Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα για την Ελένη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα για την Ελένη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

ήταν πολύ νωρίς (αναδημοσίευση)


Posted by Кроткая
Κάθομαι και κοιτάω το άσπρο ηλεκτρονικό χαρτί και σκέφτομαι μονάχα πως το μόνο που λυπάμαι είναι εκείνα τα βράδια που έφυγα νωρίς από την Ιπποκράτους, εκείνα τα Χριστούγεννα που πάλι την είχαμε κλείσει (την Ιπποκράτους ντε) με γέλια και ποτά στα χέρια, κι ίσως να ήταν η τελευταία φορά που σε είδα, και μού’χες φανεί καλά, αλλά έφυγες εσύ πολύ νωρίς.

Εκείνο το βράδυ έφυγες νωρίς. Αλλά και γενικά. Ξαναδιαβάζω τα δώρα και νιώθω πλούσια, δεν ξέρω ποιο να πρωτοδιαλέξω, σου χρωστάω ξέρεις πολλά, αλλά δε στό’πα ποτέ, αυτή τη μαλακία κάνουμε μωρέ, νομίζουμε πως θα είμαστε εδώ για πάντα και δεν μιλάμε, δεν λέμε στους ανθρώπους αυτά που λάμπουν στα μάτια μας, το αφήνουμε για αργότερα, μην και μας πέσει η μύτη, και μετά είναι αργά πια και λες γαμώτο, έφυγε, πέρασε η ώρα, πέρασε η μέρα, πέρασε η ζωή -και δεν πρόλαβα.

Πάλι για μένα θα πω, αυτό το «δεν πρόλαβα» δεν παίζει να ξανασυμβεί, άλλαξα ούτε και φαντάζεσαι πόσο, δεν υπάρχει «δεν πρόλαβα», δεν υπάρχει «άστο για αύριο», όχι, αύριο θα είναι αργά, αύριο παίζει και να μην προλάβω, τώρα, τώρα πρέπει, τώρα *θέλω*. Τώρα που το νιώθω, τώρα που έχω τις λέξεις έτοιμες και θέλουν λίγο σπρωξιματάκι για να αρθρωθούν. Λίγο τσιπουράκι.

Λίγο τσιπουράκι, σαν εκείνο που πίναμε στην Ιπποκράτους, γαμώτο σου, και βρίζαμε όλοι μαζί το μλκ τον κουμπάρο σου που γενικά σπαστικός είναι -το ξες- αλλά τους αγαπάμε τους σπαστικούς που μας κάνουν να γελάμε και μπορούμε άνετα να τους βρίζουμε και μετά πάλι να γελάμε.

Άλλαξα που λες. Δεν κάνω πλάνα γιατί βαρέθηκα να κάνω το θεό να γελάει, λέω καλύτερα να γελάω εγώ. Δηλαδή μερικά πλάνα τα κάνω, όχι μόνη, με όσους θέλουν να ακολουθήσουν. Όποιος θέλει καλώς, όποιος δε θέλει κρίμα. Αλλά αν έμαθα κάτι στο ίδρυμα (ξές, το ίδρυμα της Ιπποκράτους), είναι πως είναι καλό να αφήνεις τους ανθρώπους να ανθίσουν, και τα ζιζάνια καλά είναι, γνώση και εμπειρία, ειδικά όταν τα ξεριζώνεις. Πιο καλά όμως ακόμα να ποτίζεις το σπόρο της αμφιβολίας και μετά να τον βλέπεις να θεριεύει.

Όλοι αλλάζουμε, όλα αλλάζουν, αυτή είναι η ουσία στη ζωή, αυτή είναι η ζωή τελικά. Κι ακόμα κι αν μένουμε αμετακίνητοι, πάλι αλλάζουμε, γιατί αλλάζει το πλαίσιο, οπότε αναγκαστικά αμετακίνητος εσύ σε άλλο φόντο, κι αυτό ακόμα συνιστά αλλαγή και εξέλιξη, ανεξάρτητα από σένα. Ανθρώπινο να φοβόμαστε το ξένο, το διαφορετικό, το καινούριο, το άγνωστό. Θαρραλέος δεν είσαι επειδή δε φοβάσαι. Θαρραλέος είσαι όταν φοβάσαι, αλλά παρόλαυτά πηγαίνεις, τολμάς, πράττεις κι ας τρέμεις.
***παύση***
νοτιφικέσιο στο φβ. αυτό.

Πάνω που σκεφτόμουν πως κι ο θάνατος είναι κομμάτι της ζωής. Πάνω που ξαναθυμόμουν την απόλυτη εκλογίκευση αυτού που δε χωράει στο μυαλό του ανθρώπου. «Στις κηδείες δεν κλαίμε για κείνους που έφυγαν. Κλαίμε για εκείνους που έμειναν πίσω, κλαίμε για μας.» Φυσικά. Γιατί ο άλλος την έκανε και πια δε νιώθει, εμείς όμως νιώθουμε ακόμα και ζούμε και όχι, δεν το χωράει ο νους του ανθρώπου. Και δεν τη δέχεται βρε αδερφέ την αδικία, δεν την θέλει.

Πάω να γράψω «μου λείπεις». Αντί γι’αυτό προτιμώ να πω πως χαίρομαι που σε γνώρισα, που έζησα το μοίρασμα, την αίσθηση να ξαναγίνομαι μαθήτρια και να ρουφάω την κάθε λέξη, το κάθε πείραγμα, το κάθε απόσταγμα σοφίας που έλαβα από σένα. Χαρά και ευγνωμοσύνη μόνο. Κρίμα για όποιον δεν είχε τη δική μου τύχη, ακόμα χειρότερα για όποιον δεν κατάλαβε. Και ξυπνάει ο ελιτισμός μου και μου ψιθυρίζει πως όποιος δεν κατάλαβε δεν το άξιζε, αλλά δεν είναι ώρα τώρα γι’αυτά. Τέρμα πια με τα δηλητήρια. Αρκετό δηλητήριο κύλησε στις δικές σου φλέβες, φτάνει να καταστρέψει ολόκληρη χώρα.

Εγώ δεν ήμουν εκεί όταν σου είπαν το τελευταίο γεια χαρά. Αλλά νιώθω να φουσκώνω από χαρά και περηφάνεια που ήταν εκεί άνθρωποι που δε σε γνώρισαν καν. Έτσι πρέπει να γίνεται, αυτό είναι το σωστό. Ένα θησαυρό πρέπει να τον μοιραζόμαστε, ακόμα και αν είμαστε πια στο «και πέντε», δεν είναι αργά.

Σαν την αγάπη: όσο πιο πολλή δίνεις, τόσο πιο πολλή έχεις. Χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς αστερίσκους, χωρίς απαιτήσεις, χωρίς προσδοκίες. Και χωρίς επεξηγήσεις. Αγαπάς γιατί απλά δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά. Ή αγαπάς ή δεν αγαπάς. Δεν έχει λίγο, πολύ, μέτρια. Δεν είναι καφές η αγάπη. Μερικά μεγέθη είναι απολύτως απόλυτα, και αυτά είναι που αξίζουν, αυτά είναι που γεμίζουν, εκεί είναι η ουσία.

Η αγάπη είναι το αντίθετο της σύγκρισης. Στην αγάπη δε χωρούν τα γιατί. Γιατί έτσι. Γιατί αγάπη. Στην αγάπη δεν υπάρχει το πιο και το λιγότερο. Αγάπη τόσο. Αγάπη έτσι. Χωρίς ερωτηματικά. Χωρίς σημεία στίξης. Συνεχής και αρμονική ροή είναι η αγάπη.

Και δε σταματάς να αγαπάς επειδή ο άλλος έφυγε. Και τι πα’να πει «έφυγε»; Τι πα’να πει «πέθανε»;
***
 

Άνοιξα σήμερα, για χάρη σου, ένα κουτάκι με αναμνήσεις. Βρήκα εκεί μέσα ξεχασμένα, καλά και κακά. Θύμωσα, στεναχωρήθηκα, μετάνιωσα, έκλαψα, χαμογέλασα, έσκασα στα γέλια, μου κόπηκε η όρεξη, μου κόπηκε ο βήχας, ντράπηκα λίγο, αναστέναξα από χαρά, αναστέναξα από λύπη.
Ένιωσα.
Έζησα.

