Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Συνειδητή επιλογή… (αναδημοσίευση)


ή αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει.


Η αναγκαιότητα μια στροφής του Λαϊκού κινήματος κατά του Καπιταλισμού και τις απ’ αυτόν απορρέουσες κοινωνικές συνθήκες, φαντάζει για μια ακόμα φορά επιτακτική. Άλλωστε ποτέ δεν έπαψε να είναι τέτοια, απλώς για κάποια χρονικά διαστήματα η εγκαθίδρυση ενός πιο δήθεν φιλολαϊκού κράτους πρόνοιας, συνήθως υπό την εποπτεία της Σοσιαλδημοκρατίας, λειτούργησε σαν παραπέτασμα καπνού, αποκρύβοντας την εφιαλτική πραγματικότητα από τα μάτια της εργατικής τάξης.
Το «ιδεολογικό» φρένο για αυτή τη στροφή, είναι κοινό σε όλους τους «αριστερούς» χώρους, με διαφορετική ανάλυση όμως. Πάντα, σε όλες τις προσπάθειες ουσιαστικής ριζοσπαστικοποίησης του κινήματος, ακούς το απόλυτο ιδεολόγημα: Η ανατροπή είναι δυνατή μόνο όταν η συντριπτική πλειοψηφία του Λαού, έχει συνειδητά επιλέξει να την τολμήσει. Αλλιώς διατυπωμένο είναι κάπως έτσι: Ο Λαός δεν είναι έτοιμος.

Ου τοις άρχειν βουλομένοις μέμφομαι, αλλά τοις υπακούειν ετοιμοτέροις ούσιν. (Δεν κατηγορώ αυτούς που θέλουν να κυβερνούν αλλά εκείνους που είναι έτοιμοι να τους υπακούσουν). Θουκυδίδης

Στο ΚΚΕ, αυτό το ιδεολόγημα μεταφράζεται στο γνωστό «δεν θέλω να κυβερνήσω, όταν θα είναι έτοιμος ο Λαός, θα πάρω την εξουσία με τα όπλα». Στο ΣΥΡΙΖΑ πάλι μεταφράζεται στο « αφού δεν υπάρχει μαζική εξεγερσιακή συνείδηση, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να διαχειριστούμε πολιτικά τον καπιταλισμό ώστε να γίνει λίγο πιο ανθρώπινος». Στο εξωκοινοβουλευτικό στρατόπεδο της αριστεράς το παραπάνω ιδεολόγημα βάζει φρένο σε κάθε διάθεση για ουσιαστική αντιπαράθεση με το σύστημα, μιας και κυριαρχεί το συναίσθημα της κοινωνικής απομόνωσης. Είμαστε λίγοι, χρειάζεται και το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ γιατί μόνο ενωμένοι θα έχουμε αποτέλεσμα. Ο φαύλος κύκλος της ατέρμονης αναμονής για ένα θαύμα, καλά κρατεί.

Σίγουρα, ο κόσμος δεν είναι έτοιμος. Δεν έχει κατακτήσει ακόμα εκείνη την απαραίτητη συνειδησιακή κατάσταση που θα τον οδηγούσε στη ρήξη και στην άρνηση του Καπιταλισμού. Και ακόμα πιο σίγουρα, ποτέ δεν θα είναι. Ας μην τρέφουμε αυταπάτες και περισσότερο ας μην τις μεταλαμπαδεύουμε σε άλλους που θέλουν πράγματι να αλλάξει ο κόσμος.
Τώρα θα μου πεις, αφού σαφώς ο κόσμος είναι ανέτοιμος, και αφού οι μειοψηφικές εξεγέρσεις αποτυγχάνουν, γιατί μας παρουσιάζεις ως «φρένο» και «ιδεολόγημα» αυτό που προτάσσουν όλοι οι «αριστεροί» όταν μιλάμε για εξέγερση; Μα ακριβώς γιατί το προτάσσουν «αριστεροί», και μάλιστα για τον ίδιο λόγο κάνω χρήση των εισαγωγικών στη λέξη αριστεροί.

Η ελευθερία δεν αξίζει τίποτα αν δεν συμπεριλαμβάνει την ελευθερία να κάνεις λάθη. Μ. Γκάντι

Για μένα, είτε κομουνιστής είσαι, είτε αναρχικός, δεν πρέπει ποτέ να χάνεις τη θέρμη σου για την Επανάσταση. Δεν δικαιούσαι να συμβιβάζεις τις ιδέες σου για μια πιο «ρεαλιστική» ανάλυση των συγκυριών. Δεν προσπαθείς να «κερδίσεις» χρόνο και υποστηρικτές, κάνοντας αστική πολιτική και χρήση των αστικών θεσμών. Δεν υπηρετείς το σκοπό σου αν τον μεταθέτεις συνεχώς σε ένα αόριστο μέλλον, προσπαθώντας να κρατηθείς στην επιφάνεια του πολιτικού συστήματος.
Δεν είναι δουλειά της αριστεράς να «εξασφαλίζει» καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, να διαπραγματεύεται με τους αστούς περισσότερα δικαιώματα για τον εργάτη, να πιέζει για περισσότερο κοινωνικό κράτος. Τουλάχιστον δεν εξαντλείται εκεί ή δουλειά μιας πραγματικής αριστεράς. Η ανατροπή του Καπιταλισμού είναι η δουλειά της. Η αποκατάσταση της ισότητας και της ελευθερίας. Η Επανάσταση.
Ο αγωνιστής, οφείλει να έχει κύρια του προτεραιότητα την προτροπή στην εξέγερση, να μεταλαμπαδεύει την τόλμη του και το ασυμβίβαστο των ιδεών του και των πράξεων του όσο μπορεί σε περισσότερο κόσμο. Να μοιράζεται το όραμα της ανθρώπινης και δίκαιας κοινωνίας με όποιον συναντά, χωρίς να φοβάται μην τυχόν και τον τρομάξει. Ο αγωνιστής δεν παζαρεύει, δεν υπαναχωρεί. Παλεύει για το αύριο σαν αν μην υπάρχει αύριο, δοσμένος ολόψυχα στον αγώνα και έτοιμος για κάθε ρήξη και θυσία ανά πάσα στιγμή.

Το δε σώφρον του ανάνδρου πρόσχημα. (Η σύνεση είναι το πρόσχημα του άνανδρου). Θουκυδίδης

Ιστορικά, όλες οι μεγάλες επαναστάσεις, ανατροπές, αλλαγές ξεκίνησαν από μια μικρή σχετικά μερίδα των κοινωνιών. Είτε στη παρισινή κομμούνα, είτε στη Οκτωβριανή Επανάσταση ακόμα και στον Ισπανικό Εμφύλιο, δεν ήταν οι πλειοψηφίες που «σήκωσαν» κεφάλι, αλλά μικρά σχετικά κομμάτια του Λαού που ένιωθαν την ανάγκη για ριζική αλλαγή των κοινωνικών δομών. Όλες μα όλες, απέτυχαν ως προς τους στόχους τους, αλλά μας άφησαν ανεκτίμητη κληρονομιά εμπειριών και έκαναν τον κόσμο «λίγο» καλύτερο, έστω και σε θεωρητικό επίπεδο.

Πόσοι ήταν κομουνιστές στα βουνά με τον ΕΛΑΣ; Πόσοι ήταν μπολσεβίκοι τον Οκτώβρη του 1917; Πόσοι ήταν οι σύντροφοι του Κάστρο και του Τσε; Κι αν στο παρελθόν απέτυχαν ή μεταλλάχτηκαν οι επαναστάσεις, αυτό έγινε γιατί δεν ήθελαν ή δεν μπόρεσαν να μεταβιβάσουν όλη την εξουσία στο λαό. Όχι γιατί δεν ήταν έτοιμος ο λαός αλλά γιατί κάποιοι τον εξαπάτησαν ή απλά δεν του είχαν εμπιστοσύνη. Και σήμερα αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης στο λαό να διαχειριστεί τη ζωή του, διαφαίνεται σ’ όλη σχεδόν την αριστερά. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο, δεν είναι μια παθογένεια της αριστεράς. Είναι ο ίδιος σκοπός ύπαρξης της «αριστεράς» στο αστικό πολιτικό τοπίο. Είναι ο θεσμός που εξασφαλίζει στους αστούς την υποταγή μέσω των συμβιβασμών της εργατικής τάξης.

Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ‘ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις; Ν. Καζαντζάκης

Αν ή όποια αριστερά σήμερα θέλει ακόμα να αποκαλείται έτσι, πρέπει τώρα, όχι αύριο, τώρα να κατεβάσει τον κόσμο στο δρόμο. Να απαιτήσει και να παλέψει για την κατάκτηση της εξουσίας από το λαό ώστε ο ίδιος να αποφασίσει για τη ζωή που θέλει. Αν κατέβει στο δρόμο ένας ικανός αριθμός συνειδητοποιημένων αρκετά ώστε να αντέξουν αρκετά την καταστολή, οι υπόλοιποι θα ακολουθήσουν και θα αλλάξουν μαζί μας, μέσα από τη συμμετοχή στη δράση. Το να αποτύχουμε, είναι καλύτερο από το να μην προσπαθήσουμε.
Οι συνειδήσεις ψήνονται στον αγώνα έλεγε κάποιο παλιό σύνθημα, και είχε δίκιο. Όταν τα χαρακτηριστικά του αγώνα είναι δίκαια και ανθρώπινα, εύκολα αλλάζουν τις συνειδήσεις ανθρώπων που μπορεί να ξεκίνησαν από την απογοήτευση για τα οικονομικά και το ξεβόλεμα της μέχρι τώρα ζωής τους, αλλά αν «ψηθούν» αρκετά μέσα στο «φούρνο» των κινητοποιήσεων θα παραταχθούν μαζί μας για μια κοινωνία διαφορετική και καλύτερη απ’ τη σημερινή. Θέλω μ’ αυτό να πω πως η συνεχής και έντονη αντιπαράθεση με το σύστημα και τον κατασταλτικό του μηχανισμό, μπορεί να οδηγήσει όλο και μεγαλύτερες μάζες στην συνειδητοποίηση της ανάγκης συμμετοχής σε μια αντισυστημική εξέγερση.

