ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΣΤΕΝΤΟΡΕΙΑ ΣΙΩΠΗ
Mε αφορμή το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» του Κεν Λόουτς
Mε αφορμή το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» του Κεν Λόουτς
ένα κείμενο από τον Old Boy
Ο Ντάνιελ Μπλέικ είναι ένας ξυλουργός κοντά εξήντα χρονών, που εργαζόταν και έβγαζε μόνος του τα προς το ζην, μέχρι που έπαθε καρδιακό επεισόδιο πάνω στις σκαλωσιές και κόντεψε να πεθάνει. Οι γιατροί τού έχουν απαγορεύσει να δουλεύει λόγω της καρδιάς του. Και τώρα που έχει αντικειμενικά την ανάγκη του κράτους για να συντηρηθεί, μέσω ενός επιδόματος ασθενείας, η υπάλληλος της ιδιωτικής εταιρίας που εξετάζει τα αιτήματα των υποψηφίων για να δει αν μπορούν να εργαστούν ή όχι -γιατί το κράτος έχει παραχωρήσει αυτόν τον τομέα σε ιδιώτες-, του φέρεται λες και την ενοχλεί το αίτημά του και στα κουτάκια που έχει η προδιατυπωμένη φόρμα που πρέπει να συμπληρώσει, τικάρει αν μπορεί να σηκώσει τα χέρια του πάνω από το κεφάλι του.
Της εξηγεί ξανά και ξανά ότι το πρόβλημά του είναι στην καρδιά του, εκείνη συμπληρώνει τα άσχετα κουτάκια. Κακώς του στερεί το επίδομα και τον αφήνει χωρίς εισόδημα; Προφανέστατα. Αλλά είτε το λάθος έγινε επειδή δεν έκανε σωστά τη δουλειά της, είτε επειδή η δουλειά της είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε τα όποια λάθη γίνονται να είναι προς την πλευρά της απόρριψης και όχι της έγκρισης των αιτημάτων, από εκεί πέρα ο Ντάνιελ έχει να έρθει αντιμέτωπος με τη λογική «αν λες ότι το σύστημα έκανε κάπου λάθος, θα χρειαστεί να αντέξεις πολλά μέχρι να σου δώσουμε το δικαίωμα να το αποδείξεις». Γιατί έχει όντως δικαίωμα να κάνει ένσταση. Μόνο που μέχρι να εξεταστεί μεσολαβεί ο Κάφκα. Και πρέπει να ζήσει και κάπως. Οπότε του λένε να κάνει παράλληλα αίτηση για επίδομα προσπάθειας ανεύρεσης εργασίας. Το οποίο δεν απαιτεί μόνο να ψάχνει 35 ώρες την εβδομάδα για δουλειά, αλλά με κάποιο μεταφυσικό τρόπο να το αποδεικνύει κιόλας. Αν και ακόμη κι αν βρει κάποια δουλειά, πάλι δεν κάνει να την κάνει, αν δεν θέλει να τον εγκαταλείψει τελείως η καρδιά του.
Ο Ντάνιελ έρχεται αντιμέτωπος με μια γραφειοκρατία που έχει καφκικά στοιχεία, αλλά που η διάστασή της δεν είναι υπαρξιακή όπως στον Κάφκα, αλλά κυρίως πολιτική. Λέγεται και ξαναλέγεται στην ταινία -γιατί όσα θέλει να πει η ταινία, τα φωνάζει δυνατά- ότι όλος αυτός ο μηχανισμός δεν στήθηκε κατά λάθος, ότι η αποθάρρυνση και η εξάντληση των υποψηφίων δε συμβαίνει επειδή δεν υπολογίστηκαν καλά κάποιοι παράμετροι στο σχεδιασμό του, αλλά αντίθετα συμβαίνει ακριβώς επειδή ο μηχανισμός σχεδιάστηκε ώστε να λειτουργεί έτσι και η αποθάρρυνση είναι ακριβώς ένα από τα σκοπούμενα αποτελέσματά του. Βλέπουμε ότι ακόμη και όταν οι υπάλληλοι ή οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι προσπαθούν να εξανθρωπίσουν τη διαδικασία και να κάνουν το σύστημα να λειτουργήσει, υπάρχει αμέσως αντίδραση από τους ανωτέρους: το σύστημα πρέπει να παραμείνει δυσπρόσιτο, άκαμπτο και αποτρεπτικό.
Σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας που λειτουργεί βάσει ορισμένων κανόνων και διαδικασιών, οι οποίες έχουν σχεδιαστεί και καταγραφεί στο χαρτί, υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα σε αυτό που προβλέπεται ότι συμβαίνει και σε αυτό που συμβαίνει στην πράξη. Το πρόσημο αυτής της απόστασης μπορεί να είναι άλλοτε θετικό κι άλλοτε αρνητικό, πάντως η απόσταση πάντα υπάρχει. Αρνητικό είναι, ας πούμε, το πρόσημο όταν οι διαδικασίες παρακάμπτονται προκειμένου οι εμπλεκόμενοι να λουφάρουν ή να ευνοήσουν χαριστικά κάποιους ή και να παρανομήσουν, θετικό είναι όταν οι άνθρωποι που η δουλειά τους απαιτεί να έρχονται σε επαφή με άλλους ανθρώπους διαπιστώνουν στην πράξη ότι για να μην είναι το σύστημα δογματικό αλλά λειτουργικό, θα πρέπει να παρεκκλίνουν κάπως από τα προβλεπόμενα, προκειμένου να εξυπηρετείται ο άνθρωπος απέναντί τους και όχι μηχανικά η διαδικασία ως θεότητα.
Κεντρική, αλλά παντελώς αόρατη φιγούρα, σε αυτό το καφκικό σύστημα, ο οργουελιανός decision maker, ο άνθρωπος (;) που παίρνει τις αποφάσεις. Ο decision maker όμως κατά πάσα πιθανότητα δε βρίσκεται καν μέσα σε αυτό το σύστημα, είναι κάποιος που έχει χτίσει αυτό το μικροσύστημα και το μεγαλύτερο σύστημα μέσα στο οποίο βρίσκεται, ο decision maker δεν είναι πια (και ως ένα βαθμό μάλλον δεν ήταν και ποτέ) ο κάθε ένας από εμάς και η συλλογική βούληση των λαών, οι αποφάσεις παίρνονται σε επίπεδα αυτονομημένα από τον κάθε απλό άνθρωπο, από τον κάθε Nτάνιελ Μπλέικ, decision maker μπορεί να είναι η οικονομία, οι αγορές, η ιδεολογία που τις μετατρέπει σε εκτός αμφισβήτησης αυθεντικούς και αποκλειστικούς ρυθμιστές ενός κόσμου που χωράει και νομιμοποιεί εξίσου τον πάμπλουτο με τον πάμφτωχο.
Τηλέφωνα με αναμονές ωρών, νουμεράκια, ιντερνετικές αιτήσεις. Οι ούτως ή άλλως ψυχοφθόρες διαδικασίες έχουν, για ανθρώπους της ηλικίας του Ντάνιελ, ένα πρόσθετο στοιχείο αποκλεισμού: ο Ντάνιελ μεγάλωσε σε εποχή χωρίς κομπιούτερ και στη δουλειά του δεν υπήρξε ανάγκη να μάθει να τα χρησιμοποιεί. Για να αποφύγουν ίσως τις κατηγορίες για τεχνοφοβία ή και για να δείξουν την άλλη όψη του πράγματος, ο Λόουτς και ο σταθερός συνεργάτης του, σεναριογράφος Πολ Λάβερτι δείχνουν ένα νεαρής ηλικίας γείτονα του Ντάνιελ που κάνει δουλειές μέσω ίντερνετ κι ενός Κινέζου εργάτη, με τον οποίο και συνομιλούν μέσω Skype. Αντί για αποκλεισμός, η τεχνολογία ως άνοιγμα στον κόσμο. Βέβαια, οι δουλειές που κάνει ο γείτονας είναι παράνομες, αφού οργανώνει μια αυτοσχέδια μικρού βεληνεκούς μαύρη αγορά. Στην παρανομία του αντιπαρατίθεται το άδικο της νομιμότητας, τα εξευτελιστικά λεφτά που τον πληρώνουν για χειρωνακτική εργασία ή και το ποσοστό κέρδους των εμπόρων που πουλούν τα ίδια πράγματα στα καταστήματα.