Ευχαριστώ.

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

5/02 (αναδημοσίευση)


Κοιτάζω χαμηλά όταν μιλάω για αγάπη,
γιατί δεν ξέρω,
αν είναι σωστό να αγαπάω
όπως εγώ το νιώθω και το έχω μάθει.
Σκύβω το κεφάλι,
σε όλους όσους προσπαθούν να αγαπάνε
και δίνονται ολόκληροι
σε αυτή τη τεράστια προσπάθεια
να μείνουν ζωντανοί.

Κατεβάζω το βλέμμα όταν είμαι δίπλα σου,
γιατί είσαι ολόκληρος η ύστατη προσπάθεια
να νιώσω ζωντανή
να νιώσω ότι μπορώ και ξέρω
να είμαι σωστή
για εσένα, για εμάς.
Κοιτάζω μακριά όταν σου μιλάω,
γιατί ντρέπομαι να σε κοιτάξω στα μάτια.
Μιλάω συνέχεια όμως
και δακρύζω συνέχεια.
 
Όλα ξέρω να τα πω,
αλλά αυτή η ανάγκη μου για βοήθεια,
βγαίνει μόνο υγρή από μέσα μου
σαν ποτάμι
και τους παρασέρνει όλους.
Είδες, δεν ξέρω πώς γίνεται,
να είσαι χείμαρρος,
αλλά να μην είσαι επικίνδυνος.
Τουλάχιστον προσπαθώ, έτσι δεν είναι;

Σου απλώνω τα χέρια,
θέλω να σου δείξω,
ότι είναι όλα δύσκολα όταν παλεύεις
με τον εαυτό σου.
Σου απλώνω τα χέρια,
με ένα περίστροφο
και ξέρω πως ίσως σκοτωθούμε και οι δύο
αλλά μη φοβάσαι
έτσι πέθαινα κι εγώ μέρα με τη μέρα,
στην ιδέα και μόνο ότι το κρατάω.
Αν νικήσεις την ιδέα
κερδίζεις τη ζωή.

Σου κλείνω τα μάτια,
να μην δεις ότι κι εγώ,
να μην δεις τους ανθρώπους να πονάνε,
να μην δεις τις πληγωμένες αγάπες,
να μην δεις τα δάκρυα που ίσως χυθούν και σήμερα,
να μην δεις το άγχος,
τον πόνο,
τη φτώχεια τον ανθρώπων.


Σου κλείνω τα μάτια,
για να νομίζεις ότι τον αλλάξαμε κιολας τον κόσμο.
Αλλά εγώ δεν τα κλείνω ποτέ.
Δεν κοιμάμαι ποτέ.
Γιατί ακόμα δεν έχω προλάβει
και πρέπει να κάνω κάτι
απλά για να πω πως έζησα.
Μόνο για να έχω κάτι χειροπιαστό
που να επιβεβαιώνει πως δεν παρασιτούσα,
πως βοήθησα,
τα επόμενα μάτια να κλείνουν από μόνα τους,
να κοιμούνται ήσυχα,
να ξέρουν πως τα αγάπησα.
 
Σε καρφώνω με το βλέμμα,
όταν ο κόμπος έχει φτάσει στο λαιμό.
Για να μοιραστούμε λίγο από το άγχος
του «δεν πάει άλλο».
 
Παίρνω αργά- αργά τα χέρια μου,
από τα μάτια σου,
για να μην σε τρομάξω.
Και βαδίζω ελαφριά,
σαν τη γάτα
που δεν θέλει να την καταλάβουν.
Ένα βήμα τη φορά.
 
Γιατί πρέπει και να προσέχω,
να ζω και αύριο
να είμαι καλά
για να μάθω να σε αγαπάω καλύτερα.

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Λάθος είναι ο φόβος του λάθους (αναδημοσίευση)



Το ανώτατο σημείο στην Τέχνη είναι το λάθος. Γιατί το λάθος είναι το ρήγμα (ή και το όρυγμα) σε όσα ήξερες μέχρι τώρα. Θα ήταν μάταιο να αναφέρουμε τον μακροσκελέστατο κατάλογο εκείνων που έγιναν γίγαντες στο διηνεκές της Ιστορίας Της Τέχνης (και της ανθρωπότητας επομένως), κάνοντας λάθος, αρνούμενοι δηλαδή την καθεστώσα άποψη περί της αισθητικής ορθότητας. Θα μπορούσαμε έτσι, να ισχυριστούμε βάσιμα ότι η Ιστορία της Τέχνης είναι η Ιστορία λαθών που αποκάλυψαν καινούργιες θεάσεις, καινούργιες βαθύνσεις, καινούργιους τρόπους του κόσμου επισωρεύοντας ταυτοχρόνως καινούργιες εικόνες και γραφές στο βαρύ παλίμψηστο του χρόνου. Από τη μια δηλαδή να αποκαλύπτεις τις διαδοχικές επιστρώσεις των λαθών, όπου η κάθε μια είναι ένας ολόκληρος συγκλονιστικός αιών (υπό την έννοια της στιγμιαίας αιωνιότητας και όχι της χρονομετρικής τακτοποίησης) και από την άλλη να συμπεραίνεις και να προχωράς με όλο το βαρύ φορτίο σου, δηλαδή όλη τη βαριά συν-κίνηση στην γενναιότητα του επόμενου βήματος και πιθανώς στη γενναιότητα ενός επόμενου λάθους. Αλλιώς δεν γίνεται και δεν έγινε. 
Έτσι προχώρησε το πράγμα. Έτσι προχώρησε, προχωράει και θα προχωράει η εποποιία της ανθρωπότητας προς τη Γνώση. Το ανώτατο σημείο σ’ αυτή την πορεία είναι το λάθος. Ακόμα και το άγριο. Γιατί στο τέλος εκείνο που αποστραγγίζεται από το λάθος – δηλαδή από το ενεργειακό κατάλοιπο της κίνησης – είναι το συμπέρασμα. Το ασταθές παρόν της σκέψης που χρησιμεύει μόνο ως τόπος θεωρητικής κολάσεως (επειδή κολάζει την ακινησία) και σε παρακινεί στο επόμενο βήμα.

Λοιπόν, λάθος είναι ο φόβος του λάθους. Γιατί ο φόβος του λάθους μας κάνει αγάλματα. Και τότε δεν θα έχουμε να δώσουμε τίποτα σ’ αυτόν που μας τείνει χείρα βοηθείας. Δηλαδή δεν θα έχουμε να προσφέρουμε στο συμπέρασμα που θα υπερκεράσει τα καθέκαστα δεδομένα.

Ο φόβος του λάθους συνεπώς, συνιστά απόρριψη. Όχι μόνο του άλλου. Ταυτοχρόνως συνιστά και μουμιοποίηση του εαυτού σου επειδή δεν μπορείς να δεχτείς την οδύνη του άλλου. Αυτό είναι το λάθος: το απορρίπτειν. Την κίνηση. Το λάθος. Τη γνώση. Θέλω να πω, ότι εν τέλει ο φόβος του λάθους είναι απόρριψη προόδου. Είναι το α-σθενές στήθος που αδυνατεί να αρθεί στο ύψος των λαθών του. Γιατί βέβαια τα λάθη είναι αντανάκλαση προσπαθειών. Ανάλογα με την ποιότητα της προσπάθειας είναι και η ποιότητα του λάθους.

Με άλλα λόγια: δεν είναι εύκολο πράγμα το λάθος. Εύκολο είναι το αλάνθαστο για μία και μόνη λεπτομέρεια: επειδή το αλάνθαστο δεν υπάρχει. Δεν υπήρξε ποτέ. Αλάνθαστος είναι μονάχα ο θάνατος. Κι αυτό εξ όσων γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.