Το εναντιούμενον τω δυναστεύοντι δήμος ωνόμασται (αυτό που εναντιώνεται στο δυνάστη λέγεται λαός). Θουκυδίδης

Αν είδα ένα θετικό στις πλατείες των συνελεύσεων, είναι ότι δεν υπάρχει ανάγκη για τακτικισμούς και υπαναχωρήσεις. Είδα πολλούς ανθρώπους, που ως τότε ήταν αμέτοχοι και καθόλου συνειδητοποιημένοι να αλλάζουν σταδιακά από το μην μιλάτε κομματικά, μην ασκείτε βία, μην αμφισβητείτε το σύστημα, πλέον να είναι έτοιμοι για όλα, πρώτοι πολλές φορές σε κάθε συλλογική δράση και με ξεκάθαρο αντισυστημικό πρόταγμα. Δεν ισχυρίζομαι πως απέκτησαν την απόλυτη επαναστατική συνείδηση, αλλά πως είναι πλέον έτοιμοι να δεχτούν μια τέτοια προοπτική και ακόμα να συμμετέχουν σ’ αυτή. Κύριο χαρακτηριστικό της μεταβολής αυτής δεν ήταν η ιδεολογική τους στρατολόγηση αλλά η αυθόρμητη αλληλεγγύη μεταξύ των διαδηλωτών και η μέθεξη που σε κυριεύει όταν νιώθεις πως γίνεσαι μέρος μιας συλλογικής ανθρώπινης προσπάθειας. Η ιδεολογική τους προσέγγιση έρχεται μετά, μέσα από την συνεχή επαφή με τους υπόλοιπους αγωνιστές, μέσα από την ταξική τους συνειδητοποίηση. Μια συνειδητοποίηση που είναι πιο εύκολη να επιτευχθεί όταν είσαι δίπλα στους δικούς σου στο δρόμο απ’ ότι όταν κάθεσαι στον τηλεοπτικό σου μικρόκοσμο ή στην απομόνωση του εκλογικού παραβάν.

Κι αν έχουν δίκιο όσοι κατηγορούν τη θεσμική αριστερά για αστικό ανάχωμα στους εργατικούς αγώνες, όπως εγώ, δεν παύει η βάση των αγωνιστών των αριστερών κομμάτων να είναι άνθρωποι της εργατικής τάξης, άνθρωποι που υποφέρουν από τον Καπιταλισμό. Ελπίζω σ’ αυτούς τους ανθρώπους, να πάρουν σύντομα τη μοίρα τους στα χέρια τους, να αφήσουν τις ηγεσίες τους στο κόσμο τους και να συμπαραταχθούν μαζί μας, εκεί που θα κάνουν τη διαφορά. Στο δρόμο και την αντίσταση. Γιατί όπως έλεγε και ο Τσε:
η επανάσταση δεν είναι ένα φρούτο που θα πέσει όταν είναι ώριμο. Πρέπει να κουνήσουμε το δέντρο για να το κάνουμε να πέσει.


Σημείωση:τα τονισμένα σημεία του κειμένου έγιναν από τον διαχειριστή

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Χωρίς Στέγη, στο έλεος των τραπεζών και της "φιλανθρωπίας"


Για το Θέμα της Στέγης

Διακήρυξη του Δικτύου Κοινωνικής Αλληλεγγύης Εξαρχείων-Νεάπολης-Μουσείου
"H απόκτηση κατοικίας από αυτούς που την στερούνται ή που στεγάζονται 
ανεπαρκώς αποτελεί αντικείμενο ειδικής φροντίδας του Kράτους."

Αυτά προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα. Όμως το πρόβλημα της Στέγης τα τελευταία χρόνια απετέλεσε το αντικείμενο αισχροκέρδειας, εκμετάλλευσης και αφαίμαξης του λαϊκού εισοδήματος από εργολάβους, κτηματομεσίτες και τράπεζες. Το "όνειρο ενός κεραμιδιού πάνω από το κεφάλι μας" κατέληξε να γίνει ο εφιάλτης για εκατομμύρια έλληνες και μετανάστες, ειδικά για αυτούς που κατέφυγαν στις τράπεζες για να τους βοηθήσουν να πάρουν ένα σπίτι. Του οποίου, αφού "φούσκωσαν" την αξία απόκτησης, αφού ο ιδιοκτήτης του κατέβαλε ένα σημαντικό ποσό από το εισόδημά του, τώρα απαξιώνεται από το σκάσιμο της φούσκας που δημιούργησε ο ίδιος κερδοσκοπικός μηχανισμός των κάθε είδους εμπλεκομένων. Παράλληλα, η μείωση των εισοδημάτων των δανειοληπτών στο όνομα της Ανάπτυξης και των Ελλειμμάτων, τους αφήνει στο έλεος των τραπεζιτών και της πρόνοιας των νόμων τύπου Κατσέλη.

Είναι ξεκάθαρο ότι η φούσκα των ακινήτων αποτέλεσε μοχλό συσσώρευσης πλούτου για ολίγους σε παγκόσμια κλίμακα. Αφού πριν όλοι οι εμπλεκόμενοι κερδοσκόπησαν μέσω των δανείων των τραπεζών, αφού πριν πούλησαν στους διψώντες για ένα κεραμίδι φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Τώρα όλοι αυτοί απαιτούν την κατάσχεση των σπιτιών μας αφού πρώτα φρόντισαν να τα υποθηκεύσουν με τα "ψιλά γράμματα" των δανειακών συμβάσεων. Η πολιτεία κάνοντας πλάτες στα συμφέροντα αυτά, απέφυγε να αποτρέψει και αυτό το σκάνδαλο. Αντίθετα το εξέθρεψε για δικούς της λόγους, αγνοώντας την προτροπή του Συντάγματος που η ίδια θέσπισε. Και δεν είναι μόνον αυτό. Με κατασχέσεις μας απειλούν θεοί και δαίμονες. Από την εφορία μέχρι κάθε νταβατζή-έμπορο των κοινωνικών αγαθών.
Στη σύγχρονη εποχή, μιλάμε για τη χώρα μας, είναι παράνομη κάθε κατάσχεση λαϊκής κατοικίας, κάθε επιβουλή δανειστών ή νταβατζή ενάντια στο πατρικό μας σπίτι. 

Για τις εξώσεις
Οι ενοικιαστές δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν από τον ιστό του εμπορίου στέγης που ανθεί τα τελευταία πενήντα χρόνια στη χώρα μας. Εμπόριο που μέχρι πρότινος διπλασίαζε την περιουσία κάθε ιδιοκτήτη μέσα σε λίγα χρόνια. Το είδαμε και αυτό. Διαμερίσματα κλουβιά να αποτελούν χρυσωρυχείο για τους ιδιοκτήτες τους. Και μόνο τώρα, με τη λεγόμενη κρίση, να βλέπουν και αυτοί να κινδυνεύουν οι προσδοκίες τους, μιας και η συσσώρευση πλούτου παίρνει μπάλα και αυτούς. Επί δεκαετίες το νομικό και θεσμικό πλαίσιο, η πολιτεία, τα κάθε είδους συμφέροντα προστάτευαν τους ιδιοκτήτες. Ειδικά η πολιτεία με τη σκόπιμη απουσία πρόνοιας για στέγη για όλο το λαό, οικοδόμησε το τέρας των πόλεων, επιτρέποντας σε κάθε εργολάβο την αισθητική υποβάθμιση, την λεηλασία του περιβάλλοντος στο όνομα μιας ανάπτυξης, στην οποία για χρόνια στρατεύθηκαν κάθε είδους παράσιτα και κερδοσκόποι. Αλλά και λόμπις του υποκόσμου (εμπρηστές, καταπατητές, εκβιαστές, κοράκια).

Ο κάθε ενοικιαστής είναι φανερό ότι αδυνατεί να έχει δική του στέγη. Είτε αυτός είναι ενοικιαστής κατοικίας, είτε μιας μικρής επαγγελματικής στέγης. Και αυτό ισχύει για τη συντριπτική πλειοψηφία των ενοικιαστών. Στον τομέα της κατοικίας το κράτος θα έπρεπε από  χρόνια να έχει επέμβει, εκπληρώνοντας αυτά που το Σύνταγμα ορίζει, θεσμοθετώντας είτε τη γενναία επιδότηση του ενοικίου για αυτούς που έχουν χαμηλά εισοδήματα, είτε την παραχώρηση δικών του κενών κατοικιών (χιλιάδες είναι τα άδεια ακίνητα δήμων, εκκλησιών, φορέων του δημοσίου), είτε τη δήμευση κατοικιών που χτίσθηκαν πάνω σε καταπατημένες δημόσιες εκτάσεις και μένουν στα χέρια των καταπατητών. Τέλος, θα έπρεπε νάχει θεσμοθετήσει ένα γενναίο πρόγραμμα εργατικής κατοικίας, ένα πρόγραμμα δηλαδή δωρεάν παραχώρησης στέγης στα λαϊκά στρώματα του πληθυσμού. Αντί αυτού είδαμε την κατάργηση όλων των προγραμμάτων και των φορέων για την εργατική κατοικία, τον περιορισμό και την αναμενόμενη οριστική κατάργηση της επιδότησης ενοικίου.

Διεκδικούμε από το κράτος το κοινωνικό ενοίκιο για διαμερίσματα μικροϊδιοκτητών προκειμένου να στεγασθούν άστεγοι ή οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα που δεν μπορούν να πληρώσουν ενοίκιο. Οι μικροϊδιοκτήτες αυτοί έχουν μπεί στο στόχαστρο της πολιτικής των κατασχέσεων μέσω των φόρων, των χαρατσιών, της τοκογλυφίας των τραπεζών και της παράλληλης μείωσης των εισοδημάτων τους (σύνταξη-μισθός) λόγω του ότι θεωρούνται ..εισοδηματίες. Είναι σίγουρο ότι αργά ή γρήγορα τόσο τα προγράμματα κατασχέσεων όσο και αυτά των εξώσεων θα μπούν σε πλήρη εφαρμογή από τους τραπεζίτες, το ίδιο το κράτος για "οφειλόμενα" στις ΔΟΥ, από το λόμπυ των ιδιοκτητών με τη σύμπραξη των νόμων τους και της δικαιοσύνης τους. Το νομικό πλαίσιο έχει στηθεί και δεν θα αργήσει να αποδίδει αν δεν αντισταθούμε.

Μπροστά σε αυτή την εξέλιξη στεκόμαστε ενάντια στις εξώσεις οικογενειών που αδυνατούν να πληρώσουν το ενοίκιο, στεκόμαστε ενάντια σε κάθε κατάσχεση σπιτιού λαϊκής οικογένειας. Σε κάθε γειτονιά, πόλη, χωριό θα πρέπει να υπάρξουν οργανωμένες αντιστάσεις, δίκτυα πολιτών που θα αποτρέπουν κάθε κατάσχεση, κάθε έξωση. Η πείρα παρόμοιων κινημάτων στην Ευρώπη και αλλού μας έχει διδάξει ότι μόνο ένας οργανωμένος και αποφασιστικός αγώνας μπορεί να έχει αποτελέσματα. Από το να αποτρέψει μια έξωση ή μια κατάσχεση μέχρι στο να εξαναγκάσει το κράτος να συμμορφωθεί στο ελάχιστο των υποχρεώσεών του που προβλέπονται στο Σύνταγμα.