Και δε μιλήσαμε ως τώρα καθόλου για την Κέιτ. Νεαρή μητέρα που προσπαθεί να μεγαλώσει μόνη της δυο μικρά παιδιά. Ζούσε στο Λονδίνο, το κράτος πρόνοιας νοιάστηκε γι’ αυτήν και της βρήκε διαμέρισμα στο Νιούκαστλ. Και την οικογένειά της δηλαδή βοήθησε και το Λονδίνο ξεβρώμισε λίγο ακόμη από ανθρώπους πάμφτωχους. Η Κέιτ μάχεται με την ακραία ανέχεια και προσπαθεί να ορθοποδήσει. Συναντιούνται με τον Ντάνιελ στην καρδιά της γραφειοκρατικής Σκύλλας και Χάρυβδης, δένεται με αυτήν και τα παιδιά της, τους βοηθάει σε ένα σωρό δουλειές που χρειάζεται το διαμέρισμα, τα χέρια του πιάνουν και με το παραπάνω.
Κι από εκεί και ύστερα, όσο προχωράμε, η ταινία θα αρχίσει να φορτώνεται με γεγονότα που υπό μία έννοια είναι τα SOS κάθε μελό. Μπορεί ο χειρισμός των γεγονότων από τον Λόουτς και τον Λάβερτι να μην είναι μελό, αλλά αυτά καθαυτά τα γεγονότα και ιδιαίτερα η συσσώρευσή τους είναι και με το παραπάνω. Και δίπλα σε αυτά θα έρθει να προστεθεί κι ένα κυριολεκτικό μανιφέστο. Που ναι, ξανά, όπως τα δραματικά γεγονότα δεν φιλμάρονται με τρόπο χειραγωγικό και συναισθηματικά εκβιαστικό, έτσι και το μανιφέστο δεν εκφέρεται με τρόπο επικό.
Αλλά η ταινία στο σύνολό της δεν προσπαθεί να κρύψει τις προθέσεις της: δεν είναι απλώς πολιτικά στοχευμένη, είναι εντελώς στρατευμένη. Ο σκοπός της αγιάζει τα μέσα της, ο Ντάνιελ και η Κέιτ και όλα όσα συμβαίνουν στην ταινία είναι τα μέσα για να βγει με στεντόρεια φωνή μια κραυγή διαμαρτυρίας.
Αν λοιπόν θα πρέπει να κρίνω αυτόνομα το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ», θα βρω μέσα του πολλά πράγματα που δε μου πάνε, θα πω ότι δεν είναι αυτό το σινεμά που μου αρέσει και που προτιμώ, ότι είμαι κατά του άσπρου – μαύρου και υπέρ των αποχρώσεων, ότι είμαι υπέρ των υπαινιγμών και κατά των φωνών. Αλλά αν κρίνω την ταινία σε σχέση με το περιβάλλον το κοινωνικό και το περιβάλλον του υπόλοιπου κινηματογραφικού και τηλεοπτικού σύμπαντος, θα πω ότι η συνειδητή στράτευση του Λόουτς έρχεται να αντιπαρατεθεί σε μια στεντόρεια σιωπή. Αν ο Λόουτς δείχνει όχι με τον πιο κομψό τρόπο προς μια πλευρά της πραγματικότητας, πολύ περισσότερο άκομψο είναι ότι αυτή την πλευρά τη βλέπουμε σπάνια στις οθόνες μας.
Υπάρχει μία σκηνή στην ταινία, η οποία σε πιάνει εντελώς απροετοίμαστο, με τις άμυνές σου όλες ριγμένες, μια σκηνή που κινηματογραφείται εντελώς αποτελεσματικά και εντελώς καταλυτικά, μια σκηνή που πολύ δύσκολα να την ξεχάσεις, μια σκηνή που ενδεχομένως θα αρκούσε από μόνη της και θα περίσσευε για να πει η ταινία όσα δεν τολμά κανείς να πει, όσα δεν τολμά κανείς να δείξει, όσα εφόσον δε συμβαίνουν προσωπικά στον ίδιο, δεν τολμά μάλλον ούτε καν να σκεφτεί πως συμβαίνουν στον ίδιο χρόνο και στον ίδιο τόπο που αυτός ζει, με ανθρώπους ακριβώς σαν αυτόν. Γιατί αν η ταινία είχε ως ήρωες πρόσφυγες και μετανάστες, ανθρώπους που έχουν έρθει από αλλού, δυστυχώς πολλοί από εμάς έχουμε μάθει -ή πάντως υποσυνείδητα αποδεχτεί- ότι οι ακραίες συνθήκες διαβίωσης έχουν εν μέρει μια εξήγηση, ότι αυτές δεν είναι δικό μας πρόβλημα, ότι τελικά τελικά αυτοί είναι ξένοι και κάτι διαφορετικό από εμάς. Ενώ τώρα ο Λόουτς δείχνει συνθήκες που στο μυαλό μας υπήρχαν, αν υπήρχαν, σε χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Εδώ στη Δύση απόκληροι είναι μόνο τα πρεζάκια. Εδώ στη Δύση κι εδώ στον καπιταλισμό έχουμε τουλάχιστον όλοι ένα πιάτο φαΐ κι ένα τραπέζι σε ένα σπίτι να τα βάλουμε. Νικήσαμε στον ψυχρό πόλεμο, όχι μόνο γιατί έχουμε δημοκρατία, αλλά και γιατί έχουμε ευημερία. Και η οπτικοακουστική μας βιομηχανία αυτή την ευημερία προβάλλει, με την πλευρά αυτής της απεικόνισης στρατεύεται. Αλλά δεν έχουμε πια 1989, έχουμε 2016.