Είναι λοιπόν, βαθύ πράγμα το λάθος. Είναι το νεύμα της ύπαρξης προς το άλλο σκοτεινό Εγώ της. Το λάθος είναι η μεθυστική συνθήκη που εκτινάσσει της παραβατική (προς τις καθολικές «θεότητες») σκέψη. Το λάθος πυροβολεί. Κυρίως αυτόν που το κάνει. Το θήραμα διαφεύγει. Το λάθος δηλαδή, οργανώνει το παρηγορητικόν Είναι: την πραγματικότητα.

Δουλειά μας είναι να την ξαναφτιάξουμε. Αλλιώς. Με άλλα λάθη.

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016

Μια αγκαλιά από όνειρα (αναδημοσίευση)

~ Αντώνης Μιζαντζίδης 

Τα βράδια έχεις μια παράξενη συνήθεια. 
Γίνεσαι αέρας ή συναίσθημα. 
Συναίσθημα…
Συναίσθημα από αυτά που σε αρπάζουν από το χέρι 
Δίχως να σε ρωτήσουν. 
Και σε ταξιδεύουν. 
Σε πάνε σε μέρη όπου ο πόνος είναι φίλος, 
Η χαρά και η μελαγχολία παίζουν πιασμένες από το χέρι. 
Και μετά 
Γίνεσαι αναμνήσεις. 
Αναμνήσεις που δεν έχουν όρια. 
Μόνο χαμόγελα και δάκρυα. 
Οι ώρες κυλούν κι η μορφή σου αλλάζει πάλι. 
Γίνεσαι σκληρή… 
Έχεις το άρωμα ανθισμένης προσμονής 
Και φέρνεις λησμονιά. 
Βαραίνεις το νου με όμορφες στιγμές. 
Και μετά τις κλέβεις. 
Και μου αφήνεις ένα κενό. 
Που κανένα όνειρο δεν μπορεί να γεμίσει. 
Μ’ αφήνεις να θυμάμαι το πόσο μόνος είμαι. 
Κι ίσως να είναι αυτό που δεν μπορώ να σου συγχωρήσω. 
Πως κάποτε, μ’ έκανες να μην βλέπω την πικρή εικόνα της μοναξιάς. 
Κι αυτό που πονάει, 
Είναι πως μ’ άφησες να παλεύω μονάχος μ’ αυτό που μου χάρισες. 
Κι εγώ δεν ξέρω τι να κάνω 
Γιατί πότε γίνεσαι αεράκι, πότε συναισθήματα και πότε αναμνήσεις. 
Αλλά, μόλις περάσει λίγο η ώρα 
Και η ηρεμία έρθει και γδύσει την ψυχή μου, 
Γίνομαι κι εγώ αέρας, ή συναίσθημα. 
Και πετάω σε κάτι κόσμους… 
Κάτι κόσμους περίεργους ή παράξενους θα τους έλεγε κανείς. 
Είναι μέρη που τα έχω φτιάξει με κόπο 
Κι έχω βάλει τα πιο όμορφα μου χρώματα. 
Μα έχω μια γωνίτσα πιο δική μου από τις άλλες 
Που την έχω βάψει μαύρο, με βαθύ γαλάζιο και βαθύ μωβ 
Κάθομαι εκεί και ξεχνιέμαι με τις ελπίδες που μετράνε τ’αστέρια. 
Κι από εκεί πέρα, κλέβω λίγο λίγο το υλικό του κόσμου μου. 
Κλέβω κομματάκια του και τα φέρνω στον κόσμο αυτό. 
Να χαρίσω ένα κομματάκι από το υλικό με το οποίο φτιάχνονται τα όνειρα 
Σε κάποιον το έχει πιο πολύ ανάγκη. 
Κι αυτοί μου λένε ευχαριστώ… 
Πόσο ανήξεροι είναι… 
Πόσο αθώοι γίνονται… 
Θα θυσίαζαν ότι πιο σημαντικό έχουν για ένα ξερό όνειρο. 
Εκτός από τον χρόνο τους ίσως, για να φτιάξουν ένα δικό τους… 
Γιατί γίνεσαι μελαγχολία; 
Γιατί γίνεσαι απουσία, χαμόγελο, λησμονιά, αγάπη..; 
Γιατί δεν αποκτάς μορφή, να σε νιώσω δίπλα μου και να σ’αγγίξω..; 
Να χαϊδέψω τα μαλλιά σου, να σε δω να κλείνεις τα μάτια σου. 
Κι ίσως να χαμογελάς. 
Να σε δω να χαμογελάς για εμένα… 
Να μου δώσεις αυτό το δώρο κι εγώ να σου χαρίσω μια αγκαλιά από όνειρα… 
Μα στο τέλος, ότι και να γίνει 
Βρίσκομαι πάλι μόνος σ’ ένα άδειο δωμάτιο. 
Να χαζεύω κάποια εικόνα του εαυτού μου. 
Και να ζυγίζω καταστάσεις. 
Και στο τέλος 
Πάλι να σου θυμώνω… 
Γιατί μ’ έκανες κάποτε να μην αισθάνομαι μοναξιά 
Και μ’ άφησες μόνο μου να το θυμάμαι…

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Η σιωπή που τρυπάει καρδιές... (αναδημοσίευση)


Από enfo.gr

Ο πόνος, έχει τον τρόπο του να σε αλλάζει. Σε κάνει να βλέπεις αλλιώς την ζωή και να κοιτάς κατάματα τους γύρω σου. Κάπως έτσι λοιπόν, εκείνοι που συνάντησαν στη ζωή τους πολλές απώλειες, πολύ θάνατο, συνεπώς και μοναξιά, χωρίς να το θέλουν έγιναν πιο ανθεκτικοί από εμάς. Διαφορετικοί. Ξέρουν πως η στιγμή μετράει, αυτή γεννάει την αμέτρητη ευτυχία, αυτή και τις ανηφοριές. 

Κάθε ώρα είναι τώρα, κάθε συναίσθημα απόλυτο και οφείλεις να το καταθέτεις πριν χαθεί μαζί σου. Σκέφτονται καθημερινά πόσο εύθραυστη είναι η ζωή και είναι σχεδόν μονίμως αφηρημένοι. Σέβονται κάθε τι ζωντανό. Ζητούν συγγνώμη, λένε ευχαριστώ και πάντα μα πάντα, το εννοούν. Ισως αργούν στις αντιδράσεις τους, αλλά μη τους παρεξηγήσεις. Είναι που κουβαλάνε πολλά χαμόγελα και όνειρά στις τρύπιες τσέπες τους. Εκείνοι είναι ταπεινοί. Διόλου εγωιστές, δεν θέλουν να προσβάλουν κανέναν, ούτε και να ενοχλούν. Δεν μιλάνε πολύ, προτιμούν να παρατηρουν τον κόσμο γύρω τους. Ντρέπονται και γελούν σα μικρά παιδιά. Τους αγαπούν όλους, αλλά εμπιστεύονται ελάχιστους και δεν κάνουν κακό σε κανέναν. Σήκωσαν πολλή πραγματικότητα στους ώμους τους και πλησιάζουν τον κόσμο με μια σκληρή ευαισθησία εξαιτίας αυτού του βάρους και μια ανεπιτήδευτη αυθεντικότητα. Παίρνουν πολύ προσωπικά τη βροχή, σαν τους ποιητές, για αυτό και δεν θα δεις ποτέ κανέναν τους να κρατά ομπρέλα... Δεν κουβαλάνε θυμό μέσα τους, ούτε κακία. Μια θλίψη μόνο, μια βαθιά θλίψη που προτιμούν να την αφήνουν να κοιμάται και αχνοφαίνεται μόνο στα μάτια τους, όταν χαμογελούν ακαταλαβίστικα και ανεξήγητα για σένα και για μένα, που δεν φορέσαμε ποτέ τα παπούτσια τους... 