Δίκτυα αντίστασης που θα στέκονται απέναντι και στους σύγχρονους μαυραγορίτες, τους μεγαλοϊδιοκτήτες και εργολάβους ακινήτων, που προτιμούν να κρατούν κλειστά τα κτήρια και διαμερίσματα που έχουν, «για να μην πέσουν οι τιμές», ενώ την ίδια ώρα άστεγοι υποφέρουν και πεθαίνουν λίγο λίγο κάθε μέρα στους δρόμους. 

Δίπλα μας βρίσκονται οι άστεγοι, δίπλα μας βρίσκονται και τα άδεια κτήρια και τα διαμερίσματά τους. Δεν μπορούμε να κλείνουμε άλλο τα μάτια μας σ΄ αυτή την αδικία, δε μπορούμε να αποδεχόμαστε πια αυτή τη βαρβαρότητα. Είμαστε αλληλέγγυοι και στηρίζουμε έμπρακτα όσους αστέγους/ες επιλέξουν αυτοοργανωμένα να καταλάβουν, να επισκευάσουν και να κατοικήσουν σε οποιοδήποτε άδειο κτήριο που σήμερα ρημάζει αναξιοποίητο (πολλά αποτελούν πλέον και πηγές κινδύνων και εστίες μόλυνσης, λόγω της σκόπιμης εγκατάλειψης). Πάνω από τις προσδοκίες μεγαλύτερων κερδών για τους μεγαλοϊδιοκτήτες, βάζουμε την επιβίωση των αστέγων με αξιοπρέπεια και όχι με ψίχουλα φιλανθρωπίας. 

Αν δεν οργανωθούμε και δεν αντισταθούμε ένα σημαντικό μερίδιο πληθυσμού θα μετατραπεί σε νεο-άστεγους, σε ένοικο και "πολίτη" παραγκών και παραγκουπόλεων στο περιθώριο των πόλεων, έξω από τα "τείχη".

"Υποψήφιοι" άστεγοι είμαστε όλοι μας

Η φιλευσπλαχνία, μέσω εκτόνωσης του θυμικού, ανάχωμα στις λαϊκές αντιδράσεις, κύτταρο παραπληροφόρησης και αποπροσανατολισμού δεν αποτελεί παρά έναν ακόμη σύμμαχο των συμφερόντων, ένα άλλοθι της πολιτείας, έναν εχθρό του κινήματος για αξιοπρεπή στέγαση για όλους.

ΚΑΛΕΣΜΑ

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Δεν Πληρώνω-Κάλεσμα: ΚΥΡΙΑΚΗ 27 ΜΑΗ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ: «να πάρουμε αυτά που μας ανήκουν»



ΤΑ ΧΑΡΑΤΣΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΝ  -  Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥΣ ΣΚΟΤΩΝΕΙ

Άλλος ένας άνεργος συνάνθρωπος μας στο Αιγάλεω, ο  Φραγκίσκος Π. δίνει μάχη για τη ζωή του. Τραυματίστηκε σοβαρά στην προσπάθεια του να «πάρει αυτό που του ανήκει», όπως είπε λίγο πριν ανεβεί στη κολόνα της ΔΕΗ για να επανασυνδέσει το ρεύμα που του στέρησαν οι πολιτικές της εξαθλίωσης και η αναλγησία της ΔΕΗ.

Καθημερινά άνθρωποι  δολοφονούνται εξ αιτίας των μέτρων «εκλεγμένων» και υπηρεσιακών κυβερνήσεων, της Ε.Ε του ΔΝΤ, της  επίθεσης του συστήματος εκμετάλλευσης. Φοροεπιδρομές (ΕΕΤΗΔΕ – ΕΤΑΚ – ΦΑΠ –ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΕΛΗ – ΦΠΑ – ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΤΙΜΟΛΟΓΙΑ ΔΕΚΟ –ΚΑΥΣΙΜΑ – ΤΡΟΦΙΜΑ), μειώσεις μισθών –  συντάξεων, καταπάτηση εργασιακών σχέσεων, ανεργία. Δεν πάει άλλο!

Η καθημερινή ανθρώπινη επιβίωση απειλείται, χιλιάδες άνθρωποι είναι άστεγοι στην Αθήνα, χιλιάδες τρέφονται από συσσίτια, ενώ στο τέλος του 2012, ένας  στους τρείς θα είναι άνεργος.

Απέναντι μας δεν έχουμε μόνο, τα χαράτσια και την φοροεπιδρομή, έχουμε το συνολικό πρόβλημα της επιβίωσης. Η Ελλάδα θυμίζει  εμπόλεμη ζώνη που μετράει καθημερινά θύματα και γοργά αντικρίζει την επερχόμενη ανθρωπιστική καταστροφή για να ξεπεράσει τη κρίση του το βάρβαρο καπιταλιστικό σύστημα. Δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλο. Αντεπίθεση τώρα για να πάρουμε όλα αυτά που μας ανήκουν.

Καλούμε κάθε συλλογικότητα απο τα κάτω, τις λαϊκές συνελεύσεις, τις επιτροπές ενάντια στα χαράτσια, τα σωματεία και τα εργατικά σχήματα, τους άνεργους, κάθε άνθρωπο που θέλει να αγωνιστεί για να τους σταματήσουμε τώρα την Κυριακή 27 Μάη στις 6μ.μ. σε παννατικό συλλαλητήριο αντεπίθεσης στις πολιτικές του τρόμου και της εξαθλίωσης.
ΔΕΝ ΧΡΩΣΤΑΜΕ – ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥΣ
ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΟΥΜΕ ΤΩΡΑ ΟΛΑ ΤΑ ΧΑΡΑΤΣΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΦΟΡΟΕΠΙΔΡΟΜΕΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΩΡΕΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΑΓΑΘΑ
“ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ” ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΑΓΩΝΑ

Ατομικό - Διατομικό ή Διομαδικό; Τοπικό - «Εθνικό» ή Κοινωνικό; (αναδημοσίευση)



Του Αργύρη Αργυριάδη

Σύμφωνα με την παραδοσιακή θεώρηση κίνημα είναι η δραστηριότητα μιας ορισμένης κοινωνικής ομάδας που διέπεται από κάποια οργάνωση και επιδιώκει ορισμένους στόχους εναντίον ορισμένης κατάστασης, εναντίον θεσμών, εναντίον συνολικά μιας κατεστημένης τάξης και υπέρ κάποιων εναλλακτικών προοπτικών. Υπάρχει πληθώρα κινημάτων (π.χ. εργατικό, φοιτητικό, γυναικείο, αγροτικό, επαναστατικό, κ.λπ.) με αντίστοιχη ιδεολογική και θεωρητική υποστήριξη. Η αποτελεσματική όμως συμβολή ενός κινήματος στην αναδιαμόρφωση του υφιστάμενου συσχετισμού κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων είναι συνάρτηση: α) του τρόπου και του περιεχομένου της δράσης του, β) του βαθμού της θεωρητικής θεμελίωσης των στρατηγικών και τακτικών στόχων του, γ) των κοινωνικών αναγκών που εκφράζει, δ) της σύνθεσης, της μαζικότητας και της οργανωτικής συγκρότησης του, ε) της εσωτερικής και εξωτερικής κοινωνικής συγκυρίας.

Στο έργο του «Η ιστορία του κοινωνικού κινήματος στη Γαλλία», ο Στάιν παραβάλει την έννοια του κινήματος σε διαλεκτική αντιπαράθεση προς την έννοια του κράτους. Το κράτος είναι το στατικό και νομικό στοιχείο, ενώ το κίνημα είναι η έκφραση των δυναμικών τάσεων της κοινωνίας. Έτσι, το κίνημα είναι πάντα κοινωνικό και σε ανταγωνισμό με το κράτος, εκφράζει τη δυναμική προτεραιότητα της κοινωνίας επί των δικαστικών και κρατικών θεσμών.

Τα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα αποτελούν μορφές συλλογικής δικτυακής δράσης που διαμέσου της σύγκρουσης προσδοκούν στην αλλαγή μιας κυρίαρχης πραγματικότητας, μέσω μιας συλλογικής ταυτότητας ή νοήματος που τους δίνει το έναυσμα να κινητοποιηθούν. Ας δούμε όμως επιγραμματικά και τις προϋποθέσεις που θέτει ο Touraine για την ανάπτυξη κοινωνικών κινημάτων: (α) ο αγώνας να γίνεται στο όνομα ενός πληθυσμού, (β) αυτός ο αγώνας πρέπει να είναι οργανωμένος, (γ) το κίνημα οφείλει να εντοπίσει τον αντίπαλό του και (δ) ο αγώνας να μην διεκδικεί τα αιτήματά του μόνο για τους δρώντες του κινήματος, αλλά για ένα ευρύτερο σύνολο.

Μ’ αυτήν την έννοια, η άμεση δημοκρατία ως αντισυστημικό κίνημα διαφέρει ριζικά από ένα ρεφορμιστικό κίνημα απλής αγανάκτησης εφόσον το πρώτο στοχεύει στην αντικατάσταση των βασικών κοινωνικο-οικονομικών θεσμών και των συνεπαγομένων αξιών με νέους θεσμούς και αξίες, ενώ το δεύτερο στοχεύει απλώς στην αλλαγή των κυρίαρχων θεσμών («πχ, καλύτερη ρύθμιση της οικονομίας, της αγοράς κ.τ.λ.).

Η παραπάνω διάκριση ανάμεσα σε ρεφορμιστικά και αντισυστημικά κινήματα διαφέρει επίσης από τη συνηθισμένη διάκριση μεταξύ ρεφορμιστικών και επαναστατικών κινημάτων, σύμφωνα με την οποία τα πρώτα στοχεύουν στην αργή, σταδιακή αλλαγή και τα δεύτερα σε μια γρήγορη, απότομη αλλαγή, στην κοινωνικότητα (εύρος) της συλλογικής δράσης σε σχέση με το άτομο.

H αναλυτική διαφορά της συλλογικής έναντι της ατομικής δράσης χαρακτηρίζει τις νεωτερικές κοινωνίες, στις οποίες ο ιδιωτικός χώρος, ως χώρος του αγοραίου ατόμου και των δικαιωμάτων του, διαχωρίζεται από τον δημόσιο ή συλλογικό χώρο. Ανάλογα θεμελιώνεται η διάκριση του ατομικού συμφέροντος από το κοινό αγαθό ή συμφέρον.

