονομικών θεσμών και των συνεπαγομένων αξιών με νέους θεσμούς και αξίες, ενώ το δεύτερο στοχεύει απλώς στην αλλαγή των κυρίαρχων θεσμών («πχ, καλύτερη ρύθμιση της οικονομίας, της αγοράς κ.τ.λ.).

Η παραπάνω διάκριση ανάμεσα σε ρεφορμιστικά και αντισυστημικά κινήματα διαφέρει επίσης από τη συνηθισμένη διάκριση μεταξύ ρεφορμιστικών και επαναστατικών κινημάτων, σύμφωνα με την οποία τα πρώτα στοχεύουν στην αργή, σταδιακή αλλαγή και τα δεύτερα σε μια γρήγορη, απότομη αλλαγή, στην κοινωνικότητα (εύρος) της συλλογικής δράσης σε σχέση με το άτομο.

H αναλυτική διαφορά της συλλογικής έναντι της ατομικής δράσης χαρακτηρίζει τις νεωτερικές κοινωνίες, στις οποίες ο ιδιωτικός χώρος, ως χώρος του αγοραίου ατόμου και των δικαιωμάτων του, διαχωρίζεται από τον δημόσιο ή συλλογικό χώρο. Ανάλογα θεμελιώνεται η διάκριση του ατομικού συμφέροντος από το κοινό αγαθό ή συμφέρον.

Αλλά το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα που πριμοδοτεί στην εξέλιξή του το ατομικό, το αγοραίο και το εγωϊστικό αποτελεί, κατ’ αντιπαράθεση, το έδαφος της ανάπτυξης του συλλογικού, του αντιαγοραίου, του αλληλέγγυου, πρόκειται δηλαδή για μια συστημική αμφισημία. Η ίδια η κοινωνία των αστών που διαλύει τις προγενέστερες μορφές κοινοτισμού και αλληλεγγύης δημιουργεί τις προϋποθέσεις νέων συλλογικών δεσμών και συλλογικών κοινωνικών συγκροτήσεων.

Η οπτική του ατομικού συμφέροντος σε αντιπαράθεση με την οπτική της κοινωνικότητας είναι μια θεμελιακή προσέγγιση, η οποία δεν θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί στις συγκεκριμένες αναγνώσεις των σημερινών κοινωνικών κινημάτων. Για παράδειγμα, ορισμένες φορές, χαμηλά εισοδηματικά λαϊκά στρώματα κινητοποιούνται για θέματα που αφορούν τα άμεσα ατομικά τους ενδιαφέροντα σε ένα πολύ περιορισμένο χωρικά έδαφος, ενώ δεν επιδεικνύουν την ίδια ευαισθησία όταν ανάλογα προβλήματα τίθενται αλλού ή όταν τίθενται με τη μορφή γενικών (πολιτικών) αιτημάτων.

Επίσης, ενίοτε η συλλογικότητα διαρκεί όσο ο χρόνος προβολής του αιτήματος (βλέπε σύνταγμα – μεσοπρόθεσμο, κλπ) και στη συνέχεια οι συμμετέχοντες ακολουθούν τις προηγούμενες ατομιστικές τους στάσεις. Βεβαίως, η εμπειρία αυτή δεν αναιρεί την ανάγκη κατανόησης και ερμηνείας των γενικών κατευθύνσεων που ορίζουν κοινωνικά και πολιτικά ένα κοινωνικό κίνημα και οι οποίες δεν ταυτίζονται πάντα και απολύτως με τους μηχανισμούς κινητοποίησης όλων των φορέων και των ατόμων που το απαρτίζουν.

Άλλωστε το πρόβλημα με τις θεωρίες του ατομισμού, όπως π.χ. με τη θεωρία του Hobbes, δεν είναι ότι αντιμετωπίζουν υπαρκτά κοινωνικά φαινόμενα, αλλά ότι ερμηνεύουν το σύνολο των ατομικών κινήτρων και επιδιώξεων και το σύνολο των κοινωνικών δράσεων στη βάση της αγοραίας νομιμότητας και των αγοραίων αρχών της κοινωνικής συγκρότησης (π.χ καταμερισμός εργασίας – μηχανική αλληλεγγύη, δικαίωμα στην βία και στην αντίσταση κ.λπ). Σε κάθε περίπτωση στα αστικά κινήματα, η παράδοση της κοινωνικής αδελφοσύνης ενέχεται σε ταξικούς ή/και σε ιδεολογικούς (πολιτιστικούς) δεσμούς στη βάση των οποίων συγκροτείται μια σύγχρονου τύπου “κοινωνική αδελφοσύνη”.