Δεν θα παραδεχτούν ποτέ πως πονάνε, γιατί γνωρίζουν πως ο ανθρώπινος πόνος δεν μοιράζεται, ούτε και μετριέται. Ούτε και θα παλέψουν για να τους αποδεχτείς, αφού η ίδια η ζωή τούς επέλεξε για να ξεχωρίζουν. Ίσως να είναι απότομοι και νευρικοί, απαιτητικοί ακόμα, αν σ' αγαπούν. Μα όλες τους οι αντιδράσεις είναι γνήσιες, γιατί στέκονται δίπλα σου στα ίσα, χωρίς καβάτζες. Αν συναντήσεις έναν τέτοιο άνθρωπό ποτέ, μην ψαχουλέψεις την ψυχή του, αποδέξου τον κι αγάπησέ τον αν μπορείς. Αλλιώς, άφησέ τον να συνεχίσει το δρόμο του...

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

η ιστορία της ομορφιάς (αναδημοσίευση)

από τον COSTINHO

θέλεις; θέλω πάντα.


η πιο σύντομη ιστορία, η πιο μεγάλη.
μάτια πάνω στον άλλον
μάτια πάνω στον άλλον

παραπάτημα στις σκάλες ίσα για να αλλάξει η μουσική
σα να πήδηξε η βελόνα ή σα να κόλλησε
τόση ώρα που δεν λένε να αλλάξουν πλευρά
που δεν λένε να αλλάξουν πλευρά
που δεν λένε να αλλάξουν
που δεν λένε.

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Το θέμα είναι (αναδημοσίευση)


Το θέμα είναι να εκδικηθούμε το θάνατο. Ο έρωτας είναι η μόνη μας εκδίκηση απέναντι στο θάνατο. Το θέμα είναι να αγκαλιαζόμαστε κάθε μέρα σφιχτά, να νιώθουμε τη ζεστασιά των κορμιών μας να καίει. Αυτά περίπου μου είπε η φίλη μου η Ε. ένα απόγευμα στα τέλη του Σεπτέμβρη, είχε μόλις θάψει τη μάνα της και φύσαγε ένα ελαφρύ φθινοπωρινό αεράκι. 

.Το θέμα είναι τα μεσημέρια του καλοκαιριού να τα περνάς με Μητροπάνο στην καντίνα με τις πλαστικές καρέκλες του γύφτου, να κερνάς ούζο τη δίπλα σου παρέα, να λες είναι ωραία η πουτάνα η ζωή. Το θέμα είναι, όταν το ηλιοβασίλεμα απλώνει τα γαμψά του νύχια και το αλκοόλ ανασηκώνει τα πέπλα της πραγματικότητας, εσύ να απαγγέλλεις στίχους του Λειβαδίτη: Αυτό το άστρο στον ουρανό είναι η πέτρα που είχαμε στο στόμα, μην και ξεφύγει ο στεναγμός μας. Το θέμα είναι να γυρνάς νύχτα απ’ την παραλία και το ραδιόφωνο να παίζει Χαρούλα, να τρέχεις να ξαλμυριστείς στα γρήγορα γιατί σε λίγο σε περιμένει η παρέα για μπύρες κάτω απ’ την κληματαριά. Το θέμα είναι να ανάβεις φωτιές με μικρά ξυλάκια στις πιο απομακρυσμένες παραλίες, η θάλασσα να είναι γεμάτη προσμονή και το βλέμμα του να αστράφτει. Το θέμα είναι να θέλεις τον κόσμο και να τον θέλεις τώρα γιατί το αύριο δεν θα έρθει ποτέ. Το θέμα είναι να νοικιάσεις ένα σπίτι σαν παιδική ζωγραφιά να το γεμίσεις γλάστρες με δυόσμο (θα ‘ρθουν χρόνια με νέες απώλειες σου λέω). Το θέμα είναι να χάνεσαι στα μονοπάτια με πυξίδα απορυθμισμένη. Να πίνεις αψέντι και η πράσινη νεράιδα να σε παίρνει απ’ το χέρι πάνω απ’ όλες τις θάλασσες του Λιβυκού. Το θέμα είναι να κάνεις έρωτα σε όλες τις παραλίες του Λιβυκού. Μετά, να αποχαιρετάς το καλοκαίρι με ρούμι και τζιτζιμπίρα στη ζεστή ακόμα άμμο, οι κεραυνοί να φωτίζουν τη νύχτα στην άκρη του ορίζοντα κι ένα ωραίο μπλε φεγγάρι να σου παίρνει το μυαλό. Το θέμα είναι να στάζει ο ιδρώτας απ’ τα μέτωπα σε σώματα που παλεύουν σε άδεια στρώματα. Να λες μοναδική μου πατρίδα είναι ο πούτσος, η κωλοτρυπίδα του, το στήθος, το μουνί της. Το θέμα είναι να πεθαίνεις κάθε που τα σώματα σπαράζουν. Να τρέμεις απ’ τον πόθο και να λες αυτή είναι η δική μου εξέγερση απέναντι στο χρόνο, στον αιώνα, των αιώνων, αμήν. Το θέμα δεν είναι να σώσουμε τον κόσμο ή να πραγματώσουμε την ουσία της ανθρωπότητας, το θέμα είναι να μάθουμε να μην τιναζόμαστε στα χάδια σαν καλώδια ηλεκτροφόρα.

.Το θέμα είναι να εκδικηθούμε το θάνατο, να τα ξοδέψουμε όλα πριν μας ανακαλύψει εκείνος, την ώρα της μοιρασιάς να μας βρει ξεβράκωτους, τίποτα να μην έχει να μας πάρει. Κι ο έρωτας η μόνη μας εκδίκηση απέναντι στο θάνατο. Το θέμα είναι να αγκαλιαζόμαστε κάθε μέρα σφιχτά, να νιώθουμε τη ζεστασιά των κορμιών μας να καίει. Αυτά περίπου μου έγραφε στο μήνυμα της η φίλη μου η Κ. κάπου στα μέσα του καλοκαιριού, Νίκο ο Παναγιώτης μας δεν τα κατάφερε, η κηδεία είναι τη Δευτέρα στις 3, ήταν ήδη απόγευμα κι όμως ο ήλιος έκαιγε ακόμα, καυτός.

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Ανδρομάχη (αναδημοσίευση)

από τον COSTINHO

χαρά που φεύγει στα ψηλά 
θυμός που πέφτει κάτω 

 Να νιώθεις εξαπατημένος χωρίς να έχεις συμφωνήσει τίποτα. Να είσαι μέρος της απάτης· εκείνης που σου επιστρέφει γλυκά πρόσφορα, έτοιμα να τα ξαναρίξεις με όλη τη φόρα στη φωτιά. Στη φωτιά. Μέσα εκεί μόνο σου μίλησα αληθινά, φωτεινά -η φωτιά βγαίνει από τη λέξη φως, και φως βγαίνει από τη φωτιά- εκεί σου είπα τα πάντα, όποιο κι αν ήταν τ'όνομά σου, όποια κι αν ήταν η μορφή σου. Φίλος, γυναίκα, δουλειά που πρέπει να κλείσει, χαζολόγημα με τον διπλανό για να περάσει η ώρα, πλάκα με το καθετί για να περνάνε όλα, για να περνάς όλος, όλα απ'τη φωτιά μιλώντας, όλα στη φωτιά. Να τα ρίξεις και πυρωμένα να σε ξαναβρούν, να σε καίνε, να ανασαίνεις φλεγόμενος, να απειλείσαι και να απειλείς, να ρίχνεσαι και να σε ρίχνουν, να μη βγαίνει κανένα μέτρημα υπέρ σου, κι αυτό γιατί μέσα στη φωτιά κανείς δεν μπόρεσε μέχρι τώρα να μετρήσει, μόνο απέξω μετράνε, μόνο έξω σε μετράνε. Να απατάς και να σε απατούν, να κοροϊδεύεις με χίλιους τρόπους το θάνατο, να γελάς με κάθε σήψη, με κάθε τι που διαφημίζει την παρακμή του και ξεφτιλίζει κάθε ιερή σου λέξη. Να έχεις τα δάχτυλά σου μέσα σε μαλλιά για να αγγίζεις το πρόσωπο του άλλου, το μέρος που κρύβεται και δεν βλέπει ο ήλιος και έτσι δεν του αφήνει ρυτίδες (οι ρυτίδες είναι σημάδια της επαφής μας με τον ήλιο ή την πραγματικότητα, λένε), το μέρος του κεφαλιού που πάντα προστατεύει τις περιοχές που φτιάχνουν τις σκέψεις -τόποι είναι και οι σκέψεις, τόπο θέλουν και ζητούν. Να είσαι τόσο κοντά του, τόσο πυρακτωμένα να αγγίζεις το ο,τιδήποτε. Δεν το συνηθίζεις, γιατί με τη μία θα σε πουν ερωτευμένο, θα παρεξηγηθείς ίσως.