Αλλά το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα που πριμοδοτεί στην εξέλιξή του το ατομικό, το αγοραίο και το εγωϊστικό αποτελεί, κατ’ αντιπαράθεση, το έδαφος της ανάπτυξης του συλλογικού, του αντιαγοραίου, του αλληλέγγυου, πρόκειται δηλαδή για μια συστημική αμφισημία. Η ίδια η κοινωνία των αστών που διαλύει τις προγενέστερες μορφές κοινοτισμού και αλληλεγγύης δημιουργεί τις προϋποθέσεις νέων συλλογικών δεσμών και συλλογικών κοινωνικών συγκροτήσεων.

Η οπτική του ατομικού συμφέροντος σε αντιπαράθεση με την οπτική της κοινωνικότητας είναι μια θεμελιακή προσέγγιση, η οποία δεν θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί στις συγκεκριμένες αναγνώσεις των σημερινών κοινωνικών κινημάτων. Για παράδειγμα, ορισμένες φορές, χαμηλά εισοδηματικά λαϊκά στρώματα κινητοποιούνται για θέματα που αφορούν τα άμεσα ατομικά τους ενδιαφέροντα σε ένα πολύ περιορισμένο χωρικά έδαφος, ενώ δεν επιδεικνύουν την ίδια ευαισθησία όταν ανάλογα προβλήματα τίθενται αλλού ή όταν τίθενται με τη μορφή γενικών (πολιτικών) αιτημάτων.

Επίσης, ενίοτε η συλλογικότητα διαρκεί όσο ο χρόνος προβολής του αιτήματος (βλέπε σύνταγμα – μεσοπρόθεσμο, κλπ) και στη συνέχεια οι συμμετέχοντες ακολουθούν τις προηγούμενες ατομιστικές τους στάσεις. Βεβαίως, η εμπειρία αυτή δεν αναιρεί την ανάγκη κατανόησης και ερμηνείας των γενικών κατευθύνσεων που ορίζουν κοινωνικά και πολιτικά ένα κοινωνικό κίνημα και οι οποίες δεν ταυτίζονται πάντα και απολύτως με τους μηχανισμούς κινητοποίησης όλων των φορέων και των ατόμων που το απαρτίζουν.

Άλλωστε το πρόβλημα με τις θεωρίες του ατομισμού, όπως π.χ. με τη θεωρία του Hobbes, δεν είναι ότι αντιμετωπίζουν υπαρκτά κοινωνικά φαινόμενα, αλλά ότι ερμηνεύουν το σύνολο των ατομικών κινήτρων και επιδιώξεων και το σύνολο των κοινωνικών δράσεων στη βάση της αγοραίας νομιμότητας και των αγοραίων αρχών της κοινωνικής συγκρότησης (π.χ καταμερισμός εργασίας – μηχανική αλληλεγγύη, δικαίωμα στην βία και στην αντίσταση κ.λπ). Σε κάθε περίπτωση στα αστικά κινήματα, η παράδοση της κοινωνικής αδελφοσύνης ενέχεται σε ταξικούς ή/και σε ιδεολογικούς (πολιτιστικούς) δεσμούς στη βάση των οποίων συγκροτείται μια σύγχρονου τύπου “κοινωνική αδελφοσύνη”.

Η θεωρία του Hobbes (17ος αι.) έχει ως αφετηρία το εγωϊστικό a priori και η συλλογικότητα γίνεται αντιληπτή ως “μέσον” από τη σκοπιά της χρησιμότητάς της στην ικανοποίηση των επιθυμιών και συμφερόντων των ατόμων, καθώς και ως μέσον αύξησης της δύναμης αυτών που συμμετέχουν. Ο Hobbes αρνείται τον πρωταρχικό ρόλο της κοινωνικότητας, λέγοντας ότι “δεν επιζητούμε εκ φύσεως την κοινωνία ως αυτοσκοπό, αλλά γιατί μπορούμε να αποκομίσουμε κάποιο αξίωμα ή κέρδος από αυτήν”.

Μπορούμε συνεπώς, στην περίπτωση του Hobbes, να μιλήσουμε για τη θεμελίωση μιας ατομιστικής χρησιμοθηρικής παράδοσης, στο πλαίσιο της οποίας η συλλογική δράση προσεγγίζεται και αιτιολογείται με βάση το κριτήριο της χρησιμότητάς της στην προώθηση της σκοποθεσίας των ατομικών ορθολογικών δρώντων.

Η ύπαρξη όμως στον άνθρωπο μιας θέλησης για κοινή ζωή, που απορρέει από μια τάση προς την κοινωνικότητα, είναι η αφετηρία κατανόησης του πώς δημιουργείται η συλλογικότητα ή η ομάδα. Η επιθυμία του “κοινού ζην” αποτελεί κατά τον Durkheim αξίωμα του ανθρώπου, πόσο μάλλον της άμεσης δημοκρατίας ως κίνημα.

Ο Nτυρκέμ προσεγγίζει τη σχέση των αναγκών και των επιθυμιών των ανθρώπων με τη συλλογική δράση, όχι εργαλειακά, όπως γίνεται στην παράδοση του ατομιστικού ορθολογισμού. Ούτε ως μια σχέση που προσδιορίζεται από τη θέση των ατόμων στο σύστημα παραγωγής ή την κοινωνική δομή, όπως γίνεται στο μαρξισμό. Η σχέση του ατόμου, της προσωπικότητάς του, των αναγκών και επιθυμιών και της ταυτότητάς του με την ομάδα και τη συλλογικότητα δεν είναι εργαλειακή, αλλά συστατική – οργανική. Δεν είναι δυνατόν, να φανταστούμε έναν άνθρωπο που έχει διαμορφώσει τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τα συμφέροντά του έξω από τη συλλογικότητα και που απλώς χρησιμοποιεί τη συλλογική δράση ως μέσον για την ικανοποίησή τους.

Η συλλογική δράση συνεπώς, δεν είναι απλώς ένα μέσον για την ικανοποίηση επιθυμιών και αναγκών, αλλά το πεδίο στο οποίο αυτές διαμορφώνονται, διαμεσολαβούνται και ελέγχονται. Αυτό γίνεται, πρώτα απ’όλα, μέσα από τα σημεία, τα σύμβολα και τις κοινωνικές αναπαραστάσεις, που είναι συλλογικά δημιουργήματα, ανήκουν δηλαδή στην ομάδα. Το διακύβευμα που ανέκαθεν προβλημάτιζε τον ελευθεριακό χώρο είναι πως θα γίνει η μετάβαση από το άτομο - στη συλλογικότητα με προορισμό την κοινωνικοποίηση του ατόμου χωρίς την εξατομίκευση της ομάδας.

Ας μη ξεχνάμε πως η κοινωνία, ως συντηρητικός μηχανισμός, δεν έχει ανάγκη το κίνημα, αντιθέτως το κίνημα έχει ανάγκη την κοινωνία, δηλαδή το πλήθος των ανυποψίαστων για να αυτοπραγματωθεί, να ικανοποιήσει τον ορισμό του. Η αμεσοδημοκρατική σκέψη δεν βρίσκεται προγεγραμμένη σε κανένα γονίδιο, αλλά αντίθετα έχουν καταγραφεί πολλά πολιτικά γονίδια που στη πράξη έχουν καταδείξει ότι αν και στην αρχή δεν κατείχαν την όποια ανατρεπτική σκέψη και την συνακόλουθη διάθεση της εκ βάθρων αλλαγής στην συνέχεια αποκτούν αυτά τα χαρακτηριστικά ριζοσπαστικοποιούμενοι.

Εν κατακλείδι, η άμεση δημοκρατία συνεπώς δεν είναι η εφεύρεση ενός νέου δόγματος ή πρωτοπορίας αλλά η επιστροφή στο κοινωνικό που δεν είναι άλλο από το διατομικό στο διομαδικό χαρακτηριστικό (δηλαδή, από την ομογενοποίηση της ταυτότητας, στην πολυμορφία του διαφορετικού, αλλά με κοινό νόημα). Άλλωστε η Άμεση Δημοκρατία ως κοινωνικό κίνημα θα πρέπει να μπορέσει να ζητήσει από την κοινωνία να αλλάξει τον κόσμο, όχι απλά χωρίς να καταλάβει την εξουσία αλλά να την καταστρέψει ή τουλάχιστον να την καταργήσει στην πράξη αποδομώντας την.

Πηγή: http://www.babylonia.gr
οι υπογραμμίσεις είναι του διαχειριστή

Οι κομπίνες των τραπεζών και η διαπλοκή με τους πολιτικούς


Γράφει ο Κώστας Βαξεβάνης για το koutipandoras


«Αν η Αφρική ήταν τράπεζα, θα την είχαν σώσει», έγραφε ένα παλιό σύνθημα. Και σήμερα, τον καιρό της κρίσης και της επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, σχεδόν μοιάζει με αξίωμα. Οι τράπεζες δεν περιμένουν την πολιτική που θα ορίσει τη λειτουργία τους. Οι ίδιες χαράσσουν πολιτική. Και οι πολιτικοί ακολουθούν με όλα αυτά τα επιχειρήματα περί «ευστάθειας», «ρευστότητας», «αναγκαίας διάσωσης» και προβληματισμών περί καταθέσεων. Αν έχετε κάποια αμφιβολία γι’ αυτό, σκεφθείτε αν πριν από μερικά χρόνια θα μπορούσατε να φανταστείτε στη θέση του πρωθυπουργού έναν τραπεζίτη.

Το 2008, όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση, ο Κώστας Καραμανλής ως πρωθυπουργός διαβεβαίωνε πως οι ελληνικές τράπεζες δεν κινδυνεύουν γιατί δεν έχουν τοξικά προϊόντα. Λίγο αργότερα όμως τους έδωσε 28 δις και ο Παπανδρέου συνέχισε με άλλα 40. Το 2011 ο Ευάγγελος Βενιζέλος έδωσε 100 εκατομμύρια στην Proton Bank, που ήταν υπό δικαστική διερεύνηση, και στη συνέχεια άλλα 700 εκατομμύρια από τα ποσά που δανειζόμαστε, με όλες τις γνωστές επιπτώσεις. Αμέσως μετά έφτιαξε έναν νόμο που τον αμνήστευε γι’ αυτή του την παρανομία.

Τι συνέβη με τις ελληνικές τράπεζες;
Τίποτα παραπάνω από το ότι αναγκάστηκαν να αποκαλύψουν τη σχέση τους με το πολιτικό κατεστημένο και τον τρόπο που λειτουργούσαν επί δεκαετίες. Η λεγόμενη έλλειψη ρευστότητας των τραπεζών δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της κρίσης, αλλά και της πολιτικής τους. Επί δεκαετίες μάζευαν λεφτά των καταθετών και στη συνέχεια με αυτά τα λεφτά, όπως ακριβώς ο Κοσκωτάς, δανειοδοτούσαν offshore εταιρίες και θυγατρικές τους, από τις οποίες διοχέτευαν χρήμα σε άγνωστη κατεύθυνση. Ο Κοσκωτάς μπροστά τους μοιάζει με αγνό πρόσκοπο.