Ναι, θα προτιμούσα η συγκλονιστική σκηνή για την οποία μιλάω να έστεκε μόνη της, να μην υπήρχαν μετά από αυτήν και άλλα βαριά γεγονότα και μανιφέστα. Αλλά θα προτιμούσα ακόμη περισσότερο να αναρωτηθούμε δύο πράγματα: τι είδους κινηματογραφικό σύμπαν είναι αυτό που στρέφει τόσο σπάνια τη ματιά του στην εξαθλίωση και την εξαχρείωση της κοινωνίας, στη διάλυση του κοινωνικού ιστού; Γιατί δεν κοιτούν προς τα εκεί συχνότερα οι σκηνοθέτες και οι σεναριογράφοι; Δε βρίσκουν χρηματοδότηση για τέτοιου είδους ταινίες, ή και οι ίδιοι προτιμούν να φτιάξουν ταινίες για ήρωες που δεν πεινούν, οι οποίες προορίζονται για θεατές που δεν πεινούν; Ε, όταν οι άνθρωποι πεινάνε δίπλα μας, σινεμά που δεν μας τους δείχνει ποτέ, είναι ένα σινεμά προπαγανδιστικό.
Ο Ντάνιελ Μπλέικ είναι ένας ξυλουργός κοντά εξήντα χρονών, που εργαζόταν και έβγαζε μόνος του τα προς το ζην, μέχρι που έπαθε καρδιακό επεισόδιο πάνω στις σκαλωσιές και κόντεψε να πεθάνει. Οι γιατροί τού έχουν απαγορεύσει να δουλεύει λόγω της καρδιάς του. Και τώρα που έχει αντικειμενικά την ανάγκη του κράτους για να συντηρηθεί, μέσω ενός επιδόματος ασθενείας, η υπάλληλος της ιδιωτικής εταιρίας που εξετάζει τα αιτήματα των υποψηφίων για να δει αν μπορούν να εργαστούν ή όχι -γιατί το κράτος έχει παραχωρήσει αυτόν τον τομέα σε ιδιώτες-, του φέρεται λες και την ενοχλεί το αίτημά του και στα κουτάκια που έχει η προδιατυπωμένη φόρμα που πρέπει να συμπληρώσει, τικάρει αν μπορεί να σηκώσει τα χέρια του πάνω από το κεφάλι του.
Της εξηγεί ξανά και ξανά ότι το πρόβλημά του είναι στην καρδιά του, εκείνη συμπληρώνει τα άσχετα κουτάκια. Κακώς του στερεί το επίδομα και τον αφήνει χωρίς εισόδημα; Προφανέστατα. Αλλά είτε το λάθος έγινε επειδή δεν έκανε σωστά τη δουλειά της, είτε επειδή η δουλειά της είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε τα όποια λάθη γίνονται να είναι προς την πλευρά της απόρριψης και όχι της έγκρισης των αιτημάτων, από εκεί πέρα ο Ντάνιελ έχει να έρθει αντιμέτωπος με τη λογική «αν λες ότι το σύστημα έκανε κάπου λάθος, θα χρειαστεί να αντέξεις πολλά μέχρι να σου δώσουμε το δικαίωμα να το αποδείξεις». Γιατί έχει όντως δικαίωμα να κάνει ένσταση. Μόνο που μέχρι να εξεταστεί μεσολαβεί ο Κάφκα. Και πρέπει να ζήσει και κάπως. Οπότε του λένε να κάνει παράλληλα αίτηση για επίδομα προσπάθειας ανεύρεσης εργασίας. Το οποίο δεν απαιτεί μόνο να ψάχνει 35 ώρες την εβδομάδα για δουλειά, αλλά με κάποιο μεταφυσικό τρόπο να το αποδεικνύει κιόλας. Αν και ακόμη κι αν βρει κάποια δουλειά, πάλι δεν κάνει να την κάνει, αν δεν θέλει να τον εγκαταλείψει τελείως η καρδιά του.