Μόνο ερωτευμένος, λένε, μπορείς να το κάνεις, μόνο τότε δικαιολογείται· τότε, που δεν έχεις καμία άλλη δικαιολογία. Δηλαδή όλες. Και άντε να τους πεις ότι ο έρωτας είναι μια μικρή πολύ μικρή ελάχιστη εξήγηση· δεν είναι καν εξήγηση. Είναι βήμα για να γίνεις μεγαλύτερος, για να χωράς τον κόσμο, όλο τον κόσμο, τον κάθε κόσμο, τον κόσμο του καθενός, τον κόσμο της, αλλά και να βγαίνεις έξω από τον κόσμο, έξω από κάθε κόσμο. Είναι τρόπος να μεγαλώνεις, να περνάει ο χρόνος, αλλά να περνάει νικημένος, να περνάς εσύ επάνω του, να του βάζεις εσύ όνομα, να του υπαγορεύεις εσύ τι ήταν στιγμή και τι δεν ήταν, να του λες εσύ πότε πέρασε και πότε δεν περνάει. Να νιώθεις ξεγελασμένος, να ξεγίνεται το γέλασμα, κι αυτό μόνο γιατί όσο γελιόσουν εσύ μεγάλωνες, μόνο γιατί όσο μεγάλωνες γελιόσουν. Να το ξέρεις ότι μόνο έτσι μπορείς, όπως το'λεγε κι εκείνη η λαϊκή προσευχή που έψαλλε ο Μητροπάνος. Να μη ζητάς τίποτα λιγότερο από τις μέρες σου, από τον πανδαμάτορα χρόνο και τις αντανακλάσεις σου στα μάτια των άλλων, να μην περισσεύει τίποτα από από τις δικές σου προσευχές, να μην αφήνεις καμια σπονδή έρμαιο της αοριστίας των συναφειών εκτός σου, να έχεις όλα τα δάχτυλα στα μαλλιά του άλλου, της άλλης, του μικρού πιτσιρικιού που μόνο να γελάει ξέρει, του φίλου που θέλει κουράγιο, της φίλης που κάτι την έκανε να δακρύσει. 

Γελιέσαι και γελάς, και έχει αυτό πάντα μέσα του το γέλιο. Γελώ· ρήμα αρχαϊκό, που δεν είναι παράγωγο ούτε έχει άλλη ρίζα. Έχει ρίζα την πιο μεγάλη συνήθεια του ανθρώπου απ'όταν άγγιξε το σώμα του, απ'όταν άγγιξε το διπλανό σώμα, απ'όταν έμαθε ότι ζει ανάμεσα στα άλλα σώματα, μέσα στα σώμα του, μέσα στα σώματα των άλλων. Γελιέσαι, δηλαδή κάποιος άλλος σε γελάει, σε κάνει γέλιο. Γελάς και βγαίνεις γελασμένος. Γελάς και γελάνε τα πάντα. Γελάς και σου επιστρέφει αγάπη, γελάς και έρωτας υπάρχει. Γελάς και ένα γέλιο επιστρέφει. Έξω από αυτό, μόνο η συνάφεια της αοριστίας, οι ιαχές των σίγουρων και των σιγουρευμένων, οι απαντοχές των παντρεμένων, τα κεράκια που λιώνουν. Που λιώνουν. 

Η συγκίνηση της Μελίνας είναι κάτι απ'τη φωτιά, κάτι πολύ αληθινό. Κι είναι συγκίνηση διπλή, διπλά αληθινή, να ξέρεις πως είσαι μέσα σ'αυτό το τραγούδι, μέσα στο βίντεο -κι ας μη φαίνεσαι στο πλάνο. Είναι ένα περσινό καλοκαίρι που άφησε πληγές στον αυχένα και ένα ξημέρωμα του φετινού που εναποθέτει ευλαβικά βαθιά μπλε ρίγη στη σπονδυλική στήλη. Είναι μια υπόθεση του σώματος όλο αυτό, όπως κάθε φωτιά, κάθε απάτη, κάθε ομορφιά. Κι αν κάποιος σου είπε ότι αυτά είναι του μυαλού και πως άλλο το σώμα άλλο το μυαλό, πες μου που σκατά έχει το μυαλό του και ακόμα λειτουργεί. Λένε οι επιστήμονες πως αν αφαιρέσεις την καρδιά ή το μυαλό από το σώμα, ζωή παύει να υπάρχει. Λένε. 

Κι οι άλλοι δίπλα λιώνουν.

Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

Aυτή η ερώτηση (αναδημοσίευση)


Εγώ τω αδελφιδώ μου, 
και επ’ εμέ η επιστροφή αυτού*


Ρωτάνε το δάσκαλο οι νεαροί να τους εξηγήσει πως είναι ο πετυχημένος άνθρωπος, σήμερα τον 21ο πια αιώνα. Είχαν στο μυαλό τους κάτι από ταξίδια ή επαγγέλματα με χρήμα και απολαβές, είχαν φαίνεται και κάποια πεντέξι πανεπιστήμια ή κολέγια, μερικές βόλτες με πανάκριβα αυτοκίνητα ή ελικόπτερα, ή ακόμα διακοπές με φίλους και οικογένεια, ποιος ξέρει… 

Απάντησε απλά, στεγνά, δωρικά, απερίφραστα: η αγάπη. 

Αυτό αν το κατορθώσετε, συνέχισε, στον 21ο αιώνα, τον αιώνα τον κατ’ εξοχήν ανέραστο, απρόσωπο, μοναχικό θα είστε ευτυχισμένοι. Το να αγαπάς και να αγαπιέσαι είναι ότι πιο συγκλονιστικό μπορεί κανείς να ζήσει στη ζωή του. 

Γράφει ο Ελύτης στα Ελεγεία της Οξώπετρας : «’Οτι ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε αυτό / που οι μάγοι διατείνονται. / Αλλά ζωή δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα» 

Η ποιητική γλώσσα «εκρήγνυται» στην προσπάθειά της να δοθεί το θαύμα του έρωτα και της αγάπης. Γινόμαστε όλοι, μπροστά στον έρωτα, παιδιά που συλλαβίζουν, έχουμε την αίσθηση του πρωτόγνωρου, του ανερμήνευτου, μετατρέπεται ο έρωτας σε υπερβατικό άρμα, όπως η Τέχνη και σου δίνει τη δυνατότητα να εγκαταλείψεις τα εγκόσμια και τα εφήμερα, το ενδιάμεσο μόχθο, μαυρίλα και βαρβαρότητα που λέγεται ζωή [Σοπενχάουερ] και να αγαλλιάσει την ψυχή σου με την ομορφιά της σχέσης, του τρόπου αυτού της ύπαρξης. Ο έρωτας σου δίνει το καθολικό και αναλλοίωτο υπόδειγμα του πως πρέπει να είναι η ζωή. 

Κλείνω με το Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων [Γιανναράς] που θέλει όχι να υπάρχουμε και επί πλέον να αγαπάμε, αλλά να υπάρχουμε στο μέτρο που αγαπάμε και εξ αιτίας της αγάπης. 