Στην αγορά δημιουργούσαν μια εικόνα ευρωστίας και έσπρωχναν το επενδυτικό κοινό να τις εμπιστεύεται και στη συνέχεια να εξαρτάται με κάθε είδους δάνεια, ακόμη και «για την πιτυρίδα».Οι περισσότερες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου που έκαναν ήταν εικονικές. Δάνειζαν κάποιες offshore εταιρίες, οι οποίες στη συνέχεια συμμετείχαν στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας. Μια αέναη φούσκα με εικονικό χρήμα.

Και τι έκαναν οι μέτοχοι; Οι μεγάλοι συμμετείχαν στο παιχνίδι. Έβγαζαν δάνεια για τον εαυτό τους ή για τις εταιρίες τους. Δημιουργούσαν εταιρίες real estateμε δάνεια της τράπεζας και στη συνέχεια πουλούσαν κτίρια στην ίδια την τράπεζα ή σε ιδιώτες σε πολλαπλάσιες τιμές από τις πραγματικές. Στο τέλος έσβηναν ίσως και τα δάνεια ως ζημιές. Την πλήρωναν τελικά οι μικρομέτοχοι και οι καταθέτες που αντιμετωπίζουν σήμερα το ενδεχόμενο της κατάρρευσης.

Ο καλύτερος εταίρος στις νομιμοφανείς παρανομίες ήταν η Εκκλησία. Δεκάδες Μονές σε όλη τη χώρα (πρώτη και καλύτερη η Μονή Βατοπεδίου) έπαιρναν δάνεια από τις τράπεζες για να γίνουν μεσίτες. Εκατοντάδες κτίρια χτίστηκαν ή αγοράστηκαν από μοναστήρια και μετά μεταπωλήθηκαν σε πολλαπλάσιες τιμές με μια απλή διαδικασία υπερτιμολόγησης και ξεπλύματος χρήματος χωρίς κανέναν έλεγχο.

Και οι πολιτικοί;
Πολιτικοί όπως και πολλοί δημοσιογράφοι ήταν άμεσα συνδεδεμένοι με το οικονομικό κατεστημένο των τραπεζών. Οι τραπεζίτες ήταν και χρηματοδότες βουλευτών (τις περισσότερες φορές έμμεσα), ενώ η ίδια η Βουλή νομοθετούσε νόμους για τις τράπεζες. Δεκάδες όροι σε συμβόλαια τραπεζών έχουν κηρυχθεί παράνομοι, αλλά εξακολουθούν να ισχύουν. Τα ίδια τα κόμματα έχουν δανειοδοτηθεί με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, βάζοντας ως υποθήκες μελλοντικές τους χρηματοδοτήσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό. Και ποιος ξέρει αν αύριο θα υπάρχουν;

Το ίδιο το κράτος όμως έχει κάνει το χειρότερο. Έχει επιτρέψει να μην υπάρχει κανένας ουσιαστικός ελεγκτικός μηχανισμός. Η Τράπεζα της Ελλάδος, γι’αυτό που αποκαλύφθηκε ως σκάνδαλο Proton, είχε επιβάλλει μετά από ελέγχους 50.000 πρόστιμο. Το άφησε να εξελιχθεί όπως και τις δανειοδοτήσεις σε τόσες τράπεζες. Ανέχθηκε επίσης τη συνεχή δανειοδότηση των ΜΜΕ, χωρίς πραγματικές υποθήκες. Στην υπόθεση του ALTER τα δάνεια δίνονταν με υποθήκες άυλους τίτλους. Δηλαδή τηλεοπτικό προϊόν που μπορεί να στοίχιζε 10.000 και να το κοστολογούσαν πολλαπλάσια. Κάπως έτσι τα «Στρουμφάκια» στο ALTER εκτιμήθηκε πως στοιχίζουν 1 εκατομμύριο ανά επεισόδιο και δόθηκαν τα δάνεια, των οποίων τα αποτελέσματα είναι γνωστά.

Σήμερα ο κίνδυνος να καταρρεύσουν οι τράπεζες επισείεται για να παρθούν μέτρα επί μέτρων. Το επιχείρημα είναι ότι έχουν χάσει από το κούρεμα των ομολόγων. Η αλήθεια είναι πως οι τράπεζες, μέσα από τη σχέση συνδιαλλαγής με το κράτος, έπαιρναν ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, τα οποία έδιναν στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα, και δανείζονταν με επιτόκιο 1%. Στη συνέχεια με αυτά τα λεφτά κέρδιζαν δανείζοντας το κράτος με 4,5% και τους ιδιώτες με έως και 8%. Μέρος από αυτά τα χρήματα διοχέτευσαν στις θυγατρικές τους στο εξωτερικό για να κάνουν, όπως έλεγαν, το «ελληνικό θαύμα».Το θαύμα ήταν πως με τα χρήματα αυτά δανειοδοτήθηκαν άλλες offshore σε χώρες με ακόμη μικρότερο έλεγχο.

Όταν τα ελληνικά ομόλογα έγιναν κουρελόχαρτα, οι τράπεζες κλήθηκαν από την Κεντρική Τράπεζα να τα αγοράσουν. Λεφτά δεν υπήρχαν. Ήταν τότε που οι κυβερνήσεις Καραμανλή-Παπανδρέου, με το επιχείρημα ότι έπρεπε να δώσουν ρευστό στην αγορά, αναγνώρισαν 70 δις για τις τράπεζες. Με αυτά δεν έπεσε ρευστό στην αγορά, αλλά αγοράστηκαν και πάλι τα ομόλογα. Όταν ήρθε το κούρεμα, οι τράπεζες που είχαν κερδίσει, και ο μέτοχοι που είχαν κερδίσει έμμεσα ακόμη περισσότερα, άρχισαν να μιλούν για την κατάρρευση. Οπότε ήρθε η επανακεφαλαιοποίηση.

Αν έχετε αμφιβολία για το ότι όλα γίνονται για τις τράπεζες, υπάρχει και το πρόσφατο παράδειγμα των 18 δις ευρώ. Το ελληνικό κράτος έχει προκαταβάλλει τα λεφτά αυτά, με τα οποία θα πληρωθούν όσοι κατέχουν ομόλογα των ελληνικών τραπεζών. Τα ομόλογα αυτά φυσικά δεν έχουν υποστεί κανένα κούρεμα.Αντίθετα, ο μικροομολογιούχος, ο οποίος έδωσε 100 χιλιάδες για να αγοράσει ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, για να στηρίξει την ελληνική οικονομία, έχει χάσει το 1/3 των χρημάτων του.

Οι τράπεζες θα σωθούν και πάλι
Οι μέτοχοι κυρίως. Τα deal για την αγορά των κρατικών τραπεζών έχουν κλείσει κάτω από το τραπέζι. Όλοι όσοι μιλούσαν για την ανάγκη λειτουργίας των νόμων της αγοράς, ξαφνικά αποκτούν μια επιλεκτική βουβαμάρα. Γιατί να μην ισχύσουν στις τράπεζες οι νόμοι της αγοράς; Γιατί να μην κλείσουν όσες δεν ανταποκρίνονται; Μα για να σωθούν οι καταθέσεις, είναι το επιχείρημα.
Είναι αληθινός ο κίνδυνος των τραπεζών; Ναι, είναι, αλλά δημιουργήθηκε από αυτούς που έπρεπε να είναι ήδη φυλακή. Δεν γίνεται; Μα αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που δεν υπάρχει κανένας ελεγκτικός μηχανισμός. Και η Τράπεζα της Ελλάδος τρέχει να καλύψει με ελέγχους εξπρές, πριν ολοκληρωθούν οι εισαγγελικές έρευνες, τον θόρυβο που δημιουργείται.

Το γεγονός ότι ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, της ελεγκτικής Αρχής, ήταν και μέτοχος τράπεζας (και στέλεχος σε πολλές από αυτές) προφανώς δεν τον εμποδίζει να ελέγξει τους συνεταίρους και τα πρώην αφεντικά του. Στην Ελλάδα ζούμε.

Ημέρες Μνημονίου...



Τρείς ιστορίες μνημονιακής "διάσωσης"

Ιστορία 1η
Μωρά σε παρακαταθήκη.
Αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του BBC για τα ελληνικά νοσοκομεία. Δεν δίνουν τα νεογέννητα παιδιά στις μητέρες τους επειδή δεν έχουν να πληρώσουν τα νοσήλια.  Κι όμως τα όσα θα διαβάσετε συμβαίνουν στην Ελλάδα. Το ρεπορτάζ ανήκει στο BBC. Όπως αναφέρει αρκετοί Έλληνες δεν έχουν πλέον ασφαλιστική κάλυψη γιατί είναι άνεργοι ή απασχολούνται με μαύρη εργασία. Έτσι όταν αναγκάζονται να πάνε στα δημόσια νοσοκομεία είναι υποχρεωμένοι να πληρώσουν αφού δεν καλύπτονται από ασφάλιση. Και αν δεν έχουν ιδιωτική ασφάλιση τότε τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα. 
    Σε δημόσιο νοσοκομείο της Αθήνας μπήκε πριν λίγο καιρό η Άννα (δεν είναι το πραγματικό της όνομα), για να γεννήσει. Η γέννα έγινε με καισαρική και όλα πήγαν καλά. Όταν η Άννα πήγε να πάρει το νεογέννητο παιδί της για να πάει στο σπίτι της ζήτησαν 1.200 ευρώ. Όμως η ίδια δεν είχε να πληρώσει τόσα λεφτά και έδωσε όσα είχε. Όμως της ανακοίνωσαν ότι δεν πρόκειται να πάρει το παιδί της αν δεν πληρώσει όλο το ποσό.

Η γιατρός Κατερίνα Στυψανέλη είπε ότι στο παρελθόν αρκετοί διευθυντές δεν ζητούσαν χρήματα όταν ήξεραν πως οι γονείς δεν είχαν τα λεφτά για να πληρώσουν. “Έκαναν τα στραβά μάτια γιατί γνώριζαν ότι οι γονείς ήταν από φτωχή οικογένεια. Όμως τώρα δεν μπορούν να το κάνουν αυτό γιατί δέχονται πιέσεις από το υπουργείο για να αυξήσουν τα έσοδα. Δεν φταίει το νοσοκομείο αλλά οι κυβερνήσεις γιατί αυτή είναι η πολιτική που εφαρμόζουν. Αυτή υποτίθεται πως είναι η δωρεάν υγεία και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους”. 
      Η Άννα μένει σε ένα χαμόσπιτο στην Λούτσα και η οικονομική της κατάσταση είναι πολύ χαμηλή. Δεν είναι η πρώτη που αντιμετώπισε αυτή την κατάσταση καθώς σύμφωνα με τους γιατρούς το περιστατικό αυτό έγινε και σε άλλες μητέρες. 