Ο Ντάνιελ έρχεται αντιμέτωπος με μια γραφειοκρατία που έχει καφκικά στοιχεία, αλλά που η διάστασή της δεν είναι υπαρξιακή όπως στον Κάφκα, αλλά κυρίως πολιτική. Λέγεται και ξαναλέγεται στην ταινία -γιατί όσα θέλει να πει η ταινία, τα φωνάζει δυνατά- ότι όλος αυτός ο μηχανισμός δεν στήθηκε κατά λάθος, ότι η αποθάρρυνση και η εξάντληση των υποψηφίων δε συμβαίνει επειδή δεν υπολογίστηκαν καλά κάποιοι παράμετροι στο σχεδιασμό του, αλλά αντίθετα συμβαίνει ακριβώς επειδή ο μηχανισμός σχεδιάστηκε ώστε να λειτουργεί έτσι και η αποθάρρυνση είναι ακριβώς ένα από τα σκοπούμενα αποτελέσματά του. Βλέπουμε ότι ακόμη και όταν οι υπάλληλοι ή οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι προσπαθούν να εξανθρωπίσουν τη διαδικασία και να κάνουν το σύστημα να λειτουργήσει, υπάρχει αμέσως αντίδραση από τους ανωτέρους: το σύστημα πρέπει να παραμείνει δυσπρόσιτο, άκαμπτο και αποτρεπτικό.
Σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας που λειτουργεί βάσει ορισμένων κανόνων και διαδικασιών, οι οποίες έχουν σχεδιαστεί και καταγραφεί στο χαρτί, υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα σε αυτό που προβλέπεται ότι συμβαίνει και σε αυτό που συμβαίνει στην πράξη. Το πρόσημο αυτής της απόστασης μπορεί να είναι άλλοτε θετικό κι άλλοτε αρνητικό, πάντως η απόσταση πάντα υπάρχει. Αρνητικό είναι, ας πούμε, το πρόσημο όταν οι διαδικασίες παρακάμπτονται προκειμένου οι εμπλεκόμενοι να λουφάρουν ή να ευνοήσουν χαριστικά κάποιους ή και να παρανομήσουν, θετικό είναι όταν οι άνθρωποι που η δουλειά τους απαιτεί να έρχονται σε επαφή με άλλους ανθρώπους διαπιστώνουν στην πράξη ότι για να μην είναι το σύστημα δογματικό αλλά λειτουργικό, θα πρέπει να παρεκκλίνουν κάπως από τα προβλεπόμενα, προκειμένου να εξυπηρετείται ο άνθρωπος απέναντί τους και όχι μηχανικά η διαδικασία ως θεότητα.
Κεντρική, αλλά παντελώς αόρατη φιγούρα, σε αυτό το καφκικό σύστημα, ο οργουελιανός decision maker, ο άνθρωπος (;) που παίρνει τις αποφάσεις. Ο decision maker όμως κατά πάσα πιθανότητα δε βρίσκεται καν μέσα σε αυτό το σύστημα, είναι κάποιος που έχει χτίσει αυτό το μικροσύστημα και το μεγαλύτερο σύστημα μέσα στο οποίο βρίσκεται, ο decision maker δεν είναι πια (και ως ένα βαθμό μάλλον δεν ήταν και ποτέ) ο κάθε ένας από εμάς και η συλλογική βούληση των λαών, οι αποφάσεις παίρνονται σε επίπεδα αυτονομημένα από τον κάθε απλό άνθρωπο, από τον κάθε Nτάνιελ Μπλέικ, decision maker μπορεί να είναι η οικονομία, οι αγορές, η ιδεολογία που τις μετατρέπει σε εκτός αμφισβήτησης αυθεντικούς και αποκλειστικούς ρυθμιστές ενός κόσμου που χωράει και νομιμοποιεί εξίσου τον πάμπλουτο με τον πάμφτωχο.