Ήθελε φαίνεται ο δάσκαλος να καταλάβουν τα παιδιά που τον ρωτήσανε, ότι το σημαντικότερο δώρο στη ζωή είναι το αίσθημα της αυτοπροσφοράς και αυτοθυσίας απέναντι στον άλλον και πως μόνο έτσι υπάρχει ελπίδα, καταφέρνοντας να ξεφύγουμε από τα καθηλωτικά δεσμά του ατομοκεντρισμού μας που επιβάλλει η φύση μας, να μπορέσει το αύριο να γίνει περισσότερο υποφερτό, περισσότερο ανθρώπινο, με μια αίσθηση χαράς και ελπίδας που φαίνεται να εκλείπει από τη σημερινή λαίλαπα των διαρκώς αυξανόμενων χρησιμοθηρικών, ατομικιστικών, μικρόνοων αντιλήψεων. 

*Π. Διαθήκη, Άσμα Ασμάτων, Σολομώντος
εικόνα: Γιαννούλης Χαλεπάς, Σάτυρος παίζει με τον Έρωτα 

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

"Σύντομα όλα θα καίγονται και θα φωτίζουν τα μάτια σου"




το βρήκαμε  στους Σκοπευτές Ονείρων

O καθένας αναζητά έναν τρόπο


να ξαναγεννηθεί στη ζωή
κι ας κυνηγάμε φεγγάρια
κι ας χάνουμε σε κάθε στιγμή
στο σύνολο πάντα νικάμε
όλοι εμείς εδώ λοιπόν
κλαίγοντας, ξεσπάμε σε γέλια
το παιχνίδι θα χαθεί μόνο όταν
οι εραστές θα γοητεύονται από την ανία
μένει μονάχα να ενώσουμε τα αστέρια μας
και θα γίνουμε αστραπές
σύντομα όλα θα καίγονται
και θα φωτίζουν τα μάτια σου
η επόμενη επανάσταση
θα είναι επανάσταση ομορφιάς


Νίκου Ειρηνάκη
από τη συλλογή "Σύντομα όλα θα καίγονται και θα φωτίζουν τα μάτια σου", εκδ. Ροές,, 2009

Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Η ωραία Ελένη (αναδημοσίευση)



Ήταν άνοιξη, όπως και τώρα. Σε ένα Λύκειο της Αθήνας, οι μαθητές της Α΄ Λυκείου περίμεναν βαριεστημένα να μπει ο καθηγητής, για να ξεκινήσει το μάθημα της Ιστορίας. Ή μήπως ήταν καθηγήτρια; Δεν έχει καμία σημασία αν ήταν καθηγητής ή καθηγήτρια. Γιατί άνοιξε η πόρτα και μπήκε εκείνη.

Όταν μπήκε στην αίθουσα, τα πλάκωσε όλα η σιωπή. Δεν ακουγόταν κιχ. Μας είχε κοπεί η ανάσα. Στάθηκε δίπλα στο γραφείο του καθηγητή και μας ενημέρωσε πως επειδή ο καθηγητής της Ιστορίας ήταν άρρωστος ή επειδή η καθηγήτρια ήταν έγκυος ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων-είχαμε χαζέψει και δεν ακούγαμε τι έλεγε-, θα μας έκανε Ιστορία μέχρι το τέλος της χρονιάς.

Μπορεί και να είχε πεθάνει ο καθηγητής ή η καθηγήτρια που μας έκανε Ιστορία. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία, αφού ο μόνος καθηγητής που κράτησαν στην μνήμη τους οι μαθητές εκείνης της τάξης της Α΄ Λυκείου ήταν εκείνη.

Όταν μας είπε πως το όνομά της ήταν Ελένη, ήμασταν έτοιμοι να χειροκροτήσουμε. Ήταν σαν να ακούγαμε για πρώτη φορά αυτό το όνομα. Σαν το όνομα Ελένη να δημιουργήθηκε αποκλειστικά για αυτήν. Σαν να μην υπήρχε καμία άλλη Ελένη στον κόσμο.

Και δεν υπήρχε. Ήταν η μόνη Ελένη.

Τα μαλλιά της ήταν καστανά και σγουρά, τα μάτια της αμυγδαλωτά, τα φρύδια της σαν ζωγραφιές. Φορούσε ένα ριγέ πουκάμισο που ήταν λίγο ανοιχτό και φαινόταν το υπέροχο σταρένιο δέρμα της. Η μέση της δαχτυλίδι, οι γάμπες της σμιλεμένες. Ήταν σαν να μην ήταν πραγματική. Ήταν σαν οπτασία.

Μας είπε –με την υπέροχη φωνή της- πως ήταν η πρώτη φορά που δίδασκε και πως είχε κάποια αγωνία. Αγωνία; Εμείς να δεις τι αγωνία είχαμε.

Μας νίκησε κατά κράτος. Της παραδοθήκαμε από την πρώτη στιγμή. Στην διάρκεια του πρώτου μαθήματος, δεν μίλησε κανείς. Κρεμόμασταν από τα χείλη της. Και μετά, όλοι περιμέναμε να έρθει η ώρα για το επόμενο μάθημα της Ιστορίας. Τέτοιο ενδιαφέρον για την Ιστορία δεν έχει υπάρξει ποτέ ξανά σε καμία άλλη τάξη του κόσμου. Ξαφνικά, όλοι οι μαθητές της τάξης έγιναν άριστοι στο μάθημα της Ιστορίας. Ακόμα και τα στουρνάρια της τάξης, διάβαζαν Ιστορία για να τους δώσει λίγη σημασία η Ελένη. Έφερναν πληροφορίες από το σπίτι, διάβαζαν και άλλα βιβλία για να μάθουν περισσότερα και να έχουν κάτι να της πουν στην διάρκεια του μαθήματος, η τάξη απογειώθηκε στην Ιστορία.

Δεν μπορεί να μην είχε καταλάβει πως ήμασταν όλοι ερωτευμένοι μαζί της.

Μια μέρα σκόνταψε λίγο την ώρα που σηκώθηκε από το γραφείο της και πετάχτηκαν μαζί 30 άνθρωποι να την βοηθήσουν να σηκωθεί. Θυμάμαι ακόμα την έκπληκτη έκφρασή της, όταν την ρωτήσαμε αν θέλει να φωνάξουμε γιατρό ή να την πάμε στο νοσοκομείο.

Στο τέλος της χρονιάς, η Ελένη έφυγε και δεν την είδαμε ποτέ ξανά. Φυσικά, στις εξετάσεις, στην Ιστορία όλοι γράψαμε 20.

Ξέρω πια πως η ομορφιά θα σώσει μόνο αυτούς που μπορούν να την δουν.

Στην ανάμνηση της Ελένης, σκέφτομαι πως η ομορφιά δεν σώζει μόνο. Μπορεί και να σε μορφώσει.

(Στην Ελένη Π., όπου κι αν βρίσκεται)

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Η σκιά της σκιάς (αναδημοσίευση)


του Paco Ignacio Taibo II 


Εγώ δεν είμαι από 'δω.
Δεν είμαι απ’ αυτή τη γη όπου γεννήθηκα.
Και στη ζωή μαθαίνεις, μαθαίνει αυτός που θέλει να μάθει, ότι κανένας δεν είναι από κει που γεννήθηκε, από 'κει που τον μεγάλωσαν.
Ότι κανένας δεν είναι από πουθενά.

Μερικοί προσπαθούν να συντηρήσουν τις αυταπάτες και δημιουργούν νοσταλγίες, ιδιοκτησίες, ύμνους και σημαίες.

Ανήκουμε όλοι στους τόπους που δεν γνωρίσαμε.
Αν υπάρχει νοσταλγία, είναι για τα πράγματα που ποτέ δεν είδαμε, για τις γυναίκες που μαζί δεν κοιμηθήκαμε κι ούτε ονειρευτήκαμε και για τους φίλους που δεν αποκτήσαμε ακόμα, τα βιβλία που δεν διαβάσαμε, τα φαγητά που αχνίζουν στη χύτρα κι ακόμα δεν τα δοκιμάσαμε.
Αυτή είναι η αληθινή νοσταλγία, η μοναδική...