“Κάποιος πρέπει επιτέλους να κάνει κάτι. Δεν γίνεται αλλιώς. Οι μητέρες πρέπει να γεννήσουν αλλά αν δεν έχουν λεφτά τι θα κάνουν; Θα γεννήσουν στον δρόμο; Δεν γίνεται. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για ασθενείς σε άλλους τομείς εκτός της γυναικολογικής”, τονίζει η γιατρός.
     “Μου το είχαν ξανακάνει πριν από 20 μήνες όταν γέννησα το πρώτο μου παιδί. Δεν με άφηναν να το πάρω αν δεν πληρώσω”, είπε η Άννα. Τελικά κατάφερε να πάρει το παιδί με την βοήθεια της γιατρού Στυψανέλη. Επικοινώνησε με τον διοικητή του νοσοκομείου και έδωσε τελικά την άδεια να πάρει το παιδί όμως θα πληρώνει με δόσεις τα όσα χρωστάει. 

πηγή:newsit.gr

Ιστορία 2η
Δολοφονικές διακοπές ρεύματος
Τον χτύπησαν 20.000 volt ενώ προσπαθούσε να συνδέσει το ρεύμα, στο σπίτι του, που του έκοψε η ΔΕΗ, λόγω οφειλών του! Σύμφωνα με τα όσα δήλωσαν οι γείτονες  στο Newsit  η οικογένεια τα έβγαζε δύσκολα πέρα με αποτέλεσμα να μην έχει πληρώσει το λογαριασμό του ρεύματος. Οταν πριν περίπου μια εβδομάδα η ΔΕΗ τους έκοψε την ηλεκτροδότηση τότε άρχισαν και τα προβλήματα. Ο 45χρονος δεν άντεξε άλλο και σήμερα με το μυαλό θολωμένο είπε "πάω να πάρω αυτό που μου ανήκει". Πήρε ένα γαλλικο κλειδί, σκαρφάλωσε στην κολώνα που είναι και υποσταθμός της ΔΕΗ με σκοπό να επανασυνδέσει το ρεύμα.  Μια άτυχη στιγμή όμως έμελλε να αποβεί μοιραία. Επιασε με τα γυμνά του χέρια το καλώδιο της ΔΕΗ και 20.000 watt διαπέρασαν το σώμα του.  Κάτοικοι περιγράφουν στο Νewsit πως μόλις ο 45χρονος χτυπήθηκε από το ρεύμα, το παντελόνι του πήρε φωτιά. 


Στο σημείο έσπευσε αστυνομία και πυροσβεστική ενώ το ασθενοφόρο που έσπευσε μετέφερε τον άνδρα σε κακή κατάσταση αλλά ζωντανό στο Γενικό Κρατικό της Νίκαιας και εν συνεχεία μεταφέρθηκε στο Θριάσιο.  Εκεί ο 45χρονος δίνει μάχη για να κρατηθεί στη ζωή.  

πηγή:newsit.gr

Ιστορία 3η
Wind, εταιρία κινητής δολοφονίας

Για οφειλή 1.020 ευρώ βγάζει σπίτι στο σφυρί ! Δεν πλήρωσε τον λογαριασμό της κινητής τηλεφωνίας της εταιρίας WIND επειδή αδυνατούσε λόγω της περικοπής μισθού από τις κατοχικές κυβερνήσεις του Μνημονίου και με συνοπτικές διαδικασίες κατάσχεσαν το σπίτι του και το βγάζουν στο σφυρί. Ο 40χρονος υπάλληλος του Δήμου Μελισσίων στον τομέα της καθαριότητας Γιάννης Τριανταφύλλου, πατέρας δύο ανήλικων παιδιών, ζει το δικό του δράμα στην Ελλάδα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Η συντεταγμένη Πολιτεία έχει αφήσει εδώ και καιρό ασύδοτες τις πολυεθνικές να κάνουν «παιχνίδι» με ακίνητα βιοπαλαιστών, ζητώντας αίμα.

Την Παρασκευή 18 Μαΐου δικαστική επιμελήτρια, λειτουργώντας για λογαριασμό της «WIND ΕΛΛΑΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΑΒΕΕ», πέταξε στην πόρτα διαμερίσματος 92 τ.μ. το κατασχετήριο, αφήνοντας εντολή στον οφειλέτη ότι «θα του πάρουν ό,τι έχει και δεν έχει για να ξεπληρώσει τον απλήρωτο λογαριασμό», όπως κατήγγειλε στη «δημοκρατία» ο μισθοσυντήρητος εργαζόμενος.
«Με απείλησαν εμένα και τη γυναίκα μου, δεν σεβάστηκαν τα παιδιά μου, με εξευτέλισαν και τώρα θέλουν να με ταπεινώσουν παίρνοντας ένα σπίτι που ουσιαστικά δεν μου ανήκει αφού είναι κληρονομιά, με την κληροδόχο να διατηρεί την επικαρπία και εγώ να μένω σε άλλη διεύθυνση και στο νοίκι από αυτή που επιδόθηκε η εντολή κατάσχεσης» αναφέρει ο κ. Γιάννης Τριανταφύλλου.

Αυτά όμως για τα απρόσωπα επιχειρηματικά trust είναι λεπτομέρειες. Οπως λεπτομέρεια είναι ότι πάνω από 2.000 πολίτες από το 2008 μέχρι σήμερα έχουν πατήσει την κόκκινη γραμμή της αυτοκαταστροφής για μικροχρέη και απλήρωτα γραμμάτια. Σύμφωνα με την κατασχετήρια έκθεση ακινήτου, ο Γιάννης Τριανταφύλλου από τον Οκτώβριο του 2011 έφτασε να χρωστάει με τους τόκους 1.020,55 ευρώ. «Τα 700 ευρώ μαζεμένα στη WIND. Παίρνω μετά τις περικοπές 680 ευρώ, δεν βγαίνω, μεγαλώνω δύο παιδιά. Τους παρακάλεσα να τους τα δίνω σιγά σιγά. Μου είπαν εντάξει και μετά μου έστειλαν τον επιμελητή» λέει ο καταγγέλλων. Ακολούθησε διαταγή πληρωμής και έκθεση επίδοσης. Τα συνηθισμένα. Οι επιμελητές δεν λειτουργούν με το θυμικό. Στις 11-4-2012 η δικηγόρος της WIND ΕΛΛΑΣ υπογράφει την εντολή η επιμελήτρια να εισπράξει τα χρήματα, άλλως να προχωρήσει στην αναγκαστική κατάσχεση του εκπλειστηριάσματος. Είχε ακολουθήσει βεβαίως το απαραίτητο «ξεψάχνισμα» στο υποθηκοφυλακείο Αμαρουσίου, ώστε να πληροφορηθεί η πολυεθνική τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη. Οπου σε πιάσουν. Ο Γιάννης Τριανταφύλλου από τις 15 Μαρτίου 2000 είχε αποκτήσει την κυριότητα ακινήτου σε πρώτο όροφο πολυκατοικίας, από την 90χρονη σήμερα νονά του, που εξακολουθεί να διατηρεί την επικαρπία μέχρι τον θάνατό της και να διαμένει εκεί. Η υψηλή κυριότητα όμως είναι στον οφειλέτη. Αρα το σπίτι στα Μελίσσια κατάσχεται. Μάλιστα το ακίνητο εκτιμήθηκε στα 70.000 ευρώ! Για να πληρωθεί χρέος 1.020 ευρώ! Στις 11 Ιουλίου 2012, στην αίθουσα πλειστηριασμών του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, το πολυεθνικό fund πολυποίκιλων συμφερόντων στο οποίο η ελληνική Πολιτεία έχει παραχωρήσει το δικαίωμα να αναπτύσσεται επιχειρηματικά στην Ελλάδα και να μας στέλνει φουσκωμένους λογαριασμούς, ξεγυμνώνει φορολογούμενο πολίτη που παλεύει για να ζήσει.
«Δεν με φώναξαν στο δικαστήριο, έγιναν όλα ερήμην μου και τώρα πάνε να μου πάρουν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που διαθέτω αξίας πάνω από 150.000 ευρώ. Μπορεί να μην έχω λεφτά αλλά έχω αξιοπρέπεια. Εχω βάλει δικηγόρο. Θα τους πολεμήσω κι όπου με βγάλει» είπε στη «δημοκρατία» ο Γιάννης Τριανταφύλλου.

πηγή:troktiko.eu

Αναπαραγωγή: Πέρα από την εργοστασιακή έρημο (αναδημοσίευση)



Αναδημοσιεύουμε ένα σημαντικό άρθρο για τη Στέγη,το χώρο, την κατοικία και τις Κοινωνικές σχέσεις που απορρέουν από τις κυρίαρχες πολιτικές γύρω από το θέμα του χώρου και τηα στέγασης.

Από εφημερίδα Δράση

Του Neil Gray*

Ζητήματα χώρου. 
Όπως ο Henri Lefebvre παρατήρησε κάποτε, έχουμε περάσει από την παραγωγή πραγμάτων στο χώρο, στην παραγωγή του ίδιου του χώρου. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '60, ο Lefebvre υποστήριξε ότι η αστικοποίηση υποκαθιστούσε τη βιομηχανοποίηση στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, και ότι η χωρική παραγωγή ήταν το προνομιακό πεδίο της αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Έτσι, υποστήριξε: «...υπάρχει μια πολιτική του χώρου, γιατί ο χώρος είναι πολιτικός». Το θεμελιώδες ερώτημα που έθεσε ο Lefebvre στο βιβλίο «Η επιβίωση του καπιταλισμού» (1973) εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα: πώς ο καπιταλισμός επιβιώνει και συνεχίζει να παράγει νέους καπιταλιστικούς χώρους; Η απάντησή του: «...ο καπιταλισμός ήταν σε θέση να αμβλύνει (αν όχι να επιλύει) τις εσωτερικές αντιφάσεις του για έναν αιώνα, και ως εκ τούτου, για εκατό χρόνια από τη συγγραφή του ''Κεφαλαίου'', κατόρθωσε να επιτυγχάνει ''ανάπτυξη''. Δεν μπορούμε να υπολογίσουμε με ποιο τίμημα, αλλά ξέρουμε με ποια μέσα: καταλαμβάνοντας χώρο, παράγοντας χώρο».