Η θεωρία του Hobbes (17ος αι.) έχει ως αφετηρία το εγωϊστικό a priori και η συλλογικότητα γίνεται αντιληπτή ως “μέσον” από τη σκοπιά της χρησιμότητάς της στην ικανοποίηση των επιθυμιών και συμφερόντων των ατόμων, καθώς και ως μέσον αύξησης της δύναμης αυτών που συμμετέχουν. Ο Hobbes αρνείται τον πρωταρχικό ρόλο της κοινωνικότητας, λέγοντας ότι “δεν επιζητούμε εκ φύσεως την κοινωνία ως αυτοσκοπό, αλλά γιατί μπορούμε να αποκομίσουμε κάποιο αξίωμα ή κέρδος από αυτήν”.

Μπορούμε συνεπώς, στην περίπτωση του Hobbes, να μιλήσουμε για τη θεμελίωση μιας ατομιστικής χρησιμοθηρικής παράδοσης, στο πλαίσιο της οποίας η συλλογική δράση προσεγγίζεται και αιτιολογείται με βάση το κριτήριο της χρησιμότητάς της στην προώθηση της σκοποθεσίας των ατομικών ορθολογικών δρώντων.

Η ύπαρξη όμως στον άνθρωπο μιας θέλησης για κοινή ζωή, που απορρέει από μια τάση προς την κοινωνικότητα, είναι η αφετηρία κατανόησης του πώς δημιουργείται η συλλογικότητα ή η ομάδα. Η επιθυμία του “κοινού ζην” αποτελεί κατά τον Durkheim αξίωμα του ανθρώπου, πόσο μάλλον της άμεσης δημοκρατίας ως κίνημα.

Ο Nτυρκέμ προσεγγίζει τη σχέση των αναγκών και των επιθυμιών των ανθρώπων με τη συλλογική δράση, όχι εργαλειακά, όπως γίνεται στην παράδοση του ατομιστικού ορθολογισμού. Ούτε ως μια σχέση που προσδιορίζεται από τη θέση των ατόμων στο σύστημα παραγωγής ή την κοινωνική δομή, όπως γίνεται στο μαρξισμό. Η σχέση του ατόμου, της προσωπικότητάς του, των αναγκών και επιθυμιών και της ταυτότητάς του με την ομάδα και τη συλλογικότητα δεν είναι εργαλειακή, αλλά συστατική – οργανική. Δεν είναι δυνατόν, να φανταστούμε έναν άνθρωπο που έχει διαμορφώσει τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τα συμφέροντά του έξω από τη συλλογικότητα και που απλώς χρησιμοποιεί τη συλλογική δράση ως μέσον για την ικανοποίησή τους.

Η συλλογική δράση συνεπώς, δεν είναι απλώς ένα μέσον για την ικανοποίηση επιθυμιών και αναγκών, αλλά το πεδίο στο οποίο αυτές διαμορφώνονται, διαμεσολαβούνται και ελέγχονται. Αυτό γίνεται, πρώτα απ’όλα, μέσα από τα σημεία, τα σύμβολα και τις κοινωνικές αναπαραστάσεις, που είναι συλλογικά δημιουργήματα, ανήκουν δηλαδή στην ομάδα. Το διακύβευμα που ανέκαθεν προβλημάτιζε τον ελευθεριακό χώρο είναι πως θα γίνει η μετάβαση από το άτομο - στη συλλογικότητα με προορισμό την κοινωνικοποίηση του ατόμου χωρίς την εξατομίκευση της ομάδας.

Ας μη ξεχνάμε πως η κοινωνία, ως συντηρητικός μηχανισμός, δεν έχει ανάγκη το κίνημα, αντιθέτως το κίνημα έχει ανάγκη την κοινωνία, δηλαδή το πλήθος των ανυποψίαστων για να αυτοπραγματωθεί, να ικανοποιήσει τον ορισμό του. Η αμεσοδημοκρατική σκέψη δεν βρίσκεται προγεγραμμένη σε κανένα γονίδιο, αλλά αντίθετα έχουν καταγραφεί πολλά πολιτικά γονίδια που στη πράξη έχουν καταδείξει ότι αν και στην αρχή δεν κατείχαν την όποια ανατρεπτική σκέψη και την συνακόλουθη διάθεση της εκ βάθρων αλλαγής στην συνέχεια αποκτούν αυτά τα χαρακτηριστικά ριζοσπαστικοποιούμενοι.

Εν κατακλείδι, η άμεση δημοκρατία συνεπώς δεν είναι η εφεύρεση ενός νέου δόγματος ή πρωτοπορίας αλλά η επιστροφή στο κοινωνικό που δεν είναι άλλο από το διατομικό στο διομαδικό χαρακτηριστικό (δηλαδή, από την ομογενοποίηση της ταυτότητας, στην πολυμορφία του διαφορετικού, αλλά με κοινό νόημα). Άλλωστε η Άμεση Δημοκρατία ως κοινωνικό κίνημα θα πρέπει να μπορέσει να ζητήσει από την κοινωνία να αλλάξει τον κόσμο, όχι απλά χωρίς να καταλάβει την εξουσία αλλά να την καταστρέψει ή τουλάχιστον να την καταργήσει στην πράξη αποδομώντας την.

Πηγή: http://www.babylonia.gr
οι υπογραμμίσεις είναι του διαχειριστή