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Μπλε (αναδημοσίευση)

από το ιστολόγιο Vuelos
Ξημέρωσε κι εμείς βρεθήκαμε, για άλλη μια μέρα, στην ίδια θέση. Καθισμένοι στην άκρη του πεζοδρομίου, ο ένας δίπλα στον άλλο, κοιτώντας τον ουρανό να παίρνει σιγά-σιγά αυτό το ωραίο μπλε που και οι δύο λατρεύαμε. Είμαστε, όμως, αυτή τη φορά διαφορετικοί. Δεν μιλούσαμε πολύ. Είχαμε πάψει εδώ και καιρό να μιλάμε. Σαν να προλάβαινε ο χρόνος τις λέξεις και κάθε φορά που είμαστε έτοιμοι να πούμε κάτι, αυτός τις ξανάβαζε μέσα μας λέγοντας μας ψιθυριστά πως είναι ασήμαντες.

Και περνούσαν οι μέρες κι εμείς τις υποδεχόμασταν πάντα με τον ίδιο τρόπο. Ώσπου, ο ουρανός έπαψε να αλλάζει χρώμα κι έμεινε σε εκείνο το κόκκινο που μισούσαμε να βλέπουμε. Ο χρόνος σταμάτησε. Απομακρύνθηκες και γύρισες προς το μέρος μου. Από συνήθεια δεν μίλησες. Περίμενες πως πάλι οι λέξεις δεν θα βγαίνουν. Ήταν κι αυτό το χρώμα που είχε πάρει η μέρα… Δύσκολο να ειπωθούν λόγια, κρυμμένα, μέσα στο κόκκινο.

Σταμάτησε να βραδιάζει και να ξημερώνει. Πάνω από τα κεφάλια μας δέσποζε πια αυτό το κόκκινο του αίματος. Αλλά εμείς, συνεπείς, την ίδια ώρα, στο ίδιο μέρος, κοιταζόμαστε, χωρίς κουράγιο να κοιτάξουμε ψηλά. Για άλλη μια φορά, πριν την ώρα του αποχωρισμού, γύρισες και με κοίταξες στα μάτια.

-Θέλω να σου μιλήσω, είπες. Κι εγώ ξαφνιάστηκα τόσο που μούδιασα ολόκληρη.

- Θέλω να σε ρωτήσω… Αν καταφέρεις να μου απαντήσεις τώρα ίσως γυρίσει το μπλε στη θέση του.

Με ρωτάς επίμονα, ώρες ολόκληρες την ίδια ερώτηση:

“Ποιός είναι εκείνος που ποτέ δεν θα υποδουλωθεί, εκείνος που δεν θα είναι δέσμιος κανενός, εκείνη η γη, η χώρα, το μέρος όπου ένας προς έναν, όσοι ζουν εκεί, θα είναι ελεύθεροι;”

Γέλασα. Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα την ερώτησή σου. Ήταν όμως η μόνη ερώτηση στην οποία είχα απάντηση.

“Εκείνος που πιστεύει πως μπορεί να είναι λεύτερος. Φυσικά. Η γη, η χωρα, το μέρος εκείνο στον κόσμο όπου οι άνθρωποι του θα είναι ελεύθεροι θα είναι εκεί όπου ένας προς έναν θα πιστεύει στο δικαίωμα της ελευθερίας του. Αλλά όχι μόνον αυτό.

Πλέον δεν υπάρχει μια χώρα εδώ και μια εκεί, ένα κράτος με τους ανθρώπους του και ένα άλλο με τους δικούς του. Τώρα πια, υπάρχουν παγκόσμιες χώρες, παγκόσμιες πατρίδες και σε μια παγκόσμια πατρίδα, με βασιλιάδες και στρατιώτες πρέπει να επιλέξεις αν θα είσαι το πιόνι που θα γίνει βασιλιάς ή το πιόνι εκείνο που θα θυσιαστεί για να γίνουν όλα τα υπόλοιπα κάτι πιο πάνω από απλοί βασιλιάδες.

Αν θέλεις, αύριο να ξημερώσει χωρίς αυτό το κόκκινο στον ορίζοντα πρέπει τώρα να αρχίσεις να το πετάς από μέσα σου. Μπορεί να λες συχνά πως η μοίρα είναι γραμμένη για ‘σένα και για ‘μένα, αλλά η μοίρα είναι το άλλοθι των δειλών. Το ζήτημα δεν είναι ποιος είναι ο ελεύθερος λαός ή αυτός που δεν θα καταφέρουν ποτέ να τον υποδουλώσουν. Δεν βλέπεις; Όταν παίζεις σε παγκόσμιες σκακιέρες, θα είσαι πάντα η πλειοψηφία που υπάρχει για να υπερασπίζεται τους αξιωματούχους, πιόνι.

Άκου λοιπόν, δεν υπάρχουν ελεύθεροι άνθρωποι γύρω μας αν εσύ κι εγώ, όλοι μας, δεν ελευθερωθούμε. Κι αυτό για να γίνει θέλει πίστη. Όχι σε θεούς, θρησκείες και άγια. Αυτά είναι σαν τους βασιλιάδες, σε ρίχνουν στην μάχη πρώτο για τη σωτηρία του “έθνους”. Γι’ αυτό σου λέω, ελεύθερος είναι εκείνος που παίρνει από το χέρι τους ανθρώπους και τους μιλάει με αλήθειες.

Μην περιμένεις να δεις τους άλλους να περνάνε τη γραμμή, βγες εσύ μπροστά και υπερασπίσου όσους δεν βλέπουν. Εξέθεσε τον εαυτό σου στον κίνδυνο να τα χάσεις όλα ή να κερδίσεις τη ζωή, το αναφαίρετο εκείνο δικαίωμα και την τεράστια χαρά της νίκης, όχι του εαυτού σου, όλων. Είναι μεγάλη αρετή, να έχεις το θάρρος και την τρέλα να χτίζεις πάνω σε ερείπια έναν κόσμο που να τους χωράει όλους.

Είναι ελευθερία, να μην πιστεύεις ούτε στη τύχη ούτε στη μοίρα. Η τύχη δεν θα σου αποδώσει ποτέ τους καρπούς σου. Γιατί η τύχη αποδίδει μόνο δάφνες σε όσους υποκρίνονται τους σωτήρες. Ελεύθερος είναι εκείνος που δεν εύχεται και δεν παρακαλεί. Οι ευχές είναι για εκείνους που επιθυμούν μα φοβούνται μπροστά στη μεγάλη ώρα. Να λες, εγώ είμαι έτοιμος. Να θυμάσαι πως μόνος δεν θα χαρείς ποτέ την ελευθερία, γιατί θα προλαβαίνει πάντα η μοναξιά να σε υποδουλώνει.

Σε αυτόν που σου αφαιρεί το δικαίωμα της ερώτησης και της αμφισβήτησης, αν θες να λέγεσαι ελεύθερος άνθρωπος, να υψώνεις το ανάστημά σου και να ρωτάς με την φωνή εκείνου που η άγνοια δεν μπορεί να τον σκλαβώσει.

Και μην ξεχνάς, πάντα θα σε στοιχειώνει εκείνο το απέραντο σκοτάδι του επαναστάτη. Αλλά, εσύ, αν θες να είσαι ελεύθερος, να λάμπεις. Να λάμπεις και να ακτινοβολείς κραυγές ακόμα κι αν όλοι είναι τυφλωμένοι από την ομίχλη. Να φωτίζεις και να θυμάσαι. Να θυμάσαι πάντα το όνομα σου. Όχι το όνομα που σου έδωσε η κοινωνία, το όνομα που σου κόλλησαν για να σε αναγνωρίζουν. Να θυμάσαι, το όνομα που έχεις μέσα σου. Ελεύθερος.

Είναι χρέος σου να αλλάξεις τον κόσμο, μα η μεγάλη σου ευθύνη θα είναι πάντα να μην χαθείς μέσα στο πλήθος.”

Σηκώθηκες κι έφυγες κι εγώ δεν είχα τη δύναμη ούτε αντίο να σου πω. Έφυγα κι εγώ με την εντύπωση ότι δεν θα σε ξανάβλεπα.