Τηλέφωνα με αναμονές ωρών, νουμεράκια, ιντερνετικές αιτήσεις. Οι ούτως ή άλλως ψυχοφθόρες διαδικασίες έχουν, για ανθρώπους της ηλικίας του Ντάνιελ, ένα πρόσθετο στοιχείο αποκλεισμού: ο Ντάνιελ μεγάλωσε σε εποχή χωρίς κομπιούτερ και στη δουλειά του δεν υπήρξε ανάγκη να μάθει να τα χρησιμοποιεί. Για να αποφύγουν ίσως τις κατηγορίες για τεχνοφοβία ή και για να δείξουν την άλλη όψη του πράγματος, ο Λόουτς και ο σταθερός συνεργάτης του, σεναριογράφος Πολ Λάβερτι δείχνουν ένα νεαρής ηλικίας γείτονα του Ντάνιελ που κάνει δουλειές μέσω ίντερνετ κι ενός Κινέζου εργάτη, με τον οποίο και συνομιλούν μέσω Skype. Αντί για αποκλεισμός, η τεχνολογία ως άνοιγμα στον κόσμο. Βέβαια, οι δουλειές που κάνει ο γείτονας είναι παράνομες, αφού οργανώνει μια αυτοσχέδια μικρού βεληνεκούς μαύρη αγορά. Στην παρανομία του αντιπαρατίθεται το άδικο της νομιμότητας, τα εξευτελιστικά λεφτά που τον πληρώνουν για χειρωνακτική εργασία ή και το ποσοστό κέρδους των εμπόρων που πουλούν τα ίδια πράγματα στα καταστήματα.
Και δε μιλήσαμε ως τώρα καθόλου για την Κέιτ. Νεαρή μητέρα που προσπαθεί να μεγαλώσει μόνη της δυο μικρά παιδιά. Ζούσε στο Λονδίνο, το κράτος πρόνοιας νοιάστηκε γι’ αυτήν και της βρήκε διαμέρισμα στο Νιούκαστλ. Και την οικογένειά της δηλαδή βοήθησε και το Λονδίνο ξεβρώμισε λίγο ακόμη από ανθρώπους πάμφτωχους. Η Κέιτ μάχεται με την ακραία ανέχεια και προσπαθεί να ορθοποδήσει. Συναντιούνται με τον Ντάνιελ στην καρδιά της γραφειοκρατικής Σκύλλας και Χάρυβδης, δένεται με αυτήν και τα παιδιά της, τους βοηθάει σε ένα σωρό δουλειές που χρειάζεται το διαμέρισμα, τα χέρια του πιάνουν και με το παραπάνω.
Κι από εκεί και ύστερα, όσο προχωράμε, η ταινία θα αρχίσει να φορτώνεται με γεγονότα που υπό μία έννοια είναι τα SOS κάθε μελό. Μπορεί ο χειρισμός των γεγονότων από τον Λόουτς και τον Λάβερτι να μην είναι μελό, αλλά αυτά καθαυτά τα γεγονότα και ιδιαίτερα η συσσώρευσή τους είναι και με το παραπάνω. Και δίπλα σε αυτά θα έρθει να προστεθεί κι ένα κυριολεκτικό μανιφέστο. Που ναι, ξανά, όπως τα δραματικά γεγονότα δεν φιλμάρονται με τρόπο χειραγωγικό και συναισθηματικά εκβιαστικό, έτσι και το μανιφέστο δεν εκφέρεται με τρόπο επικό.
Αλλά η ταινία στο σύνολό της δεν προσπαθεί να κρύψει τις προθέσεις της: δεν είναι απλώς πολιτικά στοχευμένη, είναι εντελώς στρατευμένη. Ο σκοπός της αγιάζει τα μέσα της, ο Ντάνιελ και η Κέιτ και όλα όσα συμβαίνουν στην ταινία είναι τα μέσα για να βγει με στεντόρεια φωνή μια κραυγή διαμαρτυρίας.