Πίσω από την «κριτική της καθημερινής ζωής» του Lefebvre είναι μια κριτική στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων εντός του καπιταλισμού και μια έντονη αντικαπιταλιστική απόρριψη της επιβολής των σχέσεων της αγοράς στον καθημερινό χώρο και στις αναπαραγωγικές σχέσεις. Δεν πρόκειται για ανορθολογικό φόβο «επένδυσης» σε αστικά περιβάλλοντα, αλλά για την κατανόησή της ως μια μορφή ιδιωτικοποίησης και περίφραξης που μειώνει την κοινωνική στέγαση και τον κοινωνικό χώρο, μέσω «μικτής ανάπτυξης»· αυξάνει τα ενοίκια και τις τιμές των κατοικιών· εκτοπίζει τους κατοίκους της εργατικής τάξης και θεσπίζει νέες μορφές αδιαφανούς δημόσιας-ιδιωτικής διακυβέρνησης. Η «ανάπλαση» είναι απλώς «ζαχαρωμένος» εξευγενισμός. Η παραγωγή του αστικού χώρου βασίζεται κυρίως στην ενοικίαση-απόσπαση, που σημαίνει ότι οποιεσδήποτε «βελτιώσεις» εύκολα αντισταθμίζονται από τον εξουθενωτικό μηχανισμό του ενοικίου (και της απόρροιάς του: του χρέους). Ο φαινομενικά αλλόκοτος, σχεδόν τυχαίος, εξευγενισμός των γειτονιών που η Ruth Glass περιέγραψε (εσφαλμένα) στα μέσα της δεκαετίας του '60, είναι πλέον ρητή παγκόσμια αστική στρατηγική· κεντρική κινητήρια δύναμη της αστικής οικονομικής επέκτασης. Μια βιαστική ματιά σε οποιοδήποτε αστικό κέντρο στη Βρετανία αποκαλύπτει την αισθητική φτώχεια και την ενσωματωμένη ανισότητα αυτού του «οράματος» - και το τίμημα του χρέους που πληρώνουμε γι 'αυτό.

Η ανταλλακτική αξία εκτοπίζει την αξία χρήσης στη νεοφιλελεύθερη πόλη (πόσο μάλλον τη μη ανταλλακτική "αξία" της αχρηστίας). Αν αυτό ήταν αλήθεια στον καιρό του Lefebvre, είναι περισσότερο από ποτέ εμφανής ως υλική πραγματικότητα που απαιτεί μια οργανωμένη αντίδραση σε όλη την ευρεία έκταση της αναπαραγωγής (όλων των διαδικασιών που απαιτούνται για την αναπαραγωγή μας ως ανθρώπινα όντα, περιλαμβανομένων υπηρεσιών όπως η στέγαση, η εκπαίδευση κ.λπ.). Ωστόσο, οι αγώνες στο πεδίο της αναπαραγωγής θεωρούνται ακόμη, σε μεγάλο βαθμό, ως δευτερεύοντες σε σχέση με τους αγώνες στο χώρο εργασίας, και η «πολιτική του χώρου» μένει ακόμη να ληφθεί σοβαρά υπόψη.

Η ενοικίαση τα καταβροχθίζει όλα
Ο David Harvey έχει δείξει πως τα μεγάλης κλίμακας έργα αστικών υποδομών (π.χ., το Παρίσι της περιόδου Haussman, η σχεδιασμένη από τον Robert Moses μεταπολεμική προαστιοποίηση στις ΗΠΑ, η σύγχρονη Κίνα) παρέχουν μια ισχυρή «χωρική αποτύπωση» για τη βύθιση του πλεονάσματος κέρδους του κεφαλαίου, ιδιαίτερα σε περιόδους υπερσυσσώρευσης και ύφεσης. Για τον Harvey, η «μοναδική αρχή» πίσω από την αστική παραγωγή είναι το τεράστιο κέρδος των γαιοκτημόνων από τις αυξήσεις των τιμών της γης και την αύξηση των ενοικίων. Ο Harvey υποστηρίζει ότι η δύναμη των ιδιοκτητών της γης και των φυσικών πόρων έχει υποτιμηθεί πολύ ως λύση στο «πρόβλημα» του πλεονάσματος κεφαλαίου, και η ενοικίαση πρέπει να έρθει στο προσκήνιο της ανάλυσης αντί να αντιμετωπίζεται ως μια παράγωγη κατηγορία.

Το έργο του Michael Hudson για την «εισοδηματική οικονομία» κάνει ακριβώς αυτό. Ο Hudson δίνει έμφαση στην οικονομική πρόσοδο: «το κέρδος που αντλεί κάποιος απλώς από την ιδιοκτησία σε κάτι». Πρόκειται για μια «υπεραξία» που «κερδίζει στον ύπνο του». Η οικονομική πρόσοδος μπορεί να λάβει τη μορφή τελών αδειοδότησης, τόκων από αποταμιεύσεις, μερισμάτων από μετοχές, ή κεφαλαιακών κερδών από την πώληση ακινήτων ή γαιών, αλλά κατά κύριο λόγο προέρχεται από τη στέγαση και την ιδιοκτησία. Η χρηματιστηριακή αγορά, υποστηρίζει, είναι σε μεγάλο βαθμό κερδοσκοπική δραστηριότητα, καθώς οι εταιρείες κάνουν επιδρομή για τη γη ή άλλα περιουσιακά εισοδήματα. Όπως υπογραμμίζει ο Hudson: «η ακίνητη περιουσία παραμένει το μεγαλύτερο περιουσιακό στοιχείο της οικονομίας, και περαιτέρω ανάλυση καθιστά σαφές ότι η γη λογαριάζεται στο μεγαλύτερο μέρος των κερδών στην αποτίμηση της ακίνητης περιουσίας».

Τα εισοδήματα από ενοικίαση είναι ένα μη παραγωγικό «δωρεάν γεύμα» που έχει κλαπεί από την οικονομία στο σύνολό της, αναγκάζοντας ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό των μισθών να δαπανάται για ενοικίαση στέγης και βασική κοινωνική διαβίωση, και στερώντας τα κοινωνικά παραγωγικά μέσα: «Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των εσόδων δεν έχουν δαπανηθεί για την επέκταση των μέσων παραγωγής ή την αύξηση του βιοτικού επιπέδου. Είναι ήδη επανεπενδυμένα στην αγορά ακινήτων και χρηματοοικονομικών εγγυήσεων - νομικά δικαιώματα και αξιώσεις πληρωμής που προέρχονται από την οικονομία στο σύνολό της». Εδώ βρίσκεται η συμβίωση χρηματικής οικονομίας, ιδιοκτησίας και μονοπωλίου. Η φούσκα των ακινήτων, και η χρηματοπιστωτική κρίση στην οποία καταβυθίζεται, είναι σε μεγάλο βαθμό ένα οικονομικό φαινόμενο που γεννήθηκε από αυτή τη μορφή κοινωνικής επιδρομής.

Όπως δείχνει πειστικά ο Hudson, το πλέγμα χρηματιστικοποίησης/αστικοποίησης έχει οδηγήσει αναπόφευκτα προς «το νέο δρόμο προς τη δουλοπαροικία». Όμως, η έκκλησή του για μια «καλή» (Φορντική-Κεϋνσιανή) παραγωγή συγκαλύπτει το γεγονός ότι συνολικά η παραγωγή υπό τις καπιταλιστικές σχέσεις είναι σύμφυτη με την εκμετάλλευση. Αντίθετα, η σύλληψη του Lefebvre για την εδαφική «αυτοδιαχείριση» (γενικευμένη αυτοδιεύθυνση) προτείνει μια ευρεία και συνεχή επίθεση κατά των καπιταλιστικών σχέσεων: «ανατρέποντας κυρίαρχους χώρους, τοποθετώντας την οικειοποίηση πάνω από την κατοχή, την αξίωση πάνω από τη διαταγή, και τη χρήση πάνω από την ανταλλαγή». Αλλά υπάρχουν λίγα εμπειρικά ίχνη της μορφής και του περιεχομένου της εδαφικής αυτοδιαχείρισης - θα πρέπει να στραφούμε προς την Ιταλία κατά τη δεκαετία του '70 για να δούμε το αστικό πεδίο να έρχεται στο προσκήνιο ως σαφής αρένα της πολιτικής οργάνωσης.

Νέα κοινωνικά ζητήματα
Ενώ ο αυτόνομος και μετα-αυτόνομος μαρξισμός συνδέεται συχνά με τον «εργάτη-μάζα» των εργοστασιακών αγώνων, ή το «κογκνιταριάτο» των αγώνων στους τομείς της επικοινωνίας, προτείνω εδώ ότι οι αγώνες στην αναπαραγωγική σφαίρα (το «κοινωνικό εργοστάσιο») στο πλαίσιο του αυτόνομου μαρξισμού από τις αρχές έως τα μέσα της δεκαετίας του '70, ήταν εξαιρετικά προφητικοί για τη συνθήκη του «μετα-φορντισμού» (τουλάχιστον στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες). Ως εκ τούτου, παρέχουν συμπαγή υποδείγματα που μπορούν να προσανατολίσουν επωφελώς τους αγώνες του παρόντος.

Στο πλαίσιο των κινημάτων του «Εργαστηρίου Ιταλία», ο ρόλος των γυναικών ήταν υψίστης σημασίας. Οι Mariarosa Dalla Costa και Selma James (1972) διάνοιξαν νέα εδάφη αγώνα, αναγνωρίζοντας ότι οι γυναίκες καθημερινά παράγουν και αναπαράγουν το εργατικό δυναμικό. Ωστόσο, όταν εξετάζονταν οι γυναικείες οικιακές εργασίες, «η εργασία τους φαινόταν να είναι μια προσωπική υπηρεσία εκτός κεφαλαίου». Η απλήρωτη αναπαραγωγική εργασία των γυναικών παρέμενε «κρυμμένη», διότι μόνο το προϊόν της αναπαραγωγικής εργασίας -ο άνδρας εργάτης- ήταν ορατό στη μισθωτή σχέση. Η γυναίκα παρέμενε εγκλωβισμένη εντός των προ-καπιταλιστικών συνθηκών εργασίας: «γεννώντας, μεγαλώνοντας, πειθαρχώντας και συντηρώντας τον εργάτη για την παραγωγή». Η αναπαραγωγή είναι παραγωγή αξίας, ισχυρίστηκαν, αλλά εμφανίζεται διαφορετικά.