Ξημέρωνε πάλι. Βρεθήκαμε ταυτόχρονα, λαχανιασμένοι, στο ίδιο σημείο. Με μια φλόγα να μας καίει κοιτάξαμε ψηλά. Η φωτιά είχε γυρίσει μέσα μας. Ο ουρανός ήταν πάλι μπλε. Βαθύ μπλε, σαν τη θάλασσα…σαν την ελευθερία.

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

η ομορφιά του κόσμου (αναδημοσίευση)



από τον costinho

Στο τρένο. Μπαίνει το πιο όμορφο κοριτσάκι του κόσμου. Φωτεινό, καθαρό πρόσωπο, το μαλλί σε περιποιημένη πλεξούδα. Το χαμόγελό του σκάει τρυφερά και αδυσώπητα φυσικά, σε κάνει να θες να βάλεις τα κλάματα. Του λείπουν δύο δόντια μπροστά, σημάδι υγείας, σημάδι παιδικότητας. Η ομορφιά του δεν χαλάει. Ούτε κι όταν απλώνει το χέρι για λίγα ψιλά, πάντα διακριτικά· με συστολή, με σιγουριά. Δεν επαιτεί, μόνο ομορφαίνει αυτούς που κοιτάζει. Πίσω έρχεται η αδερφή του, λίγο μεγαλύτερη, παίζει μια ήσυχη μελωδία στο ακορντεόν, αναταράζοντας μια αδυσώπητα φυσική μελαγχολία, κουρδισμένη σ'ένα καθημερινό μινόρε. Δεν παίζει τέλεια, παίζει με δυσκολία· σημάδι υγείας, σημάδι παιδικότητας. Η στιγμή είναι εκεί, υπάρχει. Η απόσταση ανάμεσα Αττική και Βικτώρια μεγαλώνει. Γίνεται τραγούδι, γίνεται χαμόγελο. Γίνεται ομορφιά του κόσμου.

Για λίγο, απογειώνομαι. Δεν υπερβάλλω. Το νιώθω πως αφαιρούμαι, αιωρούμαι, κλέβω εκατοστά, κλέβω χρόνο. Μουσική στην πόλη που μισεί τη μουσική, που την πνίγει όπως μπορεί. Βικτώρια. Ανοίγει η πόρτα και τα κορίτσια κινούν για να ομορφύνουν το επόμενο βαγόνι. Το θλιβερό ισοκράτημα του ανήλιαγου βίου γρήγορα επιστρέφει, στης κατήφειας το σκοπό. Είναι ένα άλλο μινόρε, το μινόρε της χρυσής αυγής. Σου'ρχεται με βία στο μυαλό όλη η ασχήμια της εβδομάδας, οι σκατόψυχοι λαϊκοί τραγουδιστές, οι ξασμένες θεούσες τραγουδιάρες της επαγγελματικής ορθοδοξίας, οι ανήθικες τηλεπερσόνες που κρώζουν μίσος μέσα από τα κουφάρια τους, οι κωμικοτραγικοί καμποτίνοι της δημοσιολαγνικής συνάφειας, οι ξεπεσμένοι ανέστιοι σαββόπουλοι που δεν έχουν πλέον μελωδίες, παρά μόνο λύσεις και προτάσεις· προτάσεις για έναν καλύτερο κόσμο όπου οι ξένοι θα δουλεύουν για σένα, όπου οι ξένοι θα'ναι πάντα ξένοι, η γυάρος θα'ναι πάντα γυάρος, φίλος δεν θα υπάρχει, μόνο ξένος, θα είναι μόνο ξένοι, θα είναι ξερονήσια, θα είναι χωρίς ζωή. Ξενονήσια· χωρίς φίλους.

Σου'ρχεται με βία στο μυαλό η σκοτεινιά των ημερών, των ημερών που ξημέρωσαν άγριες νύχτες, μαχαιρώματα στον διπλανό, ανήλιαγες πράξεις, ανήλιαγα μυαλά, οι ιππότες του ζόφου, οι ιερολοχίτες του ψεύδους, τα χρύσαυγα κατακάθια της μηδέν παραγωγής, του caps lock πνεύματος και της ανορθόγραφης μαγκιάς, όλη η ασχήμια που έχει κατακαθίσει στη μέρα σου και στην τρώει λίγο λίγο, σε τρώει λίγο λίγο, σου λέει να είναι μαύρη η μέρα σου και σου σφυρίζει στης κατήφειας το σκοπό, σου λέει καρκίνος, σου λέει δεν υπάρχει ομορφιά του κόσμου, δεν υπάρχει κοριτσάκι, δεν υπάρχει ακορντεόν, δεν υπάρχει μουσική, είναι αλλοδαπό, είναι λαθραίο, είναι θύμα, είναι πρόβλημα, είναι θέμα, είναι να γυρίσεις από την άλλη και να κοιτάξεις τη δουλειά σου, να μην διαλυθείς από τη μελωδία του, να μην κολλήσεις το χαμόγελό του για ήλιο στο μέτωπό σου, εκεί που πλέον έχουν φυτρώσει δόντια.

Μόνο αγάπη ρε μουνιά. Μόνο αγάπη. Κι ένα κονσερβοκούτι για τον καθένα σας φυλαγμένο, για όταν θα έρθει η ώρα. Για όταν θα ξεκουρδιστεί ολότελα το καθημερινό μινόρε. Για όταν δεν θα μου φτάνει η ομορφιά για να εξηγήσω τον κόσμο· για όταν δεν θα μου φτάνει η ομορφιά που του δίνει σχήμα. Για όταν δεν θα είναι αρκετό ένα ακορντεόν να ξεπλένει τη γλίτσα σας.

Για όταν θα καταφέρετε να σωπάσω μέσα μου την ομορφιά του κόσμου.

Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Εμείς !


στη στράτα που χαρίστηκε στο φώς 
κ' αυτών που δεν ξαπόστασαν στο επίγειο ταξίδι τους,
το βιός 
ας ξεχαστούμε,τραγουδώντας,
 του ίσκιου τους να γλυκαθεί η θύμηση.



Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

παράξενες μέρες (αναδημοσίευση)

Gisele Freund
Μίκρυνε η γη μας, φίλε μου,
δεν μας χωράει όλους μέσα της.
Μας κορόιδεψαν, φίλε μου,
μας ‘κάναν ανθρωπάκια από σπόντα.

Κι εσύ παλεύεις για έναν κόσμο που σε έδιωξε.
Σπρώχνεις όνειρα, στοιβάζεις ελπίδες,
κατρακυλάς στις ανηφόρες του,
πιστεύεις στο παράδοξο.

Κι εγώ που δεν καταλαβαίνω,
πώς γίνεται να εξισώνεις ύπαρξη και θάνατο,
πώς γίνεται να προσμένεις ακόμη εκείνο το χέρι,
πώς γίνεται να κοιτάς ακόμα ουρανό;

Αλλά, συνεχίζεις να αγωνίζεσαι,
πού καιρός για απαντήσεις.
Τώρα τρέχεις κι αν σταματήσεις θα είναι για τον ουρανό,
να γονατίσεις στο χώμα και να κοιτάξεις ψηλά.

Έπαψα πρόωρα να σε αισθάνομαι,
γι’ αυτό σου δείχνω πού και πού τα σύννεφα
και σου λέω πως θα ξεσπάσει η μπόρα,
αύριο κιόλας θα έχει γεμίσει λουλούδια η γη μας.

Μου είπες χθες:
“Δεν κλαίει εύκολα ο Θεός,
δεν θα λυγίσει έτσι απλά”
Το πρωί όμως μύριζε αλλαγή ο τόπος, φίλε μου.

Γιατί σφίγγεις το χέρι στη καρδιά;
αφού είχες πει κάποτε πως ο Θεός είναι μέσα μας.
Δεν είχα δει τα μάτια σου,
κοιτούσα τα σύννεφα εγώ.

“Κλαίει ο Θεός, σπαράζει, μην κοιτάς ψηλά, μέσα σου είναι”