Αν λοιπόν θα πρέπει να κρίνω αυτόνομα το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ», θα βρω μέσα του πολλά πράγματα που δε μου πάνε, θα πω ότι δεν είναι αυτό το σινεμά που μου αρέσει και που προτιμώ, ότι είμαι κατά του άσπρου – μαύρου και υπέρ των αποχρώσεων, ότι είμαι υπέρ των υπαινιγμών και κατά των φωνών. Αλλά αν κρίνω την ταινία σε σχέση με το περιβάλλον το κοινωνικό και το περιβάλλον του υπόλοιπου κινηματογραφικού και τηλεοπτικού σύμπαντος, θα πω ότι η συνειδητή στράτευση του Λόουτς έρχεται να αντιπαρατεθεί σε μια στεντόρεια σιωπή. Αν ο Λόουτς δείχνει όχι με τον πιο κομψό τρόπο προς μια πλευρά της πραγματικότητας, πολύ περισσότερο άκομψο είναι ότι αυτή την πλευρά τη βλέπουμε σπάνια στις οθόνες μας.
Υπάρχει μία σκηνή στην ταινία, η οποία σε πιάνει εντελώς απροετοίμαστο, με τις άμυνές σου όλες ριγμένες, μια σκηνή που κινηματογραφείται εντελώς αποτελεσματικά και εντελώς καταλυτικά, μια σκηνή που πολύ δύσκολα να την ξεχάσεις, μια σκηνή που ενδεχομένως θα αρκούσε από μόνη της και θα περίσσευε για να πει η ταινία όσα δεν τολμά κανείς να πει, όσα δεν τολμά κανείς να δείξει, όσα εφόσον δε συμβαίνουν προσωπικά στον ίδιο, δεν τολμά μάλλον ούτε καν να σκεφτεί πως συμβαίνουν στον ίδιο χρόνο και στον ίδιο τόπο που αυτός ζει, με ανθρώπους ακριβώς σαν αυτόν. Γιατί αν η ταινία είχε ως ήρωες πρόσφυγες και μετανάστες, ανθρώπους που έχουν έρθει από αλλού, δυστυχώς πολλοί από εμάς έχουμε μάθει -ή πάντως υποσυνείδητα αποδεχτεί- ότι οι ακραίες συνθήκες διαβίωσης έχουν εν μέρει μια εξήγηση, ότι αυτές δεν είναι δικό μας πρόβλημα, ότι τελικά τελικά αυτοί είναι ξένοι και κάτι διαφορετικό από εμάς. Ενώ τώρα ο Λόουτς δείχνει συνθήκες που στο μυαλό μας υπήρχαν, αν υπήρχαν, σε χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Εδώ στη Δύση απόκληροι είναι μόνο τα πρεζάκια. Εδώ στη Δύση κι εδώ στον καπιταλισμό έχουμε τουλάχιστον όλοι ένα πιάτο φαΐ κι ένα τραπέζι σε ένα σπίτι να τα βάλουμε. Νικήσαμε στον ψυχρό πόλεμο, όχι μόνο γιατί έχουμε δημοκρατία, αλλά και γιατί έχουμε ευημερία. Και η οπτικοακουστική μας βιομηχανία αυτή την ευημερία προβάλλει, με την πλευρά αυτής της απεικόνισης στρατεύεται. Αλλά δεν έχουμε πια 1989, έχουμε 2016.
Ναι, θα προτιμούσα η συγκλονιστική σκηνή για την οποία μιλάω να έστεκε μόνη της, να μην υπήρχαν μετά από αυτήν και άλλα βαριά γεγονότα και μανιφέστα. Αλλά θα προτιμούσα ακόμη περισσότερο να αναρωτηθούμε δύο πράγματα: τι είδους κινηματογραφικό σύμπαν είναι αυτό που στρέφει τόσο σπάνια τη ματιά του στην εξαθλίωση και την εξαχρείωση της κοινωνίας, στη διάλυση του κοινωνικού ιστού; Γιατί δεν κοιτούν προς τα εκεί συχνότερα οι σκηνοθέτες και οι σεναριογράφοι; Δε βρίσκουν χρηματοδότηση για τέτοιου είδους ταινίες, ή και οι ίδιοι προτιμούν να φτιάξουν ταινίες για ήρωες που δεν πεινούν, οι οποίες προορίζονται για θεατές που δεν πεινούν; Ε, όταν οι άνθρωποι πεινάνε δίπλα μας, σινεμά που δεν μας τους δείχνει ποτέ, είναι ένα σινεμά προπαγανδιστικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.