Αυτή η κατανόηση του έμφυλου καταμερισμού της εργασίας μέσω του μισθού, οδήγησε το ιταλικό φεμινιστικό κίνημα σε σύγκρουση με το ορθόδοξο εργατικό κίνημα. Όταν οι φεμινίστριες έθεσαν το ζήτημα της οικιακής εργασίας, τα συνδικάτα αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν ότι ως οργανώσεις ασχολήθηκαν «(α) μόνο με το εργοστάσιο· (β) μόνο με τη μετρημένη και «έμμισθη» ημέρα εργασίας·(γ) μόνο με το μέρος των μισθών που δίδεται σε εμάς και όχι με το μέρος των μισθών που παίρνεται πίσω, όπως είναι ο πληθωρισμός». Ωστόσο, με την αναπαραγωγή να νοείται ως «η άλλη, κρυμμένη, πηγή της υπερεργασίας», η αναπαραγωγική εργασία μπορούσε πλέον να θεωρηθεί ως μέρος του ευρύτερου «κοινωνικού εργοστασίου», «όπου το κόστος και ο χαρακτήρας των μεταφορών, της στέγασης, της εκπαίδευσης, της αστυνομίας, είναι όλα σημεία του αγώνα». Οι αγώνες στους τομείς της αναπαραγωγής απέκτησαν, έτσι, θεωρητικούς λόγους ισχύος: με το σπίτι αναδιαρθρωμένο ως το κέντρο της κοινωνικής ανατροπής, νέες αυτόνομες προοπτικές για οργάνωση διανοίχτηκαν.

Η αυτόνομη ομάδα Lotta Continua υποστήριξε ότι τα κέρδη των εργαζομένων στο επίπεδο της παραγωγής αντισταθμίζονταν από τον πληθωρισμό και την κερδοσκοπία στο επίπεδο της κατανάλωσης. Έτσι, ο αγώνας πήγε πέρα από τους τοίχους του εργοστασίου: νέες μορφές τακτικής και αυτο-οργάνωσης απαιτούνταν όπως απεργίες ενοικίου, καταλήψεις και μαζικές εγκαταστάσεις, όπως τεκμηριώνεται στην έκδοση της Lotta Continua «Αναλάβετε την πόλη – Κοινοτικοί αγώνες στην Ιταλία» (1973). Ο Bruno Ramirez, εν τω μεταξύ, επισήμανε πως η ταξική σύγκρουση είχε επεκταθεί άμεσα στο σύνολο της κοινωνικής κατανάλωσης, μέσω της πρακτικής της «αυτο-μείωσης»: «την άρνηση συμμόρφωσης με τις αυξήσεις των τιμών των βασικών υπηρεσιών». Η αυτο-μείωση σύντομα εξαπλώθηκε πέραν του ενοικίου και σε άλλους τομείς της κοινωνικής κατανάλωσης, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων μεταφορών, της ηλεκτρικής ενέργειας και της θέρμανσης, ως μέρος αυτού που ο Ραμίρεζ κατανοούσε ως «έναν αγώνα για την επανοικειοποίηση του κοινωνικού πλούτου που παράγει η εργατική τάξη αλλά δεν πληρώνεται από το κεφάλαιο».

Η άποψη της παραδοσιακής Αριστεράς ότι οι αγώνες στους τομείς της αναπαραγωγής είναι απλώς υποστηρικτικοί των αγώνων στους χώρους εργασίας ήταν, και είναι, λανθασμένη: ο αγώνας για τη μείωση του κόστους των οικογενειακών καταναλωτικών αναγκών είναι ζωτικής σημασίας για την υπεράσπιση των μισθών. Για τους Eddy Cherki και Michel Wieviorka (σχολιάζοντας τα κινήματα αυτομείωσης της δεκαετίας του 1970), κατά τη διάρκεια μιας περιόδου υπερπαραγωγής, η ανεργία ή η απειλή της ανεργίας γίνεται πιο δύσκολο να προκαλέσει απεργίες, άρνηση ρύθμισης των ρυθμών δουλειάς και αγώνα ενάντια στην αύξηση της παραγωγικότητας. Η διατήρηση των θέσεων εργασίας και η υπεράσπιση των μισθών γίνεται η κύρια ώθηση των αγώνων στους χώρους εργασίας (δείτε την οπισθοδρομική εκστρατεία για άνευ όρων «δικαίωμα στην εργασία» σήμερα). Αλλά η επίθεση μέσω μειώσεων των κοινωνικών παροχών και υψηλού πληθωρισμού (αυξήσεις στα τρόφιμα και στην ενέργεια, κλπ) στους μισθούς των εργαζομένων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με επιτυχία μόνο από τις δράσεις στο χώρο εργασίας. Για να προστατεύσουμε την απειλούμενη αγοραστική δυνατότητα χρειάζεται να αγωνιστούμε στον τομέα της κατανάλωσης.

Όπως υποστήριξε ο Sergio Bologna, ομάδες όπως η Lotta Continua, οργανώνοντας την «ανακατάληψη των κέντρων της πόλης», αντιδρούσαν στο «σχεδιασμό της πόλης ως χώρου παρέμβασης στην ταξική δυναμική». Οι τακτικές που περιγράφονται παραπάνω ήταν μια προσπάθεια για προχώρημα πέρα από το ανέμισμα της σημαίας για την «εργατική τάξη», προκειμένου να κατανοηθεί η μεταβαλλόμενη πραγματικότητα των κεφαλαιακών σχέσεων. Πράγματι, η σχέση μεταξύ κερδοσκοπίας, αστικοποίησης, εισοδηματικής οικονομίας και χρέους, που ο Bologna σημείωσε το 1977, είναι τώρα πιο σαφής από ποτέ. Ωστόσο, οι κατάλληλες για την αμφισβήτηση αυτού του σφετερισμού οργανωτικές μορφές δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί πλήρως ως έκφραση των κοινών συμφερόντων και της αισθητής κατάστασης των εργαζομένων και μη εργαζομένων.

Πέρα από την καπιταλιστική κυριαρχία
Το «δικαίωμα στην πόλη» συνήθως προτείνεται ως σύνθημα εργασίας και πολιτικό ιδεώδες για μια πολιτική για την πόλη, που πρέπει να έρθει. Ωστόσο, το «αναλάβετε την πόλη» προτείνει αντ' αυτού μια πολιτική η οποία τοποθετεί την απευθείας οικειοποίηση των κοινωνικών πόρων στον άμεσο ορίζοντα χωρίς να περιμένει την άδεια από ένα κράτος που θα απονείμει αυτό ως «δικαίωμα». Μιλώντας ειδικότερα για τον τόπο που ζω, την κατάληψη «Free Hetherington» στο πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, «η μακροβιότερη κατάληψη φοιτητών στην ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου», συνδυάζει την άμεση δημοκρατία και τις τακτικές άμεσης δράσης με παραδοσιακά αιτήματα για να διασφαλίσει ότι οι περικοπές από τη διοίκηση θα αποφευχθούν σε μεγάλο βαθμό. Αλλά ενώ, αφενός, η κατάληψη Free Hetherington λειτούργησε σε συμβολικό επίπεδο, από την άλλη πλευρά, επίσης, προχώρησε ακόμη περισσότερο: τοποθετήθηκε σε μια αυτο-ανακλαστική, στρατηγική θέση εντός της Πανεπιστημιούπολης, βασισμένη πάνω στην προηγούμενη οργάνωση της πανεπιστημιούπολης, προκάλεσε διαταραχή, και έθεσε στην αλυσίδα νέες κοινωνικές σχέσεις μέσω της σύστασής της ως κοινωνικού χώρου, όπως και ως οργανωτικού κόμβου.

Σε αντίθεση, το «κίνημα» Occupy Glasgow φαίνεται να λειτουργεί μέσω ενός είδους μηχανικού φορμαλισμού, δανειζόμενο τη γλώσσα της πλατείας Ταχρίρ και της Wall Street, αλλά παραλείποντας τον ειδικό ρόλο του στον τόπο της Γλασκόβης. Η βαρετή επανάληψη του συνθήματος «είμαστε το 99%» αγνοεί την απο-σύνθεση της αντίστασης που βασίζεται ακριβώς στην κατάτμηση της εργασίας· την κατά ειδίκευση διαίρεση της εργασίας (παραγωγική και αναπαραγωγική· έμφυλη και φυλετική)· την επιβολή σύνθετων ιεραρχιών μέσω διαχειριστικών γραφειοκρατιών· καθώς επίσης και την ηγεμονική νίκη του νεοφιλελευθερισμού ως ψευδο-συλλογικό πρόγραμμα. Πέρα από την «τυραννία της αμορφίας», ο στόχος είναι να βρεθούν και να αξιοποιηθούν νέες μορφές ανασύνθεσης, όπως αυτές που οδήγησαν από το ιταλικό φεμινιστικό κίνημα σε ευρύτερες μορφές εδαφικής κοινοτικής δράσης με βάση τις νέες αντιλήψεις της αναπαραγωγικής εργασίας και του «κοινωνικού εργοστασίου». Η ελπίδα μόνο δεν είναι επαρκής για ένα τέτοιο έργο: θα πρέπει να οικοδομηθούν στους αγώνες που απεικονίζουν τις σημερινές υλικές συνθήκες -όπως η στέγαση, το ενοίκιο και το χρέος- και όχι στις «νεφελώδεις περιοχές του πνεύματος».

Ενώ το Occupy Glasgow προτείνει μια εδαφική σύλληψη του χώρου, ο χώρος παραμένει πραγμοποιημένος στο συμβολικό επίπεδο. Ο καπιταλισμός δεν είναι ένα «πράγμα», και το χρηματιστικό κεφάλαιο είναι μια πτυχή μόνο ενός ευρύτερου συνόλου εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων. Άνθρωποι όπως ο Harvey και ο Hudson έχουν δείξει πολύ καλά τη συμβίωση μεταξύ χρηματικής οικονομίας και αστικοποίησης: πέρα από πραγμοποιημένη αφαίρεση, η κεφαλαιακή σχέση αντικρίζεται άμεσα στο έδαφος της καθημερινής αναπαραγωγής. Μια σειρά σημαντικών αγώνων στους τομείς αναπαραγωγής έλαβαν χώρα πρόσφατα στη Γλασκώβη (καταλήψεις σχολείων και πανεπιστημίων, εκστρατείες εναντίον κατασκευής αυτοκινητόδρομων, συγκρούσεις για δημόσιους χώρους, μάχες γύρω από κοινοτικές και ψυχαγωγικές υπηρεσίες, τη στέγαση και την κοινωνική πρόνοια), όμως οι θεωρητικές επιπτώσεις από τις δραστηριότητες αυτές μένει ακόμη να διευκρινισθούν για περαιτέρω πράξη. Ωστόσο, με την αναπαραγωγή στο προσκήνιο ως βασική κατηγορία υπάρχει η δυνατότητα για μια ακόμη πιο εκτεταμένη χωρική αμφισβήτηση που αντιμετωπίζει άμεσα το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση, και τοποθετεί την πολιτική και την πάλη στην καρδιά της καθημερινής ζωής.

Μετάφραση: Δ.Κ
* Ο Neil Gray είναι σκηνοθέτης, συγγραφέας και ερευνητής.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο 14ο τεύχος του Shift Magazine