το πήραμε από το Λογοτεχνικό Καφενείο
Πλήθος από ανθρώπους χωρίς πρόσωπα κυκλοφορεί στο δρόμο. Μια λαοθάλασσα από γκρι. Περπατώ, μα η παγωνιά με έχει αγκαλιάσει. Ξέρω αυτόν τον δρόμο. Τον έχω διασχίσει χιλιάδες φορές τα τελευταία χρόνια.
Ανεβάζω την κουκούλα για να κρύψω τα μαλλιά μου. Το κόκκινο χρώμα τους μαγνητίζει τον άλαλο στρατό. Μια φορά ένας γύρισε και με κοίταξε, μα ήξερα ότι πραγματικά δε μπορούσε. Τα μάτια του ήταν σφαλιστά, προσηλωμένος σε ένα μονοπάτι που δεν οδηγούσε πουθενά.
Κάπου κάπου συναντούσα κάποιους σαν και μένα. Καμουφλάραμε τα χαρακτηριστικά μας για να μην μας κατασπαράξουν.
Δεν υπήρχαμε. Ήμασταν μια ανωμαλία.
Ζούσαμε σε έναν κόσμο που είχε απωλέσει την ανθρωπιά του. Φωτεινές μονάδες σε έναν ολοσκότεινο ουρανό. Μα τα άστρα που μας αναγνώριζαν δεν φεγγοβολούσαν πια. Στέκονταν ακίνητα, δίχως ζωή.
Η ζωή μας προσπέρασε, γίναμε και εμείς είδος προς εξαφάνιση. Παγιδευμένοι στον λήθαργο. Στρίβω στο στενό και παρατηρώ την πλατεία μπροστά μου. Παλιά εδώ ήταν γεμάτο δέντρα. Τώρα μόνο ένα τριαντάφυλλο στέκει στην μέση. Υπενθυμίζοντας μας ότι η ομορφιά δεν χρειάζεται να φωνάξει «είμαι εδώ!» Απλά στέκει και σε προκαλεί να την κοιτάξεις.
Στην άλλη πλευρά της πλατείας το λουλούδι κοιτά ένα ακόμα αγόρι. Τα μάτια του δεν φαίνονται γιατί τα καλύπτει με καπέλο. Μπλε μάτια που θυμίζουν φουρτουνιασμένη θάλασσα. Την τελευταία φορά που μιλήσαμε με ρώτησε «γιατί νοιάζεσαι, ακόμα;»
Απλά κούνησα τους ώμους.
Σήμερα τα μάτια του φέγγιζαν το σημείο που κοίταζε. Μια μπλε λωρίδα φωτός, φέγγιζε το τσιμέντο που κοιτούσε. Αν τον έβλεπε κάποιος!
Προχώρησα προς το μέρος του και άφησα τον ώμο μου να ακουμπήσει το δικό του, άτσαλα. Με κοίταξε απορημένος, μα δεν είπε τίποτε. Το μόνο που ακούστηκε ήταν η ανάσα μου. Ένας στεναγμός καμουφλαρισμένος μην ακουστεί το παραμικρό.
Όχι αισθήματα, όχι ήχοι, όχι ματιές.
Μόνο αέναη κίνηση. Μακριά ο ένας από τον άλλον.
Να αποφύγουμε την επαφή. Να αποφύγουμε το εσένα και εμένα.
Να αποφύγουμε το εμείς.
Συνέχισα. Κάθε μέρα συνεχίζω από εκεί που σταμάτησα. Συνεχίζω και πάντα προσέχω μην με δει κανείς.
Να περιπλανιέμαι μόνη. Ένας αφανής ήρωας.
Σα και μένα υπάρχουν πολλοί. Μόνο που είμαστε κρυμμένοι ο ένας από τον άλλον. Μια αέναη κίνηση μας χωρίζει από τους υπόλοιπους. Κινούμαστε όλοι, μα το δικό μας βήμα διαφέρει. Υπάρχει κάτι που μας διαφοροποιεί από όλους τους άλλους.
Μια φωτιά μέσα στο στήθος. Αυτό που θεωρούν αδυναμία για εμάς είναι ευλογία. Υπάρχει πάθος ακόμα. Και εμείς οι απόκοσμοι είμαστε η κινητήρια δύναμη όλων των υπόλοιπων. Το καύσιμο που εκείνοι αγνοούν.
Αφανείς ήρωες τριγυρνούν γύρω μας. Αφανείς που σώζουν την ψυχή μας.
Αφανείς γιατί η ομορφιά δεν είναι για τα μάτια τους. Δεν την καταλαβαίνουν. Και ότι δεν καταλαβαίνουμε το βάζουμε στο περιθώριο. Δεν νοιάζονται.
Συνεχίζω μπροστά. Και όταν η ώρα θα έρθει θα πω στο αγόρι πολλά. Αρκεί να με αφήσει να του μιλήσω. Πόσο θέλω να φωνάξω. Να χορέψω, να γελάσω. Να τον κοιτάξω σοβαρά και να με δει όπως είμαι αληθινά. Όπως τον βλέπω και εγώ.
Θέλω να του πω, «νοιάζομαι γιατί υπάρχω και υπάρχω γιατί νοιάζομαι.» Και ίσως να με καταλάβει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.